09 Nov ΣτΕ Ολ 3374/2015 Δικηγόροι
ΣτΕ.Ολ 3374/2015
Δικηγόροι Ν.Π.Ι.Δ. ευρύτερου δημοσίου τομέα – Δικηγόροι Α.Ε. «Εγνατία Οδός» – Επιχειρήσεις κοινής ωφελείας – Ελάχιστα όρια αμοιβής δικηγόρων – Εξομοίωση με δικηγόρους Δημοσίου, Ο.Τ.Α. και λοιπών Ν.Π.Δ.Δ. -.
Κρίθηκε ότι η εξουσιοδοτική διάταξη του άρθ. πρώτου παρ. Γ, υποπαρ. Γ.1 περ. 12 του ν. 4093/2012, εν όψει της γενικότητας της διατυπώσεώς της και του εκτεθέντος σκοπού του νόμου, ήτοι του εξορθολογισμού του βαθμολογικού και μισθολογικού καθεστώτος όλων των απασχολουμένων στον στενότερο και ευρύτερο δημόσιο τομέα δια της καθιερώσεως κοινών κανόνων βαθμολογικής και μισθολογικής εξελίξεως αυτών προς αντιμετώπιση της σοβαρής δημοσιονομικής κρίσεως, αφορά το πάσης φύσεως και με οποιαδήποτε σχέση συνδεόμενο με τα εν λόγω ν.π. προσωπικό, συμπεριλαμβανομένων των δικηγόρων με έμμισθη εντολή, όπως οι αιτούντες. Κατά τούτο δε η εξουσιοδοτική αυτή διάταξη είναι ειδική εν σχέσει προς τις διατάξεις του Δικηγορικού Κώδικα που αφορούν την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος εν γένει και το καθεστώς των δικηγόρων με έμμισθη εντολή. Επομένως, εγκύρως εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση κατʼ επίκληση της ανωτέρω εξουσιοδοτικής διατάξεως και της διατάξεως του άρθρου 22 παρ. 1 του ν. 4024/2011, οι οποίες εξ άλλου δεν αντίκεινται σε καμία διάταξη υπερνομοθετικής ισχύος (βλ. ΣτΕ Ολ 3372/2015). Περαιτέρω κρίθηκε ότι από τις διατάξεις του ν. 2229/1994 προκύπτει ότι οι εταιρείες που ιδρύονται κατʼ εξουσιοδότηση του άρθ. 5 παρ. 6 του νόμου αυτού αποτελούν επιχειρήσεις κοινής ωφελείας που λειτουργούν χάριν του δημοσίου συμφέροντος και οι μετοχές τους ανήκουν εξ ολοκλήρου στο Ελληνικό Δημόσιο. Εν όψει του επιδιωκόμενου σκοπού και του γεγονότος ότι οι μετοχές τους ανήκουν εξ ολοκλήρου στο Ελληνικό Δημόσιο, οι δημόσιες αυτές επιχειρήσεις, όπως εν προκειμένω η εταιρεία «Εγνατία οδός Α.Ε.», εμπίπτουν στο Κεφάλαιο Α΄ του ν. 3429/2005, επί δε του προσωπικού τους έχει εφαρμογή το άρθρο πρώτο παρ. Γ, υποπαρ. Γ.1 περίπτ. 12 του ν. 4093/2012.
Αριθμός 3374/2015
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 7 Νοεμβρίου 2014, με την εξής σύνθεση: Σωτ. Ρίζος, Πρόεδρος, Ν. Ρόζος, Αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, Δ. Μαρινάκης, Μ. Καραμανώφ, Δ. Αλεξανδρής, Π. Ευστρατίου, Ι. Γράβαρης, Π. Καρλή, Αντ. Ντέμσιας, Ηρ. Τσακόπουλος, Μ. Σταματελάτου, Β. Αραβαντινός, Α. Καλογεροπούλου, Β. Ραφτοπούλου, Θ. Αραβάνης, Δ. Μακρής, Β. Αναγνωστοπούλου – Σαρρή, Ηλ. Μάζος, Θ. Τζοβαρίδου, Σύμβουλοι, Μ. Σταματοπούλου, Ο. Νικολαράκου, Δ. Βανδώρος, Πάρεδροι. Από τους ανωτέρω οι Σύμβουλοι Ι. Γράβαρης και Β. Αναγνωστοπούλου – Σαρρή καθώς και η Πάρεδρος Μ. Σταματοπούλου μετέχουν ως αναπληρωματικά μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 26 παρ. 2 του ν. 3719/2008. Γραμματέας η Μ. Παπασαράντη.
Για να δικάσει την από 12 Μαρτίου 2013 αίτηση:
των: 1) … και 4) …, οι οποίοι παρέστησαν με τη δικηγόρο Αγγελική Καλλία-Αντωνίου (Α.Μ. 8589 Δ.Σ. Θεσσαλονίκης), που τη διόρισαν με πληρεξούσια,
κατά των Υπουργών: α) Οικονομικών, β) Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και γ) Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, οι οποίοι παρέστησαν με την Ευφροσύνη Μπερνικόλα, Νομική Σύμβουλο του Κράτους.
Η πιο πάνω αίτηση εισάγεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της από 21 Μαΐου 2014 πράξης του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, λόγω της σπουδαιότητάς της, σύμφωνα με τα άρθρα 14 παρ. 2 εδάφ. α, 20 και 21 του Π.Δ. 18/1989.
Με την αίτηση αυτή οι αιτούντες επιδιώκουν να ακυρωθεί η υπ’ αριθμ. οικ.2/844/022/4.1.2013 κοινή απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών και των Υπουργών Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Β΄ 43/15.1.2013).
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Συμβούλου Θ. Αραβάνη.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την πληρεξούσια των αιτούντων, η οποία ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και την αντιπρόσωπο των Υπουργών, η οποία ζήτησε την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο
1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης αιτήσεως καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (3417310, 914272/2013 γραμμάτια παραβόλου).
