Η απόφαση του Αρείου Πάγου για το τέλος ακινήτων της ΔΕΗ

Η απόφαση του Αρείου Πάγου για το τέλος ακινήτων της ΔΕΗ

 Αριθμός 293/2014

TO ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ TOY ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Δ’ Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Νικόλαο Λεοντή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βασιλική
Θάνου-Χριστοφίλου, Δημητρούλα Υφαντή, Ιωάννα Πετροπούλου και Γεώργιο Σακκά, Αρεοπαγίτες.

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημα του, στις 18 Οκτωβρίου 2013, με την παρουσία
και της Γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει μεταξύ:

Α. Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου, νόμιμα εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό
Οικονομικών, ο οποίος εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, και εκπροσωπήθηκε από
τον πληρεξούσιο πάρεδρο του ΝΣΚ Δημήτριο Φαρμάκη και τον Δικαστικό πληρεξούσιο Μιχαήλ
Καρατσιώλη και δεν κατέθεσαν προτάσεις.

Των αναιρεσιβλήτων:

Α. 1. Του Δευτεροβάθμιος Καταναλωτικού Σωματίου με την επωνυμία «ΓΕΝΙΚΗ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ
ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ ΕΛΛΑΔΑΣ ΙΝΚΑ (ΓΟΚΕ)», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, το
οποίο παραστάθηκε μετά του νομίμου εκπροσώπου του ……………….. , ο οποίος διόρισε δικηγόρο
να τον εκπροσωπήσει τον παρόντα δικηγόρο Ιωάννη Μυταλούλη, ο οποίος παραστάθηκε και
κατέθεσε προτάσεις.

2. Του Πρωτοβάθμιου Σωματείου Ενωσης Καταναλωτών με την επωνυμία «ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ
ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ ΚΡΗΤΗΣ (ΙΝΚΑ ΚΡΗΤΗΣ)» που εδρεύει στα Χανιά και εκπροσωπείται νόμιμα, το
οποίο παραστάθηκε μετά του νομίμου εκπροσώπου του …………………. , ο οποίος διόρισε δικηγόρο
να τον εκπροσωπήσει τον παρόντα δικηγόρο Ιωάννη Μυταλούλη, που παραστάθηκε και κατέθεσε
προτάσεις,

3. Του Πρωτοβάθμιου Σωματείου Ενωσης Καταναλωτών με την επωνυμία «ΕΝΩΣΗ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ
ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΙΑΣ» που εδρεύει στο Αγρίνιο και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο παραστάθηκε
μετά του νομίμου εκπροσώπου του ………. …………… , ο οποίος διόρισε δικηγόρο να τον
εκπροσωπήσει τον παρόντα δικηγόρο Ιωάννη Μυταλούλη, ο οποίος παραστάθηκε και κατέθεσε
προτάσεις

4. Του Πρωτοβαθμίου Σωματείου Ενωσης Καταναλωτών με την επωνυμία «ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΤΑ
ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ (ΔΙ.ΚΑ.Π.)» που εδρεύει στον Πειραιά και
εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο δεν παραστάθηκε και δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο
δικηγόρο.

5. Του Πρωτοβαθμίου Σωματείου Ενωσης Καταναλωτών με την επωνυμία «ΕΝΩΣΗ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ
ΕΛΛΑΔΑΣ» που εδρεύει στον Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο δεν παραστάθηκε και δεν
εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Β. Της Ανώνυμης Εταιρίας με την επωνυμία «ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ Α.Ε.» (ΔΕΗ Α.Ε.)
που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα και η οποία εκπροσωπήθηκε από τον
πληρεξούσιο δικηγόρο της Χάρη Συνοδινό, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και δεν
κατέθεσε προτάσεις.

Γ. 1. ……………. …… , δικηγόρου, κατοίκου Αθηνών, ο οποίος παραστάθηκε ατομικά και
αυτοπροσώπως λόγω της ιδιότητος του ως δικηγόρος και κατέθεσε προτάσεις,

2. Της Ενωσης προσώπων με την επωνυμία «Ελληνικό Κίνημα Αμεσης Δημοκρατίας» που εδρεύει
στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παρίσταται με τον νόμιμο εκπρόσωπο της …..
αυτοπροσώπως, λόγω της ιδιότητος του ως δικηγόρος και μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του,
Ιωάννη Φιλιώτη και κατέθεσαν προτάσεις.

Β. Της αναιρεσείουσας:

Ανώνυμης Εταιρίας με την επωνυμία «ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ Α.Ε.» (ΔΕΗ Α.Ε.) που
εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα και η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο
δικηγόρο της Χάρη Συνοδινό, με δήλωση κατά παρ. 2 ΚΠολΔ και δεν κατέθεσε προτάσεις.

Των αναιρεσιβλήτων:

1. Του Δευτεροβάθμιου Καταναλωτικού Σωματίου με την επωνυμία «ΓΕΝΙΚΗ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ
ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ ΕΛΛΑΔΑΣ ΙΝΚΑ (ΓΟΚΕ)», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, το
οποίο παραστάθηκε μετά του νομίμου εκπροσώπου του ………… , ο οποίος διόρισε δικηγόρο να
τον εκπροσωπήσει τον παρόντα δικηγόρο Ιωάννη Μυταλούλη, ο οποίος παραστάθηκε και
κατέθεσε προτάσεις,

2. Του Πρωτοβάθμιου Σωματείου Ενωσης Καταναλωτών με την επωνυμία «ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ
ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ ΚΡΗΤΗΣ (ΙΝΚΑ ΚΡΗΤΗΣ)» που εδρεύει στα Χανιά και εκπροσωπείται νόμιμα, το
οποίο παραστάθηκε μετά του νομίμου εκπροσώπου του …………… …….. , ο οποίος διόρισε
δικηγόρο να τον εκπροσωπήσει τον παρόντα δικηγόρο Ιωάννη Μυταλούλη, που παραστάθηκε και
κατέθεσε προτάσεις,

