ΥΠΟΘΕΣΗ SEA DIAMOND ΠΠρΠειρ 464/2014 Τμ. Ναυτικών Διαφορών

ΥΠΟΘΕΣΗ SEA DIAMOND ΠΠρΠειρ 464/2014 Τμ. Ναυτικών Διαφορών

Πρόεδρος: Χ. Σαραμαντή, Πρόεδρος Πρωτοδικών

Εισηγητής: Γ. Ξυνόπουλος, Πρωτοδίκης

Δικγόροι: Σ. Παπανδρεόπουλος, Γ. Ιατρίδης, Α. Τζήμας, Φ. Δίγκας

Το περιβάλλον στο ιδιωτικό δίκαιο ορίζεται ως το σύνολο των αγαθών που συνθέτουν τον ζωτικό χώρο του ανθρώπου και περιλαμβάνει όλα τα φυσικά και τεχνητά αγαθά, χάρη στα οποία δημιουργείται και αναπτύσσεται η προσωπικότητα του ατόμου και είναι απαραίτητα για την επιβίωση, την υγιεινή διαβίωση και την εξασφάλιση ποιότητας ζωής. Περιλαμβάνει τα κοινά σε όλους και κοινόχρηστα πράγματα, στα οποία περιλαμβάνονται τα σημαντικότερα περιβαλλοντικά αγαθά. Στο προαναφερθέν δικαίωμα στο περιβάλλον πρέπει να συμπεριληφθούν όλα ανεξαιρέτως τα περιβαλλοντικά αγαθά, τα οποία αν και δεν ανήκουν στην ευρύτερη κατηγορία των πραγμάτων εκτός συναλλαγής ούτε έχουν αφιερωθεί στην υπό στενή έννοια κοινοχρησία, λόγω ιστορικής, αρχαιολογικής, φυσικής, αισθητικής ή άλλης αξίας τους, λαμβάνονται ως σύνολο και αποτελούν τμήμα του περιβάλλοντος τον άνθρωπο ιστορικού, αρχαιολογικού, φυσικού κ.λπ. χώρου, η διαφύλαξη του οποίου αποβαίνει σε όφελος του περιβάλλοντος και των χρηστών του. Προϋποθέσεις παροχής προστασίας σε περίπτωση προσβολής του δικαιώματος της προσωπικότητας κατ΄ άρθ. 57 ΑΚ είναι η ύπαρξη προσβολής και η προσβολή να είναι παράνομη. Δεν απαιτείται η προσβολή να είναι υπαίτια, παρά μόνο για τη θεμελίωση αξιώσεως για αποζημίωση κατ΄ άρθ. 914 επ. ΑΚ, στις οποίες παραπέμπει η παρ. 2 του άρθ. 57 ΑΚ. Προσβολή του δικαιώματος χρήσεως του ζωτικού χώρου επέρχεται, όταν διαταράσσεται από τρίτον, φυσικό ή νομικό πρόσωπο, στοιχείο του ζωτικού χώρου κατά τέτοιο τρόπον, ώστε ν΄ αλλοιώνεται ή να καταργείται η κοινή ωφέλεια που πηγάζει από τη χρήση του ή να καθίσταται αδύνατη η χρήση του στοιχείου αυτού ή άλλου συνδεομένου με αυτό. Η προσβολή μπορεί να στρέφεται είτε κατά του κοινωφελούς χαρακτήρα του πράγματος είτε κατά της δυνατότητας ασκήσεως του δικαιώματος χρήσεως. Την ένδικη προστασία του ζωτικού χώρου του ανθρώπου μέσω των άρθ. 57 και 59 ΑΚ, στηρίζουν και η αξίωση για άρση της προσβολής, για παράλειψη της προσβολής στο μέλλον, για αποζημίωση και ικανοποίηση της ηθικής βλάβης. Ιδιαίτερη σημασία για το περιβάλλον παρουσιάζει και η δυνατότητα αποκαταστάσεως μέλλουσας ζημίας, δεδομένου ότι συχνά οι συνέπειες προσβολής των περιβαλλοντικών αγαθών δεν είναι αμέσως ορατές ή δεν είναι ορατές σε όλη τους την έκταση. Τα προσβλητικά για το περιβάλλον γεγονότα είναι δυνατόν να έχουν συνέπειες επαναλαμβανόμενες ή συνέπειες που επενεργούν στο μέλλον. Για ν΄ αποκατασταθεί μελλοντική ζημία απαιτείται πιθανολόγησή της βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, όπως τα πορίσματα της επιστήμης και της τεχνολογίας και τα διδάγματα της κοινής πείρας. Η διάταξη του άρθ. 29 Ν 1650/1986 καθιερώνει ευθύνη από διακινδύνευση του φορέα δραστηριοτήτων, που συνεπάγονται αυξημένους κινδύνους πρόκλησης περιβαλλοντικών ζημιών, η οποία είναι διακριτή από τις μορφές ευθύνης που καθιερώνει ο Αστικός Κώδικας και ιδίως από την αδικοπρακτική ευθύνη, η οποία προϋποθέτει ανθρώπινη πράξη ή παράλειψη, παρανομία και υπαιτιότητα του ζημιωθέντος. Η ευθύνη από διακινδύνευση που καθιερώνει η διάταξη του άρθ. 29 Ν 1650/1986 δεν επεκτείνεται στους προστηθέντες, των οποίων η ευθύνη κρίνεται με βάση τις γενικές διατάξεις. Αν η ζημία οφείλεται σε συμπεριφορά προστηθέντος, ο προστήσας ευθύνεται, εφ΄ όσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθ. 29, ενώ η ευθύνη του προστηθέντος απέναντι στον ζημιωθέντα κρίνεται κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξιών του Αστικού Κώδικα. Η ευθύνη από ρύπανση η υποβάθμιση του περιβάλλοντος δεν αποκλείει την ευθύνη από άλλες διατάξεις εντός ή εκτός συστήματος του Αστικού Κώδικα, ιδίως από εκείνες που αφορούν προσβολή της προσωπικότητας (ΑΚ 57 επ.) και τις αδικοπραξίες (ΑΚ 914 επ.). Το φυσικό πρόσωπο έχει έννομο συμφέρον να ζητήσει τη δικαστική επίλυση μιας περιβαλλοντικής διαφοράς, όταν θίγεται η ιδιοκτησία του από αθέμιτες