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή, η οποία εισήχθη προς συζήτηση ενώπιον της Ολομέλειας με την από 21.5.2014 πράξη του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας λόγω σπουδαιότητας, ζητείται η ακύρωση της κοινής αποφάσεως οικ.2/844/0022/4.1.2013 του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών και των Υπουργών Διοικητικής Μεταρρύθμισης & Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας & Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων με τίτλο «Καθορισμός αποδοχών δικηγόρων που παρέχουν υπηρεσίες με σχέση πάγιας και περιοδικής έμμισθης εντολής στους φορείς της περ. 12 της υποπαραγράφου Γ1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του Ν. 4093/2012 (ΦΕΚ Α΄ 222)» (Β΄ 43/15.1.2013). Με την απόφαση αυτή επεκτάθηκε στους δικηγόρους, οι οποίοι παρέχουν υπηρεσίες με σχέση έμμισθης εντολής στα ν.π.ι.δ. που ανήκουν στο Κράτος, Ν.Π.Δ.Δ., Ο.Τ.Α. κλπ ή σε επιχειρήσεις που χρηματοδοτούνται κατά 50% τουλάχιστον από τους φορείς αυτούς, το μισθολογικό καθεστώς των παρεχόντων υπηρεσίες με σχέση έμμισθης εντολής δικηγόρων στο Δημόσιο, τα Ν.Π.Δ.Δ. και τους Ο.Τ.Α., το οποίο καθορίσθηκε με την κ.υ.α 2/17132/0022/28.2.2012 (Β΄ 498).
3. Επειδή, η προσβαλλόμενη κ.υ.α. εκδόθηκε κατ’ επίκληση των διατάξεων των περ. 9 και 12 της υποπαραγράφου Γ1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του Ν. 4093/2012 (Α΄ 222) [Μεσοπρόθεσμο] και του άρθρου 22 παρ. 1 του Ν. 4024/2011 (Α΄ 226) [Ενιαίο Μισθολόγιο – βαθμολόγιο], αποβλέπει δε, κατά τα κατωτέρω εκτιθέμενα, στον εξορθολογισμό του μισθολογικού καθεστώτος και την ενιαία αντιμετώπιση των δικηγόρων που υπηρετούν με σχέση έμμισθης εντολής στον δημόσιο τομέα εν γένει, στα πλαίσια ευρύτερου προγράμματος αντιμετωπίσεως της σοβούσας δημοσιονομικής κρίσεως. Συνεπώς η προσβαλλομένη, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι ρυθμίζει σχέσεις ιδιωτικού δικαίου, πάντως, αποτελεί μονομερή πράξη της Διοικήσεως, παράγουσα έννομα αποτελέσματα, η οποία έχει εκδοθεί κατ’ ενάσκηση δημόσιας εξουσίας και αποβλέπει αμέσως στην επίτευξη δημοσίου σκοπού. Με τα δεδομένα αυτά, η αμφισβήτηση της νομιμότητας της προσβαλλόμενης κανονιστικής πράξεως γεννά ακυρωτική διαφορά, για την εκδίκαση της οποίας αρμόδιο είναι το Συμβούλιο της Επικρατείας (βλ. ΣΕ 3404-3406/2014, 2026/2013, 3776/2012, 3032/2008 Ολομ.).
4. Επειδή, οι αιτούντες φέρονται ως δικηγόροι που απασχολούνται με σχέση έμμισθης εντολής στην ανώνυμη εταιρεία «ΕΓΝΑΤΙΑ ΟΔΟΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ», η οποία εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της προσβαλλομένης, και προβάλλουν ότι η εφαρμογή της τελευταίας συνεπάγεται ουσιώδη μείωση των αποδοχών τους. Εν όψει τούτου οι αιτούντες έχουν έννομο συμφέρον για την άσκηση της αιτήσεως, παραδεκτώς δε ομοδικούν διότι προβάλλουν κοινούς λόγους ακυρώσεως που ερείδονται στην αυτή πραγματική και νομική αιτία (πρβλ. ΣΕ 3405-3406/2014, 2527/2013 Ολομ.). Εξ άλλου η αίτηση ασκείται εμπροθέσμως την 52η ημέρα από την επομένη της πραγματικής κυκλοφορίας του ΦΕΚ δημοσιεύσεως της προσβαλλομένης (21.1.2013).
5. Επειδή, το μισθολογικό καθεστώς των απασχολουμένων με έμμισθη εντολή δικηγόρων σε ιδιωτικούς και δημόσιους φορείς είχε μέχρι την έκδοση της προσβαλλόμενης αποφάσεως ως εξής: Ο Κώδικας περί Δικηγόρων (ν.