Γ.Μπάλια: μια επιστημονική οπτική για τη ΜΠΕ

Γ.Μπάλια: μια επιστημονική οπτική για τη ΜΠΕ

 

1. Η ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΚΤΙΜΗΣΗΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΩΝ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ*

1.1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις

Η διαδικασία εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων (ΕΠΕ) αποτελεί μια καθολικά αποδεκτή τεχνική στον τομέα της προστασίας του περιβάλλοντος . Εισήχθη, για πρώτη φορά, στις ΗΠΑ το 1969 με τη νομοθεσία National Environmental Policy Act [NEPA], όπως τροποποιήθηκε και επεκτάθηκε σε όλες σχεδόν τις εθνικές έννομες τάξεις και στο διεθνές δίκαιο. Έτσι, στη Διακήρυξη του Ρίο αναφέρεται ότι πρέπει να υποβάλλονται σε ΕΠΕ οι προτεινόμενες δραστηριότητες ‘‘οι οποίες ενδέχεται να έχουν σοβαρές αρνητικές επιπτώσεις στο περιβάλλον’’ . Ακολούθησαν στη συνέχεια διεθνείς συμβάσεις, στις οποίες περιλαμβάνεται η ως άνω τεχνική. Ειδικότερα, στη σύμβαση για τη βιολογική ποικιλομορφία προβλέπεται ότι πρέπει να διεξάγεται ΕΠΕ στις περιπτώσεις όπου ενδέχεται να υπάρξει βλάβη ή σοβαρή επίπτωση στο περιβάλλον , ενώ στη σύμβαση Espoo προβλέπεται ότι είναι αναγκαία η διεξαγωγή ΕΠΕ για τις προτεινόμενες δραστηριότητες, οι οποίες ενδέχεται να προκαλούν σοβαρές αρνητικές διασυνοριακές επιπτώσεις στο περιβάλλον . Ομοίως, στη Σύμβαση για το δίκαιο της θάλασσας προβλέπεται η διεξαγωγή ΕΠΕ στις περιπτώσεις που τα κράτη έχουν βάσιμους λόγους να πιστεύουν ότι οι προτεινόμενες δραστηριότητες ενδέχεται να προκαλέσουν ρύπανση ή σημαντική βλάβη στο θαλάσσιο περιβάλλον .
Στο κοινοτικό δίκαιο, η διαδικασία ΕΠΕ προβλέπεται στην Οδηγία 85/337/ΕΟΚ για την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων, όπως τροποποιήθηκε με τις Οδηγίες 97/11/ΕΚ και 2003/35/ΕΚ (στο εξής: Οδηγία ΕΠΕ). Ομοίως προβλέπεται ρητά στην Οδηγία 92/43/ΕΟΚ για τους οικοτόπους και έμμεσα στην Οδηγία 75/442/ΕΟΚ για τα απορρίμματα . Επί πλέον, εκτός των ως άνω οδηγιών, οι οποίες αναφέρονται σε ατομικά σχέδια, θεσπίστηκε η Οδηγία 2001/42/ΕΚ για τη στρατηγική εκτίμηση των επιπτώσεων . Σ’ αυτή προβλέπεται ότι πρέπει να πραγματοποιείται ΕΠΕ για δημόσια σχέδια και προγράμματα ‘‘τα οποία ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον’’ . Το κοινό χαρακτηριστικό της ΕΠΕ, σε όλες τις οδηγίες (και στις διεθνείς συμβάσεις) είναι η περιγραφή μιας διαδικασίας, η οποία αφορά στην πρόγνωση των ενδεχόμενων σημαντικών αρνητικών επιπτώσεων στο περιβάλλον ορισμένων έργων, δραστηριοτήτων, προγραμμάτων και πολιτικών, πριν ληφθεί η απόφαση για την εκτέλεσή τους . Οι έννοιες της πρόγνωσης, της σοβαρότητας των επιπτώσεων, της πληροφόρησης και της διαβούλευσης με το κοινό, αποτελούν τα κεντρικά σημεία αυτής της διαδικασίας, η οποία καταλήγει σε μια τελική απόφαση . Αυτά θα μας απασχολήσουν στη συνέχεια με άξονα αναφοράς κυρίως την Οδηγία ΕΠΕ.

