ΣΤΑΡΟΥΛΑ ΓΚΟΥΒΟΥΣΗ: Η ΘΑΝΑΤΟΠΟΙΝΙΤΙΣΑ ΠΕΘΕΡΑ

ΣΤΑΡΟΥΛΑ ΓΚΟΥΒΟΥΣΗ: Η ΘΑΝΑΤΟΠΟΙΝΙΤΙΣΑ ΠΕΘΕΡΑ

Πεθερά που έπνιξε στη στέρνα τη νύφη της η Σταυρούλα Γκουβούση στη δεκαετία το 60. Ενα οικογενειακό εγκλημα με πρωταγωνίστρια γυναίκα. Η Σταυρούλα Γκουβούση (1897 – 1960) ήταν η πρώτη Ελληνίδα που εκτελέστηκε έχοντας καταδικαστεί σε θάνατο για ποινικό αδίκημα.

Στις 7 Ιανουαρίου 1959 είχε πνίξει την έγκυο νύφη της Μεταξία Γκουβούση μέσα σε μία στέρνα στον κήπο του σπιτιού της στο Λεωνίδιο, πιστεύοντας ότι το βρέφος που κυοφορούσε ήταν καρπός παράνομου έρωτα. Συνεργός στο έγκλημά της ήταν ο 22χρονος γιος της και σύζυγος του θύματος Δημήτρης Γκουβούσης, ο οποίος εκτελέστηκε κι αυτός. Μάλιστα αρχικά μητέρα και γιος επιχείρησαν να εμφανίσουν τη δολοφονία ως ατύχημα, προσπαθώντας να παραπλανήσουν τις αρχές. Η Σταυρούλα Γκουβούση ήταν χήρα και είχε τρία παιδιά. Τα δύο μικρότερα βρίσκονταν από καιρό στην Αθήνα όπου εργάζονταν, ενώ μαζί της ζούσε μόνο ο μεγαλύτερος γιος της Δημήτρης. Στα ρεπορτάζ της εποχής, η Γκουβούση παρουσιάζεται ως μια δυναμική και αυταρχική γυναίκα, που επιθυμούσε να έχει στον απόλυτο έλεγχο τα παιδιά της.

Ο Δημήτρης Γκουβούσης είχε παντρευτεί την Μεταξία το 1954 και είχαν αποκτήσει δύο κορίτσια, το ένα από τα οποία είχε πεθάνει λίγο μετά τη γέννησή του. Από την αρχή, η Γκουβούση αντιδρούσε στον γάμο του γιου της, ισχυριζόμενη πως η Μεταξία είχε ερωτικό «παρελθόν» και δεν ήταν «άγγελος αγνότητος» (εφημ. «Ακρόπολις» – 9 Ιανουαρίου 1959), και για το λόγο αυτό ζητούσε επίμονα από αυτόν να την χωρίσει. Ο Δημήτρης, όμως, δήλωνε πως την αγαπούσε, αν και κάποιες φήμες που κυκλοφορούσαν στην αρκαδική κωμόπολη ανέφεραν πως στην πραγματικότητα παρέμενε μαζί της διότι τον συντηρούσε εκείνη με τη δουλειά της (παρασκεύαζε γλυκά προς πώληση), αφού ο ίδιος δεν εργαζόταν. Σε κάθε περίπτωση, εξαιτίας των συνεχών διενέξεων που είχαν με την Γκουβούση, ο Δημήτρης και η Μεταξία μετακόμισαν σε δικό τους σπίτι, που έχτισαν με την προίκα της Μεταξίας. Όταν η Μεταξία έμεινε ξανά έγκυος, η Γκουβούση έπεισε τον γιο της πως το παιδί δεν ήταν δικό του και επομένως έπρεπε να το «ρίξουν».

