O νέος Κώδικας Περί Δικηγόρων σε διαβούλευση

O νέος Κώδικας Περί Δικηγόρων σε διαβούλευση

Ο ΔΣΑ μας καλεί όλους σήμερα να συμμετάσχουμε στη διαβούλευση του νέου κώδικα Περί Δικηγόρων. Από την Τετάρτη 6-2-2013 το Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων έθεσε σε δημόσια διαβούλευση τη σχετική νομοθετική πρωτοβουλία μέσω της οποίας επιχειρείται ο εκσυγχρονισμός του «Κώδικα περί Δικηγόρων» προκειμένου να καταστεί πιο αποτελεσματική η άσκηση του δικηγορικού λειτουργήματος. Η διαβούλευση του Υπουργείου λαμβάνει χώρα στον ιστότοπο http://www.opengov.gr/ministryofjustice/?p=3047, θα ολοκληρωθεί την Τετάρτη 13 Φεβρουαρίου 2012 και τα αποτελέσματά της θα ληφθούν υπόψη προκειμένου να διαμορφωθεί το τελικό περιεχόμενο του σχεδίου νόμου που θα κατατεθεί προς ψήφιση στο Κοινοβούλιο.
Ο ΔΣΑ επισυνάπτει και το κείμενο που προτείνεται για ενημέρωση.

Σας το παρουσιάζουμε:

ΚΩΔΙΚΑΣ ΠΕΡΙ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α

Γενικό Μέρος

Άρθρο 1 Η φύση της δικηγορίας.

1 Ο δικηγόρος είναι δημόσιος λειτουργός και συλλειτουργός στην απονομή της δικαιοσύνης. Το λειτούργημά του αποτελεί θεμέλιο του κράτους δικαίου.
2. Περιεχόμενο του λειτουργήματος είναι η εκπροσώπηση και υπεράσπιση του εντολέα του σε κάθε δικαστήριο ή αρχή, η συμμετοχή του σε θεσμοθετημένα όργανα ελληνικά ή διεθνή, καθώς και η παροχή νομικών συμβουλών και γνωμοδοτήσεων.

Άρθρο 2 Η θέση του δικηγόρου στην απονομή της Δικαιοσύνης.

Η θέση του δικηγόρου στην απονομή της Δικαιοσύνης είναι θεμελιώδης, ισότιμη με τους άλλους συλλειτουργούς και ανεξάρτητη.

Άρθρο 3 Το επάγγελμα του δικηγόρου.

το οποίο προέχει το στοιχείο της εμπιστοσύνης του εντολέα του προς αυτόν.
2. Για τις υπηρεσίες του αμείβεται από τους εντολείς του είτε κατ’ αποκοπή ανά υπόθεση είτε με πάγια αμοιβή ή με μισθό.
3. Η άσκηση του δικηγορικού λειτουργήματος δεν συνιστά εμπορική δραστηριότητα.

Άρθρο 4 Απόκτηση της δικηγορικής ιδιότητας.

Τη δικηγορική ιδιότητα αποκτά εκείνος:
(α) ο οποίος έχει επαρκείς γνώσεις για να ασκεί το λειτούργημά του μετά από επιτυχή συμμετοχή του σε πανελλήνιες εξετάσεις και αφού προηγηθεί άσκηση όπως παρακάτω ορίζεται
(β) για τον οποίο έχει εκδοθεί απόφαση διορισμού από τον Υπουργό Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (στο εξής Υπουργός Δικαιοσύνης), η οποία έχει δημοσιευθεί στο Φύλλο Εφημερίδας της Κυβέρνησης,
(γ) έχει δώσει τον προβλεπόμενο στον παρόντα Κώδικα νόμιμο όρκο ενώπιον του Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου του δικηγορικού συλλόγου, στον οποίο προτίθεται να εγγραφεί, και εν συνεχεία εγγραφεί στο μητρώο του συλλόγου αυτού.

Άρθρο 5 Θεμελιώδεις αρχές και αξίες στην άσκηση της δικηγορίας.

Ο δικηγόρος κατά την άσκηση των καθηκόντων του:
(α) υπερασπίζεται τις θεμελιώδεις διατάξεις του Συντάγματος και τους νόμους, τη Χάρτα των θεμελιωδών δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τις διεθνείς και ευρωπαϊκές συμβάσεις για τα δικαιώματα του ανθρώπου,
(β) ακολουθεί τις παραδόσεις του υπερασπιστικού λειτουργήματος και τους κανόνες δεοντολογίας, όπως έχουν διαμορφωθεί ιστορικά κατά την άσκηση της δικηγορίας και διατυπώνονται στο παρόντα νόμο,
(γ) τηρεί εχεμύθεια, απαραβίαστη υπέρ του εντολέα του, για όσα αυτός του εμπιστεύθηκε με αφορμή την άσκηση του δικηγορικού λειτουργήματος ή αντιλήφθηκε κατά την ενασχόληση με την υπόθεσή του,
(δ) δεσμεύεται από το περιεχόμενο της εντολής που αποδέχτηκε, εκτός εάν συγκεκριμένη ενέργεια ή παράλειψη στο πλαίσιο της εντολής έρχεται σε αντίθεση με τα νόμιμα καθήκοντά του,
(ε) δεν υπόκειται σε οποιαδήποτε καθοδήγηση, υποδείξεις και εντολές αντίθετες προς τον παρόντα νόμο ή μη συμβατές με τη φύση του λειτουργήματός του.

Άρθρο 6 Προϋποθέσεις δικηγορικής ιδιότητας – Κωλύματα.

