06 Nov To πρόβλημα παροχής απλήρωτων νομικών υπηρεσιών: Συγκριτική έρευνα των αμοιβών σε Ελλάδα και Γερμανία
Στη Γερμανία, οι αμοιβές των δικηγόρων για την παροχή νομικών συμβουλών χρεώνονται είτε σύμφωνα με τον νόμο και συγκεκριμένα τον Κώδικα Δικηγορικών Αμοιβών (Rechtsanwaltsvergütungsgesetz-RVG), είτε βάσει συμφωνιών για την αμοιβή. Ειδικότερα το άρθρο 34 του Κώδικα Δικηγορικών Αμοιβών προβλέπει τα εξής:
Παρ.1: Για προφορική ή έγγραφη συμβουλή ή πληροφορία, η οποία δεν συνδέεται με άλλη χρεώσιμη εργασία, για την εκπόνηση γραπτής γνωμοδότησης και για δραστηριότητα ως μεσολαβητής, οφείλει ο δικηγόρος να συνάψει συμφωνητικό αμοιβής στις περιπτώσεις που δεν εμπίπτουν στο μέρος 2 παρ.1 του Κώδικα Αμοιβών Δικηγόρων. Αν δεν υπάρχει συμφωνητικό αμοιβής, ο δικηγόρος εισπράττει αμοιβή σύμφωνα με τις διατάξεις του Αστικού Δικαίου. Αν στην περίπτωση του εδαφίου β’ ο πελάτης είναι καταναλωτής, η αμοιβή για τη νομική συμβουλή ή την εκπόνηση γραπτής γνωμοδότησης ανέρχεται μέχρι του ποσού των 250 ευρώ. Το άρθρο 14 παρ.1 εφαρμόζεται αναλόγως. Για μια πρώτη συμβουλευτική συζήτηση η αμοιβή ανέρχεται μέχρι του ποσού των 190 ευρώ.
Παρ.2: Αν δεν έχει άλλως συμφωνηθεί, στην αμοιβή για τη συμβουλή πρέπει να λαμβάνεται υπόψη και αμοιβή για ειδικότερη εργασία που συνδέεται με τη συμβουλή αυτή.
Σύμφωνα με τον κατάλογο αμοιβών του γερμανικού Κώδικα Δικηγορικών Αμοιβών (Rechtsanwaltvergütungsgesetz – RVG) στο τμήμα 2 του παραρτήματος (εξωδικαστικές ενέργειες), στην παράγραφο 5 (συμβουλευτική βοήθεια), οι αμοιβές διακρίνονται αναλόγως του αντικειμένου και του είδους της συμβουλής και οι αντίστοιχες αμοιβές καθορίζονται από 15 ευρώ για μια απλή συμβουλή ως και 675 ευρώ. Η εκάστοτε αμοιβή προσδιορίζεται επιπλέον και ανάλογα με το αν η συμβουλευτική δραστηριότητα που έλαβε χώρα – είτε με ραντεβού στο γραφείο, είτε τηλεφωνικά- αποτελεί προστάδιο μιας δικαστικής διαδικασίας ή ολοκληρώθηκε χωρίς περαιτέρω εργασίες του δικηγόρου.
Σύμφωνα με το δικηγορικό σύλλογο της πόλης του Ντάρμστατ (Darmastadt), η χρονοχρέωση ανά ώρα για την απασχόληση του δικηγόρου ποικίλλει ανάλογα με τη δυσκολία του αντικειμένου της υπόθεσης, το ρίσκο της ευθύνης του δικηγόρου και την εξειδίκευση, εμπειρία και επαγγελματική επιτυχία του, όμως σε κάθε περίπτωση αυτή δεν μπορεί να είναι μικρότερη από 120 ευρώ την ώρα και μπορεί να φτάσει μέχρι και τα 500 ευρώ την ώρα. Αντίστοιχες και παρεμφερείς ρυθμίσεις ισχύουν και στα υπόλοιπα ευρωπαϊκά κράτη.
Στην Ελλάδα, με το σχέδιο του νέου Δικηγορικού Κώδικα έγινε προσπάθεια για πιο λεπτομερή ρύθμιση της χρονοχρέωσης. Σύμφωνα με το άρθρο 59:
1.Για κάθε δικαστική ή εξώδικη ενέργεια ο δικηγόρος δύναται να συμφωνεί με τον εντολέα του και να λαμβάνει αμοιβή προσδιοριζόμενη ανάλογα με την ωριαία απασχόλησή του, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο Παράρτημα Ι του Κώδικα. Αντίστοιχα προσδιοριζόμενη ωριαία αμοιβή δικαιούται ο δικηγόρος να λαμβάνει και για κάθε συνάντηση ή τηλεφωνική επικοινωνία με τον εντολέα του ή με τρίτο πρόσωπο καθώς και για κάθε άλλη ενέργεια που σχετίζεται με την εκτέλεση της εντολής που του ανατέθηκε.
2. Ο δικηγόρος είναι υποχρεωμένος να γνωστοποιεί με κάθε πρόσφορο τρόπο στον πελάτη του την ωριαία αμοιβή του.
3. Σε περίπτωση έλλειψης έγγραφης συμφωνίας, η αμοιβή του δικηγόρου, για δικαστικές ή εξώδικες εργασίες, πράξεις ή απασχολήσεις, δύναται να προσδιορίζεται με βάση την ωριαία απασχόληση του δικηγόρου, όπως αυτή αναφέρεται στο Παράρτημα Ι του Κώδικα.
Στο παράρτημα Ι η χρέωση ανά ώρα ορίζεται στο ποσό των 80 ευρώ.
Η καθιέρωση της υποχρεωτικότητας της χρονοχρέωσης για παροχή νομικών συμβουλών, όπως συμβαίνει στις περισσότερες αναπτυγμένες χώρες, αποτελεί ελάχιστο προαπαιτούμενο της επαγγελματικής αξιοπρέπειας του δικηγόρου. Η παροχή νομικών συμβουλών συνιστά αυτοτελή παροχή υπηρεσίας, η οποία πρέπει να τιμολογηθεί κατά τρόπο υποχρεωτικό, ώστε να μην υπάρχουν εξαιρέσεις από την εφαρμογή της. Τα φαινόμενα της συστηματικής παραπλάνησης και εκμετάλλευσης των δικηγόρων από υποψήφιους εντολείς που συλλέγουν δωρεάν πληροφορίες ή κάνουν έρευνα αγοράς και μετά εξαφανίζονται, πρέπει να εκλείψουν οριστικά. Καμία πληροφορία ή συμβουλή που αποτελεί προϊόν επιστημονικής κατάρτισης και επαγγελματικής εμπειρίας δεν θα πρέπει να αξιοποιεί νομοθετικό έδαφος ώστε να παρέχεται ως δώρο. Θα ήταν επομένως σημαντικό βήμα να αντικατασταθεί στην παράγραφο 1 του άρ.53 του νέου Κώδικα Δικηγόρων τόσο στο εδάφιο α’ όσο και στο β’ η λέξη «δύναται» από την λέξη «υποχρεούται», όπως επίσης και στην παρ.3 του ίδιου άρθρου να απαλειφθούν οι λέξεις «δύναται» και «να». Αυτό θα αποτελούσε στοιχειώδη κατάκτηση του πολύπαθου δικηγορικού κλάδου.
(άρθρο του δικηγόρου Γιώργου Καζολέα στο www.legalnews24.gr)