 ο πρωί της 6ης Ιανουαρίου 1959, ημέρα των Φώτων, η 62χρονη Σταυρούλα Γκουβούση πήγε, όπως συνήθιζε, στην εκκλησία της γειτονιάς της στο Λεωνίδιο Αρκαδίας. Άναψε δύο κεριά, προσευχήθηκε για λίγο και στη συνέχεια επέστρεψε στο σπίτι της. Λίγα λεπτά μετά, οι γείτονές της την άκουσαν να φωνάζει σπαρακτικά και να καλεί σε βοήθεια και έσπευσαν στην αυλή του σπιτιού της για να διαπιστώσουν τι συμβαίνει. Εκεί, η Γκουβούση τούς είπε πως είχε βρει την στέρνα ξεσκέπαστη και κοντά στο στόμιό της αφημένα ρούχα -μια ζακέτα και μια ρόμπα-, παπούτσια και ένα χαρτί που περιείχε χάπια ναυτίας. Εξήγησε πως τα ρούχα ανήκαν στη νύφη της, γυναίκα του 22χρονου γιου της Δημήτρη (ή Μήτρου), την Μεταξία, ενώ τους έδειξε κι ένα χειρόγραφο σημείωμα που βρέθηκε στο ίδιο σημείο και ανέφερε: «Φτωχτόνησε η Μεταξία Γεωργίου Αδρία, γιατί δεν της έδινε τα λεφτά που της χρωστούσε η Θάλεια, η κυρά της. Τον Μήτρο, τον άνδρα της, να μην τον πειράξετε, γιατί δεν έχει κάνει τίποτα».
Στους γείτονες που την ρώτησαν, η Γκουβούση δήλωσε ότι «αυτή η τρελλή εξετέλεσε την απόφασί της. Ευρήκα ανοιχτή τη στέρνα κι έξω ριγμένα τα ρούχα της. Η Μεταξία πληρώθηκε από τον θεό όπως της άξιζε. Και δεν σκέπτομαι τίποτα άλλο παρά ότι, αν έχη πέσει στην στέρνα μας βρώμισε το πόσιμο νερό» (εφημ. «Ακρόπολις» – 9 Ιανουαρίου 1959).

ΠΗΓΗ : PERIERGAA: Η πρώτη γυναίκα που εκτελέστηκε στην Ελλάδα

Η Γκουβούση καταδικάστηκε σε θάνατο από το κακουργιοδικείο της Κυπαρισσίας και εκτελέστηκε τα ξημερώματα της 27ης Αυγούστου 1960 στον Υμηττό. Νωρίτερα είχε υποβάλει αίτηση χάριτος με σκοπό η ποινή της να μετατραπεί σε ισόβια κάθειρξη, όμως η αίτηση απορρίφθηκε από το Συμβούλιο Χαρίτων παμψηφεί.

Η εκτέλεση της 63χρονης πεθεράς ήταν η πρώτη εκτέλεση γυναίκας στην Ελλάδα, δεν ήταν όμως η πρώτη καταδίκη σε θανατική ποινή, καθώς το 1931 είχαν καταδικαστεί σε θάνατο η σύζυγος και η πεθερά του Δημήτρη Αθανασόπουλου, η ποινή των οποίων όμως μετατράπηκε στη συνέχεια σε ισόβια κάθειρξη.

Η δίκη για το έγκλημα της Σταυρούλας Γκουβούση και του γιου της Δημήτρη πραγματοποιήθηκε μερικούς μήνες αργότερα στο Κακουργιοδικείο Κυπαρισσίας. Και οι δύο δράστες καταδικάστηκαν σε θάνατο, αφού η πράξη τους χαρακτηρίστηκε ως ιδιαζόντως ειδεχθής.