δ. 3026/1954) όριζε μεταξύ άλλων ότι: «Άρθρον 1: Ο Δικηγόρος είναι άμισθος Δημόσιος υπάλληλος…, Άρθρον 38: Ο Δικηγόρος είναι άμισθος Δημόσιος Λειτουργός… Άρθρον 62: 1. Αποβάλλει αυτοδικαίως την ιδιότητα του Δικηγόρου ο διατελών εις πάσαν έμμισθον υπηρεσίαν Δημοσίαν (Πολιτικήν ή Στρατιωτικήν), Δημοτικήν ή Κοινοτικήν ή Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου… 2. …, Άρθρον 63: 1. … 2. … 3. Είναι ασυμβίβαστος προς το Δικηγορικόν Λειτούργημα πάσα έμμισθος υπηρεσία παρά φυσικώ ή νομικώ προσώπω. … 4. Κατ’ εξαίρεσιν επιτρέπεται εις τον Δικηγόρον α) η επί παγία ετησία ή μηνιαία αμοιβή παροχή καθαρώς νομικών εργασιών είτε ως Δικαστικού ή Νομικού Συμβούλου είτε ως Δικηγόρου…, Άρθρο 63Α [προστεθέν με το άρθρο 1 του ν. 1093/1980 (Α΄ 270)]: 1. Απαγορεύεται στο δικηγόρο να παρέχει νομικές ή δικηγορικές υπηρεσίες με πάγια περιοδική αμοιβή σε περισσότερους από έναν εντολείς, είτε αυτοί ανήκουν στο δημόσιο τομέα, όπως καθορίζεται στο άρθρο 1 παρ. 6 του Ν. 1256/1982 (ΦΕΚ 65/Α΄), είτε ανήκουν στον ιδιωτικό τομέα. Επίσης απαγορεύεται στο δικηγόρο στον οποίο ανατίθενται αποκλειστικά ή συστηματικά υποθέσεις από εντολέα του δημοσίου τομέα ή που λαμβάνει πάγια περιοδική αμοιβή απ’ αυτόν να αναλαμβάνει υποθέσεις και από άλλο εντολέα του τομέα αυτού…, Άρθρο 92: 1. … 2. Εν περιπτώσει συμφωνίας όπως ο Δικηγόρος διά τας παρεχομένας υπηρεσίας αμείβεται μόνον διά παγίας περιοδικής αμοιβής (άρθρ. 63 παρ. 4 εδαφ. α΄), το ελάχιστον όριον αυτής καθορίζεται εκάστοτε δι’ αποφάσεως του υπουργού της Δικαιοσύνης δημοσιευομένης εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, μετά σύμφωνον γνώμην του Διοικητικού Συμβουλίου του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου αναλόγως α) της κατηγορίας εις ην ανήκει ο δεχόμενος τας υπηρεσίας του Δικηγόρου, β) του δικαστηρίου παρ’ ω ασκεί ο Δικηγόρος το λειτούργημα αυτού και γ) του χρόνου της δικηγορικής εν συνόλω υπηρεσίας και του χρόνου της παροχής των νομικών υπηρεσιών εις το φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον. …». Βάσει της τελευταίας διατάξεως εκδόθηκε η 128494/16.11.1954 απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης (Β΄ 243), η οποία κυρώθηκε τροποποιηθείσα με το άρθρο 2 παρ. 3 του ν. 3149/1955 (Α΄ 52) και με την οποία καθορίσθηκαν τα ελάχιστα όρια αμοιβής των δικηγόρων που παρείχαν τις υπηρεσίες τους με πάγια περιοδική αμοιβή, τόσο σε δημόσιους όσο και σε ιδιωτικούς φορείς, στην περιφέρεια του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, ανάλογα με την κατηγορία στην οποία ανήκε το πρόσωπο στο οποίο παρείχαν τις υπηρεσίες τους (Κατηγορίες Α΄: Πάσης φύσεως εταιρείες και εμπορικές εν γένει επιχειρήσεις, Β΄: Δήμοι, Κοινότητες, Δημοσυντήρητα Ιδρύματα, Γ΄…, Ζ΄) και ανάλογα με το βαθμό του παρέχοντος τις υπηρεσίες δικηγόρου (παρά Πρωτοδίκαις, παρ’ Εφέταις ή παρ’ Αρείω Πάγω). Μετά την έκδοση της ανωτέρω αποφάσεως εκδόθηκε, βάσει της αυτής εξουσιοδοτικής διατάξεως σε συνδυασμό με το άρθρο 1 του ν. 3149/1955, μεταξύ των ετών 1959 και 1973, σειρά όμοιων αποφάσεων, με τις οποίες χορηγήθηκαν ποσοστιαίες αυξήσεις και προσαυξήσεις των ελάχιστων ορίων αμοιβών των δικηγόρων με πάγια αντιμισθία στην περιφέρεια διαφόρων Δικηγορικών Συλλόγων της χώρας. Στη συνέχεια, με την 128599/4.12.1973 απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης (Β΄ 1427), η οποία κυρώθηκε με το άρθρο 2 παρ. 1 του ν. 179/1975 (Α΄ 204), καθορίσθηκε ειδικότερα ο τρόπος υπολογισμού των ελάχιστων ορίων αμοιβών των ανωτέρω δικηγόρων. Ακολούθως, με το άρθρο 2 του ν. 1093/1980 (Α΄ 270), προστέθηκε στον Κώδικα περί Δικηγόρων νέο άρθρο 92Α, με το οποίο το κατώτατο όριο αμοιβής των έμμισθων δικηγόρων συνδέθηκε, το πρώτον, με τον βασικό μισθό των δημοσίων υπαλλήλων. Ειδικότερα, το άρθρο αυτό, όπως ίσχυε πριν τον ν. 4093/2012, όρισε τα εξής: «1. Σε περίπτωση που έχει συμφωνηθεί να αμείβεται ο δικηγόρος για τις παρεχόμενες από αυτόν υπηρεσίες μόνο με πάγια περιοδική αμοιβή, τα κατώτατα όρια αυτής καθορίζονται κατά μήνα ως ακολούθως: α) Διά δικηγόρον παρά Πρωτοδίκαις, ο εκάστοτε βασικός μισθός δημοσίου διοικητικού υπαλλήλου επί 7ω βαθμώ. β) Διά δικηγόρον παρ’ Εφέταις ο εκάστοτε βασικός μισθός δημοσίου διοικητικού υπαλλήλου επί 5ω βαθμώ. γ) Διά