Ξέπλυμα 3 -και λίγη ιστορία

Ξέπλυμα 3 -και λίγη ιστορία

 
Η νομοθεσία κατά της διαφθοράς έχει διεθνείς καταβολές και προέρχεται από σχέδια κειμένων που διανέμονται σαν ζεστά ψωμάκια επί τη ευκαιρία σύναψης διεθνών συνθηκών.
Για την καταγωγή της νομοθεσίας κατά της διαφθοράς και την ιστορία της θα ξεκινήσουμε μια σταδιακή ενημέρωση για να φθάσουμε στο ξέπλυμα και το πόθεν έσχες που και αυτά είναι μέτρα της ίδιας μήτρας.
Είναι μεγάλο πρόβλημα η εξοικείωση των νομικών με έννοιες που εισάγονται μέσω των διεθνών εργαλείων. Το ξέπλυμα και η υποχρέωση υποβολής δήλωσης πόθεν έσχες αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα. Σταδιακά όμως συμβαίνει και διαπιστώνεται. Κύριος λόγος ότι η προηγούμενη γενιά δικηγόρων προχωρούσε στα μέτρα που η παρούσα νομοθεσία απαγορεύει, με την ευκολία που αντιμετωπίζει πχ το δίκαιο της επιταγής! Ετσι το αυτονόητο και επιτρεπτό όπως οι offshore έγινε απαγορευμένο και επικίνδυνο. Ετσι καταδικάσθηκαν αθώοι και ανυποψίαστοι δικαστές για μη υποβολή δήλωσης ποθεν έσχες λόγω κάποιου κοινού λογαριασμού που τους είχε δηλώσει η πεθερά τους ως συνδικαιούχους και μένουν προς το παρόν ασύλληπτα εκατομμύρια ευρώ που δεν δηλώθηκαν ποτέ.

Η καταπολέμηση της διαφθοράς κατά τους κανόνες του διεθνούς οικονομικού δικαίου

Η καταγωγή της νομικής ενασχόλισης με την πάταξη της διαφθοράς και της απάτης βρίσκεται στο χώρο του διεθνούς οικονομικού δικαίου και στην λεγόμενη παγκοσμιοποίηση της οικονομίας. Στη συνέχεια το κοινοτικό δίκαιο παρακολούθησε τις σχετικές ρυθμίσεις με συνέπεια και συνεκτικότητα, καθίσταται συνεπώς αναγκαίο για την κατανόησή του να υπάρχει μια πληροφόρηση ως προς το περιεχόμενο των ρυθμίσεων του διεθνούς οικονομικού δικαίου.

Το ρυθμιστικό πλαίσιο των διεθνών οργανισμών για την καταπολέμηση της διαφθοράς και της απάτης- Ο ρόλος των Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων
Σειρά διεθνών οργανισμών ενεργοποιήθηκαν παράλληλα προς την κατεύθυνση της πάταξης της διαφθοράς και της διασφάλισης της διαφάνειας (κατά το λεκτικό που χρησιμοποιείται παγίως) επιτυγχάνοντας με αρκετή αποτελεσματικότητα να κλονίσουν ουσιαστικά τα παραδοσιακά κυρίαρχα κράτη, τα οποία παύουν για το λόγο αυτό να φαίνονται φερέγγυα[1]. Είναι εντυπωσιακό ότι στο πλαίσιο της «παγκοσμιοποίησης» και σχεδόν ταυτόχρονα, αμέσως δηλαδή μετά την πτώση των κρατών του υπαρκτού σοσιαλισμού αναπτύχθηκε η οργάνωση και προώθηση των συμφερόντων κατά της διαφθοράς με πρωτοβουλία ιδίως των διεθνών οικονομικών for a και στη συνέχεια των διεθνών οργανισμών. Την ίδια περίοδο αποδόθηκε μομφή για διαφθορά σε σειρά κυβερνήσεων οι οποίες και έχασαν την εξουσία αλλά και σε πρόσωπα αυτοτελώς. Ειδικές διεθνείς συμβάσεις υπογράφθηκαν, Κώδικες Δεοντολογίας εισήχθησαν, εξειδικευμένα μεταπτυχιακά τμήματα εκπαίδευσαν τα δημόσια ήθη ενώ παράλληλα προωθήθηκε η ψήφιση εξειδικευμένων νομοθετημάτων διεθνώς. Η Ευρωπαϊκή Ενωση δεν μπορούσε να παραμείνει εκτός του σχετικού πεδίου δράσης και συμβολισμών. Προώθησε σειρά μέτρων και οργάνων, αν και θα μπορούσε να επισημάνει κανείς με μέτρο και σκεπτικισμό.
Η χώρα μας δεν έμεινε έξω από τη διαδικασία αυτή και πέραν των νομοθετικών διατάξεων που εξόπλιζαν ήδη το σύστημα κανόνων της απέκτησε σειρά θεσμικών νομοθετημάτων και οργάνων με στόχο την πάταξη της διαφθοράς.