Μετά την καταδίκη της, η Γκουβούση μεταφέρθηκε στις γυναικείες φυλακές Αβέρωφ της Αθήνας. Η αίτηση χάριτος που υπέβαλλε για μετριασμό της ποινής της απορρίφθηκε παμψηφεί από το Συμβούλιο Χαρίτων. Έτσι, στις 5 το πρωί της Παρασκευής 26ης Αυγούστου 1960, ο εισαγγελέας Βέλλιος έφτασε στις φυλακές για την εκτέλεση της καταδικαστικής απόφασης. Λίγη ώρα νωρίτερα, η διευθύντρια των φυλακών είχε πληροφορήσει την Γκουβούση για όσα επρόκειτο να ακολουθήσουν και ο ιερέας των φυλακών την είχε επισκεφθεί στο κελί της για να μεταλάβει.

Ρεπορτάζ για τη δολοφονία της Μεταξίας στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 9/1/1959

Αναλυτικές πληροφορίες σχετικά δίνει το ρεπορτάζ της εφημερίδας «Μακεδονία» στο φύλλο της Κυριακής 28 Αυγούστου 1960, μεταφέροντας ταυτόχρονα και την «ατμόσφαιρα» της εποχής:

«Η Γκουβούση εδέχθη κλαίουσα να μεταλάβη, προηγουμένως όμως ζήτησε να εξομολογηθή δια να απαλλαγή, όπως είπεν, από κάτι που επίεζε την ψυχή της και δεν την άφηνε να ησυχάση ούτε λεπτό. Ο ιερεύς την εξομολόγησε, την μετέλαβε και την συνώδευσε μέχρι του αυτοκινήτου του τμήματος μεταγωγών, δια του οποίου αύτη θα μετεφέρετο εις τον τόπον της εκτελέσεως. Όταν ανήρχετο τας βαθμίδας αν και ο ιερεύς της είχεν ανακοινώσει ότι θα ‘απήρχετο μετ’ ολίγον του κόσμου τούτου’, η Γκουβούση ηρώτησε τον επικεφαλής της αστυνομικής δυνάμεως εάν θα ωδηγείτο εις τον Πειραιά (σ.σ.: τις προηγούμενες μέρες, η διευθύντρια της φυλακών, ανακοινώνοντάς της την απόρριψη της αίτησης χάριτος, της είχε πει ότι έως την εκτέλεσή της θα μετατασσόταν σε φυλακή του Πειραιά).

»‘Θα πάμε σε κάποιο εξοχικό μέρος’, ήτο η απάντησις του αξιωματικού. ‘Εκεί θα είναι πιο ωραία απ’ εδώ. Θα είσαι μόνη και ήσυχη πια, δεν θα σε ενοχλή κανένας’. ‘Αφού είναι έτσι, πάμε’ απάντησε και ανέβηκε τα σκαλοπάτια του σιδηροφράκτου αυτοκινήτου (της κλούβας). Την ηκολούθησεν ο ιερεύς, ο οποίος εκάθησε δίπλα της και ήρχισε να προσεύχεται δια την σωτηρίαν της ψυχής της.