εκπομπές ή έχει υποστεί ζημία οφειλομένη σε ρύπανση ή υποβάθμιση του περιβάλλοντος. Τα νομικά πρόσωπα δικαιούνται, σε περίπτωση ρύπανσης η υποβάθμισης του περιβάλλοντος, ν΄ ασκήσουν αγωγή και πρόσθετη παρέμβαση υπέρ ιδιώτη για την υπεράσπιση ιδίου ηθικού εννόμου συμφέροντός τους και όχι ως εκπρόσωποι των ατομικών δικαιωμάτων των μελών τους, υπό την προϋπόθεση ότι έχουν ως καταστατικό σκοπό τους την προστασία του περιβάλλοντος. Ειδικά δε για τους ΟΤΑ, το σχετικό έννομο συμφέρον θεμελιώνεται στην παρεχομένη από το Σύνταγμα αρμοδιότητα μέριμνας για τις τοπικές υποθέσεις και στις διατάξεις του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων (άρθ. 75 Ιβ΄ Ν 3463/2006), στις οποίες καθορίζεται ότι στις αρμοδιότητές τους εντάσσεται η προστασία και αναβάθμιση του φυσικού, αρχιτεκτονικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος, στο πλαίσιο των εθνικών και ευρωπαϊκών πολιτικών, η προστασία και διαχείριση των υδάτινων πόρων και η καταπολέμηση της ρύπανσης στην περιφέρειά τους. Η Διεθνής Σύμβαση Βρυξελλών (CLC 1969 – Ν 314/1976), που μετά την κύρωση των Πρωτοκόλλων της ονομάστηκε Διεθνής Σύμβαση 1992 αναφορικά με την Αστική Ευθύνη για Ζημίες Ρύπανσης από Πετρέλαιο, δεν εφαρμόζεται εν προκειμένω, για τον λόγο ότι αφορά ρύπανση από διαφυγή πετρελαίου μόνον αν το πλοίο, εκ του οποίου η διαφυγή, χρησιμοποιείται για μεταφορά πετρελαίου και δεν εφαρμόζεται επί επιβατηγών πλοίων. Ομοίως ανεφάρμοστη είναι και η Διεθνής Σύμβαση για την αστική ευθύνη για ζημία ρύπανσης από πετρέλαιο κίνησης (Bunkers Convention 2001 – Ν 3393/2005), καθ΄ ότι προβλέπει μεν ευθεία αναγωγή κατά του ασφαλιστή, πλην όμως ετέθη σε ισχύ μετά το ένδικο συμβάν. Μη εφαρμοστέος τυγχάνει και ο Κανονισμός (ΕΚ) 392/2009 για τον λόγο ότι καλύπτει ζητήματα διεθνών θαλάσσιων μεταφορών επιβατών και όχι θαλάσσιας ρύπανσης. Ούτε υφίστανται οι προϋποθέσεις συνδρομής διεθνούς δικαιοδοσίας κατ΄ άρθ. 6 παρ. 1 του Κανονισμού και της Συμβάσεως Βρυξελλών. Ως προς τις τρεις πρώτες των εναγομένων το Δικαστήριο έχει και διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της προκειμένης διαφοράς κατ΄ άρθ. 3 παρ. 1 και 4 ΚΠολΔ συνδ. με άρθ. 2 παρ. 1 και 60 παρ. 1β΄-γ΄ Κανονισμού 44/2001. Ως προς την ευθύνη για την ιστορούμενη περιβαλλοντική ζημία εφαρμοστέο ουσιαστικό δίκαιο τυγχάνει το ελληνικό κατ΄ άρθ. 26 ΑΚ, εφ΄ όσον στην Ελλάδα εκδηλώθηκε η ζημιογόνος συμπεριφορά των εναγομένων, μέσω του προκληθέντος ναυαγίου και αποτελεί τον τόπο, όπου παρήχθησαν τα ζημιογόνα αποτελέσματα αυτής. Η κρινομένη αγωγή είναι νόμιμη ως προς τις συρρέουσες αγωγικές βάσεις της από την προσβολή προσωπικότητας (ΑΚ 57 επ.), την αδικοπραξία (ΑΚ 914 επ.) και την αστική ευθύνη, η οποία θεμελιώνεται σε ειδικούς νόμους συνδ. με άρθ. 24 Συντ. Ο ενάγων Δήμος αποτελεί ΟΤΑ, ο οποίος είναι επιφορτισμένος βάσει του Συντάγματος και του ειδικότερου νομοθετικού πλαισίου, που διέπει τη λειτουργία του, να προστατεύει το περιβάλλον, το οποίο εμπίπτει στη χωρική του αρμοδιότητα και να ενεργεί κάθε απαιτούμενη προς τούτο πράξη λαμβάνοντας τα αναγκαία μέτρα. Συνεπώς, ο ενάγων Δήμος έχει ίδιο (ηθικό) έννομο συμφέρον για την παροχή δικαστικής προστασίας εξ αιτίας της περιβαλλοντικής ζημίας που υπέστη ο κόλπος της Καλντέρας, ο οποίος ανήκει στη χωρική του αρμοδιότητα. Κατ΄ άρθ. 29 Ν 1650/1986, ο οποίος καθιερώνει ευθύνη από διακινδύνευση, ο υπεύθυνος για την πρόκληση περιβαλλοντικής ζημίας απαλλάσσεται, αν αποδείξει ότι η ζημία οφείλεται σε ανώτερη βία ή σε πταίσμα τρίτου που ενήργησε με δόλο. Ως ανώτερη βία προσδιορίζεται κάθε γεγονός εξωτερικό, ξένο προς το πρόσωπο ή τη δραστηριότητα ή επιχείρηση του οφειλέτη και απρόβλεπτο, μη συνδεόμενο με τους τυπικούς κινδύνους της δραστηριότητας ή της επιχείρησης και του οποίου οι συνέπειες δεν μπορούν ν΄ αποτραπούν ούτε με τη λήψη μέτρων άκρας επιμέλειας και σύνεσης, με αποτέλεσμα ο κάτοχος της πηγής κινδύνου – υπόχρεος ν΄ απαλλάσσεται μόνο για γεγονότα ξένα προς τη σφαίρα επιρροής του. Μεταξύ των υπό περιορισμό απαιτήσεων, που προβλέπει η Διεθνής Σύμβαση του Λονδίνου 1976 (Ν 1923/1991), περιλαμβάνονται και οι απαιτήσεις από