Αντισυνταγματικότητα ενσημου στις αναγνωριστικές αγωγές

Αντισυνταγματικότητα ενσημου στις αναγνωριστικές αγωγές

Αριθμός 4557/2014

ΠΟΛΥΜΕΛΟΥΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ

Δικαστές: Χριστίνα Ρωμέση, Πρόεδρος Πρωτοδικών, Βασιλική Γεωργούση, Πρωτόδικης, Ανδρέας
Μπότσαρης, Πρωτόδικης – Εισηγητής
Δικηγόροι: Γεώργιος Κατσαβριάς, Αθανάσιος Βαρλάμης, Ιωάννης Κατσουρίνης

[…]

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά τη διάταξη του άρθρου 138 παρ. 1 ΑΚ «δήλωση βούλησης που δεν έγινε στα σοβαρά παρά
μόνο φαινομενικά (εικονική) είναι άκυρη» κατά δε τη διάταξη του άρθρου 139 του αυτού Κώδικα
«η εικονικότητα δεν βλάπτει εκείνον που συναλλάχθηκε αγνοώντας την». Από τις διατάξεις αυτές
προκύπτει ότι, στην εικονικότητα μιας σύμβασης, ουσιώδες στοιχείο είναι η γνώση και συμφωνία
όλων των κατά το χρόνο της κατάρτισής της συμβαλλομένων για το ότι η σύμβαση που
συνάφθηκε είναι εικονική και δεν παράγει έννομες συνέπειες. Ειδικότερα για τη σύμβαση
πωλήσεως, από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων με αυτής του άρθρου 513 ΑΚ, με
σαφήνεια προκύπτει ότι για την αναγνώριση αυτής ως άκυρης λόγω εικονικότητας, αρκεί η
διαπίστωση της έλλειψης σοβαρής συναλλακτικής πρόθεσης των μερών προς μεταβίβαση της
κυριότητας του πράγματος. Τέτοια εικονικότητα υπάρχει, όταν και οι δύο συμβαλλόμενοι
γνωρίζουν ότι η σύμβαση της πώλησης δεν συνάπτεται πραγματικά, για να μεταβιβαστεί η
κυριότητα του ακινήτου στον αγοραστή, αλλά φαινομενικά (ΑΠ 387/1993 ΕλλΔικ 35, 1300).

Τέλος, όταν η εικονικότητα στη σύμβαση αναφέρεται στο πρόσωπο του αγοραστή, η σύμβαση
είναι άκυρη και γι’ αυτό θεωρείται σαν να μην έγινε ως προς τον φαινομενικό αγοραστή, ισχύοντας
αντίστοιχα για τον πραγματικό αγοραστή, η ακυρότητα δε αυτή είναι απόλυτη, δηλαδή μπορεί να
προταθεί από καθέναν που έχει έννομο συμφέρον, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 180 ΑΚ
και 68 και 70 ΚΠολΔ (ΑΠ 1517/2009 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 483/2005
ΕλλΔνη 20005.14531, ΑΠ 1162/2000 ΕλλΔνη 2001.1296, ΕφΑΘ 2439/2008 ΕλλΔνη 2009.214).
Συνακόλουθα, για να είναι ορισμένος και άρα να προτείνεται παραδεκτά ο ισχυρισμός περί
εικονικότητας μιας συμβάσεως πωλήσεως και μεταβιβάσεως πράγματος ή άλλου αγαθού, ως προς
το πρόσωπο του αγοραστή, πρέπει να μνημονεύεται σε αυτήν, εκτός άλλων, ότι υπήρξε σχετική
συμφωνία μεταξύ του πωλητή, του φαινομενικού αγοραστή και του πραγματικού αγοραστή (ΑΠ
2306/2009, ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, όπως προκύπτει από το άρθρο 513 του ΑΚ ουσιώδη στοιχεία της
σύμβασης πώλησης είναι το πράγμα, το τίμημα και η συμφωνία γι’ αυτά. Δεν ασκεί επιρροή για το
κύρος της σύμβασης πώλησης η μη εκπλήρωση των υποχρεώσεων, που ανέλαβε ο αγοραστής
έναντι του πωλητή ειδικά, καμία επιρροή δεν ασκεί επί του κύρους της καταρτισμένης σύμβασης
πωλήσεως το αν ο αγοραστής κατέβαλε πράγματι και με ποιο τρόπο το συμφωνημένο τίμημα,
αφού μπορεί να χαριστεί ή να εξοφληθεί με δόση αντί καταβολής ή μπορεί η σχετική αξίωση να
αποσβεσθεί με παραγραφή ή κατ’ άλλο τρόπο. Απλώς το δικαστήριο κατά την έρευνα της ύπαρξης
συναλλακτικής πρόθεσης των συμβαλλομένων, μπορεί να συναγάγει τεκμήριο ή επιχείρημα για το
ότι η σύμβαση πώλησης δεν είναι εικονική από το υποδεικνυόμενο γεγονός της καταβολής του
τιμήματος από τον αγοραστή (ΑΠ 334/2007 Νόμος, ΑΠ 269/2007 Νόμος, ΑΠ 74/2006 ΕλλΔνη 2006
σ. 1383). Επίσης, δεν ασκούν επιρροή για το κύρος της σύμβασης τα αίτια, τα οποία οδήγησαν
τους συμβαλλομένους για τη σύναψη της σύμβασης, ούτε ο τπώτερος σκοπός, στον οποίο αυτοί
απέβλεπαν με την κατάρτιση της τύμβασης (ΕφΔωδ 6/2002 ΝοΒ 2004 σ. 58). Ενδέχεται δε κάτω
από την εικονική να υποκρύπτεται άλλη δικαιοπραξία, η οποία να είναι έγκυρη, αν τα μέρη την
ήθελαν και συντρέχουν οι όροι που απαιτούνται για τη σύσταση της.

Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 68 και 70 του (ΠολΔ προκύπτει ότι και
ο τρίτος, που δεν είναι συμβαλλόμενος στη Σύμβαση, η οποία καταρτίστηκε μεταξύ άλλων, έχει
δικαίωμα να ζητήσει την αναγνώριση της ακυρότητας της, όταν γι’ αυτό έχει έννομο συμφέρον,
εκτός αν στη συγκεκριμένη περίπτωση διάταξη νόμου του αποκλείει το δικαίωμα αυτό. Το έννομο,
δε, συμφέρον του, το οποίο μπορεί να είναι υλικό ή ηθικό, εξαρτάται από τις εκάστοτε περιστάσεις
και γενικά υπάρχει, όταν από την κατάρτιση της άκυρης σύμβασης δημιουργείται αβεβαιότητα, ως
προς ορισμένη έννομη σχέση του και κίνδυνος για τα συμφέροντα του, είτε άμεσος είτε
επικείμενος, είτε εξαρτώμενος από τη συνδρομή και άλλου μέλλοντος περιστατικού, την αποτροπή
του οποίου εξασφαλίζει η αιτούμενη αναγνώριση της ακυρότητας της σύμβασης (ΕφΑΘ 2439/2008
Δ/νη 2009.214). Επιπροσθέτως, από τις διατάξεις των άρθρων 1094, 1113 και 1116 του ΑΚ
προκύπτει ότι, εάν υπάρχει συγκυριότητα, ο κάθε συγκύριος, όταν προσβάλλεται στο δικαίωμα
συγκυριότητας με κατάληψη της νομής του πράγματος από τρίτον, έχει κατ’ αυτού τη
διεκδικητική αγωγή μόνον για τη μερίδα του. Αίτημα της αγωγής του θα είναι όχι η παράδοση
όλου του πράγματος σ’ αυτόν, αλλά της συννομής του κατά την ιδανική του μερίδα (ΑΠ 557/1994
ΕΕΝ 62, 383, ΕφΑΘ 8464/2004 ΝΟΜΟΣ). Δικαιούται όμως, χωρίς να επιβάλλεται υποχρέωση προς
τούτο (άρθρο 1116 ΑΚ), εάν το πράγμα το κατέχει τρίτος, να διεκδικήσει όλο το πράγμα υπέρ των
συγκυριών, οπότε έχει υποχρέωση να απαιτήσει την απόδοση τούτου προς όλους τους
συγκυρίους. Σε μία τέτοια όμως περίπτωση οφείλει να εκθέσει στο δικόγραφο της αγωγής τα
θεμελιωτικά αυτής γεγονότα τόσο για τη δική του συγκυριότητα όσο και για τη συγκυριότητα των
λοιπών συγκυριών (ΑΠ 438/2001 ΕλλΔνη 43, 382, ΕφΛαρ 187/2004, Αρμ 2005, 24), τους οποίους
βέβαια πρέπει να κατονομάσει (ΑΠ 18/1997, ΝΟΜΟΣ). Στην περίπτωση δε που την αγωγή ασκούν
μερικοί μόνον από τους συγκυρίους, χωρίς να προβαίνουν στους ανωτέρω αναγκαίους
προσδιορισμούς, που απαιτούνται κατά νόμο για την παραγωγή του αγωγικού δικαιώματος των
συγκυριών που δεν μετέχουν στην δίκη, επάγεται μεν αοριστία ως προς την βάση της αγωγής που
ερείδεται επί της διατάξεως του άρθρου 1116 ΑΚ (με την οποία ασκούνται αξιώσεις για ολόκληρο
το πράγμα) όχι όμως και ως προς την αναγκαίως εμπεριεχόμενη βάση των άρθρων 1094 ΑΚ σε
συνδ. με 1113 ΑΚ (που προβλέπουν την κατά τις γενικές διατάξεις προστασία εκάστου ιδανικού
μεριδίου της συγκυριότητας). Τούτο δε θα έχει ως αποτέλεσμα την απόρριψη της αγωγής, λόγω
αοριστίας, κατά το μέρος του πράγματος, που υπερβαίνει την ιδανική μερίδα των εναγόντων με το
συνακόλουθο αίτημα της αποδόσεως του σε όλους τους συγκυρίους και τον περιορισμό αυτής
στην απόδοση στους ενάγοντες της νομής αυτού κατά το ιδανικό μέρος, κατά το οποίο
αποδεικνύεται η συγκυριότητα τους (ΑΠ 438/2001, ΕλλΔνη 43, 382). Τούτο δε είναι εφικτό καθώς