δικηγόρον παρ’ Αρείω Πάγω ο εκάστοτε βασικός μισθός δημοσίου διοικητικού υπαλλήλου επί 3ω βαθμώ», προβλέφθηκε δε, περαιτέρω, ότι τα όρια αυτά προσαυξάνονται «διά των εις τους τακτικούς δημοσίους υπαλλήλους καταβαλλομένων επιδομάτων κατά τας οικείας περί τούτων διατάξεις» (παρ. 2). Βάσει της ως άνω εξουσιοδοτικής διατάξεως εκδόθηκαν μέχρι το έτος 1984 πλείονες υπουργικές αποφάσεις περί χορηγήσεως ποσοστιαίων αυξήσεων και προσαυξήσεων των ελάχιστων ορίων αμοιβών ή περί τροποποιήσεως των κατηγοριών προσώπων στα οποία οι δικηγόροι των δικηγορικών συλλόγων του κράτους παρείχαν υπηρεσίες με έμμισθη εντολή [βλ. απόφαση Υπ. Δικαιοσύνης 43960/8-24.6.1982 (Β΄ 424), όπως τροποποιήθηκε με την 68385/7.8-3.9.1984 όμοια (Β΄ 604) κ.ά.]. Μετά ταύτα δημοσιεύθηκε ο ν. 1505/1984 «Αναδιάρθρωση μισθολογίου προσωπικού της Δημόσιας Διοίκησης και άλλες διατάξεις» (Α΄ 194), στο άρθρο 26 παρ. 2 του οποίου ορίσθηκε ότι: «Με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης, Οικονομικών και του κατά περίπτωση αρμόδιου οι διατάξεις του νόμου αυτού μπορεί να επεκτείνονται εν όλω ή εν μέρει και σε προσωπικό του Δημοσίου ή Ν.Π.Δ.Δ. ή Ο.Τ.Α. που δεν υπάγεται στις διατάξεις του και έχει βαθμολογική ή μισθολογική αντιστοιχία με μόνιμους υπαλλήλους του Δημοσίου ή Ν.Π.Δ.Δ. ή Ο.Τ.Α. που υπάγονται στο νόμο αυτόν, καθώς και σε διαβαθμισμένους κληρικούς». Κατ’ επίκληση της εξουσιοδοτικής αυτής διατάξεως και του άρθρου 2 του ν. 1093/1980 (92Α του Κώδικα Δικηγόρων) εκδόθηκε η κοινή απόφαση 85724/8615/27.8-5.9.1986 των Υπουργών προεδρίας, Δικαιοσύνης και Οικονομικών «Κατάταξη Δικηγόρων σε Μ.Κ. σύμφωνα με το ν. 1505/84» (Β΄ 565), με την οποία ορίσθηκε οι δικηγόροι, των οποίων τα κατώτατα όρια της αμοιβής καθορίζονται κατά το άρθρο 2 παράγρ. 1 του ν. 1093/1980 (=άρθ. 92Α του Κώδικα Δικηγόρων), διέπονται από τον ν. 1505/1984 και κατατάσσονται σε μισθολογικά κλιμάκια, χωρίς περαιτέρω εξέλιξη, ως ακολούθως: «α) οι Δικηγόροι παρά πρωτοδίκαις στο 16ο μισθολογικό κλιμάκιο, β) οι Δικηγόροι παρ’ εφέταις στο 10ο μισθολογικό κλιμάκιο, γ) οι Δικηγόροι παρ’ Αρείω Πάγω στο 3ο μισθολογικό κλιμάκιο». Τα κατώτατα αυτά όρια αμοιβής τροποποιήθηκαν εκ νέου με αντιστοίχιση στα 15ο, 8ο και 1ο μ.κ., αντιστοίχως, με το άρθρο 12 του ν. 1816/1988 (Α΄ 251), με το οποίο αντικαταστάθηκε το άρθρο 2 του ν. 1093/1980 (=άρθ. 92Α του Κώδικα Δικηγόρων). Η εξουσιοδότηση του ν. 1505/1984 επαναλήφθηκε στο άρθρο 24 του ν. 2470/1997 «Αναμόρφωση μισθολογίου προσωπικού της Δημόσιας Διοίκησης και άλλες διατάξεις» (Α΄ 40), με την προσθήκη, ρητώς, της δυνατότητας επεκτάσεως των διατάξεων του νόμου αυτού και σε «δικηγόρους με σχέση έμμισθης εντολής». Κατ’ επίκληση της διατάξεως αυτής και του άρθρου 2 του ν. 1093/1980, όπως αντικαταστάθηκε, εκδόθηκε η κ.υ.α. 2022210/2776/002/3.4.1997 «Κατάταξη δικηγόρων με έμμισθη εντολή σε μισθολογικά κλιμάκια» (Β΄ 277, αναδημ. Β΄ 319), με την οποία επαναλήφθηκαν τα ως άνω κατώτατα όρια αμοιβής των δικηγόρων με έμμισθη εντολή εν γένει. Όμοια εξουσιοδότηση περιελήφθη και στη διάταξη του άρθρου 21 εδ. α΄ του ν. 3205/2003 «Μισθολογικές ρυθμίσεις λειτουργών και υπαλλήλων του Δημοσίου, Ν.Π.Δ.Δ. και Ο.Τ.Α. … κ.λπ.» (Α΄ 297), κατ’ επίκληση της οποίας, εν συνδυασμώ προς το άρθρο 2 του ν. 1093/1980, εκδόθηκε η κ.υ.α. 2/8250/0022/10.2.2004 «Καθορισμός τακτικών αποδοχών δικηγόρων που παρέχουν υπηρεσίες με σχέση πάγιας και περιοδικής έμμισθης εντολής στο Δημόσιο, τους Ο.Τ.Α. και τα Ν.Π.Δ.Δ.» (Β΄ 355), με την οποία επαναλήφθηκαν οι ρυθμίσεις της κ.υ.α. του 1997, με τη διαφορά ότι η αναφορά στο μισθολόγιο του 1997 αντικαταστάθηκε με αναφορά στο μισθολόγιο του 2003, μόνο όμως για τους δικηγόρους «που παρέχουν υπηρεσίες με σχέση πάγιας περιοδικής έμμισθης εντολής στο Δημόσιο, στους Ο.Τ.Α. και στα Ν.Π.Δ.Δ.» (παρ. 1).
