22 Jun C-62/2014
– 62/14 Mια απόφαση τεράστιας σημασίας για το μέλλον της Ευρώπης: η από καιρό αναμενόμενη
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)
της 16ης Ιουνίου 2015 (*)
«Προδικαστική παραπομπή — Οικονομική και νομισματική πολιτική — Αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) σε σχέση με ορισμένα τεχνικά χαρακτηριστικά των οριστικών νομισματικών συναλλαγών του Ευρωσυστήματος στις δευτερογενείς αγορές κρατικών ομολόγων — Άρθρα 119 ΣΛΕΕ και 127 ΣΛΕΕ — Αρμοδιότητες της ΕΚΤ και του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών — Μηχανισμός μεταδόσεως της νομισματικής πολιτικής — Διατήρηση της σταθερότητας των τιμών — Αναλογικότητα — Άρθρο 123 ΣΛΕΕ — Απαγόρευση της νομισματικής χρηματοδοτήσεως των κρατών μελών της ζώνης του ευρώ»
Στην υπόθεση C‑62/14,
με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Bundesverfassungsgericht (Γερμανία) με απόφαση της 14ης Ιανουαρίου 2014, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 10 Φεβρουαρίου 2014, στο πλαίσιο των διαδικασιών
Peter Gauweiler,
Bruno Bandulet κ.λπ.,
Roman Huber κ.λπ.,
Johann Heinrich von Stein κ.λπ.,
Fraktion DIE LINKE im Deutschen Bundestag
κατά
Deutscher Bundestag,
παρισταμένης της:
Bundesregierung,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),
συγκείμενο από τους Β. Σκουρή, Πρόεδρο, K. Lenaerts, αντιπρόεδρο, A. Tizzano, L. Bay Larsen (εισηγητή), T. von Danwitz, A. Ó Caoimh και J.-C. Bonichot, προέδρους τμήματος, J. Malenovský, E. Levits, A. Arabadjiev, M. Berger, A. Prechal, E. Jarašiūnas, C.G. Fernlund και J. L. da Cruz Vilaça, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: P. Cruz Villalón
γραμματέας: K. Malacek, υπάλληλος διοικήσεως,
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 14ης Οκτωβρίου 2014,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
– ο P. Gauweiler, εκπροσωπούμενος από τους W.-R. Bub, Rechtsanwalt, και D. Murswiek,
– οι B. Bandulet κ.λπ., εκπροσωπούμενοι από τον K. A. Schachtschneider,
– οι R. Huber κ.λπ., εκπροσωπούμενοι από την H. Däubler-Gmelin, Rechtsanwältin, καθώς και από τους C. Degenhart και B. Kempen,
– οι J. H. von Stein κ.λπ., εκπροσωπούμενοι από τον C. Kerber, Rechtsanwalt,
– η Fraktion DIE LINKE im Deutschen Bundestag, εκπροσωπούμενη από τους H.-P. Schneider και A. Fisahn, καθώς και από τον G. Gysi, Rechtsanwalt,
– η Deutscher Bundestag, εκπροσωπούμενη από τον C. Calliess,
– η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους T. Henze και J. Möller, καθώς και από τον U. Häde,
– η Ιρλανδία, εκπροσωπούμενη από τις E. Creedon και G. Hodge, καθώς και από τον T. Joyce, επικουρούμενους από τους M. Cush, SC, N. J. Travers, SC, J. Dunne, BL, και D. Moloney, BL,
– η Ελληνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις Σ. Χαριτάκη, Σ. Λεκκού και M. Σκορίλα,
– η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους A. Rubio González και A. Sampol Pucurull, καθώς και από την E. Chamizo Llatas,
– η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους F. Alabrune, G. de Bergues, D. Colas και F. Fize,
– η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από τον P. Gentili, avvocato dello Stato,
– η Κυπριακή Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις Κ. K. Κλεάνθους και N. Ιωάννου,
– η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την M. Bulterman και τον J. Langer,
– η Πολωνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους B. Majczyna και C. Herma, καθώς και από την K. Maćkowska,
– η Πορτογαλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους L. Inez Fernandes και P. Machado, καθώς και από την L. Duarte,
– η Φινλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον J. Heliskoski και την H. Leppo,
– το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, εκπροσωπούμενο από τους A. Neergaard και U. Rösslein, καθώς και από την E. Waldherr,
– η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους B. Martenczuk, C. Ladenburger, B. Smulders και J.-P. Keppenne,
– η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), εκπροσωπούμενη από την C. Zilioli, καθώς και από τους U. Bindseil και C. Kroppenstedt, επικουρούμενους από τον H.‑G. Kamann, Rechtsanwalt,
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 14ης Ιανουαρίου 2015,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά το κύρος των αποφάσεων του Διοικητικού Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), της 6ης Σεπτεμβρίου 2012, σχετικά με ορισμένα τεχνικά χαρακτηριστικά των οριστικών νομισματικών συναλλαγών του Ευρωσυστήματος στις δευτερογενείς αγορές κρατικών ομολόγων (στο εξής: αποφάσεις σχετικά με τις OMT) και την ερμηνεία των άρθρων 119 ΣΛΕΕ, 123 ΣΛΕΕ και 127 ΣΛΕΕ, καθώς και των άρθρων 17 έως 24 του Πρωτοκόλλου (αριθ. 4) για το καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (EE 2012, C 326, σ. 230, στο εξής: Πρωτόκολλο περί του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ).
