Γιατί η δικηγορική αποχή δεν ‘αγγίζει’ την κοινωνία

Γιατί η δικηγορική αποχή δεν ‘αγγίζει’ την κοινωνία

 H αποτελεσματικότητα μιας απεργιακής κινητοποίησης κρίνεται σε μεγάλο βαθμό από το πόσο επηρεάζει την καθημερινότητα του κοινωνικού συνόλου, γιατί έτσι προβάλλονται τα εκάστοτε αιτήματα και ασκείται πίεση στο φορέα της εξουσίας, άρα και η διεκδίκηση έχει μεγαλύτερη τύχη. Η δικηγορική αποχή, όπως έχει επικρατήσει να γίνεται τα τελευταία χρόνια, έχει απολύτως ισχνή διεισδυτικότητα στην κοινωνία κι αυτό μπορεί να εξηγηθεί πολύ απλά με βάση τη φύση της παρεχόμενης υπηρεσίας αφενός αλλά και αφετέρου με βάση τον τρόπο και τη μορφή που επιλέγουν τα συλλογικά όργανα των δικηγόρων να πραγματοποιήσουν την κινητοποίηση τους.
Αρχικά ας θέσουμε το ερώτημα ποιόν επηρεάζει αρνητικά ή ποιόν δυσαρεστεί η δικηγορική αποχή. Στην πραγματικότητα ελάχιστους ανθρώπους. Κατ’ αρχήν δεν επηρεάζει αυτούς που δεν ασχολούνται με δικαστήρια και δεν είναι λίγοι, ιδίως σήμερα που λεφτά δεν υπάρχουν. Περαιτέρω δεν δυσαρεστεί σίγουρα τους εναγομένους της πολιτικής δίκης και μάλλον ούτε τους κατηγορουμένους της ποινικής. Αντιθέτως σε ένα σύστημα δικαιοσύνης όπως το ελληνικό που χαρακτηρίζεται από αναβλητικότητα και μετάθεση της εκδίκασης των υποθέσεων για το μέλλον, η δικηγορική αποχή ευνοεί ένα μεγάλο μέρος των διαδίκων (πολλοί από τους οποίους εμπλέκονται σε υποθέσεις χρηματικών οφειλών- άρα ό,τι καλύτερο η αναβολή) αλλά ακόμα και αυτούς τους ενάγοντες ή εγκαλούντες, οι οποίοι λόγω της οικονομικής συγκυρίας αδυνατούν να κυνηγήσουν επί του παρόντος την υπόθεσή τους γιατί ξέρουν ότι πρέπει να πληρώσουν τα αυξημένα δικαστικά έξοδα και την αμοιβή του δικηγόρου τους. Ο κύκλος επομένως των πολιτών που θίγονται από την δικηγορική αποχή περιορίζεται πολύ. Αυτό μάλιστα το διαπιστώνει κάποιος τις μέρες της αποχής βλέποντας ευδιάθετες και χαμογελαστές φάτσες διαδίκων να περιφέρονται στα δικαστήρια, πριν πάνε για καφέ.
Επιπλέον είναι γνωστό ότι η αποχή των δικηγόρων είναι αποχή από τις δικαστικές αίθουσες και όχι από τα δικηγορικά γραφεία, τα κτηματολόγια, τα υποθηκοφυλακεία και γενικά τις δημόσιες υπηρεσίες. Επομένως ο κόσμος που έχει εξωδικαστικές δουλειές – και δεν είναι λίγοι αυτοί- θα κάνει μια χαρά τη δουλειά του και κατά τη μέρα της αποχής. Και δεν φταίει βέβαια ο δικηγόρος γι’αυτό. Είναι θεμιτό για έναν επαγγελματία που κάθε μέρα ξεκινάει από το μηδέν για να επιτύχει ένα μεροκάματο, να μην παραμελήσει τις εξώδικες δουλειές του πελάτη του. Παρέχει υπηρεσίες, παρέχοντας ταυτόχρονα στον εαυτό του τη δυνατότητα της επιβίωσης. Και άλλωστε του το επιτρέπει και το πλαίσιο της αποχής που αποφασίζει το συλλογικό του όργανο.
Με τη ισχύουσα μορφή των αποχών οι δυνατότητες διεκδίκησης των δικηγόρων είναι σχεδόν ανύπαρκτες. Ποιος είναι ο περισσότερο ζημιωμένος από αυτές είναι προφανές. Είναι ο οικονομικά πιο αδύναμος δικηγόρος, αφού αναβάλλεται για το μακρινό και αβέβαιο μέλλον η είσπραξη της αμοιβής του. Και αυτή η εξέλιξη έρχεται σαν κερασάκι στη τούρτα της μείωσης της δικηγορικής ύλης και τον πληθωρισμό των δικηγόρων. Μα τι νόημα έχει όμως μια δικηγορική αποχή που ευνοεί τους εντολείς και δίνει τη χαριστική βολή στους δικηγόρους;
Έχει προκύψει λοιπόν από τα πράγματα ότι η δικηγορική αποχή, όπως γίνεται, είναι αποτυχημένο μέτρο άσκησης κοινωνικής πίεσης. Κι αυτό είναι μοιραίο σε ένα σύστημα δικαιοσύνης που και σε ημέρες χωρίς αποχή, αναβάλλει σχεδόν το 1/3 των προς εκδίκαση υποθέσεων, σε ένα σύστημα, που σε πλήρη αναλογία με τη χρόνια νοοτροπία της κοινωνίας, χαρακτηρίζεται από αναβλητικότητα και μετάθεση των υποχρεώσεων για αργότερα και τέλος σε ένα σύστημα που έχει καταντήσει το δικαίωμα της απεργίας σε ένα βολικό άλλοθι άγονης αντίδρασης και κατ’ επίφαση αγωνιστικότητας.