ζητήματα διαχρονικού δικαίου

ζητήματα διαχρονικού δικαίου

Η εφαρμογή των νέων οδηγιών για τις δημόσιες συμβάσεις 2014/23 και 2014/24 εκτός από την περιπλοκότητα και την ασάφεια σε σχέση με το εφαρμοστέο δίκαιο προξενεί και σημαντικά θέματα διαχρονικού δικαίου που ευτυχώς δεν είναι άγνωστα και στο παρελθόν. Παρότι θα πίστευε και θα υπέθετε κανείς το αντίθετο το κοινοτικό δίκαιο των δημοσίων συμβάσεων αλλάζει συχνά και η ανασφάλεια δικαίου που επάγεται δεν είναι αμελητέα.

Αν οι νέες οδηγίες εφαρμόζονται άμεσα τι θα συμβεί με τις διαδικασίες που είναι σε εξέλιξη? Τι θα συμβεί με έργα που είναι σε εξέλιξη αν μάλιστα οι νέες οδηγίες δεν αφορούν μόνον διαδικασίες ανάθεσης αλλά και διαδικασίες εκτέλεσης?

Η οδηγία 2004/18 «περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών», αποτελεί ένα ενιαίο πλαίσιο που ενσωματώνει τις ρυθμίσεις των οδηγιών 93/37/ΕΟΚ «για το συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων έργων», 93/36/ΕΟΚ «για το συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων προμηθειών» και 92/50/ΕΟΚ «για το συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών» όπως είχαν τροποποιηθεί και ίσχυαν[1] με την οδηγία 97/52/ΕΚ για την τροποποίηση των οδηγιών 92/50/ΕΟΚ, 93/36/ΕΟΚ και 93/37/ΕΟΚ περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών, συμβάσεων προμηθειών και συμβάσεων δημοσίων έργων αντιστοίχως καθώς και την οδηγία 2001/78/ΕΚ για την χρήση τυποποιημένων εντύπων στη δημοσίευση των προκηρύξεων δημοσίων συμβάσεων ενοποιώντας το καθεστώς των έργων των υπηρεσιών και των προμηθειών καθώς και τις εξελίξεις που επήλθαν από τη νομολογία.

H προηγούμενη οδηγία για το συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων έργων 93/37/ΕΟΚ αποτελούσε κωδικοποίηση της προγενέστερης οδηγίας 71/305/ΕΟΚ, η οποία είχε επανειλημμένα τροποποιηθεί. Η οδηγία 71/305/ΕΟΚ τροποποιήθηκε με την οδηγία 80/767/ΕΟΚ, καθώς και την 89/440/ΕΟΚ, με σκοπό την ενσωμάτωση των συμφωνιών της GATT[2].  Η οδηγία αυτή τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/52/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Οκτωβρίου 1997 περί τροποποιήσεως των οδηγιών 92/50/ΕΟΚ, 93/36/ΕΟΚ και 93/37/ΕΟΚ περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών, συμβάσεων δημοσίων προμηθειών και συμβάσεων δημοσίων έργων, αντιστοίχως, η οποία εφαρμόσθηκε από τις 13 Οκτωβρίου 1998.

Η οδηγία 93/36/ΕΟΚ του Συμβουλίου  της 14ης Ιουνίου 1993 περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων προμηθειών αυτή αποτελεί την συνέχεια και κωδικοποίηση των οδηγιών 77/62/ΕΟΚ, 80/767/ΕΟΚ, 88/295/ΕΟΚ. Τροποποιήθηκε με την Οδηγία 97/52/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Οκτωβρίου 1997 περί τροποποιήσεως των οδηγιών 92/50/ΕΟΚ, 93/36/ΕΟΚ και 93/37/ΕΟΚ περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών, συμβάσεων δημοσίων προμηθειών και συμβάσεων δημοσίων έργων, αντιστοίχως, η οποία εφαρμόσθηκε από τις 13 Οκτωβρίου 1998.

