04 May Από την «ευθύνη κατόχου ζώων» στην υποχρέωση φροντίδας των «Ζώων Συντροφιάς»
Ελένη Τροβά
Δν δικηγόρος
Από τον καιρό που ο Αστικός Κώδικας μερίμνησε για το ζήτημα της ευθύνης κατόχου ζώου μέχρι τις μέρες μας, οπότε ένα ευρύ κανονιστικό πλαίσιο έχει περιλάβει τα ζώα στα ρυθμιζόμενα από το δίκαιο ζητήματα με ιδιαίτερο ζήλο, έχει περάσει περίπου μισός αιώνας[1]. Οι αντιλήψεις εξελίσσονται ραγδαία[2] και παράλληλα οι κανόνες δικαίου. Σήμερα Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις (ΜΚΟ) κάνουν λόγο για τα δικαιώματα των ζώων και τις υποχρεώσεις των ανθρώπων για μια ηθική συμπεριφορά απέναντί τους[3] στηρίζοντας αξιώσεις για ένα συνεκτικό κανονιστικό πλαίσιο. Η ρύθμιση των κανόνων που αφορούν στις ανθρώπινες συμπεριφορές από το δίκαιο είναι το αντικείμενο των κανονιστικών ρυθμίσεων ανά τους αιώνες είτε στο επίπεδο του ιδιωτικού, είτε στο επίπεδο του δημοσίου δικαίου[4]. Η ρύθμιση όμως ζητημάτων που άπτονται των σχέσεων των ατόμων και των ζώων αποτελεί ένα θέμα περισσότερο επίκαιρο και θα ενδιέφερε να αναρωτηθεί κανείς για τις αιτίες του.
Εκτός των προαναφερόμενων ΜΚΟ, στην αυγή του 21ου αιώνα αφορμή για το ζήτημα της προστασίας των ζώων δίδει η ανθρώπινη μοναξιά που οδηγεί τον άνθρωπο των πόλεων να συντροφεύεται συχνότατα από ζώα συντροφιάς εντασσόμενα στον πολεοδομικό ιστό με συνέπεια ειδικοί κανόνες να επιτρέπουν τη διαμονή των ζώων συντροφιάς σε πολυκατοικίες ώστε να περιορίζονται οι κοινωνικές εντάσεις. Η συνύπαρξη των ανθρώπων με τα ζώα συντροφιάς καθιστά το κράτος υπεύθυνο και για τη ρύθμιση της κοινής τους ζωής στον ιστό των πόλεων όπου ξαφνικά πρέπει ο νόμος να διέπει τη βόλτα του σκύλου δεμένου με λουρί[5]. Η ίδια η μοναχικότητα επιβάλει την υποχρέωση στοργικής συμπεριφοράς στα ζώα συντροφιάς με νόμο[6].
Οι σύγχρονοι άνθρωποι ζώντας σε ιδιαίτερα μεγάλες κοινωνίες παρουσιάζουν συχνά ομαδικές φοβίες. Διάφορες νόσοι που προέρχονται από ζώα ή πτηνά και τρομοκρατούν τον άνθρωπο των πόλεων, όπως η αρρώστια των τρελλών αγελάδων και η γρίπη των πτηνών. Ειδικό πλαίσιο ρυθμίσεων καθιστά τα κράτη υπεύθυνα έναντι των πολιτών για την απαλλαγή τους από τον ομαδικό και ανεξέλεγκτο φόβο. Ο νόμος μεριμνά και προς την κατεύθυνση αυτή. Ο νόμος με ιδιαίτερα φιλόδοξο τρόπο καλείται συνεπώς στις μέρες μας να απαντήσει τόσο στην ατομική υποχρέωση φροντίδας του ζώου που συντροφεύει τον άνθρωπο όσο και στον έλεγχο του τρόμου του απέναντι σε άγνωστες αρρώστιες.
Οι οικολογικές ευαισθησίες και τα οργανωμένα συμφέροντα κοινωνικών ομάδων υποκινούν ένα άλλο σύνολο κανονιστικών ρυθμίσεων με έντονο ενδιαφέρον για τα ζώα όπως η απαγόρευση πειραμάτων στα ζώα, η μέριμνα για την μη εξαφάνιση ζώων που κινδυνεύουν να χαθούν. Η δημόσια υγεία επιβάλλει εξειδικευμένους κανόνες και η δημόσια ηθική απαιτεί καθορισμένες συμπεριφορές ακόμη και με αφορμή την κατασκευή μεγάλων έργων οπότε η καφέ αρκούδα[7] δίδει αφορμές για σοβαρή νομολογιακή επεξεργασία, όπως και η χελώνα καρέττα -καρέττα[8]. Ο Αστικός Κώδικας συμπληρώνεται από κανόνες του Συμβουλίου της Ευρώπης, η νομολογία για τις μισθώσεις γίνεται επιεικέστερη, και τα κυνοκομεία οφείλουν να λειτουργούν υπό συγκεκριμένες συνθήκες και προϋποθέσεις. Εκτενές πλέγμα διατάξεων του εθνικού, διεθνούς και κοινοτικού δικαίου άπτεται της σχέσης του ανθρώπου με τα ζώα άγρια και οικόσιτα. Εξάλλου η προστασία των ζώων πρόσφερε και στη νομική θεωρία μια καλή ευκαιρία για θεωρητικό προβληματισμό με διεπιστημονικό χαρακτήρα[9] που καθιστά τη συνεισφορά του δημοσίου δικαίου περιορισμένη.
Στην παρούσα μελέτη θα προσπαθήσουμε να αναδείξουμε την μετακίνηση του ρυθμιστικού ενδιαφέροντος από το χώρο του ιδιωτικού δικαίου στο χώρο του δημοσίου δικαίου με αφορμή το ζήτημα των ζώων. Απόρροια του περιορισμού της ατομικής ευθύνης για το σύντροφο ή εργάτη και ανάδειξη του συλλογικού ενδιαφέροντος για το πεπρωμένο του θα μπορούσε να αποτελέσει αφορμή προβληματισμού για την «απαλλαγή» του ατόμου από τις πλέον στοιχειώδεις του ευθύνες και η μετακίνηση στο συλλογικό πεδίο σε κανονιστικό επίπεδο.
Είναι προφανές ότι στο πλαίσιο της παρούσας ανάπτυξης δεν επιδιώκεται μια εξαντλητική απορρύθμιση των κανόνων που διέπουν τα ζώα, ούτε της σχετικής νομολογίας. Οι αναφορές έχουν ως κύριο στόχο τη διαπίστωση της μετατόπισης του κανονιστικού ενδιαφέροντος από το ιδιωτικό στο δημόσιο δίκαιο σε ένα αντικείμενο όπου η σημασία της μετατόπισης είναι προφανής. Οι αναφορές συνεπώς είναι συνοπτικές και ενδεικτικές. Η αναζήτηση της ιδιωτικής ευθύνης αποτελεί ζητούμενο στο πλαίσιο των συλλογικών ρυθμίσεων που ξεπερνούν ακόμη και την κρατική πρωτοβουλία μεταφέροντας στο χώρο των «παγκοσμιοποιημένων ρυθμίσεων» την ανευθυνότητα του προσώπου και την αδυναμία του να (αυτό)ρυθμίσει ακόμη και τη σχέση του με το σκυλί του. Από την εποχή όμως της Μαχαμπαράτα όπου ο θεός Ραμ απαξίωσε τον παράδεισο καθώς δεν ήταν επιτρεπτό να τον ακολουθήσει ο σκύλος του εκεί, η σχέση του ατόμου με το ζώο αποτελεί αντικείμενο του απολύτως προσωπικού του χώρου και ευθύνης.
Η μετατόπιση του ρυθμιστικού πεδίου από το ιδιωτικό στο δημόσιο δίκαιο συνιστά μια μεταφορική σπουδή στην μοναξιά του σύγχρονου ανθρώπου και τις συλλογικές φοβίες του και μια μελέτη του ρόλου του κράτους ως προς «την υποχρέωση του ανθρώπου να είναι στοργικός», είναι δε μια συμβολική συνεισφορά στον καθηγητή Απόστολο Γεωργιάδη που με τρυφερότητα και αμέριστο ενδιαφέρον μας στήριξε όλα τα χρόνια των σπουδών μας έστω και αν κάποιοι από εμάς δεν τιμήσαμε το αστικό δίκαιο που τόσο μας έκανε να αγαπήσουμε από τα φοιτητικά μας χρόνια.
Μέρος Α
Η εξέλιξη του ρυθμιστικού πεδίου για τα ζώα από το ιδιωτικό στο δημόσιο δίκαιο
Η σχέση του ανθρώπου με τα ζώα καθορίσθηκε αρχικά[10] στο πλαίσιο του αστικού δικαίου[11] καθώς και του ποινικού δικαίου[12]. Ένα ικανό πλέγμα διατάξεων ρύθμισε τη σχέση με τα ζώα τα οποία αποτελούσαν χρήσιμα όντα για τη ζωή του ώστε να μην επιτρέπεται η «ζωοκτονία», αλλά και αρκετά επικίνδυνα ώστε να απαιτείται αυξημένη ευθύνη του κατόχου τους.
Ο Αστικός Κώδικας [13] ρυθμίζει στο άρθρο 924 το ζήτημα της ευθύνης κατόχου ζώων ως εξής:
« Ο κάτοχος ζώου ευθύνεται για τη ζημία που προξενήθηκε απ’αυτό σε τρίτον. Αν η ζημία έγινε από κατοικίδιο ζώο που χρησιμοποιείται για το επάγγελμα, τη φύλαξη της κατοικίας ή τη διατροφή του κατόχου του, αυτός δεν ευθύνεται, αν αποδείξει ότι δεν τον βαρύνει κανένα πταίσμα ως προς τη φύλαξη και την εποπτεία του ζώου»[14].
