14 Apr ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ:OTAN KΡΥΒΕΤΑΙ Η ΨΥΧΙΚΗ ΑΡΡΩΣΤΕΙΑ
ΑΡΧΕΤΥΠΙΚΗ ΥΠΟΘΕΣΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗΣ ΒΙΑΣ : Η ΥΠΟΘΕΣΗ ΣΕΧΙΔΗ
Η ιστορία του 24χρονου φοιτητή Νομικής από την Καβάλα Θεόφιλου Σεχίδη είχε κάνει τον γύρο του κόσμου. Ήταν Αύγουστος του 1996, όταν αποκαλύφθηκε ότι ο νεαρός είχε δολοφονήσει τον 55χρονο πατέρα του Δημήτρη, την 50χρονη μητέρα του Ελένη, την 32χρονη αδελφή του Ερμιόνη, την 75χρονη γιαγιά του Ερμιόνη και τον θείο του Βασίλη, 57 χρόνων.
Η πενταπλή δολοφονία είχε διαπραχθεί στις 19 και 20 Μαΐου 1996. Ο Σεχίδης δολοφόνησε τα μέλη της οικογένειάς του, στη συνέχεια τεμάχισε τα πτώματά τους, τα τοποθέτησε σε πλαστικές σακούλες και τα μετέφερε με το αυτοκίνητό του με φεριμπόουτ στην Καβάλα, όπου τα εξαφάνισε στο σκουπιδότοπο της Νέας Κάρβαλης. “Τους ξέκανα πριν με ξεκάνουν”, είχε πει τότε στους αστυνομικούς. “Tους σκότωσα, γιατί δεν μου αποκάλυπταν ποια ήταν η πραγματική μου μητέρα”, δήλωσε στο δικαστήριο, που τον καταδίκασε πέντε φορές ισόβια.
Κυνικός μέχρι την τελευταία στιγμή της ανάκρισης, εξέπληξε μέχρι και τους αστυνομικούς με την ψυχρότητα με την οποία αντιμετώπιζε όσα έκανε. “Τι ήταν η πέμπτη, αφού είχαν σκοτώσει τους τέσσερις”, είχε πει για τη γιαγιά του.
εξι μήνες αργότερα, τον Φεβρουάριο του 1997, κι ενώ εκκρεμούσε ακόμα η διεξαγωγή της δίκης του, ο Θ. Σεχίδης έδωσε μία ακόμα συνέντευξη στον δημοσιογράφο Κ. Ρόκκο για το περιοδικό «Max». Στην συνέντευξη αυτή, ο Θ. Σεχίδης αναφέρθηκε κυρίως στη ζωή του στη φυλακή, στον ρόλο των Μ.Μ.Ε. στην υπόθεσή του, στις σχέσεις του με τους συγγενείς και τους συγχωριανούς του, την επικείμενη δίκη του και πώς θα αντιμετώπιζε τη ζωή του αν το δικαστήριο τον αθώωνε:
«Έχω ηρεμήσει. Έχω μπει στην ατμόσφαιρα της φυλακής και περιμένω, πλέον, τη δίκη. Αν και τα’ αποτελέσματα, σχεδόν, τα γνωρίζω εκ των προτέρων. (…) Ξέρω πολύ καλά (…) τι με περιμένει στη δίκη. (…) Έχει γίνει πραγματογνωμοσύνη από δύο ψυχιάτρους. Οι προφορικές εξετάσεις έχουν τελειώσει, κάναμε δηλαδή κάτι συζητήσεις, έχω βγάλει και εγκεφαλογράφημα, αλλά δεν γνωρίζω ακόμη τα αποτελέσματα. Αυτά τα αποτελέσματα θα δοθούν στην εισαγγελία »(…) και στη συνέχεια θα οριστεί η ημερομηνία της δίκης. Εγώ, βέβαια, το αποτέλεσμα το ξέρω. Εις θάνατον: αυτό περιμένω.
»(…) Η ημέρα μου στη φυλακή περνάει με λίγο διάβασμα, λίγη τηλεόραση (…). Φασαρίες δεν δημιουργούνται και δεν έχουμε προβλήματα. (…) Με τους άλλους κρατούμενους, οι σχέσεις μου είναι καλές. Δεν έχω κανένα πρόβλημα αν και στο κελί είμαστε πολλοί, δέκα άτομα. Ζήτησα ν’ αλλάξω θάλαμο, αλλά δεν μ’ αλλάζουν. Το θέμα είναι ότι δεν έχω πρόβλημα μ’ αυτούς. Θα ήθελα να ήμουν μόνος μου. Το ‘χω ζητήσει, αλλά μέχρι στιγμής δεν μου έχουν απαντήσει.