η κυριότητα είναι διαιρετό δικαίωμα και συνεπώς είναι επιδεκτικό κτήσης, άσκησης και απώλειας
κατ’ ιδανικά μέρη, ενώ επί διεκδικητικής αγωγής, όταν ενάγουν ή ενάγονται περισσότεροι δεν
υφίσταται δεσμός αναγκαστικής ομοδικίας υπό την έννοια του άρθρου 76 ΚΠολΔ και καθένας από
τους ομοδίκους συγκυρίους ενεργεί ανεξάρτητα των λοιπών, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου
75 ΚΠολΔ (ΕφΑΘ 4608/2001 Δ/νη 2002, 234). Εξάλλου, σύμφωνα με τα άρθρα 221 παρ. 1 α’ και
222 παρ. 1 ΚΠολΔ η κατά το άρθρο 215 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα κατάθεση της αγωγής
συνεπάγεται εκκρεμοδικία, μετά την επέλευση της οποίας και κατά τη διάρκεια της δεν μπορεί να
γίνει ενώπιον οποιουδήποτε δικαστηρίου νέα δίκη για την ίδια διαφορά, με βάση την ίδια ιστορική
και νομική αιτία, μεταξύ των ίδιων διαδίκων, εφόσον εμφανίζονται με την ίδια ιδιότητα. Περαιτέρω,
κατά την παράγραφο 2 του ως άνω άρθρου 222 ΚΠολΔ, ορίζεται ότι αν κατά τη διάρκεια της
εκκρεμοδικίας ασκηθεί άλλη αγωγή, αναστέλλεται και αυτεπαγγέλτως η εκδίκασή της, εωσότου
περατωθεί η πρώτη δίκη (ΑΠ 716/2009, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η εκκρεμοδικία παύει με την έκδοση
οριστικής απόφασης και η παύση της διαρκεί μέχρι την άσκηση ένδικου μέσου κατ’ αυτής, μετά
την άσκηση του οποίου δημιουργείται νέα εκκρεμοδικία (ΑΠ 1048/2009 ΕΠολΛ 2010/439, ΑΠ
929/2006 ΝοΒ 2007/2129, ΑΠ 201/2006 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 457/2000 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 240/1998 Δ 1998/719,
ΕφΔωδ I 168/2004 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 5646/2002 Αρμ 2003/1807, ΕφΑΘ 8813/2000 ΕπισκΕΔ
2001/409, ΕφΑΘ 2232/1998 ΑρχΝ 1999/198, ΕφΑΘ 2041/1974 ΝοΒ 1974/527). Η άσκηση της
τριτανακοπής επιφέρει εκκρεμοδικία (Κεραμεύς – Κονδύλης – Νίκας, ΕρμΚΠολΔ, τόμος I, υπό άρθρο
588, σελ. 1093). Τέλος, σύμφωνα με το αρθρ. 2 του ν. ΓΠΟΗ/1912, όπως ερμηνεύτηκε
αυθεντικώς, με το αρθρ. 7 παρ. 1 2 3 και 4 του ν.δ. 1544/1942 και τροποποιήθηκε, με το ν.δ.
180/1961, αν ο ενάγων παραλείψει την προκαταβολή του οφειλόμενου τέλους δικαστικού
ενσήμου, θεωρείται ότι δικάζεται ερήμην. Σύμφωνα με το αρθρ. 173 παρ. 1, 175 και 272 παρ.1
ΚΠολΔ (που τέθηκε σε ισχύ στη θέση του καταργημένου αρθρ. 272 με το αρθρ. 30 του ν.
3994/2011), αν η συζήτηση γίνεται με επιμέλεια του ενάγοντος και είτε εμφανιστεί αυτός και .δεν
λάβει μέρος κανονικά στη συζήτηση, είτε δεν εμφανιστεί, το δικαστήριο συζητεί την υπόθεση χωρίς
αυτόν και απορρίπτει την αγωγή. Στην ουσία η απόρριψη επέρχεται λόγω της ερημοδικίας, που
μπορεί να είναι και πλασματική και δεν τίθεται κανένα απαράδεκτο της αγωγής. Με το αρθρ. 70
του ν. 3994/2011 αντικαταστάθηκε η παρ. 3 του αρθρ. 7 του ν.δ. 1544/1942 ως εξής: «Στο
τέλος, που επιβάλλεται κατά το αρθρ. 2 του ν. ΓΠΟΗ/1912, δεν υπόκεινται οι περί εξάλειψης
υποθήκης και προσημείωσης, καθώς κι εκείνες, που αφορούν την ακύρωση πλειστηριασμού.

