ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

* Ο καθηγητής κ. Παραράς μας έκανε την τιμή να δώσει το παρόν για αναδημοσίευση. Τα ΝΟΜΙΚΑ ΝΕΑ τον ευχαριστούν και θεωρούν την δημοσίευση τέτοιας σημασίας κειμένων Πρώτη Είδηση που πρέπει να γίνει συνείδηση στους νομικούς κάθε ηλικίας.

Στο αρχικό κείμενο προστέθηκαν περαιτέρω αναλύσεις καθώς και οι αναγκαίες παραπο- μπές. Ωρισμένα σημεία του κειμένου ανελύθησαν και σε Ημερίδα που διοργάνωσε η “Ένωση Ελλήνων Συνταγματολόγων” στο Μέγαρο Μουσικής, “Megaron Plus”, στις 29 Νοεμβρίου 2012.

Διάγραμμα
Ι. Το θεσμικό πλαίσιο
ΙΙ. Η επιβολή του ευρωπαϊκού δικαίου στον εθνικό δικαστή. α) Γενικά. Ο αναγκαίος “Διάλογος των δικαστών”.
β) Η αρχή της επικουρικότητας.
ΙΙΙ. Η σταδιακή πρόσκτηση κανονιστικού χαρακτήρα στη νομολογία του Δικαστηρίου. α) Γενικά.
β) Η κανονιστική αυθεντία της νομολογίας του Δικαστηρίου (autorité normative).
αα) Το δεδικασμένο των αποφάσεων. ββ) Η αυθεντία της δικαστικής ερμηνείας. γγ) Η αρχή της διπλής ενέργειας.
IV. Η συμπεριφορά των εθνικών δικαστηρίων. α) Γενικά.
β) Η απαξίωση της ΕΣΔΑ στην Ελλάδα.
αα) Από την άρνηση στην σταδιακή αποδοχή της ΕΣΔΑ. ββ) Η αιρετική απόφαση ΣΕ 2067/2011.
γγ) Ο αντίλογος κατά της ΣΕ 2067/2011.
1) Ερμηνεία του Συντάγματος “φιλική” προς τις διεθνείς συμβάσεις περί προστασίας δικαιωμάτων του ανθρώπου.
2) Εφαρμογή της αρχής του πλέον φιλελεύθερου δικαίου (άρθρ. 53 ΕΣΔΑ).
3) Η “ρήτρα της αμοιβαιότητας” δεν ισχύει σε διεθνείς συμβάσεις περί προ- στασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου.
4) Το άρθρο 28 § 1 Σ δεν ισχύει σε διεθνείς συμβάσεις που προστατεύουν δι καιώματα του ανθρώπου.
V. Συμπέρασμα.
____________________________________________________________________
Ι. Το θεσμικό πλαίσιο.

1. ΜΕ ΝΩΠΕΣ ΤΙΣ ΜΝΗΜΕΣ από τον β΄ παγκόσμιο πόλεμο και την εξόντωση εκατομμυρίων ατόμων, τα μεν κράτη μέλη του νεοσυσταθέντος ΟΗΕ υιοθέτησαν την Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Παρίσι, 10 Δεκεμβρίου 1948), τα δε κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης, που υπέ-στησαν και τις περισσότερες καταστροφές, υπέγραψαν το 1950 και κύρωσαν την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), μετατρέποντάς την σε εσωτερικό δίκαιο είτε με την μορφή τυπικού απλώς νόμου (Γερμανία, Ι- ταλία)1 ή νόμου υπερνομοθετικής ισχύος (Γαλλία, άρθρ. 55 Συντ. 1958, Βέλγιο, Ελβετία, Ελλάς, άρθρ. 28 § 1 Σ, βλ., όμως, κατωτέρω, αριθμ. 49 επ., 54 επ.) είτε και με την μορφή συνταγματικού κειμένου (Αυστρία)2.
2. Υπήρξε, λοιπόν, διεθνής δέσμευση για τα κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης να σέβονται την ΕΣΔΑ και δη τις ουσιαστικές διατάξεις της, αλλά συγχρόνως, το θεωρώ αυτονόητο, να σέβονται και τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), το οποίο έχει την αρμοδιότητα να ερμηνεύει τις διατάξεις αυτές, συντίθεται δε από δικαστές που έχουν αυξημένα επιστημονικά προσόντα ως προς την επίλυση θεμάτων που
αφορούν δικαιώματα του ανθρώπου, σε σχέση με εθνικούς δικαστές, και ιδιαίτερη ευαισθησία και γνώσεις για την παραφυλακή στην Ευρώπη των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των ατομικών ελευθεριών.
3. Παράλληλα όμως με την ισχύ της ΕΣΔΑ, νέα μεταπολεμικά ευρωπαϊκά Συντάγματα κατοχυρώνουν και ολοκληρώνουν βαθμηδόν τον κλασικό κατάλογο των ΔτΑ, το καθένα δε που τίθεται σε ισχύ λαμβάνει υπόψιν τις συναφείς διατά- ξεις των προγενεστέρων ευρωπαϊκών Συνταγμάτων (Γερμανία, Ιταλία, Ελλάς, Ισπανία, Πορτογαλία κλπ.). Έτσι, τα νέα αυτά συνταγματικά κείμενα στην Ευρώπη λειτούργησαν ως συγκοινωνούντα νομικά δοχεία που μεταγγίζουν μεταξύ τους εγγυήσεις μείζονος προστασίας των ΔτΑ, συγκλίνοντας έτσι σε μεγάλο βαθμό3.
4. Συγχρόνως, η νομολογία του ΕΔΔΑ, ως είδος ερμηνευτικού κανόνος, καθοδηγεί και οριοθετεί επιμέρους εθνικές συμπεριφορές, ώστε τα όποια κρατι- κά όργανα να κινούνται μέσα στο πλαίσιο των ουσιαστικών διατάξεων της ΕΣΔΑ, όπως αυτές έχουν ερμηνευθεί από το Δικαστήριο του Στρασβούργου και τις οποίες διατάξεις τα κράτη μέλη δεσμεύτηκαν να σέβονται με την υιοθέτησή τους και την μετατροπή τους σε εσωτερικό δίκαιο. Όπως δε γίνεται δεκτό, οι αποφά- σεις του ΕΔΔΑ, οι οποίες τείνουν προς την διαμόρφωση μιας ευρωπαϊκής δη μόσι α ς τάξης στον τομέα προστασίας των ΔτΑ, διαθέτουν την λεγόμενη “κανονιστική αυθεντία” (autorité normative) και επιβάλλονται έναντι καταδικασθέντων και μη κρατών μελών, τα οποία και υποχρεούνται να τροποποιήσουν την νομοθεσία τους, ώστε αυτή να τελεί σε αρμονία με την ΕΣΔΑ4. Και κατ’ αυτό
τον τρόπο επιτυγχάνεται περίπου ισορροπία των ευρωπαϊκών εννόμων τάξεων, τουλάχιστον ως προς τους κανόνες περί δικαιωμάτων του ανθρώπου5.
5. Ισχύουν, λοιπόν, στην Ευρώπη κανόνες περί ΔτΑ που διαρκώς συγκλίνουν και ομογενοποιούνται, αφού κάθε εθνική έννομη τάξη επηρεάζεται από τις λοιπές, αλλά και από την νομολογία του ΕΔΔΑ, η οποία σταδιακά χρωματίζει ή δίνει το κατάλληλο εύρος στο κανονιστικό περιεχόμενο των συναφών διατάξεων περί δικαιωμάτων του ανθρώπου στα επιμέρους εθνικά Συντάγματα6. Με άλλες λέξεις, υπάρχει στην Ευρώπη πολλαπλότης αφενός των κανόνων περί ΔτΑ και αφετέρου των δικαιοδοτικών συστημάτων περί προστασίας αυτών7, αν μάλιστα ληφθεί υπ’ όψιν και το “Σύμφωνο του ΟΗΕ” (1966) για την προστασία των ατο μικών και πολιτικών δικαιωμάτων, αλλά και ο “Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης” που ισχύει ως πρωτογενές κοινοτικό δίκαιο από την 1η Δεκεμβρίου 2009 (= bloc de conventionnalité européenne).
6. Διαπιστώνεται δηλαδή, στον ευρωπαϊκό χώρο, ένα “νομικό benchmar- king”8 εκ μέρους των κρατών που αναφέρεται ειδικά στα ΔτΑ και μας οδηγεί στην δυναμένη να αποκληθεί “αρχή της ενότητας του ευρωπαϊκού δικαίου των ΔτΑ”. Η τάση δε αυτή εντάσσεται, ενόψει και της διευρυνόμενης στον ευρωπαϊκό χώρο εφαρμογής της EΣΔΑ αλλά και του Ενωσιακού Δικαίου, όπου τώρα έχει προστεθεί και ο Χάρτης, στην γενικώτερη διαπίστωση της σύγκλισης ή και ταύτισης ολοένα περισσότερων κανόνων δημοσίου δικαίου μεταξύ των επιμέρους εθνικών ευρωπαϊκών εννόμων τάξεων, αναδυθέντος, έτσι, του αποκληθέντος Ευρωπαϊκού Δημοσίου Δικαίου “Ius Publicum Europaeum”, όπως ακριβώς είναι και ο τίτλος του μέχρι τώρα (2007-2012) τετράτομου κλασικού γερμανικού έργου που εκδίδεται με την επιμέλεια κυρίως των καθηγητών Armin von Bogdandy, Peter Μ. Huber και Sabino Cassese9.