Η ρύθμιση αυτή αντιμετώπιζε τα ζώα και ιδίως τα κατοικίδια ζώα με την αντίληψη των αγροτικών ιδίως κοινωνιών, οπότε το ζώο συντηρήθηκε από τον άνθρωπο για να εκτελεί κάποια αποστολή, δηλαδή να τον προστατεύει, να τον τρέφει ή και στο πλαίσιο της επαγγελματικής του δραστηριότητας. Η μεταπολεμική κοινωνία όφειλε να αντιμετωπίσει την παρουσία των ζώων σε πολυκατοικίες και το δίκαιο να επιλύσει το νέο ρόλο του ανθρώπου των πόλεων.
Στο πλαίσιο του ενοχικού δικαίου των μισθώσεων αναπτύχθηκε μια εκτενής νομολογία, η οποία είχε ως στόχο την αρμονική συνύπαρξη ανθρώπων και ζώων στις μεταπολεμικές πολυκατοικίες, όταν οι Κανονισμοί Πολυκατοικιών ρητά απαγόρευαν την παρουσία τους παρότι οι άνθρωποι αισθάνονταν έντονα την ανάγκη της συντροφιάς τους[15]. Η μεταπολεμική αστικοποίηση επέβαλε στον άνθρωπο της πόλης μια στοιχειώδη επαφή με τη φύση και τα ζώα, κήποι στις βεράντες και γάτες στα διαμερίσματα απάλυναν τις συνθήκες ζωής του διαμερίσματος και αργότερα ο σκύλος ήρθε να συμπληρώσει την παρέα που χάθηκε και τους φίλους που ήταν ιδιαίτερα απασχολημένοι. Λόγοι υγιεινής επέβαλαν την απομάκρυνση των ζώων από τις πολυκατοικίες. Η νομολογία έδειξε το δρόμο της σταδιακής μεταστροφής ενώ παράλληλα αναπτύχθηκαν και οι πρώτες ενώσεις οργανωμένων συμφερόντων [16]. Προοδευτικά τα ζώα έγιναν αποδεκτά και οι μισθωτικές σχέσεις καλύφθηκαν από ειδικές νομοθετικές ρυθμίσεις ως προς το ζήτημα της φιλοξενίας τετραπόδων[17].
Η προηγούμενη ενότητα δικών συμπληρώθηκε από σειρά ποινικών ιδίως υποθέσεων οι οποίες εντάσσονται στο πλαίσιο των υφιστάμενων διατάξεων, που σχετίσθηκε με το νέο ρόλο που απέκτησαν οι σκύλοι μακριά από την ποιμενική ζωή και στο πλαίσιο της συντροφικότητας. Στο σημείο αυτό δεν υπήρξε εξαρχής κοινωνική συμφωνία. Οι υποθέσεις που έφθασαν στα δικαστήρια τα τελευταία χρόνια ανέδειξαν το ρόλο του σκύλου συντρόφου σε σχέση με τις αντιλήψεις που ήθελαν το σκύλο να φυλάει τα πρόβατα και εναντίωσαν τους βοσκούς με τους αστούς σε δίκες όπου ο άνθρωπος της παλαιάς εποχής σκότωνε το σύντροφο του ανθρώπου των πόλεων από φόβο για τα ποίμνιά του[18].
Ο σκύλος ειδικά τις τελευταίες δεκαετίες ξεκίνησε να έχει έναν ιδιάζοντα ρόλο στην ανθρώπινη συμβίωση αλλά και στην εφαρμογή του δικαίου που έδωσε αφορμή για σημαντικές αποφάσεις δικαστηρίων, όπως με αφορμή την εξεύρεση ναρκωτικών από σκύλους εκπαιδευμένους[19], την χρήση εκπαιδευμένων σκύλων για ανεύρεση εκρηκτικών ουσιών[20] κλπ. Οι αποφάσεις αυτές αποτελούν όμως προδήλως εξέλιξη των παλαιότερων ρυθμίσεων όπου το ζώο ήταν σύντροφος και βοηθός του ανθρώπου στην άσκηση του επαγγέλματός του.
Παράλληλα εξελίχθηκε και η νομοθεσία. Το Σύνταγμα του 1975 ρύθμισε στο άρθ. 24 αυτού την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος στο οποίο εντάσσονται και τα ζώα και έδωσε αφορμή σε μια ιδιαίτερα εκτεταμένη νομολογία για την προστασία της φύσης της πανίδας και πολλών αγρίων ζώων και πτηνών. Οι σχετικές διατάξεις ερμηνεύθηκαν συστηματικά από τη θεωρία δημιουργώντας ένα σύνθετο πλαίσιο κανόνων στη βάση αυτών[21]. Σημαντικά αναπτυξιακά έργα εξηύραν τα όριά τους στην προστασία αγρίων ζώων, ενώ η ιδιοκτησία[22] η οποία προστατεύεται από το άρθ. 17. Σ οριοθετήθηκε με αφορμή την προστασία της χελώνας Καρέττα – Καρέττα σημαντικά[23].
H σειρά αποφάσεων για την θαλάσσια χελώνα που αφορούσε τη στάθμιση μεταξύ ιδιοκτησίας και προστασίας της χελώνας έδωσε το προβάδισμα την προστασία της φύσης και των ζώων. Η περίπτωση της θαλάσσιας χελώνας δεν ήταν η μοναδική. Η νομολογία καταπιάσθηκε με την καφέ αρκούδα και με άλλα ζώα δίδοντας το στίγμα μιας βαθύτερης κοινωνικής μεταβολής. Μετά το Σύνταγμα του 1975 η σχέση του ανθρώπου με τη φύση και τα ζώα προσδιορίσθηκε καθοριστικά από αρχές που εδράζονται στο Σύνταγμα όπως η αειφορία και η βιώσιμη ανάπτυξη. Το δημόσιο δίκαιο[24] είχε την πρωτοβουλία στη ρύθμιση της σχέσης του ατόμου και του ζώου[25].
Η εθνική νομοθεσία ενσωμάτωσε το ν. 2170/1992[26] που ρύθμισε κατά τις επιταγές του Συμβουλίου της Ευρώπης το ζήτημα της προστασίας των ζώων. Η έννοια του ζώου συντροφιάς έχει πλέον περάσει στο κανονιστικό μας σύστημα και το ελληνικό Κράτος δεν δύναται να αγνοεί τις διεθνείς του ευθύνες. Αρχικά θεσμοθετήθηκαν οι ευχές για να μην βασανίζονται τα ζώα «Κανείς δεν πρέπει να κάνει άσκοπα ένα ζώο συντροφιάς να πονά, να υποφέρει ή να αγωνιά…, κανείς δεν πρέπει να εγκαταλείπει ένα ζώο συντροφιάς» σύμφωνα με το νόμο αυτό.
Σήμερα σύμφωνα με την σε ισχύ νομοθεσία[27] και δη το ν. 3170/2003[28] ορίζεται στο άρθ. 2.5 αυτού ότι ο ιδιοκτήτης ή ο συνοδός του σκύλου ευθύνεται για βλάβη ή ζημιά που προκαλείται από το σκύλο σε ανθρώπους ή ζώα, κατά παρέκκλιση των διατάξεων του άρθ. 924 του Αστικού Κώδικα». Ο σκύλος στην περίπτωσή μας επάγεται αυξημένη ευθύνη και υποχρέωση σε σχέση με τον αστικό κώδικα για τον ιδιοκτήτη ή το συνοδό του. Ο σκύλος είναι πλέον «Ζώο συντροφιάς» ειδικά οριζόμενο ως έννοια στον ίδιο νόμο και ο ιδιοκτήτης του υποχρεούται να μεριμνά για την ευζωία του (άρθ. 2.1.β) αλλά και να μην τον εγκαταλείπει (άρθ. 2.1 δ.). Σκοπός του ζώου αυτού πλέον είναι να συντροφεύει τον άνθρωπο. Η ρύθμιση αυτή αντιλαμβάνεται την ευθύνη του ανθρώπου αυξημένη για το ζώο που έχει πλέον ως μοναδική αποστολή να τον συντροφεύει. Η ανθρώπινη μοναχικότητα και η ζωή των πόλεων έδωσε στα ζώα συντροφιάς μια διάσταση που θα προβλημάτιζε το μελετητή ιδίως μία ή δύο δεκαετίες προηγουμένως. Τα αδέσποτα ζώα συντροφιάς θα πρέπει να βρούν καταφύγιο και οι άνθρωποι να μην τα εγκαταλείπουν.
Στο πλαίσιο του νομοθετικού πλέγματος διατάξεων για την προστασία των αδεσπότων ζώων συντροφιάς ρυθμίσθηκαν τα κυνοκομία και τα καταφύγια ζώων με ένα σύνολο υγειονομικών διατάξεων[29] αλλά και με προβλέψεις σημαντικών οικονομικών επιδοτήσεων. Η νομολογία έδωσε ήδη τα πρώτα δείγματα των προσεγγίσεών της στο ζήτημα[30]. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 2004 στάθηκαν η αφορμή για μια συνολική ρύθμιση του ζητήματος δεδομένης της διεθνούς κατακραυγής κατά της Ελλάδας για τα αδέσποτα.
Η προσέγγιση αυτή αναδεικνύει μια μετάβαση από την ατομική ευθύνη στη συλλογικότητα και από το ιδιωτικό δίκαιο στη σφαίρα των κανόνων του δημοσίου δικαίου για ένα ζήτημα που άπτεται του ελέγχου του ανθρώπου ιδιαίτερα, όπως δηλαδή αυτό της σχέσης του με τα ζώα. Θα μπορούσε κανείς να θεωρήσει ότι οι διατάξεις που αναφέρθηκαν αποτελούν ίχνος εκπολιτισμού του ανθρώπου, αν παράλληλα δεν αυξάνονταν τα εγκαταλελειμμένα ζώα στους δρόμους και αν δεν υπήρχε άλλο πλέγμα διατάξεων που να ρυθμίζει την πολιτισμένη εξολόθρευση διαφόρων κατηγοριών ζώων και πάλι για λόγους συλλογικού ενδιαφέροντος.