3. Του Πρωτοβάθμιου Σωματείου Ενωσης Καταναλωτών με την επωνυμία «ΕΝΩΣΗ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ
ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΙΑΣ» που εδρεύει στο Αγρίνιο και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο παραστάθηκε
μετά του νομίμου εκπροσώπου του ………………….. , ο οποίος διόρισε δικηγόρο να τον
εκπροσωπήσει τον παρόντα δικηγόρο Ιωάννη Μυταλούλη, ο οποίος παραστάθηκε και κατέθεσε
προτάσεις

4. Του Πρωτοβαθμίου Σωματείου Ενωσης Καταναλωτών με την επωνυμία «ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΤΑ
ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ (ΔΙ.ΚΑ.Π.)» που εδρεύει στον Πειραιά και
εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο δεν παραστάθηκε και δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο
δικηγόρο.

5. Του Πρωτοβαθμίου Σωματείου Ενωσης Καταναλωτών με την επωνυμία «ΕΝΩΣΗ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ
ΕΛΛΑΔΑΣ» που εδρεύει στον Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο δεν παραστάθηκε και δεν
εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο

και 6. Του Ελληνικού Δημοσίου, νόμιμα εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, ο
οποίος εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον
πληρεξούσιο πάρεδρο του ΝΣΚ Δημήτριο Φαρμάκη και τον δικαστικό πληρεξούσιο Μιχαήλ
Καρατσιώλη και δεν κατέθεσε προτάσεις.

Του προσθέτως παρεμβαίνοντος: ……….. , δικηγόρου, κατοίκου Αθηνών, ο οποίος παραστάθηκε
αυτοπροσώπως λόγω της ιδιότητος του ως δικηγόρος και κατέθεσε προτάσεις. Η ένδικη διαφορά
άρχισε με την με αριθ. κατάθ. Δικογρ. 195279/2155/201 1 από 27-10-201 1 αγωγή των 1ου, 2ου,
3ου, 4ου, 5ου των ήδη αναιρεσιβλήτων, την με αριθ. δικογρ. 23141 1/2457/201 1 από 20-12-201
1 προσεπίκληση αναγκαίου ομοδίκου, της ήδη Β αναιρεσείουσας και Α.) Β αναιρεσιβλήτου, και τις
από 26-1-2012 προτάσεις από 25-1-2012 προτάσεις πρόσθετη παρέμβαση υπέρ των πρόσθετης
παρέμβασης υπέρ της προσεπικαλούσας και των ήδη Α και Β, (1,2,3,4,5) ήδη αναιρεσιβλήτων, που
κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκε η απόφαση: 1101/2012 οριστική
του ίδιου Δικαστηρίου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον Α. με την από
12/12/2012 αίτηση του και η αναιρεσείουσα Β. με την από 13-12-2012 αίτηση της.

Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι
παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.

Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης, Γεώργιος Σακκάς, ανέγνωσε την από 13-3-2013 έκθεση του, με την
οποία εισηγήθηκε την παραδοχή της από 12-12-2012 Α. αιτήσεως αναιρέσεως και την απόρριψη
της από 13-12-2012 Β. αιτήσεως αναιρέσεως.

Οι πληρεξούσιοι του Α αναιρεσείοντος ζήτησαν την παραδοχή της αιτήσεως, οι πληρεξούσιοι των
παραστάντων Α και Β αναιρεσιβλήτων ζήτησαν την απόρριψη της αιτήσεως και την καταδίκη του
αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

I. 1. Επειδή πρέπει να συνεκδικασθούν λόγω της μεταξύ τους πρόδηλης συνάφειας, διότι
στρέφονται κατά της ίδιας υπ’ αριθμ. 1101/2012 απόφασης του Πολυμελούς Πωτοδικείου Αθηνών:

α) η από 13-12-2012 αίτηση αναίρεσης της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «ΔΗΜΟΣΙΑ
ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ Α.Ε.» (ΔΕΗ Α.Ε.) και β) η από 12-12-2012 αίτηση αναιρέσεως του
Ελληνικού Δημοσίου (αρθρ. 246 Κ.Πολ.Δ.).

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

2. Οπως προκύπτει από τα αντίγραφα των δικογράφων των υπό κρίση αναιρέσεων, ως αρχική
δικάσιμος των υποθέσεων είχε οριστεί η 22 Μαρτίου 2013, οπότε με επισημείωση στο πινάκιο
αναβλήθηκαν αυτές, χωρίς παράλληλα να βεβαιώνει κλήτευση αυτών κατά την αρχική ή
μετ’ αναβολή δικάσιμο με άμεση δικονομική συνέπεια το απαράδεκτο της συζητήσεως της
υποθέσεως ως προς τους εν λόγω αναιρεσίβλητους για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας
απόφασης δικάσιμο. Κατ’αυτήν όμως, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε από το οικείο
πινάκιο, δεν εμφανίστηκαν οι εν λόγω αναιρεσίβλητοι 1) Πρωτοβάθμιο σωματείο ένωσης
καταναλωτών με την επωνυμία «ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ
(ΔΙ.ΚΑ.Π)» και 2) πρωτοβάθμιο σωματείο ένωσης καταναλωτών με την επωνυμία «ΕΝΩΣΗ
ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ ΕΛΛΑΔΑΣ», τα οποία δεν είχαν παραστεί νομίμως κατά την αρχική δικάσιμο της
22-3-2013, του 4ου και 5ου των αναιρεσιβλήτων, φερομένων ότι εκπροσωπούνται διά της
πληρεξούσιας δικηγόρου τους Μαρίας Νάκη, χωρίς όμως να προκύπτει ότι η τελευταία διέθετε την
απαιτούμενη προς τούτο πληρεξουσιότητα. Επομένως, πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση της
υπόθεσης σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι της δημοσιεύσεως της περί αναβολής μη οριστικής
αποφάσεως ισοδυναμούσης με επίδοση στους-παριστάμενους διαδίκους (άρθρ. 576 παρ. 2 και 310
παρ. ΚΠολΔ).

