ΕΥΛΟΓΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΜΙΑΣ ΔΙΚΗΣ: Η ΣΤΕ 4467/12

ΕΥΛΟΓΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΜΙΑΣ ΔΙΚΗΣ: Η ΣΤΕ 4467/12

Με την απόφαση 4467/2012 το ΣτΕ αποφαίνεται επί ενός νέου ενδίκου βοηθήματος, που εισήχθη μόνο για τη διοικητική δικαιοδοσία με τον νόμο 4055/2012 ”Δίκαιη δίκη και εύλογη διάρκεια αυτής” και είναι η αίτηση για δίκαιη ικανοποίηση λόγω υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας της διοικητικής δίκης. Η αίτηση στρέφεται κατά του Ελληνικού Δημοσίου, εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, και αντικείμενό της είναι η επιδίκαση ευλόγου χρηματικού ποσού για την αποκατάσταση της ηθικής, κατά κύριο λόγο, βλάβης που υπέστη ο διάδικος, λόγω της προσβολής του δικαιώματος σε ταχεία απονομή της διοικητικής δικαιοσύνης.
Ο λόγος θεσμοθέτησης αυτού του ενδίκου βοηθήματος, όπως προκύπτει και από την αιτιολογική έκθεση του νόμου, είναι η συμμόρφωση της Ελλάδας προς την απόφαση- πιλότο του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, που εκδόθηκε την 21-12-2010 στην υπόθεση Αθανασίου. Η παραβίαση αφορούσε το εύλογο του χρόνου διαδικασίας σε διοικητική δίκη, όπως αυτό προβλέπεται στο άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ. Το Δικαστήριο διαπίστωσε το «συστημικό» πρόβλημα σημαντικών καθυστερήσεων που παρουσιάζονται στις διοικητικές δίκες και σε σημαντικό βαθμό και αριθμό στο Συμβούλιο της Επικρατείας και προς τούτο κάλεσε την Ελλάδα να υιοθετήσει μια αποτελεσματική προσφυγή, προκειμένου να αντιμετωπίσει το «συστημικό» αυτό πρόβλημα. Το πιο ενδιαφέρον, ωστόσο, είναι ότι η διαδικασία της απόφασης-πιλότου υιοθετήθηκε από το Δικαστήριο του Στρασβούργου ακριβώς για να απαλλαγεί από ένα σημαντικό ποσοστό του φόρτου εργασίας, που δημιουργούν παρόμοιες υποθέσεις στις οποίες αναδεικνύεται το ίδιο πρόβλημα και κατά συνέπεια δυσχεραίνουν την ομαλή του λειτουργία. Εξάλλου, ο φόρτος εργασίας των δικαστηρίων λόγω του μεγάλου αριθμού ενδίκων βοηθημάτων που ασκούνται ενώπιον τους είναι αναμφίβολα μία από τις αιτίες καθυστέρησης στην απονομή δικαιοσύνης στη χώρα μας.
Στην επίδικη περίπτωση, η καθυστέρηση αφορούσε σε ακυρωτική δίκη ενώπιον του ΣτΕ, που άνοιξε με την κατάθεση αίτησης ακύρωσης το 2003 και ολοκληρώθηκε με τη δημοσίευση της απόφασης το 2011, δηλαδή οχτώ χρόνια εκκρεμούσε η υπόθεση σε ένα βαθμό δικαιοδοσίας. Η καθυστέρηση αυτή οφείλεται στις οχτώ συνολικά αναβολές που δόθηκαν και οι οποίες οφείλονται κατά ένα μέρος και στην καθυστερημένη αποστολή του φακέλου της διοίκησης. Το δικαστήριο αποφαίνεται για το αν συντρέχει υπέρβαση της εύλογης διάρκειας εκτιμώντας το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης και συγκεκριμένα επί τη βάσει τεσσάρων κριτηρίων, όπως προβλέπονται στον ν. 4055, και είναι α)η συμπεριφορά των διαδίκων κατά την εξέλιξη της δίκης, β)η πολυπλοκότητα των τιθεμένων νομικών ζητημάτων, γ) η στάση των αρμοδίων κρατικών αρχών και δ) το διακύβευμα της υπόθεσης για τον αιτούντα. Εν προκειμένω, η συμπεριφορά του αιτούντος δεν ήταν παρελκυστική, ενώ το νομικό ζήτημα που ετίθετο είχε ήδη κριθεί με προηγούμενη νομολογία και επιπλέον δεν προέκυπτε ότι η καθυστέρηση στην εκδίκαση οφειλόταν σε φόρτο εργασίας του Τμήματος ή της Ολομέλειας. Εν όψει τούτων, το δικαστήριο αποφαίνεται αφενός ότι συντρέχει παραβίαση του δικαιώματος του αιτούντος σε ταχεία απονομή δικαιοσύνης αφετέρου ότι η καθυστέρηση αυτή προκάλεσε στον αιτούντα ηθική βλάβη, συνιστάμενη στην αγωνία, την ταλαιπωρία και την αβεβαιότητα που υπέστη κατά τη διάρκεια της όλης διαδικασίας.