6. Επειδή, η επελθούσα από το 2009 οικονομική κρίση στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ενώσεως προεκάλεσε έκτακτες ρυθμίσεις και δράσεις των θεσμικών οργάνων αυτής και αντίστοιχες νομικές ρυθμίσεις στις πληττόμενες χώρες. Έτσι, στην Ελλάδα, κατ’ αρχάς, επιβλήθηκαν με τους νόμους 3758/2009 (Α΄ 68) και 3808/2009 (Α΄ 227), έκτακτες οικονομικές εισφορές στα εισοδήματα φυσικών και νομικών προσώπων καθώς και στη μεγάλη ακίνητη περιουσία φυσικών προσώπων. Στις 14.1.2010 εξάλλου, η Ελληνική Κυβέρνηση παρουσίασε το επικαιροποιημένο πρόγραμμα σταθερότητας και ανάπτυξης 2010-2013, σύμφωνα με το οποίο η ανάγκη άμεσης αντιμετώπισης του προβλήματος δανειακής ρευστότητας της χώρας επέβαλε την ταχεία προώθηση μέτρων δημοσιονομικής προσαρμογής, μέσω των οποίων θα μπορούσε να επιτευχθεί περιστολή των δημοσίων δαπανών, με τη μείωση, μεταξύ άλλων, της δαπάνης της γενικής κυβέρνησης για επιδόματα κατά 10% και τον περιορισμό των προσλήψεων υπαλλήλων στο δημόσιο τομέα. Στις 16.2.2010 το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξέδωσε την 2010/182/ΕΕ (ΕΕ L 83) απόφασή του, με την οποία απηύθυνε, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 126 παρ. 9, σε συνδυασμό με το άρθρο 136, της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Σ.Λ.Ε.Ε.), ειδοποίηση προς την Ελλάδα για τη λήψη μέτρων για τη μείωση του ελλείμματος, μεταξύ των οποίων περιελαμβάνετο και η μείωση του μισθολογικού κόστους του Δημοσίου. Στη συνέχεια, λόγω επιδεινώσεως της καταστάσεως ελήφθησαν μέτρα με τον ν. 3833/2010 (Α΄ 40), μεταξύ των οποίων αναδρομική μείωση αποδοχών των εργαζομένων στον στενό ή ευρύτερο δημόσιο τομέα. Ειδικότερα, μειώθηκαν κατά 12% τα πάσης φύσεως επιδόματα, και κατά 30% τα επιδόματα εορτών και αδείας, ενώ θεσπίσθηκε όριο στις συνολικές αποδοχές των εργαζομένων του δημόσιου τομέα (άρθρα 1 και 2). Στις 3.5.2010 εξάλλου, υπεγράφη μεταξύ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Ελληνικής Δημοκρατίας «Μνημόνιο Συνεννόησης» στο οποίο περιελήφθησαν, μεταξύ άλλων, τα δημοσιονομικά, χρηματοπιστωτικά και διαρθρωτικά μέτρα του τριετούς προγράμματος που είχε καταρτισθεί από τις ελληνικές αρχές. Όπως ειδικότερα προβλέπεται σ’ αυτό, πριν από την καταβολή των δόσεων του δανείου προς την Ελλάδα συντάσσεται έκθεση συμμόρφωσης σχετικά με την εκπλήρωση των οριζομένων προϋποθέσεων, μεταξύ δε των προβλεπομένων μέτρων περιλαμβάνεται η μείωση του μισθολογίου. Το μνημόνιο αυτό προσαρτήθηκε ως παράρτημα στο ν. 3845/2010 (Α΄ 65), με τον οποίο επήλθε περαιτέρω μείωση των επιδομάτων κατά 8%. Επακολούθησε ο ν. 3871/2010 (Α΄ 141) με τον οποίο επεβλήθη η ψήφιση κατ’ έτος, «Μεσοπροθέσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στήριξης», το οποίο εγκρίθηκε για την περίοδο 2012-2015, με το ν. 3985/2011 (Α΄ 151). Με τις προβλέψεις του ως άνω “πλαισίου”, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση του σχετικού νόμου, επιδιώκεται, όχι μόνον η μείωση των δαπανών του κράτους αλλά η υλοποίηση μονίμων διαρθρωτικών παρεμβάσεων, όπως ο εξορθολογισμός της μισθοδοτικής δαπάνης του Δημοσίου. Κατόπιν αυτών, δημοσιεύθηκε ο ν. 4024/2011 «Συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις, ενιαίο μισθολόγιο-βαθμολόγιο, εργασιακή εφεδρεία και άλλες διατάξεις εφαρμογής του μεσοπροθέσμου πλαισίου δημοσιονομικής στρατηγικής 2012-2015» (Α΄ 226). Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση που τον συνοδεύει, βασική του επιδίωξη είναι η καθιέρωση νέου Ενιαίου Mισθολογίου – Βαθμολογίου, ενόψει των ιδιαιτέρων δημοσιονομικών συνθηκών της χώρας. Το νέο μισθολόγιο, πέραν της εξοικονόμησης πόρων, στοχεύει στον εξορθολογισμό της υφισταμένης κατάστασης αναφορικά με τις οικονομικές απολαβές των υπαλλήλων, προκειμένου να επιτευχθεί η δημιουργία ενός ανταγωνιστικού περιβάλλοντος που θα συνδυάζει την εργασιακή ασφάλεια με την αποτελεσματικότητα της διοικητικής δράσης. Το προηγούμενο σύστημα αμοιβών, σύμφωνα με την εν λόγω έκθεση, δεν συνδεόταν με ένα αποτελεσματικό σύστημα αξιολόγησης και ανταμοιβής των υπαλλήλων, ενώ σημαντική παράμετρο αυτού αποτελούσαν τα διάφορα επιδόματα, τα οποία όμως δεν είχαν θεσμοθετηθεί κεντρικά ούτε σχετίζονταν με τα παραγόμενα αποτελέσματα. Στην παρ. 1 του άρθρου 4 ορίζεται ότι στις διατάξεις του Κεφαλαίου Β υπάγονται οι μόνιμοι και δόκιμοι πολιτικοί υπάλληλοι και οι υπάλληλοι με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου (ΙΔΑΧ), μεταξύ άλλων, του Δημοσίου (περίπτ. α), των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) πρώτου και δεύτερου βαθμού (περίπτ. β) και των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.) (περίπτ. γ), καθώς επίσης