Η οδηγία 92/50 του Συμβουλίου  της 18ης Ιουνίου 1992 για το συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων υπηρεσιών τροποποιήθηκε με την Οδηγία 97/52/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Οκτωβρίου 1997 περί τροποποιήσεως των οδηγιών 92/50/ΕΟΚ, 93/36/ΕΟΚ και 93/37/ΕΟΚ περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών, συμβάσεων δημοσίων προμηθειών και συμβάσεων δημοσίων έργων, αντιστοίχως, η οποία εφαρμόσθηκε από τις 13 Οκτωβρίου 1998.

Με την οδηγία  97/52/ΕΚ επήλθαν σημαντικές τροποποιήσεις στις κοινοτικές οδηγίες 92/50/ΕΟΚ (συμβάσεις Υπηρεσιών), 93/37/ΕΟΚ (συμβάσεις Έργων) και 93/36/ΕΟΚ (συμβάσεις Προμηθειών). Οι τροποποιήσεις αυτές εντοπίζονται κυρίως στα άρθρα που αφορούν το ύψος της προϋπολογιζόμενης αξίας των συμβάσεων πάνω από το οποίο υφίσταται υποχρέωση δημοσίευσης των περιληπτικών διακηρύξεων στην επίσημη εφημερίδα της ΕΕ σε συσχετισμό με τις υποχρεώσεις των κρατών μελών κατά την σύναψη δημοσίων συμβάσεων που απορρέουν από την συνθήκη της GATT. Οι τροποποιήσεις αυτές τέθηκαν σε ισχύ και εφαρμόσθηκαν από 13.10.1998.

Η οδηγία 2001/78/ΕΚ της Επιτροπής, της 13ης Σεπτεμβρίου 2001, τροποποίησε το παράρτημα IV της οδηγίας 93/36/ΕΟΚ του Συμβουλίου, τα παραρτήματα IV, V και VI της οδηγίας 93/37/ΕΟΚ του Συμβουλίου, τα παραρτήματα III και IV της οδηγίας 92/50/ΕΟΚ του Συμβουλίου, όπως τροποποιήθηκαν από την οδηγία 97/52/ΕΚ, καθώς και τα παραρτήματα XII έως XV, XVII και XVIII της οδηγίας 93/38/ΕΟΚ του Συμβουλίου, όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 98/4/ΕΚ και έχει ήδη καταργηθεί.

H οδηγία 93/38/ΕΟΚ του Συμβουλίου  της 14ης Ιουνίου 1993 περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης συμβάσεων στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των τηλεπικοινωνιών οποία αποτελεί την εξέλιξη της οδηγίας 90/531/ΕΟΚ[3]. ρύθμισε το καθεστώς των εξαιρούμενων τομέων που πλέον ρυθμίζεται από την οδηγία 2004/17.

Με την οδηγία 98/4/ΕΚ επήλθαν τροποποιήσεις στην οδηγία 93/38/ΕΟΚ, οι οποίες τέθηκαν σε υποχρεωτική εφαρμογή από 16.02.2000. Σκόπιμο είναι να επισημανθεί ότι, όσες από τις αναθέτουσες αρχές το επιθυμούσαν είχαν την δυνατότητα άμεσης εφαρμογής των τροποποιήσεων της  οδηγίας αυτής.

Είναι ολοφάνερο ότι μετά τις αρχικές ρυθμίσεις που έγιναν ακολούθησαν σημαντικές και πολυάριθμες τροποποιήσεις οι οποίες συνοδεύθηκαν από τις εξελίξεις που αποτυπώθηκαν στα κοινοτικά έγγραφα και στη νομολογία του ΔΕΕ[4].

Σήμερα, ως εκ τούτου, η νέα τροποποίηση των οδηγιών 2014/23 ΚΑΙ 2014/ 24  δεν αποτελεί άγνωστο ζήτημα στο κοινοτικό δίκαιο των δημοσίων συμβάσεων. Η νομολογία τείνει να ερμηνεύει τις συνεχείς αλλαγές υπέρ της ασφάλειας δικαίου και των γενικών αρχών του κοινοτικού δικαίου, όπως θα διαπιστωθεί. Η έλλειψη σταθερότητας και σαφήνειας του νομικού πλαισίου όταν πρέπει να συντονισθούν πολλά κράτη μέλη δημιουργεί ένα άλλοθι στα κράτη για την παράλειψη προσαρμογής τους, μια σοβαρή ανησυχία στους υποψήφιους για τους διαγωνισμούς και μια θεωρητική απορία από την πλευρά των ερευνητών αφού πριν ακόμη ολοκληρωθεί μια φάση ενσωμάτωσης έχει ήδη προχωρήσει η Επιτροπή σε νέο κύκλο μεταβολών οι οποίες συχνά ανατρέπουν το προηγούμενο καθεστώς. Μέσω των Ερμηνευτικών Ανακοινώσεων (Explanatory Notes) επιδιώκει η Επιτροπή την εξάλειψη των προβλημάτων στην ερμηνεία. Τούτο όμως δεν είναι απλό, καθώς συχνά η ίδια η Επιτροπή περιπλέκει περισσότερο τα πράγματα με τις σχετικές Ερμηνευτικές Ανακοινώσεις που δεν έχουν δεσμευτική φύση.