»(…) Η φυλακή είναι χώρος τιμωρίας. Όμως έχω ηρεμήσει. Κι αν βρισκόμουνα μόνος σ’ ένα κελί, θα επέμενα να μείνω μέσα ακόμη κι αν ήθελαν να με βγάλουν έξω. Τόσο πολύ ευχαριστημένος θα ήμουνα, αλλά με την προϋπόθεση να ήμουνα μόνος.
»(…) Δεν παίρνω εφημερίδα και δεν ξέρω τι γράφουν για μένα. Αλλά νομίζω πως ό,τι έχει γραφτεί μέχρι τώρα είναι εσφαλμένο. (…) Όλοι οι άλλοι μιλάνε από μόνοι τους, χωρίς να έχω μιλήσει εγώ μαζί τους. Ό,τι γράφουν είναι εσφαλμένο. Λένε για σατανισμούς, ότι έχω πετάξει στη θάλασσα τα πτώματα, ότι τα έχω πετάξει στο βουνό, γράφουν ό,τι θέλουν.
Η δίκη
Η δίκη για την πενταπλή δολοφονία της Θάσου, πραγματοποιήθηκε στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο (Κακουργιοδικείο) Δράμας στις 20 Ιουνίου 1997. Ο Θ. Σεχίδης είχε αρνηθεί να ορίσει συνήγορο υπεράσπισης κι έτσι το ρόλο αυτό ανέλαβε ο αυτεπαγγέλτως διορισθείς δικηγόρος Καβάλας Τάσος Κοεμτζίδης.
Οι πρώτοι μάρτυρες που κατέθεσαν ήταν οι αστυνομικοί της Θεσσαλονίκης στους οποίους ο κατηγορούμενος ομολόγησε τα εγκλήματά του και ακολούθησε η Ελένη Σεχίδη (Γυμνοπούλου), που εξιστόρησε τον τρόπο με τον οποίο έζησε την υπόθεση, μέχρι να αποκαλυφθούν τα εγκλήματα. «Ο φονιάς (…) με συνάντησε στη Φλώρινα και, όταν τον ρώτησα σχετικά, είπε ότι ο άντρας μου έφυγε για Ιταλία, ενώ οι γονείς του, αδελφή του και η γιαγιά του για τη Γερμανία, για λόγους υγείας. Τότε τον υποπτεύθηκα, καθώς υποστήριξε ότι μπορεί να εγκατασταθούν εκεί μόνιμα» κατέθεσε, μεταξύ άλλων. Ακολούθως, ο Π. Μπάρμπης, γνωστό του κατηγορούμενου ισχυρίστηκε πως «ο Θεόφιλος είχε μπλέξει με σατανισμό», ενώ φίλοι και συγγενείς της οικογένειας Σεχίδης ανέφεραν ότι ο κατηγορούμενος ήταν «καλό παιδί, που όμως κάποια στιγμή άλλαξε και έγινε παράξενος», πως «ήταν άριστος φοιτητής, που όμως μισούσε τον πατέρα του» και ότι ήταν «ευφυής νέος, ο οποίος άρχισε να τρελαίνεται, όπως είχε συμβεί νωρίτερα στη μεγαλύτερή του αδελφή».
Ο καθηγητής ψυχιατρικής Γ. Καπρίνης, που μαζί με τον ψυχίατρο Χρ. Σκαρόπουλο είχαν παρακολουθήσει τον Θ. Σεχίδη επί πέντε μήνες και είχαν συντάξει σχετική πραγματογνωμοσύνη σύμφωνα με την οποία ο 24χρονος φοιτητής «είχε πλήρη επίγνωση των πράξεών του, είναι άτομο προσανατολισμένο στο χώρο, το χρόνο και τον εαυτό του και έχει καλά οργανωμένο λόγο, απαντά με ευθύτητα, έχει χιούμορ, απουσιάζει όμως το συναίσθημα» κατέθεσε στη δίκη, μεταξύ άλλων, τα εξής: «Καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι πάσχει από σχιζότυπη διαταραχή, αλλά δεν είναι σχιζοφρενής. Θα μπορούσε να αναπτύξει σχιζοφρένεια, αλλά κάτι τέτοιο δεν συνέβη. Η αδελφή του ήταν σχιζοφρενής. Το μόνο που μπορούμε να πούμε είναι ότι στην περίπτωσή του είχε μειωμένες αντιστάσεις στην ιδέα διάπραξης των εγκλημάτων. Πάντως, δεν χρήζει θεραπευτικής αγωγής. Στις συζητήσεις που κάναμε μας είπε ότι είχε τη γνώμη πως είναι νόθο παιδί και γι αυτό ήθελε να τους εξοντώσει». Με τη σειρά του, ο Χρ. Σκαρόπουλος συμπλήρωσε ότι «η οικογένεια Σεχίδη είχε πολλές ιδιομορφίες και ο Θεόφιλος διαβίωσε σχε εξαιρετικά δυσμενείς συνθήκες».