ΙΙ. Η επιβολή του ευρωπαϊκού δικαίου στον εθνικό δικαστή.

α) Γενικά. Ο αναγκαίος “Διάλογος των δικαστών”.

7. Εντεύθεν, για την επίλυση της όποιας διαφοράς στο εσωτερικό δίκαιο κράτους μέλους που αφορά παραβίαση ατομικού δικαιώματος, μοιραίως, αλλά υποχρεωτικώς, πρέπει να γίνεται κάθε φορά αναγωγή στο δίκαιο της ΕΣΔΑ ή και στο δίκαιο του Χάρτη, εφόσον ανακύπτει θέμα εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου. Εξ αυτού του λόγου, οι επιμέρους κανόνες περί ΔτΑ παύουν να έχουν στην Ευ- ρώπη αμιγώς εθνικό χαρακτήρα και καθίστανται ευρωπαϊκοί, γι’ αυτό και γίνεται ήδη λόγος περί του «Ευρωπαϊκού Δικαίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου»10. Ο δε εθνικός δικαστής, εφόσον καλείται να επιλύσει ζήτημα που άπτεται των ΔτΑ, πρέπει να συμπεριφέρεται ως ευρωπαίος δικαστής, δηλαδή πρέπει να είναι πολύ καλός γνώστης και χειριστής των ζητημάτων αυτών11.
8. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι ο εθνικός δικαστής πρέπει να παρακολουθεί πώς ο ευρωπαίος δικαστής χειρίζεται ζητήματα σχετικά με ΔτΑ για τα οποία όμως δίνουν λύσεις οι ουσιαστικές διατάξεις της ΕΣΔΑ. Η σχέση αυτή ονομά- σθηκε γενικώτερα στη Γαλλία, από τις αρχές της δεκαετίας του ’80, ως “διάλογος των δικαστών” (le dialogue des juges) που πρέπει να αναπτύσσεται μεταξύ του εθνικού δικαστή και του ευρωπαίου δικαστή, μέλους του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των ΔτΑ. Και ο διάλογος
αυτός δεν είναι πλέον προαιρετικός ή ελεύθερος αλλά επιβάλλεται12, 13.
9. Και στη μεν Ευρωπαϊκή Ένωση ο “διάλογος” αυτός είναι και θεσμοθετημένος, διότι όταν εθνικό δικαστήριο έχει αμφιβολίες ως προς την ερμηνεία
κοινοτικού κανόνα παραπέμπει, με προδικαστικό ερώτημα, το ζήτημα στο ΔΕΕ και κατόπιν ενεργεί σύμφωνα με τις υποδείξεις του14.
10. Τέτοια ευχέρεια όμως, προκειμένου περί των ουσιαστικών διατάξεων της ΕΣΔΑ που ενδιαφέρει εν προκειμένω, δεν υπάρχει ακόμη15. Για τον λόγο αυτό, ο εθνικός δικαστής που καλείται να αποφανθεί για την παραβίαση ατομ. δικαιώματος πρέπει να είναι απόλυτα ενημερωμένος για την ερμηνεία που το Δικαστήριο του Στρασβούργου έχει ενδεχομένως δώσει στην εφαρμοστέα διάταξη της ΕΣΔΑ. Και την ερμηνεία αυτή πρέπει να την σέβεται.