Και η νομολογία εξάλλου δημιουργεί μια παράλληλη πραγματικότητα την οποία τα κράτη μέλη δύσκολα μπορούν να παρακολουθήσουν. Οι μεταβολές και οι εξελίξεις της δεν παρακολουθούν άμεσα, όπως θα διαπιστώσει κανείς ειδικά πιο κάτω, το γράμμα του κοινοτικού δικαίου ακόμη και όταν δεν υπάρχει ασάφεια ως προς αυτό. Συνέπεια τούτου είναι να θίγεται σε μεγάλο βαθμό η ασφάλεια δικαίου.

Από τη μακροχρόνια εφαρμογή των διατάξεων, τον τρόπο με τον οποίο ερμηνεύονται από τη νομολογία του ΔΕΕ αλλά και τις πραγματικές οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις που λαμβάνουν χώρα στα κράτη μέλη, προκύπτουν με την πάροδο του χρόνου ποικίλα ζητήματα, στα οποία το νομοθετικό έργο της κοινότητας πρέπει να προσαρμοστεί[5].

Για το σκοπό της διευκρίνησης ανάλογων ζητημάτων διαχρονικού δικαίου ήδη η οδηγία 2004/18 είχε αναφορά στα άρθρα 80-83 στο χρόνο θέσης σε ισχύ αυτής (31/1/2006), της κατάργησης των προηγούμενων οδηγιών με συγκεκριμένη αναφορά αυτών από τη θέση σε ισχύ της συγκεκριμένης οδηγίας στις 31/01/2006, με λεκτικό ανάλογο με τις νέες οδηγίες 2014/24 και 23.

Η νομολογία (απόφαση ΔΕΕ Επιτροπή κατά Γαλλίας της 5/10/2000 C– 337/98) ως προς το ζήτημα αυτό κρίνει ότι:

«38 Στην προκειμένη περίπτωση, βεβαίως, η απόφαση περί προσφυγής σε διαδικασία με διαπραγματεύσεις χωρίς προηγούμενη προκήρυξη διαγωνισμού αποτελεί μέρος μιας διαδικασίας αναθέσεως η οποία κατέληξε μόλις τον Νοέμβριου του 1996, ήτοι δύο και πλέον έτη μετά τη λήξη της προθεσμίας μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο της οδηγίας 93/38. Πάντως, κατά τη νομολογία στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων, το κοινοτικό δίκαιο δεν επιβάλλει σε αναθέτουσα αρχή κράτους μέλους να παρεμβαίνει, κατόπιν αιτήσεως ιδιώτη, στις υφιστάμενες έννομες σχέσεις που συστήθηκαν για διάρκεια αορίστου χρόνου ή για πολλά έτη, εφόσον οι σχέσεις αυτές συστήθηκαν πριν από τη λήξη της προθεσμίας για τη μεταφορά της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο (βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση της 24ης Σεπτεμβρίου 1998, C-76/97, Tögel, Συλλογή 1998, σ. Ι-5357, σκέψη 54).

39 Μολονότι είναι αληθές ότι η προαναφερθείσα απόφαση Tögel αφορούσε σύμβαση συναφθείσα ήδη πριν τη λήξη της προθεσμίας μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο της οδηγίας 92/50/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 1992, για τον συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων υπηρεσιών (ΕΕ L 209, σ. 1), ωστόσο, η γενική αρχή που διακηρύσσεται με την απόφαση αυτή μπορεί να έχει εφαρμογή σε όλες τις φάσεις της διαδικασίας αναθέσεως μιας συμβάσεως οι οποίες είχαν συντελεσθεί πριν την ημερομηνία λήξεως της προθεσμίας μεταφοράς της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο, αλλά αποτελούν μέρος μιας διαδικασίας η οποία περατώθηκε μετά την ημερομηνία αυτή.