Ο ρόλος του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου
Τη σχέση της ηθικής με την οικονομία επισημαίνουν σημαντικοί οικονομολόγοι με προεξέχοντα σήμερα τον Αμάρτυα Σεν[2]. Το ενδιαφέρον του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου για την ηθική της διεθνούς οικονομίας δεν θα μπορούσε να ταυτιστεί πάντως με το φιλοσοφικό προβληματισμό του Αριστοτέλη, του Rawls ή του Σεν. Την άμεση σύνδεση με την ανάπτυξη της παγκόσμιας διεθνούς οικονομίας με την απαξία της διαφθοράς αποδεικνύει το ενδιαφέρον του Παγκόσμιους Οργανισμού Εμπορίου για την πάταξή της ενόψει ιδίως της σύναψης δημοσίων συμβάσεων[3]. Στην πρώτη διάσκεψη κορυφής στη Σιγκαπούρη το 1996 ο ΠΟΕ αποφάσισε τη διερεύνηση του φαινομένου της διαφθοράς συνιστώντας ειδική ομάδα εργασίας. Για το διεθνές εμπόριο η πάταξη της διαφθοράς και η εγκαθίδρυση της διαφάνειας συνίσταται σε διασφάλιση ότι θα καθίσταται ανεμπόδιστη η κυκλοφορία των οικονομικών αγαθών στην παγκόσμια αγορά με την αποβολή των εμποδίων που περιορίζουν την πρόσβαση σε αυτήν. Είτε αφορά τις επενδύσεις, είτε αφορά το καθεστώς ανάθεσης των δημοσίων συμβάσεων η διαφάνεια και η αποφυγή της διαφθοράς σημαίνει κατοχύρωση της ελεύθερης οικονομίας. Στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει να επισημανθεί εξαρχής ότι η διαφθορά ως φαινόμενο απασχολεί το διεθνές εμπόριο αποκλειστικά στο μέτρο που παρεμποδίζει την πρόοδό του. Αν την διευκολύνει ή την καθιστά ανεκτή η διαφθορά δεν καταδικάζεται ευθαρσώς. Υπό την έννοια αυτή το διεθνές εμπόριο δεν επικεντρώνεται στην πάταξη της διαφθοράς αλλά κομψότερα στην «εγκαθίδρυση της διαφάνειας».
Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου προχώρησε στη δική του πρόταση για την ηθικοποίηση των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων και θέσπισε ως συγκεκριμένο και ρυθμιζόμενο ζήτημα την υποχρέωση διαφάνειας κατά την ανάθεση δημόσιων συμβάσεων. Μετά την υιοθέτηση του 4ου Προσαρτήματος του ΠΟΕ με την απόφαση του Συμβουλίου της 22/12/1994 σχετικά με την εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας σύναψη των συμφωνιών που απέρρευσαν από τις πολυμερείς διαπραγματεύσεις του Γύρου της Ουρουγουάης (1986-1994), καθ’όσον αφορά τα θέματα που εμπίπτουν στις αρμοδιότητές της (94/800/ΕΚ), η διαφάνεια έγινε εξειδικευμένο αίτημα για τις δημόσιες συμβάσεις. Με το άρθρο 17 του 4ου Προσαρτήματος της ως άνω απόφασης με τίτλο “διαφάνεια” θεσπίζονται οι βασικές ρυθμίσεις που διέπουν τη διαφάνεια αυτοτελώς και ανεξάρτητα από τους γενικούς κανόνες των δημοσίων συμβάσεων. Αν και η διάταξη δεν κάνει τίποτε περισσότερο από το να επαναλάβει κανόνες που θεσπίζονται σε άλλα σημεία και που υπήρχαν στις οδηγίες για τις δημόσιες συμβάσεις ούτως ή άλλως, η επανάληψη καθιστά σαφή το σκοπό της διάταξης που είναι η εμμονή στη διαφάνεια. Η διαφάνεια εξάλλου καθίσταται στόχος των κρατών που συμβάλλονται στη Συνθήκη για τις Δημόσιες Συμβάσεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου και όχι μόνον των αναθετουσών αρχών κατά την διεξαγωγή διαγωνισμών σύμφωνα με το γράμμα των οδηγιών του κοινοτικού δικαίου[4]. Όσον αφορά τον ΠΟΕ είναι σαφές ότι η πάταξη της διαφθοράς και η εγκαθίδρυση της διαφάνειας αναφέρεται ιδίως στις ιδιωτικές συναλλαγές και την κατοχύρωση της πρόσβασης του διεθνούς εμπορίου στις αγορές[5]. Υπό αυτή την έννοια νοείται και η διαφάνεια την οποία θεσμοθετεί ως εξειδικευμένο μέτρο. Αξίζει να σημειωθεί η ιδιαιτερότητα στο ζήτημα αυτό των κανόνων του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου όπως έχουν πλέον ενσωματωθεί στο ελληνικό δίκαιο[6] αλλά και στο κοινοτικό δίκαιο[7] .

Ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης
Το 1994 στη συνέχεια ο ΟΟΣΑ διατύπωσε μια πρώτη δέσμη μέτρων παροτρύνοντας τα μέλη του να προσαρμόσουν τις νομοθεσίες τους. Με αφορμή το οικονομικό ανακοινωθέν της εικοστής δεύτερης οικονομικής συνόδου κορυφής της Δύσης του 1996, η πάταξη της κρατικής απάτης κατέστη «ολοένα σοβαρότερο πρόβλημα» για τα χρηματοπιστωτικά συστήματα και η απόφαση για την πάταξη της διαφθοράς στις διεθνείς εμπορικές συναλλαγές με την εγκαθίδρυση διαφάνειας και δικαιοσύνης δηλώθηκε κατηγορηματικά. Η ΕΕ δεσμεύθηκε μάλιστα να ακολουθήσει τη γραμμή δέσμευσης των υπουργών του ΟΟΣΑ για τη δίωξη τέτοιων πράξεων (διαφθοράς στις διεθνείς συναλλαγές και κρατικής απάτης) με αποτελεσματικό και συντονισμένο τρόπο. Με τη διατύπωση αυτή, η αρχή της διαφάνειας κατέστη εγγυήτρια της διεθνούς οικονομικής ανάπτυξης των εμπορικών συναλλαγών έναντι των κρατών τα οποία είναι ευεπίφορα στην απάτη και τη διαφθορά. Πράγματι, λίγο καιρό μετά, η Σύμβαση για την καταπολέμηση της απάτης των αλλοδαπών δημοσίων οργάνων στις διεθνείς συναλλαγές στο πλαίσιο του ΟΟΣΑ ήταν πραγματικότητα (17/12/1997) [8]. Με τη συμφωνία αυτή τα συμβαλλόμενα μέρη επιδίωξαν (αναγνωρίζοντας την ευλογοφάνεια της παραδοχής στην οποία βασίζεται η σχετική συνθήκη) ότι η διαφθορά των δημοσίων οργάνων (της εκτελεστικής εξουσίας, της νομοθετικής εξουσίας αλλά και της δικαστικής εξουσίας) είναι ένα πιθανό γεγονός το οποίο πρέπει να αποφεύγεται και θέσπισε ποινές τις οποίες τα κράτη πρέπει να επιβάλλουν για την αποφυγή της. Σε εφαρμογή της σχετικής συμφωνίας, ο ΟΟΣΑ εξέδωσε Σύσταση προς τα μέλη του στις 23/4/1998, η οποία περιλαμβάνει ένα σύνολο αρχών που θα πρέπει να υιοθετήσουν τα μέλη του για να διασφαλισθεί η καλή λειτουργία των θεσμών και να προωθηθεί η ηθική των δημοσίων υπηρεσιών[9]. Ήδη είχε εγκαθιδρυθεί στη διεθνή κοινότητα ένα πρώτο πλαίσιο που αφορούσε τα κράτη, τα οποία εκ προοιμίου συμφωνούσαν στην πιθανή ενοχή των οργάνων τους, ανεξάρτητα από τη συνταγματική τους νομιμοποίηση.

Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο
Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο [10] συνδέει άμεσα το διεθνή δανεισμό με την εξάλειψη του φαινομένου της διαφθοράς στις δανειζόμενες χώρες. Επίσης το Διεθνές Εμπορικό Επιμελητήριο επιχείρησε μια σημαντική προσπάθεια για την επανέκδοση του Κώδικα Συμπεριφοράς του 1977 ο οποίος και προωθείται μέσω των Εθνικών Εμπορικών Επιμελητηρίων. Ο Κώδικας αυτός καθιερώνει μαύρη λίστα επιχειρήσεων που τον παραβιάζουν εκθέτοντας στη διεθνή κοινή γνώμη τη δράση επιχειρήσεων που υιοθετούν τη διαφθορά ως μέθοδο εμπορικής προόδου.