Ο δικηγόρος πρέπει:
1. Να είναι Έλληνας πολίτης ή πολίτης κράτους – μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Έλληνας το γένος μπορεί να διορισθεί δικηγόρος μετά από άδεια του Υπουργού Δικαιοσύνης, που εκδίδεται μετά τη διατύπωση γνώμης του οικείου δικηγορικού συλλόγου.
2. Να είναι κάτοχος πτυχίου Τμήματος Νομικής σχολής Ανώτατου Εκπαιδευτικού Ιδρύματος στην Ελλάδα ή ισότιμου και αντίστοιχου πτυχίου άλλης χώρας, εφόσον αυτό έχει αναγνωριστεί σύμφωνα με τις νόμιμες διαδικασίες.
3. Να μην έχει καταδικαστεί αμετάκλητα:
(α) σε κάθειρξη για οποιοδήποτε έγκλημα,
(β) σε ποινή φυλάκισης άνω των 12 μηνών για τα εγκλήματα της κλοπής, υπεξαίρεσης, εκβίασης, πλαστογραφίας, νόθευσης, δωροδοκίας, τοκογλυφίας και ψευδορκίας,
4. Σε κάθε περίπτωση να μην έχει στερηθεί αμετάκλητα των πολιτικών δικαιωμάτων του, αποκλειομένου του διορισμού του για όσο χρόνο διαρκεί η στέρηση αυτή.
5. Να μην έχει τεθεί σε δικαστική πλήρη ή μερική συμπαράσταση κατά τo άρθρο 1676 του Αστικού Κώδικα αποκλειομένου του διορισμού του για όσο χρόνο διαρκεί η κατάσταση αυτή.
6. Να μη φέρει την ιδιότητα του κληρικού ή μοναχού. Γενόμενος δε κληρικός ή μοναχός αποβάλλει αυτοδικαίως τη δικηγορική ιδιότητα.

Άρθρο 7 Αυτοδίκαιη απώλεια και αποβολή της ιδιότητας του δικηγόρου.

1. Αποβάλλει αυτοδίκαια την ιδιότητα του δικηγόρου και διαγράφεται από το μητρώο του συλλόγου του οποίου ήταν μέλος:
α) εκείνος που στο πρόσωπό του συντρέχει περίπτωση από αυτές που αποκλείουν τη δυνατότητα διορισμού του ως δικηγόρου κατά τις διατάξεις των άρθρων του παρόντος ή αν διαπράξει απιστία και τιμωρηθεί όπως παραπάνω κατά την άσκηση του επαγγέλματός του
β) εκείνος που μετά το διορισμό του στερείται για οποιονδήποτε λόγο της ελληνικής υπηκοότητας ή της υπηκοότητας κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
γ) εκείνος που διορίζεται ή κατέχει οποιαδήποτε έμμισθη θέση με σύμβαση εργασιακής ή υπαλληλικής σχέσης σε οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή υπηρεσία δημόσια (πολιτική ή στρατιωτική), δικαστική, δημοτική, κοινοτική ή νομικού προσώπου δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου ή σε Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης.
δ) εκείνος που αποκτά την εμπορική ιδιότητα σύμφωνα με τις διατάξεις του Εμπορικού νόμου.
ε) εκείνος που ασκεί άλλη επιστήμη, τέχνη, εμπόριο και ιδιαίτερα μεσιτεία καθώς και κάθε άλλη εργασία, υπηρεσία ή απασχόληση που δεν συνάδει με το δικηγορικό λειτούργημα.
2. Δικηγόρος που στο πρόσωπό του συντρέχει μία από τις περιπτώσεις της προηγούμενης παραγράφου υποχρεούται να προβεί σε σχετική δήλωση χωρίς υπαίτια καθυστέρηση στο σύλλογο που ανήκει, να υποβάλλει την παραίτησή του.
3. Η απώλεια της ιδιότητας του δικηγόρου επέρχεται αυτοδίκαια μόλις συντρέξει μία από τις περιπτώσεις της παραγράφου 1. Ο Υπουργός Δικαιοσύνης αυτεπάγγελτα ή ύστερα από αίτηση του οικείου δικηγορικού συλλόγου βεβαιώνει την αποστέρηση του δικηγόρου από την ιδιότητά του και αφ΄ότου επήλθε το γεγονός που την προκάλεσε. Η απόφαση αυτή, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης, ανακοινώνεται προς τον οικείο δικηγορικό σύλλογο. Το κύρος των διαδικαστικών πράξεων που διενήργησε ο δικηγόρος μέχρι την έκδοση της πιο πάνω απόφασης δεν θίγεται.

Άρθρο 8 Έργα που επιτρέπονται στον δικηγόρο.

Επιτρέπεται στο δικηγόρο, ύστερα από έγγραφη γνωστοποίηση στο δικηγορικό σύλλογο στον οποίο ανήκει:
(α) να παρέχει σε εντολέα με ετήσια ή μηνιαία αμοιβή καθαρά νομικές υπηρεσίες είτε ως δικαστικός ή νομικός σύμβουλος είτε ως δικηγόρος με έμμισθη εντολή, είτε αυτός ανήκει στον δημόσιο ή ιδιωτικό τομέα, καθώς και να αναλαμβάνει ταυτόχρονα υποθέσεις από οποιονδήποτε άλλον εντολέα με αμοιβή είτε για κάθε υπόθεση ξεχωριστά, είτε με ετήσια ή περιοδική αμοιβή,
(β) να διδάσκει μαθήματα νομικών, οικονομικών, κοινωνικών ή πολιτικών επιστημών, σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης ή κατάρτισης
(γ) να προσφέρει ερευνητικές υπηρεσίες με οποιαδήποτε σχέση σε ερευνητικούς φορείς και ερευνητικά προγράμματα ή υπηρεσίες,
(δ) η έκδοση βιβλίων συγγραφής του, περιοδικών και εφημερίδων, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 7 παράγραφος 1δ,
(ε) να είναι βουλευτής ή ευρωβουλευτής, περιφερειάρχης, δήμαρχος ή σύμβουλος ή με οποιαδήποτε άλλη αιρετή ιδιότητα
(στ) να είναι διορισμένος σε θέση μετακλητή σε γραφεία υπουργών, υφυπουργών, γενικών γραμματέων και βουλευτών,
(ζ) να είναι εκκαθαριστής σε νομικά πρόσωπα ή περιουσίες,
(η) να εκτελεί έργα πραγματογνώμονα ή τεχνικού συμβούλου,
(θ) να είναι μέλος ή να ασκεί καθήκοντα διαχειριστή σε αστική μη κερδοσκοπική εταιρία.