β) Η αρχή της επικουρικότητας.

11. Η παραπάνω δε επιταγή συνεργασίας ενισχύεται και από την εφαρμογή της θεμελιώδους και αναμφισβήτητης αρχή ς τη ς επικ ουρι κ ό τητα ς (principe de subsidiarité) επί της οποίας οικοδομείται όλο το σύστημα της ΕΣΔΑ και η οποία αρχή έχει ρητώς αποτυπωθεί στη νομολογία του Στρασβούργου, π.χ. “Γλωσσικές υποθέσεις κατά Βελγίου” (23.7.1968)16, “Scordino κατά Ιταλίας” (29.3.2006), “Varnava και λοιποί κατά Τουρκίας” 18.9.2009)17.
12. Τι σημαίνει δε η αρχή αυτή; Ακριβώς ότι το βάρος εφαρμογής της ΕΣΔΑ ανήκει, κατά πρώτον, στα εθνικά όργανα (νομοθέτης, διοίκηση, δικαστήρια), τα οποία, γνωρίζοντας εγγύτερα τα πράγματα, οφείλουν να σέβονται τα δικαιώματα που κατοχυρώνονται στην ΕΣΔΑ και να προλαμβάνουν, με τους μηχανισμούς που διαθέτουν, τις παραβιάσεις τους. Δηλαδή, ο φυσικός δικαστής της εφαρμογής ή μη της ΕΣΔΑ είναι κατά πρώτον ο εθνικός δικαστής18, επικο υ ρικώς δε επεμβαίνει κατόπιν, μετά την εξάντληση των εσωτερικών ενδίκων μέσων σύμ- φωνα με το άρθρ. 35 § 1 ΕΣΔΑ, το Δικαστήριο του Στρασβούργου19.
13. Με τον πλέον δε πανηγυρικό τρόπο επιβεβαιώθηκε εκ νέου η πίστη των κρατών μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης στην αρχή αυτή της επικουρικότητας, κατά την διάρκεια της Συνδιάσκεψης των κρατών αυτών στο Interlaken (= “Διακήρυξη του Interlaken” της 19ης Φεβρουαρίου 2010)20. Και προφανώς δεν είναι ασύνδετο προς τα παραπάνω, το γεγονός ότι δύο μήνες αργότερα, τον Απρίλιο του 2010, άρχισε, στο γαλλικό Συμβούλιο της Επικρατείας, κύκλος δια- λέξεων – σεμιναρίων για την ΕΣΔΑ με πρώτο ακριβώς θέμα την αρχή της επι- κουρικότητας, την οποία ανέπτυξαν οι Jean-Paul Costa – Πρόεδρος τότε του Δι- καστηρίου του Στρασβούργου – και ο Jean-Marc Sauvé – Πρόεδρος του Conseil d’État21.

ΙΙΙ. Η σταδιακή πρόσκτηση κανονιστικού χαρακτήρα στη νομολογία του Δικαστηρίου.

α) Γενικά.

14. Ειδικώτερα, η νομική βάση της υποχρέωσης εφαρμογής της ΕΣΔΑ και της υποχρέωσης συμμόρφωσης προς τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της, ανευρίσκεται σε δύο τουλάχιστον διατάξεις της, τις οποίες και προσυπέγραψαν ανεπιφυλάκτως όλα τα κράτη μέλη:
α) είναι η διάτ. του άρθρ. 35 § 1, όπου ορίζεται ότι: «Το Δικαστήριο δεν μπορεί να επιληφθεί προσφυγής παρά μόνο αφού εξαντληθούν τα εσωτερικά έν- δικα μέσα … και εντός προθεσμίας έξι (6) μηνών από της ημερομηνίας της τελεσιδικίας της εσωτερικής απόφασης»22, και
β) ιδίως η διάτ. του άρθρ. 46 ΕΣΔΑ, στο οποίο άρθρο – με τίτλο «Υποχρεωτική ισχύς και εκτέλεση των αποφάσεων» – προβλέπεται ειδικός μηχανισμός επίβλεψης για την εκτέλεση των αποφάσεων του ΕΔΔΑ23, διαδικασία που εμπλουτίσθηκε με πρόσθετες δικονομικές διατάξεις με το άρθρ. 16 του 14ου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ που άρχισε να ισχύει από 1ης Ιουνίου 2010. Ρητώς, λοιπόν, ορίζεται στην παράγρ. 1 του ως άνω άρθρ. 46 ότι: «Τα Υψηλά Συμβαλλόμενα Μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να συμμορφώνονται προς τις οριστικές αποφάσεις του Δικαστηρίου επί των διαφορών στις οποίες είναι διάδικοι». Η έννοια της διάταξης αυτής είναι ότι το μεν καθ’ ού κράτος υποχρεούται να συμ- μορφωθεί με το διατακτικό της οριστικής απόφασης του ΕΔΔΑ, ενώ, όπως ήδη αναφέρθηκε, η ερμηνεία που δίνει με την μείζονα πρότασή της η απόφαση αυτή σε διάταξη της ΕΣΔΑ δεσμεύει όλα τα κράτη μέλη24.
15. Πέραν των διατάξεων αυτών, το Δικαστήριο του Στρασβούργου, στην προσπάθειά του να τιθασεύσει τα υπεκφεύγοντα τον “διάλογο” και την συμμόρφωση κράτη μέλη, διέπλασε, πέραν του δεδικασμένου, το σύστημα α) των λεγο- μένων “αυτόνομων εννοιών” (notions autonomes), β) των αποφάσεων που έχουν χαρακτήρα πιλότου (arrêt pilote), ιδίως δε, γ) την, εντεύθεν, αρχή της αυθεντικής ερμηνείας των διατάξεων της ΕΣΔΑ (autorité de la chose interprétée), αρχή η
οποία είναι πολύ ευρύτερη από την ισχύ του δεδικασμένου, αφού αυτό ισχύει μόνον inter partes25.

β) Η κανονιστική αυθεντία της νομολογίας του Δικαστηρίου (αutorité normαtive).

αα) Το δεδικασμένο των αποφάσεων.