Μέρος Β
Οι κανονιστικές ρυθμίσεις των μαζικών θανάτων και των επιδημιών στο πλαίσιο της προστασίας των ζώων
Η ρύθμιση της κτηνοτροφίας και της βιομηχανίας τροφίμων και φαρμάκων που σχετίζεται άμεσα με τα ζώα έχει δώσει αφορμή για εκτεταμένες ρυθμίσεις που καθορίζουν το καθεστώς των ζώων που χρησιμοποιούν οι άνθρωποι για τους σκοπούς αυτούς οργανωμένα και συστηματικά[31]. Η δημόσια υγεία επιβάλει το σφαγείο των πόλεων να βρίσκεται σε ειδικά σημεία και η κτηνοτροφία δεν επαφίεται στον βοσκό των παλαιότερων εποχών. Τα ζώα λόγω της προόδου του πολιτισμού συχνά κινδυνεύουν να εξαφανισθούν με συνέπεια να απαιτείται ρύθμιση του περιορισμού του αφανισμού τους. Εξάλλου τα ζώα δίδουν αφορμή με την ευκολία μετάδοσης των διαφόρων νόσων στην μεγάλη «πανώλη» των ημερών, το φόβο. Αν το κίνημα του υπαρξισμού οδήγησε τον Αλμπέρ Καμύ στην συγγραφή της «Πανούκλας» για την ανάδειξη της ανθρώπινης μοναξιάς, η νόσος των τρελλών αγελάδων και η νόσος των πτηνών αναδεικνύει την απαξία της ανατροπής των αποστάσεων μέσω της τεχνολογίας. Ο πλανήτης πάσχει από τρόμο και καταδιώκει τα πτηνά και τα ζώα από το φόβο του «άλλου». Ο νόμος οφείλει να μεριμνήσει και γι αυτό[32].
Το διεθνές δίκαιο[33] αναλαμβάνει σημαντικό ρόλο προς την κατεύθυνση αυτή. Το κοινοτικό δίκαιο εξάλλου προσδιορίζει το ρόλο της Ένωσης[34] αλλά και του συνόλου των κρατών μελών στο ζήτημα της προστασίας των ζώων με τρόπο καθοριστικό[35]. Η συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση καλεί τα όργανα και τα κράτη μέλη να λάβουν πλήρως υπόψη τους τις απαιτήσεις όσον αφορά την καλή διαβίωση των ζώων κατά την επεξεργασία και την εφαρμογή της κοινοτικής νομοθεσίας, και ιδίως στους τομείς της γεωργικής πολιτικής.
Αποδίδοντας στα κράτη μέλη της Ένωσης μια σειρά σημαντικών αρμοδιοτήτων για την προστασία της δημόσιας υγείας, του περιβάλλοντος και ειδικά των ζώων ρυθμίζει ένα σύνολο ζητημάτων που άπτονται της σχέσης του ανθρώπου με τα ζώα μεταξύ δε αυτών συγκαταλέγονται ζητήματα σχετικά με τα απειλούμενα είδη άγριας πανίδας και χλωρίδας, τη διατήρηση άγριων ειδών σε ζωολογικoύς κήπους, την προστασία των ζώων που χρησιμοποιούνται για πειραματικούς σκοπούς, ενώ ειδικές ρυθμίσεις γίνονται για τα άγρια πτηνά, της μωρά της θαλάσσιας φώκιας, τα δελφίνια κλπ.
Τα ζώα βρίσκουν τη θέση τους ακόμη και στη Συνθήκη ιδρύσεως της ΕΕ στο άρθρο 30[36]. Σειρά οδηγιών ρυθμίζει επί μέρους ζητήματα.
Ιδιαίτερη ευαισθησία έδειξε το κοινοτικό δίκαιο για το ζήτημα των πειραμάτων στα ζώα[37]με στόχο την προστασία των ζώων που χρησιμοποιούνται για πειραματικούς ή επιστημονικούς σκοπούς εξασφαλίζοντας στα ζώα αυτά τη δέουσα φροντίδα καθώς και ότι τα ζώα αυτά δεν θα υποφέρουν περιττά θεσπίζοντας σειρά διατάξεων οι οποίες έδωσαν αφορμή και για σημαντική νομολογία[38]. Το ζήτημα της απαγόρευσης των πειραμάτων στα ζώα αποτέλεσε αντικείμενο δράσης σημαντικών Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων και συσπείρωσε ζωόφιλους σε όλη την Ευρώπη. Συνέπεια αυτού αλλά και της γενικότερης ευαισθητοποίησης που επικρατεί με την πρόοδο των ετών, τουλάχιστον ως προς το φαίνεσθαι, θεσπίσθηκε η οδηγία 86/609/ΕΟΚ. Το ενδιαφέρον της είναι πολύ σημαντικό αν καταστεί αντιληπτό ότι η οδηγία αυτή επηρεάζει σημαντικά κλάδους της βιομηχανίας και του εμπορίου.
Η οδηγία 86/609/ΕΟΚ ισχύει για τα ζώα που χρησιμοποιούνται για ανάπτυξη, παραγωγή, έλεγχο της ποιότητας, δραστικότητας και ασφάλειας των φαρμάκων, των τροφίμων και άλλων ουσιών ή προϊόντων για την παρακολούθηση των ασθενειών ή των διαταραχών της υγείας στους ανθρώπους, τα ζώα και τα φυτά για την παρακολούθηση των φυσιολογικών χαρακτηριστικών στους ανθρώπους, τα ζώα και τα φυτά, την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος προς όφελος του ανθρώπου και των ζώων.
Τα κράτη μέλη επιβάλλεται να απαγορεύσουν τη χρήση για πειραματικούς σκοπούς ζώων που κινδυνεύουν να εκλείψουν. Η χρήση των ζώων αυτών επιτρέπεται αποκλειστικά και μόνο σε συγκεκριμένες περιπτώσεις εφόσον δηλαδή το πείραμα/έρευνα έχει ως στόχο τη διατήρηση των εν λόγω ειδών ή εφόσον το είδος αυτό κατά τα φαινόμενα είναι το μόνο κατάλληλο για το συγκεκριμένο βιοϊατρικό στόχο. Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες προβλέπεται ότι ένα ζώο θα υποβληθεί σε πείραμα κατά τη διάρκεια του οποίου θα υπάρξει ο κίνδυνος να υποστεί ή πρόκειται να υποστεί πόνους που ενδέχεται να παραταθούν, το αντίστοιχο πείραμα θα πρέπει να δηλώνεται ρητά στην αρμόδια αρχή και να αιτιολογείται ή να εγκρίνεται δεόντως από αυτήν. Τα πειράματα επιβάλλεται να πραγματοποιούνται αποκλειστικά και μόνο εφόσον δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική μέθοδος η οποία να μην συνεπάγεται τη χρήση των ζώων. Τα ζώα που χρησιμοποιούνται θα πρέπει να είναι κατά το δυνατόν αναισθητοποιημένα σε νευροφυσιολογικό επίπεδο, με τοπική ή γενική αναισθησία. Στην περίπτωση που δεν υπάρχει δυνατότητα αναισθησίας, αυτή μπορεί να αντικατασταθεί από αναλγητικά Τα άτομα τα οποία συμμετέχουν (πραγματοποιώντας τα πειράματα ή λαμβάνοντας μέρος σε αυτά) επιβάλλεται να διαθέτουν τα αντίστοιχα επιστημονικά προσόντα, και να έχουν υποστεί την δέουσα εκπαίδευση ή επιμόρφωση.. Μετά από το πείραμα, στο ζώο πρέπει να παρέχεται η απαραίτητη για την αποκατάσταση της υγείας του ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Στην περίπτωση που δεν είναι δυνατόν να εξασφαλιστεί η ομαλή διαβίωση του ζώου, το ζώο θα πρέπει να εκτελείται με τον ολιγότερο βάναυσο δυνατό τρόπο. Προκειμένου να αποφευχθεί οιοσδήποτε κίνδυνος αλληλοεπικαλύψεων κατά τα πειράματα, τα κράτη μέλη είναι υποχρεωμένα να αποδεχθούν την αμοιβαία αναγνώριση των επιστημονικών αποτελεσμάτων τους.
Εξάλλου, για να υπάρξει εγγύηση για την καλή λειτουργία της κοινοτικής αγοράς των ζώων, κρίνεται απαραίτητο να θεσπισθούν κοινοί κανόνες σχετικά με την προστασία των ζώων στα εκτροφεία. Όλα τα κράτη μέλη επικύρωσαν την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προστασία των ζώων στα εκτροφεία, της οποίας οι αρχές αφορούν την κατοικία, τη διατροφή και τις παρεχόμενες ανάλογα με τις ανάγκες των ζώων φροντίδες. Σε συνέχεια θεσπίσθηκε η οδηγία αριθ. 98/58/ΕΚ του Συμβουλίου, της 20ής Ιουλίου 1998, σχετικά με την προστασία των ζώων στα εκτροφεία. Η οδηγία αυτή εφαρμόζεται στα ζώα (συμπεριλαμβανομένων των ιχθύων, των ερπετών και των αμφιβίων) που εκτρέφονται ή που διατηρούνται για την παραγωγή τροφίμων, μαλλιού, δέρματος ή γούνας ή για άλλους σκοπούς γεωργικής εκμετάλλευσης. Δεν αφορά τα άγρια ζώα, τα ζώα που προορίζονται να συμμετάσχουν σε αγώνες ή σε άλλες πολιτιστικές εκδηλώσεις (εκθέσεις) τα πειραματόζωα ή τα ζώα εργαστηριακών δοκιμών και τα ασπόνδυλα.