«Δεν μετανιώνω για τίποτε» ήταν η μόνιμη επωδός του ίδιου του δράστη, κατά τη διάρκεια της τρίωρης απολογίας του, όπου αναλυτικά περιέγραψε τον τρόπο με τον οποίο σκότωσε τους πέντε συγγενείς του και στη συνέχεια τεμάχισε τα πτώματα και τα έριξε στην χωματερή της Καβάλας για να καταλήξει: «Τους σκότωσα γιατί δεν μου αποκάλυπταν ποια ήταν η πραγματική μου μητέρα».
Η υπεράσπιση «δήλωσε ανήμπορη να υπερασπιστεί τον κατηγορούμενο, αφ’ ενός γιατί ο ίδιος δεν βοηθούσε προς αυτή την κατεύθυνση και αφ’ ετέρου επειδή δεν είχαν τον απαιτούμενο χρόνο να ψάξουν το θέμα της ψυχικής υγείας» (εφημερίδα «Ελευθεροτυπία» – Σάββατο 21 Ιουνίου 1997). Στη συνέχεια, το λόγο πήρε ο εισαγγελέας της έδρας Ζαχ. Μουράτης, ο οποίος χαρακτήρισε τον κατηγορούμενο «χρονίως επικίνδυνο εγκληματία κι άτομο αδιάφορο με αμβλεία συνείδηση» και πρόσθεσε ότι σε τέτοιες περιπτώσεις αρμόζει η θανατική ποινή. Εν τέλει, μετά από μόλις 11 ώρες ακροαματικής διαδικασίας, το δικαστήριο βρήκε τον κατηγορούμενο ομόφωνα ένοχο για όλες τις κατηγορίες και εξέδωσε την απόφασή του, σύμφωνα με την οποία καταδίκαζε τον Θ. Σεχίδη σε μία φορά ισόβια κάθειρξη για κάθε έναν από τους πέντε φόνους, συνολική ποινή φυλάκισης επτά ετών και πέντε μηνών και πρόστιμο 360.000 δρχ. για την περιύβριση νεκρού κατά συρροή, την οπλοφορία, την οπλοχρησία και την οπλοκατοχή, ενώ επιδίκαζε και 50 εκατ. δρχ. ως αποζημίωση σε καθένα από τους πολιτικούς ενάγοντες (την Ελένη Σεχίδη και τον γιο της Θεόφιλο).
Το εγκεφαλογράφημα του δράστη
Ένα ενδιαφέρον στοιχείο, που παρουσιάστηκε κατά τη διάρκεια της δίκης, ήταν μια γνωμάτευση του ακτινολόγου-ειδικού νευρακτινολόγου Χρ. Παπαγιάννη (τέως επιμελητή του Atkinson Norley’s Hospital του Λονδίνου) η οποία είχε γίνει στις 2 Ιουνίου 1992 σε αξονική τομογραφία του εγκεφάλου του Θ. Σεχίδη και κατατέθηκε από την υπεράσπιση. Στη γνωμάτευσή του αυτή, ο Χρ. Παπαγιάννης σημείωνε ότι «έγιναν τομές από τη βάση προς την κορυφή του κρανίου. Από τη μελέτη της σειράς των εικόνων προκύπτουν τα εξής: Στις τομές που αναδεικνύουν το προσωπικό κρανίο σημειώνεται η υπερανάπτυξη των μετωπιαίων κόλπων. Στις υποσκηνίδιες τομές δεν παρατηρούνται παθολογικά ευρήματα. Στις υπερσκηνίδιες τομές παρατηρείται μεγάλου βαθμού ατροφία του φλοιού των μετωπιαίων λοβών, με συνοδό διεύρυνση του υπαραχνοειδούς χώρου της κυρτότητας αυτών και της πρόσθιας ημισφαιρικής σχισμής, αλλοιώσεις οι οποίες δεν είναι συμβατές με την ηλικία του ασθενούς». Ο γιατρός γνωμάτευε, δηλαδή, ότι στον εγκέφαλο του Θ. Σεχίδη υπήρχαν ευρήματα που έδειχναν εγκεφαλικές ανωμαλίες.