ανέλκυση, μετακίνηση, καταστροφή ή εξουδετέρωση επιβλαβών συνεπειών πλοίου, που έχει βυθισθεί, ναυαγήσει, προσαράξει ή εγκαταλειφθεί καθώς και οτιδήποτε βρίσκεται ή βρισκόταν πάνω στο πλοίο. Στην κατηγορία αυτή, με τελολογική ερμηνεία, υπάγονται όλες οι απαιτήσεις που σχετίζονται με την ανέλκυση ναυαγίου, θετικά ή αρνητικά, όπως η απαίτηση του οικείου λιμενικού οργανισμού, που προκύπτει από την αδυναμία του να χρησιμοποιήσει επωφελώς τον χώρο του ναυαγίου, όταν αυτό συμβαίνει εντός λιμένος και ο πλοιοκτήτης παραλείπει να εκπληρώσει τη νομική του υποχρέωση (Ν 2881/2001) για ανέλκυση και απομάκρυνση του βυθισμένου σκάφους, αλλά και απαιτήσεις προς αποκατάσταση περιουσιακών ζημιών τρίτων και τα δικαιώματα του ΟΛΠ για την ανέλκυση, μετακίνηση κ.λπ. ναυαγίων. Στην ανωτέρω κατηγορία απαιτήσεων, που υπόκεινται σε περιορισμό, δεν υπάγεται η απαίτηση από μη περιουσιακή ζημία τρίτου, η οποία συνδέεται άμεσα ή έμμεσα με το ζημιογόνο γεγονός του ναυαγίου πλοίου και των επιβλαβών συνεπειών που επέφερε. Το επικαλούμενο πράγματι σοβαρό σφάλμα του ενδίκου χάρτη 423/8 της Υδρογραφικής Υπηρεσίας του Πολεμικού Ναυτικού δεν ασκεί επιρροή στις συνθήκες και τα αίτια επέλευσης του επιδίκου ναυαγίου καθώς δεν τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με το επελθόν αποτέλεσμα. Και τούτο, διότι δεν αποδεικνύεται ότι κατά τον χρόνο μεταβολής του σχεδίου πλου εκ μέρους του πλοιάρχου, χρησιμοποιήθηκαν τα δεδομένα του ανωτέρω χάρτη. Αντίθετα ο εναγόμενος πλοίαρχος κινήθηκε εμπειρικώς χωρίς αποτύπωση της πορείας του στον ανωτέρω χάρτη, η οποία μάλιστα ήταν δεξιότερα εκείνης, που είχε ακολουθήσει σε προηγούμενα ταξίδια. Από τη στιγμή δε που κινήθηκε ανεξαρτήτως των δεδομένων του ναυτιλιακού χάρτη και χωρίς να τηρήσει το αρχικό σχέδιο πλου, όφειλε να συνεκτιμήσει όλους τους παράγοντες, που καθιστούσαν τον πλου σε τόσο κοντινή απόσταση από την ακτή επικίνδυνο για την ακεραιότητα και την ασφάλεια του πλοίου, απορριπτομένου του προταθέντος εκ του άρθ. 29 Ν 1650/1986 ισχυρισμού των εναγομένων περί απαλλαγής τους από την ευθύνη τους λόγω περιβαλλοντικής ρύπανσης. Οι δε ισχυρισμοί των εναγομένων ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν ήταν απαιτούμενη, για την αλλαγή της πορείας του πλοίου, η εκπόνηση νέου σχεδίου πλου, αλλ΄ ούτε και η τήρηση συγκριμένης απόστασης από τις ακτές, δεν ευσταθούν, δεδομένου ότι στους Διεθνείς Κανονισμούς και στη διεθνή βιβλιογραφία, όπου αναλύεται η ναυτική τέχνη και πρακτική, καθιερώνεται ως υποχρεωτική η εκπόνηση και εκτέλεση σχεδίου πλου μέσω τεσσάρων διακριτών σταδίων και η προ αυτού εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των ειδικών συνθηκών και πληροφοριών, που αφορούν τη σχεδίαση και εκτέλεση ενός ασφαλούς πλου τόσο για τα ποντοπόρα πλοία όσο και για τα πλοία της ακτοπλοΐας, χωρίς διάκριση μεταξύ τους ως προς την εκτέλεση των διαδικασιών. Επομένως η πρόσκρουση του κρουαζιερόπλοιου Sea Diamond στα αβαθή οφείλεται στην αμελή συμπεριφορά του προστηθέντος από τις εναγόμενες εταιρίες πλοιάρχου, καθ΄ όσον αυτός, αν και όφειλε, με βάση τους κανόνες της ναυτιλίας και της ναυτικής τέχνης, όντας πλοίαρχος που είχε τη διακυβέρνηση του ως άνω πλοίου, να διαφυλάττει την ασφάλεια της ναυσιπλοΐας, από έλλειψη επιμέλειας και προσοχής, την οποία όφειλε και μπορούσε να καταβάλει, παρέλειψε να προβεί στις επιβαλλόμενες από τους κανόνες της ναυτικής τέχνης ενέργειες και παρέβη τις υποχρεώσεις, που του επέβαλαν οι προαναφερθέντες κανόνες, αλλά και η (διεθνής) ναυτική τέχνη και πρακτική. Περαιτέρω απεδείχθη ότι προέκυψαν σοβαρές δυσλειτουργίες και προβλήματα των συστημάτων ασφαλείας του πλοίου κατά τη διαδικασία αντιμετώπισης των συνεπειών της πρόσκρουσής του στα αβαθή, που επέσπευσαν τη βύθισή του και δη κατά τρόπον, ώστε να μην υπάρχει επαρκής χρόνος για την ασφαλή ρυμούλκηση του πλοίου στα αβαθή. Ομοίως δεν δικαιολογείται η πρόκληση βραχυκυκλωμάτων στους ηλεκτρικούς πίνακες του πλοίου, τα οποία προκάλεσαν πυρκαγιά, στοιχείο που καταδεικνύει ότι οι πίνακες δεν διέθεταν συστήματα ασφαλείας κατάλληλα και επαρκή, ώστε να αντιμετωπίζουν με επιτυχία τυχόν διαρροές ρεύματος