02 Jul Το τεμαχισμένο πτώμα
Ο Παναγιώτης Φραντζής, προερχόμενος από εύπορη οικογένεια, με μητέρα δασκάλα πιάνου και πατέρα εμπορικό αντιπρόσωπο, το 1986 είναι φοιτητής της ΑΣΟΕΕ. Παράλληλα εργάζεται σε ένα γραφείο και συνηθίζει σχολώντας να πηγαίνει σε μια καφετέρια κοντά στη δουλειά. Εκεί συναντά τη Ζωή Γαρμάνη, μαθήτρια λυκείου.
Έρωτας με την…πρώτη ματιά. Σύντομα γίνονται ζευγάρι και ξεκινά μια σχέση πραγματικά θυελλώδης: χωρίζουν και ξανασμίγουν πολλές φορές, οι αντιπαραθέσεις τους είναι τέτοιας έντασης και συχνότητας που σε καμιά περίπτωση δεν μπορούν να χαρακτηριστούν «ερωτικά καυγαδάκια». Οι χαρακτήρες τους μοιάζουν αταίριαστοι και το μίγμα που δημιουργούν είναι εκρηκτικό. Παρόλα αυτά, παντρεύονται το Νοέμβρη του 1986, μα ούτε κι ο έγγαμος βίος συμβάλλει στην εξομάλυνση των διαφορών τους. Το αντίθετο μάλιστα.
Εκείνη είναι όμορφη και της αρέσει να βγαίνει και να διασκεδάζει, ενίοτε και να φλερτάρει, ενώ εκείνος είναι πιο κλειστός τύπος, που θέλει, όμως, να την εξουσιάζει κι οι τσακωμοί τους αρχίζουν να γίνονται εντονότεροι και να ξεπερνούν τα όρια. Μάρτυρες τον είδαν να την κακομεταχειρίζεται στην πλατεία του Αγίου Νικολάου και γνωστοί τους κατέθεσαν ότι ο Φραντζής νοσηλεύτηκε στο ΚΑΤ μετά από «συζυγική συμπλοκή», όπου χτύπησε το πόδι του και κυκλοφορούσε για ένα διάστημα με πατερίτσες.
Το βράδυ της 24ης Ιουνίου 1987 επιστρέφουν μετά από διασκέδαση προς στο σπίτι τους, στην οδό Νεμέσεως 21, στα Κάτω Πατήσια. Η Ζωή θέλει να συνεχίσουν την έξοδό τους, ο Παναγιώτης διαφωνεί και μόλις περνάνε την πόρτα, ξεσπάει ο τελευταίος – και μεγαλύτερος – καυγάς. Η σύζυγός του με αφορμή τη διαφωνία τους, ξέσπασε σε βρισιές, του επιτέθηκε και προσπάθησε να τον χτυπήσει, εκείνος βγήκε εκτός εαυτού όταν άκουσε τη Ζωή να τον αποκαλεί «ανίκανο», της όρμησε, την απώθησε βίαια και σύμφωνα με τον ίδιο: «Κάποια στιγμή την έσπρωξα καθώς παλεύαμε και έπεσε με το πίσω μέρος του κεφαλιού της στην κάτω γωνιά του κρεβατιού. Έμεινε ακίνητη.
Όταν άρχισα να συνέρχομαι από την έξαλλη κατάσταση που βρισκόμουν, τα έχασα, δεν ήξερα τι να κάνω. Για μισή ώρα την έβλεπα και την ξανάβλεπα έχοντας τα λογικά μου τελείως χαμένα. Κανένας δεν θα πίστευε ότι πέθανε επάνω στον καβγά». Σύμφωνα με την άλλη –κι επικρατέστερη- εκδοχή που κατέθεσε ο αρμόδιος ιατροδικαστής η Ζωή είχε στραγγαλιστεί!