1.2. Η πρόγνωση των σημαντικών επιπτώσεων

1.2.1. Το περιεχόμενο της πρόγνωσης

Η ερμηνεία και κατ’ επέκταση η εφαρμογή των διατάξεων της Οδηγίας ΕΠΕ καθώς επίσης και των εθνικών μέτρων μεταφοράς στις εσωτερικές έννομες τάξεις των κρατών μελών, βρίσκεται σε διαρκή εξέλιξη. Προσαρμόζεται στις συνεχείς αλλαγές του πολιτικού και οικονομικού κλίματος, αλλά ταυτόχρονα επιδρά στις αλλαγές αυτές . Επί πλέον, προσδιορίζεται και ταυτόχρονα προσδιορίζει την επιστημονική γνώση, η οποία είναι αναγκαία για ‘‘την εκτίμηση των επιπτώσεων στο περιβάλλον των σχεδίων δημόσιων και ιδιωτικών έργων που ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον’’ . Το πρώτο χαρακτηριστικό λοιπόν της κανονιστικής επιστήμης στη διαδικασία ΕΠΕ (υπό τη μορφή, κυρίως, της ΜΠΕ) είναι η προγνωστική ικανότητά της, χάρις στην οποία επιδιώκεται ο προληπτικός έλεγχος των επιπτώσεων . Ο όρος ‘‘ενδέχεται’’ αν και αποτελεί τον ερευνητικό πυρήνα της διαδικασίας ΕΠΕ, δεν έχει αποτελέσει αντικείμενο νομικής επεξεργασίας, με αποτέλεσμα να μην είναι σαφές αν με τον όρο αυτό υπονοείται το ‘‘δυνατόν να συμβεί’’ ή το ‘‘πιθανό να συμβεί’’ . Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι ο όρος ‘‘ενδέχεται’’ απαιτεί τον πιθανό και όχι το δυνητικό κίνδυνο και συνεπώς η Οδηγία ΕΠΕ αποτελεί το πλαίσιο για την άσκηση κυρίως προληπτικής παρά προφυλακτικής δράσης . Αυτή η γνώμη δεν μπορεί να θεωρηθεί ορθή διότι στην ίδια την Οδηγία 97/11/ΕΚ υπάρχει ρητή αναφορά στην αρχή της προφύλαξης , περαιτέρω δε επισημαίνεται ότι στις πληροφορίες τις οποίες οφείλει να παράσχει ο κύριος του έργου, πρέπει να γίνεται ‘‘σύντομη αναφορά των ενδεχόμενων δυσκολιών (τεχνικές ελλείψεις ή ελλιπείς γνώσεις) που συνάντησε ο κύριος του έργου κατά τη συλλογή των απαιτούμενων πληροφοριών’’ . Επομένως, υπό το φως της Οδηγίας 97/11/ΕΚ, η έννοια του όρου ‘‘ενδέχεται’’ είναι διευρυμένη και περιλαμβάνει τόσο τους βέβαιους όσο και τους αβέβαιους κινδύνους για το περιβάλλον. Αυτό δε είναι περισσότερο ευκρινές στην Οδηγία 92/43/ΕΟΚ για τους οικοτόπους, στην οποία προβλέπεται ότι η ΜΠΕ πρέπει να περιλαμβάνει τόσο τις βέβαιες όσο και τις αβέβαιες επιπτώσεις στον τόπο διατήρησης .
Τίθεται όμως το ερώτημα: Ποια είναι η κανονιστική επιστήμη που θα επιφορτιστεί με το καθήκον της πρόγνωσης; Η απάντηση μπορεί να αναζητηθεί στην ίδια την Οδηγία ΕΠΕ, η οποία κάνει λόγο για επιπτώσεις στον άνθρωπο, στο περιβάλλον, στην πολιτιστική κληρονομιά, στο τοπίο κλπ . Επομένως όλοι οι επιστημονικοί κλάδοι οι οποίοι ασχολούνται με τις επί μέρους επιπτώσεις πρέπει να συνδράμουν στην αξιολόγησή τους. Επειδή δε πρέπει να εκτιμηθεί και η αλληλεπίδραση μεταξύ των παραγόντων που επηρεάζονται , η προσέγγιση πρέπει να είναι διεπιστημονική και ολιστική και όχι ένα απλό άθροισμα των επί μέρους γνωστικών πεδίων. Ο σημαντικότερος όμως ρόλος στη διαδικασία ΕΠΕ, στο πλαίσιο της διεπιστημονικότητας, ανήκει φυσικά στην επιστήμη της οικολογίας. Η τελευταία συναντάται με το δίκαιο στη ΜΠΕ και έτσι, οι δύο επιστημονικοί χώροι βρίσκονται σε μια ανοιχτή και διαρκή σχέση . Το δίκαιο προσδιορίζει το επιστημονικό περιεχόμενο της ΜΠΕ , η δε επιστήμη της οικολογίας παρέχει τις έννοιες (ρύπανση, όχληση, απόβλητα, ακτινοβολία, βιοποικιλότητα κλπ) βάσει των οποίων αποκτά την κατάλληλη κανονιστική δομή η ΜΠΕ.
Όπως ήδη παρατηρήσαμε , η επιστήμη της οικολογίας εξελίσσεται μέσα στο χρόνο, επιδρώντας στο δίκαιο και κατ’ επέκταση στις ρυθμίσεις για την ΕΠΕ. Ενώ η οικολογία του παραδείγματος της ισορροπίας και της σταθερότητας τροφοδοτούσε το δίκαιο με σχετικά συγκεκριμένες και βέβαιες έννοιες, η νέα οικολογία του παραδείγματος της δυναμικής και ασταθούς φύσης των οικοσυστημάτων τροφοδοτεί το δίκαιο –και κατ’ επέκταση τις ρυθμίσεις για την ΕΠΕ- με πολύπλοκες και αβέβαιες έννοιες . Ωστόσο, η πρακτική που ακολουθείται στις υποβαλλόμενες από τους κύριους των έργων ΜΠΕ, ταυτίζεται με τις θέσεις του προηγούμενου παραδείγματος της επιστήμης της οικολογίας . Οι πιθανές επιπτώσεις συνήθως εξετάζονται μερικά και κατά τομέα με αποτέλεσμα να μην υπάρχει η αναγκαία συνολική οικοσυστημική εκτίμηση. Η φύση δηλαδή προσεγγίζεται σαν το μηχανιστικό άθροισμα των επί μέρους στοιχείων της και όχι σαν ένα σύνθετο και ολιστικό σύστημα αλληλεπίδρασης των ποικίλων παραγόντων της . Παρατηρούμε λοιπόν ότι στα πλαίσια της διαδικασίας ΕΠΕ εκπονούνται ξεχωριστές ΜΠΕ ανάλογα με το αντικείμενο της επίπτωσης. Χαρακτηριστικές περιπτώσεις αποτελούν οι ‘‘μελέτες επιπτώσεων στην υγεία’’, οι ‘‘μελέτες κοινωνικών και πολιτιστικών επιπτώσεων’’, οι ‘‘μελέτες επιπτώσεων στο κλίμα’’ ή οι ‘‘μελέτες επιπτώσεων από το θόρυβο’’ .
Κοινό χαρακτηριστικό των ως άνω ΜΠΕ είναι η ποσοτικοποίηση των δεδομένων , η βεβαιότητα των χρησιμοποιούμενων επιστημονικών εννοιών και η αντικειμενική πρόγνωση των αρνητικών επιπτώσεων . Για το λόγο αυτό, οι τυχόν αβεβαιότητες είναι περιορισμένες και ελέγξιμες διότι αφορούν μόνο στις γνωστές επιπτώσεις, για τις οποίες υπάρχουν γνωστές πιθανότητες . Όμως η παραπάνω προσέγγιση, μη δίνοντας τη σημασία που πρέπει στους δεσμούς και στην αλληλεπίδραση των στοιχείων του περιβάλλοντος και στην εξ αυτής απορρέουσα αβεβαιότητα, αδυνατεί να αποδεχθεί την αξιακή φόρτιση των κύριων οικολογικών εννοιών . Περιοριζόμενη σε απλοποιημένες παραδοχές, επιλέγει συγκεκριμένες μεθοδολογίες, οι οποίες οριοθετούν την έρευνα σε επί μέρους στοιχεία και με τον τρόπο αυτό αποφεύγει να αντιμετωπίσει την εγγενή αβεβαιότητα ή άγνοια αναφορικά με τις οικοσυστημικές λειτουργίες . Συνεπώς, ο πυρήνας της διαδικασίας ΕΠΕ, η πρόγνωση των επιπτώσεων, δεν είναι –όπως προβάλλεται- προϊόν αντικειμενικής αξιολόγησης, αλλά περιέχει αξιακά ή υποκειμενικά στοιχεία καθώς οι γνώσεις μας για τη λειτουργία του περιβάλλοντος δεν είναι αρκετές για να μας οδηγήσουν σε αντικειμενικές προβλέψεις . Φαίνεται λοιπόν ότι η κανονιστική επιστήμη της οικολογίας, μέσω της διαδικασίας ΕΠΕ λειτουργεί έτσι, ώστε να μετατρέπει τα πολιτικά και κανονιστικά ζητήματα, σε αντικειμενικά επιστημονικά και τεχνικά ζητήματα . Συγκεκριμένα, ο πολιτικός στόχος της οικονομικής ανάπτυξης και ο κανονιστικός στόχος της ασφαλούς αξιολόγησης, υπηρετούνται από την προβαλλόμενη αντικειμενικότητα της κανονιστικής γνώσης κατά τη διαδικασία ΕΠΕ .
Οι παραπάνω επισημάνσεις μας οδηγούν στη σκέψη ότι χρειάζεται να υπάρξει, στη διαδικασία ΕΠΕ, μια αντιστοίχηση του δικαίου προς τις βασικές ιδέες της νέας οικολογίας. Ειδικότερα, η στενή σχέση του ανθρώπινου και του φυσικού περιβάλλοντος, ως το κατ’ εξοχήν στοιχείο της νέας οικολογίας, απαιτεί να διευρυνθεί η διαδικασία ΕΠΕ και να συμπεριλαμβάνει τόσο τις φυσικές-περιβαλλοντικές σχέσεις όσο και την ανθρώπινη συμπεριφορά και τις αξίες τις οποίες προσδίδει ο άνθρωπος στο φυσικό κόσμο που τον περιβάλλει . Αυτό σημαίνει ότι η διαδικασία ΕΠΕ πρέπει να καθιστά δυνατή την πρόγνωση, νοούμενη ως την έκφραση των αναγκαίων ποσοτικών και ποιοτικών εκτιμήσεων, με αρχικό σημείο το στάδιο της οριοθέτησης του πεδίου εφαρμογής (‘‘scoping’’) της διαδικασίας ΕΠΕ .