Για την αποκατάσταση δε της βλάβης αυτής κρίνεται δικαιολογημένη η επιδίκαση εύλογου χρηματικού ποσού ως δίκαιη ικανοποίηση του αιτούντος. Ως προς τον καθορισμό του ύψους του εν λόγω ποσού, το δικαστήριο συνεκτιμά τόσο τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής σχετικά με την πτώση του βιοτικού επιπέδου στην Ελλάδα λόγω της οξείας δημοσιονομικής κρίσης και της συνεχιζόμενης σοβαρής ύφεσης, που πλήττουν τη χώρα, όσο και το ήσσονος εμβέλειας διακύβευμα της διαφοράς για τον βιοπορισμό του αιτούντος. Τελικά, επιδικάζει στον αιτούντα 4.800 ευρώ για ηθική βλάβη αντί των 30.000 που ζητά ο ίδιος και των 1.500 ευρώ που θεωρεί το Δημόσιο ως ανώτατο όριο.
Η συγκεκριμένη απόφαση λοιπόν θέτει έντονο το ζήτημα της καθυστέρησης της απονομής δικαιοσύνης και τις συνέπειες που έχει αυτή στον προϋπολογισμό του κράτους σε περίοδο οικονομικής κρίσης, λόγω της αποζημιωτικής φύσης της αίτησης για δίκαιη ικανοποίηση. Δεδομένου εξάλλου ότι τόσο στην πολιτική όσο και στην ποινική δικαιοδοσία στην Ελλάδα οι διάδικοι αντιμετωπίζουν το πρόβλημα της αδικαιολόγητης καθυστέρησης για την τελική δικαστική κρίση στην υπόθεσή τους και πληθώρα τέτοιων προσφυγών εκκρεμούν στο ΕΔΔΑ, η ενδεχόμενη έκδοση πιλοτικών αποφάσεων και για τις αστικές και ποινικές δίκες θα οδηγήσουν στην γενική θεσμοθέτηση του ενδίκου βοηθήματος δίκαιης ικανοποίησης.
Αυτό που απομένει όμως να αποδειχτεί είναι η αποτελεσματικότητα του συγκεκριμένου ενδίκου βοηθήματος .Άλλωστε, το ΣτΕ ως προς τη χαμηλή αξία αποζημίωσης, επικαλείται νομολογία του ΕΔΔΑ, σύμφωνα με την οποία το τελευταίο μπορεί να δεχθεί την επιδίκαση χαμηλότερων χρηματικών ποσών σε σχέση με εκείνα που θα επιδίκαζε σε ανάλογες υποθέσεις, εφόσον τα επιδικαζόμενα σε εθνικό επίπεδο ποσά δεν είναι πολύ κατώτερα ενός ευλόγου ορίου («unreasonable») και υπό τον όρο ότι οι σχετικές αποφάσεις, οι οποίες πρέπει να είναι σύμφωνες με τη νομική παράδοση και το βιοτικό επίπεδο («standard of living») της συγκεκριμένης χώρας, εκδίδονται ταχέως, είναι αιτιολογημένες και εκτελούνται άμεσα (βλ. απόφ. ΕΔΑΔ της 10.10.2004, Dubjakova κατά Σλοβακίας και της 26.3.2006, Scordino κατά Ιταλίας). Λαμβανομένων άλλωστε υπόψη και των πράγματι χαμηλών αποζημιώσεων που επιδικάζει το ίδιο το ΕΔΔΑ, καταλήγει κάποιος στο συμπέρασμα ότι το συγκεκριμένο ένδικο βοήθημα ούτε στην προστασία του φορέα του δικαιώματος δικαστικής προστασίας συντείνει ούτε επίλυση του σύνθετου προβλήματος του ευλόγου χρόνου της διαδικασίας προκαλεί.