και ορισμένες άλλες κατηγορίες υπαλλήλων και λειτουργών (υπό α έως ζ), κατά δε την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, υπάλληλοι και λειτουργοί που δεν εμπίπτουν ευθέως στις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου, εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του συγκεκριμένου. Με τα άρθρα 6 και 7 του ν. 4024/2011 καταργείται η αυτόματη βαθμολογική εξέλιξη των υπαλλήλων σε ενιαίες οργανικές θέσεις όλων των βαθμών, με μόνο ουσιαστικό κριτήριο την συμπλήρωση συγκεκριμένου χρόνου υπηρεσίας και καθιερώνεται σύστημα βαθμολογικής προαγωγής κατόπιν αξιολογήσεως. Με το άρθρο 12 του ίδιου νόμου προβλέπεται εξάλλου, ότι ο υπάλληλος λαμβάνει το βασικό μισθό που αντιστοιχεί στο βαθμό του, και ότι, σε περίπτωση δυσμενούς εκθέσεως αξιολόγησης για δύο συνεχή έτη, δεν εξελίσσεται μισθολογικά. Συναφώς, με το άρθρο 13 ορίζεται ως βάση για τον υπολογισμό του αντιστοιχούντος σε κάθε βαθμό, εισαγωγικού μισθού ο εισαγωγικός μηνιαίος βασικός μισθός του κατώτερου βαθμού της κατηγορίας ΥΕ, που καθορίζεται σε 780 ευρώ, ενώ οι αντίστοιχοι μισθοί των λοιπών κατηγοριών, καθορίζονται για την κατηγορία ΔΕ σε 858 €, για την ΤΕ σε 1037 € και για την ΠΕ, στην οποία εξ ορισμού εμπίπτουν οι δικηγόροι ως κάτοχοι πτυχίου Νομικής Σχολής, σε 1092 €. Στο άρθρο 14 προβλέπεται, περαιτέρω, ότι οι μηνιαίες αποδοχές του υπαλλήλου αποτελούνται, πέραν του βασικού μισθού, από τα επιδόματα και τις λοιπές παροχές που προβλέπονται ειδικά στο νόμο και χορηγούνται εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις καταβολής τους. Περαιτέρω, με τις διατάξεις των άρθρων 15 έως 20 καθορίστηκαν τα επιδόματα και οι προϋποθέσεις χορήγησής τους, μεταξύ των οποίων στο άρθρο 16 τα επιδόματα εορτών και αδείας [τα οποία καταργήθηκαν από 1.1.2013 με το άρθρο πρώτο του ν. 4093/2012 (Α’ 222/12.11.2012)], στο άρθρο 17 η οικογενειακή παροχή, στο άρθρο 18 το επίδομα θέσης ευθύνης και στο άρθρο 20 η πρόσθετη αμοιβή για υπερωριακή εργασία. Εξ άλλου, στην παράγραφο 1 του άρθρου 22, στο οποίο, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση του νόμου, προβλέπεται η επέκταση, εν όλω ή εν μέρει, με κοινή υπουργική απόφαση, των διατάξεων του νόμου αυτού και σε δικηγόρους με σχέση έμμισθης εντολής, ορίζεται, ειδικότερα, ότι: «Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων καθορίζονται οι αποδοχές για τους δικηγόρους με σχέση έμμισθης εντολής στους φορείς της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του παρόντος νόμου». Περαιτέρω, με τις διατάξεις του άρθρου 28 του ν. 4024/2011 επιδιώκεται η ομαλή μετάβαση στο νέο σύστημα βαθμολογικής εξέλιξης, ορίζεται δε ειδικότερα στην παράγρ. 1 ότι οι υπηρετούντες κατά την έναρξη ισχύος του υπάλληλοι κατατάσσονται αυτοδικαίως στους βαθμούς της κατηγορίας που υπηρετούν, με βάση το συνολικό χρόνο πραγματικής δημόσιας υπηρεσίας και το χρόνο προϋπηρεσίας στο δημόσιο ή τον ιδιωτικό τομέα που έχει αναγνωριστεί για τη βαθμολογική ή τη μισθολογική κατάταξη και εξέλιξη του υπαλλήλου. Τέλος, στη μεν παράγρ. 1 του άρθρου 29 (όπως αυτή τροποποιήθηκε με το άρθρο 32 παρ. 3 του ν. 4038/2012, Α’ 14) ορίζεται ότι οι υπάλληλοι που εντάσσονται στους νέους βαθμούς, κατά το προηγούμενο άρθρο, λαμβάνουν το βασικό μισθό του βαθμού αυτού, ενώ όσοι εξ αυτών έχουν πλεονάζοντα χρόνο στον ίδιο βαθμό εξελίσσονται στα Μ.Κ. του βαθμού αυτού, κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 12 του εν λόγω Κεφαλαίου. Στην δε παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου 29 (όπως τροποποιήθηκε από τότε που ίσχυσε με το άρθρο 3 παρ. 3 της ΠΝΠ 16/16.12.2011, Α’ 262/16.12.2011) ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι: Εάν από τις ρυθμίσεις των διατάξεων του εν λόγω Κεφαλαίου προκύπτει μείωση των συνολικών μηνιαίων αποδοχών, μεγαλύτερη κατά ποσοστό του 25% των αποδοχών που ελάμβαναν οι δικαιούχοι κατά τον τελευταίο μήνα πριν την έναρξη ισχύος του Κεφαλαίου αυτού, χωρίς στην ανωτέρω σύγκριση να λαμβάνεται υπόψη το ποσό που καταβάλλεται ως επίδομα θέσης ευθύνης, η συνολική μείωση κατανέμεται ως εξής: «α) 25% μείωση επί των αποδοχών που ελάμβαναν οι δικαιούχοι κατά τον τελευταίο μήνα πριν την έναρξη ισχύος των διατάξεων του παρόντος Κεφαλαίου με την έναρξη ισχύος των διατάξεων του παρόντος Κεφαλαίου, β) η υπερβάλλουσα μείωση ισόποσα σε χρονικό διάστημα δύο (2) ετών το οποίο αρχίζει ένα έτος μετά την έναρξη ισχύος των διατάξεων του παρόντος Κεφαλαίου». (Η εφαρμογή της τελευταίας αυτής περίπτ. β της παραγράφου 2 του άρθρου 29 ανεστάλη έως 31.12.2016, δυνάμει του άρθρου πρώτου παρ. 2 υποπαρ. Γ1 του ν. 4093/2012, με έναρξη ισχύος της αναστολής από 31.10.2012).