1.2.2. Η πρόγνωση κατά το στάδιο ‘‘scoping’’

Όπως είναι γνωστό, η διαδικασία ΕΠΕ χαρακτηρίζεται από διάφορα στάδια. Το πρώτο είναι αυτό της επιλογής των έργων που υποβάλλονται σε προηγούμενη εκτίμηση (‘‘screening’’) , για να ακολουθήσει στη συνέχεια εκείνο του ‘‘scoping’’. Το τελευταίο ορίζεται ως ‘‘η διαδικασία καθορισμού του περιεχομένου και του εύρους των θεμάτων τα οποία πρέπει να καλύπτονται από τις περιβαλλοντικές πληροφορίες που πρέπει να υποβάλλονται στην αρμόδια αρχή για έργα τα οποία υπόκεινται σε ΕΠΕ’’ . Το στάδιο αυτό, το οποίο ορίζεται ρητά στη νομοθεσία , αν και δεν έχει μελετηθεί μέχρι τώρα ικανοποιητικά , ωστόσο είναι κεφαλαιώδους σημασίας για τη συνέχιση της διαδικασίας ΕΠΕ και για την ποιότητα της απόφασης που θα ληφθεί . Εάν, δηλαδή, το πεδίο εφαρμογής οριοθετηθεί στενά μπορεί να αφήσει εκτός έρευνας σημαντικά ζητήματα, ενώ αν είναι ευρύ υπάρχει ο κίνδυνος να γίνει η εκτίμηση των επιπτώσεων επιφανειακά και ελλειπτικά. Επομένως το κατάλληλο ‘‘scoping’’ είναι καθοριστικό διότι συμβάλλει στο να διερευνηθούν οι σοβαρές επιπτώσεις, συμπεριλαμβανομένων των έμμεσων και σωρευτικών, από την αρχή της διαδικασίας ΕΠΕ . Η Οδηγία ΕΠΕ περιορίζει τους παράγοντες οι οποίοι εμπλέκονται σ’ αυτό το στάδιο της διερεύνησης των επιπτώσεων, μόνο μεταξύ του μελετητή του έργου και της διοίκησης . Αυτό σημαίνει ότι το ‘‘scoping’’ οριοθετείται ως ουδέτερο επιστημονικό και τεχνικό ζήτημα, μη υποκείμενο σε άλλες αξιολογήσεις. Ωστόσο, θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι σ’ αυτή τη φάση της διαδικασίας, ο μελετητής του έργου αντιμετωπίζει πρακτικούς περιορισμούς. Π.χ., ο σύντομος χρόνος εντός του οποίου πρέπει να παραδώσει την Π.Π.Ε. σε συνδυασμό με την εύλογη προτίμησή του υπέρ των συμφερόντων του κυρίου του έργου, οδηγούν σε διερεύνηση ορισμένων μόνο επιπτώσεων . Επί πλέον, η εγγενής αβεβαιότητα σχετικά με τις επιπτώσεις οδηγεί αναγκαστικά το μελετητή στο να προβαίνει σε υποκειμενικές αξιολογήσεις, οι οποίες προσδιορίζουν το πεδίο οριοθέτησης. Προκύπτει λοιπόν ότι η θεώρηση του ‘‘scoping’’ ως επιστημονικού και τεχνικού σταδίου της διαδικασίας ΕΠΕ, δεν είναι παρά μια επινόηση που στηρίζεται στον τεχνητό διαχωρισμό μεταξύ γεγονότων και αξιών . Χρειάζεται λοιπόν να υπάρξει ενίσχυση των διαδικασιών συμμετοχής και διαβούλευσης, ώστε να λάβει μέρος το κοινό σ’ αυτό το πρώιμο στάδιο. Διότι το κεντρικό ζήτημα αυτής της φάσης της διαδικασίας ΕΠΕ, που είναι η εκτίμηση σχετικά με το ποιες επιπτώσεις είναι σοβαρές και, συνεπώς, χρήζουν περαιτέρω διερεύνησης ή οδηγούν στη μηδενική επιλογή, συναρτάται άμεσα με την έννοια του κινδύνου . Η τελευταία, όπως ήδη παρατηρήσαμε, δεν ανήκει μόνο στην τεχνοκρατική-επιστημονική αλλά και στην κοινωνική ορθολογικότητα . Επομένως, η ένταξη του κοινού στη διαδικασία ΕΠΕ από το πρώιμο στάδιο του ‘‘scoping’’, συμβάλλει στην αναγκαία αντιστοίχηση των νομικών ρυθμίσεων προς τις σύγχρονες αντιλήψεις της ‘‘νέας οικολογίας’’ και προς τη διευρυμένη έννοια των περιβαλλοντικών κινδύνων. Περαιτέρω δε, ενισχύει τη δημοκρατική νομιμοποίηση της διαδικασίας ΕΠΕ και οριοθετεί τις πιθανές αντιθέσεις έγκαιρα, προς όφελος όλων των εμπλεκόμενων μερών. Τέλος, πρέπει να τονιστεί ότι απαραίτητη προϋπόθεση για την αποτελεσματική εφαρμογή του σταδίου ‘‘scoping’’ είναι η υποχρέωση διεξαγωγής του. Αυτό όμως δεν συμβαίνει διότι στην Οδηγία ΕΠΕ προβλέπεται η εκούσια τήρησή της από τα κράτη μέλη .

