10 Mar Tραπεζικές περιπέτειες!
Απόφαση 1501 / 2014 (Α1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
A1′ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Χρυσικό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γεώργιο Γεωργέλλη, Δημήτριο Κράνη, Αντώνιο Ζευγώλη και Γεώργιο Λέκκα, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 18 Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειουσών: της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “MARFIN ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΙΚΕΣ ΜΙΣΘΩΣΕΙΣ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ” (πρώην “ΕΓΝΑΤΙΑ ΛΗΖΙΓΚ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΙΚΗΣ ΜΙΣΘΩΣΗΣ”) ως καθολικής διαδόχου της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “ΛΑΪΚΗ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΙΚΕΣ ΜΙΣΘΩΣΕΙΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ” λόγω συγχωνεύσεως, που εδρεύει στο … και εκπροσωπείται νόμιμα και 2.της τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία “CYPRUS POPULAR BANK PUBLIC CO LTD”, πρώην “MARFIN POPULAR BANK PUBLIC CO LTD”, που εδρεύει στη … είναι νόμιμα εγκατεστημένη στην Ελλάδα και εκπροσωπείται νόμιμα, ως καθολικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία “MARFIN ΕΓΝΑΤΙΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ”, κατόπιν διασυνοριακής συγχώνευσης δι’ απορροφήσεως, οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Δημήτριο Πασσά, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔικ.
Του αναιρεσιβλήτου: Δ. Δ. του Π., κατοίκου …, ο οποίος παραστάθηκε με την πληρεξούσια δικηγόρο του Φωτεινή Κεφαλίδου.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 14 Οκτωβρίου 2009 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 349/2011 οριστική του ιδίου δικαστηρίου και 4617/2012 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείουσες με την από 19 Νοεμβρίου 2012 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Γεώργιος Λέκκας, ανέγνωσε την από 8 Νοεμβρίου 2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης.
Η πληρεξούσια του αναιρεσιβλήτου ζήτησε την απόρριψή της αιτήσεως και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους της στη δικαστική δαπάνη της.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, προσβάλλεται η υπ’ αριθμ. 4617/2012 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε επί της από 22-3-2011 έφεσης των αναιρεσειουσών και της από 24-2-2012 αντέφεσης του αναιρεσιβλήτου κατά της υπ’ αριθμ. 349/2011 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η από 14-10-2009 αγωγή του τελευταίου.
Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 298, 299, 330 εδ. β’, 914 και 932 ΑΚ προκύπτει ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση ή (και) προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης ή της ψυχικής οδύνης προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση περιουσιακής ζημίας ή (και) ηθικής βλάβης και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της, περιουσιακού ή μη χαρακτήρα, ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξης. Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρέωσης πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της, κοινωνικώς επιβεβλημένης και εκ της θεμελιώδους δικαιϊκής αρχής της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσας, υποχρέωσης λήψης ορισμένων μέτρων επιμέλειας για την αποφυγή πρόκλησης ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων. Αμέλεια, ως μορφή υπαιτιότητας, υπάρχει όταν, εξαιτίας της παράλειψης του δράστη να καταβάλει την επιμέλεια που αν κατέβαλλε – με μέτρο τη συμπεριφορά του μέσου συνετού και επιμελούς εκπροσώπου του κύκλου δραστηριότητάς του – θα ήταν δυνατή η αποτροπή του ζημιογόνου αποτελέσματος, αυτός (δράστης) είτε δεν προέβλεψε την επέλευση του εν λόγω αποτελέσματος, είτε προέβλεψε μεν το ενδεχόμενο επέλευσης του, ήλπιζε όμως ότι θα το αποφύγει. Αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει, όταν κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας (ΚΠολΔ 336§4) η φερόμενη ως ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης (ΑΚ 298) ήταν επαρκώς ικανή (πρόσφορη) να επιφέρει το επιζήμιο αποτέλεσμα, το οποίο και επέφερε πράγματι στη συγκεκριμένη περίπτωση. Από την ίδια διάταξη του άρθρου 914 του ΑΚ, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 147-149 του ίδιου Κώδικα και 386 του Π.