Αντιθέτως, σε αντίστοιχη πραγματογνωμοσύνη τους, οι ψυχίατροι Γ. Καπρίνης και Χρ. Σκαρόπουλος σημείωναν τα εξής: «Προκειμένου να αποκλεισθεί κάθε συμμετοχή οργανικού παράγοντος έγινε πλήρης νευρολογική εξέταση, κατά την οποία δεν διαπιστώθηκε τίποτε το παθολογικό, υπεβλήθη σε ηλεκτροεγκεφαλικό έλεγχο και χαρτογράφηση του εγκεφάλου, όπου δεν διαπιστώθηκε τίποτε το παθολογικό, καθώς επίσης και σε μαγνητική τομογραφία εγκεφάλου, όπου επίσης τα ευρήματα ήσαν φυσιολογικά».
Εντούτοις, όταν λίγο αργότερα (στα τέλη του καλοκαιριού 1997) ο Θ. Σεχίδης μεταφέρθηκε στις φυλακές Κορυδαλλού για ψυχιατρική παρακολούθηση επειδή εμφάνισε ψυχολογικές διαταραχές και αντιμετώπιζε προβλήματα στην επικοινωνία του με το περιβάλλον, υποβλήθηκε εκ νέου σε αξονική τομογραφία εγκεφάλου στο Γενικό Νοσοκομείο Νίκαιας, κατά την οποία διαγνώσθηκαν μη φυσιολογικά ευρήματα. «Εικόνα φλοιώδους παρεγχυματικής ατροφίας, εμφανούς κυρίως στους μετωπιαίους λοβούς άμφω. Εστιακές βλάβες δεν ελέγχονται. Κοιλιακό σύστημα κ.φ. Εκτεταμένα φλεγμονώδη στοιχεία αναπτύσσονται στον αριστερό μετωπιαίο κόλπο», αναφερόταν χαρακτηριστικά στη γνωμάτευση (όλα τα στοιχεία σχετικά, προέρχονται από ρεπορτάζ της εφημερίδας «Το Βήμα» την Κυριακή 29 Μαρτίου 1998).
Αποφυλάκιση το 2017
«Δεν θέλω να ταλαιπωρώ άδικα τη Δικαιοσύνη. Ήρθα απλά για να αποσύρω την έφεση που είχα κάνει. (…) Καταλαβαίνω τι σημαίνει αυτό. Φοιτητής Νομικής ήμουν. Ούτε καν ήθελα να ασκήσω έφεση, αλλά το έκανα κατόπιν επιμονής του δικηγόρου μου». Αυτό δήλωσε ο Θ. Σεχίδης στις2 Ιουνίου 1998, ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Θράκης (στην Κομοτηνή), όπου επρόκειτο να εκδικαστεί η υπόθεσή του σε δεύτερο βαθμό. «Δεν έχω τίποτα καινούργιο να παρουσιάσω στο δικαστήριο. Γνωρίζω πως δεν υπάρχει το παραμικρό στοιχείο που να στηρίζει τον ισχυρισμό μου περί ανακλαστικής αμύνης. (…) Όταν υπάρχουν πέντε πτώματα από πίσω, τι ρόλο μπορεί να παίζει ο πρότερος έντιμος βίος. Ασφαλώς θα με ενδιέφερε να μειωθεί η ποινή. Αλίμονο. Αλλά, η υπόθεση είναι εσχάτως σοβαρή. Τι μπορεί να γίνουν οι πέντε φορές ισόβια; Είτε τρις, είτε δις ισόβια, μια ζωή στη φυλακή είναι πάλι» συμπλήρωσε κατόπιν.
Νωρίτερα, είχε εξεταστεί από τους ψυχιάτρους Γ. Καπρίνη και Χρ. Σκαρόπουλο, που αποφάνθηκαν ότι «είχε καταλογισμό των συνεπειών της πράξης του και ως εκ τούτου γνωρίζει τι συνεπάγεται το να παραιτείται του δικαιώματος της εφέσεως» (εφημερίδα «Αθηναϊκή» – Τετάρτη 3 Ιουνίου 1998). Έτσι, το δικαστήριο επικύρωσε την πρωτόδικη ποινή και διέταξε την επαναφορά του Θ. Σεχίδη στις φυλακές Κορυδαλλού.