Τα κράτη μέλη θεσπίζουν διατάξεις ώστε οι κύριοι ή οι κάτοχοι ζώων να λαμβάνουν όλα τα ενδεδειγμένα μέτρα για να εξασφαλίσουν την καλή διαβίωση των ζώων τους καθώς και το ότι τα εν λόγω ζώα δεν υφίστανται κανένα περιττό πόνο, ταλαιπωρία ή βλάβη. Δεν πρέπει να εφαρμόζονται μέθοδοι εκτροφής που προκαλούν ταλαιπωρία ή βλάβη εκτός εάν οι επιπτώσεις τους είναι ελάχιστες, στιγμιαίες ή επιτρέπονται ρητώς από τις εθνικές διατάξεις.
Η οδηγία 93/119/ΕΚ του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1993, σχετικά με την προστασία των ζώων κατά τη σφαγή τους ή τη θανάτωσή τους ρυθμίζει με «ανθρωπισμό» τον καταλληλότερο τρόπο θανάτωσης ή σφαγής των ζώων.
Οι ως άνω αναφορές αποτελούν παραδείγματα μεταξύ των πολλών κανονιστικών ρυθμίσεων που θεσπίζονται σε επίπεδο κοινοτικού δικαίου, οι οποίες αντανακλούν την ανθρωπιστική πλευρά της επιστημονικής έρευνας, της μαζικής εκτροφής και της μαζικής θανάτωσης των ζώων, το καθεστώς των οποίων έχει προ πολλού εκφύγει από την προσωπική μέριμνα και φροντίδα. Οι διατάξεις αυτές αφορούν ιδιαίτερα λεπτομερή ζητήματα της θανάτωσης ή της κατάστασης των ζώων πριν θανατωθούν με τρόπο μαζικό και οργανωμένο. Δεν θα μπορούσε παρά να προβληματισθεί κανείς για την αντίφαση η οποία ενυπάρχει στο συσχετισμό ανάμεσα σε ρυθμίσεις που αφορούν την αξία εκάστου κατοικιδίου όταν γίνεται αντιληπτό από το δίκαιο ως φίλος του ανθρώπου και στις ρυθμίσεις που αφορούν τις μαζικές θανατώσεις και βασανισμούς των αυτών κατοικιδίων με προσθήκη ανθρωπιστικών μεθόδων.
Παράλληλα ένα άλλο πλέγμα ρυθμίσεων αφορά τα μαζικά φαινόμενα προσβολής της δημόσιας υγείας από νέες παθήσεις που σχετίζονται με ζώα. Οι τρελλές αγελάδες και η νόσος των πτηνών αποτελούν γνωστά σε όλους πρωτοσέλιδα εφημερίδων που οδήγησαν σε ομαδική φοβία του συνόλου των κατοίκων του πλανήτη και η νομοθετική τους ρύθμιση αποτέλεσε το φάρμακο στον ομαδικό φόβο που προκαλούν οι ανεξέλεγκτες αυτές συνθήκες.
Στις 17 Ιανουαρίου 2006 έλαβε χώρα η Σύνοδος του Πεκίνου για τη Γρίπη των Πτηνών ενώ και η νόσος των τρελλών αγελάδων αντιμετωπίσθηκε από το κοινοτικό δίκαιο διεξοδικά. Η νομολογία του ΔΕΚ έδωσε ένα ενδιαφέρον παράδειγμα της σχέσης της προστασίας των οικονομικών συμφερόντων των βρεττανών κτηνοτρόφων και των συμφερόντων των πολιτών της Ενωσης μετά από ειδική ρύθμιση με την οποία λήφθηκαν σειρά μέτρων κατά της νόσου που εμφανίσθηκε το πρώτον στη Μεγάλη Βρεττανία. η σπογγώδης εγκεφαλοπάθεια των βοοειδών (στο εξής: ΣΕΒ), γνωστή ως νόσος «των τρελλών αγελάδων» εντοπίστηκε για πρώτη φορά στο Ηνωμένο Βασίλειο το 1986. Κατατάσσεται μεταξύ των ασθενειών που καλούνται μεταδοτικές σπογγώδεις εγκεφαλοπάθειες και χαρακτηρίζονται από τον εκφυλισμό του εγκεφάλου και τη σπογγώδη μορφή των νευρικών κυττάρων κατά τη μικροσκοπική ανάλυση. Οι διάφορες αυτές ασθένειες προσβάλλουν τόσο τον άνθρωπο (ασθένεια kuru στη Νέα Γουινέα και ασθένεια Creutzfeldt-Jakob, που προσβάλλει κατά κανόνα τους ηλικιωμένους) όσο και διάφορα είδη ζώων μεταξύ των οποίων καταλέγονται τα βοοειδή, τα προβατοειδή («τρομώδης ασθένεια των προβάτων»), η κατοικίδια γάτα και η ικτίδα εκτροφείου (vison). Η Επιτροπή εξέδωσε επίσης ορισμένες αποφάσεις σχετικά με τη ΣΕΒ στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπως την απόφαση 90/200/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 9ης Απριλίου 1990, αφορώσα πρόσθετες απαιτήσεις για ορισμένους ιστούς και όργανα σχετικά με τη σπογγώδη εγκεφαλοπάθεια βοοειδών, η οποία αντικαταστάθηκε από την απόφαση 94/474/ΕΚ της Επιτροπής, της 27ης Ιουλίου 1994, σχετικά με ορισμένα μέτρα προστασίας από τη σπογγώδη εγκεφαλοπάθεια των βοοειδών και για την ακύρωση των αποφάσεων 89/469/ΕΟΚ και 90/200/ΕΟΚ, η οποία τροποποιήθηκε, με τη σειρά της, με την απόφαση 95/287/ΕΚ της Επιτροπής, της 18ης Ιουλίου 1995. Τα διάφορα αυτά μέτρα συνίσταντο στην αφαίρεση των ιστών βοείου κρέατος που ενδέχεται να περιέχουν τον παράγοντα μολύνσεως καθώς και στη διατροφή των μηρυκαστικών. Εξάλλου, η οδηγία 92/290/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 14ης Μαΐου 1992, όσον αφορά ορισμένα προστατευτικά μέτρα κατά της σπογγώδους εγκεφαλοπάθειας των βοοειδών στο Ηνωμένο Βασίλειο, σχετικά με τα έμβρυα βοοειδών στο Ηνωμένο Βασίλειο εξήρτησε την εξαγωγή εμβρύων από αυστηρότατους όρους.
Το Ηνωμένο Βασίλειο ζήτησε, βάσει του άρθρου 173 της Συνθήκης ΕΚ, την ακύρωση της αποφάσεως 96/239/ΕΚ της Επιτροπής, της 27ης Μαρτίου 1996, σχετικά με ορισμένα επείγοντα μέτρα προστασίας από τη σπογγώδη εγκεφαλοπάθεια των βοοειδών καθώς και ορισμένων άλλων πράξεων της Επιτροπής.
Το 1998 εκδόθηκε από το ΔΕΚ η απόφαση C-180/96 της 5ης Μαΐου 1998 Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και Βόρειας Ιρλανδίας κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων με την οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι η προσφυγή του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας είναι απαράδεκτη στον βαθμό που βάλλει κατά των ληφθεισών στις 10 Απριλίου, 13 Απριλίου και 8 Μαΐου 1996 θέσεων της Επιτροπής, η προσφυγή του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας απορρίπτεται στον βαθμό που βάλλει κατά της αποφάσεως 96/239/ΕΚ της Επιτροπής, της 27ης Μαρτίου 1996, σχετικά με ορισμένα επείγοντα μέτρα προστασίας από τη σπογγώδη εγκεφαλοπάθεια των βοοειδών.
Με την απόφαση αυτή δικαιώθηκε η Επιτροπή και οι πρωτοβουλίες της σε ένα εξαιρετικής σημασίας ζήτημα σε βάρος του κράτους μέλους.
Οι προαναφερθείσες ρυθμίσεις και η νομολογία αποτελούν ίχνη του «νέου κόσμου» όπου η τρυφερότητα αναφέρεται στο νομοθέτη όπως και η εξάλειψη του φόβου. Δεν θα μπορούσε κανείς να κρίνει ή να αμφισβητήσει την αναγκαιότητα των διατάξεων αυτών, ούτε να ασκήσει κριτική. Θα μπορούσε όμως να αναρωτηθεί για το παράδοξο της επέκτασης του κανονιστικού ενδιαφέροντος της εξουσίας και στον περιορισμό της προσωπικής ευθύνης.
Επίμετρο
Ο σύγχρονος άνθρωπος θα όφειλε να αναλογισθεί το μέγεθος της απαξίας του ρόλου του όταν δεν είναι ο ίδιος υπεύθυνος και μόνον για το σκυλί ή το γαϊδούρι του. Όταν η σφαγή των ζώων μετατίθεται από το χώρο της θρησκείας (πχ το εβραϊκό κόσερ) στο χώρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ο πολιτισμός αναμφίβολα έχει κατακτήσει ένα σημαντικό πεδίο. Όταν η πανούκλα δεν αποτελεί σημάδι της «κατάρας του θεού» αλλά μια νόσο όπως όλες που μεταδίδεται ορθολογικά και ελέγχεται με μέτρα, ο πολιτισμός έχει κάνει ακόμη μεγαλύτερα βήματα. Στον πολιτισμό όμως αυτό η προσωπική ευθύνη οφείλει να βαρύνει το άτομο και όχι το σύνολο[39].