Η Διεθνής Τράπεζα
Η Διεθνής Τράπεζα[11] άρχισε εδώ και χρόνια να εφαρμόζει ειδικό πρόγραμμα κατά της διαφθοράς σύμφωνα με σχετικές δηλώσεις του τότε Προέδρου της Τζέιμς Βόλφενσον στην ετήσια διάσκεψη της Διεθνούς Τράπεζας και του ΔΝΤ[12]. Η Τράπεζα ακολουθεί πλέον αυστηρότερες τακτικές προμήθειας και διστάζει να δραστηριοποιηθεί σε περιοχές όπου υπάρχει οποιαδήποτε υπόνοια διαφθοράς. Διεξάγει αιφνιδιαστικούς ελέγχους και καλεί τις κυβερνήσεις των χωρών να διεξάγουν εργώδεις έρευνες ώστε να μην διαπιστωθεί ίχνος διαφθοράς στην ολοκλήρωση των προγραμμάτων της ΔΤ.
Κατά τον ορισμό της ΔΤ διαφθορά σημαίνει κακή χρήση των δημοσίων αξιωμάτων με στόχο τον προσπορισμό ατομικού κέρδους και, όπως αναφέρεται, ανθεί εκεί που οι κυβερνήσεις έχουν μεγάλη δύναμη, οι μισθοί των υπαλλήλων στο δημόσιο τομέα είναι χαμηλοί, οι ελεγκτικοί μηχανισμοί ατελείς και ταυτόχρονα υπάρχουν πλούσιες εταιρίες και ιδιώτες πρόθυμοι να πληρώσουν μίζες[13].
Η δραστηριότητά της είναι εκτενής και ποικίλλει[14] .

Ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών και το Συμβούλιο της Ευρώπης

Θα μπορούσε να διαπιστώσει κανείς τη σταδιακή πρόσκτηση ενός αυτόνομου ρόλου στα δύο αυτά διεθνή for a τα οποία δεν έχουν άμεση σχέση με την παγκόσμια οικονομία. Οι πρωτοβουλίες τους υπήρξαν σημαντικές και σαφείς ενώ στο ρόλο τους βρήκαν ως κύριους συνομιλητές και εταίρους τα σύγχρονα κράτη.

Τα Ηνωμένα Έθνη
Η Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών στις 16 Δεκεμβρίου του 1996 ψήφισε μια σημαντική Διακήρυξη κατά της Διαφθοράς και της Δωροδοκίας στις διεθνείς εμπορικές συναλλαγές. Παρότι οι ενέργειες αυτές έχουν ιδίως χαρακτήρα εξαγγελίας η συνεχιζόμενη δράση των Ηνωμένων Εθνών με τη Resolution adopted by the General Assembly 52/87 International cooperation against corruption and bribery in international commercial transactions της 2/2/1998[15] καθώς και τη σχετική Action Against Corruption 1998/16 του Οικονομικού και Κοινωνικού Συμβουλίου των Ηνωμένων Εθνών[16] φανερώνει το αμέριστο ενδιαφέρον των Ηνωμένων Εθνών για ανάλογα φαινόμενα [17].