1.3. Ο ‘‘ενδεχόμενος σημαντικός κίνδυνος για το περιβάλλον’’

Το ζήτημα της σοβαρότητας των περιβαλλοντικών κινδύνων, είναι ίσως το σημαντικότερο της διαδικασίας ΕΠΕ διότι από την εκτίμηση τού κατά πόσο ο κίνδυνος είναι σημαντικός, εξαρτάται η συλλογή και ανάλυση των πληροφοριών, οι οποίες είναι αναγκαίες για την ορθή λήψη απόφασης από την αρμόδια αρχή . Αν και η ως άνω εκτίμηση κατέχει κεντρική θέση στη διαδικασία ΕΠΕ, ωστόσο παραμένει ένα από τα πιο πολύπλοκα, τα πιο αμφισβητούμενα και τα λιγότερο κατανοητά ζητήματα της εν λόγω διαδικασίας σε παγκόσμια κλίμακα . Σε όλες τις νομοθεσίες, στις οποίες περιλαμβάνεται η υποχρέωση διεξαγωγής ΕΠΕ δεν υπάρχει ενιαίος ορισμός των ‘‘ενδεχόμενων σημαντικών κινδύνων για το περιβάλλον.’’ Γι’ αυτό το λόγο, είναι αναγκαίο να εξετάσουμε πώς αντιμετωπίστηκε το εν λόγω ζήτημα από τις έννομες τάξεις, επιχειρώντας μια σύντομη συγκριτική επισκόπηση, κυρίως σ’ ό,τι αφορά στις ΗΠΑ και στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