Άρθρο 9 Αντιποίηση της δικηγορίας.

1. Όποιος, χωρίς να έχει την ιδιότητα του δικηγόρου, εμφανίζεται με αυτήν και διενεργεί πράξεις που ανάγονται στο δικηγορικό λειτούργημα ή υπόσχεται τη διενέργεια τέτοιων πράξεων, τιμωρείται κατά το άρθρο 175 του Ποινικού Κώδικα, όπως εκάστοτε ισχύει, εκτός εάν τιμωρείται βαρύτερα με άλλη διάταξη.
2. Σε περίπτωση που φυσικό ή νομικό πρόσωπο αντιποιείται την άσκηση του δικηγορικού λειτουργήματος, ο οικείος Δικηγορικός Σύλλογος μπορεί να ζητήσει, με αίτηση που υποβάλλεται στο Ειρηνοδικείο κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, τη σφράγιση του γραφείου ή του καταστήματος, όπου ασκούνται οι παράνομες ενέργειες καθώς και την απαγόρευση της χρήσης (έντυπης, ηλεκτρονικής) κάθε διακριτικού γνωρίσματος που προσιδιάζει στην άσκηση του δικηγορικού λειτουργήματος. Ο οικείος Δικηγορικός Σύλλογος δικαιούται να παρίσταται ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου, ως πολιτικώς ενάγων για την υποστήριξη της κατηγορίας.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β
Απόκτηση δικηγορικής Ιδιότητας – Άσκηση – Εξετάσεις.

Τμήμα Α- Μαθητεία Φοιτητών – Άσκηση

Άρθρο 10 Μαθητεία φοιτητών σε Δικηγορικά Γραφεία

1. Φοιτητές ή φοιτήτριες των Τμημάτων Νομικής των Κρατικών Πανεπιστημίων της Ελλάδας καθώς και των νομικών σχολών ισότιμων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της αλλοδαπής μπορούν κατά τη διάρκεια της φοίτησής τους να απασχολούνται για λόγους μαθητείας, χωρίς αντάλλαγμα, για αόριστο ή ορισμένο χρόνο σε δικηγορικά γραφεία.
2. Σκοπός της μαθητείας είναι η απόκτηση ορθού επαγγελματικού προσανατολισμού στα νομικά επαγγέλματα και η διεύρυνση των γνώσεων και ικανοτήτων των νέων σε θεωρητικό και πρακτικό επίπεδο.
3. Στους οικείους δικηγορικούς συλλόγους τηρούνται κατάλογοι δικηγορικών γραφείων όπου απασχολούνται φοιτητές για λόγους μαθητείας.

Άρθρο 11 Γενικές προϋποθέσεις για την έναρξη της άσκησης.

1. Ο ενδιαφερόμενος, για να εγγραφεί ως ασκούμενος δικηγόρος πρέπει, μέσα σε εύλογο χρόνο από τη λήψη του πτυχίου του ή μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών, να καταθέσει αίτηση για την εγγραφή του, ως ασκούμενου δικηγόρου. Την αίτηση αυτή απευθύνει προς τον Πρόεδρο του δικηγορικού συλλόγου, στον οποίο επιθυμεί να ασκηθεί και συνυποβάλλει βεβαίωση έναρξης άσκησης από τον δικηγόρο στον οποίο ασκείται. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, μετά από απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του δικηγορικού συλλόγου, μπορεί να επιτραπεί στον ενδιαφερόμενο να προσκομίσει αντί του πτυχίου αναλυτική βαθμολογία επιτυχίας σε όλα τα μαθήματα.
2. Καθυστέρηση στην υποβολή αίτησης εγγραφής συγχωρείται για σπουδαίο λόγο. Σπουδαίοι λόγοι είναι ιδίως:
(α) η εκπλήρωση στρατιωτικών υποχρεώσεων του ενδιαφερόμενου,
(β) η απόκτηση μεταπτυχιακού τίτλου από τον ενδιαφερόμενο,
(γ) οι λόγοι υγείας.
3. Σε κάθε περίπτωση μετά την πάροδο πενταετίας από τη λήψη πτυχίου, η εγγραφή στο ειδικό βιβλίο ασκουμένων δικηγόρων επιτρέπεται, εφόσον ο πτυχιούχος επικαλεσθεί και αποδείξει με συγκεκριμένα στοιχεία, ότι δεν αποξενώθηκε από τη νομική επιστήμη.
Η παροχή εξαρτημένης εργασίας με σχέση δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου στο δημόσιο ή ιδιωτικό τομέα ή η άσκηση επαγγέλματος ή έργου ή δραστηριότητας μη συναφούς προς τη νομική επιστήμη δεν συμπεριλαμβάνονται μεταξύ των σπουδαίων λόγων.
Ως συναφής με τη νομική επιστήμη δραστηριότητα ή εργασία νοείται μόνο η παροχή αμιγώς νομικών εργασιών, έργων ή δραστηριοτήτων όπως αυτές ορίζονται στον παρόντα Κώδικα.
4. Η άσκηση αρχίζει με την εγγραφή του ενδιαφερόμενου στο ειδικό μητρώο ασκουμένων του Δικηγορικού Συλλόγου του τόπου άσκησης. Η ιδιότητα του ασκουμένου διατηρείται για όσο χρόνο είναι αναγκαίος για την ολοκλήρωση της άσκησης και την επιτυχή συμμετοχή του στις σχετικές δοκιμασίες και μέχρι τον επακόλουθο διορισμό του ως δικηγόρου.

