16 Jul Δημόσιες Συμβάσεις: Τόκος υπερημερίας και τύπος σύμβασης
AΠ 766/2014: Η διάταξη του άρθρου 4 του πδ 166/2003 περί τόκου υπερημερίας δημοσίου, ανεξαρτήτως της συνταγματικότητας της διάταξης του άρθρου 7 παρ. 2 του νδ 496/1974, υπερισχύει ως ειδικότερη. Δεν απαιτείται η τήρηση εγγράφου τύπου για τις συμβάσεις που συνάπτει το δημόσιο κάτω των 2.500 ευρώ, για δε τις συμβάσεις που υπερβαίνουν το ποσό αυτό, αρκεί η έγγραφη πρόταση από πλευράς του δημοσίου και η εκτέλεση της σύμβασης από τον αντισυμβαλλόμενο.
“Κατά το άρθρ. 1 του ν. 2286/1995, οι συμβάσεις από επαχθή αιτία για την προμήθεια αγαθών που ενεργούνται από φορείς του δημόσιου τομέα, στον οποίο περιλαμβάνονται και τα Ν.Π.Δ.Δ., οφείλουν να καταρτίζονται εγγράφως, η δε διαδικασία τους ρυθμίζεται ήδη από το π.δ/γμα 118/2007, που αντικατέστησε το π.δ/γμα 394/1996. Γενικότερα ορίζεται με τις διατάξεις του άρθρ. 41 του ν.δ/τος 496/1974 “περί Κώδικος Λογιστικού των Ν.Π.Δ.Δ.” ότι κάθε σύμβαση για λογαριασμό Ν.Π.Δ.Δ., που έχει αντικείμενο άνω των 10.000 δραχμών [και μεταγενέστερα κατά την υπ’ αριθ. 2054839/452/0026/3 – 9.7.1992 απόφαση του Υπουργού των Οικονομικών (ΦΕΚ Β’447/1992) 150.000 δραχμών ή 440,20 ευρώ, ήδη δε κατά την υπ’ αριθ. 2/59649/ 0026/2001 απόφαση του αυτού Υπουργού (ΦΕΚ Β’1427/2001) 2.500 ευρώ] ή δημιουργεί υποχρεώσεις διαρκείας, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά, υποβάλλεται στον τύπο του ιδιωτικού εγγράφου, η πρόταση όμως για την κατάρτιση της σύμβασης και η αποδοχή της μπορούν να γίνουν και με χωριστά έγγραφα, αίρεται δε η ακυρότητα που προκαλείται από την έλλειψη έγγραφης αποδοχής, αν εκπληρωθεί η σύμβαση. Από τις διατάξεις αυτές, που αποσκοπούν στην εξυπηρέτηση του γενικότερου συμφέροντος και συνεπώς δεν είναι αντίθετες προς τις διατάξεις των άρθρ. 4§1 και 20§1 του Συντάγματος ούτε προς αυτές του άρθρ. 1§1 του από 20.3.1952 Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ (ΑΠ 1372/2012), συνάγεται, σε συνδυασμό και με τις αντίστοιχες διατάξεις του άρθρ. 84 του ν.δ/τος 321/1969 “περί Κώδικος Δημοσίου Λογιστικού” και ήδη με τις διατάξεις του άρθρ. 80 του μεταγενέστερου ν. 2362/1995 “περί Κώδικος Δημοσίου Λογιστικού” (που αντικατέστησε το προηγούμενο ν.δ/γμα), ότι ο τύπος του ιδιωτικού εγγράφου, που απαιτείται για τις καταρτιζόμενες για λογαριασμό Ν.Π.Δ.Δ. ή αναλόγως του Δημοσίου ως άνω συμβάσεις, είναι συστατικός και όχι αποδεικτικός, γι’ αυτό και η έλλειψή του καθιστά κατά τα άρθρ. 158 και 159§1 του ΑΚ άκυρη τη σύμβαση, με συνέπεια να θεωρείται αυτή κατά το άρθρ. 180 του ίδιου Κώδικα ως μη γενόμενη, αίρεται δε η ακυρότητα σε περίπτωση εκτέλεσης της σύμβασης μόνον όταν για τη σύμβαση προηγήθηκε χωριστή έγγραφη πρόταση, χωρίς να επακολουθήσει και έγγραφη αποδοχή, όχι όμως και όταν δεν τηρήθηκε καθόλου ο έγγραφος τύπος για την πρόταση και την αποδοχή (ΟλΑΠ 862/1984? ΑΠ 1626/1995? 181/2004? 1161/2009? 1135/2010? 