3. Από τα άρθρα 522, 321, 322 και 559 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η απόφαση του πρωτοβάθμιου
δικαστηρίου κατά τα κεφάλαια που δεν προσβλήθηκαν με έφεση καθίσταται τελεσίδικη και
αναπτύσσει αμέσως δεδικασμένο και εκτελεστότητα και άρα προσβάλλεται με αναίρεση. Τελεσίδικη
καθίσταται η απόφαση και συνεπώς υπόκειται σε αναίρεση και σε περίπτωση που εχώρησε
παραίτηση από το δικαίωμα ασκήσεως εφέσεως ή από την ήδη ασκηθείσα έφεση κατά της
απόφασης πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, που δέχτηκε κατ’ ουσίαν ορισμένα αγωγικά κεφάλαια, ενώ
για τα υπόλοιπα κεφάλαια που απορρίφτηκαν άσκησε έφεση ο ενάγων (ΑΠ 162/1997). Στην
προκειμένη περίπτωση, από τα δικόγραφα των υπό κρίση αναιρέσεων προκύπτουν τα ακόλουθα:
Η αναιρεσείουσα ΔΕΗ, με δήλωση που διαλαμβάνεται στο δικόγραφο της αναίρεσης της παραιτείται
από το δικόγραφο της από 3-12-2012 εφέσεως της και από το δικαίωμα της εφέσεως κατά της
ανωτέρω προσβαλλόμενης απόφασης, δυνάμει των υπ’αριθμ. 35588/11-12-2012 και 35591/12-12-
2012 πληρεξουσίων του Συμβ/φου Αθηνών ………….. ……….. , που παρασχέθηκε στους
πληρεξούσιους δικηγόρους της Χαράλαμπο Συνοδινό και Ελευθέριο Καστρήσιο αντίστοιχα, που
υπογράφουν την αναίρεση. Επίσης το Ελληνικό Δημόσιο, ως προσθέτως παρεμβαίνων στην
πρωτόδικη δίκη υπέρ της ΔΕΗ, με δήλωση των πληρεξουσίων νομικών συμβούλων του
Αλέξανδρου Καραγιάννη και Θεόδωρου Ψυχογιού, που διαλαμβάνεται στο δικόγραφο της
αναίρεσης, το οποίο και υπογράφουν, μετά από γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του
κράτους (Τμήμα Β’), όπως προκύπτει από το 5729/10-12-2012 πρακτικό του, που εγκρίθηκε
νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών και προσαρτάται στο δικόγραφο της αναίρεσης, παραιτείται
από το δικαίωμα ασκήσεως εφέσεως κατά της 1101/2012 προσβαλλομένης απόφασης. Επομένως,
μετά την ανωτέρω παραδεκτή παραίτηση από το δικαίωμα της εφέσως, η προσβαλλόμενη
οριστική κατά τούτο απόφαση, ως προς τα κεφάλαια που δέχτηκε κατ’ ουσία, κατέστη τελεσίδικη
και άρα οι κρινόμενες αναιρέσεις κατ’αυτής είναι παραδεκτές (άρθρ. 577 παρ. 1 ΚΠολΔ).
Συνακόλουθα, ο ισχυρισμός του ……………… (προσθέτως παρεμβαίνοντος) που υποβάλλεται με τις
προτάσεις του, ότι αυτές δεν ασκήθηκαν παραδεκτώς, διότι η αναιρεσιβαλλομένη δεν κατέστη
τελεσίδικη, αφού ως προς το κεφάλαιο περί υποχρέωσης της ΔΕΗ για επανασύνδεση της παροχής
ρεύματος σε όσους καταναλωτές διεκόπη, το οποίο απερρίφθη πρωτοδίκως ως αόριστο, οι
προσθέτως παρεμβαίνοντες στην πρωτόδικη δίκη, δηλαδή ο ίδιος και η ένωση προσώπων με την
επωνυμία «Ελληνικό Κίνημα Αμεσης Δημοκρατίας» άσκησαν την από 14-12-2012 (αριθ.κατ.
7966/2012) έφεση, επί της οποίας εκδόθηκε η αναβλητική απόφαση του Εφετείου Αθηνών μέχρις
εκδόσεως απόφασης επί των ενδίκων αναιρέσεων, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Ακολούθως
πρέπει να ερευνηθούν οι αιτήσεις αναιρέσεως ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους
(άρθρ. 577 παρ. 3 ΚΠολΔ).