7. Επειδή, κατ’ επίκληση της εξουσιοδοτικής διατάξεως της παρ. 1 άρθρου 22 του ν. 4024/2011 εκδόθηκε η οικ.2/17132/0022/28.2.2012 κοινή απόφαση των Υπουργών Διοικητικής Μεταρρύθμισης & Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, Δικαιοσύνης, Διαφάνειας & Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών με τίτλο «Καθορισμός αποδοχών δικηγόρων που παρέχουν υπηρεσίες με σχέση πάγιας και περιοδικής έμμισθης εντολής στους φορείς της παρ. 1 του άρθρου 4 του ν. 4024/2011 (Α΄ 226)» (Β΄ 498), στην οποία ορίσθηκαν, μεταξύ άλλων, τα εξής: «1. Στους δικηγόρους που παρέχουν υπηρεσίες με σχέση πάγιας και περιοδικής έμμισθης εντολής στους φορείς της παρ. 1 του άρθρου 4 του ν. 4024/2011, καταβάλλεται βασικός μισθός ως εξής: α) Στους δικηγόρους στο Πρωτοδικείο, ο μισθός του 2ου μισθολογικού κλιμακίου του Ε΄ βαθμού, β) Στους δικηγόρους στο Εφετείο, ο μισθός του 2ου μισθολογικού κλιμακίου του Γ΄ βαθμού, και γ) Στους δικηγόρους στον Άρειο Πάγο, ο μισθός του Β΄ βαθμού. Επιπλέον, καταβάλλεται χρονοεπίδομα 2% επί του βασικού μισθού για κάθε δύο έτη δικηγορίας από την ημερομηνία εγγραφής τους στα Μητρώα του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου. 2. Στους ανωτέρω δικηγόρους χορηγούνται επιδόματα εορτών και αδείας καθώς και οικογενειακή παροχή, εφαρμοζομένων αναλογικά των διατάξεων των άρθρων 16 και 17 του ν. 4024/2011. 3. Δικηγόροι οι οποίοι ασκούν καθήκοντα προϊσταμένου νομικής υπηρεσίας, …, λαμβάνουν επίδομα θέσης ευθύνης σύμφωνα με το άρθρο 18 του ν. 4024/2011. 4. … 5. Η παρούσα απόφαση ισχύει από 1.11.2011…».
8. Επειδή, στη συνέχεια, με τον ν. 4046/2012 (Α΄ 28/14.2.2012) εγκρίθηκε το Σχέδιο του Μνημονίου Συνεννόησης (Memorandum of Understanding) [Μνημόνιο ΙΙ] μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Τράπεζας της Ελλάδος (άρθρο 1 παρ. 2) ως προϋπόθεση για την υπογραφή και τη θέση σε ισχύ των Συμβάσεων Χρηματοδοτικής Διευκόλυνσης μεταξύ του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (Ε.Τ.Χ.Σ), της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Τράπεζας της Ελλάδος, τα σχέδια των οποίων επίσης εγκρίθηκαν με τον ίδιο νόμο και προσαρτήθηκαν σ’ αυτόν ως Παράρτημα V (άρθρο 1 παρ. 1). Το εν λόγω Μνημόνιο αποτελείται από τα ακόλουθα μέρη: α) Μνημόνιο Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής (Memorandum of Economic and Financial Policies), β) Μνημόνιο Συνεννόησης στις Συγκεκριμένες Προϋποθέσεις Οικονομικής Πολιτικής (Memorandum of Understanding on Specific Εconomic Policy Conditionality) και γ) Τεχνικό Μνημόνιο Συνεννόησης (Technical Memorandum of Understanding). Στο πρώτο από τα ανωτέρω τρία επί μέρους Μνημόνια, δηλαδή στο Μνημόνιο Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής, το οποίο προσαρτάται στο ν. 4046/2012 ως Παράρτημα V_1 και στο οποίο περιγράφονται οι στόχοι, η στρατηγική και οι προοπτικές για την ελληνική οικονομία, μεταξύ άλλων, αναφέρονται τα εξής στο κεφάλαιο με τίτλο «Δημοσιονομική Πολιτική»: «… 7. Οι βασικές μεταρρυθμίσεις, συμπεριλαμβανομένων αυτών που έχουν καθοριστεί στη ΜΔΣ και στον προϋπολογισμό του 2012, περιλαμβάνουν: … Μεταρρύθμιση της αποζημίωσης των υπαλλήλων του δημόσιου τομέα. … 8. Δεδομένης της χαμηλής είσπραξης φόρων σε σύγκριση με τις άλλες Ευρωπαϊκές χώρες, η στρατηγική προσαρμογής μας βασίζεται στην εισαγωγή εκτενών μεταρρυθμίσεων στη φορολογική διοίκηση… 9. Έχουμε δεσμευθεί να πετύχουμε τον δημοσιονομικό μας στόχο και είμαστε έτοιμοι να λάβουμε διορθωτικά μέτρα στην περίπτωση υποαπόδοσης. Τα διορθωτικά μέτρα, εάν κριθούν αναγκαία, θα περιλαμβάνουν πρόσθετες στοχευμένες μειώσεις στο μισθολογικό κόστος του δημόσιου τομέα και στις κοινωνικές δαπάνες, …». Στο δεύτερο από τα ανωτέρω τρία Μνημόνια, δηλαδή στο Μνημόνιο Συνεννόησης στις Συγκεκριμένες Προϋποθέσεις Οικονομικής Πολιτικής, το οποίο προσαρτάται στο ν. 4046/2012 ως Παράρτημα V_2, αναφέρονται, μεταξύ άλλων, στο Κεφάλαιο 1 με τίτλο «Δημοσιονομική εξυγίανση» τα εξής: «… Πριν την εκταμίευση, η Κυβέρνηση προβαίνει επίσης στις ακόλουθες εκκρεμείς ενέργειες: … Υπουργικές αποφάσεις για την ολοκλήρωση της πλήρους εφαρμογής του νέου μισθολογίου σε όλα τα σχετικά νομικά πρόσωπα… Η Κυβέρνηση δηλώνει την ετοιμότητά της να ορίσει και να θεσπίσει πρόσθετα μέτρα, εάν παραστεί ανάγκη, έτσι ώστε να τηρηθούν οι δημοσιονομικοί στόχοι». Στην αιτιολογική έκθεση, που συνοδεύει το ν. 4046/2012 αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι παρά τις προσπάθειες των τελευταίων τριών ετών συνεχίσθηκε η ύφεση της ελληνικής οικονομίας και η αύξηση του δημοσίου χρέους, το οποίο ανήλθε για το 2011 στα 368 δισ., υπερβαίνοντας το 169% του ΑΕΠ, και ότι τούτο επιβάλλει τη λήψη άμεσων μέτρων προς την κατεύθυνση της ελάφρυνσής του, και ειδικότερα μια ουσιαστική αναδιάταξη του δημόσιου χρέους ώστε να καταστεί το βιώσιμο βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα. Στη συνέχεια, με τον ν. 4051/2012 (Α΄ 40/29.2.2012) εισήχθησαν επείγουσες ρυθμίσεις για την εφαρμογή του, κατά τα ανωτέρω, Μνημονίου Συνεννόησης και επήλθαν οι αναγκαίες προσαρμογές στον εγκριθέντα με τον ν. 4032/2011 (Α΄ 257) προϋπολογισμό του 2012.