16. Ειδικώτερα, ενόψει ιδίως των προεκτεθεισών διατάξεων της ΕΣΔΑ, η νομολογία του Δικαστηρίου είχεν αρχικώς περιορισθεί, καθόσον αφορά το περιεχόμενο της απόφασης και την εξ αυτής δέσμευση, στον προσδιορισμό των κύριων χαρακτηριστικών της: οι αποφάσεις του Δικαστηρίου έχουν χαρακτήρα οριστικό και είναι υποχρεωτικές έναντι του καταδικαζομένου κράτους μέλους26.
17. Από τον υποχρεωτικό αυτόν χαρακτήρα απορρέει η διπλή αυθεντία (autorité) της απόφασης, δηλαδή η «autorité de la chose jugée» και η «autorité de la chose interprétée»27.
18. Διαθέτουν λοιπόν οι αποφάσεις, κατά πρώ τ ον , το κλασικό “δεδι- κασμένο”, το οποίο εμποδίζει αυτό που έχει κριθεί οριστικά να τεθεί εκ νέου υπό αμφισβήτηση (= autorité de la chose jugée)28, πρακτική συνέπεια του οποίου είναι το άμεσο αποτέλεσμα (effet direct) αυτών που σημαίνει ότι η απόφαση υπο- χρεώνει όλα τα όργανα του καταδικασθέντος κράτους, το οποίο οφείλει να την εκτελέσει πάραυτα29.

ββ) Η αυθεντία της δικαστικής ερμηνείας.

19. Αργότ ε ρα όμως , θεωρία και νομολογία συνέπλευσαν στο ότι ο σκοπός του Δικαστηρίου δεν είναι μόνον να επιλύσει την συγκεκριμένη διαφορά που άγεται ενώπιόν του. Κατά κύριο πλέον λόγο, οι αποφάσεις του Δικαστηρίου έχουν ως στόχο, ερμηνεύοντας την ΕΣΔΑ ως “ζωντανό κείμενο” (“a living instrument”), να αποσαφηνίσουν τις διατάξεις της και να συναγάγουν από αυτές ειδικώ- τερους κανόνες, ενόψει και της εξέλιξης της ευρωπαϊκής κοινωνίας (= εξελικτική νομολογία), οι οποίοι να είναι κοινά αποδεκτοί και υποχρεωτικά εφαρμοστέοι από τις επιμέρους εθνικές έννομες τάξεις. Δηλαδή, το Δικαστήριο θεωρεί τη νομολογία του ως «instrument d’harmonisation des régimes juridiques nationaux des droits de l’homme, autour du standard minimum que représente la Convention»30.
20. Με άλλες λέξεις, τέθηκε το ερώτημα: πέραν του συγκεκριμένου κράτους που μετείχε στη διαφορά, η αυθεντία της απόφασης περιορίζεται στο δεδι- κασμένο της ή επεκτείνεται και σε όλα τα άλλα κράτη μέλη που υποχρεούνται να συμμορφώνονται σε ό,τι το Δικαστήριο νομολόγησε, προσαρμόζοντας ακόμη και την εσωτερική τους νομοθεσία στις επιταγές της νομολογίας του Δικαστηρίου;31.
21. Στην προσπάθεια αυτή διατύπωσης κοινά αποδεκτών κανόνων για την
προστασία των ΔτΑ, βοήθησε ουσιαστικά η νομολογία του Δικαστηρίου, η οποία διαμόρφωσε σταδιακά ένα “σύσ τ ημα αυτ ό νομων εννοιών ” (no- tions autonomes), ως λέγεται, τις οποίες και χρησιμοποιεί κατά την ερμηνεία των διατάξεων της ΕΣΔΑ. Με την μέθοδο αυτή – η οποία αντιμετωπίζει την αναγκαίως υφιστάμενη έλλειψη ταυτότητας ως προς το περιεχόμενο ωρισμένων νο- μικών εννοιών που απαντούν στις επιμέρους εθνικές νομοθεσίες και ανευρίσκο- νται και στην ΕΣΔΑ – επιτυγχάνεται η διατύπωση ενός “ευρωπαϊκού” ορισμού των αόριστων εννοιών που χρησιμοποιεί η ΕΣΔΑ και μάλιστα αυτού που θα είναι ο πλέον συμβατός με το αντικείμενο και τον σκοπό της Σύμβασης, ώστε η συγκεκριμένη νομική συμβατική έννοια να αποκτήσει κατά το δυνατόν το πλέον επωφελές εύρος (= effet utile)32 για την προστασία των ατόμων στον ευρωπαϊκό
χώρο. Έτσι λοιπόν αφαιρείται από τα κράτη μέλη η όποια εξουσία να ερμηνεύ- ουν, κατά την δική τους αντίληψη, τις σχετικές διατάξεις της ΕΣΔΑ, στις περι- πτώσεις δε αυτές γίνεται δεκτό ότι τα εθνικά δικαστήρια και οι άλλες κρατικές αρχές υποχρεούνται να εφαρμόζουν τις συμβατικές διατάξεις, όπως τις έχει ερμηνεύσει το Δικαστήριο33.
22. Τον ίδιο σκοπό υπηρετεί και η λεγομένη “απ όφα σ η πιλό τος ” (arrêt pilote). Είναι αποφάσεις που διαπιστώνουν παράβαση της ΕΣΔΑ ή των Πρωτοκόλλων της, αλλά επιλύουν συγχρόνως και ένα μείζον “δομικό” ή “συστημι- κό” πρόβλημα, όπως λέγεται, το οποίο τίθεται ή δύναται να τεθεί σε πλήθος ατο- μικών προσφυγών που ενδέχεται να ασκηθούν ή ήδη εκκρεμούν ενώπιον του Δι- καστηρίου. Του προβλήματος τούτου λυθέντος καθ’ οιονδήποτε τρόπο με από- φαση του Δικαστηρίου (Μείζονος Συνθέσεως), όλες οι άλλες ομοειδείς ατομικές προσφυγές έχουν ακριβώς την ίδια τύχη34.
23. Διαθέτουν, λοιπόν, οι αποφάσεις αυτές την αποκληθείσα αυ θεντία της ερ μ η νε ίας των διατάξεων της ΕΣΔΑ ή “αυθεντία του ερμηνευτικού δεδικασμένου”35. Είναι η λεγομένη «autorité de la chose interprétée»36, η αυθεντία δε αυτή υποχρεώνει όλα τα κρατικά όργανα – και όχι μόνο τα δικαστικά – να εφαρμόζουν τις διατάξεις της ΕΣΔΑ, όπως ακριβώς το Δικαστήριο τις έχει ερμη- νεύσει. Και η αυθεντία αυτή δεν συνδέεται μόνο με τις “αυτόνομες έννοιες” και τις “αποφάσεις πιλότους”, αλλά χαρακτηρίζει πλέον όλες τις αποφάσεις του Δικαστηρίου του Στρασβούργου37, το οποίο σταδιακά σχηματοποιεί με τη νομολο- γία του τους ειδικότερους κανόνες της ΕΣΔΑ οι οποίοι, τελικά, ισχύουν και έναντι των υπολοίπων κρατών μελών, ήτοι erga omnes38.
24. Έτσι, οι κανόνες της ΕΣΔΑ και η νομολογία του Δικαστηρίου αποτε- λούν ένα “bloc” κανόνων δικαίου που εγγυάται τον σεβασμό των δικαιωμάτων του ανθρώπου στον ευρωπαϊκό χώρο και όλους αυτούς τους κανόνες υποχρεούνται να τηρούν τα κράτη μέλη και κατά την ερμηνεία των συνταγματικών τους διατάξεων39.
25. Οι αποφάσεις λοιπόν του Δικαστηρίου αποκτούν ένα οιονεί κανονιστικό χαρακτήρα, διαθέτουν “κανονιστική αυθεντία”, ως λέγεται, και απ’ αυτής της απόψεως προσεγγίζουν πολύ τα παλαιά “arrêts de réglement”, σε αντίθεση με τις αποφάσεις των εθνικών δικαστηρίων που κατά κανόνα δεν μπορούν να έχουν τέτοια ιδιότητα40.