Το Συμβούλιο της Ευρώπης
Το Συμβούλιο της Ευρώπης διαπίστωσε στο τέλος του 20ου αιώνα ότι το πρόβλημα της διαφθοράς έχει αμαυρώσει τις κύριες αξίες του ευρωπαϊκού πολιτισμού μεταξύ των οποίων και αυτές των ατομικών δικαιωμάτων, του κράτους δικαίου[18] κλπ και μερίμνησε έγκαιρα για την πάταξη του σχετικού φαινομένου. Αρχικά το 1992 το Συμβούλιο της Ευρώπης ίδρυσε μια «Πολυπειθαρχική Ομάδα για τη Διαφθορά» επισημοποιώντας με τον τρόπο αυτό την επανεμφάνιση της διαφθοράς στο προσκήνιο του δημόσιου βίου. Η δραστηριότητά του σήμερα είναι εξαιρετικά εκτενής. Εχει προωθήσει την ψήφιση πολλών διεθνών συμφωνιών[19] και έχει οργανώσει την ομάδα Greco[20] η οποία αποτελείται από τα κράτη τα οποία αγωνίζονται κατά της διεθνούς διαφθοράς.
Στις 5 Μαϊου του 1998 η 102η συνάντηση του Συμβουλίου Υπουργών υιοθέτησε την απόφαση 98 7 η οποία εξουσιοδοετί την δημιουργία μιας «Ομάδας Κρατών εναντίον της διαφθοράς GRECO” με μορφή μερικής και διευρυμένης συμφωνίας . Μετά από πρόσκληση του Συμβουλίου Υπουργών που είχε την πρωτοβουλία αυτή ιδρύθηκε η Ομάδα Κρατών κατά της Διαφθοράς– GRECO” την 1η Μαϊου του 1999 με την απόφαση (99) 5 την οποία υιθέτησαν τα ακόλουθα κράτη: Βέλγιο, Βουλγαρία, Κύπρος, Εσθονία, Φινλανδία, Γαλλία, Γερμανία, Ελλάδα, Ισλανδία, Ιρλανδία, Λιθουανία, Λουξεμβούργο, Ρουμανία, Σλοβακία, Σλοβενία, Ισπανία και Σουηδία.
Η GRECO έχει την ευθύνη του ελέγχου της τήρησης των καθοδηγιτικών αρχών για την μάχη κατά της διαφθοράς και την δημιουργία ενός διεθνούς προγράμματος κατά τις διαφθοράς Programme of Action against Corruption (PAC). Μέχρι σήμερα υιοθετήθηκαν τρείς συμβάσεις, η Criminal Law Convention on corruption (ETS n° 173), η οποία άνοιξε για υπογραφή στις 27 J Ιανουαρίου 1999, η Civil Law Convention on corruption (ETS n° 174), adopted in September 1999, η οποία άνοιξε για υπογραφή στις 4 November 1999 και η Recommendation R (2000) 10 on codes of conduct for public officials, η οποία υιοθετήθηκε στις 11 May 2000.
Με την απόφαση (97) 24 για τις είκοσι βασικές αρχές για τη μάχη κατά της διαφθοράς η οποία υιοθετήθηκε από την επιτροπή Υπουργών στις 6/11/1997 συμφωνήθηκε να υιοθετηρούν είκοσι αρχές ενόψει της καταπολέμησης της διαφθοράς[21] με έμφαση στην πρόληψη, τη θέσπιση αποτελεσματικών κανόνων, τη διεθνοποίηση της προστασίας κλπ.
Γίνεται κατάδηλο από τα ανωτέρω ότι το Συμβούλιο της Ευρώπης τίθεται πλέον στο προβάδισμα των πρωτοβουλιών καθώς δεν συνδέεται άμεσα το ίδιο με οικονομικά συμφέροντα και τείνει να αποκτήσει έναν ρόλο εξισορρόπησης ανάμεσα στα φόρα του παγκόσμιου οικονομικού κατεστημένου και των κρατών.

[1] Για τη διεθνή μάχη κατά της διαφθοράς βλ. Wiehen M., Η διεθνής μάχη κατά της διαφθοράς, σε Κράτος και διαφθορά, ανωτέρω, σ. 97 επ.

[2] Σεν Α., Για την ηθική και την οικονομία, Καστανιώτης 2000.
[3] Για το ζήτημα αυτό βλ. ειδικά Touscoz J., Réflexions sur la transparence en droit international économique, σε Rideau J. (dir) La transparence dans l’Union Européenne. Mythe ou principe juridique ? LGDJ, Paris 1999 σ. 225 επ.

[4] Ν. 2513/97

Αρθρο XVII

Διαφάνεια

1. Τα Μέρη ενθαρρύνουν τους φορείς να καθορίζουν τους όρους και προϋποθέσεις, περιλαμβανομένων και των παρεκκλίσεων από ανταγωνιστικές διαδικασίες υποβολής προσφορών ή πρόσβασης στις διαδικασίες αμφισβήτησης, υπό τους οποίους γίνονται δεκτές προσφορές προμηθευτών εγκατεστημένων σε χώρες μη Μέρη της παρούσης Συμφωνίας, οι οποίοι φορείς, ωστόσο, με σκοπό τη διαφάνεια της συνάψεως των συμβάσεως τους:

α) καθορίζουν τους όρους των συμβάσεων τους με το άρθρο VI (τεχνικές προδιαγραφές).