Άρθρο 12 Προϋποθέσεις της ιδιότητας του ασκούμενου δικηγόρου – Κωλύματα.

1. Ο ασκούμενος δικηγόρος πρέπει να πληροί όλες τις προϋποθέσεις της δικηγορικής ιδιότητας.
2. Τα κωλύματα και τα ασυμβίβαστα που ορίζονται για το δικηγόρο, ισχύουν και για τον ασκούμενο δικηγόρο.
3. Ο ασκούμενος δικηγόρος υπάγεται στη δικαιοδοσία των Πειθαρχικών Συμβουλίων των δικηγορικών συλλόγων του τόπου άσκησης σε πρώτο βαθμό και στο Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο σε δεύτερο βαθμό. Σε βάρος του επιβάλλονται οι ίδιες πειθαρχικές ποινές, όπως στο δικηγόρο, πλην της οριστικής ή πρόσκαιρης παύσης. Αντί των τελευταίων ποινών μπορεί να του επιβληθούν οι ποινές της διαγραφής από το μητρώο ασκουμένων και η παράταση του χρόνου της άσκησης μέχρι δύο (2) έτη, αντίστοιχα.
4. Σε περίπτωση διαγραφής ασκούμενου δικηγόρου ισχύουν αναλογικά οι διατάξεις του παρόντος σχετικά με τον επαναδιορισμό του δικηγόρου που έχει παυθεί οριστικά.

Άρθρο 13 Δικαίωμα παράστασης του ασκούμενου δικηγόρου.

1. Ο ασκούμενος δικηγόρος έχει τη δυνατότητα να παρίσταται στα Πταισματοδικεία, στις προανακριτικές αρχές, στα Ειρηνοδικεία για παράσταση στις ένορκες βεβαιώσεις και για τη συζήτηση μικροδιαφορών, καθώς και ενώπιον οποιασδήποτε διοικητικής αρχής.
2. Ο ασκούμενος δικηγόρος μπορεί να συμπαρίσταται και να συνυπογράφει τις προτάσεις με τον δικηγόρο, στον οποίο ασκείται σε όλα τα δικαστήρια του πρώτου και δευτέρου βαθμού.
3. Ομοίως μπορεί να συμπαρίσταται στα ποινικά δικαστήρια πρώτου και δεύτερου βαθμού και να συνυπογράφει σχετικά υπομνήματα.

Άρθρο 14 Διάρκεια της άσκησης – Περιεχόμενο.

1. Η άσκηση διαρκεί δεκαοκτώ (18) μήνες.
2. Η άσκηση γίνεται σε δικηγόρο με ικανότητα παράστασης στον Άρειο Πάγο ή στο Εφετείο καθώς και σε δικηγορικές εταιρείες, στις οποίες συμμετέχουν δικηγόροι με την προηγούμενη ικανότητα παράστασης. Κατ’ εξαίρεση, σε δικηγορικούς συλλόγους που δεν εδρεύουν στην έδρα Εφετείων, η άσκηση μπορεί να γίνει και σε δικηγόρο στο Πρωτοδικείο, ο οποίος έχει υπηρεσία τουλάχιστον πέντε (5) ετών. Ο αριθμός των ασκουμένων δεν μπορεί να υπερβεί τους τρεις (3) ανά δικηγόρο. Στις δικηγορικές εταιρείες επιτρέπεται ανάλογη αύξηση για κάθε δικηγόρο – εταίρο που έχει την απαραίτητη ικανότητα παράστασης.
3. Η άσκηση μπορεί να γίνει και στην κεντρική υπηρεσία ή σε γραφείο νομικού συμβούλου ή σε δικαστικό γραφείο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (Ν.Σ.Κ.). Ο αριθμός των ασκούμενων δικηγόρων καθορίζεται από τον Πρόεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Η άσκηση μπορεί επίσης να γίνει στις νομικές υπηρεσίες των ΝΠΔΔ και Οργανισμών και γενικά σε δημόσιες υπηρεσίες, στις οποίες κύριο έργο είναι η αντιμετώπιση και επίλυση νομικών προβλημάτων, καθώς και σε δικηγόρους της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου που είναι διορισμένοι σε ανώτερα και ανώτατα δικαστήρια.
4. Μέρος της άσκησης, διάρκειας έως έξι μηνών, μπορεί να γίνει στη γραμματεία του πολιτικού και διοικητικού εφετείου ή πρωτοδικείου ή της αντίστοιχης εισαγγελίας ή του ειρηνοδικείου της έδρας του Δικηγορικού Συλλόγου που είναι εγγεγραμμένος ο ασκούμενος. Ο συνολικός αριθμός, η κατανομή των ασκούμενων δικηγόρων στα δικαστήρια και τις εισαγγελίες, η διαδικασία, ο τρόπος επιλογής, ο καθορισμός της έναρξης, ο ακριβής χρόνος άσκησης, η εξειδίκευση των καθηκόντων που οι ασκούμενοι επιτελούν, ο τρόπος καταβολής της αμοιβής, καθώς και κάθε ζήτημα σχετικά με την άσκηση καθορίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης. Η περαιτέρω τοποθέτηση των ασκουμένων δικηγόρων ανά εφετείο, πρωτοδικείο, εισαγγελία ή ειρηνοδικείο καθορίζονται από τα όργανα διοίκησης του εφετείου, πρωτοδικείου, της εισαγγελίας ή του ειρηνοδικείου αντιστοίχως, μετά γνώμης του οικείου δικηγορικού συλλόγου. Ο ασκούμενος λαμβάνει αμοιβή που καθορίζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, μπορεί να παραταθεί ο χρόνος άσκησης των ασκούμενων δικηγόρων για ένα εξάμηνο ακόμη και για μία μόνο φορά για κάθε ασκούμενο και μόνον για όσες θέσεις δεν καλύφθηκαν κατά το τρέχον εξάμηνο.
5. Μέρος της άσκησης διάρκειας έως έξι μηνών μπορεί, επίσης, να γίνει στο Συμβούλιο της Επικρατείας, στον Άρειο Πάγο ή στο Ελεγκτικό Συνέδριο. Η επιλογή των ασκουμένων δικηγόρων, καθώς και η κατανομή τους στις υπηρεσίες των δικαστηρίων αυτών γίνεται κάθε φορά με απόφαση του Προέδρου τους. Ο αριθμός των ασκουμένων στα δικαστήρια αυτά, η διαδικασία και τα κριτήρια επιλογής τους, ο καθορισμός της έναρξης και λήξης της περιόδου άσκησης, ο τρόπος καταβολής της αμοιβής, καθώς και κάθε σχετική λεπτομέρεια καθορίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης. Η αμοιβή των ασκουμένων δικηγόρων καθορίζεται σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο.
6. Η άσκηση μπορεί επίσης να γίνει ολικά ή μερικά στις υπηρεσίες των Δικηγορικών Συλλόγων και στην ειδική νομική υπηρεσία του Υπουργείου Δικαιοσύνης, η σχετική δε αμοιβή των ασκουμένων βαρύνει τους οικείους φορείς. Τη βεβαίωση άσκησης χορηγεί αντίστοιχα ο Πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου με βάση τα στοιχεία που υπάρχουν στο φάκελο του ασκουμένου ή αυτός προσκομίζει.
7. Ο χρόνος, τόπος, λοιπές περιστάσεις, καθώς και η αμοιβή των ασκούμενων δικηγόρων καθορίζονται από το Διοικητικό Συμβούλιο του οικείου δικηγορικού συλλόγου.
8. Σε περίπτωση αδυναμίας εξεύρεσης θέσης για την άσκηση, μεριμνά ο Πρόεδρος του οικείου δικηγορικού συλλόγου.
9. Επιτρέπεται, μετά από αίτηση του ενδιαφερόμενου, η μεταγραφή του ασκουμένου από τα μητρώα ασκουμένων ενός δικηγορικού συλλόγου στα μητρώα ασκουμένων άλλου δικηγορικού συλλόγου.