γγ) Η αρχή της διπλής ενέργειας.

26. Ενόψει δε των παραπάνω ιδιαιτεροτήτων που αναπτύσσουν οι αποφά- σεις του ΕυρΔΔΑ, δηλαδή το ότι ισχύουν inter partes αλλά και erga omnes (= αρχή της διπλής ενέργειας), τα όργανα του Συμβουλίου της Ευρώπης έχουν πρό- σφατα διευρύνει την έννοια του λεγομένου “suivi” – που αναφερόταν αρχικά στην in concreto παρακολούθηση της εκτέλεσης της συγκεκριμένης απόφασης από το κράτος που καταδικάσθηκε –, εντάσσουν δε σ’ αυτό, γενικώτερα, και τον μηχανισμό ελέγχου του σεβασμού των δικαιωμάτων του ανθρώπου σε επίπεδο διεθνούς δικαίου (“suivi” υπό ευρύτερη έννοια ή in abstracto). Είναι γεγονός ότι το Συμβούλιο της Ευρώπης είναι σήμερα ο κατ’ εξοχήν διεθνής οργανισμός όπου έχουν πρόσφατα πολλαπλασιασθεί οι διαδικασίες που χαρακτηρίζονται ως “suivi”, σχετικά με τον σεβασμό των ΔτΑ, χωρίς πλέον αυτές να αποτελούν συνέχεια στην προσπάθεια εκτέλεσης των αποφάσεων του ΕυρΔΔΑ, όπου και είχε, αρχι- κά, περιορισθεί η σχετική δραστηριότητα του Συμβουλίου της Ευρώπης41.

IV. H συμπεριφορά των εθνικών δικαστηρίων.

α) Γενικά.

27. Έχουν όμως έτσι τα πράγματα στην Ευρώπη των 47 κρατών μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης που έχουν δεσμευθεί να εφαρμόζουν το δίκαιο της ΕΣΔΑ; Υπάρχει εδώ “διάλογος δικαστών”, ώστε να καταλήξουμε σε ένα περίπου ομοιόμορφο ευρωπαϊκό σύστημα προστασίας των ΔτΑ, όπως προαναφέρθηκε; Ασφαλώς και όχι! Είναι γεγονός ότι τα όργανα των κρατών αυτών δεν θέλουν να εφαρμόσουν και δεν σέβονται την ΕΣΔΑ, δηλαδή το ήδη αποκληθέν «Ευρωπαϊκό Δίκαιο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου», εντεύθεν και οι χιλιάδες ατομικές προσφυγές στο Δικαστήριο του Στρασβούργου και η ακατάσχετη καθημερινή ροή δημοσιευομένων αποφάσεων που καταδικάζουν τα κράτη σε αποζημιώσεις, αλλά που καθιστούν προβληματική την συνεχή ενημέρωση των ειδικών, λόγω του πλήθους πλέον των δημοσιευομένων αποφάσεων.
28. Εξ ετέρου, τα κράτη όχι μόνον δεν σέβονται την ΕΣΔΑ, αλλά αρνούνται και να συμμορφωθούν, σε αρκετές περιπτώσεις, με τις εις βάρος τους εκδοθείσες καταδικαστικές αποφάσεις42. Να υπoγραμμισθεί δε εδώ ότι, όπως ήδη προαναφέρθηκε, η όποια καταδικαστική απόφαση του Δικαστηρίου του Στρασβούργου υποχρεώνει όχι μόνο το συγκεκριμένο κράτος που καταδικάστηκε, αλλά και όλα τα άλλα κράτη που οφείλουν να σεβαστούν την μείζονα πρόταση της απόφασης και οφείλουν στο μέλλον να ενεργούν αναλόγως43.

β) Η απαξίωση της ΕΣΔΑ στην Ελλάδα.

αα) Από την άρνηση στην σταδιακή αποδοχή της ΕΣΔΑ.