4. Από τις διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 1 έως 19 του ν. 2251/1994 «περί προστασίας
καταναλωτών», όπως τροποποιήθηκε και ισχύει σήμερα, συνάγεται σαφώς ότι ανατέθηκε σε
ενώσεις καταναλωτών με σωματειακό χαρακτήρα η προστασία των συμφερόντων του
καταναλωτικού κοινού με την άσκηση συλλογικής αγωγής. Αντικείμενο της αγωγής αυτής, την
οποία οι ενώσεις αυτές μπορούν να ασκήσουν εναντίον των προμηθευτών, είναι η δικαστική
βεβαίωση αντικαταναλωτικής συμπεριφοράς και η απαγόρευσή της ή η ρύθμιση κατάστασης κατά
τρόπο που να μην προσβάλλει τα συμφέροντα των καταναλωτών. Εξάλλου, κατά την παράγραφο
19 του άρθρου 10 ιδίου νόμου, αποκλειστικά αρμόδιο για την εκδίκαση της συλλογικής αγωγής
είναι το Πολυμελές Πρωτοδικείο της κατοικίας ή έδρας του εναγομένου κατά τη διαδικασία της
εκούσιας δικαιοδοσίας, ενώ κατά την παράγραφο 20 του ιδίου άρθρου, η εκδιδομένη απόφαση
παράγει τα αποτελέσματα της έναντι πάντων, και αν δεν ήταν διάδικοι. Από τα ανωτέρω σαφώς
προκύπτει ότι ο νομοθέτης έχει υπαγάγει την εκδίκαση της συλλογικής αγωγής του άρθρου 10
παρ. 1 και 9 του Ν. 2251/1994 στην αποκλειστική δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων
κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας. Με το άρθρο 53 παρ. 1 του ν. 4021/201 1
επιβλήθηκε «ειδικό τέλος υπέρ του Δημοσίου στις ηλεκτροδοτούμενες για οικιστική ή εμπορική
χρήση δομημένες επιφάνειες των ακινήτων που υπάγονται κατά τη 17η Σεπτεμβρίου κάθε έτους
στο τέλος ακίνητης περιουσίας που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 24 του
ν.2130/1993 (A’ 62)», ως προς δε το προσδιοριστικό στοιχείο του τέλους αυτού ορίσθηκαν στις
επόμενες διατάξεις του ιδίου άρθρου τα εξής: «2. Για τον υπολογισμό του τέλους της παραγράφου
1 λαμβάνεται υπόψη το εμβαδό της δομημένης επιφανείας, το ύψος της τιμής ζώνης και η
παλαιότητα του ακινήτου, όπως αυτά αναγράφονται στο λογαριασμό της Δ.Ε.Η. ή τους
εναλλακτικούς προμηθευτές ηλεκτρικού ρεύματος με βάση τα οποία λογίστηκε κατά τη 17.9.2011
το τέλος ακίνητης περιουσίας της παρ.1 του άρθρου 24 του ν. 2130/1993, καθώς και συντελεστής
προσαύξησης αντιστρόφως ανάλογος προς την παλαιότητα του ακινήτου και συντελεστής
προσδιορισμού του τέλους σε ευρώ ανά τετραγωνικό μέτρο σύμφωνα με τους ακόλουθους
πίνακες: α) … [πίνακας συντελεστών ειδικού τέλους (ευρώ/τ.μ.)] β)… [πίνακας συντελεστών
παλαιότητας] 3. το ποσό του τέλους προκύπτει από τον πολλαπλασιασμό των τετραγωνικών
μέτρων των ηλεκτροδοτούμενων δομημένων επιφανειών γιο τις οποίες υπολογίστηκε από τη ΔΕΗ
ή τους εναλλακτικούς προμηθευτές ηλεκτρικού ρεύματος το τέλος της παρ. 1 του άρθρου 24 του
ν. 2130/1993, επί το συντελεστή του ειδικού τέλους που αντιστοιχεί στην τιμή ζώνης του
ακινήτου και επί το συντελεστή προσαύξησης που αντιστοιχεί στην παλαιότητα του ακινήτου,
σύμφωνα με τους πίνακες της προηγουμένης παραγράφου. Ειδικά για τα ηλεκτροδοτούμενα
ακίνητα για τα οποία δεν έχει καθοριστεί τιμή ζώνης και δεν έχει υπολογιστεί το τέλος του άρθρου
24 του ν. 2130/1993, εφόσον δεν υπάρχει απαλλαγή σύμφωνα με την παράγραφο 5 του παρόντος,
το ειδικό τέλος του παρόντος άρθρου υπολογίζεται με πολλαπλασιασμό των τετραγωνικών
μέτρων του ακινήτου επί συντελεστή τρία (3). Στην περίπτωση που δεν υπάρχει και το εμβαδόν
του ακινήτου, το ειδικό τέλος υπολογίζεται, κατά τα οριζόμενα στο προηγούμενο εδάφιο, με βάση
τα τετραγωνικά μέτρα που ελήφθησαν υπόψη για τον υπολογισμό των δημοτικών τελών. 4. Το
τέλος βαρύνει για μεν το 2011 τον κατά τη 17.9.2011 κύριο του ακίνητου της παραγράφου 1
του παρόντος άρθρου και σε περίπτωση επικαρπίας τον επικαρπωτή για δε το 2012 τον κατά την
28.4.2012 κύριο ή επικαρπωτή αντίστοιχα. Σε περίπτωση συνιδιοκτησίας το ποσό του τέλους
υπολογίζεται κατά το λόγο της μερίδας κάθε συνιδιοκτήτη. 5. Στο ειδικό τέλος του παρόντος
άρθρου δεν υπόκεινται τα ακίνητα που ανήκουν: α) στο Ελληνικό Δημόσιο, στα Ν.Π.Δ.Δ, στους
Ο.Τ.Α. και τις δημοτικές επιχειρήσεις, β) … γ)… Επίσης απαλλάσσονται από το έκτακτο ειδικό τέλος:
α) Οι κοινόχρηστοι χώροι πολυκατοικιών και ξενοδοχειακών καταλυμάτων β) Τα ακίνητα που
έχουν χαρακτηρισθεί ως διατηρητέα…ως χώροι ιστορικών και αρχαιολογικών μνημείων και γ) Τα
ακίνητα που έχουν αποκλειστικά γεωργική ή κτηνοτροφική ή βιοτεχνική ή βιομηχανική χρήση. 6.
Κατ’ εξαίρεση των παραγράφων 2 και 3, το ειδικό τέλος του παρόντος άρθρου ισούται με 0,5 ευρώ
ανά τετραγωνικό μέτρο, ανεξάρτητα από την τιμή ζώνης και την παλαιότητα του ακινήτου, για
ένα ακίνητο που ιδιοκατοικείται και ανήκει κατά κυριότητα ή επικαρπία σε: α) πολύτεκνο… β) σε
πρόσωπο που είναι το ίδιο ή πρόσωπο που το βαρύνει φορολογικά σύμφωνα με το άρθρο 7 του
ΚΦΕ, ανάπηρο, … Ομοίως, κατ’ εξαίρεση των παραγράφων 2 και 3 δεν οφείλεται το ειδικό τέλος
του παρόντος άρθρου για ένα ακίνητο που ιδιοκατοικείται και ανήκει κατά κυριότητα ή επικαρπία
σε μακροχρόνια άνεργο 7. Για την εφαρμογή της προηγουμένης παραγράφου ο δικαιούχος …
υποβάλλει αίτηση στη Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων (Γ.Γ.Π.Σ.)…».

