ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ ΓΙΑ ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΠΡΟΣΩΠΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΑΠΟ ΤΡΑΠΕΖΑ

ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ ΓΙΑ ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΠΡΟΣΩΠΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΑΠΟ ΤΡΑΠΕΖΑ

ΓΙΑ ΝΑ ΜΗΝ ΞΕΧΝΙΟΜΑΣΤΕ!

(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)
Οι λόγοι ρυθμίσεων των προσωπικών δεδομένων και επεξεργασίας αυτών. Αγωγή αποζημίωσης
από οφειλέτιδα κατά Τράπεζας και Εταιρείας Ενημέρωσης οφειλετών. Εκδικάζεται κατά τακτική
διαδικασία και όχι κατά ειδική των αρθρ. 664-676 ΚΠολΔ. Η θεσμοθέτηση κεφαλαιουχικών
εταιρειών κατά το Ν. 3758/09, όπως τροποποιήθηκε με αρθρ. 36 του Ν. 4038/12, που
μετονομάζονται σε εταιρείες «ενημέρωσης», συμβάλλονται με τους δανειστές, λαμβάνοντας αμοιβή
για τις υπηρεσίες «πίεσης στους οφειλέτες», προς εξόφληση και ρύθμιση των χρεών τους, γίνεται
κάτω από τις αρχές της ελευθερίας των συμβάσεων και της οικονομικής ελευθερίας, που δεν
εμφανίζουν εχέγγυα, αλλά και δεν μπορούν να θίξουν, συνταγματικά κατοχυρωμένα, ατομικά
δικαιώματα μη συμβαλλόμενων. Υποχρέωση προστασίας απορρήτου των προσωπικών δεδομένων,
«ειδικής ενημέρωσης» του οφειλέτη πριν την επεξεργασία, από τον «υπεύθυνο επεξεργασίας» και
«συναίνεσης» του οφειλέτη. Τι νοείται «ενημέρωση» και τι «συναίνεση». Οι παραπάνω εταιρείες,
εφόσον δεν εξαρτώνται από τον αρχικό υπεύθυνο επεξεργασίας, αποτελούντες ίδια νομικά
πρόσωπα, που συμβάλλονται με τους πρώτους, προς επίτευξη κέρδους κι ορίζονται στο νόμο ως
«υπεύθυνοι επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων», υπέχουν ευθύνη κι υποχρέωση ενημέρωσης,
πριν την επεξεργασία, και διαφύλαξης του απορρήτου, όπως και ο αρχικά υπεύθυνος επεξεργασίας
από την πλευρά της δανείστριας εταιρείας. Οι αρχές πρόβλεψης ελάχιστης προστασίας των
υποκειμένων, που αφορούν τα προσωπικά δεδομένα, επαφίενται κατ αρχή εκ του νόμου στην
«καλή θέληση» των εταιριών, που υποχρεούνται, όμως, να αποδείξουν την τήρηση εκ των
υστέρων. Διατάξεις του νόμου, που έρχονται σε αντίθεση με συνταγματικές προβλέψεις και
συρρικνώνουν κατοχυρωμένα ατομικά δικαιώματα, χωρίς ύπαρξη αναλογικότητας, είναι άκυρες
ως αντισυνταγματικές. Οι εναγόμενες δεν ενημέρωσαν την ενάγουσα, δεν έλαβαν την συναίνεσή
της και δεν εξασφάλισαν το απόρρητο των προσωπικών της δεδομένων. Δέχεται αγωγή, επιδικάζει
αποζημίωση.

ΑΡΙΘΜΟΣ: 3277/2014

ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Συγκροτήθηκε από την Ειρηνοδίκη Αθηνών, ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΔΟΥ ΑΓΓΕΛΙΚΗ, την οποία όρισε η
Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Ειρηνοδικείου Αθηνών και από τη Γραμματέα
ΕΙΡΗΝΗ ΜΠΑΛΟΘΙΑΡΗ

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 17/2/2014, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: …………….., κατοίκου Βύρωνα Αττικής (……………..), που παραστάθηκε δια της
πληρεξούσιας Δικηγόρου της Ειρήνης Γεωργοπούλου.

ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) της Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία «……………..», που
εδρεύει στην Αθήνα (……………..), που εκπροσωπείται νόμιμα, που παραστάθηκε δια της
πληρεξούσιας Δικηγόρου της Αλεξάνδρας Μπάλτα, 2) της Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία
«……………..», που εδρεύει στον Αγιο Στέφανο Αττικής (…ο χιλ. Εθνικής οδού Αθηνών- Λαμίας),
που εκπροσωπείται νόμιμα, που παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας Δικηγόρου της Δανάης
Μπουγιούκου.

Η ενάγουσα με την από 10/05/2012 και αριθ. κατ.5018/2012 τακτικής διαδικασίας, ζήτησε όσα
αναφέρονται σε αυτή. Δικάσιμος για τη συζήτηση της αίτησης ορίστηκε αυτή, που αναφέρεται στην
αρχή της παρούσας. Ακολούθησε συζήτηση, όπως σημειώνεται στα πρακτικά. Προσκομίστηκαν το
υπ αριθ. 03573977/17.2.14, 22619949/17.2.14 και 38043320/17.2.14 γραμμάτια προείσπραξης
ΔΣΑ (παραρ. Ι, ΙΙΙ του Ν.4194/13 ΦΕΚ Α208/27.09.13), για την ενάγουσα και εναγόμενες
αντίστοιχα, και τα υπ αριθ. 235470 και 235471/ 17.2.14 αγωγόσημα, σειρά Α, ποσού 40,00€ και
40,00€ αντίστοιχα, που απαιτούνται για το καταψηφιστικό αίτημα της αγωγής.