και αύξηση της εντάσεώς του πέραν των προβλεπομένων για κάθε γραμμή ορίων αντοχής των μονώσεων των καλωδιώσεων. Επίσης οι αντλίες απάντλησης υδάτων του α΄ καταστρώματος, οι οποίες είχαν δυνατότητα να λειτουργήσουν και με ρεύμα μέσω των ηλεκτρογεννητριών ανάγκης, δεν λειτούργησαν με αποτέλεσμα να επιταχυνθεί η βύθιση του πλοίου και να μην καταστεί εφικτή η παράταση του χρόνου πλεύσης, προκειμένου το πλοίο να ρυμουλκηθεί στα αβαθή εντός ευλόγου χρόνου. Η εναγομένη εταιρία, υπό την ιδιότητά της ως τεχνικής διαχειρίστριας του πλοίου και αρμόδιας για τα τεχνικά ζητήματα, που αφορούσαν την αξιοπλοΐα και ασφάλειά του, συνέβαλε διά των ενδίκων παραλείψεων του προστηθέντος της εναγομένου, ο οποίος κατά τον κρίσιμο χρόνο είχε την ιδιότητα του Γενικού Δ/ντή του Τεχνικού Τμήματος αυτής, στη βύθιση του πλοίου, δεδομένου ότι δεν είχε διασφαλίσει τη συντήρηση και εύρυθμη λειτουργία των ηλεκτρικών συστημάτων και συστημάτων ασφαλείας αυτού. Η αποδιδομένη στον εναγόμενο πλοίαρχο του ενδίκου ρυμουλκού, αλλά και στους λοιπούς εναγομένους, που σχετίζονται με το επιχειρησιακό σκέλος της ρυμούλκησης του πλοίου, αμέλεια αναφορικά με την έλλειψη συνεργασίας και συνεννόησης, δεν τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με το επελθόν ζημιογόνο αποτέλεσμα, ήτοι τη βύθιση του κρουαζιερόπλοιου Sea Diamond. Η μη συνδρομή των ενδίκων ρυμουλκών στην ασφαλή προσάραξη του κρουαζιερόπλοιου Sea Diamond στα αβαθή δεν τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με τη βύθισή του. Οι αντιρρυπαντικές εργασίες, που πραγματοποιήθηκαν με χρήση αναλόγου ειδικού εξοπλισμού και η μερική απάντληση των πετρελαιοειδών δεν αποτελούν δεδομένα ικανά ν΄ αναιρέσουν τον χαρακτήρα του ναυαγίου του Sea Diamond ως εστίας περιβαλλοντικής επιβάρυνσης και μόλυνσης τόσο εκ της φύσεώς του αυτής καθ΄ εαυτής ως ξένου σώματος εντός του κόλπου της Καλντέρας, όσο και εξ αιτίας των επιβλαβών συνεπειών που προκύπτουν από αυτό εν όψει των υλικών και ουσιών, που διαχέονται από το εσωτερικό του στον υδάτινο ορίζοντα. Το ναυάγιο του κρουαζιερόπλοιου Sea Diamond συνιστά σοβαρό παράγοντα υποβάθμισης του περιβάλλοντος του κόλπου της Καλντέρας, ο οποίος μετά βεβαιότητας θ’ αναδίδει και στο μέλλον δυσμενείς συνέπειες για το περιβάλλον, συνεκτιμωμένου ότι το ναυάγιο συνιστά, εκ μόνης της ύπαρξής του, ξένο σώμα που φέρει ρυπογόνα φορτία σε συνδυασμό και με την επικινδυνότητά του αναφορικά με την πρόκληση μελλοντικής περιβαλλοντικής ρύπανσης λόγω της σταδιακής διάβρωσης του σκελετού του πλοίου, η οποία μπορεί στην παρούσα φάση εξέλιξής της να προκαλεί ελεγχόμενη περιβαλλοντική επιβάρυνση ως προς το ζήτημα της διαρροής πετρελαιοειδών, αλλά στο μέλλον θα προκαλέσει, μετά βεβαιότητας, σοβαρότερα προβλήματα στον υδάτινο ορίζοντα της Σαντορίνης. Η ανωτέρω περιβαλλοντική μόλυνση συνιστά ταυτόχρονα σοβαρό πλήγμα στο παγκοσμίου φήμης φυσικό κάλλος της ευρύτερης περιοχής του κόλπου της Καλντέρας, εξ αιτίας των υφισταμένων, αλλά και μελλοντικών δυσμενών συνεπειών που σχετίζονται με την ύπαρξη του ναυαγίου στη συγκεκριμένη περιοχή, η οποία αποτελεί κάθε χρόνο παγκόσμιο πόλο έλξης τουρισμού, προσβάλλει δε και την ποιότητα ζωής του συνόλου των κατοίκων της Σαντορίνης, όπως διασφαλίζεται μέσω των αρμοδιοτήτων και δράσεων του ενάγοντος Δήμου, ο οποίος έχει ίδιον άμεσο δικαίωμα, αλλά και υποχρέωση στην προστασία του περιβάλλοντος της Σαντορίνης. Για όλους τους προαναφερθέντες λόγους πρέπει να αρθεί η ένδικη προσβολή του δικαιώματος του ενάγοντος στο περιβαλλοντικό αγαθό διά της ανελκύσεως του ναυαγίου και να επιδικασθεί χρηματική ικανοποίηση στον ενάγοντα Δήμο, για την προσβολή που υπέστη στη φήμη του, αλλά και για την υποβάθμιση του περιβαλλοντικού ορίζοντα στον κόλπο της Καλντέρας.

Οι από 5.3.2012 (αριθ. καταθ. …/2012) και από 22.3.2012 (αριθ. καταθ. …/2012) αγωγές, που αφορούν στο ίδιο βιοτικό συμβάν (περιβαλλοντική ζημία προκληθείσα από ναυάγιο πλοίου) και υπάγονται στην ίδια διαδικασία, πρέπει να συνεκδικασθούν, λόγω της μεταξύ τους συνάφειας και διότι με τον τρόπο αυτό διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης (άρθ. 246 KΠολΔ).