Κ., προκύπτει ότι, γενεσιουργό λόγο της υποχρέωσης σε αποζημίωση αποτελεί και η απατηλή συμπεριφορά σε βάρος του ζημιωθέντος, η οποία υπάρχει όταν κάποιος από δόλο προκαλεί, ενισχύει ή διατηρεί με κάθε μέσο ή τέχνασμα σε άλλον τη σφαλερή αντίληψη πραγματικών γεγονότων, ένεκα της οποίας αυτός προβαίνει σε δήλωση βούλησης ή επιχείρηση πράξης, από την οποία υφίσταται ζημία, εφόσον το χρησιμοποιηθέν απατηλό μέσο υπήρξε αποφασιστικό για τη γενόμενη δήλωση βούλησης ‘η την επιχειρηθείσα πράξη, ενώ δεν αποκλείεται η τυχόν χρησιμοποιηθείσα για την απάτη ψευδής παράσταση να αναφέρεται σε μελλοντικό γεγονός ή να συνδέεται με απόκρυψη κρίσιμων γεγονότων, την ύπαρξη των οποίων αγνοούσε ο ζημιωθείς και γνώριζε αυτός που τον εξαπάτησε (ΑΠ 481/2012). Περαιτέρω, η αθέτηση προϋφιστάμενης ενοχής και μόνη δεν συνιστά άνευ άλλου και αδικοπραξία, είναι όμως δυνατόν μία υπαίτια ζημιογόνος συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη), με τη οποία παραβιάζεται η σύμβαση, πέραν της αξίωσης από τη σύμβαση, να θεμελιώνει και αξίωση από αδικοπραξία, όταν και χωρίς τη συμβατική σχέση διαπραττόμενη, θα ήταν παράνομη, ως ενέχουσα προσβολή δικαιώματος, το οποίο αντιτάσσεται κατά του ζημιώσαντος και όφειλε αυτός να το σεβαστεί. Οι αξιώσεις από τη σύμβαση και την αδικοπραξία είναι δυνατόν να συρρέουν και να ασκηθούν παράλληλα, δεν μπορούν όμως εφόσον αλληλοκαλύπτονται και να ικανοποιηθούν μαζί, αφού η ικανοποίηση της μιας καθιστά χωρίς αντικείμενο την άλλη, εκτός εάν από την τελευταία παρέχεται πρόσθετη έννομη προστασία, μη παρεχόμενη από τη συρρέουσα αντικειμενικά (ΑΠ 737/2011). Τέλος, με το Ν. 1665/1986 καθιερώθηκε η σύμβαση της “χρηματοδοτικής μίσθωσης”, η οποία είναι σύμβαση μεταξύ μιας εταιρίας ειδικού σκοπού και μιας επιχείρησης ή ενός επαγγελματία, με την οποία η πρώτη παραχωρεί για ορισμένο χρόνο και έναντι μισθώματος στο δεύτερο τη χρήση κεφαλαιουχικών αγαθών, κινητών ή ακινήτων, και ειδικότερα χώρων επαγγελματικής εγκατάστασης καθώς και επιχειρησιακού ή επαγγελματικού εξοπλισμού, παρέχοντας του συγχρόνως το δικαίωμα είτε να αγοράσει το πράγμα μετά την πάροδο ορισμένου χρόνου, είτε να ανανεώσει τη μίσθωση για ορισμένο χρόνο, ενώ κατά το άρθρο 4 του προαναφερόμενου νόμου για την σύναψη της σύμβασης απαιτείται τύπος, ο οποίος είναι συστατικός (ΑΠ 646/2011).
Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, λόγος αναίρεσης για ευθεία παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμόστηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις, εφαρμογής του, ή αν εφαρμόστηκε ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται εν όψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης, αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση. Τούτο συμβαίνει, όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται. Περαιτέρω, κατά την έννοια του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και υφίσταται έτσι εκ πλαγίου παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, όταν από τις παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για ζήτημα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα έτσι να μην μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε. Ειδικότερα αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμά της για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό, των διαδίκων που τείνει στη θεμελίωση ή στην κατάλυση του επίδικου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Αντίστοιχα, ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είτε είναι κατά το νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση, στη συγκεκριμένη περίπτωση, της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι δε και όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση αυτή εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα. Δηλαδή δεν υπάρχει ανεπάρκεια αιτιολογίας, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτική, αλλά πλήρη αιτιολογία, αφού αναγκαίο να εκτίθεται σαφώς στην απόφαση είναι μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε και όχι ο λόγος για τον οποίο αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Συνακόλουθα, τα επιχειρήματα του δικαστηρίου, που σχετίζονται με την εκτίμηση απλώς των αποδείξεων δεν συνιστούν παραδοχές διαμορφωτικές του αποδεικτικού πορίσματός του και επομένως αιτιολογία της απόφασης ικανή να ελεγχθεί αναιρετικά με τον παραπάνω λόγο για ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα, ούτε ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης από το αρθρ. 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, αν το δικαστήριο της ουσίας δεν ανέλυσε ιδιαιτέρως ή διεξοδικά τα επιχειρήματα των διαδίκων που δεν συνιστούν αυτοτελείς ισχυρισμούς τους (ΑΠ 253/2013).
Με την προσβαλλόμενη απόφαση, έγιναν δεκτά τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, κατά την ανέλεγκτη από το Εφετείο εκτίμηση των αποδείξεων: “Ο ενάγων ασχολείται κατ’ επάγγελμα με αγοραπωλησίες ακινήτων, καθώς και με χρηματιστηριακές και με πάσης φύσεως επενδυτικές συναλλαγές, έχοντας ετήσια έσοδα κατά μέσο όρο 600.000 ευρώ και διαθέτοντας σημαντική ακίνητη περιουσία στην Κηφισιά και στις Αφίδνες Αττικής και σημαντικό επίσης χαρτοφυλάκιο στο ΧAA, που διαχειρίζεται μέσω της εταιρείας με την επωνυμία “ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ”, ομοίων επιχειρηματικών συμφερόντων με τις εναγόμενες. Λόγω της σημαντικής οικονομικής επιφάνειας του εξυπηρετείται προνομιακά από το τμήμα private banking της β’ εναγομένης τράπεζας από το έτος 2005. Περί το Μάιο του 2007 απευθύνθηκε στη β’ εναγομένη, θέλοντας να λάβει δάνειο ύψους 4.000.000 ευρώ, προκειμένου να εξοφλήσει προηγούμενο κατασκευαστικό δάνειο που είχε λάβει, με υπόλοιπο οφειλής 600.000 ευρώ και να χρησιμοποιήσει το υπόλοιπο ποσό για αγορά και εκμετάλλευση ακινήτων και εν γένει χρηματιστηριακές και μη επενδύσεις. Μετά από σχετικές συμβουλές που έλαβε από τους Α. Κ., διευθυντή του private banking και Π. Π., διευθυντικό στέλεχος της β’ εναγομένης, συμφώνησε να χρηματοδοτηθεί από τη β’ εναγομένη δια της θυγατρικής της α’ εναγομένης, εταιρείας χρηματοδοτικών μισθώσεων, με τη μέθοδο της ανάστροφης χρηματοδοτικής μίσθωσης (sale and lease back). Αντικείμενο της χρηματοδοτικής μίσθωσης θα ήταν ακίνητο του ενάγοντος στις Αφίδνες Αττικής και στην περιοχή κτήμα Λιοσάτι (θέση Κρίκι Θέριζα), έκτασης 13 στρεμμάτων, με πολυτελή οικία εμβαδού 650 τ.μ., εμπορικής αξίας κατά τον επίδικο χρόνο περίπου 5.000.000, σύμφωνα με την από 23-4-2007 έκθεση εκτίμησης εμπορικής αξίας του Πολ. Μηχανικού της εταιρείας “S. BROS”, Π. Χ., συνταχθείσα μετά από εντολή της α’ εναγομένης. Για να υλοποιηθεί αυτό το επενδυτικό σχέδιο έπρεπε να συσταθεί ως ενδιάμεσο πρόσωπο μια εμπορική εταιρεία συμφερόντων του ενάγοντος, η οποία και θα ήταν η μισθώτρια στη σύμβαση ανάστροφης χρηματοδοτικής μίσθωσης. Κατόπιν δε των συμβουλών των ιδίων προσώπων, ο ενάγων με μέρος από το τίμημα από την πώλησηη του ακινήτου προς την α’ εναγομένη (ποσό χρηματοδότησης) θα συμμετείχε στην επικείμενη κατά το μήνα Ιούλιο του 2007 αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας “MARFIN INVESTMENT GROUP ΣΥΜΜΕΤΟΧΩΝ Α.