Από το περιεχόμενο του, παραδεκτώς, κατ’ άρθρ. 561 παρ. 2 ΚΠολΔ επισκοπούμενου δικογράφου
της κρινόμενης αγωγής, προκύπτει ότι οι ενάγοντες-νυν αναιρεσίβλητοι, οι οποίοι είναι ενώσεις και
σωματεία καταναλωτών εκθέτουν ότι δυνάμει της διάταξης του άρθρου 53 ν. 4021/2011 και της
εκδοθείσας κατά νομοθετική εξουσιοδότηση υπ’ αριθμ. 1211/10-10-2011 απόφασης του
Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών ανατέθηκε στην εναγομένη ΔΕΗ- η επιβολή και ο καθορισμός
του τέλους ηλεκτροδοτούμενου ακινήτου, η ενσωμάτωση του τέλους στο λογαριασμό εκάστου
καταναλωτή και η είσπραξη αυτού επί ποινή διακοπής της ηλεκτροδότησης σε περίπτωση μη
πληρωμής του ως άνω λογαριασμού και τέλος η σύνταξη και αποστολή τωv καταλόγων με τα
ονόματα των καταναλωτών που δε προέβησαν σε πληρωμή και το επιβαλλόμενο τέλος στη Γενική
Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων προκειμένου να γίνει η ταμειακή βεβαίωση του (του ως
άνω τέλους). Οτι όλες οι ως άνω επιβληθείσες υποχρεώσεις σε βάρος της εναγομένης είναι
παράνομες καθόσον οι προαναφερθείσες διατάξεις από τις οποίες αυτές απορρέουν αντίκεινται στο
Σύνταγμα και στο Ευρωπαϊκό Κοινοτικό Δίκαιο, όπως ειδικότερα αναλύεται στο αγωγικό
δικόγραφο. Οτι για τους λόγους αυτούς παράνομη καθίσταται και η μελλούμενη να εκδηλωθεί
συμπεριφορά της εναγομένης και με βάση το ανωτέρω ιστορικό ζητούν, μεταξύ των άλλων, να
υποχρεωθεί να δέχεται την καταβολή από τους καταναλωτές του αντιτίμου του λογαριασμού που
εκδίδει, αφαιρουμένου του ποσού του ως άνω τέλους ηλεκτροδότησης, να απαγορευθεί στην
εναγομένη να ενσωματώνει, υπολογίζει και καταλογίζει στους λογαριασμούς κατανάλωσης
ρεύματος που αυτή εκδίδει το ως άνω τέλος ηλεκτροδότησης, να απαγορευθεί στην εναγομένη να
αποστέλλει στη Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων τους ως άνω καταλόγους και όλα
τα ως άνω με την απειλή σε βάρος της 100.000 € για κάθε μία επιμέρους και ανά καταναλωτή αλλά
και κατά ημέρα παραβίαση εκάστης των παραπάνω παραβιάσεων. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με
την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση έκρινε ως νόμιμη και κατ’ ουσία βάσιμη την ένδικη αγωγή,
δεχόμενο ότι οι, με βάση την προαναφερθείσα διάταξη, επιβληθείσες εις βάρος της εναγομένης-νυν
αναιρεσείουσας ΔΕΗ και υπέρ του νυν αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου υποχρεώσεις είναι
παράνομες, καθόσον αντιβαίνουν στο Σύνταγμα (άρθρ. 2 παρ. 1, 4 παρ. 1 και 5, 17 παρ. 2, 20
παρ. 1, 21 παρ. 1, 78 παρ. 1 και 4, 26 παρ.1 και 3) και στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου
Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ.

Α) Επί της από 13-12-2012 αίτησης αναίρεσης της εταιρείας με την επωνυμία «ΔΗΜΟΣΙΑ
ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ».

Ο από το άρθρο 559 αριθμ. 4 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης ιδρύεται εάν το δικαστήριο έχει υπερβεί τη
δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων. Αντίθετα, ο λόγος αυτός δεν ιδρύεται όταν πρόκειται α)
για διαφορές ιδιωτικού δικαίου, τις οποίες ο νόμος δεν έχει υπαγάγει σε άλλα δικαστήρια και β) για
υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας, που ο νόμος έχει υπαγάγει σ’αυτές.

