Aνακοίνωση της Συντονιστικής Επιτροπής Δικηγορικών Συλλόγων για τα πτυχία νομικής εξωτερικού και κολλεγίων

Aνακοίνωση της Συντονιστικής Επιτροπής Δικηγορικών Συλλόγων για τα πτυχία νομικής εξωτερικού και κολλεγίων

 Aνακοίνωση εξέδωσε η Συντονιστική Επιτροπή των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδας αναφορικά με το θέμα της αναγνώρισης πτυχίων νομικής από πανεπιστήμια του εξωτερικού και κολλέγια χωρίς πλέον την μεσολάβηση του ΔΟΑΤΑΠ. Η ανακοίνωση έχει ως εξής: “Κατά την από 29.4.2014 συνεδρίαση, η Συντονιστική Επιτροπή των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος, συζήτησε, μεταξύ άλλων, το θέμα της τροποποίησης του άρθρου 15 παρ. 1 β) του Κώδικα Δικηγόρων κι έλαβε ομόφωνα σχετικές αποφάσεις. Διευκρινίζεται ότι, όπως είναι γνωστό, με την επίμαχη ως άνω τροποποίηση καταργήθηκε, ως προϋπόθεση για την πρόσβαση στο επάγγελμα του δικηγόρου, η ακαδημαϊκή αναγνώριση από τον ΔΟΑΤΑΠ του τίτλου σπουδών Νομικής από Πανεπιστήμιο κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, περιλαμβανομένων των συνεργαζόμενων Κολλεγίων.
Τα μέλη της Συντονιστικής Επιτροπής, μετά από μακρά διαλογική συζήτηση, κατέληξαν ότι: Η -αιφνίδια και χωρίς κανένα προηγούμενο διάλογο- νομοθετική αυτή τροποποίηση ανατρέπει το προηγούμενο καθεστώς, όχι μόνο διαταράσσοντας τη συνοχή του Κώδικα, αλλά δημιουργώντας σοβαρά κενά με το νέο καθεστώς. Ειδικότερα, ανακύπτουν τα ακόλουθα κρίσιμα ερωτήματα:
α) Οι Δικηγορικοί Σύλλογοι της χώρας υποχρεούνται πλέον να δέχονται τα σχετικά αιτήματα εγγραφής των εν λόγω πτυχιούχων στο μητρώο ασκουμένων, χωρίς προηγούμενη διαδικασία αναγνώρισης; Κατ´ αρχάς, το ερώτημα αυτό γεννάται, επειδή στον Κώδικα Δικηγόρων απαντούν πλέον αλληλοσυγκρουόμενες διατάξεις και συγκεκριμένα η νέα διάταξη συγκρούεται με εκείνες του άρθρου 6 παρ. 2 (που καταλαμβάνει και τους ασκούμενους δικηγόρους σύμφωνα με το άρθρο 11 παρ. 1 και 2 του ίδιου Κώδικα), η οποία για τον προσδιορισμό της ιδιότητας του δικηγόρου απαιτεί την κατοχή πτυχίου νομικού τμήματος ή νομικής σχολής άλλης χώρας “ισότιμου και αντίστοιχου με εκείνα των ελληνικών πανεπιστημίων”, αναγνωρισμένου σύμφωνα με τις νόμιμες διαδικασίες, καθώς και του άρθρου 23 παρ. 2β κατά την οποία για τον διορισμό του δικηγόρου απαιτείται η κατοχή πτυχίου “από αναγνωρισμένη πανεπιστημιακή σχολή” κράτους – μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή άλλου συμβαλλόμενου κράτους της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο.
β) Σε επίπεδο της ακαδημαϊκής αναγνώρισης τίτλου σπουδών τίθεται μάλιστα το ζήτημα, αν παραβιάζεται το Ελληνικό Σύνταγμα και το ενωσιακό δίκαιο και αν θίγονται οι πτυχιούχοι των ελληνικών νομικών σχολών από την χωρίς προϋποθέσεις εξομοίωση των πανεπιστημιακών πτυχίων τους με παντός είδους «τίτλους» σπουδών, ακόμη και μονοετούς ή διετούς διάρκειας ή με άλλες «βεβαιώσεις» επάρκειας κολλεγίων ή πανεπιστημίων που λειτουργούν με τη νομική μορφή του FRANCHISING, χωρίς την τήρηση των ελαχίστων εγγυήσεων του ενωσιακού δικαίου.