1.3.1. Η νομική έννοια του ‘‘ενδεχόμενου σημαντικού κινδύνου’’ στις Η.Π.Α

Στη νομοθεσία των Η.Π.Α (ΝΕΡΑ και Council of Environmental Quality [CEQ] Regulations ) η διαδικασία ΕΠΕ έχει δύο στάδια: το στάδιο της Περιβαλλοντικής Εκτίμησης (EA stage) και το στάδιο της Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (EIS stage). Η Περιβαλλοντική Εκτίμηση (ΠΕ) είναι επίσημο έγγραφο της αρμόδιας δημόσιας αρχής- περιορισμένης έκτασης σε σχέση με τη ΜΠΕ- και παρέχει επαρκείς ενδείξεις και αναλύσεις ώστε να καθοριστεί κατά πόσο χρειάζεται να συνταχθεί στη συνέχεια ολοκληρωμένη ΜΠΕ. Εάν δεν χρειάζεται, εκδίδεται απόφαση που πιστοποιεί ότι βάσει των παραπάνω επαρκών ενδείξεων και αναλύσεων δεν θα υπάρχει σημαντική επίπτωση . Επομένως το κρίσιμο ερώτημα που προκύπτει, αφορά στο κατώφλι πέραν του οποίου μια προτεινόμενη δραστηριότητα έχει ή δεν έχει σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον ώστε, αναλόγως, να συνταχθεί ή να μη συνταχθεί ολοκληρωμένη ΜΠΕ . Η νομοθεσία ορίζει με γενικούς όρους την έννοια του σημαντικού κινδύνου. Συγκεκριμένα, απαιτεί από την αρμόδια δημόσια αρχή να εξετάσει το ‘‘πλαίσιο’’ και την ‘‘ένταση’’ των επιπτώσεων στο περιβάλλον του προτεινόμενου σχεδίου, για να καθορίσει κατά πόσο είναι σημαντικές . Εξηγεί, περαιτέρω, ότι η ‘‘ένταση’’ αναφέρεται στη σοβαρότητα της επίπτωσης, η οποία σχετίζεται με διάφορους παράγοντες που αναφέρονται στη νομοθεσία. Δύο δε από τους βασικούς παράγοντες είναι, πρώτον, ‘‘ο βαθμός στον οποίο οι επιπτώσεις στην ποιότητα του ανθρώπινου περιβάλλοντος ενδέχεται να είναι πολύ αμφισβητούμενες’’ και, δεύτερον, ‘‘ο βαθμός στον οποίο οι δυνητικές επιπτώσεις στο ανθρώπινο περιβάλλον είναι εξαιρετικά αβέβαιες ή περικλείουν μοναδικούς ή άγνωστους κινδύνους’’ . Συνεπώς, είτε στη μία είτε στην άλλη περίπτωση, εάν υπάρχουν οι παραπάνω δυνητικές επιπτώσεις στο περιβάλλον, αυτές θεωρούνται αρκούντως έντονες, ώστε να χαρακτηριστούν ‘‘σημαντικές’’ και να απαιτηθεί η σύνταξη ολοκληρωμένης ΜΠΕ .
Περαιτέρω, οι αβεβαιότητες, οι οποίες διαπιστώνονται κατά το στάδιο της ΠΕ πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο εξέτασης και κατά το επόμενο στάδιο της ΜΠΕ. Εάν η αρμόδια αρχή προτείνει τη σύνταξη ολοκληρωμένης ΜΠΕ στηριζόμενη στην ύπαρξη αβεβαιοτήτων σχετικά με τις σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον που αναφέρονται στην ΠΕ, τότε δεν είναι δυνατόν –η ίδια αρχή- να αρνηθεί να προσεγγίσει τις ως άνω αβεβαιότητες στο επόμενο στάδιο της ΜΠΕ. Τούτο διότι, σε αντίθετη περίπτωση, η πρόταση για υποχρέωση σύνταξης ΜΠΕ είναι χωρίς περιεχόμενο . Εξ αιτίας της ύπαρξης των αβεβαιοτήτων σχετικά με τις ενδεχόμενες σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον, οι αρχικές CEQ ρυθμίσεις του 1978 προέβλεπαν ότι η αρμόδια αρχή πρέπει πάντοτε να περιλαμβάνει στην εγκρινόμενη ΜΠΕ μια ‘‘ανάλυση για τη χειρότερη περίπτωση’’ . Η παραπάνω απαίτηση συμβάλλει στο να καθίσταται εμφανής η επιστημονική αβεβαιότητα και κατά συνέπεια, η συμπερίληψη στη ΜΠΕ διαφορετικών αναλύσεων, μεταξύ των οποίων και η ανάλυση για τη χειρότερη περίπτωση, μπορεί να εξοπλίζει τόσο την αρμόδια αρχή όσο και το κοινό με την κατάλληλη πληροφόρηση . Στις CEQ ρυθμίσεις του 1986, οι οποίες τροποποίησαν εκείνες του 1978, αντικαταστάθηκε η ‘‘ανάλυση για τη χειρότερη περίπτωση’’ με τον κανόνα του ‘‘εύλογου κατωφλίου.’’ Σύμφωνα με αυτόν, μόνο οι δυνητικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις οι οποίες είναι ‘‘ευλόγως προβλέψιμες’’ και, επί πλέον, στηρίζονται σε ‘‘αξιόπιστες επιστημονικές ενδείξεις’’, μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο της ΜΠΕ . Αυτό σημαίνει ότι οι μικρής πιθανότητας περιβαλλοντικοί κίνδυνοι δεν πρέπει να εξετάζονται στη ΜΠΕ, ακόμη και αν οι επιπτώσεις τους μπορεί να είναι καταστροφικές . Επικράτησε λοιπόν η γνώμη ότι οι CEQ ρυθμίσεις του 1986 ήταν αναγκαίες διότι θεωρήθηκε ότι η ‘‘ανάλυση για τη χειρότερη περίπτωση’’ έδινε ιδιαίτερη έμφαση στις απώτερες επιπτώσεις και έθετε άλυτα επιστημονικά ζητήματα . Ωστόσο, το αποτέλεσμα των νέων ρυθμίσεων είναι ότι παρέχεται λιγότερη πληροφόρηση τόσο στην αρμόδια αρχή όσο και στο κοινό, πράγμα που οδηγεί σε μια λιγότερο αξιόπιστη ΜΠΕ .
