από τον πρόλογο της κατασκευαστικής διαιτησίας

από τον πρόλογο της κατασκευαστικής διαιτησίας

Το βιβλίο αυτό αποτελεί απάντηση στην παρότρυνση της Αντιπροέδρου του ΣτΕ Μαίρης Σαρπ προς εμάς στην οποία δεν μπορούσαμε παρά να ανταποκριθούμε ελπίζοντας να ικανοποιεί κάπως τις προσδοκίες της καθώς και όλων των δικαστών και διαιτητών που συνεργασθήκαμε ή γνωρίσαμε μέσα από την ανάγνωση του έργου τους. Από τότε πέρασε αρκετός καιρός αλλά δεν ξεχάσαμε ποτέ την υπόσχεσή μας.

Το θέμα του βιβλίου συναντάται συχνά ως τίτλος όμοιος στην διεθνή βιβλιογραφία: construction arbitration.  Δεν έχει τύχει όμως ιδιαίτερης θεωρητικής προσέγγισης. Από την άποψη αυτή η δυσκολία ήταν μεγάλη και ιδιόμορφη καθώς η ελληνική πραγματικότητα προσθέτει στην διεθνή πρακτική μοναδικές όπως θα διαπιστώσουμε ιδιαιτερότητες.

Κάναμε μια κοινή προσπάθεια στην εμβάθυνση και συστηματοποίηση της κατασκευαστικής διαιτησίας, μιας ιδιαίτερης κατηγορίας διαιτητικής επίλυσης διαφορών που όλο και συχνότερα συναντάται στη χώρα μας και αλλού λόγω των ιδιαιτεροτήτων που χαρακτηρίζουν τις κατασκευαστικές διαφωνίες.

Είναι γεγονός όπως διαπιστώνεται ότι η κατασκευαστική διαιτησία εκτός από τα γενικότερα ζητήματα δικαστικής προστασίας που θέτει εμπλέκεται και σε διαφωνίες που δεν είναι αυστηρά συμβατικές. Σε αντίθεση με άλλου αντικειμένου συμβάσεις, κατασκευαστική σύμβαση εγείρει ζητήματα αδυναμίας εκτέλεσης έργου για λόγους που συνδέονται με απαλλοτριώσεις, πολεοδομικά ή αδειοδοτικά ζητήματα. Ο δικαστής της σύμβασης καλείται να επιλύσει λοιπόν την αδυναμία εκπλήρωσης του ενός για λόγους δημοσίου δικαίου συχνά. Ιδιαίτερη επιστημονική εξειδίκευση των διαιτητών, ιδιαιτερότητες της διαδικασίας που πλέον επιβάλλονται διεθνώς καθιστούν την δικονομική προσέγγιση ιδιαίτερα περίπλοκη επίσης. Όμως και διεθνείς συμβάσεις που εφαρμόζονται και κοινοτικό δίκαιο που εμπλέκεται καθιστούν τη συγκεκριμένη κατηγορία σύνθετη, συναρπαστική και δύσβατη συνάμα. Θεωρούμε ότι η κοινή εργασία προσέφερε στην εμβάθυνση και την ανάδειξη πολλών διαφορετικών σημείων του έργου μας.

Εργασθήκαμε από κοινού και χωριστά με πολλή συζήτηση και διαφορετικές πρωτοβουλίες. Η συνεργασία ήταν δοκιμασμένη στο επαγγελματικό πεδίο όμως νέα στο επιστημονικό. Είχαμε την τύχη να έχουμε άφθονο υλικό από τη δουλειά μας το οποίο εκτιμήσαμε ότι αξίζει να τεθεί στην επιστημονική βάσανο εκ νέου.

Το βιβλίο μας έχει τρία κυρίως μέρη που στοχεύουν στην ανάδειξη του όλου ζητήματος. Στο πρώτο μέρος επιχειρείται η οριοθέτηση της έννοιας της κατασκευαστικής διαιτησίας και ο προβληματισμός γύρω από αυτήν. Στο δεύτερο αναδεικνύονται οι δικονομικές ιδιαιτερότητες αυτού του τύπου διαιτησίας καις το τρίτο επικεντρωνόμαστε στο εφαρμοστέο σε αυτήν δίκαιο.  Το συμπέρασμά μας είναι ότι η συγκεκριμένη κατηγορία διαιτητικής επίλυσης διαφορών έχει λόγω ύπαρξης ως ξέχωρη επιστημονική κατηγορία καθώς συντρέχουν σημαντικά ζητήματα που την διαφοροποιούν από την ευρύτερη εμπορική διαιτησία και απαιτούν ξεχωριστή προσέγγιση. Τούτο αναδεικνύεται τόσο στο δικονομικό όσο και στο επίπεδο του ουσιαστικού δικαίου.

Παρότι η διαιτησία προτείνεται ως μέθοδος επίλυσης διαφορών για συγκεκριμένους λόγους, ταχύτητας, μυστικότητας, αποτελεσματικότητας παραμένει μία ακριβή παροχή δικαστικής προστασίας η οποία εν τέλει δεν προσφέρει όσα υπόσχεται καθώς κατά των διαιτητικών αποφάσεων προσφεύγουν τα μέρη ενώπιον των δικαστηρίων με αποτέλεσμα η απόδοση δικαίου να καθυστερεί και να αφήνει ακόμη και τα μέρη μιας τόσο περίπλοκης και ακριβής διαδικασίας με την αίσθηση ότι δεν αποδίδεται έγκαιρα και αποτελεσματικά δίκαιο. Ίσως από την θέση αυτή να διαπιστώναμε ότι το μεγαλύτερο προσόν της διαιτητικής επίλυσης κατασκευαστικών διαφορών να είναι η δυνατότητα συμβιβαστικής επίλυσης των διαφορών κατά την εξέλιξη της διαιτησίας και η αποφυγή περαιτέρω συγκρούσεων προς όφελος του αποτελέσματος της σύμβασης που είναι κατασκευαστικό έργο συχνά μάλιστα και έργο υποδομής. Η διαιτησία περισσότερο κοντά στη συμφωνία από ό,τι στη σύγκρουση επιτρέπει την διαμόρφωση συναίνεσης και βούλησης υπέρβασης των διαφωνιών από τα μέρη. Και τούτο είναι το μεγαλύτερο δίδαγμα της διαδικασίας που εξετάζει η ανά χείρας μελέτη: ότι η συναίνεση οφείλει να είναι διαρκής και να μην περιορίζεται στην αρχική συμφωνία και υπογραφή μιας σύμβασης. Η διαιτησία σε αυτό μπορεί να συνεισφέρει. Αν η σύγκρουση είναι το ζητούμενο καμία δίκη δεν θα προσφέρει την ποθητή απόδοση δικαιοσύνης.