Άρθρο 15 Ειδική επιτροπή εποπτείας κατά την άσκηση.

1. Σε κάθε δικηγορικό σύλλογο συνίσταται πενταμελής επιτροπή εποπτείας ασκουμένων.
2. Πρόεδρος της Επιτροπής είναι ο Πρόεδρος του οικείου δικηγορικού συλλόγου ή ο νόμιμος αναπληρωτής του και μέλη της είναι, μετά από κλήρωση, δύο μέλη του διοικητικού συμβουλίου του συλλόγου καθώς και δύο δικηγόροι, οι οποίοι έχουν υπηρεσία τουλάχιστον πέντε (5) ετών.
3. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, που εκδίδεται μετά από διατύπωση γνώμης της Συντονιστικής Επιτροπής των δικηγορικών συλλόγων καθορίζονται ό, τι δεν καθορίζεται από τις διατάξεις του παρόντος κώδικα, τα σχετικά με την διεξαγωγή της πρακτικής άσκησης, ο τρόπος ελέγχου της άσκησης από τον οικείο δικηγορικό σύλλογο και τα δικαιώματα καθώς και οι υποχρεώσεις των ασκουμένων και των δικηγόρων στους οποίους αυτοί ασκούνται.

Τμήμα Β – Προϋποθέσεις άσκησης των κατόχων τίτλων Πανεπιστημίων της
Αλλοδαπής και ασκουμένων δικηγόρων της αλλοδαπής.

Άρθρο 16 Ειδικές προϋποθέσεις
1. Πτυχιούχοι νομικής ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων της αλλοδαπής μπορούν να πραγματοποιούν άσκηση στην Ελλάδα, εφόσον πληρούν τις εξής προϋποθέσεις:
(α) είναι πολίτες κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή άλλου συμβαλλόμενου Κράτους της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο.
(β) είναι κάτοχοι πτυχίου Τμήματος Νομικής Σχολής από πανεπιστημιακή σχολή των πιο πάνω Κρατών
(γ) το πτυχίο τους δίνει τη δυνατότητα να πραγματοποιήσουν άσκηση για την απόκτηση άδειας άσκησης δικηγορίας στο κράτος λήψης του πτυχίου τους.
(δ) έχουν συμμετάσχει επιτυχώς σε δοκιμασία επάρκειας, η οποία πιστοποιεί ότι οι γνώσεις και τα προσόντα τους αντιστοιχούν στις γνώσεις και τα προσόντα που απαιτούνται από την ελληνική νομοθεσία για την εγγραφή κάποιου ως ασκουμένου και περιλαμβάνουν γνώση του εθνικού δικαίου, ανάλογη με αυτή που πιστοποιείται από το πτυχίο Τμήματος Νομικής Σχολής ελληνικού Πανεπιστημίου.
2. Τις ίδιες προϋποθέσεις πρέπει να πληρούν και όσοι θέλουν να ασκηθούν στην Ελλάδα και έχουν ήδη εγγραφεί ως ασκούμενοι δικηγόροι στο μητρώο Δικηγορικού Συλλόγου κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
3. Πτυχιούχοι νομικών σχολών εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης που αιτούνται να εγγραφούν στα μητρώα ασκουμένων δικηγόρων, οφείλουν, προηγουμένως, να αναγνωρίσουν το πτυχίο τους ως ισότιμο και αντίστοιχο με αυτό των ελληνικών νομικών σχολών.