Σύμφωνα με την διάταξη του αρθρ. 72 του ν. 3994/2011, και την παρ. 14 αυτού, η παρ. 3 του
αρθρ. 7 του ν.δ. 1544/1942, όπως είχε τροποποιηθεί, εφαρμόζεται στις αγωγές, που ασκούνται
μετά την έναρξη ισχύος του παραπάνω νόμου. Η έναρξη, δε, ισχύος αυτού είναι η 25-07-2011
(ΦΕΚ A 165). Στη συνέχεια εκδόθηκε και τέθηκε σε ισχύ, από τις 12- 03-2012, ο ν. 4055/12 (ΦΕΚ A
51), κατά τον οποίο, η διάταξη της παρ. 14 του αρθρ. 72, του ν. 3994/11, δεν εφαρμόζεται στις
αγωγές, που ασκήθηκαν ως καταψηφιστικές, πριν την έναρξη ισχύος του, εφόσον μετατραπούν σε
1 αναγνωριστικές, μετά την έναρξη ισχύος αυτού (αρθρ. 21 παρ. 2 ν. 4055/2012).

Παράλληλα, με το αρθρ. 21 παρ. 1 του ν. 4055/2012, επήλθε και νεώτερη αλλαγή στο αρθρ. 3
του ν.δ. 1544/1942, από 02-04-2012, με αποτέλεσμα η παρ. 3 να διαμορφωθεί ως εξής: «Στο
τέλος, που επιβάλλεται κατά το αρθρ. 2 του ν. ΓΠΟΗ/1912, δεν υπόκεινται οι αναγνωριστικές, που
αφορούν τις διαφορές των αρθρ. 663, 677, 681Α και 681Β (εννοείται του ΚΠολΔ), καθώς και οι
αγωγές για την
εξάλειψη υποθήκης και προσημείωσης και εκείνες που αφορούν την ακύρωση του
πλειστηριασμού». Μετά τις παραπάνω αλλαγές, σε τέλος δικαστικού ενσήμου υπόκεινται πλέον και
οι αναγνωριστικές αγωγές, που δεν εξαιρέθηκαν (όσες δεν αφορούν εργατικές διαφορές – από
παροχή εργασίας – αυτοκινητικές – από διατροφή κι επιμέλεια τέκνων). Με ρητή διάταξη του
νόμου, οι νέες διατάξεις δεν εφαρμόζονται σε όσες αγωγές ασκήθηκαν πριν τις 25-07-2011, γιατί,
στην πραγματικότητα, το αρθρ. 21 παρ. 1 του ν. 4055/12 δεν προσθέτει κάτι διαφορετικό.