Αφού άκουσε τους ισχυρισμούς

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Σε συμμόρφωση με τη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης του 1981, που κυρώθηκε με το ν.
2068/1992 και την 95/46/ΕΚ Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της
Ευρωπαϊκής Ενωσης, της 24/10/95, για την προστασία των φυσικών προσώπων, έναντι της
επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη, υπό προϋποθέσεις
κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, εκδόθηκε και τέθηκε σε ισχύ ο ν. 2472/1997.

Η ίδια η οδηγία, με βάση την οποία θεσπίστηκε ο νόμος, προς υιοθέτησή της, αναφέρει και το λόγο
της θέσπισης των κανόνων. Ο λόγος είναι η «ελεύθερη κυκλοφορία» προσωπικών δεδομένων
φυσικών προσώπων, που, χωρίς την ύπαρξη νομικού πλαισίου, θα ήταν απόλυτα παράνομη,
σύμφωνα και με το αρθρ. 9Α του συντάγματος. Μέχρι τότε η καταγραφή κι επεξεργασία
προσωπικών δεδομένων των πολιτών, ως φυσικών προσώπων, γινόταν υπό την εθνική έννομη
τάξη και κυριαρχία, κυρίως για λόγους ασφάλειας.

Τα προσωπικά δεδομένα των φυσικών προσώπων, που συνδέονται με την προσωπικότητά τους,
όμως, εκτός των άλλων έχουν και «οικονομική αξία». Γνωρίζοντας τις συνήθειες του ατόμου
μπορείς, να γνωρίζεις και να ελέγξεις και τη συμπεριφορά του ως καταναλωτή αγαθών κι
υπηρεσιών. Το τελευταίο ενδιέφερε κυρίως τους οικονομικούς φορείς κι εταιρίες, που
διαμορφώνουν τις καταναλωτικές συνήθειες, που αφορούν τα φυσικά πρόσωπα, προς
μεγιστοποίηση οικονομικού οφέλους. Η ανάγκη καταγραφής κι επεξεργασίας της πληροφορίας
αυτής, ως προσωπικών δεδομένων, από μη κρατικούς φορείς, δημιούργησε και την ανάγκη
θέσπισης κανόνων, που διαφορετικά θα ήταν απαγορευμένη. Δημιουργήθηκε, έτσι η ανάγκη για
πλαίσιο ελέγχου, αλλά και δημιουργία φορέα τελικού ελέγχου, που, σε αντίθεση με ότι συνέβαινε
προηγούμενα, ορίστηκε μοναδικός, για κάθε είδος συγκέντρωσης πληροφορίας. Αυτό συντελεί σε
καλύτερη συγκέντρωση της πληροφορίας, αλλά κι αποτελεσματικότερο έλεγχο του ίδιου του
φορέα. Γνωρίζοντας τη σύνθεση και το νομικό πλαίσιο κάτω από το οποίο λειτουργεί, μπορείς, να
ελέγξεις αποτελεσματικά τη λειτουργία και να διαμορφώσεις στη συνέχεια νέους απαιτούμενους
κανόνες. Ετσι, μετά τη δημιουργία του νομικού πλαισίου εκδόθηκαν οι νεώτεροι νόμοι, που
αφορούν τον έλεγχο της πληροφορίας των προσωπικών δεδομένων των καταναλωτών, όπως π.χ
ο ν. 3758/09 που έρχεται σε αντίθεση με το νόμο πλαίσιο, αφορά τις εταιρείες, που αναλαμβάνουν,
έναντι αντιτίμου εκ μέρους των δανειστών- Τραπεζών, να λειτουργήσουν ως μοχλοί πίεσης των
οφειλετών ληξιπρόθεσμων χρεών, στις οποίες διαβιβάζονται τα προσωπικά δεδομένα τους, ο ν.
4038/12, που τον τροποποίησε, ο ν. 3917/2011, που αφορά «διατήρηση δεδομένων
ηλεκτρονικών επικοινωνιών κάμερες κλπ σε δημόσιους χώρους κλπ», που ενσωμάτωσε την οδηγία
2006/24/ΕΚ της 15 Μαρτίου, που τροποποίησε την οδηγία 2002/58/ΕΚ κ.α.