Άρθρο 17 Μόνιμη Επιτροπή Δοκιμασίας Επάρκειας.
1. Στο Δικηγορικό Σύλλογο Αθήνας συνιστάται πενταμελής Μόνιμη Επιτροπή Δοκιμασίας Επάρκειας, η οποία συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης.
2. Η Επιτροπή αυτή:
(α) έχει έδρα την Αθήνα και λειτουργεί στα γραφεία του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών
(β) ορίζεται για τρία (3) έτη.
(γ) αποτελείται από τον Πρόεδρο του Τμήματος Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, ως Πρόεδρο ή τον αναπληρωτή του, ένα καθηγητή Νομικού Τμήματος Ανώτατου Εκπαιδευτικού Ιδρύματος ή τον αναπληρωτή του, και τους Προέδρους των Δικηγορικών Συλλόγων Αθηνών, Θεσσαλονίκης και Πειραιώς και τους αναπληρωτές τους. Οι αναπληρωτές των Προέδρων των Συλλόγων ορίζονται από το Διοικητικό Συμβούλιο του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου και είναι είτε δικηγόροι δεκαπενταετούς τουλάχιστον υπηρεσίας, είτε μέλη Διδακτικού Επιστημονικού Προσωπικού των Νομικών Σχολών της χώρας, με εξειδίκευση σε καθέναν από τους εξεταζόμενους κλάδους δικαίου. Γραμματέας της Επιτροπής ορίζεται υπάλληλος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, πτυχιούχος νομικής ή έμμισθος δικηγόρος του Συλλόγου αυτών. Στην Επιτροπή παρέχεται γραμματειακή υποστήριξη και υλικοτεχνική υποδομή από τις υπηρεσίες του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών.

Άρθρο 18 Δοκιμασία Επάρκειας
Η δοκιμασία επάρκειας από τη Μόνιμη Επιτροπή Δοκιμασίας Επάρκειας, περιλαμβάνει:
(α) γραπτές εξετάσεις στην ελληνική γλώσσα και αφορούν στις αναγκαίες γνώσεις του ελληνικού δικαίου.
(β) διενεργείται δύο φορές το χρόνο κατά τους μήνες Οκτώβριο και Απρίλιο σε ημέρα της δοκιμασίας που ορίζεται με απόφαση της Επιτροπής

Άρθρο 19 Περιεχόμενο της δοκιμασίας επάρκειας.
1. Η δοκιμασία περιλαμβάνει την εξέταση στο ελληνικό Σύνταγμα, αστικό, ποινικό, και διοικητικό δίκαιο καθώς και στα αντίστοιχα δικονομικά δίκαια.
2. Επιτυχών θεωρείται αυτός που συγκέντρωσε βαθμολογία τουλάχιστον 5 με άριστα το 10 σε κάθε μάθημα.
3. Ο ενδιαφερόμενος δύναται να επιλέγει σε ποιό ή ποιά από τα εξεταζόμενα μαθήματα επιθυμεί να εξεταστεί σε κάθε εξεταστική περίοδο και δικαιούται να κατοχυρώσει τη βαθμολογία του σε περίπτωση επιτυχίας του.
4. Ο ενδιαφερόμενος δύναται να συμμετάσχει μόνο τρεις φορές στις εξετάσεις κάθε μαθήματος.
5. Οι λεπτομέρειες της εξέτασης, όπως η εξεταστέα ύλη, ο τόπος και ο τρόπος διενέργειας των εξετάσεων και το ύψος των εξέταστρων που καταβάλλονται στο Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών, ορίζονται με απόφαση της Επιτροπής Επάρκειας.
6. Για τη συμμετοχή του στη δοκιμασία επάρκειας ο ενδιαφερόμενος υποβάλλει μέχρι το τέλος Σεπτεμβρίου ή μέχρι το τέλος Μαρτίου αίτηση που συνοδεύεται από τα εξής δικαιολογητικά, νομίμως μεταφρασμένα στην ελληνική γλώσσα.
(α) Έγγραφο δημόσιας ή δημοτικής αρχής από το οποίο να αποδεικνύεται η ιδιότητα του ως πολίτη κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
(β) Πιστοποιητικό ποινικού μητρώου.
(γ) Αντίγραφο τίτλου εκπαίδευσης, πρόγραμμα σπουδών και αναλυτική βαθμολογία μαθημάτων και, εφόσον διαθέτει, μεταπτυχιακή ή διδακτορική εργασία.
(δ) Πιστοποιητικά που αφορούν την απόκτηση προσόντων και τη συναφή επαγγελματική εμπειρία, η οποία έχει αποκτηθεί στο μεταξύ.
Τα ανωτέρω υπό α και β δικαιολογητικά δεν λαμβάνονται υπόψη αν παρέλθει διάστημα τριών μηνών από την έκδοσή τους.
7. Αυτός που επιτυγχάνει στη δοκιμασία επάρκειας εγγράφεται, μετά από αίτησή του, στο μητρώο ασκουμένων δικηγόρων του Δικηγορικού Συλλόγου, όπου επιθυμεί να ασκηθεί, και συνυποβάλλει υπεύθυνη δήλωση, ότι δεν ασκεί ασυμβίβαστη δραστηριότητα.
8. Για τη συμπλήρωση του χρόνου άσκησης όσων είχαν ήδη εγγραφεί ως ασκούμενοι δικηγόροι στο μητρώο Δικηγορικού Συλλόγου κράτους μέλους της Ε.Ε., η Επιτροπή αναγνωρίζει, εφόσον ο ενδιαφερόμενος επιτύχει στη δοκιμασία, και το χρόνο άσκησης στο κράτος – μέλος.