1057/2011). Στην περίπτωση αυτή της άκυρης σύμβασης η παροχή, που τυχόν έγινε σε εκτέλεση της σύμβασης παρά την ακυρότητά της, είναι παροχή χωρίς νόμιμη αιτία και μπορεί συνεπώς κατά τις διατάξεις των άρθρ. 904 – 913 του ΑΚ για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό να αναζητηθεί αυτούσια η παροχή ή αναλόγως η αντίστοιχη ωφέλεια που επήλθε στο άλλο μέρος (ΑΠ 541/1978? 1646/1995? 250/2006? 322/2010? 1378/2011? 1462/ 2012). Εξ άλλου ναι μεν πρέπει στην αγωγή, με την οποία ο ενάγων αναζητεί ευθέως από τον εναγόμενο τον πλουτισμό, που αυτός αποκόμισε εξ αιτίας της ακυρότητας της μεταξύ τους σύμβασης, να αναφέρονται στο δικόγραφό της, για να είναι αυτή κατά το άρθρ. 216§1 ΚΠολΔ ορισμένη, τα περιστατικά που καθιστούν άκυρη τη σύμβαση και αδικαιολόγητη επομένως την αντίστοιχη ωφέλεια του εναγομένου (ΑΠ 1457/2001? 390/ 2011), όμως αν η σχετική από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό αγωγική βάση σωρεύεται κατά δικονομική επικουρικότητα (άρθρ. 219 ΚΠολΔ), δηλαδή υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση απόρριψης της κύριας αγωγικής βάσης από τη σύμβαση των διαδίκων, αρκεί για την πληρότητα της επικουρικής βάσης η επίκληση της ακυρότητας απλώς της σύμβασης, χωρίς να απαιτείται κατά τα λοιπά να αναφέρονται και οι λόγοι στους οποίους οφείλεται η ακυρότητα, αφού στην τελευταία αυτή περίπτωση η επικουρική βάση της αγωγής θα εξετασθεί μόνο αν η στηριζόμενη στη σύμβαση κύρια αγωγική βάση απορριφθεί εξ αιτίας της ακυρότητας της σύμβασης για συγκεκριμένο λόγο, οπότε όμως ο λόγος αυτός, είτε κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα είτε κατ’ ένσταση του εναγομένου, θα έχει ήδη αποτελέσει αντικείμενο της δίκης, ώστε να πληρούται ο σκοπός της διάταξης του άρθρ. 216§1 ΚΠολΔικ, που απαιτεί σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν την αγωγή (ΟλΑΠ 23/2003? ΑΠ 120/2014). Περαιτέρω η ανεπάρκεια των εκτιθέμενων στην αγωγή ή στην ένσταση πραγματικών περιστατικών σε σχέση με αυτά που απαιτούνται από το νόμο για τη θεμελίωσή τους χαρακτηρίζεται ως νομική αοριστία και ελέγχεται με τον αναιρετικό λόγο από τον αριθμό 1 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ ως παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, εφόσον το δικαστήριο της ουσίας έκρινε τελικά ως ορισμένη την αγωγή ή την ένσταση, αρκούμενο σε λιγότερα ή διαφορετικά στοιχεία από αυτά που απαιτεί ο νόμος. Με τον ίδιο λόγο ελέγχεται και το σφάλμα του δικαστηρίου της ουσίας να κρίνει ως αόριστη την αγωγή ή την ένσταση, αξιώνοντας για τη θεμελίωσή τους περισσότερα στοιχεία από όσα απαιτεί ο νόμος για τη θεμελίωση του αντίστοιχου δικαιώματος. Πρόκειται και πάλι για παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ως προς τη διαπίστωση νομικής δήθεν αοριστίας της αγωγής ή της ένστασης (ΟλΑΠ 18/1998, ΕλλΔνη 1998.307? ΑΠ 1967/2006, ΕλλΔνη 2009.743). Επομένως νομική είναι η αοριστία που συνδέεται με τη νομική εκτίμηση του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου (ΑΠ 1356/2010). Αντίθετα η έλλειψη εξειδίκευσης των πραγματικών περιστατικών που θεμελιώνουν κατ’ αρχήν το ασκούμενο με την αγωγή ή την ένσταση ουσιαστικό δικαίωμα και αποτελούν την