29. Ενόψει των γενικών αυτών αρχών του ευρωπαϊκού δικαίου των ΔτΑ, οι φορείς της κρατικής εξουσίας στην Ελλάδα πώς αντιδρούν;
Ο Νομοθέτης, προς την κατεύθυνση της συμμόρφωσης, έχει θεσπίσει, μετα- ξύ άλλων, ειδικές διατάξεις στον Κώδικα Ποιν. Δικονομίας (στο κεφάλαιο περί επανάληψης της διαδικασίας, άρθρα 525 και 525Α ήδη από το έτος 2002), αλλά και την διάτ. του άρθρ. 105Α, που προστέθηκε στον Κώδικα Διοικ. Δικονομίας με το άρθρ. 23 του ν. 3900/2010 και προβλέπει Αίτηση επανάληψης της διαδικασίας σε περίπτωση που με απόφαση διοικ. δικαστηρίου παραβιάσθηκε διάταξη του ουσιαστικού δικαίου της ΕΣΔΑ44.
Η Διοίκηση, κατά κανόνα, καταβάλλει τις επιδικασθείσες αποζημιώσεις διότι δεν μπορεί να κάνει και διαφορετικά.
Σε περίπτωση όμως εκδήλως αντίθετης, προς την ΕΣΔΑ και τη νομολογία της, δικαστικής απόφασης, αυτό δεν σημαίνει ότι οι δικαστές δεν έκαναν καλά τη δουλειά τους; τότε δεν θα έπρεπε να υποχρεωθούν οι ίδιοι να πληρώσουν την επιδικασθείσα από το ΕυρΔΔΑ εις βάρος του καθ’ ού κράτους αποζημίωση; Το
ερώτημα τέθηκε κατά την Ημερίδα στο Μέγαρο Μουσικής (29.11.2012) με πολύ θετική ανταπόκριση45.
30. Αλλά, τί γίνεται με τα Δικαστήρια;
Και ο λόγος μου εδώ θα είναι καταγγελτικός.
Η ελληνική νομολογία παρουσιάζει όντως εκπλήξεις. Είμαι σε θέση να βε- βαιώσω ότι περίπου μέχρι και την δεκαετία του ’80, οι περισσότεροι δικαστές στα ανώτατα δικαστήρια δεν εφάρμοζαν την ΕΣΔΑ με το επιχείρημα ότι είναι διεθνές δίκαιο, το οποίο δεν έχουν εξουσία να ερμηνεύσουν!46.
Στη συνέχεια τα πράγματα βελτιώθηκαν κατά πολύ, αλλά δεν είναι και λίγες οι φορές που ανώτατα δικαστήρια αρνήθηκαν να εφαρμόσουν ad hoc νομολογία του ΕΔΔΑ και περιορίσθηκαν να λύσουν το θέμα μόνο με επίκληση κανόνων εθνικού δικαίου47. Υπάρχουν βέβαια και φωτεινές εξαιρέσεις48.
31. Από τις συζητήσεις που είχαν γίνει είχα αντιληφθεί τα εξής: Η συμπεριφορά αυτή των δικαστηρίων, ακόμη και των ανωτάτων, εξηγείται για δύο τουλάχιστον λόγους. Αφενός, επειδή είναι ανώτατα δικαστήρια δεν δέχονται ως επι- βαλλόμενη την έξωθεν επικαλούμενη νομολογία του Στρασβούργου, μη δυνάμενα να παραδεχθούν ότι και η νομολογία αυτή, με την κανονιστική αυθεντία της, είναι ελληνική, ερμηνεύει ελληνικό δίκαιο και τέτοιο είναι το δίκαιο της ΕΣΔΑ. Παραμένει πάντως και τώρα ακόμη η εντύπωση ότι ωρισμένοι δικαστές δεν θέλουν να παραδεχθούν ότι η ΕΣΔΑ είναι ελληνικό δίκαιο.
Όμως, κατά την τελευταία εικοσαετία έχει γίνει πια κοινό κτήμα ότι η ΕΣΔΑ αποτελεί ελληνικό δίκαιο, το οποίο ο Έλληνας δικαστής λαμβάνει και αυτεπαγγέλτως υπόψιν, λόγος δε περί παραβάσεως της ΕΣΔΑ μπορεί να προβληθεί παραδεκτώς το πρώτον ακυρωτικώς ή αναιρετικώς ενώπιον του ΣτΕ49.
32. Αφετέρου, δικαστήρια θεωρούν, με τη νομολογία τους, ότι δεν δεσμεύονται από την ΕΣΔΑ, διότι αυτή είναι κείμενο με υπερνομοθετική μόνον ισχύ και, ενόψει του άρθρ. 28 § 1 Σ, κείται κάτω από το Σύνταγμα και, συνεπώς, το αν ένας κανόνας δικαίου παραβιάζει ή όχι μια ατομική ελευθερία, κρίνεται μόνον με την εφαρμογή της αντίστοιχης συνταγματικής διάταξης που κατοχυρώνει το συ- γκεκριμένο δικαίωμα, του οποίου ο πολίτης επικαλείται παράβαση.
33. Απόρροια της ανωτέρω στάσης – ή αντίστασης – του Έλληνα δικαστή είναι οι συνεχώς αυξανόμενες καταδικαστικές για την Ελλάδα αποφάσεις του ΕυρΔΔΑ με όλες τις εντεύθεν δυσμενείς συνέπειες, αφού προς τα έξω μεν δη- μιουργείται ένα αρνητικό κλίμα για τη Χώρα μας που εμφανίζεται να μην εκ- πληρώνει τις διεθνώς αναληφθείσες υποχρεώσεις της, υποχρεούται δε να κατ βάλλει διαρκώς υπέρογκες αποζημιώσεις, οι οποίες, μόνον για τις δεκάδες περι- πτώσεις καταδίκης λόγω παρόδου ευλόγου χρόνου, ανέρχονται μεταξύ 5 και 10 χιλιάδων ευρώ ανά υπόθεση!50.
34. Αρκούμαι να αναφέρω εδώ ωρισμένα χαρακτηριστικά παραδείγματα, όπου το ΕυρΔΔΑ απαξίωσε ομοφώνως ανώτατα ελληνικά δικαστήρια σε θέματα ουσίας:
1) ΕΔΔΑ απόφ. Λυκουρέζος κατά Ελλάδας (15.6.2006), όπου το Δικαστήριο δέχθηκε ότι, η περί επαγγελματικού ασυμβιβάστου των βουλευτών διάταξη του αναθεωρηθέντος (2001) άρθρ. 57 Σ (καταργήθηκε με την αναθεώρηση του 2008) παραβίαζε το άρθρ. 3 του Πρώτου Προσθ. Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, που καθιε- ρώνει το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι, προσήψε δε και ανεπάρκεια στη νομική θεμελίωση των συλλογισμών του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου που με την υπ’ αριθμ. 11/2003 απόφασή του είχε δεχθεί τα αντίθετα51.
2) ΕΔΔΑ απόφ. Μαμιδάκης κατά Ελλάδας (11.1.2007), όπου το Δικαστήριο τάχθηκε ομοφώνως υπέρ της ισχνής μειοψηφίας στην ΟλΣΕ υπ’ αριθμ. 990/200452.
3) ΕΔΔΑ απόφ. Τουρκική Ένωση Ξάνθης κατά Ελλάδας (27.3.2008), όπου το Δικαστήριο ομοφώνως, ενόψει και πάγιας νομολογίας του, απορρίπτει την επίσης πάγια νομολογία του Αρείου Πάγου, ως προς τους λόγους που επιτρέπουν την διάλυση σωματείου που αποτελείται από Έλληνες υπηκόους αλλά μουσουλμάνους το θρήσκευμα53.