Εντούτοις, οι δικαστικές περιπέτειες του Θ. Σεχίδη δεν σταμάτησαν. Στις 19 Νοεμβρίου του ίδιου έτους, το Πενταμελές Εφετείο Θράκης στην Κομοτηνή, μετά από σχετική αίτηση που είχαν υποβάλει η Ελένη Σεχίδη και ο γιος της Θεόφιλος, αποφάσισε να μετατρέψει από καταδικαστική σε υποχρεωτική την πρωτόδικη απόφαση για καταβολή αποζημίωσης 100 εκατ. δρχ. σε αυτούς, από τα περιουσιακά στοιχεία του Θ. Σεχίδη. Πριν εισέλθει στην αίθουσα του δικαστηρίου, ο Θ. Σεχίδης αρκέστηκε να πει πως «το μεγαλύτερο μέρος των περιουσιακών στοιχείων της οικογένειάς μου θα πρέπει να δοθεί στους φτωχούς συγγενείς των θυμάτων και όχι στη θεία του Ελένη και τον συνώνυμο εξάδελφό του Θεόφιλο Σεχίδη, γιατί αυτοί έχουν τα οικονομικά μέσα για να ζήσουν άνετα σε όλη την υπόλοιπη ζωή τους».
Σημειώνεται ότι, σύμφωνα με ορισμένα δημοσιεύματα, υπολογιζόταν πως η περιουσία και τα μετρητά που είχε κληρονομήσει ο Θ. Σεχίδης υπερέβαιναν τα 800 εκ. δρχ. (περίπου 2,5 εκ. ευρώ). Όμως, στις 29 Ιανουαρίου 2001, το Πολυμελές Πρωτοδικείο Καβάλας, τον έκρινε ανάξιο να κληρονομήσει τα ακίνητα και τα κινητά του περιουσιακά στοιχεία της οικογένειας και έδωσε το δικαίωμα στους κληρονόμους της οικογένειας (τον Γιάννη Σεχίδη, την κόρη του Αναστασία, την Ελένη Κασκαμανίδου και την κόρη της Αναστασία) να τα διεκδικήσουν με κληρονομητήριο.
Στις 26 Ιανουαρίου 2005, η καθημερινή εφημερίδα της Κομοτηνής «Ο Χρόνος» σε ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον ρεπορτάζ (της δημοσιογράφου Μ. Μαρτίδου) υπογράμμιζε πως ο Θ. Σεχίδης «είχε εκτίσει ένα μέρος της ποινής του στην Κομοτηνή, όπου ζητούσε πολύ επιλεκτικές τροφές, απέφευγε το κρέας, διάβαζε, άκουγε μόνο κλασική μουσική, ήταν ιδιόρρυθμος στην συμπεριφορά του και δεν επικοινωνούσε με πολλούς κρατουμένους. Τώρα, όπως πληροφορούμαστε, έχει κλειστεί περισσότερο στον εαυτό του, έχει επιδοθεί με βουλιμία στο φαγητό, καπνίζει ακατάπαυστα ενώ μισούσε το τσιγάρο και αγγίζει τα 140 κιλά σε βάρος κι όσοιτον ξέρουν μιλούν για εμφανή ψυχογενή βουλιμία… (…) Κι ενώ τα πρώτα χρόνια στην φυλακή διάβαζε περιοδικά, εφημερίδες και βιβλία, τώρα δεν έχει κανένα ενδιαφέρον για την ζωή και τον έξω κόσμο, δεν αυλίζεται στις φυλακές, δεν επικοινωνεί με κανένα. Παραμένει κλεισμένος στο κελί του με το βλέμμα καρφωμένο στο κενό. (…) Η περίπτωση του είναι σίγουρο ότι θα απασχολήσει την ιατρική υπηρεσία των φυλακών (…)».
Σε κάθε περίπτωση, ο Θεόφιλος Σεχίδης αναμένεται να αποφυλακιστεί το 2017, είκοσι ένα χρόνια μετά τα εγκλήματά του. Θα είναι, τότε, 45 ετών…
Είναι γνωστό ότι η αδελφή του έπασχε από σχιζοφρένεια που η οικογένεια απέκρυπτε από τον κοινωνικό περίγυρο.
ΠΗΓΕΣ
-Αρχείο εφημερίδων «Ελευθεροτυπία», «Τα Νέα», «Το Βήμα», «Ελεύθερος Τύπος», «Απογευματινή», «Έθνος», «Αθηναϊκή», «Ακρόπολις», «Εξουσία», «Αδέσμευτος Τύπος» και «Ο Χρόνος» Κομοτηνής
-Αρχείο περιοδικού «Max»
-Αρχείο ειδήσεων τηλεοπτικού σταθμού «Alpha»
-Μιχάλη Μιχαηλίδη: «Η πισίνα των αναμνήσεων», εκδόσεις «Κέδρος», 1999 (μυθιστόρημα που μεταφέρει σε ελεύθερη εκδοχή την υπόθεση Σεχίδη)
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕς ΑΠΟ http://eglima.wordpress.com/2008/03/29/sehides_5/