40 Ως προς την επιχειρηματολογία της Επιτροπής ότι η ημερομηνία η οποία πρέπει να ληφθεί υπόψη, προκειμένου να προσδιοριστεί η διαχρονική εφαρμογή της οδηγίας 93/38, είναι εκείνη της αναθέσεως της συμβάσεως, αρκεί η διαπίστωση ότι αντιβαίνει προς την αρχή της ασφαλείας δικαίου το να προσδιοριστεί το εφαρμοστέο δίκαιο εν αναφορά προς την ημερομηνία αναθέσεως της συμβάσεως, στο μέτρο που η ημερομηνία αυτή σηματοδοτεί το τέλος της διαδικασίας, ενώ η απόφαση του αναθέτοντος φορέα να ενεργήσει με ή χωρίς προκήρυξη διαγωνισμού έχει ληφθεί κανονικά στο αρχικό στάδιο της διαδικασίας αυτής.

41 Εν προκειμένω, έστω και αν η ύπαρξη τυπικής αποφάσεως του αναθέτοντος φορέα να ενεργήσει μέσω διαδικασίας με διαπραγματεύσεις χωρίς προκήρυξη διαγωνισμού για την ανάθεση της επίδικης συμβάσεως δεν προκύπτει σαφώς από τα έγγραφα της δικογραφίας, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι, με την απόφασή του της 19ης Ιουλίου 1990, το συμβούλιο του Sitcar αποφάσισε «να λάβει υπόψη ότι οι μελέτες και η εκτέλεση του τμήματος “Σύστημα και εξοπλισμός συνδεόμενος με το σύστημα” οδηγούν στη σύναψη συμβάσεως συνολικής εκτελέσεως του έργου με την εταιρία Matra-Transport». Πράγματι, από τη φράση αυτή προκύπτει ότι, το αργότερο κατά την ημερομηνία της αποφάσεως αυτής και, επομένως, πολύ πριν τη λήξη της προθεσμίας μεταφοράς της οδηγίας 93/38 στο εσωτερικό δίκαιο, η απόφαση του αναθέτοντος φορέα να ενεργήσει μέσω διαδικασίας με διαπραγματεύσεις χωρίς προκήρυξη διαγωνισμού είχε ήδη ληφθεί.

42 Κατά συνέπεια, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι η οδηγία 93/38 δεν έχει εφαρμογή στην επιλογή στην οποία προέβη ο αναθέτων φορέας να προσφύγει στη διαδικασία με διαπραγματεύσεις χωρίς προκήρυξη διαγωνισμού για την ανάθεση της συμβάσεως ως προς το σχέδιο ελαφρού μετρό της περιοχής της Rennes».

Εξάλλου με την πρόσφατη απόφαση του ΔΕΕ Ιmpressa Pizzaroti & SpA κατά Commune di Bari της 10ης Ιουλίου 2014 C- 213/13 κρίθηκε ότι:

«31      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι εφαρμοστέα είναι καταρχήν η οδηγία που ισχύει κατά το χρονικό σημείο κατά το οποίο η αναθέτουσα αρχή επιλέγει το είδος της διαδικασίας που θα εφαρμόσει και δίνει οριστική απάντηση στο ζήτημα αν υπάρχει ή όχι υποχρέωση διεξαγωγής διαγωνισμού για την ανάθεση μιας δημοσίας συμβάσεως (απόφαση Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, C‑576/10, EU:C:2013:510, σκέψη 52 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Αντιθέτως, δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις οδηγίας της οποίας η προθεσμία για τη μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο έληξε μετά το χρονικό αυτό σημείο (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση Επιτροπή κατά Γαλλίας, C‑337/98, EU:C:2000:543, σκέψεις 41 και 42).