9. Επειδή, ακολούθως, εκδόθηκε ο ν. 4093/2012 «Έγκριση Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016 – Επείγοντα Μέτρα Εφαρμογής του ν. 4046/2012 και του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016» (Α΄ 222/12.11.2012). Με τις διατάξεις της παραγράφου Α΄ με τίτλο «ΕΓΚΡΙΣΗ ΜΕΣΟΠΡΟΘΕΣΜΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ 2013-2016» του άρθρου πρώτου του νόμου αυτού εγκρίθηκε το μεσοπρόθεσμο πλαίσιο. Όπως προκύπτει από την αιτιολογική έκθεση του μεσοπρόθεσμου πλαισίου (βλ. σχετ. κείμενο του Υπουργείου Οικονομικών του Οκτωβρίου 2012) και προβλέπεται ιδίως στην ενότητα 1 «Δημοσιονομική στρατηγική και πολιτικές» του Κεφαλαίου 3 του μεσοπροθέσμου, ότι το δημοσιονομικό όφελος από τον εξορθολογισμό των μισθολογίων (εκτός ΔΕΚΟ και ειδικών μισθολογίων), την κατάργηση των εξαιρέσεων του ενιαίου μισθολογίου και την ένταξη των ΔΕΚΟ στο ενιαίο μισθολόγιο θα υπερβεί αθροιστικά τα 102 εκατομμύρια ευρώ, για την περίοδο 2013-2016. Τέλος, στην ενότητα 5 «Δαπάνες Κρατικού Προϋπολογισμού» του ίδιου Κεφαλαίου 3, υποενότητα 5.3.1, αναφέρεται ότι: «Οι δαπάνες για μισθούς εμφανίζονται μειωμένες κατά 2.490 εκατ. ευρώ, το 2016 σε σύγκριση με την σχετική εκτίμηση για το 2012 προ της λήψεως των μέτρων. Συγκεκριμένα, εκτιμάται ότι θα ανέλθουν σε 13.112 εκατ. ευρώ ή 6,76% του ΑΕΠ το 2012, σε 11.811 εκατ. ευρώ ή 6,45% του ΑΕΠ το 2013, σε 11.248 εκατ. ευρώ ή 6,16% του ΑΕΠ το 2014, σε 10.942 εκατ. ευρώ ή 5,83% του ΑΕΠ το 2015 και σε 10.630 εκατ. ευρώ ή 5,41% του ΑΕΠ το 2016. Η διαμόρφωση των εξοικονομήσεων στο ύψος των ανωτέρω δαπανών, εκτιμάται ότι θα επιτευχθεί ως αποτέλεσμα των εξής σχεδιαζομένων παρεμβάσεων: … κατάργηση εξαιρέσεων του ενιαίου μισθολογίου…». Με το άρθρο πρώτο παράγρ. Γ΄, υποπαρ. Γ.1 περίπτ. 9 του ν. 4093/2012 καταργήθηκε από 1.1.2013 το χρονοεπίδομα 2% της παρ. 1 της προαναφερθείσας κ.υ.α. οικ.2/17132/0022/28.2.2012, στην δε περίπτ. 12 ορίσθηκε ότι: «12. Οι διατάξεις του Κεφαλαίου Δεύτερου του ν. 4024/2011 που αφορούν το βαθμολογικό και μισθολογικό καθεστώς των υπαλλήλων του άρθρου 4 του ίδιου νόμου έχουν ανάλογη εφαρμογή, από 1.1.2013, και στο προσωπικό των νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου (Ν.Π.Ι.Δ.) που ανήκουν στο Κράτος ή σε Ν.Π.Δ.Δ. ή σε Ο.Τ.Α., κατά την έννοια επίτευξης κρατικού ή δημόσιου ή αυτοδιοικητικού σκοπού, εποπτείας, διορισμού και ελέγχου της πλειοψηφίας της Διοίκησής τους, …, ή επιχορηγούνται τακτικά, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, από πόρους των ως άνω φορέων κατά 50% τουλάχιστον του ετήσιου προϋπολογισμού τους, καθώς και των λοιπών δημόσιων επιχειρήσεων, οργανισμών και ανώνυμων εταιρειών, που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του Κεφαλαίου Α΄ του ν. 3429/2005 (Α΄ 314), όπως έχουν τροποποιηθεί με τις διατάξεις της παρ. 1.α του άρθρου 1 του ν. 3899/2010 (Α΄ 212). Με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Οικονομικών και Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, οι οποίες μπορούν να ανατρέχουν στην έναρξη ισχύος των διατάξεων της παρούσας περίπτωσης, μπορούν να ρυθμίζονται λεπτομέρειες εφαρμογής των προηγούμενων εδαφίων. …». Εξ άλλου, στο άρθρο 19 του ν. 3429/2005, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 1.α του ν. 3899/2010, ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι: «Στο πεδίο εφαρμογής του Κεφαλαίου Α΄ του νόμου αυτού υπάγονται οι δημόσιες επιχειρήσεις, ανεξαρτήτως αν έχουν εξαιρεθεί από τις ισχύουσες κάθε φορά διατάξεις για τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, καθώς και τα νομικά πρόσωπα ιδιω