Τα νύχια

Τα νύχια

 Όταν είσαι γυναίκα δικηγόρος έχεις να αντιμετωπίσεις κάποια θέματα διαφορετικά από τους άνδρες συναδέλφους. Δεν φοράς στολή κοστούμι, δεν έχεις μάσκα κοινώς αποδεκτή ως προς το ρόλο σου. Πρέπει να αποφασίσεις για την εικόνα σου, εσύ να την κρίνεις ως κατάλληλη, για τα μαλλιά σου, για τα νύχια σου για τα παπούτσια σου. Το είδαμε γλαφυρά και στην Σιδηρά Κυρία το θέμα της εικόνας της γυναίκας στην πολιτική. Να βάψω τα νύχια μου λοιπόν ή θα με κρίνουν αρνητικά?
Πώς να ντυθώ για το δικαστήριο? Κάποιοι επιβάλουν dressing code- μαύρο ταγιέρ! Στα νιάτα μου ένας συνάδελφος  μου ζήτησε σε επαγγελματικό ραντεβού στο Λονδίνο να φορέσω πουκάμισο με φιόγκο. Δεν είχα (δεν μου άρεσαν οι δεμένοι φιόγκοι κιόλας) και έπεσε πανικός!
Τίποτε όμως δεν ήταν χειρότερο από τα νύχια. Έτρωγα τα νύχια μου από μωρό. Μεγαλώνοντας συμβιβάστηκα με το χάλι των χεριών μου μέχρι που το επάγγελμα επέβαλε περισσότερη περιποίηση. Πού χρόνος όμως για μανικούρ! Και όποτε το πετύχαινα το πληκτρολόγιο μου έβγαζε τη γλώσσα. Ετσι, μη δυνάμενη να αποφύγω το πληκτρολόγιο έμενα με τα νύχια σε χάλια μαύρα. Η ζωή το έφερε να λάβω το μάθημά μου όμως.
Πριν λίγα χρόνια μου είχε ζητήσει μία συνάντηση ο Χρήστος Λαμπράκης για κάποια νομικά θέματα. Ο ίδιος και χωρίς ακροατήριο. Ευθύνη! Φυσικά πήγα κομμωτήριο και φυσικά φόρεσα το μαύρο ήσυχο ταγιέρ με ένα απλό μπλουζάκι.
Τα νύχια όμως? Τα έκοψα προσεκτικά, τα λίμαρα και αφού τα πέρασα σκληρυντικό αποφάσισα να τα βάψω. Στο ρίσκο που πήρα το πληκτρολόγιο με πρόδωσε και πάλι. Λίγο το άγχος λίγο η ευθύνη, μισή ώρα πριν το ραντεβού βρέθηκα να ξεβάφω τα χέρια μου που είχαν γίνει ντροπιαστικά κακοβαμμένα. Στο τέλος μη μπορώντας να καθαρίσω καλά κάποια νύχια σκαρφίστηκα το καταπληκτικό να τα τυλίξω με χανζαπλάστ.
Πήγα λοιπόν στο ραντεβού με κάποια νύχια τυλιγμένα σε χανζαπλάστ και πολλή πολλή ντροπή και αμηχανία. Ο Χρήστος Λαμπράκης, του οποίου η φυσική ευγένεια και απλότητα δεν θα μπορούσε να έχει όμοιο, με περίμενε πρώτος και με υποδέχθηκε προσωπικά. Ούτε αναμονή, ούτε ψάρωμα ούτε τα συνήθη πολλών επιχειρηματιών. Τηλέφωνα δεν χτυπούσαν, σαν να ήμασταν οι δυό μας μόνοι στον κόσμο με μερικές φωτογραφίες από γάτες να μας περιβάλουν. Τότε είδα τα χέρια του. Λόγω της ασθένειας που τον ταλαιπωρούσε, τα ωραία του δάκτυλα ήταν σχεδόν δίχρωμα. Μισά μισά- άσπρα μελανά. Όλα τα δάχτυλα. Ταράχτηκα με το θέαμα αλλά θαύμασα το χέρι ως ήτο πραγματικό και ωραίο. Και φυσικά σκέφτηκα τα νύχια μου και … τα χάλια μου. Με ήσυχο τρόπο έβγαλα τα χανζαπλάστ και έμεινα να συζητήσω κοντά του χωρίς άγχος. Δεν κατάλαβα ποτέ να ενοχλήθηκε. Με κοιτούσε νευρικά στο πρόσωπο και διάβαζε τη σκέψη μου πριν μιλήσω. Παραγέμισε με ευγένεια την ανησυχία μου και κατάφερε όποτε τον θυμάμαι, γιατί όλοι έχουμε λόγους να τον θυμόμαστε συχνά, να επικρατεί η ιστορία με τα νύχια. Ούτε οι εφημερίδες, ούτε το Μέγαρο, ούτε τίποτε. Μόνο τα νύχια τα δικά του τα μισομέλανα και απελευθερωμένα και τα δικά μου τα κακοξεβαμμένα.