Ειδικότερα, υπό το καθεστώς των νέων ρυθμίσεων του 1986, οι αρμόδιες αρχές πρέπει να συλλέγουν και να περιλαμβάνουν στην εγκρινόμενη ΜΠΕ μόνο τις πληροφορίες που αναφέρονται στις ‘‘ευλόγως προβλέψιμες σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις’’ στο ανθρώπινο περιβάλλον, του προτεινόμενου σχεδίου . Όταν δε λείπει η πληροφόρηση, αυτό πρέπει να καθίσταται γνωστό, επί πλέον δε θα πρέπει να παρέχεται η κατάλληλη πληροφόρηση μόνο εάν το κόστος της δεν είναι ‘‘υπερβολικό’’ . Εφόσον λοιπόν η αρμόδια αρχή είναι σε θέση να δείξει ότι δεν υπάρχουν γνωστά μέσα για την παροχή της γνώσης και ότι χρησιμοποιεί τις βέλτιστες διαθέσιμες μεθόδους και τεχνολογίες, τότε πρέπει να συμπεριλάβει στην εγκρινόμενη ΜΠΕ την παραπάνω διαπίστωση, όπως επίσης και τη διαπίστωση σχετικά με την καταλληλότητα της ατελούς ή μη διαθέσιμης πληροφόρησης για την αξιολόγηση των σημαντικών επιπτώσεων. Περαιτέρω, πρέπει η αρμόδια αρχή να αναφέρει περιληπτικά τις ‘‘υπάρχουσες αξιόπιστες επιστημονικές ενδείξεις’’ οι οποίες είναι πρόσφορες για την εκτίμηση ‘‘των ευλόγως σημαντικών αρνητικών επιπτώσεων’’ στηριζόμενες σε θεωρητικές προσεγγίσεις ή ερευνητικές μεθόδους ‘‘γενικά αποδεκτές στην επιστημονική κοινότητα’’ . Με βάση τις παραπάνω αναφερόμενες νέες ρυθμίσεις προκύπτει ότι στις περιπτώσεις όπου υπάρχει επιστημονική αβεβαιότητα, αυτή πρέπει να αποκαλύπτεται και να αποτελούν αντικείμενο εξέτασης οι ‘‘ευλόγως προβλέψιμες επιπτώσεις’’, χωρίς να περιλαμβάνεται η ‘‘ανάλυση για τη χειρότερη περίπτωση.’’ Με τον τρόπο αυτό αποκλείονται οι δυνητικές απώτατες επιπτώσεις .
Ενώ είναι αναγκαίο να καθορίζεται ποιες επιπτώσεις στο περιβάλλον είναι σημαντικές, πρέπει, παράλληλα, να καθορίζεται και ποιες επιπτώσεις πρέπει να ληφθούν υπόψη . Οι τροποποιημένες CEQ ρυθμίσεις του 1986 αναφέρονται στο παραπάνω ζήτημα. Συγκεκριμένα, μπορούν να απαιτήσουν, ανάλογα με την περίπτωση, μια πρώτη ΜΠΕ στο ειδικό επίπεδο του χώρου εγκατάστασης και των χαρακτηριστικών της προτεινόμενης δραστηριότητας και μια άλλη ΜΠΕ σε ένα γενικότερο προγραμματικό επίπεδο. Ο δεύτερος τύπος ΜΠΕ εξετάζει τις ενδεχόμενες συνέπειες από μια ευρύτερη χωρο-χρονική προοπτική . Ειδικότερα, οι παραπάνω ρυθμίσεις ορίζουν ρητά τις περιβαλλοντικές ‘‘συνέπειες’’ οι οποίες πρέπει να εξεταστούν. Τέτοιες είναι τόσο οι ‘‘άμεσες’’ όσο και οι ‘‘έμμεσες επιπτώσεις.’’ Οι τελευταίες ορίζονται ως οι επιπτώσεις εκείνες οι οποίες ‘‘προκαλούνται από τη δραστηριότητα και εμφανίζονται σε ύστερο χρόνο και σε μεγάλη απόσταση από το χώρο πρόκλησης, αλλά είναι ευλόγως προβλέψιμες .’’ Επί πλέον, η ίδια η ΝΕΡΑ αναγνωρίζει το μακροπρόθεσμο χαρακτήρα των επιπτώσεων και αναφέρεται στη ‘‘διαρκή ευθύνη’’ της κυβέρνησης ως ‘‘θεματοφύλακα του περιβάλλοντος για τις επόμενες γενεές.’’ Περαιτέρω, η εγκρινόμενη ΜΠΕ πρέπει να περιλαμβάνει την εξέταση ‘‘των σχέσεων μεταξύ των τοπικών βραχυπρόθεσμων χρήσεων του περιβάλλοντος του ανθρώπου και της διατήρησης και ενίσχυσης της μακροπρόθεσμης παραγωγικότητας.’’ Τέλος, απαιτείται η εξέταση και κάθε μη αναστρέψιμης και μη επανορθώσιμης προσβολής των φυσικών πόρων από την προτεινόμενη δραστηριότητα’ .
Τα δικαστήρια στις ΗΠΑ ασχολήθηκαν με τα παραπάνω ζητήματα και προσδιόρισαν –ως ένα βαθμό- την έννοια και το περιεχόμενό τους. Στην υπόθεση Kleindiest το δικαστήριο υπογράμμισε ότι, προκειμένου να αποφασίσει η αρμόδια αρχή κατά πόσο ένα προτεινόμενο σχέδιο ενέχει ‘‘σημαντικούς κινδύνους’’ για το ανθρώπινο περιβάλλον, θα πρέπει να το εξετάσει ‘‘υπό το φως δύο, τουλάχιστον, παραμέτρων: (1) της έκτασης στην οποία η προτεινόμενη δραστηριότητα θα προξενήσει αρνητικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις, πέραν εκείνων που υπάρχουν ήδη εξ αιτίας των υφιστάμενων χρήσεων του συγκεκριμένου χώρου και (2) των απόλυτων ποσοτικών αρνητικών περιβαλλοντικών συνεπειών που προέρχονται από την ίδια την προτεινόμενη δράση, συμπεριλαμβανομένης και της σωρευτικής βλάβης, η οποία προκύπτει από τη συμβολή της στις υπάρχουσες αρνητικές συνθήκες ή