07 Apr o κώδικας δεοντολογίας της Βουλής
ΚΩΔΙΚΑΣ ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ ΤΩΝ ΜΕΛΩΝ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ
Προοίμιο
Η θέσπιση Κώδικα Δεοντολογίας των μελών του Ελληνικού Κοινοβουλίου συμβάλλει στην ενίσχυση της εμπιστοσύνης του λαού προς τον θεσμό του Κοινοβουλίου, εν γένει, και το έργο των βουλευτών ειδικότερα. Απαντά στην απαίτηση των σύγχρονων κοινωνιών να υφίσταται διαφάνεια και αξιοπιστία κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας και λογοδοσία των φορέων της. Ενισχύει τον αλληλοσεβασμό των μελών του Κοινοβουλίου και την δέσμευσή τους ως προς την τήρηση κανόνων κοινοβουλευτικής δεοντολογίας.
Άρθρο 1
Σκοπός
Η θέσπιση του παρόντος Κώδικα έχει ως σκοπό τη διατύπωση κανόνων που, συμπληρωματικώς προς αυτούς του Κανονισμού της Βουλής των Ελλήνων, διέπουν τη συμπεριφορά των Βουλευτών, τόσο κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, όσο και κατά την εν γένει παρουσία και συμμετοχή τους στα κοινωνικά δρώμενα.
Άρθρο 2
Γενικές Αρχές
Οι βουλευτές οφείλουν:
α) Να υπακούουν στο Σύνταγμα και τους νόμους, να τηρούν πιστά τον Κανονισμό της Βουλής και να διαφυλάσσουν την ελεύθερη και δημοκρατική λειτουργία του Κοινοβουλίου.
β) Να ασκούν τα καθήκοντά τους με αμεροληψία, ανιδιοτέλεια, αντικειμενικότητα και αλληλοσεβασμό.
γ) Να τηρούν τις αρχές της προάσπισης του κύρους της Βουλής, της προσήλωσης στις κοινοβουλευτικές διαδικασίες, της καλής νομοθέτησης, της εχεμύθειας και εμπιστευτικότητας.
δ) Να υπηρετούν το δημόσιο συμφέρον, κατ’ αποκλεισμό της εξυπηρέτησης σε βάρος του πρώτου,οποιουδήποτε οικονομικού ή άλλου προσωπικού συμφέροντος ή οφέλους υπέρ αυτών των ιδίων ή τρίτων προσώπων.
ε) Να μην υιοθετούν με τη στάση τους βίαιες συμπεριφορές ή ρητορική μίσους και διάκρισης έναντι άλλων προσώπων, λόγω φυλετικής ή εθνικής καταγωγής,θρησκευτικών πεποιθήσεων, φύλου, ηλικίας, αναπηρίας ή σεξουαλικού προσανατολισμού
στ) Να προβαίνουν σε συνετή χρήση και διαχείριση των μέσων και παροχών που η Βουλή θέτει στη διάθεση τους, αποκλειστικά για την απρόσκοπτη άσκηση του έργου τους και για την εκπλήρωση των κοινοβουλευτικών τους καθηκόντων.
Άρθρο 3
Σύγκρουση συμφερόντων
- Σύγκρουση συμφερόντων μπορεί να ανακύπτει από κάθε κατάσταση στην οποία μέλος του Ελληνικού Κοινοβουλίου ή σύζυγος ή στενός συγγενής ή άλλο πρόσωπο, φυσικό ή νομικό, στενώς συνδεδεμένο με αυτό, έχει άμεσο ιδιωτικό συμφέρον, οικονομικό ή άλλο, το οποίο είναι δυνατόν να επηρεάσει ή δίδει ευλόγως την εντύπωση ότι επηρεάζει την αμερόληπτη άσκηση και εκπλήρωση των καθηκόντων του.
- Σύγκρουση συμφερόντων μπορεί να ανακύπτει και όταν βουλευτής συμμετέχει με οποιαδήποτε ιδιότητα, επ’ αμοιβή ή όχι, ή βρίσκεται σε οποιαδήποτε σχέση εξάρτησης ή λαμβάνει δώρα, παροχές και άλλα ωφελήματα από ομάδες πίεσης (lobbygroups), κατά τρόπο που ευλόγως καθίσταται εν αμφιβόλω η αμερόληπτη άσκηση των καθηκόντων του.