Ωστόσο, όπως σαφώς προκύπτει, από την διάταξη του αρθρ. 7 παρ. 3 του ν.δ. 1544/1942, σε
τέλος δικαστικού ενσήμου υπόκεινται αποκλειστικά και μόνο οι καταψηφιστικές αγωγές. Για τον
απλό λόγο, ότι σε κάθε καταψηφιστική αγωγή εμπεριέχεται και αναγνωριστικό αίτημα. Οι
αναγνωριστικές αγωγές τρέπονται, σύμφωνα με το νόμο, σε καταψηφιστικές, για να μπορεί ο
ενάγων, να απαιτήσει την καταβολή της απαίτησης, που αναγνωρίστηκε. Διπλή καταβολή
δικαστικού τέλους, για την ίδια διαφορά κι απαίτηση, που κατάγεται σε δίκη, ούτε προβλέπεται
ούτε μπορεί να προβλεφτεί. Σύμφωνα με τα αρθρ. 294 και 295 παρ. 1 ΚΠολΔ, προβλέπεται το
δικαίωμα του ενάγοντος, να παραιτηθεί από το δικόγραφο της αγωγής. Ο περιορισμός του
αιτήματος της θεωρείται μερική παραίτηση. Κατά τον ίδιο τρόπο, η τροπή του αιτήματος της
αγωγής, από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, έχει την έννοια μερικής παραίτησης, από το
(καταψηφιστικό) αίτημα της αγωγής. Κατά τον τρόπο αυτό η προβλεπόμενη από το νόμο
παραίτηση, που παρέχεται ως δικαίωμα στον ενάγοντα, χάνει την έννοια δικαιώματος. Η
διαφοροποίηση της αναγνωριστικής από την καταψηφιστική αγωγή κι η επιβολή δικαστικού
ενσήμου μόνο στην δεύτερη δικαιολογείται, από το ότι ο πολίτης μπορεί, με σχετικά ολιγοδάπανη
διαδικασία, να εμποδίσει την παραγραφή του δικαιώματος του, να άρει αμφισβήτηση για την
ύπαρξή του, να βεβαιωθεί για την φερεγγυότητα του οφειλέτη και ως προς τη δυνατότητα
εκτέλεσης της απόφασης ή μη και να προστατεύσει εμπράγματα δικαιώματά του, από προσβολή. Η
επέκταση καταβολής δικαστικού ενσήμου και στις αναγνωριστικές αγωγές και μάλιστα με
καταβολή διπλάσιου ποσοστού, από ότι ίσχυε μέχρι τώρα (βλ. αρθρ. 6 του ν.4093/2012 και 40 του
ν. 4111/2013), δηλώνει, ότι η καταβολή δικαστικού ενσήμου καθίσταται δικονομική προϋπόθεση
του παραδεκτού άσκησης αγωγής και υπό την αναγνωριστική της μορφή. Η τέτοιου είδους,
προκαταβολική είσπραξη τέλους, εκ μέρους του δημοσίου, ήδη σε πρώιμο στάδιο της διαδικασίας
της δίκης, παρίσταται κατά των αρχών του κράτους δικαίου, της παροχής πλήρους και
αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας και νομιμότητας, της συνταγματικής επιταγής για
δημοκρατική νομιμοποίηση και νομιμότητα της άσκησης της δικαστικής λειτουργίας, που
θεμελιώνονται στις διατάξεις των αρθρ. 20 παρ. 1, 26 παρ. 3, 94 παρ. 4, 95 παρ. 5 του
Συντάγματος, 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ, 1 του πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου αυτής 2 παρ. 3 και 14
παρ. 1 του, με το ν. 2462/1997, κυρωθέντος Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά
δικαιώματα. Το δικαίωμα του πολίτη για παροχή έννομης προστασίας από τα Δικαστήρια αποτελεί
θεμελιώδες συνταγματικό δικαίωμα (άρθρο 20 παρ. 1 Σ), το οποίο κατοχυρώνεται και από την
κυρωθείσα με το ν.δ. 53/1974 Ευρωπαϊκή Σύμβαση της Ρώμης του 1950 για τα δικαιώματα του
ανθρώπου (ΕΣΔΑ άρθρα 6 και 13) και αποτελεί θεμελιώδη αρχή του κράτους δικαίου. Ο