Ι. Ο σεβασμός και η προστασία των αξιών που συνθέτουν την υπόσταση του ανθρώπου «αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας» (άρθ. 2 παρ. 1 Συντ. Οι συνταγματικές διατάξεις καθιερώνουν επίσης το δικαίωμα ανάπτυξης της προσωπικότητας (άρθ. 5 παρ. 1), το οποίο θεωρείται ως κύριο γενικό θεμελιώδες δικαίωμα (Ράικος, Παραδόσεις Συνταγματικού Δικαίου τομ. Β΄, τευχ. Β΄ σ. 23). Παρ΄ όλο δε που το Σύνταγμα αναγνωρίζει και προστατεύει με διαφορετικές διατάξεις την αξία και την προσωπικότητα του ανθρώπου αφ΄ ενός και το δικαίωμα στο περιβάλλον αφ΄ ετέρου, τα πιο πάνω έννομα αγαθά είναι αλληλένδετα και αλληλοσυμπληρούμενα. Αποτελούν αδιάσπαστη ενότητα (ΣτΕ 810-811/1977, 3047/1980), με την έννοια ότι κάθε υποβάθμιση του δεύτερου συνεπάγεται και προσβολή της αξίας του ανθρώπου και της προσωπικότητάς του (Σακελλαρόπουλος, σκέψεις για το πρόβλημα του περιβάλλοντος, σ. 291). Εξ άλλου στις διατάξεις των άρθ. 2 παρ. 1, 5 παρ. 1 και 24 Συντ. αντιστοιχεί η γενική ρήτρα προστασίας της προσωπικότητας του Αστικού Κώδικα. Η ΑΚ 59 καθιερώνει σφαιρική και απόλυτη προστασία της προσωπικότητας στον Αστικό Κώδικα. Το έννομο αγαθό της προσωπικότητας κατέχει ιδιάζουσα θέση μεταξύ των προστατευτέων από το ιδιωτικό δίκαιο αγαθών. Η ιδιάζουσα αυτή θέση προκύπτει από το γεγονός ότι η ιεραρχική πρόταξη την οποία η συνταγματική επιταγή αναγνωρίζει στην προσωπικότητα και την αξία του ανθρώπου (άρθ. 2 παρ. 1 Συντ.), δεν είναι δυνατόν να μην έχει επιπτώσεις στην ερμηνεία των διατάξεων περί προστασίας της προσωπικότητας του ΑΚ, ιδίως στις περιπτώσεις συγκρούσεως δικαιωμάτων.

Περαιτέρω το περιβάλλον στο ιδιωτικό δίκαιο ορίζεται ως το σύνολο των αγαθών που συνθέτουν τον ζωτικό χώρο του ανθρώπου και περιλαμβάνει όλα τα φυσικά και τεχνητά αγαθά, χάρη στα οποία δημιουργείται και αναπτύσσεται η προσωπικότητα του ατόμου και τα οποία είναι απαραίτητα για την επιβίωση, την υγιεινή διαβίωση και την εξασφάλιση ποιότητας ζωής. Περιλαμβάνει κατ΄ αρχήν τα κοινά σε όλους και τα κοινόχρηστα πράγματα, στα οποία εν όψει της ενδεικτικής απαρίθμησης του άρθ. 967 ΑΚ, η οποία εμπλουτίζεται με κριτήριο την κοινή ωφέλεια που απορρέει από τη διάθεση ενός πράγματος στην κοινή χρήση, περιλαμβάνονται τα σημαντικότερα περιβαλλοντικά αγαθά. Στο προαναφερθέν όμως δικαίωμα στο περιβάλλον πρέπει να συμπεριληφθούν όλα ανεξαιρέτως τα περιβαλλοντικά αγαθά, τα οποία αν και δεν ανήκουν στην ευρύτερη κατηγορία των πραγμάτων εκτός συναλλαγής ούτε έχουν αφιερωθεί στην υπό στενή έννοια κοινοχρησία, παρ΄ όλα αυτά, λόγω της ιστορικής, αρχαιολογικής, φυσικής (π.χ. βιοποικιλότητα), αισθητικής ή άλλης αξίας τους, τα αγαθά αυτά λαμβάνονται ως σύνολο και αποτελούν τμήμα του περιβάλλοντος τον άνθρωπο ιστορικού, αρχαιολογικού φυσικού κ.λπ. χώρου, η διαφύλαξη του οποίου αποβαίνει σε όφελος του περιβάλλοντος και των χρηστών του. Εξ άλλου προϋποθέσεις παροχής προστασίας σε περίπτωση προσβολής του δικαιώματος της προσωπικότητας κατ’ άρθρο 57 ΑΚ είναι: α) Η ύπαρξη προσβολής και β) η προσβολή να είναι παράνομη. Δεν απαιτείται η προσβολή να είναι υπαίτια, παρά μόνο για τη θεμελίωση αξιώσεως για αποζημίωση κατ΄ άρθ. 914 επ. ΑΚ, στις οποίες παραπέμπει η παρ. 2 του άρθ. 57 ΑΚ. Προβολή δε του δικαιώματος χρήσεως του ζωτικού χώρου επέρχεται, όταν διαταράσσεται από τρίτους (φυσικό ή νομικό πρόσωπο) στοιχείο του ζωτικού χώρου κατά τέτοιο τρόπον, ώστε να αλλοιώνεται ή να καταργείται η κοινή ωφέλεια που πηγάζει από τη χρήση του συγκεκριμένου πράγματος, είτε να καθίσταται αδύνατη η χρήση του στοιχείου αυτού ή άλλου συνδεόμενου όμως με αυτό. Η προσβολή μπορεί επομένως να στρέφεται είτε κατά του κοινωφελούς χαρακτήρα του πράγματος είτε κατά της δυνατότητας ασκήσεως του δικαιώματος χρήσεως. Την ένδικη δε προστασία του ζωτικού χώρου του ανθρώπου μέσω των άρθ. 57 και 59 ΑΚ, στηρίζουν, μεταξύ άλλων αξιώσεων, και αξίωση για άρση της προσβολής, η αξίωση για παράλειψη της προσβολής στο μέλλον, η αξίωση για αποζημίωση και επιπλέον η αξίωση για την ικανοποίηση ηθικής βλάβης. Ειδικότερα, η αξίωση για άρση της προσβολής του ζωτικού χώρου συνίσταται στον παραμερισμό των συνεπειών της πράξεως, που αποτελεί την προσβολή και την επαναφορά της κοινοχρησίας και της κοινής ωφέλειας στην προηγούμενη κατάσταση. Προϋπόθεση ασκήσεως της αγωγής είναι η διάρκεια της προσβολής, η οποία απαιτείται να μην έχει παύσει κατά την έγερση της αγωγής ή έστω να υπάρχει πηγή ενδεχομένων προσβολών του ζωτικού χώρου. Σε περίπτωση δε που δεν επήλθε ολική καταστροφή του ζωτικού χώρου, η αξίωση αποβλέπει στην αποκατάσταση της κοινής ωφέλειας (π.χ. απορρύπανση ποταμού) ή του δικαιώματος χρήσεως (π.