Ε.”, ομοίων επιχειρηματικών συμφερόντων με τις εναγόμενες προεγγραφόμενος με το ποσό των 2.500.000 ευρώ για την αγορά μετοχών, τις οποίες, κατά το παραπάνω επενδυτικό σχέδιο, θα πωλούσε κατά τις πρώτες ημέρες της διαπραγμάτευσης τους στο Χρηματιστήριο, οπότε κατά την κοινή πείρα και λογική συνήθως παρουσιάζουν αυτές σημαντική άνοδο. Και τούτο προκείμενου αφενός να καλύψει τα φορολογικά και λοιπά εν γένει έξοδα των απαιτούμενων μεταβιβάσεων και αφετέρου να κερδίσει από την επένδυση αυτή. Στον επενδυτικό αυτόν σχεδιασμό συμμετείχαν επίσης και διευθυντικά στελέχη της α’ εναγομένης εταιρείας λήζινγκ (κοινών επιχειρηματικών συμφερόντων με τη β’ εναγομένη τράπεζα) και συγκεκριμένα ο Γενικός Διευθυντής Γ. Κ. και οι Η. Μ. και Γ. Α.. Αυτοί είχαν πληροφορηθεί από τη β’ εναγομένη τον ως άνω σχεδιασμό, συμβούλευσαν τον ενάγοντα ομοίως και συμφώνησαν με την παραπάνω μεθόδευση και την υλοποίηση της χρηματοδότησης του ενάγοντος με τον τρόπο αυτόν. Συμφωνήθηκε εξάλλου μεταξύ των διαδίκων όπως, για την εξασφάλιση της εκμισθώτριας της χρηματοδοτικής μίσθωσης της α’ εναγομένης, υπάρξουν και συμβάσεις εγγύησης τόσο του ενάγοντος όσο και του υιού του (εταίρων της ενδιάμεσης εταιρείας ΕΠΕ), πέραν της κυριότητάς της επί του ακινήτου που θα αποκτούσε αντί τιμήματος 3.875.000 ευρώ, ποσό που θα αποτελούσε και τη χρηματοδότηση του ενάγοντος. Όντως για την υλοποίηση του σχεδίου συνεστήθη με δαπάνες του ενάγοντος εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία “ΜΠΡΕΙΝ ΙΝΒΕΣΤΜΕΝΤΣ ΕΝΤ ΝΤΙΒΕΛΟΠΜΕΝΤ ΕΠΕ”, δυνάμει του νόμιμα δημοσιευθέντος …/7-6-2007 κατασταστικού σύστασης ΕΠΕ του συμ/φου Αθηνών Αθανασίου Πετράκη, με έδρα την …, μοναδικούς εταίρους τον ενάγοντα και τον υιό του Π. Δ. με ποσοστά εταιρικών μεριδίων 90% και 10% αντίστοιχα και με σκοπό “αγορές -πωλήσεις – εκμετάλλευση ακινήτων στην ημεδαπή και αλλοδαπή, χρηματοοικονομικές επενδύσεις εμπορία οικιακού και ξενοδοχειακού εξοπλισμού, εισαγωγές – εξαγωγές, οικοδομικές επιχειρήσεις και αντιπροσωπεύσεις οίκων του εξωτερικού”. Στη συνέχεια στις 22-6-2007 και στο συμβολαιογραφείο του συμ/φου Αθηνών Γεωργίου Στεφανάκου υπογράφηκαν οι παρακάτω συμβολαιογραφικές συμβάσεις, που αποτελούσαν ουσιαστικά την εφαρμογή της προπεριγραφείσας ενιαίας συμφωνίας χρηματοδότησης και ειδικότερα: 1) Η με αρ. …/22-6-2007 σύμβαση πώλησης του ως άνω ακινήτου του ενάγοντος, με πωλητή τον ίδιο και αγοράστρια την παραπάνω ΕΠΕ, στην οποία περιήλθε η κυριότητα του εν λόγω ακινήτου αντί αναγραφόμενου τιμήματος 652.153 ευρώ, ήτοι της αντικειμενικής αξίας του πωληθέντος, 2) η με αρ. …/22-6-2007 σύμβαση πώλησης του ιδίου ακινήτου με πωλήτρια την ως άνω ΕΠΕ και αγοράστρια των α’ εναγομένη, στην οποία μεταβιβάστηκε η κυριότητα του ακινήτου αντί τιμήματος 3.875.000 ευρώ, ποσού που αποτέλεσε και το δάνειο προς τον ενάγοντα και γ) η με αρ. …/22-6-2007 σύμβαση χρηματοδοτικής μίσθωσης ακινήτου δυνάμει της οποίας η α’ εναγομένη (εκμισθώτρια) μίσθωσε το εν λόγω ακίνητο στην ως άνω ΕΠΕ (μισθώτρια) για χρονικό διάστημα 20 ετών με έναρξη τις 15-6-2007, λήξη τις 15-6-2027, καταβαλλόμενο μηνιαίο μίσθωμα κυμαινόμενο κατά τους όρους της σύμβασης ποσού 27.268,18 ευρώ, τίμημα εξαγoράς μετά τη λήξη της μίσθωσης ποσού 799.332,68 ευρώ και δυνατότητα προεξόφλησης, με ειδικά καθοριζόμενο στη σύμβαση επιτόκιο, μετά τη συμπλήρωση τριών ετών από την έναρξη της μίσθωσης. Επίσης, προς εξασφάλιση της εκμισθώτριας, συνεβλήθησαν προσωπικά ως εγγυητές ο ενάγων και ο υιός του. Όμως, κατά την ημέρα υπογραφής της σύμβασης χρηματοδοτικής μίσθωσης εισήχθη αιφνιδιαστικά ο (πρόσθετος εξασφαλιστικός των συμφερόντων της α’ εναγομένης) όρος της ενεχύρασης μετοχών έως το ποσό των 2.500.000 ευρώ κυριότητας του ενάγοντος, έκδοσης της εταιρείας “MARFIN INVESTMENT GROUP Α.Ε. ΣΥΜΜΕΤΟΧΩΝ”, που θα προέκυπταν από την επικείμενη αύξηση του μετοχικού τους κεφαλαίου, υπό τους όρους σχετικής σύμβασης ενεχύρου επί αυλών μετοχών, σύμφωνα με την οποία το ενέχυρο θα επεκτεινόταν αυτοδικαίως σε όλες τις προσόδους, τα ωφελήματα, τους καρπούς και τα μερίσματα των μετοχών, ενώ η άσκηση των δικαιωμάτων ψήφου θα ανήκε στην ενεχυρούχο δανείστρια. Ο όρος αυτός, αν και είχε προαποφασιστεί από την εκμισθώτρια α’ εναγομένη ήδη από τις 8-5-2007, όπως προκύπτει από το ταυτόχρονο με αρ. 882 έντυπο αξιολόγησης πιστωτικών διευκολύνσεων αυτής, περιήλθε εν τούτοις σε γνώση του ενάγοντος την τελευταία στιγμή προ της υπογραφής της συμβάσεως και μάλιστα κατά την ανάγνωση του σχετικού συμβολαιογραφικού εγγράφου. Ο όρος αυτός είναι καταχρηστικός και αντίκειται στην καλή πίστη. Και τούτο