Στα αμέσως επόμενα λεπτά της εσωτερικής συναισθηματικής σύγκρουσης το ένστικτο της αυτοσυντήρησης τελικά επικράτησε των τύψεων που τον κατέκλυζαν κι έτσι, αντί να παραδοθεί, αποφάσισε να συγκαλύψει το έγκλημα. Αν και βρισκόταν σε κατάσταση πανικού, η ευφυΐα του συνέβαλε στην κατάστρωση ενός πλάνου εξαφάνισης των ιχνών της πράξης του, το οποίο εκ των προτέρων έμοιαζε να διαθέτει αρκετές πιθανότητες να αποβεί θετικό για το σκοπό του. Με τα όσα ακολούθησαν ο Φραντζής έμελλε να γράψει το όνομά του σε περίοπτη θέση στα ελληνικά αστυνομικά χρονικά. Μετέφερε το πτώμα της γυναίκας του στη μπανιέρα και με σύνεργα ένα κρητικό μαχαιράκι – σουβενίρ και ένα σφυρί το τεμάχιζε από τις 03.30 μέχρι τις 07.00 σε 16 κομμάτια… Πολλές φορές κατά τη διάρκεια της αιματηρής διαδικασίας σταμάτησε κι έκανε εμετό, ενώ έκλαιγε συνέχεια.
Το κεφάλι το έκοψε από το λαιμό, για να εξαφανιστούν τα ίχνη του στραγγαλισμού σύμφωνα με τον ιατροδικαστή, το χαράκωσε σε πολλά σημεία και αφαίρεσε τα μάτια, ώστε η γυναίκα που λάτρεψε παθολογικά να καταστεί μη αναγνωρίσιμη και σχεδόν άμορφη μάζα κρέατος. Τοποθέτησε τα κομμάτια σε πλαστικές σακούλες, τα φόρτωσε στο αυτοκίνητό του και τα πέταξε σε διάφορους γειτονικούς κάδους απορριμμάτων. Το σχέδιο, όσο περνούσε η ώρα, του φαινόταν πραγματοποιήσιμο. Τα απορριματοφόρα του Δήμου θα πολτοποιούσαν άμεσα τα μέλη και θα τα μετέφεραν σύντομα στη χωματερή.
Κατόπιν ο ίδιος θα δήλωνε στην αστυνομία την εξαφάνιση της συζύγου του και πιθανότατα άλλη μια μυστηριώδης ανεξιχνίαστη υπόθεση θα είχε προστεθεί στο αρχείο της Αστυνομίας, όπως συνέβη και σε τόσες άλλες περιπτώσεις. Από την άλλη, ακόμα κι αν με κάποιο τρόπο ανακαλύπτονταν τα ανθρώπινα μέλη πριν την περισυλλογή από τα απορριματοφόρα, η πιθανότητα αναγνώρισης του πτώματος ήταν εξαιρετικά μικρή. Ας μην ξεχνάμε ότι βρισκόμαστε στο έτος 1987, όπου πολύ λίγοι άνθρωποι καταλάβαιναν τι σημαίνει D.N.A.!
Το πρωινό της 25ης Ιουνίου ο συλλέκτης Κώστας Βουζίκης ψάχνοντας στους κάδους της ίδιας περιοχής για γραμματόσημα σε φακέλους αλληλογραφίας ανακάλυψε τη μια από τις σακούλες, ειδοποίησε έντρομος την αστυνομία και σύντομα είχε, πλέον, συμπληρωθεί ολόκληρο το φρικιαστικό παζλ του κορμιού της Ζωής, το όνομα της οποίας παρέμενε ακόμα άγνωστο στις αρχές.
Πράγματι το κεφάλι της, που βρέθηκε στον κάδο που βρισκόταν στη γωνία των οδών Πιπίνου και Αχαρνών, ήταν τόσο κακοποιημένο, που τα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά δεν ξεχώριζαν ούτε κατ’ ελάχιστο. Το ελάχιστο, όμως, εκείνο στοιχείο που θα οδηγούσε την αστυνομία στη διαλεύκανση του εγκλήματος και στον Παναγιώτη Φραντζή εν τέλει βρέθηκε κι δεν ήταν άλλο, παρά ένα κομματάκι χαρτί.