ουσιαστικός νόμος καθορίζει τις ειδικότερες προϋποθέσεις για την άσκηση του δικαιώματος
προσφυγής στη Δικαιοσύνη θεσπίζοντας δικονομικές προϋποθέσεις, δαπανήματα και γενικότερα
διατυπώσεις για την πρόοδο της δίκης, πλην όμως, ο κοινός νομοθέτης δεν έχει απεριόριστη
εξουσία προσδιορισμού των προϋποθέσεων αυτών. Οι ρυθμίσεις του ουσιαστικού νόμου πρέπει να
συνάπτονται προς τη λειτουργία των Δικαστηρίων και την ανάγκη αποτελεσματικής απονομής της
Δικαιοσύνης και δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να θέτουν αδικαιολόγητους δικονομικούς
φραγμούς στην παροχή εννόμου προστασίας από τα Δικαστήρια, οι οποίοι ισοδυναμούν με
κατάργηση, άμεση ή έμμεση, του σχετικού δικαιώματος, άλλως οι ρυθμίσεις αυτές είναι προδήλως
αντισυνταγματικές και αντίκεινται στο άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ. Επιπλέον, η επιβολή φορολογικού
βάρους με τη μορφή του τέλους δικαστικού ενσήμου μόνο στις καταψηφιστικές αγωγές δεν
συνιστούσε στέρηση του δικαιώματος αυτού, καθώς συναρτάτο με την εκτελεστότητα της
απόφασης και όχι με την προσφυγή στη Δικαιοσύνη, δεδομένου ότι το δικαίωμα προσφυγής στη
Δικαιοσύνη προστατευόταν επαρκώς με δυνατότητα άσκησης αναγνωριστικής αγωγής. Η
διαφορετική αντιμετώπιση της καταψηφιστικής από την αναγνωριστική αγωγή στο θέμα του
δικαστικού ενσήμου, είχε επαρκή δικαιοπολιτική εξήγηση, καθώς οι αποφάσεις επί
καταψηφιστικών αγωγών είναι το δίχως άλλο εκτελεστές, ενώ οι αποφάσεις επί των
αναγνωριστικών αγωγών δεν είναι εκτελεστές, το δε Δημόσιο δεν στερείται του αναλογούντος
δικαστικού ενσήμου που καταβάλλεται όταν η αναγνωριστική απόφαση γίνει, με τους όρους που
στο νόμο προβλέπονται, εκτελεστή. Η επέκταση του δικαστικού ενσήμου, όμως, και στις
αναγνωριστικές αγωγές σημαίνει ότι πλέον καθίσταται δικονομική προϋπόθεση του παραδεκτού
της παράστασης του διαδίκου, γεγονός προδήλως αντισυνταγματικό, καθώς, καθιστώντας
δυσβάσταχτη οικονομικά την προσφυγή στη Δικαιοσύνη, περιορίζει και σε πολλές περιπτώσεις
στερεί το συνταγματικό δικαίωμα παροχής δικαστικής προστασίας. Στα πλαίσια αυτά, ο Αρειος
Πάγος με τη με αριθ. 675/2010 απόφασή του, έκρινε ότι η υποχρέωση καταβολής αναλογικού
τέλους δικαστικού ενσήμου στις καταψηφιστικές αγωγές δεν αναιρεί το ατομικό δικαίωμα παροχής
έννομης προστασίας του διαδίκου «λαμβανομένου υπόψη ότι το εν λόγω δικαίωμα ικανοποιητικά
προστατεύεται με την άσκηση αναγνωριστικού χαρακτήρα αγωγής». Είναι προφανές ότι η νομική
παραδοχή του Αρείου Πάγου περί τη συνταγματικότητας του δικαστικού ενσήμου προϋπέθετε την
απωλεσθείσα πλέον δυνατότητα του πολίτη να προσφύγει στα Δικαστήρια με αναγνωριστική
αγωγή, η άσκηση της οποίας χωρίς υποχρέωση καταβολής δικαστικού ενσήμου προστατεύει
ικανοποιητικά το συνταγματικό δικαίωμα παροχής εννόμου προστασίας. Με την αιτιολογική
έκθεση επί του σχεδίου νόμου για το άρθρο 70 φέρεται ως σκοπός της νέας διάταξης η αύξηση
των δημοσίων εσόδων, πρόβλεψη που αποτυπώνεται και στη σχετική Έκθεση του Γενικού
Λογιστηρίου του Κράτους επί του σχεδίου νόμου.