διότι εισήχθη αιφνιδιαστικά την ημέρα υπογραφής των συμβάσεων, παρά το ότι είχε προαποφασισθεί από την α’ εναγομένη σε συνεννόηση με τη β’ εναγομένη τράπεζα και με τον τρόπο αυτό εξέλιπαν τα χρονικά περιθώρια και η δυνατότητα διαπραγμάτευσης του ενάγοντος, ο οποίος έτσι ήλθε προ τετελεσμένων γεγονότων χωρίς δυνατότητα αντίδρασης, γεγονός που καταδεικνύει κακοπιστία και μεθόδευση εκ μέρους των εναγομένων. Και ναι μεν ο ενάγων δεν ήταν ο άπειρος επενδυτής, όμως οι εναγόμενες προφανώς από οικονομικής και νομικής απόψεως βρισκόταν σε πλεονεκτική θέση και διέθεταν διαπραγματευτική υπεροπλία απέναντι του. Άλλωστε ο όλος σχεδιασμός της χρηματοδότησης του, που αποφασίστηκε με πρωτοβουλία και προτροπή των εναγομένων και αποτελούσε την επενδυτική πρόταση και συμβουλή τους προς τον ενάγοντα, ούτε ο πλέον απλός ούτε και ο πλέον συνήθης ήταν, γεγονός που επέβαλε την απόλυτα ειλικρινή και πλήρη ενημέρωση του ενάγοντος εκ μέρους των εναγομένων περί των προθέσεων τους. Το γεγονός ότι ο ενάγων ήταν πελάτης του τμήματος private banking σημαίνει μεν ότι είχε σημαντική οικονομική επιφάνεια, δεν τον καθιστά όμως άνευ άλλου τον εμπειρότατο επενδυτή, αλλ’ αντίθετα συνεπάγεται αυξημένες υποχρεώσεις της β’ εναγομένης τράπεζας προς ενημέρωση και καθοδήγησή του. Εξάλλου ο όρος περί ενεχύρασης των μετοχών εμπόδιζε την επίτευξη του (γνωστού στις εναγόμενες) επενδυτικού σκοπού του ενάγοντος, που ήταν η άμεση πώληση των μετοχών αυτών τις πρώτες ημέρες διαπραγμάτευσης τους στο ΧΑΑ και η αποκόμιση κέρδους, πράγμα που δεν θα μπορούσε να υλοποιηθεί λόγω του εμπραγμάτου βάρους επί των εν λόγω μετοχών και μάλιστα κατ’ αρχήν για χρονικό διάστημα είκοσι ετών, όσο και η διάρκεια της χρηματοδοτικής μίσθωσης. Παράλληλα ο εν λόγω όρος δημιουργούσε ανισορροπία σε βάρος του ενάγοντος μεταξύ των συμβαλλομένων στη σύμβαση χρηματοδοτικής μίσθωσης και κατ’ επέκταση δυσαναλογία μεταξύ των αρχικών μερών της σύμβασης παροχής επενδυτικών συμβουλών (ενάγοντος και αμφότερων των εναγομένων) δεδομένου ότι ο ενάγων θα μεταβίβαζε την κυριότητα του ακινήτου του και παράλληλα θα παρείχε προσωπική εγγύηση τόσο αυτός, όσο και ο υιός του. Πρέπει επίσης να σταθμιστεί και το γεγονός ότι ήδη ο ενάγων είχε επιβαρυνθεί με τα πρόσθετα έξοδα της σύστασης ΕΠΕ και των δύο μεταβιβάσεων του ακινήτου του. Με βάση τα δεδομένα αυτά, η εμπράγματη επιβάρυνση όλων των νεοεισαγόμενων μετοχών της εταιρείας M.I.G. που θα αποκτούσε ο ενάγων αξίας κτήσης 2.500.000 ευρώ και η ουσιαστική δέσμευση τους για όλη τη διάρκεια της σύμβασης, δημιουργούσε ανισορροπία παροχής και αντιπαροχής, αντικείμενη σαφώς στις αρχές της αντικειμενικής συναλλακτικής καλής πίστης (άρθρα 281 και 288 ΑΚ). Η κρίση δε αυτή ενισχύεται και από το γεγονός ότι σταδιακά, μέσα σε διάστημα ενός περίπου έτους από την υπογραφή της σύμβασης, ήτοι στις 12-2-2008 και 29-7-2008, κρίθηκε εκ μέρους της α’ εναγομένης μη σκόπιμη η ύπαρξη ενεχύρου για την εξασφάλιση της επί του συνόλου των μετοχών.
Συνεπώς, η επιβολή ενός τέτοιου όρου συνιστά πλημμελή εκπλήρωση της παροχής εκ μέρους των εναγομένων, αντισυμβαλλομένων στη σύνθετη τραπεζική σύμβαση που καταρτίστηκε με τον ενάγοντα, από τη φύση της οποίας απέρρεαν υποχρεώσεις αυτών επίδειξης συμπεριφοράς προστατευτικής των συμφερόντων του πελάτη τους ενάγοντος, καθώς και υποχρεώσεις ενημέρωσης και πλήρους διαφώτισης αυτού ως προς τους όρους της σύμβασης, κατά τα αναφερόμενα στις νομικές σκέψεις της παρούσας. Όπως ήταν εύλογο, στον ως άνω όρο, που ανέτρεπε πλήρως τον επενδυτικό σχεδιασμό του ενάγοντος, αντέδρασαν σθεναρά τόσο αυτός και ο υιός του, όσο και ο παριστάμενος πληρεξούσιος δικηγόρος του Αχιλλέας Γιορδάσης. Ο ενάγων απείλησε με αποχώρηση και ακολούθησαν εντός του συμβολαιογραφείου πολύωρες και επίπονες διαβουλεύσεις, κατά τις οποίες δόθηκαν στον ενάγοντα ρητές διαβεβαιώσεις εκ μέρους των εκπροσωπούντων την α’ εναγομένη στη σύμβαση Γ. Α. και Η. Μ. ότι κατά την έναρξη διαπραγμάτευσης των ως άνω μετοχών στο ΧΑΑ θα γινόταν μονομερώς άρση του ενεχύρου επ’ αυτών από την ενεχυρούχο