Τμήμα Γ – Πανελλήνιος διαγωνισμός υποψηφίων δικηγόρων.
Άρθρο 20 Συμμετοχή στο διαγωνισμό
1. Δικαίωμα συμμετοχής στο διαγωνισμό δικηγόρων έχει ο ασκούμενος δικηγόρος που συμπλήρωσε το νόμιμο χρόνο άσκησης.
2. Δεν έχουν δικαίωμα συμμετοχής στο διαγωνισμό, όσοι κωλύονται να διορισθούν δικηγόροι ή συντρέχει στο πρόσωπό τους ασυμβίβαστη ιδιότητα.
3. Κάθε ασκούμενος δικηγόρος εξετάζεται στην έδρα της αρμόδιας εφετειακής επιτροπής.
4. Ο ασκούμενος δικηγόρος υποχρεούται να συμμετάσχει στον προσεχή ή τον επόμενο διαγωνισμό υποψηφίων δικηγόρων μετά τη συμπλήρωση του νόμιμου χρόνου άσκησης. Με απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου του δικηγορικού συλλόγου στον οποίο ασκήθηκε, ο ασκούμενος δικηγόρος εφόσον δεν συμμετείχε στον παραπάνω διαγωνισμό, μπορεί να γίνει δεκτός και σε μεταγενέστερο διαγωνισμό, εφόσον αποδεικνύεται σοβαρός λόγος που δικαιολογεί τη μη συμμετοχή στον προηγούμενο.
5. Για τη συμμετοχή του στο διαγωνισμό ο ασκούμενος δικηγόρος υποβάλλει αίτηση σύμφωνα με την προκήρυξη του διαγωνισμού.

Άρθρο 21 Μορφή και διαδικασία του διαγωνισμού
1. Ο διαγωνισμός των υποψηφίων δικηγόρων είναι πανελλήνιος και διεξάγεται ταυτόχρονα σε όλες τις έδρες των εφετειακών επιτροπών.
2. Ο διαγωνισμός διενεργείται σε δύο εξεταστικές περιόδους κατ’ έτος, κατά τους μήνες Μάρτιο και Οκτώβριο, προκηρύσσεται δε με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης και κοινοποιείται στους Δικηγορικούς Συλλόγους της Χώρας τουλάχιστον 40 ημέρες πριν την ακριβή ημερομηνία διεξαγωγής του.
3. Η εξέταση είναι γραπτή. Στους υποψηφίους δίδονται πρακτικά θέματα με περισσότερα ερωτήματα στους κλάδους (α) Αστικού Δικαίου και Πολιτικής Δικονομίας (β) Ποινικού Δικαίου και Ποινικής Δικονομίας (γ) Εμπορικού Δικαίου (δ) Δημοσίου Δικαίου, Διοικητικής Διαδικασίας και Διοικητικής Δικονομίας και (ε) Κώδικα Δικηγόρων και Κώδικα Δεοντολογίας. Κατά την εξέταση μπορεί να επιτραπεί μόνο η χρήση κειμένων νομοθετημάτων, χωρίς σχολιασμό ή σημειώσεις.
4. Κατά τη διενέργεια του διαγωνισμού λαμβάνεται ιδιαίτερη πρόνοια για την αντικειμενικότητα και το αδιάβλητο των εξετάσεων και των αποτελεσμάτων. Δίδεται ξεχωριστή προσοχή στην αποτελεσματική κάλυψη των στοιχείων των εξεταζομένων, ώστε το πρόσωπο αυτών να μην είναι γνωστό κατά τη βαθμολόγηση.
5. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης ρυθμίζονται τα ειδικότερα θέματα που αφορούν την προκήρυξη του διαγωνισμού, τα απαιτούμενα για τη συμμετοχή σ’ αυτόν δικαιολογητικά, τον τρόπο ελέγχου των προϋποθέσεων συμμετοχής, τη λειτουργία της Κεντρικής Επιτροπής Εξετάσεων, των Οργανωτικών Επιτροπών και των Ομάδων Βαθμολόγησης, τις αμοιβές των μελών τους, την τήρηση της ευταξίας κατά την εξέταση, τη βαθμολόγηση των γραπτών δοκιμίων, τη σύνταξη των πινάκων επιτυχόντων και αποτυχόντων και καθορίζονται γενικότερα οι διαδικασίες για την ομαλή και αδιάβλητη διεξαγωγή του διαγωνισμού.

Άρθρο 22 Επιτροπές Εξετάσεων.
Για την διεξαγωγή του διαγωνισμού κάθε περιόδου συγκροτούνται οι ακόλουθες Επιτροπές και Ομάδες με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης :
1. Κεντρική Επιτροπή Εξετάσεων με έδρα το Υπουργείο Δικαιοσύνης, η οποία αποτελείται από έναν (1) αρεοπαγίτη ως πρόεδρο, ο οποίος ορίζεται με τον αναπληρωτή του από τον Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, έναν (1) Καθηγητή Νομικού Τμήματος των Νομικών Τμημάτων των Σχολών των Α.Ε.Ι. της χώρας, που ορίζεται με τον αναπληρωτή του από τον Υπουργό Δικαιοσύνης και τους εκάστοτε Προέδρους των Δικηγορικών Συλλόγων Αθηνών, Πειραιά και Θεσσαλονίκης, οι οποίοι ορίζουν από έναν αναπληρωτή τους δικηγόρο διορισμένο στον Άρειο Πάγο με εξειδίκευση στα εξεταζόμενα μαθήματα. Η Κεντρική Επιτροπή Εξετάσεων έχει την ευθύνη επιλογής των θεμάτων στα εξεταζόμενα μαθήματα και της ασφαλούς μετάδοσής τους προς τα εξεταστικά κέντρα κατά τρόπο που διασφαλίζει το αδιάβλητο του διαγωνισμού.
2. Οργανωτικές Επιτροπές ανά Εφετείο, οι οποίες αποτελούνται από έναν (1) Πρόεδρο των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων, έναν (1) Εισαγγελέα Πρωτοδικών και τον Πρόεδρο ή τους Προέδρους των οικείων Δικηγορικών Συλλόγων με τους αναπληρωτές τους. Προκειμένου για τους Δικηγορικούς Συλλόγους Αθηνών, Πειραιά και Θεσσαλονίκης, αντί του Προέδρου μετέχει άλλο μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου που ορίζεται με απόφαση του τελευταίου. Οι Οργανωτικές Επιτροπές έχουν την ευθύνη του ελέγχου των δικαιολογητικών των υποψηφίων, του αποκλεισμού από το διαγωνισμό υποψηφίου που δεν συγκεντρώνει τις προβλεπόμενες προϋποθέσεις, του ορισμού επαρκούς αριθμού επιτηρητών (δικηγόρων ή υπαλλήλων του Υπουργείου Δικαιοσύνης ή των οικείων Δικηγορικών Συλλόγων) και γενικά της διεξαγωγής του διαγωνισμού στο οικείο Εφετείο.
3. Με απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής δύνανται να καθορισθούν Εξεταστικά Κέντρα σε μικρότερο αριθμό από τα υφιστάμενα Εφετεία ανάλογα με τον αριθμό των υποψηφίων. Σε τέτοια περίπτωση επιλαμβάνονται οι Οργανωτικές Επιτροπές που αντιστοιχούν στα Εξεταστικά Κέντρα που έχουν καθορισθεί.