2 Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφόρων συνταγματικών προσφυγών και μιας διαδικασίας επιλύσεως διαφοράς μεταξύ συνταγματικών οργάνων σχετικά με τη συνδρομή που παρέσχε η Deutsche Bundesbank (Γερμανική Ομοσπονδιακή Τράπεζα) για την εφαρμογή των αποφάσεων αυτών και την προβαλλόμενη αδράνεια της Bundesregierung (Ομοσπονδιακής Κυβερνήσεως) και της Deutscher Bundestag (Γερμανικής Ομοσπονδιακής Βουλής) έναντι των εν λόγω αποφάσεων.
Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα
Οι αποφάσεις σχετικά με τις OMT
3 Σύμφωνα με τα πρακτικά της 340ής συνεδριάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ (στο εξής: Διοικητικό Συμβούλιο) της 5ης και 6ης Σεπτεμβρίου 2012, το όργανο αυτό «ενέκρινε τις βασικές παραμέτρους των οριστικών νομισματικών συναλλαγών (OMT) που θα γνωστοποιηθούν με το ανακοινωθέν Τύπου [(στο εξής: ανακοινωθέν Τύπου)] που θα δημοσιευθεί μετά τη συνεδρίαση».
4 Το ανακοινωθέν Τύπου που διαλαμβάνεται στα εν λόγω πρακτικά έχει ως εξής:
«Όπως ανακοινώθηκε στις 2 Αυγούστου 2012, το [Διοικητικό Συμβούλιο] έλαβε σήμερα αποφάσεις σε σχέση με ορισμένα τεχνικά χαρακτηριστικά των [OMT] του Ευρωσυστήματος στις δευτερογενείς αγορές κρατικών ομολόγων, που αποσκοπούν στη διασφάλιση της ορθής μεταδόσεως της νομισματικής πολιτικής και του ενιαίου χαρακτήρα της εν λόγω πολιτικής. Οι συναλλαγές αυτές θα αποκαλούνται [OMT] και θα πραγματοποιούνται σύμφωνα με το ακόλουθο πλαίσιο:
Αιρεσιμότητα
Αναγκαία προϋπόθεση για τις [OMT] είναι η τήρηση αυστηρών και αποτελεσματικών όρων οι οποίοι προβλέπονται σε ένα κατάλληλο πρόγραμμα του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας/Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (στο εξής, αντιστοίχως: ΕΤΧΣ και ΕΜΣ). Τα προγράμματα αυτά μπορούν να έχουν τη μορφή ενός ολοκληρωμένου προγράμματος μακροοικονομικής προσαρμογής ή ενός προληπτικού προγράμματος (πιστωτική γραμμή με ενισχυμένους όρους — “Enhanced Conditions Credit Line”) του ΕΤΧΣ/ΕΜΣ, εφόσον προβλέπεται η δυνατότητα πραγματοποιήσεως από το ΕΤΧΣ/ΕΜΣ αγορών τίτλων στην πρωτογενή αγορά. Πρέπει, επίσης, να επιδιωχθεί η συμμετοχή του ΔΝΤ τόσο κατά τον καθορισμό των συγκεκριμένων όρων για κάθε χώρα όσο και κατά την παρακολούθηση του προγράμματος.
Το ∆ιοικητικό Συμβούλιο θα εξετάζει το ενδεχόμενο διενέργειας [ΟΜΤ] στον βαθμό που αυτές κρίνονται απαραίτητες από τη σκοπιά της νομισματικής πολιτικής, εφόσον τηρούνται πλήρως οι όροι του προγράμματος, και θα τις διακόπτει μόλις επιτυγχάνονται οι στόχοι τους ή όταν δεν επιτυγχάνεται συμμόρφωση προς το πρόγραμμα μακροοικονομικής προσαρμογής ή το προληπτικό πρόγραμμα.
Κατόπιν ενδελεχούς αξιολόγησης, το ∆ιοικητικό Συμβούλιο θα αποφασίζει για την έναρξη, τη συνέχιση και την αναστολή των [OMT], ενεργώντας με πλήρη διακριτική ευχέρεια και σύμφωνα με την αποστολή του για την άσκηση νομισματικής πολιτικής.
Κάλυψη
Θα εξετάζεται το ενδεχόμενο διενέργειας [ΟΜΤ] στο πλαίσιο μελλοντικών προγραμμάτων μακροοικονομικής προσαρμογής του ΕΤΧΣ/ΕΜΣ ή προληπτικών προγραμμάτων, όπως προσδιορίζεται ανωτέρω. Επίσης, μπορεί να εξετάζεται το ενδεχόμενο διενέργειάς τους για κράτη μέλη τα οποία υπάγονται επί του παρόντος σε πρόγραμμα μακροοικονομικής προσαρμογής, όταν αυτά θα αρχίσουν να ανακτούν πρόσβαση στις αγορές ομολόγων.
Οι συναλλαγές θα επικεντρώνονται στο τμήμα της καμπύλης αποδόσεων που αντιστοιχεί στις βραχύτερες διάρκειες και, συγκεκριμένα, σε κρατικά ομόλογα με διάρκεια από ένα έως τρία έτη.
Δεν θεσπίζονται εκ των προτέρων ποσοτικοί περιορισμοί όσον αφορά τον όγκο των [OMT].