Υπό την έννοια αυτή ο κάτοχος ζώων σε μαζικό επίπεδο, όπως ο φαρμακοβιομήχανος που διεξάγει παράνομα πειράματα θα όφειλε να τιμωρείται προσωπικά έστω και αν το ζώο που κατέχει δεν είναι απλώς ένα κατοικίδιο. Η ρύθμιση της συλλογικής ευθύνης δεν θα πρέπει να περιορίζει την προσωπική ευθύνη αλλά να την επαυξάνει. Ο ρόλος του ιδιωτικού δικαίου στην περίπτωση αυτή όχι μόνον δεν κάμπτεται αλλά αποκτά εξέχουσα σημασία[40]. Διαφορετικά η συλλογικότητα καθίσταται ανευθυνότητα και η κανονιστική ρύθμιση οδηγεί σε απαλλαγή.
[1] Για το ζήτημα της διεύρυνσης του ρυθμιστικού πεδίου του δημοσίου δικαίου βλ. ειδικά Γεωργιάδη Α., Το ιδιωτικό δίκαιο στο κατώφλι του 21ου αιώνα, ΝοΒ 49, σ.569 επ. και ειδικά για το ζήτημα της προστασίας του περιβάλλοντος σ. 571 επ
[2] Βλ. μεταξύ άλλων για το ρόλο των ζώων στη σύγχρονη λογοτεχνία Κούντερα Μ., Η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι, Εστία, Οστερ Π., Τιμπουκτού, Ζαχαρόπουλος, Σεπουλβέδα Λ, Η ιστορία του γάτου που έμαθε σ’ ένα γλάρο να πετάει, Opera και φυσικά Δέλτα Π., Ο Μάγκας, ή Κίπλιγκ Ρ. Το βιβλίο της ζούγκλας, εκδόσεις Κονιδάρη, …
[3] Βλ. ειδικά http://www.peta.org/about/ για την Οργάνωση People for an ethical treatment of animals και άλλους συγγενείς φορείς όπως http://www.animals-angels.de/ , http://www.idausa.org/ , http://www.aspca.org/site/PageServer κλπ.
[4] Βλ. ειδικά Γεωργιάδη Α., Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, 3η έκδοση , Αντ. Ν. Σάκκουλα 2002, σ. 1 επ. Για το ζήτημα και την αποστολή του δικαίου βλ. και Μητσόπουλου Γ., Προβλήματα ισχύος του δικαίου, ΝοΒ 24 σ. 1 επ.
[5] Βλ. σχετικές διατάξεις του άρθ. 2 του ν. 3170/03 : «Δεν επιτρέπεται ο περίπατος σκύλων χωρίς συνοδό. Ο ιδιοκτήτης σκύλου οφείλει να παίρνει τα κατάλληλα μέτρα, ώστε να μην εξέρχεται ελεύθερα ο σκύλος του από το χώρο της ιδιοκτησίας του και εισέρχεται σε χώρους άλλων ιδιοκτητών ή σε κοινόχρηστους χώρους. Για την αποφυγή ατυχημάτων ο ιδιοκτήτης ή ο συνοδός του σκύλου υποχρεούται κατά τη διάρκεια του περιπάτου να κρατάει το σκύλο του δεμένο και να βρίσκεται σε μικρή απόσταση από αυτόν».
[6] Βλ. το ν. 3170/03 «Ζώα συντροφιάς, αδέσποτα ζώα συντροφιάς και άλλες διατάξεις» και το ν. 2170/1992 «Κύρωση της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία των ζώων συντροφιάς».
[7] Βλ. ειδικά ΣτΕ 2731/1997. Αναλυτική αναφορά της νομολογίας αυτής και της σημασίας της για την ανάπτυξη της Μακεδονίας μέσω της κατασκευής του έργου της Εγνατίας οδού βλ. σε Σκουρή Π., Ανάπτυξη των Περιφερειών και Ανατροπή των Συνόρων, Σάκκουλας Θεσσαλονίκη, 2004.
[8] Βλ. ειδικά και ΣτΕ Ολ 3135/2002, ΑΠ 1046/1998 για το καθεστώς στο νησί Μαραθωνήσι.
[9] Ειδικά βλ. Καράκωστα Ι., Μπρεδήμα Α., Η προστασία των ζώων και το δίκαιο, Αντ. Ν. Σάκκουλα 2004, αλλά και παλαιότερα Λεμπέση Ν., Οριζόντια ιδιοκτησία. Ζώα, πτηνά, Δ/ΝΗ/1990 σ. 291.
[10] Για το καθεστώς των ζώων κατά το βυζαντινό δίκαιο βλ. την ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα εργασία του ομ. Καθηγητή Τρωϊάνου Σπ., Τα ζώα στο Βυζαντινό Δίκαιο, κοσμικό και κανονικό, σε Καράκωστα Ι., Μπρεδήμα Α., Η προστασία των ζώων και το δίκαιο, ανωτέρω, σ. 15 επ μα αναλυτική βιβλιογραφία. Στο ίδιο συλλογικό έργο βλ. επίσης σχετικά Πιτσάκη Κ., Το ζώο οιονεί υποκείμενο δικαίου, μια περιήγηση στη νομική ιστορία, σ. 29 επ. και Χέλμη Α., Η νομική προστασία των ζώων: Ιστορική και ανθρωπολογική προσέγγιση, σ. 57 επ με αναλυτική βιβλιογραφία.
[11] Για μια αναλυτική προσέγγιση της προστασίας των ζώων κατά το αστικό δίκαιο βλ. Κουτσουράδη Αχ., Τα ζώα και το αστικό δίκαιο, σε Καράκωστα Ι. Μπρεδήμα Α (επιμ.), Η προστασία των ζώων και το δίκαιο, ανωτέρω σ. 79 επ., με αναλυτική νομολογία και βιβλιογραφία.
[12] Για μια αναλυτική προσέγγιση της προστασίας των ζώων κατά το ποινικό δίκαιο βλ. Τριανταφύλλου Γ., Η προστασία των ζώων κατά το ποινικό δίκαιο, σε Καράκωστα Ι. Μπρεδήμα Α (επιμ.), Η προστασία των ζώων και το δίκαιο, ανωτέρω σ. 149 επ., με αναλυτική νομολογία και βιβλιογραφία.
[13] Βλ. ειδικά σε Γεωργιάδη- Σταθόπουλου, Αστικός Κώδιξ, Κατ’άρθρο ερμηνεία, Ειδικό Ενοχικό IV άρθ. 741- 946, Αντ. Ν. Σάκκουλα, 1982 για το άρθ. 924 ΑΚ Βοσινάκη, σ. 761 επ., Θηβαίου Χρ., Περί της δια ζώων προξενουμένης ζημίας, ΝοΒ 3, σ. 289 επ. και 353 επ. και Λιτζερόπουλου Α., Τρία θεμελιώδη προβλήματα της αστικής ευθύνης, Αρχείο Ιδιωτικού Δικαίου, 7, σ. 158 επ.
[14] Εφ. Αθ. 2107/1987 σε Δ/ΝΗ/1988 σ. 1601«Κατά το άρθρ. 924 ΑΚ, ο κάτοχος ζώου ευθύνεται για τη ζημία που προξενήθηκε απ’ αυτό σε τρίτον. Αν η ζημιά έγινε από κατοικίδιο ζώο που χρησιμοποιείται για το επάγγελμα, τη φύλαξη της κατοικίας ή τη διατροφή του κατόχου του, αυτός δεν ευθύνεται, αν αποδείξει ότι δεν τον βαρύνει κανένα πταίσμα ως προς τη φύλαξη και την εποπτεία του ζώου. Με την πρώτη παράγραφο καθιερώνεται η αντικειμενική ευθύνη του κατόχου ζώου για τη ζημιά που έγινε απ’ αυτό σε τρίτο, δηλαδή από μόνο το γεγονός της κατοχής του ζώου και ανεξάρτητα από οιαδήποτε υπαιτιότητά του. Και τούτο διότι ο κάτοχος που έχει τα ωφελήματα από το ζώο πρέπει να φέρει και τον κίνδυνο κάθε ζημιάς που προξενείται απ’ αυτό. Αντίθετα, προκειμένου για κατοικίδιο ζώο θεσπίζεται με τη δεύτερη παράγραφο η ευθύνη του κατόχου του ζώου, στηριζομένη σε υποτιθέμενο πταίσμα αυτού για τη φύλαξη και την εποπτεία του ζώου. Συνεπώς στην περίπτωση αυτή ο κάτοχος μπορεί να απαλλαγεί της ευθύνης μόνον αν αποδείξει ότι δεν τον βαρύνει πταίσμα για τη φύλαξη και εποπτεία του ζώου. Η ευθύνη αυτή του κατόχου του ζώου τόσο η βασιζομένη στην παράγραφο 1η όσο και στη 2η παράγραφο του παραπάνω άρθρου μπορεί να μετριασθεί ή και να παύσει τελείως κατά τους όρους του άρθρ. 300 ΑΚ, αν δύναται να αποδοθεί στο ζημιωθέντα σε πρόσωπα για τα οποία ευθύνεται αυτός. Ως κατοικίδια ζώα νοούνται εκείνα που ζουν, αναπτύσσονται, τρέφονται, αναπαράγονται υπό τη στέγη του ανθρώπου και με τις φροντίδες αυτού και είναι προωρισμένα να χρησιμοποιούνται για το επάγγελμα, τη φύλαξη της οικίας ή τη διατροφή του κατόχου τους. Τέτοια ζώα είναι μεταξύ των άλλων και οι σκύλοι που χρησιμοποιούνται για τη φύλαξη της κατοικίας κλπ. Το πιο πάνω άρθρο καθιστά υπεύθυνο τον κάτοχο του ζώου για οιασδήποτε φύσεως ζημία και αν έπαθε ο τρίτος από την ενέργεια του ζώου. Ειδικότερα για την ευθύνη του κατόχου κατοικιδίου ζώου, ο κάτοχος του ευθύνεται απεριόριστα όπως και ο κάτοχος οιουδήποτε άλλου ζώου, μπορεί, όπως προαναφέρθηκε, να απαλλαγεί της ευθύνης αν αποδείξει ότι δεν τον βαρύνει κανένα πταίσμα για τη φύλαξη και την εποπτεία του ζώου. Το πότε δεν υπάρχει τέτοιο πταίσμα κρίνει για κάθε περίπτωση ο δικαστής κατ’ εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών που προτείνονται από τον κάτοχο. Αν δεν προτείνονται τέτοια περιστατικά όπως πρέπει σύμφωνα με το άρθρο 262 παρ. 1 ΚΠολΔ η ένσταση είναι αόριστη, ως ανεπίδεκτη δικαστικής εκτιμήσεως και απορρίπτεται. Ως προς το βάρος της αποδείξεως ο ενάγων για αποζημίωση για ζημία που προξενήθηκε σ’ αυτόν από ζώο πρέπει να αποδείξει: α) το ποσό της ζημίας που του προξενήθηκε, β) ότι η ζημία του προξενήθηκε από ενέργεια του ζώου και γ) ότι ο κάτοχος του ζώου είναι ο εναγόμενος. Αν ο εναγόμενος ισχυρίζεται ότι η ζημία προξενήθηκε από κατοικίδιο ζώο του, οφείλει να αποδείξει: α) την ιδιότητα του ζώου τούτου, καθώς και το γεγονός ότι αυτό χρησίμευε για το επάγγελμά του, τη φύλαξη της κατοικίας του ή για τη διατροφή του και β) ότι δεν τον βαρύνει κανένα πταίσμα για τη φύλαξη και εποπτεία του ζώου, γιατί κατέβαλε γι’ αυτή τη συνηθισμένη στις συναλλαγές επιμέλεια, και μάλιστα στον τόπο που διαμένει, για τη φύλαξη του ζώου, εκθέτοντας προς τούτο και τα περιστατικά που δικαιολογούν μια τέτοια περίπτωση σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν για το ζήτημα τούτο και παραπάνω (βλ. για όλα αυτά αντί πολλών Κ. Καυκά, ΕνοχΔ, άρθρ. 924 παρ. 2, 4, 6, 7, 8)».