- Σύγκρουση συμφερόντων υφίσταται όταν βουλευτής, κατά την άσκηση των καθηκόντων του, εν γνώσει του εξυπηρετεί ή δεν επιδεικνύει τη δέουσα επιμέλεια ώστε να αντιληφθεί ότι εξυπηρετεί, σε βάρος του δημοσίου συμφέροντος, αμέσως ή εμμέσως, ιδιωτικό συμφέρον, οικονομικό ή άλλο, αυτού του ιδίου ή άλλου, φυσικού ή νομικού προσώπου. Δεν υφίσταται σύγκρουση συμφερόντων όταν πρόκειται περί δραστηριότητας ή ιδιότητάς του ως μέλος του κοινωνικού συνόλου ή ως μέλος ευρείας κοινωνικής ομάδας προσώπων.
- Οι βουλευτές υποχρεούνται, κατά την ανάληψη των καθηκόντων τους, να ενημερώνουν εγγράφως τον Πρόεδρο της Βουλής για τυχόν υπάρχουσα ή παρελθούσα κατάσταση, ικανή να προκαλέσει σύγκρουση συμφερόντων κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.
Την ίδια υποχρέωση έχουν οι βουλευτές και για τυχόν επιγενόμενη κατάσταση, ικανή να προκαλέσει σύγκρουση συμφερόντων κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.
- Στις περιπτώσεις της προηγούμενης παραγράφου, όπως και όταν υπάρχει έγγραφη και επώνυμη αναφορά, ο Πρόεδρος της Βουλής παραπέμπει το ζήτημα στην Επιτροπή.
- Σε περίπτωση που, αφού ακούσει τον βουλευτή, κατόπιν σχετικής πρόσκλησης ή μετά από αίτησή του, η Επιτροπή Κοινοβουλευτικής Δεοντολογίας κρίνει ότι στοιχειοθετείται σύγκρουση συμφερόντων, εισηγείται προς τον Πρόεδρο της Βουλής περί του πρακτέου.
- Σε περίπτωση αμφιβολίας της Επιτροπής Κοινοβουλευτικής Δεοντολογίας ως προς την ύπαρξη κατάστασης ικανής να προκαλέσει σύγκρουση συμφερόντων ή αν αυτή κρίνει ότι το ζήτημα χρήζει περαιτέρω έρευνας, ο Πρόεδρός της ενημερώνει τον Πρόεδρο της Βουλής. Εν συνεχεία, η Επιτροπή Κοινοβουλευτικής Δεοντολογίας εισηγείται προς τον Πρόεδρο της Βουλής περί του πρακτέου.
Άρθρο 4
Δώρα, σχετικές παροχές και ωφελήματα
- Οι βουλευτές οφείλουν να μην αποδέχονται δώρα ή παροχές ή άλλα ωφελήματα, των οποίων η φύση ή η χρηματική αξία εγείρουν ζητήματα μεροληπτικής άσκησης των κοινοβουλευτικών τους καθηκόντων. Χρηματική αξία μεγαλύτερη των διακοσίων (200) ευρώ θεωρείται, κατά τεκμήριο και σύμφωνα με τη διεθνή πρακτική, ικανή να εγείρει ζητήματα αμεροληψίας.
- Δώρα των οποίων η αξία είναι μικρότερη των διακοσίων (200) ευρώ, τα οποία δίδονται ως αναμνηστικά επίσημης επίσκεψης και φιλοξενίας στο πλαίσιο κοινοβουλευτικής δραστηριότητας, καταχωρίζονται, με δήλωση του βουλευτή και με ευθύνη της Διεύθυνσης της Κοινοβουλευτικής Ομάδας στην οποία ανήκει ο βουλευτής, σε ειδικό κατάλογο, ο οποίος τηρείται στη γραμματεία της Επιτροπής Κοινοβουλευτικής Δεοντολογίας. Με δήλωση του βουλευτή καταχωρίζονται επίσης, όπως ανωτέρω, δώρα, παροχές και άλλα ωφελήματα των οποίων χρηματική αξία ξεπερνά τα διακόσια (200) ευρώ, με ειδική αιτιολογία του βουλευτή ως προς την αποδοχή τους.