Μεταχείριση των πιστωτών
Το Ευρωσύστημα προτίθεται να διασαφηνίσει με νομική πράξη σχετικά με τις [OMT] ότι δέχεται την ίδια μεταχείριση (pari passu) με τους ιδιώτες πιστωτές ή με άλλους πιστωτές, όσον αφορά τα ομόλογα που έχουν εκδοθεί από χώρες της ζώνης του ευρώ και έχουν αποκτηθεί από το Ευρωσύστημα μέσω των [OMT], σύμφωνα με τους όρους των ομολόγων αυτών.
Αδρανοποίηση
Η ρευστότητα που δημιουργείται μέσω των [OMT] αδρανοποιείται πλήρως.
Διαφάνεια
Σε εβδομαδιαία βάση δημοσιεύεται το συνολικό ποσό των τίτλων που αποκτήθηκαν μέσω των [OMT] καθώς επίσης η αγοραία τους αξία. Σε μηνιαία βάση δημοσιεύεται η μέση διάρκεια των τίτλων που αποκτήθηκαν μέσω των [OMT] και η κατανομή τους ανά χώρα.
Πρόγραμμα για τις αγορές κινητών αξιών
Μετά την έκδοση της σημερινής αποφάσεως σε σχέση με τις [OMT], το Πρόγραμμα για τις αγορές κινητών αξιών (Securities Markets Programme — SMP) θεωρείται περατωθέν. Η χορηγηθείσα μέσω SMP ρευστότητα θα συνεχίσει να απορροφάται όπως κατά το παρελθόν, ενώ οι κινητές αξίες που υπάρχουν στο χαρτοφυλάκιο του SMP θα διακρατηθούν έως τη λήξη τους.»
Οι διαδικασίες της κύριας δίκης και η απόφαση περί παραπομπής
5 Διάφορες ομάδες ιδιωτών, τη μία εκ των οποίων στήριζαν με την υπογραφή τους περισσότερα από 11 000 άτομα, άσκησαν, ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, συνταγματικές προσφυγές αφορώσες τις αποφάσεις σχετικά με τις OMT και την προβαλλόμενη αδράνεια της Bundesregierung και της Deutscher Bundestag έναντι των αποφάσεων αυτών. Περαιτέρω, η Fraktion DIE LINKE im Deutschen Bundestag υπέβαλε, στο πλαίσιο διαδικασίας επιλύσεως διαφοράς μεταξύ συνταγματικών οργάνων, αίτηση ζητώντας να αναγνωριστούν ορισμένες υποχρεώσεις της Deutscher Bundestag όσον αφορά τις εν λόγω αποφάσεις.
6 Προς στήριξη των προσφυγών αυτών, oι προσφεύγοντες της κύριας δίκης ισχυρίζονται, αφενός, ότι οι αποφάσεις σχετικά με τις OMT συνιστούν, ως σύνολο, πράξη ultra vires, καθόσον δεν εμπίπτουν στην αποστολή που έχει ανατεθεί στην ΕΚΤ και παραβαίνουν το άρθρο 123 ΣΛΕΕ, και, αφετέρου, ότι οι αποφάσεις αυτές παραβιάζουν τη δημοκρατική αρχή που καθιερώνεται στον γερμανικό Θεμελιώδη νόμο (Grundgesetz) και θίγουν, ως εκ τούτου, τη γερμανική συνταγματική ταυτότητα.
7 Το Bundesverfassungsgericht (Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο) σημειώνει ότι, αν οι αποφάσεις σχετικά με τις OMT υπερβαίνουν την αποστολή της ΕΚΤ ή παραβαίνουν το άρθρο 123 ΣΛΕΕ, θα πρέπει να κάνει δεκτές τις εν λόγω προσφυγές.
8 Τονίζει μεταξύ άλλων, συναφώς, αναφερόμενο στην αρχή της δοτής αρμοδιότητας, που διαλαμβάνεται στο άρθρο 5, παράγραφοι 1 και 2, ΣΕΕ, ότι η αποστολή που ανατίθεται στο ΕΣΚΤ πρέπει, προκειμένου να ικανοποιεί τις δημοκρατικές απαιτήσεις, να είναι αυστηρώς περιορισμένη και ότι η τήρηση των ορίων αυτών πρέπει να υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο πλήρους δικαιοδοσίας. Από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η ανεξαρτησία της ΕΚΤ δεν αποκλείει έναν τέτοιο έλεγχο, εφόσον η ανεξαρτησία αυτή αφορά αποκλειστικά τις εξουσίες που οι Συνθήκες απονέμουν στην ΕΚΤ και όχι τον καθορισμό του εύρους και του περιεχομένου της αποστολής της.
9 Το αιτούν δικαστήριο παρατηρεί, επιπλέον, ότι το γεγονός ότι οι αποφάσεις αυτές αποτελούν απλώς την αναγγελία της εκδόσεως μελλοντικών πράξεων, αν όντως αληθεύει, δεν καθιστά απαράδεκτες τις προσφυγές των προσφευγόντων της κύριας δίκης, στον βαθμό που ενδεχομένως είναι αναγκαία προληπτική ένδικη προστασία, κατ’ εφαρμογήν των εθνικών δικονομικών κανόνων, προς αποτροπή ανεπανόρθωτων συνεπειών.
