Συνέντευξη του Γενικού Γραμματέα του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων κ. Νικόλα Κανελλόπουλου

Συνέντευξη του Γενικού Γραμματέα του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων κ. Νικόλα Κανελλόπουλου

1) Κ. Κανελλόπουλε κατ’ αρχάς να ευχαριστήσουμε για την παρουσία σας στην πρώτη και παρθενική εμφάνιση του portal μας σήμερα. Η πρώτη ερώτηση έχει να κάνει προφανώς με την παρούσα ιδιότητά σας. Παρ’ όλο που δεν είστε ούτε ο πρώτος, ούτε και ο μόνος θα είχε ενδιαφέρον να μας πείτε, πώς αισθάνεται ένας δικηγόρος που εντάσσεται στην πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Δικαιοσύνης;
– Κατ’ αρχάς επιτρέψτε μου να σας ευχαριστήσω κι εγώ με τη σειρά μου για την πρόσκλησή σας στα «εγκαίνια» του νέου σας portal. Είμαι βέβαιος πως δεν χρειάζεστε κολακευτικά σχόλια, όμως θα πρέπει να σας συγχαρώ για τη νέα σας προσπάθεια που έρχεται να προσθέσει άλλο ένα «λιθαράκι» στη σταδιακή μετάβαση της νομικής κοινότητας στη νέα ψηφιακή εποχή.
Τώρα, όσον αφορά στην ερώτησή σας, θα έλεγα ότι της ταιριάζουν δύο απαντήσεις: μία θετικά φορτισμένη και μία αρνητικά. Κι αυτό γιατί η ιδιότητά μου ως ενός δικηγόρου της πράξης που βρίσκει τον εαυτό σε αυτή την εξαιρετικά τιμητική θέση, σε μία τόσο δύσκολη και κομβική χρονική συγκυρία για τη Χώρα ασφαλώς με φέρνει αντιμέτωπο με μια πρωτόγνωρη πρόκληση που με γεμίζει με θέληση και όρεξη για προσφορά. Ακριβώς όμως λόγω αυτών των δυσκολιών, η παρουσία μου στο Υπουργείο Δικαιοσύνης μέχρι σήμερα δεν ήταν ούτε άνετη ούτε ευχάριστη. Και ήταν σίγουρα πολύ δυσκολότερη από ό,τι μπορεί να φαντασθεί ο μέσος συνάδελφος, με αμείωτους ρυθμούς εργασίας, υπερβολική πίεση και συνεχείς δυσάρεστες «συναντήσεις» με αναχρονιστικές αντιλήψεις και προσκόμματα.

2) Η επόμενη ερώτηση απευθύνεται προς το συνδικαλιστή. Είναι γνωστό ότι επί σειρά ετών είχατε μία εξαιρετικά επιτυχημένη πορεία ως συνδικαλιστής. Σύμβουλος του ΔΣΑ για πολλά χρόνια και υποψήφιος Πρόεδρος του ΔΣΑ το 2008. Πώς είναι λοιπόν να βρίσκεστε τώρα στην απέναντι πλευρά. Να εκφράζετε δηλαδή την άποψη της εξουσίας από την πλευρά του Υπουργείου, με το οποίο κατεξοχήν διεξάγεται ο διάλογος των συνδικαλιστών του δικηγορικού κλάδου;

– Σας διαβεβαιώνω ότι οι θέσεις μου δεν έχουν αλλάξει στο ελάχιστο από την εποχή που επισκεπτόμουν το Υπουργείο ως εκπρόσωπος των συναδέλφων μου δικηγόρων. Μπορεί η θεσμική μου ιδιότητα να μην το προβλέπει, όμως εγώ εξακολουθώ να αγωνιώ για τους ίδιους λόγους που αγωνιούν χιλιάδες συνάδελφοί μου στα δικαστήρια. Εξάλλου, για να είμαι ειλικρινής, ποτέ μου δεν αισθάνθηκα, έναν και πλέον χρόνο, ότι εξέφρασα την άποψη μίας απρόσωπης και σκληρής «εξουσίας» που καταδυναστεύει τη νομική κοινότητα. Το γραφείο μου ήταν και θα παραμείνει ανοικτό σε όλους τους συναδέλφους που μάχονται για την αλλαγή και δεν φοβούνται τη ρήξη με το παρελθόν.
Σήμερα, κι από τη θέση ευθύνης όπου βρίσκομαι, συντάσσομαι ακόμη πιο ενεργά με την πλειοψηφία των Ελλήνων δικηγόρων που αποζητούν με αγωνία την αλλαγή, όχι μόνο -μικροσκοπικά- για το οικονομικό τους συμφέρον, αλλά για τη ριζική εξυγίανση και τον εξορθολογισμό του αναποτελεσματικού δικαστικού μας συστήματος.