Με τον μοναδικό λόγο αναίρεσης προβάλλεται η αιτίαση ότι το Πολυμελές Πρωτοδικείο, το οποίο
με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση του, έκρινε ότι έχει δικαιοδοσία για την εκδίκαση της
κρινόμενης διαφοράς, υπέπεσε στην από το άρθρο 559 αριθμ. 4 ΚΠολΔ, προβλεπόμενη πλημμέλεια,
εκ του ότι, κατά την άποψη της αναιρεσείουσας, πρόκειται για διοικητική διαφορά, η οποία
υπάγεται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, διότι, όπως
ήδη αναφέρθηκε στην προηγηθείσα νομική σκέψη η υπό κρίση διαφορά είναι ιδιωτικού δικαίου
καθόσον αναφέρεται σε έννομη σχέση, καταρτισθείσα μεταξύ ιδιωτών (καταναλωτές και
προμηθευτής) και αφορά τη συμβατική σχέση μεταξύ των μερών, δηλαδή (ΔΕΗ) αφετέρου και
ειδικότερα αφορά την μονομερή παράβαση της συμβατικής υποχρέωσης της εναγομένης, για
συνεχή και ακώλυτη παροχή ηλεκτρικής ενέργειας. Κατά συνέπεια, η επίδικη διαφορά υπάγεται στη
δικαιοδοσία των τακτικών πολιτικών δικαστηρίων, εκδικαζόμενη κατά τη διαδικασία της εκούσιας
δικαιοδοσίας (άρθρο 10 παρ. 1 και 9 του Ν. 2251/1994).

Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η αναίρεση στο σύνολο της και να
συμψηφισθεί η μεταξύ των διαδίκων δικαστική δαπάνη, λόγω της ιδιαίτερης δυσχέρειας της
ερμηνείας των εφαρμοσθέντων κανόνων δικαίου (άρθρο 179 ΚΠολΔ).

Πρέπει, επίσης, να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 παρ. 4
ΚΠολΔ).

Β) Επί της από 12-12-2012 αίτησης αναίρεσης του Ελληνικού Δημοσίου.

1. Με τον πρώτο λόγο αναίρεσης πλήττεται η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση με την ίδια ανωτέρω
αιτίαση, ότι δηλαδή υπέπεσε στην από το άρθρο 559 αριθμ. 4 ΚΠολΔ πλημμέλεια της υπέρβασης
δικαιοδοσίας καθώς και στην πλημμέλεια την προβλεπόμενη από το άρθρο 559 αριθμ. 14 ΚΠολΔ,
εκ του ότι, παρά το νόμο, δεν κήρυξε απαράδεκτη την αγωγή, λόγω ελλείψεως δικαιοδοσίας. Ο
λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος με την ίδια ως άνω αιτιολογία.

2. Ο, από το άρθρο 559 αριθμ. 14 ΚΠολΔ, λόγος αναίρεσης ιδρύεται εάν το απαράδεκτο, λόγω μη
αναβολής της συζήτησης ή μη αναστολής της δίκης, επιβάλλεται από τις διατάξεις του Κ.Πολ.Δ. και
όχι από άλλες διατάξεις, οι οποίες είτε επιδιώκουν φορολογικούς μόνο σκοπούς είτε αφορούν τη
διαδικασία ενώπιον δικαστηρίων άλλης δικαιοδοσίας. Επομένως ο δεύτερος λόγος αναίρεσης, από
το άρθρο 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ, με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση, ότι το Πρωτοδικείο παρά το
νόμο δεν κήρυξε απαράδεκτο, εκ του ότι δεν προέβη σε αναστολή εκδίκασης της υπόθεσης, κατ’
άρθρ. 1 ν. 3900/2010, παρ’ όλο που εκκρεμούσε το ίδιο νομικό ζήτημα ενώπιον του Συμβουλίου
Επικρατείας, είναι απορριπτέος, ως μη νόμιμος. Και τούτο διότι η επικαλούμενη από το αναιρεσείον,
ως επιβάλλουσα την αναστολή εκδίκασης της υπόθεσης, διάταξη αναφέρεται στη διαδικασία
ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων και μόνον, όπως ορθώς αποφάνθηκε και το πρωτοβάθμιο
δικαστήριο, με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση του, η δε κατ’ εφαρμογή του άρθρου 249 ΚΠολΔ
αναβολή της υποθέσεως υπόκειται στην αναιρετικώς ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του
δικαστηρίου της ουσίας.

3. Ο από το άρθρ. 559 ριθμ. 1 Κ.Πολ.Δ. λόγος αναίρεσης για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού
δικαίου ιδρύεται όταν κανόνας δικαίου δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις
εφαρμογής του ή εάν ο κανόνας δικαίου δεν εφαρμοσθεί ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις
εφαρμογής του ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα. Με τους
τρίτο, τέταρτο και πέμπτο λόγους αναίρεσης προβάλλεται η αιτίαση ότι το δίκασαν δικαστήριο, με
την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση του, υπέπεσε την από το άρθρο 559 αριθμ. 1 ΚΠολΔ
προβλεπόμενη πλημμέλεια, εκ του ότι: α) εσφαλμένα εφήρμοσε τις διατάξεις του άρθρου 10 του
Ν.2251/1994, επί των οποίων έκρινε ότι στηρίζεται το νόμιμο της αγωγής, ενώ, κατά την άποψη
του αναιρεσείοντος, οι διατάξεις αυτές δεν είναι εφαρμοστέες στην προκειμένη περίπτωση (τρίτος
λόγος) και β) εσφαλμένα έκρινε ότι οι διατάξεις του άρθρου 53 του Ν.4021/2011, περί επιβολής
Εκτακτου Ειδικού Τέλους Ηλεκτροδοτούμενων Δομημένων Επιφανειών (Ε.Ε.Τ.Η.Δ.Ε.) αντιβαίνουν
στο Σύνταγμα (άρθρα 2 παρ. 1, 4 παρ. 1 και 54, 17 παρ. 2, 209 παρ. 1, 21 παρ.1, 78 παρ. 1 και 4,
καθώς και άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ (τέταρτος λόγος), όπως
επίσης αντιβαίνουν και στο άρθρο 26 παρ. 1 και 3 του Συντάγματος (πέμπτος λόγος), ενώ, κατά
την άποψη του αναιρεσείοντος, η ως άνω διάταξη (άρθρ. 53 Ν. 4021/2011) είναι συμβατή με το
Σύνταγμα και με την ΕΣΔΑ.