προϋπόθεση εφαρμογής του αντίστοιχου κανόνα ουσιαστικού δικαίου χαρακτηρίζεται ως ποσοτική αοριστία της αγωγής ή της ένστασης, ενώ η επίκληση απλώς των στοιχείων του νόμου χωρίς αναφορά πραγματικών περιστατικών χαρακτηρίζεται ως ποιοτική αοριστία της αγωγής ή της ένστασης (ΑΠ 963/2006) και ελέγχονται και οι δύο αναιρετικά με τους λόγους από τους αριθ. 8 και 14 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 1573/1981? ΑΠ 1452/2007). Για να ιδρύεται πάντως ο αντίστοιχος λόγος αναίρεσης πρέπει ο σχετικός με την ποσοτική ή ποιοτική αοριστία ισχυρισμός, ο οποίος δεν υπάγεται στις εξαιρέσεις του άρθρ. 562§2 ΚΠολΔ, να προτάθηκε παραδεκτά στο δικαστήριο της ουσίας (ΑΠ 571/2004) και να αναφέρεται αυτό στην αίτηση αναίρεσης, στην οποία πρέπει επίσης να παρατίθεται το περιεχόμενο της αγωγής ή της ένστασης, που κρίθηκαν με την προσβαλλόμενη απόφαση ως ορισμένες ή απορρίφθηκαν ως αόριστες, ώστε σε αντιπαραβολή με τις αντίστοιχες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, που επίσης πρέπει να παρατίθενται στο αναιρετήριο, να μπορεί να διαπιστωθεί το τυχόν σφάλμα της απόφασης, που πρέπει και αυτό να προσδιορίζεται με την αίτηση αναίρεσης. Στο πλαίσιο αυτό αναγκαίο στοιχείο της αγωγής, για να είναι αυτή ορισμένη, αποτελεί κατά το άρθρ. 216§1 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό και με τα άρθρ. 106, 335 και 338 ΚΠολΔ, η πληρότητα της ιστορικής βάσης της, δηλαδή η σαφής έκθεση στο αγωγικό δικόγραφο όλων των γεγονότων, είτε του εξωτερικού είτε του εσωτερικού κόσμου, τα οποία σύμφωνα με τον εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου θεμελιώνουν τη ζητούμενη έννομη συνέπεια. Στη συγκεκριμένη περίπτωση προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της ένδικης αγωγής (άρθρ. 561§2 ΚΠολΔ) ότι σ’ αυτή η αναιρεσίβλητη εκθέτει ότι ύστερα από παραγγελίες του αναιρεσείοντος νοσοκομείου, που ήταν έγγραφες, όπου ο έγγραφος τύπος ήταν αναγκαίος, κατάρτισε με το νοσοκομείο αυτό, που αποτελεί νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, αντίστοιχες άτυπες συμβάσεις, με βάση τις οποίες πώλησε διαδοχικά και παρέδωσε στο νοσοκομείο κατά το χρονικό διάστημα από 8.6.2005 έως 18.12.2008 ιατρικά υλικά συνολικής αξίας 70.980,56 ευρώ, η οποία όμως δεν εξοφλήθηκε και οφείλεται σ’ αυτή. Με βάση το ιστορικό αυτό η αναιρεσίβλητη ζήτησε με την ένδικη αγωγή της να υποχρεωθεί το εν λόγω νοσοκομείο να της καταβάλει το ως άνω συμβατικά οφειλόμενο ποσό, νομιμοτόκως κατά το άρθρ. 4 του π.δ/τος 166/2003, αλλιώς, αν οι συμβάσεις των διαδίκων θεωρηθούν άκυρες, ζήτησε να της επιδικασθεί το ίδιο ποσό κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, αφού κατά το ποσό αυτό, που το αντίδικο νοσοκομείο θα κατέβαλε για την προμήθεια των αυτών υλικών από άλλο προμηθευτή, ωφελήθηκε χωρίς νόμιμη αιτία σε βάρος της περιουσίας της. Το Εφετείο έκρινε με την προσβαλλόμενη απόφασή του ορισμένη και νόμιμη την ένδικη αγωγή και κατά τις δυο βάσεις της, διαλαμβάνοντας ειδικότερα στην απόφασή του, αναφορικά με την κύρια αγωγική βάση ότι αυτή περιέχει, εκτός από τα αναγκαία για κάθε πώληση στοιχεία του άρθρ. 513 του ΑΚ, και αυτά που απαιτούνται για να είναι τελικώς έγκυρες οι συμβάσεις πώλησης, όταν συμβαλλόμενο είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και οι συμβάσεις, όπως οι περισσότερες από τις επίδικες συμβάσεις, έχουν αντικείμενο ανώτερο των 2.500 ευρώ, δηλαδή ναι μεν οι συμβάσεις αυτές δεν καταρτίστηκαν εγγράφως, όπως οι διατάξεις του άρθρ. 41 του ν.