22 Feb άδειες τηλεοπτικών καναλιών: ν. 4367/2016 άρθρο τρίτο
Άδειες τηλεοπτικών καναλιών
NOMOΣ 4367/2016 – ΦΕΚ A 19 – 15.02.2016
Kύρωση της Συμφωνίας μεταξύ της Κυβέρνησης της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Κυβέρνησης της Δημοκρατίας της Λευκορωσίας για τις διεθνές οδικές επιβατικές και εμπορευματικές μεταφορές και άλλες διατάξεις.
Άρθρο τρίτο
Μετά τη διάταξη του άρθρου 2 του Ν. 4339/2015 προστίθεται άρθρο 2Α ως εξής:
«Άρθρο 2Α
1. Ο αριθμός των δημοπρατούμενων αδειών παροχών περιεχομένου επίγειας ψηφιακής τηλεοπτικής ευρυεκπομπής ελεύθερης λήψης εθνικής εμβέλειας ενημερωτικού προγράμματος γενικού περιεχομένου ορίζεται σε τέσσερις (4) για μετάδοση υψηλής ευκρίνειας (high definition).
2. Κατά την πρώτη εφαρμογή του παρόντος, η διαγωνιστική διαδικασία για τη χορήγηση των αδειών της προηγούμενης παραγράφου διενεργείται από τον Υπουργό στον οποίο έχουν ανατεθεί οι αρμοδιότητες της Γενικής Γραμματείας Ενημέρωσης και Επικοινωνίας,
ο οποίος εκδίδει τη σχετική προκήρυξη, χορηγεί τις άδειες και προβαίνει σε όλες τις επιμέρους ενέργειες που προβλέπονται από τα άρθρα 3 έως και 15 του παρόντος.
Με απόφαση του ίδιου Υπουργού ρυθμίζονται ειδικότερα θέματα εφαρμογής των ως άνω διατάξεων και δύνανται να μεταβιβαστούν επιμέρoυς αρμοδιότητες της διαγωνιστικής διαδικασίας στη Γενική Γραμματεία Ενημέρωσης και Επικοινωνίας.
3. Η τιμή εκκίνησης για την ανωτέρω κατηγορία δημοπρατούμενων αδειών καθορίζεται με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του Υπουργού στον οποίο έχουν ανατεθεί οι αρμοδιότητες της Γενικής Γραμματείας Ενημέρωσης και Επικοινωνίας»
Με τις ψήφους μόνο της κυβερνητικής πλειοψηφίας αλλά και με δεκάδες απουσίες από τα κόμματα της αντιπολίτευσης υπερψηφίστηκε σε υψηλούς τόνους και εν μέσω συγκρούσεων στην Ολομέλεια το νομοσχέδιο για τις τηλεοπτικές άδειες.
Αντισυνταγματικό χαρακτήρισε το νόμο Παππά για τις τηλεοπτικές άδειες ο Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών Γιώργος Κασιμάτης και κάλεσε τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Προκόπη Παυλόπουλο να μην τον υπογράψει αλλά να τον αναπέμψει στη Βουλή, κατά την προβλεπόμενη διαδικασία.
O κ. Κασιμάτης τόνισε ότι ο νόμος Παππά έχει όλα τα τυπικά στοιχεία αντισυνταγματικότητας και αποτελεί κλασική περίπτωση νόμου για αναπομπή από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. «Είμαι βέβαιος – προσέθεσε – ότι ο κύριος Παυλόπουλος που ανήλθε με την αξία του στο ύπατο Πολιτειακό αξίωμα θα πράξει το καθήκον του». Αλλοι συνάδελφοι του δεν είχαν την ίδια γνώμη αλλοι πάλι συμφωνούν. Στη στήλη ο φιλοξενούμενος παρουσιάζουμε κάποιε από αυτές.
Στο μεταξύ έντονη συζήτηση ξεκίνησε με την ΣτΕ 1901/2014.
Με αφορμή την διάταξη του πρόσφατου νόμου 4367/2016 για τις τηλεοπτικές άδειες ήρθε στο προσκήνιο η απόφαση 1901/2014 του Συμβουλίου της Επικρατείας (ολομέλεια) που αφορούσε την κατάργηση της ΕΡΤ. Όπως αναφέρεται επί λέξει στην απόφαση (σκέψη 16) «ειδικά ως προς τους ραδιοτηλεοπτικούς σταθμούς, ο συνταγματικός νομοθέτης, έχοντας υπόψη τη μεγάλη εμβέλεια, την χρονική αμεσότητα και την ιδιαίτερη δύναμη επιρροής που διαθέτουν, με τις διατάξεις του άρθρου 15 παρ. 2 του Συντάγματος όρισε ότι η
λειτουργία τους υπάγεται στον άμεσο έλεγχο του κράτους. Ο έλεγχος αυτός περιλαμβάνει τόσο τη χορήγηση αδείας λειτουργίας, όσο και τη μέριμνα ώστε κατά τη λειτουργία τους να εξυπηρετούνται συγκεκριμένοι σκοποί δημοσίου ενδιαφέροντος. Οι σκοποί αυτοί είναι: η αντικειμενική και με ίσους όρους μετάδοση πληροφοριών, ειδήσεων, προϊόντων λόγου και τέχνης, η ποιοτική στάθμη των προγραμμάτων σε αντιστοιχία με την κοινωνική αποστολή των εν λόγω μέσων και την πολιτιστική ανάπτυξη της χώρας, ο σεβασμός της αξίας του ανθρώπου και η προστασία της παιδικής ηλικίας και της νεότητας. Η χορήγηση των αδειών, ο έλεγχος της εξυπηρέτησης των ανωτέρω σκοπών δημοσίου συμφέροντος και η επιβολή κυρώσεων ανατίθεται σε ανεξάρτητη αρχή, το «Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης».