32      Στην υπό κρίση υπόθεση, οι οδηγίες 92/50 και 93/37 είχαν εφαρμογή στις 14 Αυγούστου 2003, ημερομηνία της δημοσιεύσεως, εκ μέρους του Comune di Bari, προκηρύξεως «έρευνας αγοράς», προς τον σκοπό της ανεγέρσεως του δικαστηριακού συγκροτήματος του Μπάρι. Οι ίδιες οδηγίες είχαν εφαρμογή όταν, μετά την τροποποίηση του οικονομικού πλαισίου που συνδεόταν με την ολοσχερή κατάργηση της δημόσιας χρηματοδοτήσεως, ο Comune di Bari, τον Σεπτέμβριο του 2004, εκτίμησε, σύμφωνα με τα στοιχεία που παρασχέθηκαν στο Δικαστήριο, ότι όφειλε να κινήσει νέα διαδικασία επιλογής αντί να διαπραγματευθεί απευθείας με την Pizzarotti, χωρίς προκήρυξη νέου διαγωνισμού, τη σύναψη «συμβάσεως μισθώσεως ακινήτου που δεν έχει ακόμα αποπερατωθεί».

33      Αντιθέτως, η οδηγία 2004/18 δεν είχε εφαρμογή κατά τις διάφορες αυτές ημερομηνίες, δεδομένου ότι η προθεσμία μεταφοράς της στην εσωτερική έννομη τάξη έληγε, σύμφωνα με το οικείο άρθρο 80, παράγραφος 1, μόλις στις 31 Ιανουαρίου 2006».

Τέλος στο ίδιο πλαίσιο κρίσιμη είναι και η απόφαση της 7/4/2016 Partner Apelski κατά Zarzad Oczyszczania C- 324/14 η οποία ρητά αναφέρει τα εξής:

«83      Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό πρέπει, κατ’ αρχάς, να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, εφαρμοστέα είναι κατ’ αρχήν η οδηγία που ισχύει κατά το χρονικό σημείο κατά το οποίο η αναθέτουσα αρχή επιλέγει το είδος της διαδικασίας που θα εφαρμόσει και δίνει οριστική απάντηση στο ζήτημα αν υπάρχει ή όχι υποχρέωση διεξαγωγής διαγωνισμού για τη σύναψη δημοσίας συμβάσεως. Αντιθέτως, δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις οδηγίας της οποίας η προθεσμία για τη μεταφορά στην εσωτερική έννομη τάξη έληξε μετά το χρονικό αυτό σημείο (απόφαση της 10ης Ιουλίου 2014, Impresa Pizzarotti, C‑213/13, EU:C:2014:2067, σκέψη 31 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).   

84      Στην υπόθεση της κύριας δίκης, η επίμαχη διαδικασία συνάψεως συμβάσεως δημοσιεύθηκε στις 24 Δεκεμβρίου 2013 ενώ η οδηγία 2014/24 εκδόθηκε μόλις στις 26 Φεβρουαρίου 2014 και, εν πάση περιπτώσει, η προθεσμία για τη μεταφορά της στην έννομη τάξη των κρατών μελών θα λήξει, βάσει του άρθρου της 90, στις 18 Απριλίου 2016.

85      Υπό τις συνθήκες αυτές, η οδηγία 2014/24 δεν εφαρμόζεται ratione temporis στην υπόθεση της κύριας δίκης».

 

Κατά συνέπεια, εκάστοτε εφαρμοστέα είναι κατ’ αρχήν η οδηγία που ισχύει κατά το χρονικό σημείο κατά το οποίο η αναθέτουσα αρχή επιλέγει το είδος της διαδικασίας που θα εφαρμόσει και δίνει οριστική απάντηση στο ζήτημα αν υπάρχει ή όχι υποχρέωση διεξαγωγής διαγωνισμού για τη σύναψη δημοσίας συμβάσεως. Μετά την ημερομηνία ισχύος των νέων οδηγιών και την κατάργηση των προγενέστερων, οι νέες οδηγίες έχουν εφαρμογή στους σε εξέλιξη διαγωνισμούς, παρά το γεγονός ότι κατά το χρόνο που αυτοί ξεκίνησαν να διεξάγονται ίσχυε η προηγούμενη οδηγία.