δ/τος 496/1974 επέβαλλαν, ώστε να είναι εξ αρχής έγκυρες, όμως αναφέρεται στην ένδικη αγωγή ότι οι παραγγελίες (προτάσεις) προς κατάρτιση των συμβάσεων έγιναν εγγράφως, όπου αυτό ήταν αναγκαίο λόγω του ύψους του συμβατικού αντικειμένου, η δε αναιρεσίβλητη αποδέχθηκε τις παραγγελίες του αναιρεσείοντος και εκτέλεσε τις συμβάσεις, γεγονός που αίρει την αρχική ακυρότητα των συμβάσεων. Εξ άλλου αναφορικά με την επικουρική αγωγική βάση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό το Εφετείο έκρινε ότι για την πληρότητα της βάσης αυτής, που ασκήθηκε υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση της απόρριψης της κύριας αγωγικής βάσης, δηλαδή αν οι συμβάσεις των διαδίκων θεωρηθούν άκυρες, δεν απαιτείται να αναφέρεται και ο λόγος ακυρότητας των συμβάσεων αυτών. Έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε, αλλά ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρ. 41 του ν.δ/τος 496/1974, 158, 159§1 και 904 του ΑΚ, είναι δε αβάσιμα τα αντίθετα που υποστηρίζονται με τον πρώτο και τον δεύτερο των λόγων της αίτησης αναίρεσης και πρέπει οι λόγοι αυτοί, που εκτιμώνται ορθά ως λόγοι μόνον από τον αριθμό 1 και όχι και 19 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ, να απορριφθούν και μάλιστα ο δεύτερος λόγος είναι και αλυσιτελής, αφού είναι τελικά ορισμένη και νόμιμη η κύρια αγωγική βάση. 3. Η διάταξη του άρθρ. 7§2 τουν.δ/τος 496/1974, που είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ (ΟλΑΠ 3/2006? ΑΠ 1917/2007), ορίζει ότι ο νόμιμος και ο τόκος υπερημερίας για κάθε οφειλή Ν.Π.Δ.Δ. είναι 6% ετησίως, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά με σύμβαση ή ειδικό νόμο, αρχίζει δε από την επίδοση σχετικής αγωγής. Με ειδικό νόμο και συγκεκριμένα με το π.δ/γμα 166/2003, με το οποίο ενσωματώθηκε από 5.6.2003 στην ελληνική νομοθεσία η Οδηγία 2000/35 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 29.6.2000, ορίζεται διαφορετικά ο τόκος για οφειλές που έχουν χαρακτήρα αμοιβής από εμπορική συναλλαγή, δηλαδή συναλλαγή μεταξύ επιχειρήσεων ή μεταξύ επιχειρήσεων και δημοσίων αρχών, η οποία συνεπάγεται την παράδοση αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών έναντι αμοιβής (άρθρ. 1 – 3 π.δ/τος 166/2003). Έτσι κατά το άρθρ. 4§2 του ως άνω π.