χ. αφαίρεση εγκαταστάσεων που παρεμπόδιζαν την κοινή χρήση του δάσους), τα οποία με την προσβολή είχαν θιγεί (ΑΠ 743/1963 ΝοΒ 12,514, ΕφΚρ 65/1963 ΝοΒ 12,211). Η εκτέλεση δε της δικαστικής αποφάσεως για αποδοχή του αιτήματος άρσεως της προσβολής πραγματοποιείται είτε σύμφωνα με το άρθ. 945 ΚΠολΔ (άρση της προσβολής από το δανειστή με δαπάνες του οφειλέτη) είτε σύμφωνα με το άρθ. 946 ΚΠολΔ (καταδίκη σε τέλεση πράξεως και χρηματική ποινή για την περίπτωση που δεν επιχειρηθεί η πράξη). Πέραν δε των ανωτέρω, η προσβολή του δικαιώματος χρήσεως κοινού σε όλους ή κοινόχρηστου πράγματος, στοιχείου δηλ. του ζωτικού χώρου του ανθρώπου, ενδέχεται να θεμελιώνει αδικοπρακτική ευθύνη για αποκατάσταση της περιβαλλοντικής ζημίας σύμφωνα με το άρθ. 914 ΑΚ ή με βάση του άρθ. 29 Ν 1650/1986 ή άλλο ειδικό ιδρυτικό της ευθύνης κανόνα δικαίου. Προκειμένου να εφαρμοστούν οι διατάξεις για τις αδικοπραξίες στις περιπτώσεις περιβαλλοντικής ζημίας, απαιτείται να συντρέχουν οι γενικές προϋποθέσεις της αδικοπρακτικής ευθύνης, ήτοι ανθρώπινη συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη, εφ΄ όσον υπάρχουν ειδικές διατάξεις που επιβάλλουν τη λήψη μέτρων ή συμπεριφορά που επιβάλλεται για την αποτροπή περιβαλλοντικής ζημίας), παράνομη και υπαίτια, πρόκληση έστω και απροσδιόριστης εκτάσεως ζημίας καθώς και αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς και ζημίας. Ως προς τον ζωτικό χώρο, παράνομη είναι κατ΄ αρχήν μία συμπεριφορά είτε διότι προσκρούει σε ειδική διάταξη, εκτός Αστικού Κώδικα, που αποσκοπεί στην προστασία του αγαθού αυτού ή ειδικότερα της ζωής, υγείας κ.λπ. από περιβαλλοντικές αλλοιώσεις, είτε διότι προσκρούει σε μια από τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα (όπως το άρθ. 57 αυτού), μέσω των οποίων είναι δυνατόν να προστατευτεί, αυτοτελώς ή σε συνάρτηση με άλλο έννομο αγαθό, ο ζωτικός χώρος του ανθρώπου. Παράνομη είναι επίσης η συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη), μέσω της οποίας παραβιάζεται συναλλακτική υποχρέωση πρόνοιας και ασφάλειας που αποβλέπει στην προστασία της ζωής, της υγείας, της σωματικής ακεραιότητας ή του ζωτικού χώρου του ανθρώπου. Η παραβίαση διατάξεων που αποσκοπούν στην προστασία γενικού συμφέροντος, μολονότι συνιστά πράξη παράνομη υπό ευρεία έννοια, θεωρείται παράνομη συμπεριφορά με την έννοια της διάταξης του άρθ. 914 ΑΚ ή του άρθ. 29 Ν 1650/1986, μόνον εφ΄ όσον παράλληλα μέσω της διάταξης που παραβιάστηκε επιδιώκεται και η προστασία ιδιωτικού έννομου αγαθού ή συμφέροντος και ειδικότερα εφ΄ όσον το προσβληθέν έννομο αγαθό εμπίπτει στον προστατευτικό σκοπό του κανόνα που παραβιάστηκε (ΕφΑθ 3114/1977 ΝοΒ 26,325, ΕφΑθ 348/1977 ΝοΒ 25,525). Οσάκις όμως πρόκειται για διατάξεις που αποβλέπουν στην προστασία του περιβάλλοντος, επομένως και στη δυνατότητα χρήσεως των κοινών σε όλους και των κοινοχρήστων πραγμάτων του ζωτικού χώρου ή στην προστασία της δημόσιας υγείας από προσβολές που μπορεί να επέλθουν μέσω της χρήσεως των ανωτέρω αγαθών, τα ιδιωτικά έννομα αγαθά του δικαιώματος χρήσεως καθώς και της ζωής, υγείας κ.λπ. περιλαμβάνονται στα αγαθά που είχε σκοπό να προστατεύσει η διάταξη που παραβιάστηκε (ΑΠ Ολ 15/1990 ΝοΒ 38,1335, ΑΠ 163/1994 ΕλλΔνη 36,173, ΑΠ 321/1988 ΝοΒ 37,245). Εξ άλλου με βάση τις ειδικές διατάξεις που περιέχουν τις αξιώσεις για παράλειψη και άρση της προσβολής σε ορισμένες περιπτώσεις προσβολής δικαιώματος ή εννόμου συμφέροντος (ΑΚ 57 παρ. 1, 58 εδάφ. 1, 60 εδάφ. 1, 989 εδάφ. 1, 1108 παρ. 1, 1112 παρ. 1, 1132 έως 1133, 1173, 1187, 1191, 1236 κ,λπ.) γίνεται δεκτό ότι το πνεύμα και ο σκοπός των διατάξεων αυτών επιβάλλουν, με αναλογία δικαίου, την καθιέρωση μιας γενικής αξιώσεως για παράλειψη και άρση της προσβολής. Σύμφωνα με την αρχή αυτή, όταν προσβάλλεται ένα δικαίωμα ή υπάρχει κίνδυνος προσβολής του στο μέλλον, προτού ακόμα προκύψει ζημία και χωρίς να απαιτείται υπαιτιότητα, μπορεί ο δικαιούχος να ζητήσει άρση της προσβολής και παράλειψης στο μέλλον. Συνέπεια δε της αρχής αυτής είναι ότι σε περίπτωση προσβολής ή απειλούμενης προσβολής ενός ζωτικού χώρου, είναι δυνατό να εγερθεί γενική αγωγή παραλείψεως, έστω και χωρίς τη συνδρομή των προϋποθέσεων της υπαιτιότητας και της ζημίας. Τέλος, πέραν της παρούσας (αποκαταστατέας) ζημίας, ιδιαίτερη σημασία για το περιβάλλον παρουσιάζει και η δυνατότητα αποκαταστάσεως μέλλουσας ζημίας (βλ. σχετ. ΑΠ 26/1970 ΝοΒ 18,690), δεδομένου ότι συχνά οι συνέπειες προσβολής των περιβαλλοντικών αγαθών δεν είναι αμέσως ορατές ή δεν είναι ορατές σε όλη τους την έκταση. Τα προσβλητικά για το περιβάλλον γεγονότα είναι δυνατόν να έχουν συνέπειες επαναλαμβανόμενες ή συνέπειες που επενεργούν στο μέλλον. Για να αποκατασταθεί μελλοντική ζημία απαιτείται η πιθανολόγησή της βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, όπως εν προκειμένω τα πορίσματα της επιστήμης και της τεχνολογίας καθώς και τα διδάγματα της κοινής πείρας.