γ) Πέραν του ως άνω ζητήματος, ανακύπτουν σήμερα σοβαρά προβλήματα στην πράξη, διότι ο νομοθέτης παραγνώρισε πλήρως ότι το δίκαιο της Ένωσης δεν επιτάσσει “αυτόματη αναγνώριση” ούτε του επαγγέλματος του δικηγόρου ούτε της πρόσβασης σε αυτό. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς και του ΣτΕ (βλ. ιδίως ΟλομΣτΕ 2771/2011), η μη ακαδημαϊκή αναγνώριση του τίτλου σπουδών από το κράτος υποδοχής, δηλ. το κράτος στο οποίο υποβάλλεται η αίτηση για εγγραφή στο μητρώο ασκούμενων, δεν αρκεί μεν για την μη ικανοποίηση του σχετικού αιτήματος, όμως η προσκόμιση του τίτλου σπουδών δεν συνεπάγεται αυτομάτως την εγγραφή στο μητρώο ασκούμενων. Αντίθετα, σύμφωνα με την ανωτέρω νομολογία, παρέχεται το δικαίωμα στο κράτος υποδοχής μιας -σύνθετης-αξιολόγησης της αίτησης από έναν αρμόδιο προς τούτο φορέα. Στο πλαίσιο αυτό, τίθενται ορισμένες -τυπικές, αλλά και ουσιαστικές- προϋποθέσεις που συγκροτούν ένα πλαίσιο “αναγνώρισης υπό όρους”. Πρώτον: Ο αιτών θα πρέπει να προσκομίζει όχι μόνον τον τίτλο σπουδών, αλλά και βεβαίωση ότι με τον τίτλο αυτό έχει δικαίωμα πρόσβασης στο επάγγελμα του δικηγόρου στο κράτος προέλευσης (δηλ. στο κράτος που απέκτησε το πτυχίο). Δεύτερον: Λαμβάνοντας υπόψη τις διαφορές των νομικών συστημάτων των εθνικών εννόμων τάξεων, ο αιτών θα πρέπει να αποδεικνύει ότι διαθέτει τις γνώσεις ή και τα προσόντα που απαιτούνται για την πρόσβαση στην επιδιωκόμενη πρακτική άσκηση.
Υπό το φως λοιπόν της νομολογίας του ΔΕΕ και της νομολογίας του ΣτΕ, η Συντονιστική Επιτροπή προβληματίστηκε κατά πόσον: ι) υπό τον ισχύοντα Κώδικα Δικηγόρων, επιτρέπεται στους Δικηγορικούς Συλλόγους να συστήσουν με δικές τους αποφάσεις Επιτροπές Αξιολόγησης για τον έλεγχο των τυπικών και ουσιαστικών προϋποθέσεων πρόσβασης στο επάγγελμα του δικηγόρου στη χώρα μας ή ιι) απαιτείται μια συνολική νομοθετική ρύθμιση για την ως άνω διαδικασία αξιολόγησης, αλλά και για τον καθορισμό του αρμόδιου προς τούτο φορέα.
Μια πρώτη άποψη που διαμορφώθηκε συγκλίνει στη θέση ότι η εν λόγω διαδικασία αξιολόγησης χρήζει σαφούς νομοθετικής ρύθμισης. Απαιτείται δηλαδή η διαμόρφωση ενός συνολικού κανονιστικού πλαισίου, το οποίο θα είναι συμβατό με το Ελληνικό Σύνταγμα και το δίκαιο της Ένωσης, αλλά επίσης θα διασφαλίζει την ποιότητα της άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος-λειτουργήματος στη χώρα μας.
Ενόψει, της συνθετότητας και σοβαρότητας του όλου ως άνω ζητήματος, ελήφθησαν οι ακόλουθες αποφάσεις:
α) Να υπάρξει μια ενιαία αντιμετώπιση του ζητήματος από όλους τους Δικηγορικούς Συλλόγους της χώρας.
β) Να παραστούν τα μέλη της Συντονιστικής Επιτροπής στον Υπουργό Δικαιοσύνης, ώστε να εκφράσουν την αντίθεσή τους στην κατά τα ως άνω ελλειμματική νομοθετική παρέμβαση, αλλά και να εκθέσουν τα προβλήματα που ανακύπτουν. Η συνάντηση αυτή έγινε ήδη στις αρχές της παρούσας εβδομάδας και αναμένεται η απάντηση του Υπουργού.
γ) Να απευθυνθούν στις Νομικές Σχολές των Πανεπιστημίων της χώρας, ώστε να διατυπώσουν τις απόψεις τους, με αποφάσεις των Γενικών Συνελεύσεων των Τμημάτων. Ήδη απεστάλη σχετική επιστολή από τον Πρόεδρο κ. Β. Αλεξανδρή και αναμένεται η απάντηση των Σχολών.
δ) Κατόπιν των ανωτέρω, να συγκληθεί άμεσα νέα Συνεδρίαση της Συντονιστικής Επιτροπής, ώστε να επιληφθεί και να αποφασίσει επί των εκκρεμών θεμάτων που δημιουργήθηκαν, συνέπεια των επίμαχων νομοθετικών ελλειμμάτων”.