ββ) Η αιρετική απόφαση ΣΕ 2067/2011.

35. Η ακαταστασία όμως αυτή στη νομική σκέψη των ανωτάτων δικαστη- ρίων μας επιβεβαιώθηκε και πρόσφατα με ένα όλως χαρακτηριστικό παράδειγμα, στο οποίο ιδιαίτερα και θα σταθώ: Είναι η απόφ. του Συμβ. Επικρατείας 2067/ 2011 (Τμ. B΄, 7μελής σύνθ.)54, όπου έγινε δεκτό, στην περίπτωση επιβολής πολλαπλών τελών λόγω λαθρεμπορίας, ότι η ΕΣΔΑ, ως διεθνής σύμβαση, έχει μόνον υπερνομοθετική ισχύ, όπως ορίζεται στο άρθρ. 28 § 1 Σ55, και έτσι το δικαστήριο εφήρμοσε το Σύνταγμα και όχι την ΕΣΔΑ σε θέμα που αφορούσε τον επικληθέντα από τον αιτούντα κανόνα του non bis in idem, όπως τον έχει διαπλάσει η νομολογία του ΕυρΔΔΑ, ερμηνεύοντας το άρθρ. 4 § 1 του 7ου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ56. Το Συμβ. Επικρατείας στη συνέχεια δέχθηκε ρητώς ότι το άρθρο αυτό (4 § 1) δεν μπορεί να εφαρμοσθεί, όπως έχει ερμηνευθεί από το ΕΔΔΑ, γιατ ί θα αντέ βα ιν ε προς τα άρθ ρ α 9 4 § 1 και 96 § 1 το υ
Συντάγματος (σκέψη 11)57, 58.
36. Άρα, συνεχίζοντας την σκέψη της απόφασης, δοθέντος ότι το ελληνικό Σύνταγμα προστατ ε ύ ε ι λε π τ ομε ρ ώς όλα τα ατομικά κα ι πο – λιτ ι κά δι κα ι ώ μ α τα , η δε ΕΣΔΑ υπόκειται στο Σύνταγμα σύμφωνα με την απόφαση, έπεται ότι, κατά την περίεργη αντίληψη του ΣτΕ, δεν υπάρχει πλέον δυνατότητα να εφαρμοσθεί ποτέ η ΕΣΔΑ από ελληνικό δικαστήριο! Αλλά και γιατί μόνον η ΕΣΔΑ; Κατά το ΣτΕ δεν θα πρέπει να εφαρμοσθεί και καμιά άλλη κυρωμένη διεθνής σύμβαση περί προστασίας ατομικών δικαιωμάτων, αφού έχου- με πλήρη αυτάρκεια προστασίας στο Σύνταγμα. Και αυτή είναι η λογική προέκταση της σχολιαζόμενης νομολογίας!
37. Α ν δεν σφάλλω, είναι η πρώτη φορά που σε απόφαση του ΣτΕ η EΣΔΑ υποβαθμίζεται με τόσο κατηγορηματικό και εμφανή τρόπο. Φαίνεται δε ότι το ζήτημα αυτό δεν κρίθηκε και τόσο σημαντικό, ώστε η υπόθεση να παραπεμφθεί στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, δοθέντος ότι και από το κείμενο της απόφα- σης δεν προκύπτει ότι προϋπήρχε νομολογία σύμφωνη με την νέα αυτή νομολο- γιακή θέση. Αντιθέτως, μάλιστα, στην υπ’ αριθμ. 3182/2010 απόφαση του Β΄ Τμήματος με πενταμελή σύνθεση – η οποία παρέπεμψε το ζήτημα του ne bis in idem στην επταμελή σύνθεση που εξέδωσε την σχολιαζόμενη απόφαση – ομοφώνως είχαν γίνει δεκτά όσα στη συνέχεια απεκρούσθησαν! Κι’ αυτό ήταν ένας άλ- λος πρόσθετος λόγος για την παραπομπή της υποθέσεως στην Ολομέλεια του ΣτΕ.
38. Και επί τη εκδοχή, τέλος, ότι αυτή είναι κατά το ΣτΕ η τυπική ισχύς της ΕΣΔΑ, η πεντηκονταετής και πλέον προσφορά του Δικαστηρίου του Στρασβούργου υπήρξε τόσον αποφασιστική, ως προς την προστασία των ΔτΑ στην Ευρώπη, που θα έπρεπε, από την πλειοψηφία, να μεθοδευθεί κάποια άλλη διατύπωση, ώστε να μην εμφανίζεται η Χώρα μας ότι περιφρονεί, με επίσημη πράξη της, την ΕΣΔΑ, επιδεικνύοντας συγχρόνως και άγνοια της πάγιας και πολυετούς ευρωπαϊκής θεωρίας και νομολογίας πάνω στο θέμα αυτό.

γγ) Ο αντίλογος κατά της ΣΕ 2067/2011.

Στις θεωρητικές – νομολογιακές αυτές θέσεις της σχολιαζόμενης απόφασης πρέπει να αντιταχθούν τα παρακάτω:

1) Ερμηνεία του Συντάγματος “φιλική” προς τις διεθνείς συμβάσεις περί προστασίας δικαιωμάτων του ανθρώπου.