Μια ματωμένη απόδειξη αγοράς από το κρεοπωλείο του Αναστασίου Δριμούση. Αν δεν είχε βρεθεί αυτό το στοιχείο σε μια από τις πλαστικές σακούλες, ίσως η στήλη να αναφερόταν σε κάποια άλλη υπόθεση και το όνομα “Φραντζής” να μην είχε καμιά εγκληματολογική προέκταση σήμερα. Η ημερομηνία και η ώρα της αγοράς αναγράφονταν καθαρά και ο κρεοπώλης θυμήθηκε έναν έναν τους πελάτες που πέρασαν από το κατάστημά του τη συγκεκριμένη ημέρα, αφού είχε παρέλθει διάστημα μόνο μιας εβδομάδας. Μεταξύ αυτών κι ο δράστης, ο οποίος πρόλαβε και παραδόθηκε στις αρχές το ίδιο απόγευμα.
Οι εφημερίδες τα επόμενα πρωινά βρίθουν από αιμοσταγείς πρωτοσέλιδους τίτλους: «Θάνατος στο φονιά» (Απογευματινή, 27/6/1987), «Θάνατος στο κτήνος» (Ακρόπολις, 28/6/1987). Η κοινή γνώμη είναι συγκλονισμένη και όλη η χώρα συζητάει για το έγκλημα για πολλές ημέρες. Η φωτογραφία που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “Έθνος” και δείχνει τα μέλη της Ζωής (ας μου επιτραπεί η έκφραση)συναρμολογημένα από τον ιατροδικαστή, που προσπαθεί να αναπαραστήσει το σώμα της προκαλεί ανατριχίλα και ξεσηκώνει θύελλα διαφωνιών σχετικά με τα όρια του δικαιώματος πληροφόρησης.
Στο δικαστήριο ο κατηγορουμένος αρνείται πεισματικά την εκδοχή του ιατροδικαστή περί στραγγαλισμού κι επιμένει ότι η Ζωή χτύπησε στο κεφάλι πέφτοντας από το σπρώξιμό του και πέθανε ακαριαία από εγκεφαλική κάκωση. Δικαιολογείται για τα όσα ακολούθησαν λέγοντας ότι μόλις κατάλαβε τι είχε γίνει κυριεύθηκε από πανικό και δεν ήξερε τί έκανε: «Δεν την σκότωσα εγώ. Xτύπησε πάνω στον καβγά. Ότι έγινε μετά, το έκανα για να εξαφανίσω το πτώμα, γιατί πανικοβλήθηκα και φοβήθηκα»!
Ο ιατροδικαστής είναι κάθετος και η έκθεσή του αναφέρει ρητά και με σαφήνεια ότι στους πνεύμονες του θύματος διαπιστώθηκαν ασφυκτικά φαινόμενα. Ο Εισαγγελέας στην αγόρευσή του εξαντλεί κάθε σκληρότητα και υποστηρίζει ότι κανένα ζώο του ζωικού βασιλείου δεν θα έκανε τέτοιο έγκλημα! Σύμφωνα με τον ψυχίατρο Μανώλη Μυλωνάκη, τα εγκλήματα πάθους εκτελούνται από άτομα με συνείδηση “πυρπολημένη” και συμπεριφορά “χειραγωγημένη” από επιθετικό μονοϊδεασμό.
Δεν συμπεριλαμβάνονται στους αυτουργούς εγκλημάτων πάθους οι επαγγελματίες φονιάδες και οι κάθε λογής ψυχανώμαλοι. Δεν θα πρέπει να συμπεριλαμβάνονται ακόμη οι παρανοϊκοί που ενήργησαν σύμφωνα με τις ανάγκες του παραληρήματος της αρρώστιας τους. Επομένως τα εγκλήματα πάθους πραγματοποιούνται από άτομα που ως και το προηγούμενο δευτερόλεπτο ήταν ανώτερα πάσης υποψίας. Οι πιθανότητες εμπλοκής σε έγκλημα πάθους μικραίνουν όσο ανεβαίνουμε τη μορφωτική και την πολιτιστική κλίμακα, αλλά κανένα επίπεδο, ακόμη και το υψηλότερο, δεν μπορεί να αποκλείσει την πιθανότητα διάπραξης ενός τέτοιου εγκλήματος.