Με βάση το αρθρ. 2 του ν. 2472/97, που αποτελεί το νόμο πλαίσιο, για την κυκλοφορία κι
επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων των φυσικών προσώπων, τίθενται οι ορισμοί των
εννοιών, σύμφωνα με τους οποίους γίνεται η υπαγωγή τους στο νόμο. Ετσι, α) «δεδομένα
προσωπικού χαρακτήρα» ορίζονται οι πληροφορίες, που αναφέρονται στα υποκείμενα των
δεδομένων, δηλαδή τα φυσικά πρόσωπα, στα οποία αναφέρονται, που η ταυτότητά τους είτε είναι
γνωστή, ή μπορεί να εξακριβωθεί, δ) «επεξεργασία προσωπικών δεδομένων» είναι κάθε εργασία,
που πραγματοποιείται σε αυτά (τα δεδομένα), από δημόσιο ή νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου ή
ένωση προσώπων ή φυσικό πρόσωπο με ή χωρίς τη βοήθεια αυτοματοποιημένων μεθόδων και
εφαρμόζεται. Ως παράδειγμα επεξεργασίας αναφέρεται η συλλογή, καταχώριση, οργάνωση,
διατήρηση, αποθήκευση, τροποποίηση, εξαγωγή, χρήση, διαβίβαση, διάδοση ή κάθε άλλης μορφής
διάθεση, συσχέτιση ή συνδυασμό, η διασύνδεση, δέσμευση, διαγραφή, καταστροφή. Ως ε) «αρχείο
δεδομένων» ορίζεται το σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, που αποτελούν ή μπορούν
να αποτελέσουν αντικείμενο επεξεργασίας και τα οποία τηρούνται από το Δημόσιο, νομικό
πρόσωπο δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, ένωση προσώπων ή φυσικό πρόσωπο. Εξυπακούεται, ότι
το αρχείο δεδομένων τινός υποκειμένου αποτελεί ένα σύνολο πληροφοριών, που άπτεται του
υποκειμένου και της προσωπικότητάς του, είτε κατά μια γενικότερη έκφανση της κοινωνικής του
ζωής, είτε αφορά περισσότερους του ενός τομείς. Ως στ) «διασύνδεση» δεδομένων ορίζεται κάθε
σύνδεση ενός αρχείου δεδομένων είτε με άλλο, που διατηρείται από άλλο φορέα, είτε και από τον
ίδιο, που αφορούν όμως διαφορετικό σκοπό, Ως ζ) «υπεύθυνος επεξεργασίας» νοείται
οποιοσδήποτε καθορίζει το σκοπό και τον τρόπο επεξεργασίας των δεδομένων. Η παράγραφος που
αναφέρει, ότι: «όταν ο σκοπός κι ο τρόπος επεξεργασίας καθορίζονται με διατάξεις νόμου ή
κανονιστικές διατάξεις εθνικού ή κοινοτικού δικαίου, ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή τα ειδικά
κριτήρια καθορίζονται αντίστοιχα από το εθνικό ή κοινοτικό δίκαιο», κατά την προσωπική άποψη
του δικαστηρίου αυτού, αποσκοπώντας να ρυθμίσει και μελλοντικές καταστάσεις, δεν μπορεί, να
τίθεται ως «αποκλειστικός γνώμονας» θεώρησης του υπεύθυνου επεξεργασίας ή των ειδικών
κριτηρίων ως «εύλογων», αλλά απαιτείται η συμφωνία τους και με θεμελιώδεις αρχές
συνταγματικά ισχύουσες και η μη παραβίαση των τελευταίων, όπως και η μη παραβίαση και
συρρίκνωση ατομικών δικαιωμάτων. Ως η) «Εκτελών την επεξεργασία» θεωρείται όποιος
επεξεργάζεται τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, για λογαριασμό υπεύθυνου επεξεργασίας, θ)
«τρίτος» νοείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, αρχή ή υπηρεσία ή οργανισμός, εκτός από το
ίδιο το υποκείμενο των δεδομένων, τον υπεύθυνο επεξεργασίας και τα πρόσωπα, που είναι
εξουσιοδοτημένα, να επεξεργάζονται τα δεδομένα, για συγκεκριμένους σκοπούς, εφόσον ενεργούν
υπό την εποπτεία ή για λογαριασμό του υπεύθυνου επεξεργασίας. Ως ι) «αποδέκτης» θεωρείται το
φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή δημόσια αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος, στον οποίο
ανακοινώνονται ή διαδίδονται τα δεδομένα. Ως ια) «συγκατάθεση του υποκειμένου» νοείται κάθε
ελεύθερη, ρητή και ειδική δήλωση βουλήσεως, που εκφράζεται με τρόπο σαφή και εν πλήρη
επιγνώσει, και με την οποία το υποκείμενο των δεδομένων, αφού προηγούμενα ενημερωθεί,
δέχεται, να αποτελέσουν αντικείμενο επεξεργασίας τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, που το
αφορούν. Η ενημέρωση, προς αυτό το σκοπό περιλαμβάνει πληροφόρηση τουλάχιστον για το
σκοπό της επεξεργασίας, τα δεδομένα ή τις κατηγορίες δεδομένων, που αφορά η επεξεργασία, τους
αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και το
όνομα, την επωνυμία και τη διεύθυνση του υπεύθυνου επεξεργασίας και του τυχόν εκπροσώπου
του. Τέλος ως ιβ) «Αρχή» νοείται η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, που
θεσπίζεται στο κεφ. Δ του νόμου.