Η απόφαση 1901/2014 του ΣτΕ σε τίποτα δεν αναιρεί την αναγκαιότητα ορισμού ενός κρατικού οργάνου που θα διεξαγάγει το διαγωνισμό για τις άδειες, υποστηρίζει η κυβέρνηση.
Τα επιχειρήματα της ΕΙΤΗΣΕΕ ότι ο νόμος για την αδειοδότηση των καναλιών προσδκορύ αντικρούει η κυβέρνηση με ενημερωτικό σημείωμα που εξέδωσε. Σε αυτό αναφέρει πως «η απόφαση 1901/2014 του ΣτΕ χρησιμοποιείται σε σημερινό non paper της Ενωσης Ιδιωτικών Τηλεοπτικών Σταθμών Εθνικής Εμβέλειας (ΕΙΤΗΣΕΕ) και σε συγκεκριμένα δημοσιεύματα με τρόπο αποσπασματικό και παραπλανητικό».
«Είναι χαρακτηριστικό», συνεχίζει «ότι πρόκειται για μια απόφαση που αφορά στον προηγούμενο νόμο για τα media (πριν την ψήφιση του ν.4339/29.10.2015 από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ) και εμφανίζεται ωσάν να εφαρμόζεται αυτούσια και σήμερα. Αντίθετες απόψεις εκφράσθηκαν πάντως και ως προς το θέμα αυτό δυναμικά.
Το συγκεκριμένο σημείο της απόφασης (παράγραφος 16) στο οποίο παραπέμπει το non paper δεν λαμβάνει καν υπόψη του τη σημερινή αδυναμία συγκρότησης Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης (ΕΣΡ), δηλαδή της ανεξάρτητης αρχής που προβλέπει το Σύνταγμα. Και, άρα, δεν απαντά στην παραβίαση επί 25 χρόνια της συνταγματικής υποχρέωσης να λειτουργήσουν με άδειες τα ιδιωτικά κανάλια. Δεδομένου, λοιπόν, ότι -παρ’ όλες τις προσπάθειες της κυβέρνησης για συναίνεση- αποδείχθηκε αδύνατη η επίτευξη της απαιτούμενης πλειοψηφίας για τη συγκρότηση νέου ΕΣΡ το οποίο θα διεξήγαγε τον διαγωνισμό, υπήρχε κίνδυνος να ματαιωθεί ξανά (όπως όλες τις τελευταίες δεκαετίες) η αδειοδότηση που προβλέπει το Σύνταγμα.
Ασφαλώς και γνωρίζει τη συγκεκριμένη απόφαση η Κυβέρνηση. Μάλιστα, η γνωμοδότηση του καθηγητή Ι. Δρόσου -που κατατέθηκε στα πρακτικά της Βουλής και λαμβάνει υπ’ όψιν της την απόφαση του ΣτΕ- ξεκαθαρίζει ότι το άρθρο 15 παρ. 2 του Συντάγματος σε καμία περίπτωση δεν επιβάλλει την ανάθεση των αρμοδιοτήτων της αδειοδότησης στο ΕΣΡ. Το συγκεκριμένο άρθρο του Συντάγματος κατοχυρώνει ένα «πυρήνα» αποκλειστικών αρμοδιοτήτων του ΕΣΡ, στις οποίες όμως δεν περιλαμβάνεται το σύνολο των αρμοδιοτήτων του κράτους για τους ραδιοτηλεοπτικούς σταθμούς.
Είναι χαρακτηριστικό ότι σε άλλο σημείο της ίδιας απόφασης (1901/2014) του ΣτΕ, το οποίο δεν προβάλλεται ανάλογα, σημειώνεται ότι «το κράτος (η νομοθετική και η εκτελεστική εξουσία καθώς και το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης ως ανεξάρτητη διοικητική αρχή) υποχρεούται, απέχοντας από επεμβάσεις στο περιεχόμενο των εκπομπών να λαμβάνει όλα τα τα αναγκαία θετικά μέτρα (νομοθετικά, οργανωτικά, διοικητικά και ουσιαστικά) […] ώστε να διασφαλίζεται η καθολική παροχή της ραδιοτηλεοπτικής υπηρεσίας στην εθνική επικράτεια». Ενα τέτοιο μέτρο ακριβώς είναι και η αδειοδότηση.
Εκτός, όμως, από το λόγο που υπαγορεύει το Σύνταγμα, υπάρχει και λόγος δημοσίου συμφέροντος να διεξαχθεί άμεσα ο διαγωνισμός για τη χορήγηση των αδειών, αφού πρόκειται για δέσμευση της χώρας η οποία έχει περιληφθεί στη Συμφωνία με τους δανειστές. Μάλιστα, η γενικότερη νομολογία του ΣτΕ δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα στο δημόσιο συμφέρον όταν αυτό σχετίζεται με μέτρα αντιμετώπισης της κρίσιμης δημοσιονομικής κατάστασης της χώρας. Και, στη συγκεκριμένη περίπτωση, η διενέργεια του διαγωνισμού θα φέρει στο Δημόσιο έσοδα τα οποία έχουν, ήδη, προϋπολογιστεί.
Συμπερασματικά, η απόφαση 1901/2014 του ΣτΕ σε τίποτα δεν αναιρεί την αναγκαιότητα ορισμού ενός κρατικού οργάνου που θα διεξαγάγει το διαγωνισμό για τις άδειες. Και, από το Σύνταγμα, μόνον η Βουλή μπορεί να ορίσει το όργανο αυτό. Όπως και έπραξε», καταλήγει.