- Σε περίπτωση έγγραφης και επώνυμης αναφοράς, όπως και σε περίπτωση κατά την οποία βουλευτής αμφιβάλλει περί του πρακτέου, το ζήτημα ελέγχεται με ευθύνη της Επιτροπής Κοινοβουλευτικής Δεοντολογίας.
Άρθρο 5
Χρήση εμπιστευτικών πληροφοριών και εγγράφων προς ίδιον όφελος
- Οι βουλευτές οφείλουν να μη χρησιμοποιούν προς ίδιον όφελος ή προς όφελος τρίτου προσώπου εμπιστευτικές πληροφορίες και έγγραφα, που περιέρχονται σε γνώση τους εκ της άσκησης των καθηκόντων τους.Ως προς τις πληροφορίες και τα έγγραφα που αναφέρονται στα άρθρα 146 και 147 του Ποινικού Κώδικα, ισχύει απόλυτη απαγόρευση χρήσης τους, ανεξαρτήτως εάν συντρέχειτο στοιχείο του ιδίου οφέλους.
- Κατά την ανάληψη των καθηκόντων τους, οι βουλευτές υπογράφουν δήλωση ότι αναλαμβάνουν την υποχρέωση της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου.
- Στην περίπτωση που βουλευτής γνωστοποιεί με οποιονδήποτε τρόπο προς τρίτους πληροφορίες ή έγγραφα του εδαφίου α’ της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, λαμβάνεται ιδιαίτερα υπ’ όψιν η αιτιολόγηση της απόφασής του, σε συνδυασμό με τις αρχές της διαφάνειας και της προστασίας του δημοσίου συμφέροντος.
Άρθρο 6
Κατάθεση αναφορών
- Οι αναφορές που έχουν ως αντικείμενο παράβαση διατάξεων του παρόντος Κώδικα υποβάλλονται εγγράφως και επωνύμως και κατατίθενται σε πρωτόκολλο της Επιτροπής Κοινοβουλευτικής Δεοντολογίας.
- Σε περιπτώσεις για τις οποίες δεν προβλέπεται ειδικότερη διαδικασία στις ρυθμίσεις των προηγούμενων άρθρων, η Επιτροπή Κοινοβουλευτικής Δεοντολογίας, αν κρίνει ότι το ζήτημα πρέπει να διερευνηθεί, ενημερώνει τον Πρόεδρο της Βουλής. Ο Πρόεδρος της Βουλής παραπέμπει, εν συνεχεία, το ζήτημα στην Επιτροπή Κοινοβουλευτικής Δεοντολογίας, η οποία ενεργεί κατ’ ανάλογη εφαρμογή των παραγράφων 6 και 7 του άρθρου 3 του παρόντος Κώδικα.
- Σε κάθε περίπτωση, η Επιτροπή Κοινοβουλευτικής Δεοντολογίας μπορεί να επιληφθεί ζητήματος αντιδεοντολογικής συμπεριφοράς βουλευτή και αυτεπαγγέλτως, κατ’ ανάλογη εφαρμογή της προηγούμενης παραγράφου.
Άρθρο 7
Συνδρομή στο έργο της Ειδικής Μόνιμης Επιτροπής Κοινοβουλευτικής Δεοντολογίας
- Οι βουλευτές τους οποίους αφορά έρευνα σχετική με παράβαση του παρόντος Κώδικα, όπως και κάθε δημόσια αρχή ή ιδιωτικός φορέας, οφείλουν να συντρέχουν την Επιτροπή Κοινοβουλευτικής Δεοντολογίας στο έργο της.
- Σε περίπτωση που η Επιτροπή Κοινοβουλευτικής Δεοντολογίας διαπιστώσει ότι αυτό δεν καθίσταται εφικτό, ενημερώνει σχετικώς τον Πρόεδρο της Βουλής.
- Οι βουλευτές ακούγονται πάντοτε από την Επιτροπή Κοινοβουλευτικής Δεοντολογίας ή από άλλο αρμόδιο, κατά τον παρόντα Κώδικα, όργανο, είτε μετά από πρόσκλησή τους προς τούτο, είτε μετά από αίτησή τους.
επίκειται η ψήφισή του και ευχόμεθα την εφαρμογή του.