10 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Bundesverwaltungsgericht αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
«1) α) Αντιβαίνει η απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας της 6ης Σεπτεμβρίου 2012, περί των τεχνικών χαρακτηριστικών των οριστικών νομισματικών συναλλαγών στις δευτερογενείς αγορές [Technical features of Outright Monetary Transactions], προς τα άρθρα 119 ΣΛΕΕ και 127, παράγραφοι 1 και 2, της Συνθήκης ΣΛΕΕ, καθώς και προς τα άρθρα 17 έως 24 του Πρωτοκόλλου περί του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ, εκ του λόγου ότι βαίνει πέραν της ρυθμιζόμενης στις ανωτέρω διατάξεις αποστολής της ΕΚΤ σχετικά με τη νομισματική πολιτική και ότι σφετερίζεται την αρμοδιότητα των κρατών μελών;
Υπάρχει υπέρβαση της αποστολής της ΕΚΤ μεταξύ άλλων λόγω του ότι η απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της 6ης Σεπτεμβρίου 2012:
i) συναρτάται με προγράμματα παροχής βοήθειας του ΕΤΧΣ ή του ΕΜΣ για την άσκηση οικονομικής πολιτικής (αιρεσιμότητα);
ii) προβλέπει την αγορά κρατικών ομολόγων μόνον συγκεκριμένων κρατών μελών (επιλεκτικότητα);
iii) προβλέπει την αγορά κρατικών ομολόγων των χωρών που εφαρμόζουν πρόγραμμα επιπροσθέτως των προγραμμάτων παροχής βοήθειας του ΕΤΧΣ ή του ΕΜΣ (παραλληλία);
iv) θα μπορούσε να παρακάμψει τους περιορισμούς και τους όρους των προγραμμάτων παροχής βοήθειας του ΕΤΧΣ ή του ΕΜΣ (καταστρατήγηση);
β) Αντιβαίνει η απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ της 6ης Σεπτεμβρίου 2012, περί των τεχνικών χαρακτηριστικών των οριστικών νομισματικών συναλλαγών, προς την κατοχυρούμενη στο άρθρο 123 ΣΛΕΕ απαγόρευση της νομισματικής χρηματοδοτήσεως;
Αντιβαίνει προς το άρθρο 123 ΣΛΕΕ μεταξύ άλλων το γεγονός ότι η απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ της 6ης Σεπτεμβρίου 2012
i) δεν προβλέπει κανένα ποσοτικό περιορισμό στην αγορά κρατικών ομολόγων (ποσότητα);
ii) δεν προβλέπει την παρέλευση χρονικού διαστήματος μεταξύ της εκδόσεως κρατικών ομολόγων στην πρωτογενή αγορά και της αγοράς τους από το Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ) στη δευτερογενή αγορά (διαμόρφωση των τιμών στην αγορά);
iii) επιτρέπει τη διακράτηση του συνόλου των αγορασθέντων κρατικών ομολόγων μέχρι της λήξεώς τους (παρέμβαση στη λειτουργία της αγοράς);
iv) δεν περιλαμβάνει συγκεκριμένες απαιτήσεις ως προς τη φερεγγυότητα των κρατικών ομολόγων που πρόκειται να αγορασθούν (κίνδυνος αθετήσεως);
v) προβλέπει την ίδια μεταχείριση του ΕΣΚΤ με αυτή των ιδιωτών και λοιπών κατόχων κρατικών ομολόγων (περικοπή χρέους);
2. Επικουρικώς, για την περίπτωση που το Δικαστήριο αποφανθεί ότι η απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ της 6ης Σεπτεμβρίου 2012, περί των τεχνικών χαρακτηριστικών των οριστικών νομισματικών συναλλαγών, ως πράξη οργάνου της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο αιτήσεως για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως βάσει του άρθρου 267, πρώτο εδάφιο, στοιχείο β΄, ΣΛΕΕ:
α) πρέπει τα άρθρα 119 και 127 ΣΛΕΕ, καθώς και τα άρθρα 17 έως 24 του Πρωτοκόλλου περί του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι επιτρέπουν στο σύστημα Κεντρικών Τραπεζών των κρατών μελών της ζώνης του ευρώ (Ευρωσύστημα), διαζευκτικά ή σωρευτικά,
i) να εξαρτά την αγορά κρατικών ομολόγων από την ύπαρξη και την τήρηση προγραμμάτων παροχής βοήθειας του ΕΤΧΣ ή του ΕΜΣ για την άσκηση οικονομικής πολιτικής (αιρεσιμότητα);
ii) να αγοράζει κρατικά ομόλογα συγκεκριμένων μόνον κρατών μελών (επιλεκτικότητα);
iii) να αγοράζει κρατικά ομόλογα των χωρών που εφαρμόζουν πρόγραμμα επιπροσθέτως των προγραμμάτων παροχής βοήθειας του ΕΤΧΣ ή του ΕΜΣ (παραλληλία);
iv) να παρακάμπτει τους περιορισμούς και τους όρους των προγραμμάτων παροχής βοήθειας του ΕΤΧΣ ή του ΕΜΣ (καταστρατήγηση);
β) Πρέπει το άρθρο ΣΛΕΕ να ερμηνευθεί, με γνώμονα την απαγόρευση της νομισματικής χρηματοδοτήσεως, υπό την έννοια ότι επιτρέπει στο Ευρωσύστημα, διαζευκτικά ή σωρευτικά,
i) να αγοράζει κρατικά ομόλογα άνευ ποσοτικού περιορισμού (ποσότητα);
ii) να αγοράζει στην πρωτογενή αγορά κρατικά ομόλογα χωρίς να αναμένει την παρέλευση ενός ελάχιστου χρονικού διαστήματος από της εκδόσεώς τους (διαμόρφωση των τιμών στην αγορά);
iii) να διακρατεί το σύνολο των αγορασθέντων κρατικών ομολόγων μέχρι της λήξεώς τους (παρέμβαση στη λειτουργία της αγοράς);
iv) να αγοράζει κρατικά ομόλογα χωρίς κάποιες ελάχιστες απαιτήσεις ως προς τη φερεγγυότητα (κίνδυνος αθετήσεως);
v) να αποδέχεται την ίδια μεταχείριση του ΕΣΚΤ με αυτή των ιδιωτών και λοιπών κατόχων κρατικών ομολόγων (περικοπή χρέους);
vi) να επηρεάζει τη διαμόρφωση των τιμών μέσω της αναγγελίας της προθέσεως αγοράς ή με άλλο τρόπο που να συμπίπτει χρονικά με την έκδοση κρατικών ομολόγων από κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ (παρότρυνση για πρώτη αγορά);»
Επί των προδικαστικών ερωτημάτων
Προκαταρκτικές παρατηρήσεις
11 Η Ιταλική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δεν μπορεί να εξετασθεί από το Δικαστήριο, στον βαθμό που το αιτούν δικαστήριο δεν αναγνωρίζει οριστική και δεσμευτική ερμηνευτική αξία στην απάντηση που θα δώσει το Δικαστήριο στην αίτηση αυτή. Η κυβέρνηση αυτή φρονεί, συγκεκριμένα, ότι το δικαστήριο αυτό εκτιμά ότι έχει την τελική ευθύνη για να αποφανθεί επί του κύρους των επίμαχων αποφάσεων βάσει των προϋποθέσεων και των ορίων που θέτει ο γερμανικός Θεμελιώδης νόμος.
