07 Nov Το γερμανικό δημοψήφισμα και η νέα Ευρώπη
Οπωσδήποτε το δημοψήφισμα έχει πάντοτε ένα χαρακτήρα πολύ πιο απρόβλεπτο και συνεπάγεται και μία σχετική αμφιβολία σε σχέση με το αποτέλεσμά του. Αρκεί εδώ να θυμίσουμε το εξαιρετικά αμφίρροπο γαλλικό δημοψήφισμα για τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, με την οποία ξεκίνησε και η ευρωπαϊκή ενοποίηση. Επίσης αναφοράς χρήζει και η όλη διαδικασία που σχετίστηκε με την έγκριση του Ευρωπαϊκού Συντάγματος, το οποίο ουδέποτε ίσχυσε λόγω απόρριψής του με δημοψηφίσματα συγκεκριμένων κρατών μελών.
Σε καμία περίπτωση δε χρειάζεται εδώ να εισέλθουμε σε αναλύσεις σχετικά με την έννοια του δημοψηφίσματος, τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα του. Άλλωστε στη χώρα μας ως έννοια το δημοψήφισμα είναι μία έννοια μάλλον άγνωστη και σίγουρα δε συνδέεται και τις πλέον ευχάριστες μνήμες. Αναφορά άλλωστε σε αυτό παραλίγο να στοιχίσει τη συμμετοχή μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Αυτό που έχει ενδιαφέρον να αναφέρει κανείς είναι ότι η διαδικασία της έγκρισης των Συνθηκών σχετίζεται με το γεγονός ότι με αυτές τα κράτη μέλη αποφασίζουν να αναθέσουν αρμοδιότητες που συνδέονται με την εθνική κυριαρχία σε υπερεθνικά όργανα. Αυτή η ανάθεση αρμοδιοτήτων λοιπόν θα πρέπει να γίνεται με τη συναίνεση του κάθε κράτους, μέσα από όποια διαδικασία τούτο επιλέξει.
Σε σχέση λοιπόν ακριβώς με αυτήν την ανάθεση αρμοδιοτήτων έχει ξεκινήσει τον τελευταίο καιρό μία πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση στη Γερμανία σχετικά με τη διεξαγωγή ενός δημοψηφίσματος. Θα πρέπει εδώ να υπενθυμίσουμε ότι η συζήτηση αυτή ξεκίνησε με αφορμή τη δίκη που έγινε ενώπιον του Bundesverfassungsgericht και αφορούσε στην έγκριση με νόμο του μηχανισμού στήριξης. Με τη συνταγματική προσφυγή που υποβλήθηκε ενώπιον του το δικαστήριο κλήθηκε να αποφανθεί σχετικά με τη συνταγματικότητα του συγκεκριμένου νομοθετήματος.
Εκ πρώτης όψεως αυτό που ξενίζει είναι το ότι δεν υπάρχει αυτή τη στιγμή τουλάχιστον νέα Συνθήκη προς έγκριση. Επίσης είναι γνωστό ότι το Γερμανικό Σύνταγμα είναι από εκείνα που αναθεωρούνται εξαιρετικά εύκολα, πράγμα το οποίο έχει γίνει αρκετές φορές μέχρι σήμερα, προκειμένου να επιτευχθεί συμβατότητα με το ευρωπαϊκό δίκαιο. Η μοναδική επιφύλαξη που έχει άλλωστε εκφραστεί από γερμανικής πλευράς σε σχέση με την υπεροχή των αποφάσεων των ευρωπαϊκών οργάνων σε σχέση με αυτές των εθνικών, ήταν διαχρονικά η προστασία των συνταγματικά κατοχυρωμένων θεμελιωδών δικαιωμάτων (πρόκειται για την περίφημη νομολογία „solange“.). Ωστόσο και αυτή η επιφύλαξη έχει καμφθεί σε αρκετά μεγάλο βαθμό.
Στην παρούσα φάση λοιπόν η συζήτηση αφορά σε δημοψήφισμα, στο οποίο ο γερμανικός λαός θα κληθεί να αποφασίσει αν πραγματικά επιθυμεί την παραμονή στην Ευρωπαϊκή Ένωση με ανάθεση επιπλέον αρμοδιοτήτων στα ευρωπαϊκά όργανα. Η κρισιμότητα της συζήτησης αυτής αναδεικνύεται ακόμα περισσότερο αν αναλογιστούμε ότι η καγκελάριος έχει εκφράσει επανειλημμένως την άποψη ότι απαιτείται «περισσότερη Ευρώπη», προκειμένου να αντιμετωπιστεί η παρούσα δύσκολη οικονομική συγκυρία. Τούτο βέβαια επάγεται ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση θα έχει λόγο και ως εκ τούτου δυνατότητα εποπτείας των οικονομικών προγραμμάτων των κρατών μελών.
Οπωσδήποτε πάντως η συζήτηση αυτή συνδέεται και με την προαναφερθείσα δίκη που έχει γίνει ενώπιον του Bundesverfassungsgericht σχετικά με την έγκριση της οικονομικής συμφωνίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τα μέλη της. Παράλληλα με την κύρια συνταγματική προσφυγή οι αιτούντες είχαν υποβάλει και αίτημα για προσωρινά μέτρα, επί του οποίου η απόφαση εκδόθηκε, όπως αναμενόταν στις 12 Σεπτεμβρίου 2012.