Περαιτέρω, τα προσωπικά δεδομένα, για να δεχθούν επεξεργασία πρέπει, κατά το αρθρ. 4 του ν.
να συλλέγονται με θεμιτό τρόπο, για καθορισμένους και νόμιμους σκοπούς και να υφίστανται
νόμιμη επεξεργασία, με βάση τους σκοπούς, να είναι συναφή και πρόσφορα και όχι περισσότερα,
από όσα απαιτούνται για την εξυπηρέτηση του σκοπού, να είναι ακριβή και να υποβάλλονται σε
ενημέρωση. Η τήρηση τέλος των διατάξεων του νόμου βαρύνει τον υπεύθυνο της επεξεργασίας.
Ενώ, η επεξεργασία προσωπικών δεδομένων επιτρέπεται πάντα μετά από τη συγκατάθεση του
υποκειμένου και μόνο κατ εξαίρεση προβλέπεται από το νόμο σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, χωρίς
τη συγκατάθεση. Μεταξύ των περιπτώσεων περιλαμβάνεται και εκείνη, κατά την οποία η
επεξεργασία είναι απολύτως αναγκαία, για την ικανοποίηση εννόμου συμφέροντος, που επιδιώκει ο
υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο τρίτος, υπό τον όρο, όμως, ότι αυτό το συμφέρον υπερέχει προφανώς
των δικαιωμάτων και συμφερόντων των προσώπων, των οποίων τα δεδομένα γίνονται
αντικείμενο επεξεργασίας και δεν θίγονται θεμελιώδεις ελευθερίες των τελευταίων. Για τη διεξαγωγή
της επεξεργασίας, που είναι απόρρητη κατά το νόμο (αθρ. 10), αυτή πρέπει να γίνεται μόνο από
πρόσωπα που τελούν υπό τον έλεγχο του υπεύθυνου επεξεργασίας ή του εκτελούντος την
επεξεργασία και μόνο κατ εντολή του. Ο υπεύθυνος οφείλει, να επιλέγει πρόσωπα με αντίστοιχα
επαγγελματικά προσόντα, που παρέχουν επαρκείς εγγυήσεις από πλευράς γνώσης και
ακεραιότητας, για την τήρηση του απορρήτου. Ο υπεύθυνος επεξεργασίας οφείλει, να λαμβάνει
κατάλληλα μέτρα για την ασφάλεια των δεδομένων και την προστασία τους, από τυχαία ή αθέμιτη
καταστροφή, αλλοίωση, απαγορευμένη διάδοση ή πρόσβαση σε κάθε μορφή αθέμιτης
επεξεργασίας. Αν, δε, η επεξεργασία γίνεται για λογαριασμό του υπεύθυνου, από πρόσωπο που δεν
εξαρτάται από αυτόν, η ανάθεση γίνεται υποχρεωτικά εγγράφως και προβλέπεται υποχρεωτικά, ότι
διεξάγεται μόνο κατ εντολή του υπεύθυνου. Οι υποχρεώσεις, δε, βαρύνουν ανάλογα και αυτόν. Ο
υπεύθυνος επεξεργασίας (αρθρ. 11) οφείλει κατά το στάδιο συλλογής των προσωπικών
δεδομένων, να ενημερώνει προφορικά το υποκείμενο, με σαφή και πρόσφορο τρόπο, για τα εξής
στοιχεία του: α)την ταυτότητά του και του εκπροσώπου του, β) το σκοπό της επεξεργασίας, γ)
τους αποδέκτες και δ) την ύπαρξη του δικαιώματος πρόσβασης. Αν τα δεδομένα ανακοινωθούν σε
τρίτο, το υποκείμενο πρέπει, να ενημερωθεί πριν από αυτούς κι έχει δικαίωμα, να προβάλλει
αντίρρηση σε αυτή την επεξεργασία, χωρίς να ορίζεται στο νόμο τι συμβαίνει, αν το υποκείμενο
εναντιωθεί σε αυτή. Τέλος στο αρθρ. 23 ορίζεται, ότι σε περίπτωση που φυσικό ή νομικό πρόσωπο
προκάλεσε βλάβη περιουσιακή, κατά παράβαση των διατάξεων του νόμου, είναι υπόχρεος σε
πλήρη αποζημίωση της, ενώ αν προκάλεσε ηθική βλάβη υποχρεούται σε χρηματική ικανοποίηση,
που κατ ελάχιστο όριο δεν μπορεί, να είναι κατώτερη από 2.000.000 δρχ, που μεταφράστηκε σε
5.869,61€. Για την ύπαρξη υποχρέωσης προς αποζημίωση, λόγω ηθικής βλάβης πρέπει να
συντρέχουν: α) συμπεριφορά (πράξη- παράλειψη) μη νόμιμη, β) ηθική βλάβη του αιτούμενου
ικανοποίηση, γ) αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ υπαίτιας πράξης ή παράλειψης και βλάβης, δ)
υπαιτιότητα, με την έννοια γνώσης ή υπαίτιας άγνοιας των περιστατικών, που συγκροτούν την
παράβαση και την πιθανολόγηση της επέλευσης βλάβης. Η ευθύνη, που εισάγεται κατά το νόμο, για
όποιον προκάλεσε βλάβη στο υποκείμενο, είναι νόθος αντικειμενική και η υπαιτιότητα τεκμαίρεται.
Συνεπώς, την ευθύνη προς απόδειξη μη υπαιτιότητάς του έχει ο υπόχρεος σε αποζημίωση του
υποκειμένου, των προσωπικών δεδομένων. Ερίζεται, ωστόσο, κατά ποια διαδικασία θα εκδικαστεί
η αξίωση του ζημιωθέντος προσώπου. Μέρος της νομολογίας θεωρεί, ότι αρμόζουσα είναι η
τακτική διαδικασία κι ο νόμος (αρθρ. 23 παρ. 3) παραπέμπει στις ειδικές διατάξεις 664-676 ΚΠολΔ,
μόνο προς δήλωση, ότι απαιτείται ταχύτερη εκδίκαση των υποθέσεων και απλούστευση της
διαδικασίας. Εκκινεί, θεωρώντας ότι η πρόκριση της ειδικής διαδικασίας έγινε προς δήλωση εκ του
νομοθέτη της απλούστευσης της διαδικασίας και της κατά το δυνατό ταχύτερης εκδίκασης, εκ του
ότι η κατ αρθρ. 932 ΑΚ αποζημίωση εκδικάζεται κατά την τακτική διαδικασία, αλλά κι εκ του ότι
συχνά σωρεύεται η αποζημίωση αυτή, με άλλες αξιώσεις, που εκδικάζονται επίσης κατά την
τακτική διαδικασία (βλ. ενδ. ΠΠρΑθ 631/2010, ΠΠρΑΘ 1151/2010, Νόμος), άποψη με την οποία
συντάσσεται και το παρόν δικαστήριο, θεωρώντας, ότι η πρόκριση ειδικής διαδικασίας θα
δημιουργούσε περισσότερα προβλήματα, από ότι θα έλυνε, εφόσον σε πολλές περιπτώσεις θα
απαιτείτο χωρισμός των σωρευόμενων αξιώσεων και επιπλέον χρόνος και δαπάνη της δίκης. Η
αντίθετη άποψη στηρίζεται στο γράμμα του νόμου (βλ. ενδ. ΠΠρΑθ 1120/2010, ΠΠρΑθ 639/2010,
ΠΠρΑθ 2021/2010, Νόμος).

Περαιτέρω, οι διατάξεις του ν. 3758/2009, «εταιρείες ενημέρωσης οφειλετών για ληξιπρόθεσμες
απαιτήσεις τραπεζών κι άλλες διατάξεις», όπως τροποποιήθηκε με το αρθρ. 36 του Ν. 4038/2012,
που αφορά τη νομιμοποίηση νομικών προσώπων κεφαλαιουχικών εταιρειών, που κατά κύριο λόγο
αποτελούν θυγατρικές ξένων εταιριών, εγκαθίστανται στην ελληνική επικράτεια έχοντας ως έργο,
έναντι «αντιτίμου» εκ των δανειστών, με τους οποίους συμβάλλονται, την άσκηση πίεσης στους
οφειλέτες ληξιπρόθεσμων οφειλών, προς καταβολή ή ρύθμιση των χρεών, δεν μπορούν να
ληφθούν υπόψη, αν κι εφόσον έρχονται σε αντίθεση και με το νόμο πλαίσιο (2472/97), αλλά και με
την συνταγματική ισχύουσα τάξη και τα θεμελιώδη και προστατευόμενα δικαιώματα των πολιτών,
τα οποία ανατρέπονται ή συρρικνώνονται ανεπίτρεπτα και χωρίς ειδικό λόγο.