12 Συναφώς, πρέπει βεβαίως να επισημανθεί ότι το Δικαστήριο έκρινε με την απόφαση Kleinwort Benson (C‑346/93, EU:C:1995:85) ότι είναι αναρμόδιο να αποφανθεί όταν το αιτούν δικαστήριο δεν δεσμεύεται από την ερμηνεία του Δικαστηρίου. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να δίδει, επί αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως, απαντήσεις αμιγώς συμβουλευτικού χαρακτήρα (βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση Kleinwort Benson, C‑346/93, EU:C:1995:85, σκέψεις 23 και 24).
13 Η ερμηνεία, όμως, του δικαίου της Ένωσης δεν ήταν αναγκαία στην υπόθεση αυτή, διότι το Δικαστήριο καλούνταν να ερμηνεύσει πράξη περιλαμβανόμενη στο δίκαιο της Ένωσης προκειμένου να μπορέσει το αιτούν δικαστήριο να αποφανθεί επί της εφαρμογής του εθνικού δικαίου, σε μια κατάσταση στην οποία το εθνικό δίκαιο δεν παρέπεμπε ευθέως και ανεπιφυλάκτως στο δίκαιο της Ένωσης, αλλά απλώς χρησιμοποιούσε ως πρότυπο πράξη περιλαμβανόμενη στο δίκαιο της Ένωσης και επαναλάμβανε εν μέρει μόνον το περιεχόμενό της (βλ., κατά την έννοια αυτή, αποφάσεις Confederación Española de Empresarios de Estaciones de Servicio, C‑217/05, EU:C:2006:784, σκέψη 21, και Les Vergers du Vieux Tauves, C‑48/07, EU:C:2008:758, σκέψη 24).
14 Επιβάλλεται σχετικώς η διαπίστωση ότι οι περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως είναι πολύ διαφορετικές από αυτές της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Kleinwort Benson (C‑346/93, EU:C:1995:85), στον βαθμό που η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά εν προκειμένω ευθέως την ερμηνεία και την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης, πράγμα που συνεπάγεται ότι η παρούσα απόφαση έχει συγκεκριμένες συνέπειες για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης.
15 Συναφώς, πρέπει να υπoμνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, το άρθρο 267 ΣΛΕΕ θεσπίζει διαδικασία άμεσης συνεργασίας μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις SAT Fluggesellschaft, C‑364/92, EU:C:1994:7, σκέψη 9, καθώς και ATB κ.λπ., C‑402/98, EU:C:2000:366, σκέψη 29). Στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, η οποία στηρίζεται στη σαφή διάκριση των λειτουργιών μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου, κάθε εκτίμηση των επίμαχων πραγματικών περιστατικών εμπίπτει στην αρμοδιότητα του εθνικού δικαστηρίου, στο οποίο εναπόκειται να εκτιμήσει, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιομορφίες της υποθέσεως, τόσο την αναγκαιότητα μιας προδικαστικής αποφάσεως για την έκδοση της δικής του αποφάσεως όσο και το λυσιτελές των ερωτημάτων που υποβάλλει στο Δικαστήριο (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις WWF κ.λπ., C‑435/97, EU:C:1999:418, σκέψη 31, καθώς και Lucchini, C‑119/05, EU:C:2007:434, σκέψη 43), ενώ το Δικαστήριο είναι αρμόδιο αποκλειστικώς να αποφαίνεται επί της ερμηνείας ή του κύρους των νομοθετημάτων της Ένωσης, με βάση τα πραγματικά περιστατικά που του εκθέτει ο εθνικός δικαστής (απόφαση Eckelkamp κ.λπ., C‑11/07, EU:C:2008:489, σκέψη 52).