Ο τρίτος λόγος αναίρεσης είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος, διότι, όπως ήδη αναφέρθηκε, στην
προηγηθείσα αρχική νομική σκέψη, η κρινόμενη (συλλογική) αγωγή, υπό το ως άνω περιεχόμενό
της, στηρίζεται, κατά το νόμω εφαρμοσθεί, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα,
βάσιμο αυτής, στις ως άνω διατάξεις, όπως ορθώς έκρινε και το δίκασαν δικαστήριο της ουσίας.

4. Οσον αφορά τους τέταρτο και πέμπτο λόγους αναίρεσης, τους αναφερόμενους στη
συμβατότητα ή μη με το Σύνταγμα, και με την ΕΣΔΑ της ως άνω διάταξης του άρθρου 53 του
Ν. 4021/2011, πρέπει να λεχθούν τα εξής: α) Οπως αναφέρεται στην αρχή της πρώτης
παραγράφου του ως άνω άρθρου 53 του ν. 4021/2011 και όπως αναλύεται στην αιτιολογική
έκθεση που συνοδεύει το σχέδιο διατάξεως του άρθρου 53, το οποίο είχε κατατεθεί ως
“προσθήκη-τροπολογία”, η επιβολή του τέλους αυτού υπαγορεύθηκε από την επιτακτική ανάγκη
να ληφθούν μέτρα έκτακτα και κατεπείγοντος χαρακτήρα, ώστε, πάρα την αναθεώρηση των
προβλέψεων για το δημοσιονομικό έλλειμμα συνεπεία αναθεωρήσεως του βαθμού ύφεσης της
ελληνικής οικονομίας, να καταστεί παρ’ όλα αυτά δυνατόν να επιτευχθούν οι τεθέντες
δημοσιονομικοί στόχοι μειώσεως του ελλείμματος τόσο για το 2011 όσο και για το 2012. Ως εκ
τούτου, εφ’ όσον δηλαδή το επίδικο τέλος δεν επιβάλλεται σε ανταπόδοση συγκεκριμένης
υπηρεσίας παρεχομένης από το Κράτος προς τους επιβαρυνομένους με αυτό, τα δε έσοδα από την
είσπραξη του περιέρχονται στον κρατικό προϋπολογισμό προς κάλυψη του δημοσιονομικού
ελλείμματος, ήτοι προς εξυπηρέτηση γενικότερου κρατικού σκοπού, δεν συνιστά ανταποδοτικό
τέλος, αλλά φόρο κατά την έννοια του άρθρου 78 του Συντάγματος. Αλλωστε, η επίτευξη των
δημοσιονομικών στόχων, από την οποία, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση, εξαρτάται
απολύτως η πραγματική αξία της βαρυνομένης με το επίδικο τέλος ακίνητης περιουσίας, συνιστά
μεν σκοπό δημοσίου συμφέροντος, όχι, όμως παροχή ειδικής ωφελείας προς τους βαρυνομένους με
αυτό, ώστε να αναιρείται ο χαρακτήρας του εν λόγω “τέλους” ως φορολογικής επιβαρύνσεως. β)
Στην μεν παράγραφο 1 του άρθρου 78 του Συντάγματος ορίζεται ότι «Κανένας φόρος δεν
επιβάλλεται ούτε εισπράττεται χωρίς τυπικό νόμο που καθορίζει το υποκείμενο της φορολογίας και
το εισόδημα, το είδος της περιουσίας, τις δαπάνες και τις συναλλαγές ή τις κατηγορίες τους, στις
οποίες αναφέρεται ο φόρος», στην δε παράγραφο 4 του ιδίου άρθρου ότι «Το αντικείμενο της
φορολογίας, ο φορολογικός συντελεστής, οι απαλλαγές ή εξαιρέσεις από τη φορολογία … δεν
μπορούν να αποτελέσουν, αντικείμενο νομοθετικής εξουσιοδότησης …». Σύμφωνα με τις ανωτέρω
διατάξεις, το αντικείμενο και το υποκείμενο του φόρου, ο φορολογικός συντελεστής καθώς και οι
απαλλαγές ή εξαιρέσεις από αυτόν πρέπει να θεσπίζονται με τυπικό νόμο και όχι με πράξη της
Διοικήσεως που εκδίδεται κατά νομοθετική εξουσιοδότηση. Δεν αποκλείεται, όμως, κατά την
έννοια των ανωτέρω διατάξεων, η επιβολή φόρου δια του προσδιορισμού του υποκειμένου, του
αντικειμένου και του συντελεστή του φόρου κατά παραπομπή σε διατάξεις άλλου τυπικού νόμου,
εφ’ όσον έτσι προσδιορίζονται εμμέσως μεν, πλην σαφώς, τα απαιτούμενα από την διάταξη του
άρθρου78 παρ. 1 του Συντάγματος απαιτούμενα προσδιοριστικό στοιχεία του φόρου. γ) Το άρθρο
4 του Συντάγματος ορίζει στην μεν παράγραφο 1 ότι «Οι Ελληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου»
και στην παράγραφο 5 ότι «Οι Ελληνες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα
με τις δυνάμεις τους». Από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό με το άρθρο 78 παρ. 1 του