Πλην όμως, σύμφωνα και με τον έντονο νομικό προβληματισμό που διατύπωσε η Επιστημονική
Επιτροπή της Βουλής με την έκθεσή της επί του συγκεκριμένου νομοσχεδίου και κατά την πάγια
νομολογία του ΣτΕ, η επίκληση αμιγώς ταμειακών αναγκών του Δημοσίου χωρίς σύνδεση με τη
λειτουργία των Δικαστηρίων και την ανάγκη αποτελεσματικής απονομής της Δικαιοσύνης, δεν είναι
συνταγματικώς ανεκτή για τη θέσπιση προϋποθέσεων για την παροχή δικαστικής προστασίας.

Αντίστοιχη είναι και η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου
(ΕΔΔΑ), κατά την οποία μόνο το δημοσιονομικό συμφέρον του Δημοσίου δεν μπορεί να
αφομοιωθεί συλλήβδην σε ένα γενικότερο δημόσιο συμφέρον, το οποίο θα δικαιολογούσε σε κάθε
συγκεκριμένη περίπτωση την παραβίαση των δικαιωμάτων του πολίτη. Αλλωστε, η υποχρεωτική
επιβολή δικαστικού ενσήμου σε όλες τις αγωγές που έχουν περιουσιακό αντικείμενο ή είναι
χρηματικά αποτιμητές δεν συνδέεται με τη λειτουργία των Δικαστηρίων και την ανάγκη
αποτελεσματικής απονομής της Δικαιοσύνης, ούτε μπορεί να δικαιολογηθεί επαρκώς από τις
ταμειακές ανάγκες του δημοσίου από την «κινητοποίηση ενός πολυδάπανου δημόσιου
μηχανισμού», όπως αναφέρεται στη σχετική αιτιολογική έκθεση. Πρώτον, διότι το λειτουργικό
κόστος της Δικαιοσύνης όχι μόνο δεν έχει αυξηθεί, αλλά αντίθετα έχει περιοριστεί κατά πολύ.
Δεύτερον, διότι η Δικαιοσύνη δεν αποτελεί «μηχανισμό», όπως εσφαλμένα αναφέρεται στην ως
άνω αιτιολογική έκθεση, αλλά αποτελεί δημόσια λειτουργία, συνταγματικά κατοχυρωμένη και
χρηματοδοτούμενη από το δημόσιο προϋπολογισμό και δεν λειτουργεί με βάση την αρχή της
ανταποδοτικότητας. Τρίτον, διότι θα έπρεπε με την ίδια λογική το σχετικό τέλος να επεκταθεί σε
όλες τις αγωγές και όχι μόνο στις χρηματικά αποτιμητές, καθώς οι λοιπές αγωγές κινητοποιούν τον
ίδιο πολυδάπανο «μηχανισμό» κατά την έκφραση της αιτιολογικής έκθεσης. Φαίνεται, αντίθετα, ότι
η ρύθμιση αποκτά αποτρεπτικό, καταρχήν, και, στη συνέχεια, κυρωτικό χαρακτήρα, ειδικά για τις
χρηματικά αποτιμητές αγωγές, καθώς, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση, με την
επέκταση του δικαστικού ενσήμου και στις αναγνωριστικές αγωγές επιδιώκεται «να αποτραπεί η
συζήτηση προπετών και αβασίμων αγωγών». Ο πολίτης, για λόγους καθαρά εισπρακτικούς,
στερείται του δικαιώματος να προσφύγει στη Δικαιοσύνη χωρίς να καταβάλει δικαστικό ένσημο για
να εμποδίσει την παραγραφή του δικαιώματος του, να άρει υφιστάμενη αβεβαιότητα περί της
ύπαρξης του δικαιώματος ή της έκτασής του, να εκδώσει αναγνωριστική απόφαση, όταν υπάρχει
αμφιβολία για τη φερεγγυότητα του οφειλέτη και για τη δυνατότητα εκτέλεσης της απόφασης, να
προστατεύσει το εμπράγματο δικαίωμά του, χωρίς βεβαίως όλα αυτά να μπορούν να θεωρηθούν
προπετείς και αβάσιμες αγωγές. Αλλωστε, κατά το Σύνταγμα, μόνο τα αρμόδια Δικαστήρια και
ουδείς άλλος, και βεβαίως όχι προκαταβολικά, μπορεί να κρίνει αν οι αγωγές είναι πράγματι
προπετείς και αβάσιμες, προβλέπονται δε στον ΚΠολΔ επαρκείς ποινές (άρθρο 205) και κυρώσεις
(άρθρα 178-179, περί δικαστικής δαπάνης) για τις περιπτώσεις τέτοιων αγωγών, ώστε να μην
χρειάζονται άλλες και σε καμία περίπτωση το δικαστικό ένσημο δεν μπορεί να αποτελέσει τέτοιου
είδους κύρωση.