Συγκεκριμένα, οι παραπάνω εταιρείες, που αποκαλούνται «εταιρείες ενημέρωσης οφειλετών για
ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις», με σκοπό την ενημέρωση των οφειλετών, σύμφωνα με το αρθρ. 4 του
νόμου λειτουργούν με βάση τις αρχές της «συμβατικής» και «οικονομικής ελευθερίας».
Συμβάλλονται, όμως με τους δανειστές- Τράπεζες και όχι με τα φυσικά πρόσωπα- οφειλέτες, των
οποίων τα προσωπικά δεδομένα επεξεργάζονται. Συνεπώς, οποιαδήποτε διάταξη και όρος, που
τίθεται στο νόμο, δεν μπορεί, αφενός να υποχρεώσει τους οφειλέτες «μη συμβαλλόμενους» με
αυτές, να χρησιμεύσει αφετέρου προς απεμπόλιση, δικών τους προστατευόμενων δικαιωμάτων και
όσων διαγράφονται με βάση το νόμο πλαίσιο 2472/97. Επιπλέον οι αρχές, κάτω από τις οποίες
δηλώνεται, ότι λειτουργούν, δεν διασφαλίζουν επ ουδενί τα δικαιώματα των οφειλετών, που δεν
μπορούν κι εξ αυτού να θιγούν. Σύμφωνα με το αρθρ. 6 παρ. 7 του νόμου, που προστέθηκε με το
αρθρ. 36 του Ν. 4038/2012, οι εταιρείες αυτές ορίζονται ως «υπεύθυνοι επεξεργασίας» των
προσωπικών δεδομένων των οφειλετών και απαλλάσσονται από την υποχρέωση γνωστοποίησης
στους οφειλέτες, που προβλέπεται κατ αρθ. 6 του ν. 2472/97, πριν προβούν σε επεξεργασία των
προσωπικών τους δεδομένων. Ο όρος αυτός, όμως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ισχυρός έναντι των
οφειλετών και υποκειμένων των προσωπικών δεδομένων, των οποίων γίνεται η επεξεργασία. Διότι,
έρχεται σε αντίθεση με το βασικό νόμο. Ο ν. 2472/97 ορίζει στο άρθρο 6, ότι ο «υπεύθυνος
επεξεργασίας» είναι υπόχρεος, να δηλώσει στην Αρχή, τη σύσταση και λειτουργία αρχείου, που είναι
ο φορέας ελέγχου κι εξασφαλίζει, στο υποκείμενο της επεξεργασίας των προσωπικών του
δεδομένων, το μίνιμουμ της προστασίας. Παράλληλα, σύμφωνα με το αρθρ. 11 του βασικού
νόμου, παρ. 1, «ο υπεύθυνος επεξεργασίας οφείλει», κατά το στάδιο συλλογής των δεδομένων
προσωπικού χαρακτήρα, να «ενημερώνει», με τρόπο πρόσφορο και σαφή το υποκείμενο, για την
ταυτότητα και την ταυτότητα του εκπροσώπου του, το σκοπό της επεξεργασίας, τους αποδέκτες
και την κατηγορία αποδεκτών των δεδομένων, την ύπαρξη του δικαιώματος πρόσβασης. Εφόσον,
λοιπόν, ο ίδιος ο νόμος θεωρεί τις παραπάνω εταιρείες «υπεύθυνους επεξεργασίας», έπεται, ότι
υπέχουν και ευθύνη και υποχρέωση, που δεν γίνεται, να μη φέρουν. Οι εταιρείες, όπως και οι
δανείστριες τράπεζες υπέχουν ευθύνη και υποχρέωση, να γνωστοποιήσουν πριν από κάθε
διεργασία, στον οφειλέτη και υποκείμενο της διαδικασίας επεξεργασίας των προσωπικών του
δεδομένων, όλα όσα ορίζονται στο νόμο πλαίσιο. Η ρύθμιση, που περιλαμβάνεται στο νόμο αυτό,
έρχεται σε αντίθεση και με το γράμμα και με το πνεύμα του βασικού νόμου, αλλά και με
θεμελιώδεις συνταγματικές διατάξεις, που προστατεύουν τα ατομικά δικαιώματα των
υποκειμένων. Παράλληλα, κατά τον τρόπο αυτό διευρύνεται μη νόμιμα ο κύκλος των
ασχολούμενων με την επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων του υποκειμένου, χωρίς να έχει
προηγηθεί η πληροφόρησή του και η δική του συναίνεση και εντελώς παράνομα το υποκείμενο
αποκλείεται από την όλη διαδικασία, ενώ το απόρρητο δεν διασφαλίζεται και τελικά τα προσωπικά
δεδομένα του καταλήγουν, να μεταβαίνουν σε απλούς εργαζόμενους των εταιρειών, που
αποτελούν το «φθηνό εργατικό δυναμικό τους», που στις περισσότερες των περιπτώσεων δεν
έχουν επαρκές επίπεδο μόρφωσης, ούτε γνωρίζουμε πόσο χρόνο θα είναι στην εταιρεία, ποιο είναι
και πως διασφαλίζεται το επίπεδο αξιοπιστίας και ακεραιότητας τους και πως δεσμεύονται έναντι
του υποκειμένου των προσωπικών δεδομένων. Εφόσον, δε, με βάση το νόμο, όλα αυτά, για τα
οποία έχουν υποχρέωση να εξασφαλίσουν οι ίδιες οι εταιρείες, αφέθηκαν στην απόλυτη κρίση τους
κατ αρχή, πρέπει εν τέλει, να αποδείξουν, ότι τηρήθηκαν. Ολα αυτά, τέλος, συμβαίνουν προς
εξυπηρέτηση απλού «οικονομικού συμφέροντος», που δεν εμφανίζει καμία αναλογικότητα με τα
δικαιώματα των υποκειμένων της επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων, εφόσον θίγονται.