ΙΙ. Περαιτέρω σύμφωνα τη διάταξη του άρθ. 29 Ν 1650/1986: «Οποιοδήποτε, φυσικό ή νομικό πρόσωπο, προκαλεί ρύπανση ή άλλη υποβάθμιση του περιβάλλοντος ευθύνεται σε αποζημίωση, εκτός αν αποδείξει ότι η ζημία οφείλεται σε ανώτερη βία ή ότι προήλθε από υπαίτια ενέργεια τρίτου που ενήργησε δολίως». Η ανωτέρω διάταξη καθιερώνει ευθύνη από διακινδύνευση του φορέα δραστηριοτήτων, που συνεπάγονται αυξημένους κινδύνους πρόκλησης περιβαλλοντικών ζημιών, η οποία είναι διακριτή από τις μορφές ευθύνης που καθιερώνει ο Αστικός Κώδικας και ιδίως από την αδικοπρακτική ευθύνη, η οποία προϋποθέτει, όπως προαναφέρθηκε, ανθρώπινη πράξη ή παράλειψη, παρανομία και υπαιτιότητα του ζημιωθέντος. Σύμφωνα δε με την παρ. 1 του άρθ. 2 του ανωτέρω νόμου, περιβάλλον είναι το σύνολο των φυσικών και ανθρωπογενών παραγόντων και στοιχείων που βρίσκονται σε αλληλεπίδραση και επηρεάζουν την οικολογική ισορροπία, την ποιότητα ζωής, την υγεία των κατοίκων, την ιστορική και πολιτιστική παράδοση και τις αισθητικές αξίες. Ρύπανση δε του περιβάλλοντος σύμφωνα με την παρ. 2 του ανωτέρω άρθρου είναι η παρουσία στο περιβάλλον ρύπων, δηλ. κάθε είδους ουσιών, θορύβου, ακτινοβολίας ή άλλων μορφών ενέργειας, σε ποσότητα, συγκέντρωση ή διάρκεια, που μπορούν να προκαλέσουν αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία, στους ζωντανούς οργανισμούς και στα οικοσυστήματα ή υλικές ζημίες και γενικά μπορούν να καταστήσουν το περιβάλλον ακατάλληλο για τις επιθυμητές χρήσεις του, ενώ υποβάθμιση κατά την παρ. 4 του ιδίου άρθρου είναι η πρόκληση από ανθρώπινες δραστηριότητες ρύπανσης ή οποιασδήποτε άλλης μεταβολής στο περιβάλλον, η οποία είναι πιθανόν να έχει αρνητικές επιπτώσεις στην οικολογική ισορροπία, την ποιότητα ζωής και στην υγεία των κατοίκων, στην ιστορική και πολιτιστική κληρονομιά και στις αισθητικές αξίες. Περαιτέρω η ευθύνη από διακινδύνευση που καθιερώνει η διάταξη του άρθ. 29 δεν επεκτείνεται στους προστηθέντες, των οποίων η ευθύνη κρίνεται με βάση τις γενικές διατάξεις (επιχείρημα μπορεί να αντληθεί και από άλλες περιπτώσεις ευθύνης από διακινδύνευση, όπως στην περίπτωση του Ν 1815/1988, όπου προβλέπεται ευθύνη από διακινδύνευση για τον αεροπορικό μεταφορέα και όχι για τους προστηθέντες του). Αν η ζημία οφείλεται σε συμπεριφορά προστηθέντος, ο προστήσας ευθύνεται, εφ΄ όσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις, σύμφωνα με το άρθ. 29, ενώ η ευθύνη του προστηθέντος απέναντι στον ζημιωθέντα κρίνεται κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξιών του Αστικού Κώδικα. Τέλος, η ευθύνη από ρύπανση ή υποβάθμιση του περιβάλλοντος δεν αποκλείει την ευθύνη από άλλες διατάξεις εντός ή εκτός συστήματος του Αστικού Κώδικα, ιδίως από εκείνες που αφορούν την προσβολή της προσωπικότητας (ΑΚ 57 επ.) και τις αδικοπραξίες (ΑΚ 914 επ.).