4. Ομάδες Βαθμολόγησης στην Κεντρική Υπηρεσία του Υπουργείου Δικαιοσύνης, οι οποίες είναι τριμελείς και αποτελούνται από ένα (1) Πρόεδρο Εφετών ή Εφέτη των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων, ένα (1) Πρόεδρο Πρωτοδικών και ένα (1) δικηγόρο με δεκαπενταετή τουλάχιστον άσκηση δικηγορίας και ο οποίος να μην έχει την ιδιότητα αιρετού εκπροσώπου δικηγορικού συλλόγου. Οι Ομάδες Βαθμολόγησης έχουν την ευθύνη της βαθμολόγησης των γραπτών δοκιμίων των υποψηφίων και ο αριθμός τους καθορίζεται με την προκήρυξη του διαγωνισμού.
5. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης καθορίζεται η αποζημίωση των μελών των ανωτέρω Επιτροπών και Ομάδων.

Άρθρο 23 Διαδικασία και μέθοδοι βαθμολόγησης.
1. Τα γραπτά των υποψηφίων όλης της Χώρας βαθμολογούνται σε κλίμακα από μηδέν (0) έως δέκα (10) από τρεις (3) βαθμολογητές χωριστά.
2. Επιτυχών θεωρείται ο υποψήφιος, ο οποίος έλαβε μέσο όρο βαθμολογίας σε όλα τα μαθήματα τουλάχιστον έξι (6). Δεν θεωρείται επιτυχών, όποιος έλαβε βαθμό τρία ή μικρότερο σε οποιοδήποτε μάθημα ή τέσσερα σε περισσότερα από ένα μαθήματα.
3. Βαθμός του υποψηφίου για κάθε μάθημα είναι ο μέσος όρος των τριών (3) βαθμών των βαθμολογητών, εφόσον η απόκλιση από τη μεγαλύτερη μέχρι τη μικρότερη βαθμολογία δεν είναι μεγαλύτερη των τριών (3) μονάδων. Αν η απόκλιση είναι μεγαλύτερη, το γραπτό αναβαθμολογείται από τα μέλη της Κεντρική Επιτροπής Εξετάσεων και βαθμός του υποψηφίου στο μάθημα είναι ο μέσος όρος των βαθμών των αρχικών βαθμολογητών και των αναβαθμολογητών, αφού αφαιρεθούν ο μικρότερος και ο μεγαλύτερος βαθμός.
4. Οι υποψήφιοι έχουν δικαίωμα να λάβουν γνώση των γραπτών τους εντός είκοσι (20) ημερών από την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων.

Άρθρο 24 Έκδοση των αποτελεσμάτων.
1. Για τα αποτελέσματα καταρτίζονται πίνακες επιτυχόντων και αποτυχόντων, οι οποίοι συντάσσονται ανά έδρα Εφετείου εξέτασης και οι επιτυχόντες κατατάσσονται κατ’ απόλυτη βαθμολογική σειρά.
2. Οι πίνακες δημοσιεύονται στις έδρες των Εφετείων της χώρας με ευθύνη των Οργανωτικών Επιτροπών και αναρτώνται στο διαδίκτυο στους διαδικτυακούς τόπους των οικείων Δικηγορικών Συλλόγων.
3. Αντίγραφα των πινάκων κοινοποιούνται από την Κεντρική Επιτροπή Εξετάσεων στο αρμόδιο τμήμα του Υπουργείου Δικαιοσύνης και από τις Οργανωτικές Επιτροπές στους οικείους δικηγορικούς Συλλόγους.
4. Όποιος αποτύχει στον διαγωνισμό υποχρεούται εντός δύο (2) μηνών από την έκδοση των αποτελεσμάτων να δηλώσει τη συνέχιση της άσκησής του, ώστε να δικαιούται να μετάσχει στον προσεχή διαγωνισμό, άλλως διαγράφεται από το Μητρώο Ασκουμένων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ
Διορισμός, εξέλιξη και παύση δικηγόρων

Άρθρο 25 Διορισμός δικηγόρων.
1. Αυτός που επιτυγχάνει στις πανελλήνιες εξετάσεις μπορεί να ζητήσει το διορισμό του ως δικηγόρου στο Δικηγορικό Σύλλογο του Πρωτοδικείου, που εκείνος επιθυμεί, με αίτησή του που απευθύνει στο Υπουργείο Δικαιοσύνης. Δεν επιτρέπεται να εγγραφεί σε περισσότερους από ένα Δικηγορικούς Συλλόγους.
2. Στην αίτηση διορισμού επισυνάπτονται τα ακόλουθα έγγραφα:
(α) Πιστοποιητικό γέννησης από την αρμόδια δημοτική αρχή. Στην περίπτωση που ο αιτών είναι πολίτης χώρας της Ευρωπαϊκής Ένωσης πιστοποιητικό της αντίστοιχης δημόσιας αρχής. Στην περίπτωση που ο αιτών είναι Έλληνας το γένος και δεν έχει την ιδιότητα του Έλληνα πολίτη, οφείλει να προσκομίσει σχετική άδεια του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων
(β) Πτυχίο Τμήματος