Θα πρέπει, δε, να τονιστεί, ότι ο ν. 3758/09, όπως και ο ν. 4038/12, που τον
τροποποίησε,περιλαμβάνουν διατάξεις απόλυτα καταχρηστικές, που δεν μπορούν να θεωρηθούν
ισχυρές και σύννομες, με βάση την ελληνική έννομη τάξη και τις συνταγματικές αρχές, που
εγγυώνται και προστατεύουν τις βασικές θεμελιώδεις αρχές, ως ατομικά δικαιώματα, που
απεμπολούνται κατά τους παραπάνω νόμους. Σύμφωνα με συνταγματικές επιταγές, ο σεβασμός και
η προστασία της αξίας του ανθρώπου και της προσωπικότητάς του, το απόρρητο των
προσωπικών του δεδομένων, τελούν υπό την πρωταρχική υποχρέωση της πολιτείας, η ελεύθερη
ανάπτυξη της προσωπικότητάς του δεν μπορεί να περιορίζεται, όχι μόνο με τη μη καταδίκη και
καταδίωξή του, αλλά και με τον καθ οιονδήποτε άλλο τρόπο περιορισμό της (αρθρ. 2, 5, 19 του
Συντάγματος). Τα δικαιώματα των πολιτών τέλος, που ισχύουν και στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών,
τελούν υπό την εγγύηση του κράτους και οι κάθε είδους περιορισμοί σέβονται την αρχή της
αναλογικότητας, ενώ δεν επιτρέπεται κατά κανένα τρόπο η καταχρηστική άσκηση δικαιώματος
(αρθρ. 25 του Συντάγματος). Υπό το φως των παραπάνω συνταγματικών επιταγών και του νόμου
πλαισίου, οι ρυθμίσεις, που επιβλήθηκαν με το ν. 3758/09 κι αποτελούν παραβίαση θεμελιωδών
αρχών, αποτελούν κατάφωρη αντισυνταγματική ρύθμιση και θεωρούνται μη ισχυροί. Μεταξύ
αυτών πρέπει, να αναφερθούν, ενδεικτικά, τουλάχιστον 2, που δηλώνουν την έντονη
καταχρηστικότητα, δεν μπορούν να θεωρηθούν νόμιμες ρυθμίσεις, αλλά παράνομες: Α) Στο αρθρ.
4 του ν. και την παρ. 4 ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι «Η επικοινωνία με τον οφειλέτη, πρέπει να
γίνεται …εντός ευλόγου χρόνου και με συχνότητα οχλήσεων, όχι πέραν της μιας κάθε δεύτερη
ημέρα»! Τέτοια «επιτακτική ενημέρωση», για γνωστά στους οφειλέτες γεγονότα, στην ελληνική
γλώσσα, που δεν μοιάζει με άλλες φτωχότερες και διακρίνεται για τη σαφήνειά της, δεν ονομάζεται
ενημέρωση, αλλά «άγρια κι ασφυκτική πίεση». Εξ αυτού συνάγεται, ότι παρότι οι εταιρείες
ονομάζονται «εταιρείες ενημέρωσης οφειλετών», αποτελούν στην πραγματικότητα μοχλούς
ασφυκτικής πίεσης και συνεχούς όχλησης. Αυτή η πρακτική που θεσμοθετείται, που θίγει καίρια
την προσωπικότητα των οφειλετών, εφόσον μεταξύ άλλων προβλημάτων, θα έχουν, να συζητούν
καθημερινά σχεδόν και παρά τη βούλησή τους, για το πότε θα καταβάλλουν την οφειλή τους, ή θα
πιέζονται, να τη ρυθμίσουν πάση θυσία, δεν αιτιολογείται, ούτε εξαιτίας του απλού οικονομικού
συμφέροντος των δανειστών και εταιρειών, ούτε εξ άλλου λόγου. Το ότι κάποιος οφείλει, για
όποιον λόγο, δεν τον αποστερεί αυτόματα από τα δικαιώματα, που έχει ως άνθρωπος, ούτε τον
κατατάσσει σε άλλη κατηγορία, ούτε παρέχει σε κανέναν το δικαίωμα εξουθένωσης του και
προσβολής της προσωπικότητάς του. Παράλληλα με το αρθρ. 36 του Ν. 4038/2012, που
προσέθεσε στο τέλος της παρ. 4 και άλλη παρ. ορίζεται ότι: «Η τηλεφωνική Επικοινωνία από την
εταιρεία, για την ενημέρωση του οφειλέτη, για ληξιπρόθεσμη οφειλή, επιτρέπεται, να
πραγματοποιείται μετά την πάροδο δέκα ημερών, από την ημέρα που αυτή κατέστη ληξιπρόθεσμη,
από τις 9.00 έως 20.00 και μόνο τις εργάσιμες ημέρες! Δηλαδή και τις ώρες κοινής ησυχίας, από τις
14.00 μέχρι 17.00μμ. Για όλα αυτά δε, κατά το αρθρ. 4 και πάλι, δεν χρειάζεται, να επιβαρυνθούν
και με δαπάνες οι οφειλέτες! Πάλι καλά. Εφόσον, τέτοιες ρυθμίσεις «εξουθένωσης οφειλετών»
παρίστανται αντίθετες με συνταγματικές επιταγές και το νόμο πλαίσιο, ασκούνται κατά κατάχρηση
δικαιώματος, συρρικνώνουν ανεπίτρεπτα τα δικαιώματα των πολιτών, χάριν εξυπηρέτησης απλού
οικονομικού συμφέροντος ιδιωτικών φορέων και δεν υπάρχει καμία αναλογικότητα, είναι
ανίσχυρες ως αντισυνταγματικές.