β) δημοσιεύουν τις προκηρύξεις που αναφέρονται στο άρθρο IX, περιλαμβανομένων, στην περίπτωση της προκήρυξης που αναφέρεται στην παράγραφο 8 του άρθρου IX (περίληψη προκήρυξης μελλοντικής προμήθειας), η οποία δημοσιεύεται σε μια από τις επίσημες γλώσσες του ΠΟΕ, των όρων και προϋποθέσεων υπό τους οποίους λαμβάνονται υπ’ όψιν προσφορές προμηθευτών εγκατεστημένων σε χώρες Μέρη της παρούσης Συμφωνίας,

γ) είναι διατεθειμένοι να εξασφαλίσουν ότι, οι κανονισμοί τους περί προμηθειών δεν θα μεταβληθούν, υπό ομαλές συνθήκες, κατά τη διάρκεια μιας διαδικασίας προμηθειών και, σε περίπτωση που η μεταβολή είναι αναπόφευκτη, ότι θα υπάρξει ικανοποιητική επανόρθωση.

2. Κυβερνήσεις μη Μέρη της παρούσης Συμφωνίας, οι οποίες συμμορφώνονται με τις προϋποθέσεις των παραγράφων 1 α) έως 1 γ), έχουν το δικαίωμα να συμμετάσχουν στην Επιτροπή ως παρατηρητές, εφ’ όσον ενημερώσουν σχετικά τα Μέρη.

[5] Article XVII

Transparency

1. Each Party shall encourage entities to indicate the terms and conditions, including any deviations from competitive tendering procedures or access to challenge procedures, under which tenders will be entertained from suppliers situated in countries not Parties to this Agreement but which, with a view to creating transparency in their own contract awards, nevertheless:
(a) specify their contracts in accordance with Article VI (technical specifications);
(b) publish the procurement notices referred to in Article IX, including, in the version of the notice referred to in paragraph 8 of Article IX (summary of the notice of intended procurement) which is published in an official language of the WTO, an indication of the terms and conditions under which tenders shall be entertained from suppliers situated in countries Parties to this Agreement;
(c) are willing to ensure that their procurement regulations shall not normally change during a procurement and, in the event that such change proves unavoidable, to ensure the availability of a satisfactory means of redress.
2. Governments not Parties to the Agreement which comply with the conditions specified in paragraphs 1(a) through 1(c), shall be entitled if they so inform the Parties to participate in the Committee as observers.

[6] Ν. 2513/97 Κύρωση της Συμφωνίας περί Δημοσίων Συμβάσεων Προμηθειών, (ΦΕΚ Α’ 139/27.6.97)

[7] Παράρτημα 4 της απόφασης 94/800 ΕΚ του Συμβουλίου της 22α Δεκεμβρίου 1994. Βλ. σχετικά και Τροβά Ε., Το κοινοτικό δίκαιο των δημοσίων συμβάσεων και το δίκαιο της απελευθέρωσης του διεθνούς εμπορίου, Αντ. Ν. Σάκκουλας 2000.

[8] Αναλυτικά στοιχεία βλ. σε http://www.oecd.org/document/21/0,2340,en_2649_34859_2017813_1_1_1_37447,00.html