[15] Βλ. ειδικά και Κατρά, Πανδέκτης μισθώσεων και οροφοκτησίας, 5η έκδοση Αθήνα/ Κομοτηνή 2003 σ. 1019 επ. Βλ. αναλυτικά και Κουτσουράδη, ανωτέρω σ 106 επ. Από τη νομολογία βλ. ειδικά ΕΦ ΑΘ 737/1992 όπου ειδικά αναφέρεται «Συνεπώς, η εναγομένη δεν δικαιούται να διατηρεί το σκύλο στο διαμέρισμά της και υπέχει υποχρέωση να απομακρύνει αυτόν, η δε ένσταση αυτής, ότι ο ενάγων ασκεί καταχρηστικώς με την άνω αγωγή το δικαίωμα που απορρέει από τον κανονισμό, περί απαγορεύσεως παραμονής σκύλων στα διαμερίσματα της πολυκατοικίας, από το λόγο ότι επί σειρά ετών, τόσον η ίδια, όσο και άλλοι ένοικοι διατηρούσαν σκύλους στα διαμερίσματά τους χωρίς να υπάρξουν διαμαρτυρίες, είναι αβάσιμη, όπως ορθώς δέχθηκε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλουμένη απόφαση, διότι η άσκηση του αγωγικού δικαιώματος, ενόψει των ανωτέρω περιστατικών, δεν υπερβαίνει προφανώς τα επιβαλλόμενα από την καλή πίστη, τα χρηστά ήθη ή τον κοινωνικό και οικονομικό σκοπό αυτού τασσόμενα όρια (ΑΚ 281, βλ. ΑΠ 997/1990 και 383/1990 ΕΔΠ 1990 σελ. 247). ‘Υστερα από όλα αυτά, η άνω αγωγή, η οποία είναι επαρκώς ωρισμένη ( άρθρα 117, 118 και 216 ΚΠολΔ) και νόμιμη (άρθρα 1002, 1117, 361 ΑΚ, 1, 4 παρ.1 και 13 Ν. 3741/1929), αποδεικνύεται ως βάσιμη στην ουσία»., Μον. Πρωτ.Αθ. 2758/1992 «Ο εναγόμενος, παραβαίνοντας τη διάταξη αυτή του κανονισμού, το περιεχόμενο του οποίου, ως ελέχθη, αποτελεί και περιεχόμενο της μισθωτικής συμβάσεως εγκατέστησε στο μίσθιο τρεις (3) σκύλους οι οποίοι εκτός από τις φυσικές τους ακαθαρισίες με τις οποίες βρωμίζουν τη βεράντα του μισθίου, η οποία έτσι έγινε εστία μολύνσεως και πολύ ενοχλητικής δυσοσμίας για τους ενοίκους των διπλανών διαμερισμάτων, προκαλούν με τα δυνατά και συνεχή γαυγίσματά τους, μέρα και νύκτα, σοβαρή ενόχληση στους λοιπούς ενοίκους της άνω πολυκατοικίας, οι οποίοι διαμαρτυρήθηκαν έντονα τόσο σ’ αυτόν, όσο και στον ενάγοντα εκμισθωτή. Και ο ενάγων διαμαρτυρήθηκε με τη σειρά του στον εναγόμενο για την αντισυμβατική αυτή συμπεριφορά (της εγκαταστάσεως των σκύλων στο μίσθιο) η οποία λόγω της άνω φύσεώς της, συνιστά επιπλέον και κακή συμπεριφορά απέναντι τους άλλους ενοίκους της πολυκατοικίας. Η διαμαρτυρία του ενάγοντος έγινε τόσο προφορικά, όσο και με την από .3.1991 εξώδικη δήλωση και διαμαρτυρία του την οποία απηύθυνε στον εναγόμενο. Με την έγγραφη αυτή διαμαρτυρία η οποία επιδόθηκε στον εναγόμενο στις 11.3.1991 επισημαίνεται στον εναγόμενο η παράβαση του Κανονισμού, επομένως δε και του μισθωτηρίου και τάσσεται σ’ αυτόν προθεσμία 5 ημερών για να απομακρύνει από το μίσθιο τους σκύλους. Ο εναγόμενος δεν απομάκρυνε τους σκύλους απ το μίσθιο όχι μόνο μέσα στην προθεσμία των 5 ημερών που του τάχθηκε, αλλά ούτε και μέχρι την επίδοση της αγωγής Επομένως με την καταγγελία της μισθώσεως, που περιέχεται στην αγωγή για κακή χρήση του μισθίου (594 ΑΚ) και συγκεκριμένα για χρήση κατά παράβαση όρου της συμβάσεως επί πλέον δε και για χρήση που λόγω της φύσεώς της συνιστά κατά τα άνω κακή συμπεριφορά απέναντι στους αλλους ενοίκους της πολυκατοικίας, επήλθε από την περιέλευσή της στ ον εναγόμενο, σύμφωνα με όσα σχετικά αναφέρθηκαν στην πρώτη σκέψη της παρούσας, η λύση της μισθώσεως. Περαιτέρω πρέπει κατόπιν σχετικού αιτήματος να διαταχθεί η προσωρινή εκτέλεση της απόφασης (άρθ. 907 και 910 αριθ. 1 του ΚΠολΔ) και να καταδικαστεί ο ενάγων στα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος (άρθ. 176 του ΚΠολΔ)» Επίσης για το ίδιο ζήτημα βλ. ΑΠ 997/1990 Δ’ Τμ., Μον.Πρωτ. Αθ. 1064/1990 και ΕφΑΘ 7561/1989
[16] Η ΣτΕ. 3291/1988 (τμ. Δ’) ανέδειξε το ρόλο των φιλοζωϊκών σωματείων σε σχέση με το ζήτημα της διαμονής των ζώων σε πολυκατοικίες ήδη από το 1988. Ειδικότερα σύμφωνα με την απόφαση αυτή: «Ζητείται από το σωματείο με την επωνυμία “Πανελ. Ενωσις Ιδιοκτητών Διαμερισμάτων” η ακύρωση της υπ’ αριθ. Α1β/οικ. 7684/30.7/21.8.1987 αποφάσεως του Υπ. Υγείας, Πρόνοιας και Κοιν. Ασφαλίσεων (Φ 457 τ. Β’), με την οποία αντικαταστάθηκε το άρθρο 17 της υπ’ αριθ. 1β/8181/86 Υγειον. Διατάξεως, κατά το μέρος της που επέτρεψε την διατήρηση κατοικιδίων ζώων (μόνο ενός σκύλου και μιας γάτας ή δύο σκύλων ή δύο γατών) σε κάθε διαμέρισμα πολυκατοικίας, και όταν ακόμη ο κανονισμός της απαγορεύει την διατήρηση τέτοιων ζώων, με την παράλληλη θέσπιση όλων των αναγκαίων μέτρων για την τήρηση καθαριότητας στο περιβάλλον και την αποφυγή προκλήσεως ενοχλήσεων σε βάρος των γειτόνων. Επειδή παραδεκτώς παρεμβαίνουν με κοινό δικόγραφο για την διατήρηση της ισχύος της προσβαλλομένης αποφάσεως το σωματείο με την επωνυμία “Ένωση Ζωοφίλων Ελλάδος”, που κατά το άρθρο 5 του κατ/κού του έχει σαν σκοπό “την ανάπτυξη του συναισθήματος της αγάπης στα κάθε είδους ζώα” και η Π.Λ., που κατοικεί σε διαμέρισμα πολυκατοικίας, ο κανονισμός της οποίας απαγορεύει την διατήρηση ζώων.…………………………Επειδή, σύμφωνα με πάγια νομολογία του Δικαστηρίου τούτου, σωματείο που έχει σαν σκοπό την προάσπιση των συμφερόντων των μελών του έχει έννομο συμφέρον να ζητήσει την ακύρωση διοικητικής πράξεως που θίγει το σύνολο των μελών του ή αμέσως το ίδιο σωματείο, όχι όμως και πράξεως που θίγει ορισμένα από τα μέλη του όταν από την ενδεχόμενη ακύρωσή της βλάπτονται τα συμφέροντα άλλων μελών του (ΣτΕ 424/1976, 3008/1978, 910/1979, 3829/1982, 3404/1984, 1625/1988 κ.