39. Η ΕΣΔΑ είναι μεν διεθνής σύμβαση, αλλά έχει ως αποκλειστικό περιεχόμενο την προστασία ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων, όπως και άλλες παρεμφερείς συμβάσεις, όπως, π.χ., το Σύμφωνο του 1966 για την προστασία των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων59. Στις περιπτώσεις λοιπόν αυτές γίνε- ται δεκτό – τόσο από τη νομολογία του γερμανικού ομοσπονδ. συνταγματικού δικαστηρίου, όσο και από νεώτερες τοποθετήσεις της θεωρίας του διεθνούς δι- καίου – ότι το εθνικό δικαστήριο οφείλει να ερμηνεύει το Σύνταγμά του κατά τέ- τοιο τρόπο, ώστε αυτό να τελεί σε συμφωνία – να είναι “φιλικό” – με τις διεθνώς αναληφθείσες υποχρεώσεις του κράτους να προστατεύει στο εσωτερικό του τα δικαιώματα του ανθρώπου60. Οπότε, αν διάταξη τέτοιας διεθνούς συμβάσεως εί- ναι ίσως πιο ευνοϊκή, παρ’ όσον το Σύνταγμα (και δη σε περίπτωση αναθεωρή- σεώς του), σε σχέση με συγκεκριμένο ατομικό δικαίωμα, τότε θα ερμηνευθεί και θα εφαρμοσθεί το Σύντ. κατά τρόπο που να μην έρχεται σε σύγκρουση με τον συναφή κανόνα της διεθνούς συμβάσεως. Η ερμηνευτική αυτή μέθοδος χειρι σμού του Συντάγματος έχει αποκληθεί «ερμηνεία του Συντάγματος σύμφωνη με το διεθνές δίκαιο» (“Völkerrechtskonforme Auslegung der Verfassung” ή “Grund- satz der Völkerrechtsfreundlichkeit des Grundgesetzes”)61.
40. Προς την κατεύθυνση αυτή κινήθηκε και παλαιότερη απόφαση του ΣτΕ, η 3265/1990, όπου γίνεται δεκτό ότι οι στην υπόθεση εκείνη εφαρμοσθείσες διατάξεις «πρέπει να ερμηνευθούν υπό το πρίσμα των διεθνών συμβάσεων που δια- κηρύσσουν το δικαίωμα της εργασίας κάθε ατόμου (άρθρ. 23 της Οικουμ. Δια- κηρύξεως, άρθρο 6 του Διεθνούς Συμφώνου για τα οικον., κοινωνικά και μορ- φωτικά δικαιώματα του 1966 που κυρώθηκε με το νόμο 1532/85)»62.
41. Προς την ίδια τάση κινούνται και ωρισμένα ευρωπαϊκά Συντάγματα.
Ειδικώτερα, το Σύνταγμα της Πορτογαλίας (1976, άρθρο 16) και το Σύνταγμα της Ισπανίας (1978, άρθρο 10 § 2) ρητώς ορίζουν ότι, οι συνταγματικές διατάξεις που αυτά περιέχουν και οι οποίες αναφέρονται στα θεμελιώδη δικαιώματα, πρέ- πει να ερμηνεύονται και να εφαρμόζονται σε συ μφωνία με την Οικουμενική Διακήρυξη των ΔτΑ του 194863.
42. Είναι σαφές ότι, κατά τα τελευταία σαράντα χρόνια η θεωρία του διε- θνούς δικαίου και η νομολογία εθνικών και διεθνών δικαστηρίων έχουν ιδιαίτερα ασχοληθεί με την σχέση Συντάγματος και διεθνών συμβάσεων που προστατεύ- ουν δικαιώματα του ανθρώπου – σαν ειδικώτερη κατηγορία σε σχέση με όλες τις άλλες διεθνείς συμβάσεις – και κατ’ ουσίαν έχουν αναβαθμίσει την τυπική ισχύ αυτών των συμβατικών κανόνων σε σχέση με τα συνταγματικά κείμενα64.
2) Εφαρμογή της αρχής του πλέον φιλελεύθερου δικαίου (άρθρ. 53 ΕΣΔΑ).

43. Προς την ίδια κατεύθυνση κινείται και η ρύθμιση που προβλέπεται στο άρθρο 53 της ΕΣΔΑ «Προστασία των αναγνωρισμένων δικαιωμάτων του ανθρώπου – Sauvegarde des droits de l’homme reconnus». Ορίζεται αυτόθι ότι:
«Ουδεμία των διατάξεων της παρούσης Συμβάσεως δύναται να ερμηνευθεί ως περιορίζουσα ή αναιρούσα τα δικαιώματα του ανθρώπου και θεμελιώδεις ελευ- θερίες, τα οποία τυχόν αναγνωρίζονται συμφώνως προς τους νόμους οιουδήποτε των συμβαλλομένων μερών ή προς πάσαν άλλην Σύμβασιν την οποίαν ταύτα έχουν υπογράψει»65.
44. Από την διάταξη αυτή συνάγονται τα εξής:
α. Η ΕΣΔΑ δεν δύναται να ερμηνευθεί ότι περιορίζει, κατά το περιεχόμενό τους, δικαιώματα του ανθρώπου τα οποία αναγνωρίζονται ήδη στις έννομες τάξεις των συμβαλλομένων μερών και ανευρίσκονται κυρίως στο Σύνταγμα, αλλά ενδεχομένως και στην κοινή νομοθεσία ή και στις διεθνείς συμβάσεις που αυτά έχουν υπογράψει, δηλαδή η ΕΣΔΑ κατοχυρώνει ένα minimum standard δικαιω- μάτων66. Ο κανόνας όμως αυτός δεν σημαίνει, ιδίως ενόψει της νομολογίας του ΕΔΔΑ περί της “αυτονομίας των εννοιών”67 της ΕΣΔΑ, ότι καθιερώνεται επιτα-
γή ερμηνείας της ΕΣΔΑ, ώστε οι διατάξεις της να τελούν σε συμφωνία με το Σύ- νταγμα. Αρχ ή της σύ μφ ωνη ς με το Σύνταγμα ερ μηνε ίας της ΕΣΔΑ δε ν υπάρχει 68.
β. Έτσι, από τις διατάξεις περί προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου που κατοχυρώνονται στο Σύνταγμα και στην ΕΣΔΑ και οι οποίες συνισχύουν αλληλοσυμπληρούμενες, θα επιλεγεί εκάστοτε και θα εφαρμοσθεί εκείνη η διάταξη που προστατεύει καλύτερα το άτομο69. Με άλλες λέξεις, ενόψει του νομικοπραγματικού που κάθε φορά τίθεται υπόψιν τ