Επιπλέον, ακόμη και αν ήθελε υποτεθεί ότι λαμβάνεται υπόψη το δικαστικό ένσημο στον
υπολογισμό της επιδικαζόμενης δικαστικής δαπάνης, το γεγονός αυτό αφορά στο χρόνο μετά την
παροχή δικαστικής προστασίας και δεν εξισορροπεί τα εμπόδια που τίθενται στον πολίτη κατά το
χρόνο προσφυγής του στη Δικαιοσύνη. Συνεπώς, η υποχρεωτική προσκομιδή δικαστικού ενσήμου
στις αναγνωριστικές αγωγές και μάλιστα τέτοιου ύψους, ως προϋπόθεση προσφυγής στη
Δικαιοσύνη, αποτελεί συνταγματικά ανεπίτρεπτο περιορισμό που παρεμποδίζει την ανοιχτή
πρόσβαση κάθε πολίτη στη Δικαιοσύνη και ισοδυναμεί με έμμεση κατάργηση του
προστατευόμενου και από την ΕΣΔΑ δικαιώματος παροχής εννόμου προστασίας, καθώς
προσβάλλει την ίδια την υπόσταση του δικαιώματος (Ολ. ΣΤΕ 601/2012 ΝΟΒ 2012.376, Ολ. ΣΤΕ
3087/2011, Ολ Ελ. Συν 2006/2008 A Δημοσίευση}Νόμος, Ολ. ΣΤΕ 647/2004 ΔΕΕ 2004.821, ΑΕΔ
33/1995 Δνη 1995.571, ΕΔΔΑ της 28-10-1998, Ait Mououb κατά Γαλλίας, της 15- 2-2000 Garcia
Manipardo κατά Ισπανίας, της 19-5-2001 Kreuz κατά Πολωνίας, Απόφαση ΕΔΔΑ της 24-5-2006 επί
της υπόθεσης Λιακόπουλου κατά Ελλάδος στην προσφυγή υπ αριθμ. 20627/2004, σχόλιο Κ.Μπέη
κάτωθι της ΑΠ 9/2002 σε Δίκη 2002.686, Εφετείο Πειραιά 55/2009, Δίκη 2009.246 με σχόλιο
Κ.Μπέη, ΜονΠρΧαν 3/2013, ΝοΒ 2013/415, Αρμ 2013/480, ΕΠολΔ 2013/251).

[…]