»Ετέρου αυτοκινήτου της υπηρεσίας των φυλακών επεβιβάσθησαν ο κ. εισαγγελεύς, ο γραμματέας της εισαγγελίας και ένας υπάλληλος των φυλακών οι οποίοι και ηκολούθησαν το αυτοκίνητο του τμήματος μεταγωγών. Μετ’ ολίγων τα δύο αυτοκίνητα έφθασαν εις τον Άγιον Ιωάννην τον Θεολόγον (σ.σ.: στον Υμηττό), όπου ανέμενεν απόσπασμα εκ δώδεκα στρατιωτών με επικεφαλής ένα υπολοχαγόν (σ.σ.: το απόσπασμα προερχόταν από την «Ανωτέρα Στρατιωτική Διοίκηση Αττικής και Νήσων-ΑΣΔΑΝ»). Η Γκουβούση κατεβιβάσθη του αυτοκινήτου και ωδηγήθη εις ένα μικρόν ύψωμα, εις το σημείον όπου ύστερα από ολίγον θα έπιπτε νεκρά από τας σφαίρας του εκτελεστικού αποσπάσματος. Ηκολούθησε τον αξιωματικόν χωρίς να είπη λέξιν. Εφαίνετο ως να μη αντιλαμβάνετο τι συνέβαινε γύρω της και ότι σε λίγο θα έπαυε να ζη. Ο ιερεύς ο οποίος την ηκολούθει την ηρώτησε και πάλιν όταν έφθασαν εις το ύψωμα εάν ήθελε να είπη τι, η απάντησίς της όμως ήτο αρνητική. Ο εισαγγελεύς τότε έδωσεν εντολήν εις τον γραμματέα της εισαγγελίας να αναγνώση την απόφασιν δια της οποία η Γκουβούση είχε καταδικασθή εις την εσχάτην των ποινών. Ο κ. Μουρκουτάς (σ.σ.: ο γραμματέας της εισαγγελίας) ανέγνωσε βραδέως την απόφασιν του δικαστηρίου, μόλις δε ετελείωσε το έργον απεμακρύνθη του τόπου δια να αφήση την θέσιν του εις το εκτελεστικόν απόσπασμα.

Το ρεπορτάζ της εφημερίδας «Μακεδονία» στις 28/8/1960 για την εκτέλεση της Στ. Γκουβούση. Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στο γεγονός πως «πρώτην φοράν δια ποινικόν αδίκημα εκτελείται γυναίκα εις την Ελλάδα».

»Η Γκουβούση τον ηκολούθησε, παρέστη δε ανάγκη να επέμβη ο επί κεφαλής του αποσπάσματος ο οποίος την επανέφερεν εις το ύψωμα λέγων: ‘Εσύ δεν θα φύγης, θα μείνεις εκεί’. Τότε μόνον ηρώτησε: ‘Γιατί;’ Ο ιερεύς και πάλιν έσπευσε κοντά της και της επανέλαβεν ότι επρόκειτο να απέλθη του κόσμου, διότι η ανθρώπινη δικαιοσύνη την κατεδίκασεν εις θάνατον δια την εγκληματικήν πράξιν της εις βάρος της νύμφης της. Εις τα λόγια αυτά του ιερέως, έσκυψε το κεφάλι της και ψιθύρισε: ‘Οι άνθρωποι με κατεδίκασαν εις θάνατον, ας με συγχωρήση τουλάχιστον ο Θεός δι ό,τι έκαμα, ώστε να βρω μιας στιγμής κι εγώ ησυχία’. ‘Ο Θεός, τέκνον μου, συγχωρεί τα πλάσματά του όταν μετανοούν, σε έχει λοιπόν και εσέ συγχωρέσει αφού ησθάνθης μετάνοιαν δια την πράξιν σου’ απήντησε ο ιερεύς. ‘Ας τελειώνουμε, λοιπόν, δέσποτά μου’ είπεν η κακούργα πενθερά. ‘Δεν θέλω τίποτα άλλο απ’ αυτόν τον κόσμον. Τελείωσα πια μ’ αυτόν. Ό,τι είχα του το έδωσα, τώρα θα του δώσω και τη ζωή μου’. Και με τα λόγια της αυτά αφέθη εις την διάθεσιν των αρχών. Δεν ενδιαφέρετο πλέον δια τα περαιτέρω.