16 Πρέπει επίσης να υπομνησθεί ότι από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η προδικαστική απόφαση του Δικαστηρίου δεσμεύει, όσον αφορά την ερμηνεία ή το κύρος των επίμαχων πράξεων των θεσμικών οργάνων της Ένωσης, το εθνικό δικαστήριο κατά την επίλυση της διαφοράς στην κύρια δίκη (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις Fazenda Pública, C‑446/98, EU:C:2000:691, σκέψη 49, και Elchinov, C‑173/09, EU:C:2010:581, σκέψη 29).
17 Επομένως, πρέπει να δοθεί απάντηση στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο.
Επί του παραδεκτού
18 Η Ιρλανδία, η Ελληνική, η Ισπανική, η Γαλλική, η Ιταλική, η Ολλανδική, η Πορτογαλική και η Φινλανδική Κυβέρνηση, καθώς και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η ΕΚΤ, αμφισβητούν, για διάφορους λόγους, το παραδεκτό της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως ή ορισμένων από τα προδικαστικά ερωτήματα που αυτή περιλαμβάνει.
19 Η Ιταλική Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι η διαφορά της κύριας δίκης είναι πλασματική και τεχνητή. Συγκεκριμένα, οι προσφυγές της κύριας δίκης στερούνται αντικειμένου ελλείψει αποδεδειγμένης ανάγκης προληπτικής προστασίας ή εκ ζημίας για τους προσφεύγοντες της κύριας δίκης, αλλά και διότι η υποτιθέμενη αδράνεια της Deutscher Bundestag, αυτή καθαυτή, δεν είναι δεκτική χαρακτηρισμού. Οι προσφυγές αυτές θα έπρεπε, εν πάση περιπτώσει¸ να κριθούν απαράδεκτες από το αιτούν δικαστήριο καθόσον αφορούν μη νομικές πράξεις της Ένωσης. Περαιτέρω, στην υπόθεση της κύριας δίκης δεν εγείρεται πράγματι ζήτημα πρόδηλης υπερβάσεως εξουσίας συνδεόμενης με τη γερμανική συνταγματική ταυτότητα.
20 Η Ιταλική Κυβέρνηση εκτιμά, επιπλέον, ότι τα ερωτήματα είναι αφηρημένα και υποθετικά, καθόσον στηρίζονται σε μια σειρά υποθέσεων, μεταξύ άλλων όσον αφορά τη σύνδεση μεταξύ των αγορών κρατικών ομολόγων και την τήρηση προγραμμάτων οικονομικής βοήθειας, την απουσία ποσοτικού περιορισμού του όγκου των αγορών αυτών ή την έλλειψη συνεκτιμήσεως των κινδύνων ζημιών για την ΕΚΤ.
21 Η Ελληνική Κυβέρνηση υποστηρίζει επίσης ότι τα υποβληθέντα ερωτήματα είναι υποθετικά, στηριζόμενη στο γεγονός ότι η ΕΚΤ δεν έλαβε το παραμικρό μέτρο που να επηρεάζει ευθέως τα δικαιώματα που παρέχει το δίκαιο της Ένωσης στους προσφεύγοντες της κύριας δίκης. Η Φινλανδική Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι το δεύτερο ερώτημα είναι απαράδεκτo, καθόσον αφορά μια υποθετική δραστηριότητα της ΕΚΤ και των εθνικών κεντρικών τραπεζών της ζώνης του ευρώ.
22 Εν συνεχεία, χωρίς να προβάλει ρητώς ένσταση απαραδέκτου, η Ισπανική Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι η εθνική διαδικασία στο πλαίσιο της οποίας υποβλήθηκε η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως είναι αντίθετη προς το σύστημα ελέγχου του κύρους των πράξεων της Ένωσης που θεσπίστηκε από τα άρθρα 263 ΣΛΕΕ και 267 ΣΛΕΕ, δεδομένου ότι παρέχει δικαίωμα ασκήσεως ευθείας προσφυγής κατά του κύρους μιας πράξεως της Ένωσης χωρίς τήρηση των προϋποθέσεων παραδεκτού που προβλέπει το άρθρο 263 ΣΛΕΕ για τις προσφυγές ακυρώσεως.
23 Τέλος, η Ιρλανδία, η Ελληνική, η Ισπανική, η Γαλλική, η Ιταλική, η Ολλανδική και η Πορτογαλική Κυβέρνηση, καθώς και το Κοινοβούλιο, η Επιτροπή και η ΕΚΤ, εκτιμούν ότι το πρώτο ερώτημα είναι απαράδεκτo, διότι ερώτημα περί εκτιμήσεως του κύρους δεν μπορεί παραδεκτώς να αφορά πράξη η οποία είναι προπαρασκευαστική ή στερείται εννόμων αποτελεσμάτων όπως είναι οι αποφάσεις σχετικά με τις OMT.