3) Ας περάσουμε τώρα σε ένα από τα πλέον κρίσιμα ζητήματα που σχετίζονται με την αρμοδιότητα του Υπουργείου σας. Αναφερόμαστε βεβαίως στην ταχύτητα και την ποιότητα στη απόδοση της δικαιοσύνης. Πώς πιστεύετε ότι μπορεί να αντιμετωπιστεί το συγκεκριμένο ζήτημα;

– Όσο απλή είναι η διατύπωση της ερώτησής σας, τόσο σύνθετη και πολύπλοκη είναι η κατάσταση που επικρατεί σήμερα στον χώρο της Ελληνικής Δικαιοσύνης. Την ώρα που μιλούμε, τα Δικαστήριά μας υπολειτουργούν, με αποχές όλων των παραγόντων, με ματαιώσεις και αναβολές σε μακρινές δικασίμους που αποδυναμώνουν τα εύλογα συμφέροντα των πολιτών που καταφεύγουν στα Δικαστήρια.
Οι υπερβολικές καθυστερήσεις στην απονομή της Δικαιοσύνης καλύπτουν την κοινωνία μας με ένα πέπλο έλλειψης ασφάλειας δικαίου. Η διάχυτη αίσθηση ατιμωρησίας που αποθρασύνει τους παρανομούντες στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στην περιβόητη «αρνησιδικία» των ελληνικών Δικαστηρίων, η οποία -όσο κι αν θέλουν κάποιοι να αρνούνται- υπάρχει πραγματικά και την αισθανόμαστε όλοι καθημερινά. Εγώ προσωπικά είμαι από τους λίγους που δεν φοβήθηκαν να διατυπώσουν αυτή τη λέξη, ακόμη και μπροστά σε ανώτατους δικαστές, αποσαφηνίζοντας παράλληλα ότι η ευθύνη δεν βαρύνει μόνο τους δικούς τους ώμους αλλά και όλων όσων εμπλεκόμαστε άμεσα ή έμμεσα με τη στρεβλή κι αναχρονιστική λειτουργία του δικαστικού μηχανισμού στην Ελλάδα.
Βεβαίως, όπως σας είπα, δεν αρκεστήκαμε να διαχειριστούμε απλώς την κατάσταση, όπως γινόταν στο παρελθόν, αλλά αντίθετα επιδοθήκαμε από την αρχή σε ένα ογκώδες και κοπιώδες έργο να σώσουμε ό,τι είναι δυνατό, με ασφυκτικά χρονοδιαγράμματα, εν μέσω κοινωνικών εντάσεων και πρωτοφανούς έλλειψης κονδυλίων και ελλείψεων σε στελεχικό δυναμικό και υλικοτεχνικές υποδομές. Όπως γνωρίζετε, έγιναν πολύ σημαντικά βήματα τον τελευταίο χρόνο, με κορωνίδα των προσπαθειών μας τον Ν. 4055/2012, έναν νόμο που για πρώτη φορά άγγιξε δραστικά και οριζόντια και τους τρεις κλάδους της Δικαιοσύνης μας, καθώς και την ίδια την οργάνωση των Δικαστηρίων, με μέτρα μελετημένα, ύστερα από επεξεργασία και διαπραγμάτευση μηνών. Ένα νομοθέτημα που δεν αποτελεί παρά τα «Ασφαλιστικά Μέτρα», για τη δραστική, «πυροσβεστική» παρέμβαση μέχρι τη θέση σε ισχύ των νέων βασικών νομοθετημάτων, και κυρίως του νέου Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και του σαρωτικού εκσυγχρονισμού που αυτός θα επιφέρει στην πολιτική δίκη. Στην