Convention on Combating Bribery of Foreign Public Officials in International Business Transactions.
Preamble
The Parties,
Considering that bribery is a widespread phenomenon in international business transactions, including trade and investment, which raises serious moral and political concerns, undermines good governance and economic development, and distorts international competitive conditions;
Considering that all countries share a responsibility to combat bribery in international business transactions;
Having regard to the Revised Recommendation on Combating Bribery in International Business Transactions, adopted by the Council of the Organisation for Economic Co-operation and Development (OECD) on 23 May 1997, C(97)123/FINAL, which, inter alia, called for effective measures to deter, prevent and combat the bribery of foreign public officials in connection with international business transactions, in particular the prompt criminalisation of such bribery in an effective and co-ordinated manner and in conformity with the agreed common elements set out in that Recommendation and with the jurisdictional and other basic legal principles of each country;
Welcoming other recent developments which further advance international understanding and co-operation in combating bribery of public officials, including actions of the United Nations, the World Bank, the International Monetary Fund, the World Trade Organisation, the Organisation of American States, the Council of Europe and the European Union;Welcoming the efforts of companies, business organisations and trade unions as well as other non-governmental organisations to combat bribery;
Recognising the role of governments in the prevention of solicitation of bribes from individuals and enterprises in international business transactions;
Recognising that achieving progress in this field requires not only efforts on a national level but also multilateral co-operation, monitoring and follow-up; Recognising that achieving equivalence among the measures to be taken by the Parties is an essential object and purpose of the Convention, which requires that the Convention be ratified without derogations affecting this equivalence;
Have agreed as follows:
Article 1 – The Offence of Bribery of Foreign Public Officials:
1. Each Party shall take such measures as may be necessary to establish that it is a criminal offence under its law for any person intentionally to offer, promise or give any undue pecuniary or other advantage, whether directly or through intermediaries, to a foreign public official, for that official or for a third party, in order that the official act or refrain from acting in relation to the performance of official duties, in order to obtain or retain business or other improper advantage in the conduct of international business.
2. Each Party shall take any measures necessary to establish that complicity in, including incitement, aiding and abetting, or authorisation of an act of bribery of a foreign public official shall be a criminal offence. Attempt and conspiracy to bribe a foreign public official shall be criminal offences to the same extent as attempt and conspiracy to bribe a public official of that Party.
3. The offences set out in paragraphs 1 and 2 above are hereinafter referred to as “bribery of a foreign public official”.
4. For the purpose of this Convention:
a. “foreign public official” means any person holding a legislative, administrative or judicial office of a foreign country, whether appointed or elected; any person exercising a public function for a foreign country, including for a public agency or public enterprise; and any official or agent of a public international organisation;
b. “foreign country” includes all levels and subdivisions of government, from national to local;
c. “act or refrain from acting in relation to the performance of official duties” includes any use of the public official’s position, whether or not within the official’s authorised competence.
Article 2 – Responsibility of Legal Persons
Each Party shall take such measures as may be necessary, in accordance with its legal principles, to establish the liability of legal persons for the bribery of a foreign public official.
Article 3 – Sanctions
1. The bribery of a foreign public official shall be punishable by effective, proportionate and dissuasive criminal penalties. The range of penalties shall be comparable to that applicable to the bribery of the Party’s own public officials and shall, in the case of natural persons, include deprivation of liberty sufficient to enable effective mutual legal assistance and extradition.
2. In the event that, under the legal system of a Party, criminal responsibility is not applicable to legal persons, that Party shall ensure that legal persons shall be subject to effective, proportionate and dissuasive non-criminal sanctions, including monetary sanctions, for bribery of foreign public officials.
3. Each Party shall take such measures as may be necessary to provide that the bribe and the proceeds of the bribery of a foreign public official, or property the value of which corresponds to that of such proceeds, are subject to seizure and confiscation or that monetary sanctions of comparable effect are applicable.
4. Each Party shall consider the imposition of additional civil or administrative sanctions upon a person subject to sanctions for the bribery of a foreign public official.
Article 4 – Jurisdiction
1. Each Party shall take such measures as may be necessary to establish its jurisdiction over the bribery of a foreign public official when the offence is committed in whole or in part in its territory.
2. Each Party which has jurisdiction to prosecute its nationals for offences committed abroad shall take such measures as may be necessary to establish its jurisdiction to do so in respect of the bribery of a foreign public official, according to the same principles.
3. When more than one Party has jurisdiction over an alleged offence described in this Convention, the Parties involved shall, at the request of one of them, consult with a view to determining the most appropriate jurisdiction for prosecution.
4. Each Party shall review whether its current basis for jurisdiction is effective in the fight against the bribery of foreign public officials and, if it is not, shall take remedial steps.
Article 5 – Enforcement
Investigation and prosecution of the bribery of a foreign public official shall be subject to the applicable rules and principles of each Party. They shall not be influenced by considerations of national economic interest, the potential effect upon relations with another State or the identity of the natural or legal persons involved.
Article 6 – Statute of Limitations
Any statute of limitations applicable to the offence of bribery of a foreign public official shall allow an adequate period of time for the investigation and prosecution of this offence.
Article 7 – Money Laundering
Each Party which has made bribery of its own public official a predicate offence for the purpose of the application of its money laundering legislation shall do so on the same terms for the bribery of a foreign public official, without regard to the place where the bribery occurred.
Article 8 – Accounting
