19 Nov ΣτΕ 3920/2014 Παπαζώη κατά Συνηγόρου του Πολίτη
Απόφαση υπ’ αρ. 3920/2014 (Δ’ Τμ.) – ΠΑΠΑΖΩΗ κατά Συνηγόρου του Πολίτη (απορρίπτει αίτ. ακυρώσεως με αρ. κατάθ. 7396/2011, ελλείψει εκτελεστότητας των προσβαλλομένων πράξεων)
(εκδόθηκε 11.11.2014, δεν έχει καθαρογραφεί – διάσκεψη 07.05.2014)
«Από τις διατάξεις των Ν. 2447/1997 και 3094/2003, που ίσχυαν κατά το χρόνο έκδοσης, αντιστοίχως, των αρχικών πορισμάτων και εγγράφων που αφορούν την επίδικη υπόθεση [έτους 2001] και της προσβαλλόμενης άρνησης ανάκλησης αυτών (…)
Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το πόρισμα του Συνηγόρου του Πολίτη δεν δεσμεύει τη Διοίκηση ή τους διοικουμένους και δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη. Τούτο προκύπτει από τις εισηγητικές εκθέσεις των Ν. 2447/1997 και 3094/2003, στις οποίες αναφέρεται ότι ο στο έχει διαμεσολαβητικό και ελεγκτικό ρόλο και δεν εκδίδει εκτελεστές διοικητικές πράξεις (βλ. ΣτΕ Δ’ 7μ. 1041/2004 επί του καθεστώτος του Ν. 2447/1997, καθώς και ΣτΕ 425/2014, 3184/2011, 3184/2011, 1653/1996 πρβλ. Conseil d’ Etat της 10.07.1981, υπόθεση Retail).
Επομένως, η αίτηση ακύρωσης κατά πορίσματος του Συνηγόρου του Πολίτη είναι απαράδεκτη, ασχέτως εάν αυτή ασκείται από το πρόσωπο που υπέβαλε την αναφορά ενώπιον του Συνηγόρου του Πολίτη ή από τρίτον που έχει αποκτήσει δικαιώματα από διοικητική πράξη, την οποία ο Συνήγορος του Πολίτη θεωρεί μη νόμιμη. Σε κάθε δε περίπτωση, αν τυχόν επακολουθήσει, κατόπιν αποδοχής από τη Διοίκηση του πορίσματος του Συνηγόρου, η έκδοση βλαπτικής εκτελεστής διοικητικής πράξης, αυτή είναι αυτοτελώς προσβλητή με το κατάλληλο, κατά περίπτωση, ένδικο βοήθημα.
Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, η κρινόμενη αίτηση, με την οποία ζητείται η ακύρωση της άρνησης του Συνηγόρου του Πολίτη να ανακαλέσει μη εκτελεστά έγγραφα του, στρέφεται κατά μη εκτελεστής πράξης και πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, σύμφωνα με το άρθρο 45 παρ. 1 του π.δ. 18/1989.
Δεν ασκούν επιρροή επί του παραδεκτού της αίτησης, οι ισχυρισμοί της αιτούσας με τους οποίους προβάλλεται: α) ότι η αιτούσα (…) αναγκάσθηκε να παραιτηθεί από την υπουργική θέση που κατείχε και, εν τέλει, από την πολιτική, υπό το βάρος αρνητικών δημοσιευμάτων και αντιδράσεων που προκλήθηκαν μετά τη δημοσιοποίηση των πορισμάτων και εγγράφων του Συνηγόρου του Πολίτη, β) ότι, πέραν αυτού, η αιτούσα υπέστη βλάβη στην περιουσία της, λόγω μείωσης της αξίας του ακινήτου της, που προκλήθηκε από την αναφορά των πορισμάτων του Συνηγόρου του Πολίτη στη γεωλογική αστάθεια του εδάφους, επί του οποίου ανηγέρθη η οικοδομή, γ) ότι η προπεριγραφείσα υλική και ηθική βλάβη δεν μπορεί να αποκατασταθεί παρά μόνον με την ανάκληση των πορισμάτων, εγγράφων και δελτίων τύπου, στην οποία ο Συνήγορος του Πολίτη όφειλε να προβεί μετά την αίτηση θεραπείας που η αιτούσα υπέβαλε (…), και δ) ότι η απόρριψη της κρινόμενης αίτησης, λόγω έλλειψης εκτελεστότητας της προσβαλλόμενης άρνησης προσβάλλει το δικαίωμα παροχής αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας (άρθρ. 20 παρ. 1 Συντάγματος άρθρο 6 Ε.Σ.Δ.Α.), εφόσον μάλιστα τα εν λόγω πορίσματα συνιστούν «διαρκή απειλή» και μπορούν να υιοθετηθούν οποτεδήποτε από διοικητική αρχή.