ά.). Εν προκειμένω το αιτούν σωματείο που, σύμφωνα με το άρθρο 2 του Κατ/κού του, έχει σαν σκοπό του την αναγνώριση και κατοχύρωση των δικαιωμάτων των μελών του καθώς και την παρακολούθηση και επίλυση κάθε θέματος που έχει σχέση με την προστασία της ιδιοκτησίας, επικαλείται για την θεμελίωση του εννόμου συμφέροντός του να ζητήσει την ακύρωση της πιο πάνω αποφάσεως την τήρηση της νομιμότητας στην λειτουργία των πολυκατοικιών, που διασφαλίζεται από την εφαρμογή του Κανονισμού των, οι όροι των οποίων σχετικά με την απαγόρευση της διατηρήσεως ζώων θίγονται με την απόφαση αυτή. Δεδομένου όμως ότι, κατά την κοινή πείρα και αντίληψη, άλλοι από τους ιδιοκτήτες διαμερισμάτων επιθυμούν την διατήρηση σ’ αυτά ζώων και παρά την τυχόν αντίθετη ρήτρα του Κανονισμού της πολυκατοικίας των και άλλοι όχι, το αιτούν σωματείο δεν προσκόμισε στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ότι όλα τα μέλη του που εμπίπτουν στην επίμαχη ρύθμιση, την κατηγορία των οποίων άλλωστε ούτε καν καθόρισε, επιδιώκουν την ακύρωση της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Συνεπώς, εν όψει όσων αναπτύχθηκαν πιο πάνω, το εν λόγω σωματείο, δεν έχει έννομο συμφέρον για την άσκηση της κρινόμενης αιτήσεως. Κατ’ ακολουθίαν, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη η αίτηση αυτή και να γίνουν δεκτές οι παρεμβάσεις που ασκήθηκαν από την “Ένωση Ζωοφίλων Ελλάδος” και την Π.Λ. καθώς επίσης και από την “Συν. ζωοφίλων σωματείων Ελλάδος”.
[17] Βλ. το άρθ. 6 του ν. 3170/03«Διατήρηση ζώων συντροφιάς σε κατοικίες Επιτρέπεται η διατήρηση σε κάθε κατοικία μόνο ενός σκύλου και μιας γάτας ή δύο σκύλων ή δύο γατών. Προκειμένου για πολυκατοικίες (αποτελούμενες από δύο διαμερίσματα και άνω) επιτρέπεται επίσης η διατήρηση ενός σκύλου και μιας γάτας ή δύο σκύλων ή δύο γατών σε κάθε διαμέρισμα ακόμα και εκεί που ο κανονισμός της πολυκατοικίας απαγορεύει τη διατήρηση τέτοιων ζώων, με την προϋπόθεση ότι τα ζώα αυτά διατηρούνται στο ίδιο διαμέρισμα όπου διαμένει ο ιδιοκτήτης και δεν παραμένουν μόνιμα στις βεράντες του διαμερίσματος. Απαγορεύεται η διατήρηση ζώων συντροφιάς σε κοινόχρηστους χώρους της πολυκατοικίας (πυλωτή, ταράτσα, ακάλυπτους χώρους κλπ.). Επιτρέπεται η διατήρηση ζώων συντροφιάς στους ανοικτούς χώρους των μονοκατοικιών, με την προϋπόθεση ότι τηρούνται οι διατάξεις του άρθρου 1 του Ν. 1197/1981 (ΦΕΚ 240 Α) και οι αστυνομικές διατάξεις περί κοινής ησυχίας.»
[18] ΜΙΚΤΟ ΟΡΚΩΤΟ ΕΦ ΑΘ Αριθμ. 46-47/1994, ΑΠ 964/1996, 407/1999.
[19] Α.Π. 1761/1994
[20] Διοικ. Πρωτ. Αθ. 2155/1993 ΔΔΙΚΗ/1994 σ. 661 Με αφορμή υπόθεση φορολογίας εισοδήματος και ειδικότερα την απαλλαγή και του ειδικού επιδόματος ανιχνευτών ή εξουδετερωτών βομβών και εκρηκτικών μηχανισμών και συνοδών σκύλων-ανιχνευτών, παρά τη μη ρητή πρόβλεψη του νόμου και προκειμένου να αποκατασταθεί η παραβίαση της συνταγματικά κατοχυρωμένης αρχής της ισότητας.
[21] Δεκλερή Μ., Ο δωδεκάδελτος του περιβάλλοντος, Εγκόλπιο Βιωσίμου Αναπτύξεως, Νόμος και Φύση, Αντ. Σάκκουλας, 1996, Δεκλερή Μ,. Το δίκαιο της Βιώσιμης Ανάπτυξης, Αντ. Ν. Σάκκουλας, 2000, Σιούτη Γ., Η συνταγματική κατοχύρωση της προστασίας του περιβάλλοντος, Σάκκουλας, Αθήνα 1985, σ. 13, Καράκωστα Ι., Περιβάλλον και Δίκαιο, Αντ. Σάκκουλας 2000, σ. 121 επ., Παπαδημητρίου Γ., Περιβαλλοντικό Σύνταγμα, Θεμελίωση, περιεχόμενο και λειτουργία, Νόμος και Φύση, τ. 1 1994, σ. 375 επ, Βενιζέλου Ε., Το Αναθεωρητικό Κεκτημένο, Το συνταγματικό φαινόμενο στον 21ο αιώνα και η εισφορά της αναθεώρησης του 2001, Αντ. Ν. Σάκκουλας 2001, σ. 182 επ., Κοντιάδη Ξ., Ο νέος συνταγματισμός και τα θεμελιώδη δικαιώματα μετά την αναθεώρηση του 2001, Αντ. Ν. Σάκκουλας 2002, σ. 339 επ. με αναλυτική βιβλιογραφία, κλπ.
[22] Βλ. για το ζήτημα αντί πολλών Δρόσου Ι., Συνταγματικοί περιορισμοί της ιδιοκτησίας και αποζημίωση, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1997, Κασιμάτη Γ., Τα συνταγματικά όρια της ιδιοκτησίας, Δοκίμιον συστηματικής θεωρήσεως, Αθήνα, 1972.
[23] Βλ. αντί πολλών Τροβά Ε., Οι τομές για το περιβάλλον στην αναθεώρηση του 2001. Ενας αειφόρος τόπος για την Πολιτεία, σε Τσάτσου Δ., Βενιζέλου Ε., Κοντιάδη Ξ., (επ), Το Νέο Σύνταγμα, Αντ. Ν. Σάκκουλα 2001, σ. 105 επ.
[24] Για τη σχέση ιδιωτιωτικού και δημοσίου δικαίου βλ. αντί πολλών Γεωργιάδη Α., Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, 3η έκδοση , Αντ. Ν. Σάκκουλα 2002, σ. 35 επ. όπου και βιβλιογραφία. Ειδικά βλ. και Γεωργιάδη Α., Το ιδιωτικό δίκαιο στο κατώφλι του 21ου αιώνα, ΝοΒ 49, σ.569 επ.
[25] Για την μετατόπιση της ατομικής ευθύνης στο νομοθετικό πεδίο βλ. ειδικά Carbonnier J., Essais sur les lois, Repertoire du notariat defrenois.
[26] Ν. 2017 της 20.2/27.2.92 Κύρωση της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία των ζώων συντροφιάς (Α 31)
[27] Καραναστάση Μ., Τα ζώα συντροφιάς- Τ’αδέσποτα σκυλιά κλπ., εκδόσεις Καραναστάση 2004.
[28] Ν. 3170 (ΦΕΚ Α’ 191/29.7.2003) Ζώα συντροφιάς, αδέσποτα ζώα συντροφιάς και άλλες διατάξεις.
[29] Αριθ. 259371 (ΦΕΚ Β’ 781/26.5.2004) Χορήγηση οικονομικής ενίσχυσης για την ίδρυση και λειτουργία καταφυγίων αδέσποτων ζώων συντροφιά. Αντί πολλών βλ. Καραναστάση Μ., ανωτέρω.