δ/τος, που ήδη καταργήθηκε με την υποπαράγραφο Ζ.14 της παραγράφου Ζ του άρθρου πρώτου του ν. 4152/2013, αλλά οι διατάξεις του παρέμειναν σε ισχύ για τις συμβάσεις που υπογράφτηκαν κατά τη διάρκεια της ισχύος του, ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι αν δεν συμφωνήθηκε ορισμένη ημέρα ή προθεσμία πληρωμής της αμοιβής, ο οφειλέτης γίνεται υπερήμερος χωρίς να απαιτείται όχληση και οφείλει τόκους, στην περίπτωση ειδικότερα που παρέλαβε το τιμολόγιο μέχρι το χρόνο της παραλαβής των αγαθών ή της παροχής των υπηρεσιών ή μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας αποδοχής ή ελέγχου των παραλαμβανόμενων αγαθών ή υπηρεσιών, εφόσον βέβαια προβλέπεται τέτοια διαδικασία, μόλις περάσουν 30 ημέρες από την παραλαβή των αγαθών ή την παροχή των υπηρεσιών ή από την ολοκλήρωση της διαδικασίας αποδοχής ή ελέγχου των παραλαμβανόμενων αγαθών ή υπηρεσιών, ενώ αν πρόκειται για συμβάσεις μεταξύ επιχειρήσεων και δημοσίων αρχών η προθεσμία των 30 ημερών αυξάνεται σε 60 ημέρες. Με το ίδιο άρθρ. 4 του π.δ/τος 166/ 2003 ορίζεται περαιτέρω ότι ο δανειστής δικαιούται τόκους εφόσον (α) έχει εκπληρώσει τις συμβατικές και νόμιμες υποχρεώσεις του και (β) δεν έχει εισπράξει εγκαίρως το οφειλόμενο ποσό, εκτός εάν δεν υπάρχει ευθύνη του οφειλέτη για την καθυστέρηση (§3) και ότι το ύψος του τόκου υπερημερίας, που είναι υποχρεωμένος να καταβάλει ο οφειλέτης, υπολογίζεται με βάση το επιτόκιο που εφαρμόζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στην πιο πρόσφατη κυρία πράξη αναχρηματοδότησης, η οποία πραγματοποιείται πριν από την πρώτη ημερολογιακή ημέρα του οικείου εξαμήνου (επιτόκιο αναφοράς), προσαυξημένο κατά επτά εκατοστιαίες μονάδες (περιθώριο), εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά στη σύμβαση, το δε επιτόκιο αναφοράς, που ισχύει στην πρώτη ημερολογιακή ημέρα του οικείου εξαμήνου, εφαρμόζεται και για τους επόμενους έξι μήνες (§4). Επομένως το Εφετείο, το οποίο, αντίθετα με την πρωτόδικη απόφαση, έκρινε ότι η αναιρεσίβλητη δικαιούται τόκους όχι το πρώτον από την επίδοση της ένδικης αγωγής σε ποσοστό μόνον 6% επί του ποσού της απαίτησής της κατά τουαναιρεσείοντος νοσοκομείου, που αποτελεί ήδη κατά το άρθρ. 1 του ν. 1821/1988 Ν.Π.Δ.Δ., αλλά μετά την πάροδο 60 ημερών από την ημερομηνία κάθε μερικότερης παραλαβής των πωληθέντων σ’ αυτό από την ίδια υλικών, η οποία συμπίπτει με την ημερομηνία έκδοσης του αντίστοιχου τιμολογίου της, δηλαδή σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρ. 4 του π.δ/τος 166/2003 και με επιτόκιο το προβλεπόμενο στο άρθρο αυτό επιτόκιο, με βάση το οποίο επιδίκασε ακολούθως στην αναιρεσίβλητη το ποσό των 70.980,56 ευρώ, αφού προς το σκοπό αυτό δέχθηκε την έφεσή της και εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση, δεν παραβίασε, αλλά ορθά και πάλι ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις ουσιαστικού δικαίου των άρθρ. 7§2 του ν.δ/τος 496/1974 και 4 του π.δ/τος 166/2003, είναι δε αβάσιμος και απορριπτέος ο αντίθετος από τον αριθμό 1 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ τρίτος λόγος της αίτησης αναίρεσης. Συνακόλουθα η αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικασθεί το αναιρεσείον, που νικήθηκε, στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, κατά το σχετικό νόμιμο αίτημά της (άρθρ. 176, 183, 189§1, 191§2 ΚΠολΔ), όπως στο διατακτικό ειδικότερα”.