πραγματικότητα, μιλούμε για μία ευρεία δέσμη μέτρων για τη συνολική αναμόρφωση της Δικαιοσύνης μας, με την αναμόρφωση του δικαστικού χάρτη που ξεκίνησε με την ευρύτατη συγχώνευση ανενεργών Ειρηνοδικείων αλλά και με την υιοθέτηση της ψηφιακής Δικαιοσύνης (e-justice), πρώτη «απτή» επιτυχία της οποίας αποτελεί η ηλεκτρονική κατάθεση δικογράφων στο Πρωτοδικείο της Αθήνας – εκπλήρωση ενός πολύχρονου προσωπικού μου στοιχήματος.
Επομένως, παρά τον κυκεώνα των χρόνιων και δυσεπίλυτων προβλημάτων, δεν μπορεί κανείς να ισχυρισθεί ότι στο Υπουργείο Δικαιοσύνης «βασιλεύουν» άνθρωποι κουφοί, τυφλοί και ξεκομμένοι απ’ την πραγματικότητα. Και εγώ προσωπικά αλλά και όλοι οι υπουργοί με τους οποίους είχα την τιμή μέχρι σήμερα να συνεργασθώ προερχόμαστε από τους στενούς κόλπους της Ελληνικής Δικαιοσύνης, είμαστε γνώστες των προβλημάτων της και έχουμε τη διάθεση να συγκρουσθούμε με κάθε κακώς εννοούμενο συμφέρον και να δουλέψουμε συναινετικά, μαζί με τους παράγοντες της Δικαιοσύνης, για την αντιμετώπιση των παθογενειών του συστήματος.
Άλλωστε πάντοτε υποστήριζα ότι η μοναδική βιώσιμη λύση των αγκυλώσεων της Δικαιοσύνης περνά μέσα από την αλλαγή νοοτροπίας όλων μας, την εμπέδωση μιας νέας νομικής κουλτούρας. Και πιστέψτε με, η πολυθρύλητη «δικομανία» του Έλληνα έχει προ πολλού «ξοφλήσει» ως εύκολη δικαιολογία. Ζήσαμε χρόνια με την άρνηση της νομικής κοινότητας να αλλάξει σελίδα, να αναγνωρίσει ότι Δικαιοσύνη δεν είναι μόνο τα Δικαστήρια, ότι το Δίκαιο απονέμεται κι εκτός των ακροατηρίων και πως η κοινωνική ειρήνη δεν περνά αναγκαία μέσα από τη «στενωπό» των εκατέρωθεν ενδίκων μέσων και την εκκρεμοδικία της μίας δεκαετίας. Πρέπει όλοι οι νομικοί, και πρώτοι οι δικηγόροι, το παραδοσιακά πιο προοδευτικό τμήμα της δικαστικής κοινότητας, να «βάλουμε πλάτη» στις μεταρρυθμίσεις, να στηρίξουμε τους νέους θεσμούς συνδιαλλαγής και εναλλακτικής επίλυσης διαφορών. Το σύστημα της διαμεσολάβησης σχεδιάσθηκε λοιπόν με κάθε λεπτομέρεια και τίθεται άμεσα σε εφαρμογή με πιστοποιημένους διαμεσολαβητές, νομικούς της πράξης, με κατάλληλα προσόντα. Την ίδια ώρα, τα πρώτα θετικά μηνύματα του νέου θεσμού της δικαστικής μεσολάβησης αποδεικνύουν ότι επιτέλους υπάρχουν οι αναγκαίες υποδομές και νομοθετικές ρυθμίσεις. Βασικό ζητούμενο παραμένει η θέληση.

4) Σε συνάφεια με το προηγούμενο ερώτημά μας θα θέλαμε τη γνώμη σας σχετικά με τις κινητοποιήσεις των δικαστικών λειτουργών.