1. In order to combat bribery of foreign public officials effectively, each Party shall take such measures as may be necessary, within the framework of its laws and regulations regarding the maintenance of books and records, financial statement disclosures, and accounting and auditing standards, to prohibit the establishment of off-the-books accounts, the making of off-the-books or inadequately identified transactions, the recording of non-existent expenditures, the entry of liabilities with incorrect identification of their object, as well as the use of false documents, by companies subject to those laws and regulations, for the purpose of bribing foreign public officials or of hiding such bribery.
2. Each Party shall provide effective, proportionate and dissuasive civil, administrative or criminal penalties for such omissions and falsifications in respect of the books, records, accounts and financial statements of such companies.
Article 9 – Mutual Legal Assistance
1. Each Party shall, to the fullest extent possible under its laws and relevant treaties and arrangements, provide prompt and effective legal assistance to another Party for the purpose of criminal investigations and proceedings brought by a Party concerning offences within the scope of this Convention and for non-criminal proceedings within the scope of this Convention brought by a Party against a legal person. The requested Party shall inform the requesting Party, without delay, of any additional information or documents needed to support the request for assistance and, where requested, of the status and outcome of the request for assistance.
2. Where a Party makes mutual legal assistance conditional upon the existence of dual criminality, dual criminality shall be deemed to exist if the offence for which the assistance is sought is within the scope of this Convention.
3. A Party shall not decline to render mutual legal assistance for criminal matters within the scope of this Convention on the ground of bank secrecy.
Article 10 – Extradition
1. Bribery of a foreign public official shall be deemed to be included as an extraditable offence under the laws of the Parties and the extradition treaties between them.
2. If a Party which makes extradition conditional on the existence of an extradition treaty receives a request for extradition from another Party with which it has no extradition treaty, it may consider this Convention to be the legal basis for extradition in respect of the offence of bribery of a foreign public official.
3. Each Party shall take any measures necessary to assure either that it can extradite its nationals or that it can prosecute its nationals for the offence of bribery of a foreign public official. A Party which declines a request to extradite a person for bribery of a foreign public official solely on the ground that the person is its national shall submit the case to its competent authorities for the purpose of prosecution.
4. Extradition for bribery of a foreign public official is subject to the conditions set out in the domestic law and applicable treaties and arrangements of each Party. Where a Party makes extradition conditional upon the existence of dual criminality, that condition shall be deemed to be fulfilled if the offence for which extradition is sought is within the scope of Article 1 of this Convention.
Article 11 – Responsible Authorities
For the purposes of Article 4, paragraph 3, on consultation, Article 9, on mutual legal assistance and Article 10, on extradition, each Party shall notify to the Secretary-General of the OECD an authority or authorities responsible for making and receiving requests, which shall serve as channel of communication for these matters for that Party, without prejudice to other arrangements between Parties.
Article 12 – Monitoring and Follow-up
The Parties shall co-operate in carrying out a programme of systematic follow-up to monitor and promote the full implementation of this Convention. Unless otherwise decided by consensus of the Parties, this shall be done in the framework of the OECD Working Group on Bribery in International Business Transactions and according to its terms of reference, or within the framework and terms of reference of any successor to its functions, and Parties shall bear the costs of the programme in accordance with the rules applicable to that body.
Article 13 – Signature and Accession
1. Until its entry into force, this Convention shall be open for signature by OECD members and by non-members which have been invited to become full participants in its Working Group on Bribery in International Business Transactions.
2. Subsequent to its entry into force, this Convention shall be open to accession by any non-signatory which is a member of the OECD or has become a full participant in the Working Group on Bribery in International Business Transactions or any successor to its functions. For each such non-signatory, the Convention shall enter into force on the sixtieth day following the date of deposit of its instrument of accession.
Article 14 – Ratification and Depositary
1. This Convention is subject to acceptance, approval or ratification by the Signatories, in accordance with their respective laws.
2. Instruments of acceptance, approval, ratification or accession shall be deposited with the Secretary-General of the OECD, who shall serve as Depositary of this Convention.
Article 15 – Entry into Force
1. This Convention shall enter into force on the sixtieth day following the date upon which five of the ten countries which have the ten largest export shares (see annex), and which represent by themselves at least sixty per cent of the combined total exports of those ten countries, have deposited their instruments of acceptance, approval, or ratification. For each signatory depositing its instrument after such entry into force, the Convention shall enter into force on the sixtieth day after deposit of its instrument.
2. If, after 31 December 1998, the Convention has not entered into force under paragraph 1 above, any signatory which has deposited its instrument of acceptance, approval or ratification may declare in writing to the Depositary its readiness to accept entry into force of this Convention under this paragraph 2. The Convention shall enter into force for such a signatory on the sixtieth day following the date upon which such declarations have been deposited by at least two signatories. For each signatory depositing its declaration after such entry into force, the Convention shall enter into force on the sixtieth day following the date of deposit.
Article 16 – Amendment
Any Party may propose the amendment of this Convention. A proposed amendment shall be submitted to the Depositary which shall communicate it to the other Parties at least sixty days before convening a meeting of the Parties to consider the proposed amendment. An amendment adopted by consensus of the Parties, or by such other means as the Parties may determine by consensus, shall enter into force sixty days after the deposit of an instrument of ratification, acceptance or approval by all of the Parties, or in such other circumstances as may be specified by the Parties at the time of adoption of the amendment.
Article 17 – Withdrawal
A Party may withdraw from this Convention by submitting written notification to the Depositary. Such