24 Πρώτον, όσον αφορά τα επιχειρήματα ότι η διαφορά της κύριας δίκης είναι πλασματική και τεχνητή και τα προδικαστικά ερωτήματα υποθετικά, πρέπει να υπoμνησθεί ότι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 15 της παρούσας αποφάσεως, εναπόκειται αποκλειστικώς στο εθνικό δικαστήριο, το οποίο έχει επιληφθεί της διαφοράς και φέρει την ευθύνη της μέλλουσας να εκδοθεί δικαστικής αποφάσεως, να εκτιμήσει, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιομορφίες της υποθέσεως, τόσο την αναγκαιότητα μιας προδικαστικής αποφάσεως για την έκδοση της δικής του αποφάσεως όσο και το λυσιτελές των υποβαλλομένων στο Δικαστήριο ερωτημάτων. Συνεπώς, εφόσον τα υποβληθέντα ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία ή το κύρος κανόνα του δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο υποχρεούται κατ’ αρχήν να απαντήσει (βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση Melloni, C‑399/11, EU:C:2013:107, σκέψη 28 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
25 Ως εκ τούτου, υπέρ των ερωτημάτων που αφορούν το δίκαιο της Ένωσης συντρέχει τεκμήριο λυσιτέλειας. Η άρνηση του Δικαστηρίου να αποφανθεί επί προδικαστικού ερωτήματος υποβληθέντος από εθνικό δικαστήριο είναι δυνατή μόνον αν προκύπτει προδήλως ότι η αιτούμενη ερμηνεία κανόνα του δικαίου της Ένωσης ουδεμία σχέση έχει με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το ζήτημα είναι υποθετικής φύσεως ή επίσης όταν το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά και νομικά στοιχεία τα οποία είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα υποβληθέντα ερωτήματα (βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση Melloni, C‑399/11, EU:C:2013:107, σκέψη 29 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
26 Εν προκειμένω, τα επιχειρήματα που προέβαλε η Ιταλική Κυβέρνηση για να αποδείξει τον πλασματικό και τεχνητό χαρακτήρα της διαφοράς της κύριας δίκης και τον υποθετικό χαρακτήρα των υποβληθέντων ερωτημάτων στηρίζονται σε αμφισβήτηση του παραδεκτού των επίμαχων προσφυγών της κύριας δίκης και της εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών στην οποία προέβη το αιτούν δικαστήριο για να εφαρμόσει τα κριτήρια που καθορίζει το εθνικό δίκαιο. Το Δικαστήριο όμως δε είναι αρμόδιο ούτε να θέσει εν αμφιβόλω την εκτίμηση αυτή, η οποία εμπίπτει, στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, στην αρμοδιότητα του εθνικού δικαστηρίου (βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση Lucchini, C‑119/05, EU:C:2007:434, σκέψη 43), ούτε να εξακριβώσει αν η απόφαση περί παραπομπής ελήφθη σύμφωνα με τους οργανωτικούς και δικονομικούς κανόνες του εθνικού δικαίου (απόφαση Schnorbus, C‑79/99, EU:C:2000:676, σκέψη 22 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Τα επιχειρήματα αυτά δεν αρκούν, κατά συνέπεια, να ανατρέψουν το τεκμήριο λυσιτέλειας που αναφέρθηκε στην προηγούμενη σκέψη.
27 Όσον αφορά το γεγονός, που προέβαλαν η Ελληνική και η Φινλανδική Κυβέρνηση, ότι το πρόγραμμα αγοράς κρατικών ομολόγων που αναγγέλθηκε με το ανακοινωθέν Τύπου δεν τέθηκε σε εφαρμογή και ότι δεν θα μπορέσει να εφαρμοσθεί παρά μόνο μετά την έκδοση νέων νομικών πράξεων, πρέπει να επισημανθεί ότι το γεγονός αυτό δεν καθιστά, όπως επισημαίνει και το αιτούν δικαστήριο, τις επίμαχες προσφυγές της κύριας δίκης άνευ αντικειμένου, διότι το γερμανικό δίκαιο επιτρέπει, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, την παροχή προληπτικής ένδικης προστασίας σε μια τέτοια κατάσταση.
28 Καίτοι είναι αληθές ότι οι προσφυγές της κύριας δίκης, που αποσκοπούν στην πρόληψη της προσβολής απειλούμενων δικαιωμάτων, πρέπει οπωσδήποτε να στηρίζονται σε προβλέψεις εκ φύσεως αβέβαιες, γεγονός παραμένει, κατά το αιτούν δικαστήριο, ότι το γερμανικό δίκαιο επιτρέπει τις εν λόγω προσφυγές. Στον βαθμό που, στο πλαίσιο διαδικασίας του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, η ερμηνεία του εθνικού δικαίου εμπίπτει αποκλειστικά στην αρμοδιότητα του δικαστηρίου αυτού (απόφαση Križan κ.λπ., C‑416/10, EU:C:2013:8, σκέψη 58), το γεγονός ότι οι αποφάσεις σχετικά με τις OMT δεν έχουν ακόμη τεθεί σε εφαρμογή και ότι δεν μπορούν να εφαρμοσθούν παρά μόνον μετά την έκδοση νέων νομικών πράξεων δεν μπορεί συνεπώς να οδηγήσει στη μη αναγνώριση του ότι η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αντιστοιχεί σε μια αντικειμενική ανάγκη για την επίλυση των διαφορών των οποίων έχει επιληφθεί το εν λόγω δικαστήριο (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση Bosman, C‑415/93, EU:C:1995:463, σκέψη 65).