δανείστρια α’ εναγομένη. Οι διαβεβαιώσεις αυτές δόθηκαν μετά από τηλεφωνική επικοινωνία και συνεννόηση τόσο των ως άνω εκπροσώπων της α’ εναγομένης όσο και του ενάγοντος, με τα προαναφερθέντα διευθυντικά στελέχη της β’ εναγομένης τράπεζας Α. Κ. και Π. Π., οι οποίοι και είχαν την έμπνευση και πρωτοβουλία για την υλοποίηση του σύνθετου αυτού επενδυτικού σχεδίου. Όλα αυτά τα στελέχη αμφοτέρων των εναγομένων απέδωσαν την ύπαρξη του ως άνω όρου στο ότι ήταν προδιατυπωμένος και ετέθη από παραδρομή και κακό συντονισμό από μέρους τους με την Επιτροπή Εγκρίσεων της α’ εναγομένης και δήλωσαν ότι δεν είχαν τη δυνατότητα απάλειψής του χωρίς τη ρητή εντολή της εν λόγω Επιτροπής, η οποία και δεν ήταν δυνατό να συνέλθει εκείνη τη χρονική στιγμή. Έτσι επιτεύχθηκε η ρητή προφορική συμφωνία ότι, αμέσως μόλις καθίστατο δυνατή η σύγκληση της Επιτροπής Εγκρίσεων και σε κάθε περίπτωση μέχρι την έναρξη των διαπραγματεύσεων των μετοχών στο ΧΑΑ, η α’ εναγομένη θα προέβαινε σε μονομερή άρση του ενεχύρου, έτσι ώστε να μη κινδυνεύσουν με ματαίωση οι επενδυτικοί σκοποί του ενάγοντος. Το γεγονός ότι η συμφωνία αυτή, που καταργούσε τον επαχθή ως άνω όρο, υπήρξε προφορική, δικαιολογείται από την εμπιστοσύνη του ενάγοντος λόγω της προσωπικής του σχέσης ιδίως με τη β’ εναγομένη τράπεζα, της οποίας ήταν προνομιακός πελάτης και συνομιλητής από το έτος 2005. Λόγω της συμφωνίας αυτής άλλωστε ενέδωσε ο ενάγων και υπέγραψε εκείνη την ημέρα και τον επίμαχο όρο περί της ενεχύρασης των μετοχών ποσού 2.500.000 ευρώ. Όντως με το παραπάνω ποσό συμμετείχε ο ενάγων στην αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της ως άνω ανώνυμης εταιρείας, της οποίας αγόρασε 373.000 μετοχές στις 16-7-2007 αντί τιμήματος 6,70 ευρώ εκάστη και κατέβαλε συνολικά το ποσό των 2.499.100 ευρώ. Ωστόσο, από σφάλμα των υπαλλήλων της α’ εναγομένης, η οποία είχε αναλάβει τη σχετική υποχρέωση, η από 22-6-2007 σύμβαση ενεχύρου των μετοχών δεν γνωστοποιήθηκε στο ΧΑΑ, με συνέπεια το ενέχυρο να μη δύναται να αντιταχθεί έναντι τρίτων και να μη τεθεί σε ισχύ ο επίμαχος αυτός όρος. Το γεγονός όμως αυτό δεν το έθεσαν υπόψη του ενάγοντος, ο οποίος, τελούσε σε πλάνη, θεωρώντας ότι οι μετοχές που αγόρασε ήταν ενεχυραμένες και αναμένοντας την άρση του ενεχύρου, όπως είχε συμφωνηθεί προφορικά. Αποδείχθηκε, όμως, ότι εξαρχής πρόθεση των εναγομένων ήταν να μη άρουν μονομερώς τον επίμαχο όρο περί ενεχύρου κατά την ως άνω συμφωνία. Αυτό καθίσταται σαφές από το γεγονός ότι, όταν κατόπιν των επανειλημμένων προφορικών οχλήσεων του ενάγοντος, διαπίστωσαν τον Ιανουάριο του έτους 2008 την τυχαία μη υλοποίηση έναντι τρίτων της σύμβασης ενεχύρασης των μετοχών, δεν ενημέρωσαν σχετικά τον ενάγοντα όπως όφειλαν με βάση την καλή πίστη. Αντίθετα, μάλιστα, επικοινώνησαν μαζί του για να υπογραφεί με την α’ εναγομένη εκμισθώτρια ή νέα από 12-2-2008 σύμβαση ενεχύρου επί 200.000 μετοχών της ως άνω εταιρείας MIG, η οποία επιμέλεια της α’ εναγομένης γνωστοποιήθηκε κανονικά στο ΧΑΑ, ενέχυρο το οποίο, κατόπιν σχετικού αιτήματος του ενάγοντος και λαμβανομένης υπόψη της καλής συναλλακτικής συμπεριφοράς του και της φερεγγυότητας του, ήρθη τελικά, στις 29-7-2008. Η νέα ως άνω σύμβαση ενεχύρασης παρουσιάστηκε στον ενάγοντα ως αποδέσμευση των λοιπών 173.000 μετοχών του, διατηρώντας αλλά και ενισχύοντας την πλάνη του ως προς το εμπράγματο βάρος επί τον μετοχών του. Σημειώνεται ότι από τον Ιούλιο του 2007, οπότε και εισήχθησαν οι μετοχές στο ΧΑΑ, μέχρι και τον Οκτώβριο του ίδιου έτους, οι τιμές τους παρουσίαζαν άνοδο, ενώ στη συνέχεια εμφάνιζαν σταδιακή πτώση, η τιμή τους ήταν κατά πολύ κατώτερη της τιμής αγοράς τους και η ζημία του ενάγοντος αντιστρόφως αυξανόταν. Η εν γνώσει των εναγομένων αθέτηση της προφορικής τους δέσμευσης και της συμφωνίας τους με τον ενάγοντα για άμεση άρση επί του ενεχύρου των μετοχών κατά την έναρξη της διαπραγμάτευσης τους στο ΧΑΑ επιβεβαιώνεται και από τη μεταγενέστερη αθέμιτη απόκρυψη εκ μέρους τους του τυχαίου γεγονότος της μη γνωστοποίησης στο ΧΑΑ του από 22-6-2007 