Ειδικότερα πρόκειται για την απόφαση υπ’ αριθ. BVerfG, 2 BvR 1390/12 της 12.9.2012 .
Με σειρά συνταγματικών προσφυγών ενώπιον του συνταγματικού δικαστηρίου και στο πλαίσιο της δυνατότητας παροχής προσωρινής δικαστικής προστασίας οι αιτούντες ζήτησαν να μην επιτραπεί στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας να υπογράψει τα ψηφισθέντα νομοσχέδια σχετικά με το μηχανισμό διάσωσης του Ευρώ, ο οποίος με τον τρόπο αυτό δε θα μπορούσε να προχωρήσει στην εκπλήρωση των στόχων του. Η πολυαναμενόμενη αυτή απόφαση είχε μεγάλο ενδιαφέρον τόσο πολιτικό (η ανησυχία που προκαλούσε στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση, αλλά και σε όλες τις κυβερνήσεις των κρατών μελών ήταν τεράστια), αλλά και νομικό, ιδίως ενόψει του ότι για μία ακόμη φορά ένα σύνταγμα κράτους μέλους φαινόταν να έρχεται σε σύγκρουση με αποφάσεις οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Εν τέλει και προς μεγάλη ανακούφιση λοιπόν των αγωνιούντων η εν λόγω αίτηση δεν έγινε δεκτή και ως εκ τούτου επετράπη στον Πρόεδρο σε πρώτη φάση να υπογράψει τα κρίσιμα νομοσχέδια. Ωστόσο τούτο δε γίνεται χωρίς προϋποθέσεις. Σύμφωνα λοιπόν με την απόφαση του δικαστηρίου:
1) η ομοσπονδιακή κυβέρνηση οφείλει να διασφαλίσει ότι το ποσό που θα συνεισφέρει η Γερμανία δε θα υπερβαίνει τα 190 δισεκατομμύρια Ευρώ. Τυχόν επαύξηση αυτού του ποσού απαιτεί προηγούμενη έγκριση από το κοινοβούλιο.
2) επίσης θα πρέπει να διασφαλιστεί ότι η υποχρέωση εχεμύθειας των εκπροσώπων του ESΜ δεν μπορεί να προβάλλεται προς αποφυγή ενημέρωσης του Bundestag και του Bundesrat, ήτοι των φορέων της νομοθετικής εξουσίας στη Γερμανία.
Με την απόφαση του αυτή λοιπόν το Bundesverfassungsgericht πέραν του ότι απάλλαξε ορισμένους από τους ενδιαφερόμενους από το εύλογο και μεγάλο άγχος μιας ενδεχόμενης κρίσης στην Ευρώπη και αμφισβήτησης της συνοχής και της πορείας προς την ενίσχυση της ευρωπαϊκής ενοποίησης, έμεινε σταθερό σε μία παράδοση που ακολουθεί τις αποφάσεις αυτές από την πρώτη στιγμή που τέθηκε το κρίσιμο ζήτημα. Οι αποφάσεις είναι πάντα φιλοευρωπαϊκές, αλλά επίσης πάντα θέτουν μία ή περισσότερες προϋποθέσεις.
Πέραν αυτού όμως η όλη διαδικασία, της οποίας προφανώς έπεται συνέχεια, άνοιξε μία πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση στη Γερμανία και όχι μόνο, η οποία αφορά στο θέμα της εκχώρησης αρμοδιοτήτων σχετιζόμενων με την εθνική κυριαρχία προς όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Το συγκεκριμένο γεγονός έθεσε μία σειρά από ζητήματα που αφορούν και στην κορυφαία δημοκρατική διαδικασία που δεν είναι άλλη από τη λειτουργία του κοινοβουλίου, αλλά και των θεμάτων που τούτο καλείται να αντιμετωπίσει. Τούτο θα πρέπει να προβληματίσει και εμάς στη χώρα μας, όπου για ακόμη μία φορά μαίνεται η συζήτηση σχετικά με το αν το κοινοβούλιο θα πρέπει να έρχεται να κυρώνει συμβάσεις που συνάπτει το κράτος.
Στη μία δηλαδή περίπτωση, όπου η κοινοβουλευτική λειτουργία αναδεικνύει μία σειρά από κορυφαία θέματα και οδηγεί σε δικαστικούς ελέγχους, γεννιέται μία συζήτηση που φτάνει μέχρι του σημείου να διαπιστώνει ότι ενδεχομένως να χρειάζεται μέχρι και συνταγματική αναθεώρηση. Χαρακτηριστικό είναι επίσης ότι η συζήτηση αυτή βασίζεται σε δραστηριότητες, για τις οποίες η αρμοδιότητα του κοινοβουλίου είναι αναμφίβολη σε αντίθεση με την προαναφερθείσα νομοθετική κύρωση των συμβάσεων.
Σίγουρα το θέμα αυτό έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον και άπτεται των θεμελιωδών εξελίξεων της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, όπως την οραματίζονται οι σύγχρονοι υποστηρικτές της. Εμείς από την πλευρά μας, όπως άλλωστε το κάναμε και στο παρελθόν θα παρακολουθούμε τις εξελίξεις, οι οποίες ξεκινούν με την αναμενόμενη απόφαση του Bundesverfassungsgericht επί της κύριας συνταγματικής προσφυγής.