χρήσεις της συγκεκριμένης περιοχής’’ . Στη συνέχεια το δικαστήριο εμβαθύνοντας περισσότερο τόνισε ότι, όταν το προτεινόμενο σχέδιο έχει τα ίδια χαρακτηριστικά με τις υπάρχουσες χρήσεις του χώρου, οι αρνητικές συνέπειές του θα είναι συνήθως λιγότερο σημαντικές σε σχέση με ένα σχέδιο το οποίο θα επιφέρει δραστικές αλλαγές. Συνδέοντας λοιπόν την έννοια της σοβαρότητας των επιπτώσεων με τον τύπο της τοποθεσίας στην οποία θα υλοποιηθεί το προτεινόμενο σχέδιο, υπογράμμισε τα εξής: ‘‘Όταν μια ολόκληρη γειτονιά είναι σε διαδικασία ανάπτυξης, το υπάρχον περιβάλλον της, αν και συχνά κάτω από τα ιδανικά επίπεδα, αποτελεί μια παράμετρο η οποία δεν μπορεί να αγνοηθεί. Π.χ., ένας επί πλέον αυτοκινητόδρομος σε μια περιοχή στην οποία υπάρχουν ήδη αρκετοί δρόμοι, συνήθως έχει λιγότερες επιπτώσεις σε σχέση με την κατασκευή αυτοκινητόδρομου σε ένα δημόσιο πάρκο στο οποίο δεν υπάρχουν δρόμοι’’ .
Στην υπόθεση Evans , το δικαστήριο προσδιόρισε την έννοια των ‘‘ενδεχόμενων σημαντικών επιπτώσεων’’, συσχετίζοντάς την με την ένταση, όπως η τελευταία ορίζεται στη νομοθεσία . Ειδικότερα, υπογράμμισε ότι για να δοθεί άδεια για φαλαινοθηρία, χρειάζεται να συνταχθεί προηγουμένως ΜΠΕ για το λόγο ότι υπάρχει επιστημονική αβεβαιότητα σχετικά με τις επιπτώσεις της φαλαινοθηρίας στον πληθυσμό των φαλαινών και συνεπώς, εξ αιτίας της παραπάνω αβεβαιότητας οι επιπτώσεις θεωρούνται ‘‘σημαντικές’’ .
Τέλος, σε ό,τι αφορά στην ‘‘ανάλυση για τη χειρότερη περίπτωση’’, η οποία συνδέεται άμεσα με την επιστημονική αβεβαιότητα σχετικά με τις σημαντικές επιπτώσεις , η νομολογία ακολούθησε τις προβλέψεις της νομοθεσίας τόσο της αρχικής (1978) όσο και της μεταγενέστερης (1986). Ειδικότερα, υπό το καθεστώς των αρχικών ρυθμίσεων, στην υπόθεση Sigler το δικαστήριο εξέτασε μια ΜΠΕ η οποία αφορούσε σ’ ένα κέντρο διανομής πετρελαιοειδών στο λιμάνι της Galveston Bay. Οι αιτούντες ισχυρίστηκαν ότι η αρμόδια αρχή θα έπρεπε να εξετάσει τις ενδεχόμενες επιπτώσεις ενός ατυχήματος και συγκεκριμένα της ολικής διαρροής πετρελαίου στο λιμάνι, από ένα supertanker. Ενώ όλοι συμφωνούσαν ότι μπορεί να συμβεί μια τέτοια διαρροή, διαφωνούσαν όμως σχετικά με τις πιθανότητες και το εύρος των επιπτώσεων. Το δικαστήριο, εξ αιτίας των παραπάνω αβεβαιοτήτων θεώρησε ότι θα έπρεπε η αρμόδια αρχή να συμπεριλάβει στη ΜΠΕ μια ‘‘ανάλυση για τη χειρότερη περίπτωση’’ ώστε να εξεταστούν και τα ζητήματα στα οποία υπήρχαν αμφισβητήσεις. Στην υπόθεση Clark το δικαστήριο εξέτασε το ζήτημα κατά πόσο στη ΜΠΕ πρέπει να ερευνώνται οι κίνδυνοι που συνδέονται με τη χρήση ζιζανιοκτόνων, τα οποία είχαν ήδη εγκριθεί. Το δικαστήριο θεώρησε ότι η παρασχεθείσα άδεια δεν σημαίνει ότι ένα ζιζανιοκτόνο είναι ασφαλές υπό οποιεσδήποτε συνθήκες. Τονίζοντας την αβεβαιότητα σχετικά με τον κίνδυνο πρόκλησης καρκίνου, το δικαστήριο υπογράμμισε ότι η αρμόδια αρχή πρέπει να συντάξει μια ‘‘ανάλυση για τη χειρότερη περίπτωση’’ για να εξετάσει τον παραπάνω κίνδυνο από τη χρήση του ζιζανιοκτόνου.
Μετά, όμως, τις παραπάνω αποφάσεις, όπως και άλλες που ακολούθησαν, επικράτησε η άποψη ότι η έννοια του σημαντικού κινδύνου έχει διευρυνθεί χωρίς να υπάρχει η ανάλογη επιστημονική τεκμηρίωση. Γι’ αυτό το λόγο τροποποιήθηκε η νομοθεσία (πρόκειται για τις ρυθμίσεις του 1986) και απαλείφθηκε, όπως είδαμε, η απαίτηση για ‘‘ανάλυση για τη χειρότερη περίπτωση’’ . Το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ (και άλλα, στη συνέχεια, κατώτερα ομοσπονδιακά δικαστήρια), ακολουθώντας τη νέα νομοθεσία τόνισε ότι η πρόβλεψη των σημαντικών επιπτώσεων δεν πρέπει να στηρίζεται στην ‘‘ανάλυση για τη χειρότερη περίπτωση’’ αλλά στην επιστημονική γνώση, η οποία μάλιστα δεν υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο .
Οι CEQ ρυθμίσεις του 1986 και η περιοριστική ερμηνεία των διατάξεων της ΝΕΡΑ από το Ανώτατο Δικαστήριο συνάντησαν έντονη αντίδραση από τη θεωρία. Κοινός τόπος των περισσότερων απόψεων που διατυπώθηκαν ήταν ότι, εξ αιτίας των δύο παραπάνω παραγόντων, η ΝΕΡΑ έχασε την αρχική προωθητική της δύναμη και δεν ανταποκρίνεται στις σύγχρονες περιβαλλοντικές προκλήσεις .