Είναι δε νομικώς αδιάφοροι οι προεκτεθέντες ισχυρισμοί της αιτούσας για τους εξής λόγους: α) όπως έχει κριθεί (ΣτΕ Ολομ. 3315/2014, Δ’ 7μ. 1041/2004 κ.ά.), οι διατάξεις των άρθρων 20 παρ. 1 του Συντάγματος και άρθρ. 6 ΕΣΔΑ δεν απαγορεύουν την θέσπιση από τον κοινό νομοθέτη διαδικαστικών όρων και προϋποθέσεων για την παροχή έννομης προστασίας, εφόσον δεν αναιρείται, ούτε περιορίζεται ουσιωδώς το δικαίωμα αυτό, τέτοια δε διαδικαστική προϋπόθεση για την παραδεκτή άσκηση αίτησης ακύρωσης αποτελεί, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η ύπαρξη εκτελεστής διοικητικής πράξης, πράξης δηλαδή που παράγει έννομα αποτελέσματα έναντι των διοικουμένων (ΣτΕ 744, 487/1936, 77/1938, 849/1949, 2176/1947, 1290/1948, 1828/1950, 1592/1955 κ.ά.), β) εσφαλμένα η αιτούσα υπολαμβάνει ότι στερείται δικαστικής προστασίας, διότι η ζημία την οποία ισχυρίζεται ότι έχει υποστεί από την έκδοση των ως άνω εγγράφων του Συνηγόρου του Πολίτη, μπορεί να αποκατασταθεί με την άσκηση αγωγής αποζημιώσεως ενώπιον των αρμοδίων δικαστηρίων, κατά την εκδίκαση της οποίας ελέγχεται παρεμπιπτόντως η νομιμότητα της ενέργειας που προκάλεσε η ζημία, γ) εάν τυχόν επακολουθήσει η έκδοση βλαπτικής εκτελεστής διοικητικής πράξης (π.χ. ανάκληση των οικοδομικών αδειών), αυτή είναι αυτοτελώς προσβλητή ενώπιον του αρμοδίου Δικαστηρίου και δ) πέραν του ότι οι διατάξεις που κατοχυρώνουν το δικαίωμα του αναφέρεσθαι στις αρχές δεν επιβάλλουν σε κάθε περίπτωση, χωρίς ειδική διάταξη νόμου, την έκδοση εκτελεστών διοικητικών πράξεων επί αναφοράς του ενδιαφερομένου (ΣτΕ 1590/2012, 1673/2009, 333/2007) πάντως, εν προκειμένω, δεν γεννάται εκτελεστή πράξη από την άρνηση ανάκλησης εγγράφων στερουμένων εκτελεστότητας. Εξάλλου, αβασίμως η αιτούσα επικαλείται την απόφαση του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ) της 23.03.2004 (C-234/02 P), που εκδόθηκε επί αιτήσεως αναιρέσεως του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή κατά της απόφασης της 10.04.2002 του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΠΕΚ), διότι με την απόφαση αυτή το ΔΕΚ υπογράμμισε τη διαφορά μεταξύ αιτήσεως ακυρώσεως, που προϋποθέτει την ύπαρξη νομικώς δεσμευτικής πράξης, και αγωγής αποζημιώσεως, που ασκείται παραδεκτώς για αναγνώριση της ευθύνης λόγω ζημίας που προκλήθηκε από τη δραστηριότητα του Διαμεσολαβητή, έστω κι αν οι αποφάσεις αυτού «δεν έχουν άμεσα έννομα αποτελέσματα» [βλ. σκ. 56 και, ιδίως, σκ. 59, 62-64: «Η αγωγή αποζημιώσεως είναι αυτοτελές μέσο δικαστικής προστασίας το οποίο έχει ιδιαίτερη λειτουργία στο πλαίσιο του συστήματος των μέσων δικαστικής προστασίας … Ενώ σκοπός της προσφυγής ακυρώσεως και της προσφυγής κατά παραλείψεως είναι να επιβληθεί κύρωση λόγω του παράνομου χαρακτήρα μίας νομικώς δεσμευτικής πράξης, η αγωγή αποζημιώσεως έχει ως αντικείμενο αίτηση αποκατάστασης ζημίας απορρέουσας από παράνομη πράξη ή συμπεριφορά, καταλογιστέα σε κοινοτικό όργανο ή οργανισμό… Κατά συνέπεια, στο πλαίσιο αγωγής βασιζόμενης στην εξωσυμβατική ευθύνη της Κοινότητας και έχουσας ως σκοπό την αποκατάσταση ζημίας που φέρεται ότι προκλήθηκε από τον τρόπο που ο Διαμεσολαβητής αντιμετώπισε μία καταγγελία, πρέπει να εκτιμηθεί η νομιμότητα της συμπεριφοράς του Διαμεσολαβητή κατά την άσκηση των καθηκόντων του. Επομένως, για να κρίνει αν έπρεπε να δεχθεί την αγωγή που ασκήθηκε ενώπιόν του, το Πρωτοδικείο δικαίως εξέτασε… αν ο Διαμεσολαβητής υπέπεσε στην κατάφωρη παράβαση του κοινοτικού δικαίου, την οποία του προσήπτε ο… και δικαίως ήλεγξε τον τρόπο που ο Διαμεσολαβητής αντιμετώπιση την καταγγελία του….Εν κατακλείδι, το Πρωτοδικείο όταν κήρυξε παραδεκτή την αγωγή του… δεν υπέπεσε σε νομικό σφάλμα σχετικά με την έκταση της αγωγής αποζημιώσεως» (βλ. επίσης την διάταξη του ΠΕΚ της 22.05.2000 στην υπόθεση Τα-103/99, Associazione della Cantine Sociali Venete v. Ombudsman and Parliament, σκ. 49-54, πρβλ. απόφαση του ΠΕΚ της 24.09.08 στην υπόθεση Τα-412/05, Μ. κατά Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή)].
ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ
Απορρίπτει την αίτηση