 

Το ζήτημα της εφαρμογής των οδηγιών σε ήδη κινηθείσα διαδικασία επιλύει η απόφαση της 5/10/2000 του ΔΕΕ Επιτροπή κατά Γαλλίας C-337/98, ενώ με τις προτάσεις του Γενικού Εισαγγελέα Jacobs της 23/3/2000 επιλύεται κάθε λεπτομέρεια για το ζήτημα των σταδίων σε εξέλιξη διαγωνισμού (ιδίως παρ. 32 επ.).

[1] Για την ερμηνεία των προγενέστερων οδηγιών που αφορούν τις δημόσιες συμβάσεις βλ.  Bovis Ch., EC public procurement: case law and regulation, oxford university press, 2006, σελ. 95 επ,   Arrowsmith S. and Hartley K., Public Procurement, Edward Elgar, 2002, Arrowsmith S., The Law of Public and Utilities Procurement, Sweet & Maxwell, 1996, 1st ed, Κουτούπα –Ρεγκάκου Ε., Δημόσιες Συμβάσεις και Κοινοτικό Δίκαιο,  Σάκκουλας Θεσσαλονίκη, 1995, Σκουρή Β., Διοικητικές συμβάσεις και δημόσια έργα, Πρακτικές εφαρμογές με αφορμή ζητήματα ελληνικού και ευρωπαϊκού κοινοτικού δικαίου, β έκδ. Θεσσαλονίκη, Σάκκουλας, 1997, Τροβά Ε., Το κοινοτικό δίκαιο των δημοσίων συμβάσεων και εκεί βιβλιογραφία.

[2] Για την εξέλιξη του δικαίου της ΕΕ στο αντικείμενο αυτό μεταξύ άλλων βλ. και Bovis C., The Next Public Procurement Regime of the European Union: A Critical Analysis of Policy, Law and Jurisprudence, 7. E.L. Rev. 2005, 30(5), σελ. 607-630, Catala N., (dir.), L’Europe et les marchés publics, Eyrolles, 1994, Delvolvé P., De nouveaux contrats publics, les contrats globaux, RFD adm. 2004, σελ., 1079. Από την ελληνική βιβλιογραφία Μάρδα Δ./Σπαχή Α., Προμήθειες του Δημοσίου. Το ολοκληρωμένο έργο της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ΕΕΕυρΔ, 1993, σελ. 561, Κουτούπα- Ρεγκάκου Ε., Δημόσιες Συμβάσεις και Κοινοτικό Δίκαιο, Διαδικασίες ανάθεσης και έννομη προστασία, Θεσσαλονίκη, Σάκκουλας 1995, 49., καθώς και στο Πράσινο Βιβλίο για τις Δημόσιες Συμβάσεις στην ΕΕ. Τη σχετική πρόβλεψη επικαλείται η απόφαση του ΔΕΕ της 17/9/1998 C-323/96 Επιτροπή κατά Βελγίου, η οποία αναφέρεται στην οδηγία 93/37/ΕΟΚ.

[3] Οδηγία 90/531/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 17ης Σεπτεμβρίου 1990 σχετικά με τις διαδικασίες σύναψης συμβάσεων στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των τηλεπικοινωνιών . Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 297 της 29/10/1990 σελ. 0001 – 0048

[4] Trybus M., Improving the efficiency of public procurement systems in the context of the European Union enlargement process, Public Contract Law Journal, Spring 2006.

[5] Βλ. ήδη και τη ρητή αναφορά στο προοίμιο της οδηγίας ως προς το θέμα  στην παρ. 1 αυτού

(1) Η παρούσα οδηγία βασίζεται στη νομολογία του Δικαστηρίου, ιδίως στη νομολογία σχετικά με τα κριτήρια ανάθεσης, η οποία διασαφηνίζει τις δυνατότητες των αναθετόντων φορέων να ικανοποιούν τις ανάγκες του ενδιαφερομένου κοινού, συμπεριλαμβανομένου του περιβαλλοντικού ή κοινωνικού τομέα, υπό τον όρο ότι τα κριτήρια αυτά συνδέονται με το αντικείμενο της σύμβασης, δεν παρέχουν απεριόριστη ελευθερία επιλογής στον αναθέτοντα φορέα, μνημονεύονται ρητώς και τηρούν τις θεμελιώδεις αρχές που αναφέρονται στην αιτιολογική σκέψη 9.