1.3.2. Η νομική έννοια του ‘‘ενδεχόμενου σημαντικού κινδύνου’’ στην Ε.Ε.

Στην Οδηγία ΕΠΕ η έννοια του σημαντικού κινδύνου σχετίζεται με δύο αλληλεξαρτώμενα μεταξύ τους στάδια της διαδικασίας ΕΠΕ. Αρχικά με το στάδιο της επιλογής των έργων (‘‘screening’’), στο οποίο η έννοια του σημαντικού κινδύνου διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο για την κατάταξη των έργων και ακολούθως με το στάδιο των συγκεκριμένων προτεινόμενων ατομικών έργων ή δραστηριοτήτων .
Στο στάδιο της επιλογής των έργων η έννοια του σημαντικού κινδύνου προσδιορίζει α) τα σχέδια για τα οποία απαιτείται να ακολουθηθεί η διαδικασία ΕΠΕ και απαριθμούνται στην οδηγία και β) τα σχέδια για τα οποία απαιτείται να ακολουθηθεί η διαδικασία ΕΠΕ και απαριθμούνται στην οδηγία, υπό την προϋπόθεση όμως ότι ο προσδιορισμός τους ανήκει στη διακριτική ευχέρεια των κρατών μελών . Ο κανόνας λοιπόν είναι ότι εάν υπάρχουν ενδεχόμενες σημαντικές επιπτώσεις τα σχέδια υποβάλλονται στη διαδικασία ΕΠΕ . Ωστόσο, το παραπάνω κριτήριο ‘‘του σημαντικού κινδύνου’’ για την επιλογή των έργων παρουσιάζει ανυπέρβλητες –ίσως- δυσκολίες διότι τίθεται το εν λόγω κριτήριο ως προϋπόθεση για να υποβληθεί ένα σχέδιο σε ΜΠΕ, ενώ, λογικά, δεν μπορεί παρά να προκύψει ως αποτέλεσμα της ΜΠΕ. Όπως τονίζει ο Michel Prieur ‘‘πώς μπορούμε να γνωρίζουμε a priori αν το σχέδιο θα έχει επιπτώσεις στο φυσικό περιβάλλον χωρίς προηγουμένως να έχει αξιολογηθεί βάσει μιας προκαταρκτικής επιστημονικής μελέτης; Εδώ υπάρχει ένα θεμελιώδες μειονέκτημα του συστήματος, το οποίο καθιστά κάπως τεχνητή τη μέθοδο επιλογής των έργων που θα υποβληθούν σε ΜΠΕ .’’ Αντίθετα προς την Οδηγία ΕΠΕ, η Οδηγία για τους οικοτόπους δεν απαριθμεί τα σχέδια τα οποία πρέπει να υποβληθούν σε ΜΠΕ. Συγκεκριμένα προβλέπεται ότι υποβάλλεται σε εκτίμηση κάθε σχέδιο μη άμεσα συνδεόμενο ή μη αναγκαίο για τη διαχείριση του τόπου, το οποίο είναι δυνατόν να έχει σημαντικές επιπτώσεις στον τόπο είτε καθεαυτό είτε από κοινού με άλλα σχέδια . Η μόνη εξαίρεση αφορά στα άμεσα ή αναγκαία για τη διαχείριση του τόπου σχέδια . Στο ζήτημα –ειδικότερα- κατά πόσο η απαίτηση για σύνταξη ΜΠΕ κατά το άρθρο 6(3) της οδηγίας 92/43 πρέπει να περιορίζεται μόνο στα σχέδια που υποβάλλονται σε εκτίμηση σύμφωνα με την οδηγία ΕΠΕ, το ΔΕΚ έκρινε ότι δεν περιορίζεται μόνο στα ως άνω σχέδια αλλά περιλαμβάνει όλα όσα ‘‘ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στις τοποθεσίες κοινοτικού ενδιαφέροντος’’ .
Στην Οδηγία ΕΠΕ προβλέπονται κριτήρια για την επιλογή των έργων, τα οποία αναφέρονται κυρίως ‘‘στη φύση, στο μέγεθος ή στη θέση τους’’ και/ή σε ποσοτικά κατώφλια . Τα παραπάνω κριτήρια και κατώφλια προσδιορίζουν κατά πόσο οι επιπτώσεις είναι σημαντικές και με βάση αυτά καθορίζονται τα έργα και οι δραστηριότητες, οι οποίες περιλαμβάνονται στο Παράρτημα Ι. Έτσι, μεγάλες βιομηχανικές δραστηριότητες και μεγάλα έργα υποδομής ρητά αναφερόμενα στο εν λόγω Παράρτημα, θεωρούνται ότι ενέχουν κατά τεκμήριο ενδεχόμενους σημαντικούς κινδύνους και υποβάλλονται υποχρεωτικά στη διαδικασία ΕΠΕ . Στην περίπτωση του Παραρτήματος ΙΙ τα παραπάνω κριτήρια και κατώφλια αποτελούν αντικείμενο περαιτέρω εξέτασης από τα κράτη μέλη. Αυτό σημαίνει ότι τα κράτη μέλη, βάσει της αρχής της επικουρικότητας, διαθέτουν διακριτική ευχέρεια να προσδιορίζουν τις σημαντικές επιπτώσεις στο στάδιο της επιλογής, βάσει α) της κατά περίπτωση εξέτασης ή β) των κατώτατων ορίων ή κριτηρίων που επιλέγουν , υλοποιώντας έτσι με ευελιξία τις απαιτήσεις της οδηγίας. Ωστόσο, η παραπάνω διακριτική ευχέρεια δεν είναι απεριόριστη αλλά πρέπει να σέβεται τα κριτήρια και τα κατώφλια, τα οποία ορίζονται στην οδηγία . Το ΔΕΚ αναγνωρίζει τη σημασία και τον κεντρικό ρόλο της έννοιας των σημαντικών επιπτώσεων στη διαδικασία ΕΠΕ. Γι’ αυτό το λόγο έχει εντείνει τον έλεγχο της διακριτικής ευχέρειας των κρατών μελών αναφορικά με τα υιοθετούμενα κριτήρια και κατώφλια ως προσδιοριστικά στοιχεία της σοβαρότητας των κινδύνων, όπως φαίνεται από τη νομολογία.
Στην υπόθεση Kraaijeveld το δικαστήριο αφού εκτίμησε ότι ‘‘το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας είναι εκτεταμένο και ο στόχος της ευρύς’’ υπογράμμισε ότι, αν και το άρθρο 4(2) της οδηγίας δίνει περιθώρια εκτίμησης στα κράτη μέλη να καθορίσουν τα έργα τα οποία θα υποβληθούν σε ΜΠΕ ή να καθορίσουν τα κριτήρια και/η τα κατώφλια, ωστόσο τα ως άνω περιθώρια περιορίζονται από την υποχρέωση που υπέχουν βάσει του άρθρου 2(1) . Η παραπάνω υποχρέωση ‘‘επιβάλλει στα κράτη μέλη να υποβάλλουν σε εκτίμηση των επιπτώσεων εκείνα τα σχέδια τα οποία, ιδίως λόγω της φύσεως, του μεγέθους ή της θέσεώς τους, μπορούν να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον’’ . Επομένως, συμπέρανε το δικαστήριο, το περιθώριο εκτιμήσεως δεν αποκλείει το δικαστικό έλεγχο του εθνικού δικαστηρίου ‘‘προκειμένου να εξεταστεί μήπως οι εθνικές αρχές υπερέβησαν το εν λόγω περιθώριο εκτιμήσεως’’ . Κατά συνέπεια, εάν υπάρχει υπέρβαση δεν εφαρμόζονται οι εθνικές διατάξεις, το δε κράτος μέλος έχει υποχρέωση να προβεί σε εξέταση κατά πόσο ένα σχέδιο ‘‘είναι δυνατόν να έχει σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον και, αν όντως συντρέχει τέτοια περίπτωση, να πραγματοποιείται μελέτη όσον αφορά τις επιπτώσεις αυτές’’ .
Στην υπόθεση Bozen το δικαστήριο, αφού επιβεβαίωσε την προηγούμενη απόφαση Kraaijeveld, συμπέρανε ότι: ‘‘Συνεπώς, όποια και αν είναι η μέθοδος που χρησιμοποίησε ένα κράτος μέλος για να καθορίσει αν ένα ειδικό σχέδιο χρήζει ή όχι εκτιμήσεως, δηλαδή ο χαρακτηρισμός ενός ειδικού σχεδίου δια της νομοθετικής οδού ή κατόπιν εξετάσεως του σχεδίου, αυτή η μέθοδος δεν μπορεί να βλάπτει το σκοπό της οδηγίας, ο οποίος έγκειται στο να μη διαφεύγει της εκτιμήσεως κανένα σχέδιο δυνάμενο να έχει αρνητικές επιπτώσεις στο περιβάλλον, κατά την έννοια της οδηγίας, εκτός αν το αποκλειόμενο ειδικό σχέδιο μπορεί να θεωρηθεί δυνάμει συνολικής εκτιμήσεως ως μη δυνάμενο να έχει σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον’’ .
Στην υπόθεση Επιτροπή κατά Ιρλανδίας η Επιτροπή προέβαλε τον ισχυρισμό ότι η Ιρλανδία υπερέβη τα όρια της διακριτικής ευχέρειας που της παρέχει η οδηγία, θέτοντας ‘‘απόλυτα κατώφλια’’ τα οποία είχαν σαν αποτέλεσμα να μην λαμβάνει υπόψη όλα τα χαρακτηριστικά ενός σχεδίου όταν αποφασίζει αν αυτό θα υποβληθεί ή όχι σε ΜΠΕ. Αυτό, κατά την Επιτροπή, δεν είναι σύμφωνο με την οδηγία διότι υπάρχουν σχέδια που δεν υπερβαίνουν τα ‘‘κατώφλια’’, τα οποία όμως ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον, όταν πρόκειται για τοποθεσίες ιδιαίτερα ευαίσθητες ή όταν δεν λαμβάνεται υπόψη το σωρευτικό αποτέλεσμα των σχεδίων. ‘‘Έτσι, διάφορα χωριστά σχέδια, κανένα από τα οποία δεν υπερβαίνει το καθορισθέν κατώτατο όριο και συνεπώς δεν απαιτεί μελέτη επιπτώσεων, μπορούν ομού να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον’’ . Το δικαστήριο αποφάσισε ότι ‘‘ένα κράτος μέλος το οποίο καθιέρωσε κριτήρια ή κατώφλια, λαμβάνοντας υπόψη μόνο το μέγεθος των σχεδίων, χωρίς να συνεκτιμά τη φύση και την τοποθεσία τους, υπερβαίνει τα όρια του περιθωρίου εκτίμησης σύμφωνα με τα άρθρα 2(1) και 4(2) της οδηγίας’’ . Στη συνέχεια τόνισε ότι ακόμη και τα μικρής κλίμακας σχέδια ενδ