Ο Φραντζής την 1η Οκτωβρίου 1988 καταδικάζεται για ανθρωποκτονία από πρόθεση ιδιαζόντως απεχθή από δράστη ιδιαίτερα επικίνδυνο, καθώς και για περιύβριση νεκρού σε ποινή ισόβιας κάθειρξης και φυλάκισης 2 ετών (μειοψήφησαν δύο δικαστές, οι οποίοι συντάχθηκαν με την άποψη του Εισαγγελέα, που ζήτησε την ποινή του θανάτου) και οδηγείται στη Δικαστική Φυλακή Κορυδαλλού. Άσκησε έφεση, η οποία εκδικάστηκε το 1991 και απορρίφθηκε ως ανυποστήρικτη, αφού ο Φραντζής δεν παρουσιάστηκε στο δικαστήριο, καθώς νοσηλευόταν στο νοσοκομείο της φυλακής με γαστρορραγία.
Οι δικηγόροι του ζητούν αναβολή, όμως η ιατροδικαστική έκθεση που προσκομίζεται στο δικαστήριο αναφέρει ότι ο Φραντζής αρνήθηκε να εξεταστεί στο νοσοκομείο κι έτσι η έφεση απορρίπτεται ως ανυποστήρικτη. Εκτίει την πολυετή ποινή του σε διάφορα σωφρονιστικά καταστήματα, προϊόντος του χρόνου μεταφέρεται από τον Κορυδαλλό στην Κέρκυρα, στην Αλικαρνασσό και καταλήγει ξανά στον Κορυδαλλό, όπου εργάζεται στο φούρνο και το φαρμακείο της φυλακής και δεν δημιουργεί προβλήματα, ούτε υποπίπτει σε πειθαρχικά παραπτώματα. Οι τύψεις για ό,τι διαδραματίστηκε εκείνη τη νύχτα στην οδό Νεμέσεως (σκεφτείτε πόσο ειρωνικά ακούγεται με την αρχαιοελληνική της έννοια η ονομασία της οδού…) τον κατατρέχουν καθημερινά. «Αυτό που δεν σκέφτηκε κανείς ως τώρα είναι ο δικός μου πόνος. Δολοφονήθηκε η γυναίκα μου και δεν είχα κανέναν να κυνηγήσω.
Ποιον να κυνηγήσω; Εγώ τη σκότωσα», λέει δημοσίως ο ίδιος περίπου τρία χρόνια αργότερα. Μετά το 1997 εκμεταλλευόμενος τη νομοθετική ρύθμιση περί εκπαιδευτικών αδειών των κρατουμένων, συνεχίζει τις σπουδές του και παρακολουθεί μαθήματα στην ΑΣΟΕΕ για να ολοκληρώσει τις σπουδές του στα οικονομικά και να πάρει πτυχίο. Η συναναστροφή του αφήνει μάλιστα θετικές εντυπώσεις σε αρκετούς συμφοιτητές του, οι περισσότεροι από τους οποίους, κατά πάσα πιθανότητα, δεν ήξεραν την ιστορία του. Το Σεπτέμβριο του 2003 αιτείται την υφ’ όρον απόλυσή του, όμως το αρμόδιο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών έχει διαφορετική γνώμη και εκδίδει απορριπτική απόφαση.
Το ίδιο συμβαίνει άλλες δύο φορές το 2004 και το 2005. Όμως, η επανένταξή του στην κοινωνία έχει ήδη αρχίσει…
Το βιβλίο του Πάνου Σόμπολου κάνει μια εξαιρετική παρουσίαση της ιστορίας αυτής.