– Όλοι οι συνάδελφοι γνωρίζουν τις ανησυχίες μου για την λειτουργία της δικαιοσύνης και τις βαθιές δημοκρατικές πεποιθήσεις μου, που επιβάλλουν τον σεβασμό στο ιερό δικαίωμα της απεργίας, ακόμη και σε περιπτώσεις δικαστικών λειτουργών, στις οποίες prima facie το δικαίωμα αυτό φαίνεται ασύμβατο με τις ρητές συνταγματικές διατάξεις. Ωστόσο, είμαι της γνώμης ότι όλα -ακόμη και τα κοινωνικά μας δικαιώματα- πρέπει να τίθενται σε μία κλίμακα αναλογίας και να κάμπτονται μπροστά στο γενικότερο συμφέρον και τις ιδιαιτερότητες των καιρών.
Προσωπικά, δεν θα ήθελα να δω τους Δικαστές να κατέρχονται σε αποχές ακόμη μακρύτερης διάρκειας που θα είχαν απρόβλεπτες, καταστροφικές για την κοινωνία συνέπειες. Οι ίδιοι γνωρίζουν πολύ καλά τον σκληρό αγώνα που δώσαμε στο Υπουργείο για να προστατεύσουμε με κάθε τρόπο την ανεξαρτησία και την αξιοπρέπεια τους, παρά τις δυσοίωνες συνθήκες.
Σε εποχές σαν τη σημερινή, με τη Χώρα να τελεί μονίμως υπό τη «δαμόκλειο σπάθη» της καταστροφής, η απαίτηση για σύνεση, ψυχραιμία και ευσυνειδησία όλων μας, πόσο μάλλον των δικαστικών λειτουργών, γιγαντώνεται και γίνεται πιο επιτακτική από ποτέ.
Το ιερό καθήκον έναντι του πολίτη, αλλά και έναντι αυτού του ίδιου του δημοκρατικού πολιτεύματος, θα πρέπει να κυριαρχεί στη σκέψη και στη συνείδηση του έλληνα δικαστή ως το υπέρτατο χρέος.

5) Κλείνοντας και με επίγνωση των καιρών, στους οποίους ζούμε, θα θέλαμε την εκτίμησή σας σχετικά με το μέλλον. Θεωρείτε ότι η χώρα μας θα καταφέρει να ξεπεράσει την κρίση; Επίσης πιστεύετε ότι η δικαιοσύνη και οι λειτουργοί της θα μπορούσαν να δώσουν όραμα και ελπίδα στους πολίτες της χώρας μας;

– Μα αυτός ακριβώς είναι και ο συντεταγμένος ρόλος μας στη σύγχρονη Πολιτεία, στο πολίτευμά μας που όλοι πρέπει καθημερινά να αποδεικνύουμε ότι παραμένει δημοκρατικό, όπως το οραματίσθηκαν εκείνοι που το δημιούργησαν και μας το παρέδωσαν. Οι νομικοί, τόσο λόγω του επιστημονικού μας υποβάθρου, όσο και της κοινωνικής διάστασης του λειτουργήματός μας γνωρίζουμε καλά ότι η κρίση που μαστίζει τη Χώρα δεν είναι μοναχά οικονομική αλλά κύρια και πρώτιστα κρίση ηθική, κρίση θεσμών.
Σήμερα, όλοι όσοι ζούμε και δρούμε στους κόλπους της Δικαιοσύνης καλούμαστε να περιφρουρήσουμε τις αξίες της κοινωνίας μας και τις απαράβατες ανθρώπινες ελευθερίες που επιφυλάσσει ο νομικός μας πολιτισμός για κάθε κάτοικο αυτής της Χώρας, Έλληνα ή ξένο. Το δικαστικό μας σύστημα καλείται να επιτελέσει -επιτέλους- την αποστολή του, να απονείμει το Δίκαιο και να συμβάλλει στη διαδικασία κάθαρσης της ελληνικής κοινωνίας. Η αλλαγή νοοτροπίας δεν μπορεί να υποδειχθεί από κανένα Υπουργείο Δικαιοσύνης, όσα μέτρα κι αν σχεδιαστούν. Οι αλλαγές κι οι μεταρρυθμίσεις ξεκινούν από τις ίδιες τις δικαστικές αίθουσες, τα συμβούλια των δικηγορικών συλλόγων και των δικαστικών ενώσεων. Οι απαιτήσεις της κοινωνίας από τη Δικαιοσύνη δεν έχουν υπάρξει ποτέ τόσο επιτακτικές, και ταυτόχρονα τόσο δικαιολογημένες.