29 Δεύτερον, όσον αφορά την προβαλλόμενη ασυμβατότητα μεταξύ της εθνικής διαδικασίας της κύριας δίκης και του συστήματος που θεσπίστηκε με τα άρθρα 263 ΣΛΕΕ και 267 ΣΛΕΕ, πρέπει να υπoμνησθεί ότι το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως αποφανθεί επί του παραδεκτού αιτήσεων προδικαστικής αποφάσεως αφορωσών το κύρος πράξεων του παραγώγου δικαίου που υποβάλλονται στο πλαίσιο της προσφυγής περί ελέγχου της νομιμότητας («judicial review») την οποία προβλέπει το δίκαιο του Ηνωμένου Βασιλείου. Το Δικαστήριο, στηριζόμενο στο γεγονός ότι, δυνάμει του εθνικού δικαίου, οι ενδιαφερόμενοι μπορούσαν να ασκήσουν προσφυγή περί ελέγχου της νομιμότητας της προθέσεως ή της υποχρεώσεως της Κυβερνήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου να συμμορφωθεί προς πράξη της Ένωσης, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η δυνατότητα των ιδιωτών να επικαλούνται ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων την ακυρότητα πράξεως της Ένωσης γενικής ισχύος δεν εξαρτάται από την προϋπόθεση η εν λόγω πράξη να έχει ήδη αποτελέσει αντικείμενο μέτρων εφαρμογής βάσει του εθνικού δικαίου. Αρκεί συναφώς να εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου πραγματική διαφορά, στο πλαίσιο της οποίας να ανακύπτει παρεμπιπτόντως το ζήτημα του κύρους της εν λόγω πράξεως [βλ., κατά την έννοια αυτή, αποφάσεις British American Tobacco (Investments) και Imperial Tobacco, C‑491/01, EU:C:2002:741, σκέψεις 36 και 40, καθώς και Intertanko κ.λπ., C‑308/06, EU:C:2008:312, σκέψεις 33 και 34]. Από την απόφαση περί παραπομπής όμως προκύπτει ότι τούτο ισχύει εν προκειμένω.
30 Όσον αφορά, τρίτον, τα επιχειρήματα που εκτέθηκαν στη σκέψη 23 της παρούσας αποφάσεως και τα οποία αφορούν ειδικώς το πρώτο ερώτημα, πρέπει να τονιστεί ότι, στην υπό κρίση υπόθεση, το αιτούν δικαστήριο απευθύνεται στο Δικαστήριο προκειμένου αυτό να καθορίσει αν τα άρθρα 119 ΣΛΕΕ, 123, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και 127, παράγραφοι 1 και 2, ΣΛΕΕ, καθώς και τα άρθρα 17 έως 24 του Πρωτοκόλλου περί του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ, έχουν την έννοια ότι επιτρέπουν στο ΕΣΚΤ να υιοθετεί πρόγραμμα αγοράς κρατικών ομολόγων στις δευτερογενείς αγορές όπως αυτό που αναγγέλθηκε με το ανακοινωθέν Τύπου.
31 Κατόπιν των προεκτεθέντων, η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως πρέπει να κριθεί παραδεκτή.
Επί της ουσίας
32 Με τα ερωτήματά του, που πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν τα άρθρα 119 ΣΛΕΕ, 123, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και 127, παράγραφοι 1 και 2, ΣΛΕΕ, καθώς και τα άρθρα 17 έως 24 του Πρωτοκόλλου περί του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ, έχουν την έννοια ότι επιτρέπουν στο ΕΣΚΤ να υιοθετεί πρόγραμμα αγοράς κρατικών ομολόγων στις δευτερογενείς αγορές όπως αυτό που αναγγέλθηκε με το ανακοινωθέν Τύπου.
Επί των άρθρων 119 ΣΛΕΕ και 127, παράγραφοι 1 και 2, ΣΛΕΕ, καθώς και επί των άρθρων 17 έως 24 του Πρωτοκόλλου περί του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ
33 Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται ως προς το αν πρόγραμμα αγοράς κρατικών ομολόγων στις δευτερογενείς αγορές όπως αυτό που αναγγέλθηκε με το ανακοινωθέν Τύπου δύναται να θεωρηθεί ότι περιλαμβάνεται στις αρμοδιότητες του ΕΣΚΤ, όπως αυτές καθορίζονται από το πρωτογενές δίκαιο.
– Επί των αρμοδιοτήτων του ΕΣΚΤ
34 Πρέπει να τονιστεί, εκ προοιμίου, ότι, κατά το άρθρο 119, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, η δράση των κρατών μελών και της Ένωσης περιλαμβάνει ένα ενιαίο νόμισμα, το ευρώ, και τη χάραξη και την άσκηση ενιαίας νομισματικής και συναλλαγματικής πολιτικής (απόφαση Pringle, C‑370/12, EU:C:2012:756, σκέψη 48).
35 Όσον αφορά ειδικότερα τη νομισματική πολιτική, από το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ προκύπτει ότι η Ένωση έχει αποκλειστική αρμοδιότητα στον τομέα αυτό για τα κράτη μέλη με νόμισμα το ευρώ (βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση Pringle, C‑370/12, EU:C:2012:756, σκέψη 50).
36 Κατά το άρθρο 282, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, η ΕΚΤ και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες των κρατών μελών με νόμισμα το ευρώ, που συγκροτούν το Ευρωσύστημα, ασκούν τη νομισματική πολιτική της Ένωσης (απόφαση Pringle, C‑370/12, EU:C:2012:756, σκέψη 49). Κατά το άρθρο 282, παράγραφος 4, ΣΛΕΕ, η ΕΚΤ θεσπίζει τα μέτρα που είναι αναγκαία για την εκτέλεση των καθηκόντων της σύμφωνα με τα άρθρα 127 ΣΛΕΕ έως 133 ΣΛΕΕ και 138 ΣΛΕΕ, καθώς και σύμφωνα με τους όρους που καθορίζονται στο καταστατικό του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ.
37 Στο πλαίσιο αυτό, το ΕΣΚΤ είναι αρμόδιο, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 127, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, να ορίζει και να θέτει σε εφαρμογή την πολιτική αυτή.
38 Ακριβέστερα, από το άρθρο