συσταθέντος ενεχύρου. Τα ανωτέρω αποδεικνύονται πλην των σαφών και κατηγορηματικών καταθέσεων των μαρτύρων του ενάγοντος (επ’ ακροατηρίω και ενώπιον συμβολαιογράφου), ακόμη και από την κατάθεση στο ακροατήριο του μάρτυρα των εναγομένων Δ. Μ., αρχικά ανώτερου υπαλλήλου και από τον Ιανουάριο του 2008 διευθυντή της α’ εναγομένης, ο οποίος, μεταξύ άλλων κατέθεσε ότι τον Ιανουάριο του 2008 ο ενάγων του έδωσε την εντύπωση ότι δεν γνώριζε πως οι μετοχές του ήταν ελεύθερες ζητώντας του την άρση του ενεχύρου επ’ αυτών καθώς επίσης και ότι τον ίδιο μήνα η α’ εναγομένη, καίτοι γνώριζε, δεν ενημέρωσε τον ενάγοντα ότι από δική της αμέλεια δεν είχε υλοποιηθεί η αρχική σύμβαση ενεχύρασης και ότι δεν ήταν δυνατόν να γίνει αυτό γιατί η έγκριση ήταν να δεσμευτούν οι μετοχές. Από την συνειδητή λοιπόν μη πληροφόρηση του ενάγοντος, προκύπτει σαφώς η κακοπιστία των εναγομένων. Το γεγονός δε ότι τυχαία δεν υλοποιήθηκε το αρχικό ενέχυρο, λόγω μη γνωστοποίησης της σύστασης του στο ΧΑΑ, δεν ασκεί έννομη επιρροή στην αιτιώδη διαδρομή των γεγονότων και δεν αίρει την ευθύνη των εναγομένων, αφού η κακόπιστη και η συνακόλουθα αντισυμβατική συμπεριφορά τους ήταν ικανή ώστε να προκαλέσει ζημία στον ενάγοντα με βάση τα δεδομένα και τα περιστατικά, τα οποία ήταν γνωστά στις εναγόμενες κατά το χρόνο που έλαβε χώρα η πιο πάνω συμπεριφορά τους. Δηλαδή αντικειμενικά ήταν η πρόσφορη αιτία που εμπόδισε τον ενάγοντα να πραγματοποιήσει τα επενδυτικά του σχέδια και του προξένησε ζημία, παραπείθοντας αυτόν να υπογράψει το σχετικό καταχρηστικό όρο περί ενεχύρασης των μετοχών του. Η ζημία που υπέστη ο ενάγων εξαιτίας της συμπεριφοράς αυτής των εναγομένων ανέρχεται στο ποσό των 1.235.977,16 ευρώ, ποσό που προκύπτει από τη διαφορά ανάμεσα στην τιμή κτήσης των μετοχών στις 16-7-2007 (2.499.100 ευρώ) και την τιμή της τελική πώλησής τους κατά το διάστημα από 19-9-2008 έως 2-2-2009 (1.243.122,84 ευρώ). Το ποσό αυτό οπωσδήποτε (αν όχι μεγαλύτερο αν ελαμβάνετο ως βάση η υψηλότερη τιμή των μετοχών κατά το πρώτο διάστημα της έναρξης της διαπραγμάτευσης τους) θα αποκέρδαινε με πιθανότητα ο ενάγων κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, αν δεν μεσολαβούσε η ως άνω αντισυμβατική συμπεριφορά των εναγομένων και προέβαινε αυτός, όπως σχεδίαζε στην εκποίηση των μετοχών του τις πρώτες ημέρες της διαπραγμάτευσης τους στο ΧΑΑ, καθώς, όπως προαναφέρθηκε, από την πρώτη ημέρα εισαγωγής τους στο ΧΑΑ μέχρι και τον Οκτώβρη του 2007, η τιμή τους παρουσίαζε ανοδική πορεία. Τελικά, ο ενάγων επώλησε τις επίμαχες μετοχές κατά το χρονικό διάστημα από 19-9-2008 έως 2-2-2009, αντί συνολικού τιμήματος 1.243.122,84 ευρώ και συγκεκριμένα: α) στις 19-9-2008 επώλησε 100.000 μετοχές με τιμή 4,5779 ευρώ εκάστη και συνολικό τίμημα 457.792 ευρώ, β) στις 5-11-2008 επώλησε 50.000 μετοχές με τιμή 3,48 ευρώ εκάστη και συνολικό τίμημα 174.&00 ευρώ, γ) στις 9-12-2008 επώλησε 30.000 μετοχές με τιμή 2,61 ευρώ και συνολικό τίμημα 78.300 ευρώ, δ) στις 11-12-2008 επώλησε 19.766 μετοχές με τιμή 2,5979 ευρώ και συνολικό τίμημα 51.342,92 ευρώ ε) στις 12-12-2008 επώλησε 20.279 μετοχές με τιμή μονάδας 2,4839 ευρώ και εισέπραξε 50.371,92 ευρώ, στ) στις 16-12-2008 επώλησε 10.000 μετοχές με τιμή 2,62 ευρώ εκάστη και συνολικό τίμημα 26.200 ευρώ ζ) στις 17-12-2008 επώλησε 20.000 μετοχές με τιμή 2,7365 ευρώ και συνολικό τίμημα 54.730 ευρώ, η) στις 19-12-2008 επώλησε 13.000 μετοχές με τιμή μονάδας 2,75 ευρώ και συνολικό τίμημα 35.750 ευρώ θ) στις 7-1-2009 επώλησε 50.00 μετοχές με τιμή 2,995 ευρώ και συνολικό τίμημα 149.750 ευρώ, ι) στις 14-1-2009 επώλησε 50.000 μετοχές με τιμή 2,7402 ευρώ και συνολικό τίμημα 137.012 ευρώ και ία) στις 2-2-2009 επώλησε τις λοιπές 9.959 μετοχές με τιμή 2,80 ευρώ εκάστη και συνολικό τίμημα 27.874 ευρώ. Αποδείχθηκε περαιτέρω από τα ίδια αποδεικτικά μέσα ότι με την ως άνω συμπεριφορά τους οι εναγόμενες παρέστησαν εν γνώσει τους ψευδώς στο ενάγοντα ότι θα άρουν άμεσα το συσταθέν επί των αΰλων μετοχών του ενέχυρο κατά την έναρξη της διαπραγμάτευσης τους στο ΧΑΑ, προκαλώντας