Με την προκείμενη αγωγή εκθέτει η ενάγουσα, ότι μεταξύ αυτής και της α εναγομένης
συνάφθηκαν συμβάσεις ανοίγματος λογαριασμού και χορήγησης πιστωτικής κάρτας, όπως
αναλυτικά αναφέρονται στο δικόγραφο. Οτι κατά τη σύναψη των συμβάσεων αυτών η α
εναγομένη συγκέντρωσε προσωπικά δεδομένα της, που αφορούν και καθορίζουν την
προσωπικότητά της, όπως όνομα, επώνυμο, πατρώνυμο, ημερομηνία γέννησης, επάγγελμα,
διεύθυνση κατοικίας, αριθμό τηλεφώνου. Οτι η εναγομένη, χωρίς να την ενημερώσει, διαβίβασε τα
προσωπικά της αυτά δεδομένα στην β εναγομένη. Οτι στη συνέχεια από τις 7/10/11 επικοινώνησε
μαζί της, στο κινητό της τηλέφωνο, κάποια κυρία …………….., που την πληροφόρησε, ότι είναι
υπάλληλος της β εναγομένης, της ζήτησε την επιβεβαίωση των στοιχείων της και την
πληροφόρησε, ότι καλεί εκ μέρους της Τράπεζας, για τις ανείσπρακτες οφειλές της προς εκείνη,
λόγω των παραπάνω συμβάσεων. Οι κλήσεις αυτές, ήταν πυκνές και συνεχιζόταν και τους
επόμενους μήνες, από άλλους υπαλλήλους της β εναγομένης, όπως αυτές περιγράφονται αναλυτικά
στο δικόγραφο. Η διαβίβαση αυτή των προσωπικών της δεδομένων από την α εναγομένη στη β και
μάλιστα χωρίς προηγούμενα να ενημερωθεί γι αυτό, όπως και η συχνότητα των επικοινωνιών, της
προκάλεσαν μεγάλη ψυχική αναστάτωση και θυμό, καθώς είχαν διαρρεύσει τα προσωπικά της
δεδομένα, χωρίς να ενημερωθεί και χωρίς να συγκατατεθεί σε κάτι τέτοιο. Παράλληλα, οι
προστηθέντες υπάλληλοι της β εναγομένης γνώριζαν, με κάθε λεπτομέρεια, το δυσμενές
οικονομικό δεδομένο των οφειλών της προς την α εναγομένη, χωρίς η ίδια να γνωρίζει καν την β
εναγομένη και τους παραπάνω υπαλλήλους. Εξ αυτών των παρανόμων κι υπαιτίων πράξεων η ίδια
υπέστη βλάβη ηθική. Επιδιώκει, δε, να υποχρεωθούν οι εναγόμενες, να της καταβάλλουν
αλληλέγγυα και σε ολόκληρο η καθεμία το ποσό των 10.000,00€, ως αποζημίωση για την ηθική
της βλάβη, που θεωρεί εύλογο, δίκαιο και ανάλογο των περιστάσεων, νομιμοτόκως από την
επίδοση της αγωγής και μέχρι εξοφλήσεως, να κηρυχθεί η παρούσα προσωρινά εκτελεστή και να
καταδικαστούν οι εναγόμενες στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης.

Ετσι έχουσα η αγωγή, αρμόδια και παραδεκτά φέρεται στο Δικαστήριο αυτό (αρθρ. 14 παρ. 1, 25
παρ. 2 Κ.Πολ.Δ) και κατά την τακτική διαδικασία, είναι βάσιμη κατά το νόμο, σύμφωνα με τις
διατάξεις των αρθρ. 57, 59, 298, 299, 300, 914, 932 Α.Κ και αρθρ. 2, 6, 10, 11, 13, 23 του Ν.
2472/1997, Ν. 3758/09, 907,908, 176 και 192 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ, σε όλα αυτής τα αιτήματα.
Περαιτέρω, πρέπει να εξεταστεί και στην ουσία της, εφόσον για το παραδεκτό της συζήτησής της
καταβλήθηκαν τα υπέρ τρίτων ένσημα και για το παραδεκτό της αγωγής προσκομίστηκε το
δικαστικό ένσημο, που απαιτείται για το καταψηφιστικό αίτημα της, με επί αυτών ένσημα υπέρ ΤΑΝ
και ΠΔΑ.

Οι εναγόμενες αρνούνται την αγωγή, ισχυριζόμενες, η μεν α, ότι ενημέρωσε την ενάγουσα και δεν
έπραξε υπαίτια, η δε β, ότι δεν έπραξε υπαίτια, και προβάλλουν η μεν πρώτη την ένσταση
απαραδέκτου, διότι η υπόθεση εισήχθη στην τακτική διαδικασία, αντί της ειδικής των εργατικών
διαφορών, ένσταση αοριστίας της αγωγής κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα, ένσταση καταχρηστικής
άσκησης του δικαιώματος, διότι δεν υπήρξε εκ μέρους της καμία παραβίαση και οι 7 κλήσεις, που
αναφέρει, έγιναν νομίμως, χωρίς να της προκαλέσουν βλάβη. Η δεύτερη προβάλλει την ένσταση μη
υποχρέωσής της για ενημέρωση της εναγομένης, με βάση τη σύμβαση της με την α εναγομένη και
τους όρους του ν. 3758/09, όπως ισχύει. Ετσι έχουσα η άρνηση θα εξεταστεί και στην ουσία της,
ενώ οι ενστάσεις είναι απορριπτέες, για τους λόγους που αναφέρθηκαν διεξοδικά στη μείζονα
πρόταση.