ΙΙΙ. Περαιτέρω το έννομο συμφέρον καθιερώνεται ως προϋπόθεση του παραδεκτού του ενδίκου βοηθήματος, που ασκείται ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων, από το άρθ. 68 ΚΠολΔ, σύμφωνα με το οποίο «δικαστική προστασία δικαιούται να ζητήσει ο έχων άμεσο έννομο συμφέρον», το οποίο πρέπει μάλιστα να είναι προσωπικό και άξιο προστασίας (Μπέη, Πολιτική Δικονομία ΙΑ, 1973, άρθ. 68, σελ. 357 επ.). Συνεπώς το φυσικό πρόσωπο θα έχει έννομο συμφέρον να ζητήσει τη δικαστική επίλυση μιας περιβαλλοντικής διαφοράς, όταν θίγεται η ιδιοκτησία του από αθέμιτες εκπομπές ή όταν έχει υποστεί ζημία οφειλόμενη σε ρύπανση η υποβάθμιση του περιβάλλοντος. Τα δε νομικά πρόσωπα, τα οποία, σημειωτέον, έχουν ειδική περιορισμένη ικανότητα δικαίου, προσδιοριζόμενη από το σκοπό τους, όπως αυτός προκύπτει από τον νόμο ή το καταστατικό τους, δικαιούνται, σε περίπτωση ρύπανσης η υποβάθμισης του περιβάλλοντος, να ασκήσουν τόσο αγωγή όσο και πρόσθετη παρέμβαση υπέρ ιδιώτη για την υπεράσπιση ιδίου ηθικού εννόμου συμφέροντός τους και όχι ως εκπρόσωποι των ατομικών δικαιωμάτων των μελών τους, υπό την προϋπόθεση ότι έχουν ως καταστατικό σκοπό τους την προστασία του περιβάλλοντος. Ειδικά δε για τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ), το σχετικό έννομο συμφέρον θεμελιώνεται στην παρεχόμενη από το Σύνταγμα αρμοδιότητα μέριμνας για τις τοπικές υποθέσεις (άρθ. 102 Συντ., βλ. σχετ. ΣτΕ Ολ 2537/1996, 2239/1999, ΣτΕ 2586/1992 Αρμ 1993,484), αλλά και στις διατάξεις του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων (άρθ. 75 Ιβ΄ Ν 3463/2006), στις οποίες καθορίζεται ότι στις αρμοδιότητές τους εντάσσεται η προστασία και αναβάθμιση του φυσικού, αρχιτεκτονικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος, στο πλαίσιο των εθνικών και ευρωπαϊκών πολιτικών καθώς και, μεταξύ άλλων, η προστασία και διαχείριση των υδάτινων πόρων και η καταπολέμηση της ρύπανσης στην περιφέρειά τους.

Στην προκειμένη περίπτωση ο ενάγων Δήμος ισχυρίζεται, με την κρινομένη από 5.3.2012 αγωγή του, ότι υπό την ιδιότητά του ως Οργανισμός Τοπικής Αυτοδιοίκησης β΄ βαθμού, τυγχάνει αρμόδιος σύμφωνα με τον Ν 3463/2006 (Κώδικας Δήμων και Κοινοτήτων) για την προστασία του περιβάλλοντος της περιφερείας του. Ότι στις 6.4.2007 προκλήθηκε στην περιοχή Παλαιά Ορυχεία του κόλπου της Καλντέρας στη Σαντορίνη και υπό τις συνθήκες που περιγράφονται στο αγωγικό δικόγραφο, η βύθιση του υπό ελληνική σημαία επιβατηγού κρουαζιερόπλοιου (Ε/Γ-Κ/Ζ) «SEA DIAMOND» (αριθμός νηολογίου Πειραιά …), πλοιοκτησίας της πρώτης εναγομένης, του οποίου την τεχνική διαχείριση ασκούσε η δεύτερη εναγομένη και την οικονομική διαχείριση, άλλως τον εφοπλισμό, ασκούσε η τρίτη εναγόμενη και το οποίο ήταν ασφαλισμένο για την κάλυψη των ζημιών προς τρίτους και των κινδύνων από θαλάσσια ρύπανση στον τέταρτο εναγόμενο αλληλασφαλιστικό οργανισμό. Ότι η ολική βύθιση του ανωτέρω πλοίου, το οποίο δεν έχει εισέτι ανελκυσθεί, είχε ως αποτέλεσμα να δημιουργηθεί στο σημείο του ναυαγίου, αλλά και στην ευρύτερη περιοχή του κόλπου της Καλντέρας, η οποία υπάγεται στην αρμοδιότητα του ενάγοντος, σοβαρή εστία περιβαλλοντικής μόλυνσης και (παρούσας αλλά και μελλοντικής) υποβάθμισης του περιβαλλοντολογικού ορίζοντα, εν όψει της συνεχιζόμενης έκλυσης ποσοτήτων πετρελαιοειδών από το κουφάρι του πλοίου, αλλά και της σταδιακής διάβρωσης του σκελετού αυτού, η οποία οδηγεί σε περαιτέρω περιβαλλοντική ρύπανση εξ αιτίας των βαρέων μετάλλων και των λοιπών ρυπογόνων υλικών του που σταδιακά εκλύονται στο υδάτινο περιβάλλον. Ότι η ως άνω προκληθείσα περιβαλλοντική ζημία οφείλεται σε υπαίτιες και παράνομες πράξεις και παραλείψεις, όπως αυτές διαλαμβάνονται στο αγωγικό δικόγραφο και σχετίζονται με αυτή καθ΄ αυτή, τη βύθιση του πλοίου, αλλά και με τους χειρισμούς για τον έλεγχο και την αποτροπή της περιβαλλοντικής μόλυνσης, τόσο των προαναφερθεισών εναγομένων εταιριών όσο και των προστηθέντων από αυτές προσώπων. Εν όψει δε της προκληθείσας περιβαλλοντικής επιβάρυνσης που δημιουργήθηκε με τη βύθιση του ανωτέρω πλοίου και της συνακόλουθης προσβολής της φήμης της νήσου Σαντορίνης σε παγκόσμιο επίπεδο, του κινδύνου μελλοντικής επαύξησης της ρύπανσης, της ανάγκης προστασίας της περιοχής της Καλντέρας ως περιοχής με ιδιαίτερο φυσικό κάλλος, αλλά και της άρνησης των εναγομένων να προβούν στην ανέλκυση του ναυαγίου, σύμφωνα με τις προβλεπόμενες από τον Ν 2881/2001 διαδικασίες, καίτοι οχλήθηκαν σχετικώς προς τούτο, ο ενάγων Δήμος ζητεί να αρθεί η σχετική προσβολή της φήμης του, αλλά και του περιβαλλοντικού αγαθού, διά της ανελκύσεως, από τις εναγόμενες και με δικές τους δαπάνες, του ναυαγίου του επιβατηγού κρουαζιερόπλοιου (Ε/Γ-Κ/Ζ) «Sea Diamond» και σε περίπτωση αρνήσεως των τελευταίων να προβούν στην ανωτέρω πράξη, να επιτραπεί στον ίδιο τον ενάγοντα να προβεί στην ανέλκυση του πλοίου με δαπάνες των εναγομένων, στις οποίες ζητεί να καταδικασθούν και οι οποίες ανέρχονται (συμπεριλαμβανομένων των σχετικών μελετών για την ανέλκυση και απομάκρυνση του ναυαγίου) στο ποσό των 80.000.000 ευρώ. Άλλως και σε επικουρική βάση, ο