του, κατ’ αυτόν τον τρόπο με δόλο την εσφαλμένη αντίληψη ότι αυτός θα δυνηθεί ευχερώς να τις εκποιήσει. Εξαιτίας δε της ως άνω προκληθείσας στον ενάγοντα παραπλάνησης, αυτός επείσθη και προέβη στην υπογραφή των προαναφερόμενων από 22-6-2007 συμβάσεων μεταβίβασης του ακινήτου του και ανάστροφης χρηματοδοτικής μίσθωσης αυτού με τους προαναφερθέντες όρους και μάλιστα με τον όρο περί ενεχύρασης των μετοχών, από τον οποίο αυτός ζημιώθηκε, κατά τα ανωτέρω. Η εν λόγω υπαίτια και παράνομη συμπεριφορά των εναγομένων, που συνιστά και αστική απάτη σε βάρος του ενάγοντος, πέραν της περιουσιακής ζημίας του τελευταίου, προκάλεσε σ’ αυτόν και ψυχική ταλαιπωρία και στενοχώρια, ένεκα των οποίων αυτός υπέστη και ηθική βλάβη. Για την αποκατάσταση αυτής, λαμβανομένων υπόψη της βαρύτητας του πταίσματος των εναγομένων, της έκτασης της ζημίας του ενάγοντος, της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των διαδίκων και των εν γένει περιστάσεων τελέσεως του αδικήματος, πρέπει να επιδικαστεί στον ενάγοντα, ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση, το ποσό των 30.000 ευρώ. Σημειώνεται ότι ο ισχυρισμός των εναγομένων περί συντρέχοντος πταίσματος του ενάγοντος, ο οποίος μπορούσε να διαπιστώσει ότι οι μετοχές του είναι εκποιήσιμες, απαραδέκτως προβληθείς την πρωτοβάθμια δίκη με την προσθήκη – αξιολόγηση των αποδείξεων αυτών και όχι με τις έγγραφες προτάσεις τους κατ’ άρθρο 269 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ., απαραδέκτως επαναφέρεται και στην κατ’ έφεση δίκη κατ’ άρθρο 527 Κ.Πολ.Δ, δεδομένου ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 269 παρ.2 Κ.Πολ.Δ. Η επικαλούμενη απ’ αυτούς μη κατοχή των αντιγράφων του λογαριασμού του ενάγοντος από την επενδυτική τράπεζα, δεν εμπόδιζε σε καμία περίπτωση την νομότυπη και εμπρόθεσμη προβολή εκ μέρους τους του ισχυρισμού τους αυτού στην πρωτοβάθμια δίκη”. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο απέρριψε την έφεση και την αντέφεση και επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση.
Με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου του αναιρετηρίου, το τρίτο σκέλος του δεύτερου λόγου, το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου και τον τέταρτο λόγο, αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από το άρθρο 559 αριθμ. 19 πλημμέλεια, διότι το Εφετείο με ανεπαρκείς, ασαφείς, αλλά και αντιφατικές αιτιολογίες απέρριψε την έφεση των αναιρεσειουσών και επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση, δυνάμει της οποίας έγινε δεκτή εν μέρει η αγωγή του αναιρεσιβλήτου και αναγνωρίστηκε η υποχρέωση τους προς αποζημίωση του. Έτσι, όμως, που έκρινε το Εφετείο δεν στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσης, αλλά με σαφείς, πλήρεις και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, που επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο, κατέληξε στο πόρισμα του, αξιολογώντας το σύνολο των διαθέσιμων αποδεικτικών μέσων, χωρίς να είναι αναγκαίο να περιλάβει σ αυτήν άλλες αιτιολογίες προς αποσαφήνιση των όσων δέχθηκε. Ειδικότερα, την κρίση της πληττόμενης απόφασης δικαιολογούσαν οι παραδοχές της ότι α) όταν ο αναιρεσίβλητος τον Μάιο του 2007 απευθύνθηκε στη δεύτερη αναιρεσείουσα προκειμένου να λάβει δάνειο, του υποδείχθηκε από συγκεκριμένα διευθυντικά της στελέχη η χρηματοδότησή του με τη μέθοδο της ανάστροφης χρηματοδοτικής μίσθωσης (sale and lease back), με μέρος δε του ποσού αυτής (χρηματοδότησης), ανερχόμενο στα 2.500.000 ευρώ, η συμμετοχή του στην αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας “MARFIN INVESTMENT GROUP ΣΥΜΜΕΤΟΧΩΝ A.E.(MIG), με προεγγραφή του για την αγορά μετοχών, τις οποίες θα πωλούσε κατά τις πρώτες ημέρες της διαπραγμάτευσής τους στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών (ΧΑΑ) που οι τιμές τους είναι συνήθως υψηλές, β) κατά την ημέρα υπογραφής της σύμβασης χρηματοδοτικής μίσθωσης, για την οποία είχε συμφωνηθεί να υπάρξουν εγγυήσεις υπέρ της πρώτης αναιρεσείουσας, πέραν του ακινήτου που θα αποκτούσε α