Από την κατάθεση των μαρτύρων των διαδίκων, όλα τα έγγραφα, που νομίμως επικαλέστηκαν
και προσκόμισαν, τους ισχυρισμούς κι ομολογίες των διαδίκων, που περιλαμβάνονται στις
προτάσεις τους, και από όλη γενικά τη διαδικασία αποδείχτηκαν, κατά την κρίση του δικαστηρίου
αυτού, τα εξής:

Στις 27/7/07 η ενάγουσα υπέγραψε με την α εναγομένη αίτηση, για χορήγηση δανείου ανοικτής
πίστωσης «……………..». Στην υπ αριθ. …………….. σύμβαση δανείου προσαρτήθηκε το παράρτημα
Α, με τίτλο «επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ενημέρωση υποκειμένων, χορήγηση
συγκατάθεσης». Στο παράρτημα αυτό περιλαμβάνεται ο όρος ότι: «Η Τράπεζα… ενημερώνει τον
Οφειλέτη και τον Εγγυητή, ότι τα προσωπικά τους δεδομένα, που περιλαμβάνονται στην αίτηση,
όπως και αυτά που έχει τυχόν ήδη συλλέξει με τη συγκατάθεσή τους και αυτά που θα προκύψουν
από την υπογραφή και κατά τη λειτουργία της αντίστοιχης σύμβασης (ακόμη και μετά την τυχόν
καταγγελία της), θα αποτελέσουν αντικείμενο επεξεργασίας από την Τράπεζα ή από τρίτους κατ
εντολή και για λογαριασμό της, για την αξιολόγηση της αίτησης, την εξυπηρέτηση, υποστήριξη και
παρακολούθηση της συμβάσεως, που (τυχόν) θα υπογραφεί, την εκπλήρωση των εντεύθεν
υποχρεώσεων της Τραπέζης και την προάσπιση των δικαιωμάτων της….». «Ο οφειλέτης και ο
εγγυητής ενημερώνονται, ότι μπορούν να ασκήσουν τα εκ του νόμου (ν. 2472/97) δικαιώματά
τους ενημέρωσης (αρθ 11), προσβάσεως (αρθρ. 12) και αντιρρήσεως (αρθ. 13) στους
προαναφερόμενους κατά περίπτωση Υπεύθυνους Επεξεργασίας Τράπεζας ή Τειρεσίας Α.Ε».
«Κατόπιν αυτών ο Οφειλέτης και ο Εγγυητής δηλώνουν ο κάθε ένας ξεχωριστά τα ακόλουθα: 1)
Εφόσον δεν σημειώσει αρνητική επιλογή στο τέλος του κειμένου αυτού ΣΥΝΑΙΝΕΙ ανεπιφύλακτα
στη διαβίβαση προς επεξεργασία, κατά την έννοια του Ν. 2472/97 των προσωπικών του
δεδομένων, που περιλαμβάνονται στην αίτηση και αυτών που θα προκύψουν από την κίνηση του
λογαριασμού της αντίστοιχης χορήγησης (όπως π.χ εκάστοτε υπόλοιπο οφειλής ληξιπρόθεσμες
δόσεις κλπ) ή έχουν προκύψει από προηγούμενες χορηγήσεις από το τραπεζικό σύστημα στο
διατραπεζικό αρχείο συγκέντρωσης κινδύνων, το οποίο έχει σκοπό την προστασία της πίστης και
των συναλλαγών και ειδικότερα την εξακρίβωση της πιστοληπτικής ικανότητας των
δανειολητπών/πιστούχων και το οποίο τηρεί… Αποδέκτες των δεδομένων αυτών είναι πιστωτικά
και χρηματοοικονομικά ιδρύματα…». Στο τέλος του εγγράφου αυτού υπέγραψε η ενάγουσα. Αυτή,
όμως, η ενημέρωση στην πραγματικότητα δεν αποτελεί την ειδική και συγκεκριμένη ενημέρωση,
στην οποία έπρεπε, να προβεί η α εναγομένη, προς την ενάγουσα. Διότι, με βάση τους ορισμούς του
αρθρ. 11, η α εναγομένη θα έπρεπε, να κάνει ρητή αναφορά ως προς την ταυτότητα του
υπεύθυνου επεξεργασίας, την ταυτότητα του τυχόν εκπροσώπου του, ως προς το σκοπό της
επεξεργασίας, τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών των δεδομένων. Ολα αυτά δεν
αναφέρονται, αλλά αναφέρεται αορίστως, ότι αποδέκτες μπορεί να είναι τα «χρηματοπιστωτικά
ιδρύματα», η επεξεργασία μπορεί να γίνει από την Τράπεζα (γενικώς και αορίστως), είτε και από
άλλον (γενικώς και αορίστως), ενώ και ο σκοπός αφενός εμπλέκεται κι αφετέρου αναφέρεται
διαζευκτικά, «για την αξιολόγηση της αίτησης», «την παρακολούθηση της σύμβασης», «την
εκπλήρωση των υποχρεώσεών του οφειλέτη». Παράλληλα, δεν υπάρχει καμία παράγραφος, που να
αναφέρεται στο εάν η οφειλέτης υποχρεούται ή όχι στην παροχή συνδρομής της, όπως και για τις
συνέπειες της τυχόν άρνησής της. Περαιτέρω, δεν υπάρχει «ρητή και ειδική» ελεύθερη δήλωση
βούλησης της ενάγουσας, που δεν ενημερώθηκε, παρά μόνο αόριστα. «Η μη εναντίωση», εκ
μέρους της ενάγουσας, όπως κι η υπογραφή της σύμβασης, δεν αποτελεί κατά το νόμο και ειδική
και ρητή παροχή «συγκατάθεσης», για την επεξεργασία των προσωπικών της δεδομένων. Η
συγκατάθεση, βέβαια, δεν θα μπορούσε, να υπάρξει, εφόσον απαιτεί προηγούμενα λεπτομερή
πληροφόρηση της ενάγουσας, που δεν έλαβε χώρα.