[30] Βλ. ειδικά τη ΣτΕ 2144/2002 η οποία αφορά την ίδρυση κυνοκομείων, αλλά και το ρόλο των φιλοζωϊκών οργανώσεων σύμφωνα με την οποία:
«Με την αίτηση αυτή οι αιτούντες επιδιώκουν να ακυρωθεί η υπ αριθμ. 36211/5.3.2001 απόφαση του Υπουργού Γεωργίας και κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως. …………………………………………1. Επειδή με την κρινόμενη αίτηση, για την οποία καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (2673437/2001) ζητείται η ακύρωση της αποφάσεως του Υπουργού Γεωργίας, με αριθμό 36211/5.3.2001, περί «Καθορισμού των προϋποθέσεων, δικαιολογητικών, ύψους και τρόπου πληρωμής των δικαιούχων οικονομικής ενισχύσεως, για την κατασκευή κυνοκομείων ή τη βελτίωση υπαρχόντων κυνοκομείων, στα πλαίσια του προγράμματος για την καταπολέμηση της Εχινοκοκκίασης, της Λύσσας, της Λεϊσμανίασης και των λοιπών, ζωοανθρωπονόσων, που μεταδίδονται από το σκύλο στον άνθρωπο και στα παραγωγικά ζώα, σε εφαρμογή της κοινής απόφασης των Υπουργών Γεωργίας και Οικονομικών, υπ αριθ. 431/2001». 2. Επειδή με την προσβαλλόμενη απόφαση καθορίζονται οι προϋποθέσεις εν γένει οικονομικής ενισχύσεως, για την κατασκευή κυνοκομείων και τη βελτίωση υπαρχόντων. Η απόφαση, όπως συνάγεται και από τον τίτλο της και το περιεχόμενό της, εξεδόθη ενόψει αφενός της κοινής απόφασης των Υπουργών Γεωργίας και Οικονομικών, με αριθμ. 431/343160/925/12.2.2001 (βλ. κεφ. «Γενικά», εδ. γ΄ της τελευταίας) και αφετέρου του π.δ. 400/83, όπως αυτό τροποποιήθηκε με το π.δ. 289/92, το οποίο εκδόθηκε προς εκτέλεση του ν. 829/78 (Α΄ 203). Mε τον τελευταίο αυτό νόμο προβλέπονται διάφορα μέτρα για την πρόληψη και καταπολέμηση των νόσων που μεταδίδονται από τα ζώα στους ανθρώπους. Ανάμεσα στα μέτρα αυτά είναι και η περισυλλογή και η, υπό προϋποθέσεις, θανάτωση των αδέσποτων σκύλων. 3. Επειδή, εν όψει του ότι, σκοπός των αιτούντων, σύμφωνα με τα καταστατικά τους, είναι η προστασία των αδέσποτων ζώων (άρθρ. 2 και 3, αντιστοίχως), η κρινόμενη αίτηση με την οποία προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αντίκειται στις διατάξεις του ν. 2017/92, με τον οποίο κυρώθηκε η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προστασία των ζώων συντροφιάς, ασκείται με έννομο συμφέρον (ΣτΕ 4295/86). 4. Επειδή η προσβαλλόμενη πράξη, με την οποία ορίζονται οι προϋποθέσεις και τα δικαιολογητικά των δικαιούχων οικονομικής ενισχύσεως για την κατασκευή κυνοκομείων ή τη βελτίωση των υπαρχόντων συνιστά κανονιστική διοικητική πράξη (ΣτΕ 4295/86), η οποία, όπως βεβαιώνει η Διοίκηση (260632/28-5-2002 έγγραφο του Υπουργείου Γεωργίας προς το Δικαστήριο), δεν έχει δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, όπως επεβάλλετο κατά το άρθρο 1 παρ. 1 εδ. γ του Ν. 301/1976 (ΦΕΚ 91 Α΄), δεδομένου ότι δεν προβλέπεται γι αυτήν στο νόμο άλλος τρόπος δημοσιότητος, και επομένως τυγχάνει ανυπόστατη. Από τα στοιχεία όμως του φακέλου προκύπτει ότι η προσβαλλόμενη πράξη είχε κοινοποιηθεί στους αποδέκτες της και είχαν ξεκινήσει οι σχετικές διαδικασίες για την υλοποίησή της, με την εκδήλωση ενδιαφέροντος και την υποβολή σχετικών αιτήσεων από διαφόρους Δήμους και Κοινότητες. Πλην όμως δεν ολοκληρώθηκε η υλοποίησή της, διότι δεν κατέστη δυνατή η εκταμίευση των πιστώσεων μέσα στο έτος 2001. Αλλ’ η κοινοποίηση της πράξεως στους αποδέκτες της, όπως έχει ήδη κριθεί (ΣτΕ 1328/89, 4108/99 Ολομ., 951/2000, 1583, 4097/2001), επέχει θέση εφαρμογής και συνεπώς η προσβαλλόμενη, αν και ανυπόστατη λόγω της μη δημοσιεύσεώς της, εφόσον έχει τεθεί σε εφαρμογή πρέπει να ακυρωθεί για τον λόγο αυτόν, ο οποίος εξετάζεται αυτεπαγγέλτως και να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση. Δ ι ά τ α ύ τ α Δέχεται την αίτηση. Ακυρώνει την 36211/5-3-2001 απόφαση του Υπουργού Γεωργίας.»
[31] Βλ. αντί πολλών Καράκωστα Ι., Περιβάλλον και Δίκαιο, Αντ. Ν. Σάκκουλα, 2000, Καράκωστα Ι., Η προστασία της άγριας πανίδας ως περιβαλλοντικού αγαθού σε Καράκωστα Ι., Μπρεδήμα Α., Η προστασία των ζώων και το δίκαιο, ανωτέρω σ. 127 επ. όπου και αναλυτική βιβλιογραφία, Σιούτη Γλ., Εγχειρίδιο Δικαίου Περιβάλλοντος, Δημόσιο Δίκαιο και Περιβάλλον, Αντ. Ν. Σάκκουλα 2003, Νικολόπουλου Τ., Η προστασία των φυσικών οικοτόπων στο κοινοτικό δίκαιο, Νόμος και Φύση 1997 ηλεκτρονική δημοσίευση σε http://www.nomosphysis.org.gr/articles.php?artid=22&lang=1&catpid=1 με αναλυτική βιβλιογραφία κλπ.
[32] Το ζήτημα επιτρέπει βεβαίως σημαντικούς μεθοδολογικούς προβληματισμούς. Ενδεικτικά βλ. Σούρλα Π., Θεμελιώδη ζητήματα της μεθοδολογίας του δικαίου, μέρος α., θεωρητική στοιχείωση, Αντ. Ν. Σάκκουλας 1986, σ. 87 επ., Sourioux J-L, Lerat P., Le langage du droit, PUF, 1975, Δουζίνας Κ., Warrington R., Ο λόγος του νόμου. Ερμηνεία, αισθητική και ηθική στο δίκαιο, Αλεξάνδρεια, 1996, σ.12 επ., βλ. ακόμη τις θεωρητικές θέσεις του Ρικαίρ Π., Λόγος και Σύμβολο, Μούσες, εκδ. Αρμός 2002, και Stolleis M., H Iστορία του δικαίου ως ποιητική, Εισαγωγή- Μετάφραση Βασιλική Ρουστοπάνη- Neumann, Έρασμος, Φιλοσοφία 21, 2002, σ. 1, Μπόσδα A.., Λογική και Δίκαιο, ΝοΒ 37, σ. 1393.
[33] Βλ. ειδικά Μπρεδήμα Α., Η προστασία των ζώων κατά το διεθνές δίκαιο σε Καράκωστα Ι., Μπρεδήμα Α., Η προστασία των ζώων και το δίκαιο, ανωτέρω σ. 171 επ., όπου και αναλυτική βιβλιογραφία.
[34] Βλ. αντί πολλών Δελλή Γ., Κοινοτικό Δίκαιο Περιβάλλοντος, Οι διαστάσεις της προστασίας του περιβάλλοντος στην κοινοτική έννομη τάξη, Αντ. Ν. Σάκκουλας, 1998, Καράκωστα Ι.- Σιούτη Γλ. (επ), Εισαγωγή στο κοινοτικό δίκαιο περιβάλλοντος, Αντ. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα, 1993.
[35] Βλ. ειδικά Κουσκουνά Μ., Η προστασία των ζώων στο κοινοτικό δίκαιο, Καράκωστα Ι., Μπρεδήμα Α., Η προστασία των ζώων και το δίκαιο, ανωτέρω σ. 194 επ. με αναλυτική βιβλιογραφία και νομολογιακές αναφορές.
[36] «Οι διατάξεις των άρθ. 28 και 29 δεν αντιτίθενται στις απαγορεύσεις ή στους περιορισμούς εισαγωγών, εξαγωγών ή διαμετακομίσεων που δικαιολογούνται από λόγους δημοσίας ηθικής, δημοσίας τάξεως, δημοσίας ασφαλείας, προστασίας της υγείας και της ζωής των ανθρώπων και των ζώων ή προφυλάξεως των φυτών, προστασίας των εθνικών θησαυρών που έχουν καλλιτεχνική, ιστορική ή αρχαιολογική αξία, ή προστασίας της βιομηχανικής και εμπορικής ιδιοκτησίας. Οι απαγορεύσεις ή οι περιορισμοί αυτοί δεν δύνανται πάντως να αποτελούν ούτε μέσο αυθαιρέτων διακρίσεων ούτε συγκαλυμμένο περιορισμό στο εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών».
[37] Βλ. την οδηγία 86/609/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 1986, για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με την προστασία των ζώων που χρησιμοποιούνται για πειραματικούς και άλλους επιστημονικούς σκοπού.
[38] C-152/00, της 12ης Σεπτεμβρίου 2002 Επιτροπή κατά Γαλλικής Δημοκρατίας, C-354/99, της 18ης Οκτωβρίου 2001 Επιτροπή κατά Ιρλανδίας.
[39] Για το ζήτημα της ιδιωτικής αυτονομίας βλ. αντί πολλών Γεωργιάδη Α., Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, 3η έκδοση , Αντ. Ν. Σάκκουλα 2002, σ. 14 επ.
[40] Ιδίως βλ. Γεωργιάδη Α., Το ιδιωτικό δίκαιο στο κατώφλι του 21ου αιώνα, ΝοΒ 49, σ.569 επ. με αναλυτική βιβλιογραφία.