Συντάγματος, που καθορίζει τα στοιχεία που μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο φορολογικής
επιβαρύνσεως (εισόδημα, περιουσία, δαπάνες ή συναλλαγές), συνάγεται ότι ο νομοθέτης είναι, κατ’
αρχήν, ελεύθερος να καθορίζει τις διάφορες μορφές των οικονομικών επιβαρύνσεων για την
δημιουργία δημοσίων εσόδων προς κάλυψη των δαπανών του Κράτους, που δύνανται να
επιβληθούν στους βαρυνομένους πολίτες με διαφόρους τρόπους, περιορίζεται, όμως, από ορισμένες
γενικές αρχές, με τις οποίες επιδιώκεται από τον συνταγματικό νομοθέτη η πραγμάτωση των
κανόνων της φορολογικής δικαιοσύνης και του κράτους δικαίου γενικότερα. Οι αρχές αυτές είναι
συγκεκριμένα η καθολικότητα της επιβαρύνσεως και η ισότητα αυτής έναντι των βαρυνομένων,
εξειδικευομένη με τον, κατ’ αρχήν, βάσει ορισμένης φοροδοτικής ικανότητας, καθορισμό του
φορολογικού βάρους, το οποίο, πάντως, επιβάλλεται επί συγκεκριμένης και εξ αντικειμένου
οριζόμενης φορολογητέας ύλης, που μπορεί, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 78 παρ.1 του
Συντάγματος, να είναι το εισόδημ περιουσία, οι δαπάνες ή οι συναλλαγές. δ) Από τις διατάξεις των
παρ.1 και 5 του άρθρου 4 του Συντάγματος συνάγονται, προκειμένου περί επιβολής φορολογικών
επιβαρύνσεων, οι αρχές της καθολικότητας του φόρου και της φορολογικής ισότητας, η δεύτερη
δε αυτή εξειδικεύεται με τον καθορισμό του φορολογικού βάρους, σε κάθε περίπτωση, αναλόγως
της φοροδοτικής ικανότητος εκάστου, κατά την εν λόγω, δηλαδή, συνταγματική αρχή, η επιβολή
φόρου επιτρέπεται μόνον εάν και στον βαθμό που υφίσταται φοροδοτική ικανότητα. Η
φοροδοτική ικανότητα αποτελεί ιδιότητα του υποκειμένου και συνίσταται, όπως αυτή η ίδια η
λεκτική διατύπωση του όρου φανερώνει, στην δυνατότητα του συγκεκριμένου προσώπου να
καταβάλει τον φόρο, χωρίς να θίγεται το ελάχιστο όριο αξιοπρεπούς, εν όψει του άρθρου 2 παρ.1
του Συντάγματος, διαβιώσεως του, προσδιορίζεται δε βάση κριτηρίων αντικειμενικών, αναγομένων
στο εισόδημα ή στην περιουσία και υποκειμενικών, αναγομένων κυρίως στην προσωπική,
οικογενειακή, κοινωνική κατάσταση, υγεία και ηλικία του φορολογουμένου (βλ. Πρακτικά
Επιτροπών της Βουλής επί του Συντάγματος, Συνεδρίαση της 28.1.1975, σελ. 396). Στο άρθρ. 78
παρ.1 του Συντάγματος καθορίζονται, κατά τρόπο περιοριστικό, τα στοιχεία, που μπορούν να
αποτελέσουν αντικείμενο φορολόγησης (εισόδημα, περιουσία, δαπάνες, συναλλαγές), με την έννοια
ότι από τα στοιχεία αυτά και μόνον επιτρέπεται να
συναχθεί, κατ’ αρχή, φοροδοτική ικανότητα, αλλά και ότι στην πραγματική ύπαρξη της τελευταίας
οφείλει, σε κάθε περίπτωση, να αποβλέπει ο κοινός νομοθέτης, κατά την επιβολή των κατ’ ιδίαν
φόρων, συνεκτιμώντας τις συγκεκριμένες εκάστοτε συνθήκες και χρησιμοποιώντας πρόσφορα
προς τούτο κριτήρια. Η συνταγματική αυτή υποχρέωση αποτελεί όριο, στην άσκηση της
νομοθετικής φορολογικής πολιτικής, η παράβαση του οποίου συνιστά αντικείμενο δικαστικής
κρίσεως, κατά τον έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων. Η απορρέουσα δε από τις ανωτέρω
συνταγματικές διατάξεις υποχρέωση του φορολογικού νομοθέτη να σέβεται τις αρχές της
καθολικότητας και της ισότητος του φόρου και, ειδικώτερα να τηρεί το κριτήριο της φοροδοτικής
ικανότητος δεν αναιρείται στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η φορολογική επιβάρυνση δεν
θεσπίζεται ως πάγια, μέλλουσα να ισχύσει επ’ αόριστον, αλλά μόνον για συγκεκριμένο χρονικό
διάστημα, χαρακτηριζόμενη ως «έκτακτη». Εν προκειμένω, με το άρθρο 53 του ν. 4021/201 1
επιβάλλεται φορολογική επιβάρυνση «στις ηλεκτροδοτούμενες για οικιστική ή εμπορική χρήση
δομημένες επιφάνειες των ακινήτων που υπάγονται στο κατά το άρθρο 24 του ν. 2130/1993 τέλος
ακίνητης περιουσίας (παρ. 1). Η φορολογική α