»Ο επί κεφαλής του αποσπάσματος αξιωματικός εκάλεσε τους στρατιώτας να αφήσουν τα μέχρι της στιγμής εκείνης κενά όπλα των επί του εδάφους, να απομακρυνθούν ακολούθως και να στρέψουν τας κεφαλάς των ατνίθετα προς το μέρος όπου αυτός ίστατο. Όταν δε τούτο εγένετο εγέμισε τα έξι εξ αυτών δια σφαιρών τα δε άλλα αφήκεν άσφαιρα και αφού τα ετοποθέτησεν επί του εδάφους εκάλεσε τους άνδρας του αποσπάσματος να λάβουν ένα όπλον και να καταλάβουν την θέσιν των. Όταν και τούτο εγένετο και όλα πλέον ήσαν έτοιμα δια την εκτέλεσιν, ο ιερεύς ηρώτησε την Γκουβούση εάν ήθελε να είπη τι και εάν ήθελε να της δέσουν τα μάτια. Αύτη ηρνήθη και ο επί κεφαλής αξιωματικός έδωσε το παράγγελμα ‘πυρ’ και η δολοφόνος πενθερά εξετελέσθη. Το πτώμα της παρελήφθη υπό της υπηρεσίας του δήμου και ενταφιάσθη εις το Γ΄ νεκροταφείον» (σελ. 3 και 9).

Μία εβδομάδα μετά, στις 5 το πρωί της Παρασκευής 2 Σεπτεμβρίου, εκτελέστηκε στο πεδίο βολής της περιοχής Αλυκές κοντά στην πόλη της Κέρκυρας ο Δημήτρης Γκουβούσης, μαζί με άλλους δύο θανατοποινίτες. Ο Γκουβούσης «εξομολογούμενος, ηκούσθη λέγων εις τον ιερέα, ότι ούτος δεν έπταιε δια τον στραγγαλισμόν της συζύγου του, αλλά ότι τον επήρε στον λαιμό της η μάνα του, της οποία ήτο ερωμένος…» (εφημ. «Ελευθερία» – 3 Σεπτεμβρίου 1960), στοιχείο που ωστόσο ουδέποτε επιβεβαιώθηκε.

Η είδηση της εκτέλεσης του Δημ. Γκουβούση, στην εφημερίδα «Εμπρός» της 3ης Σεπτεμβρίου 1960

Πάντως, η εκτέλεση της Σταυρούλας Γκουβούση δημιούργησε ζωηρή εντύπωση, κυρίως λόγω του γεγονότος ότι ήταν η πρώτη γυναίκα που εκτελούταν στην Ελλάδα για ποινικό αδίκημα. Μάλιστα, σύμφωνα με ρεπορτάζ της εφημερίδας «Ελευθερία» στις 28 Αυγούστου 1960, «η αναγγελία της εκτελέσεως της Γκουβούση επροκάλεσε πανικόν μεταξύ των κρατουμένων εις τας γυναικείας φυλακάς, τινές δε υπέστησαν νευρικόν κλονισμόν».

Πριν από την Γκουβούση, είχαν εκτελεστεί μόνον πολιτικές κρατούμενες κατά τη διάρκεια της Κατοχής και του Εμφυλίου Πολέμου, ενώ για έγκλημα του ποινικού δικαίου είχαν καταδικαστεί σε θάνατο -χωρίς ωστόσο να εκτελεστούν, εν τέλει- η Φούλα Αθανασοπούλου και η Άρτεμις Κάστρου, που είχαν συμπράξει στη δολοφονία του Δημήτρη Αθανασόπουλου, το 1931 (για την υπόθεση αυτή, βλέπε εδώ και εδώ). Τα επόμενα χρόνια και ως το 1974, όταν και σταμάτησε πρακτικά η εφαρμογή της θανατικής ποινής στην Ελλάδα (ο τελευταίος θανατοποινίτης που εκτελέστηκε ήταν ο Βασίλης Λυμπέρης, τον Αύγουστο του 1972 – για την εκτέλεσή του, βλέπε εδώ), απέναντι από το εκτελεστικό απόσπασμα βρέθηκαν ακόμα τρεις γυναίκες: τους πρώτους μήνες του 1962 η Αθανασία Αγγελινού, στις 4 Σεπτεμβρίου 1962 η Αλεξάνδρα Μέρδη και στις 10 Απριλίου 1965 η Αικατερίνη Δημητρέα.

Αλλες γυναίκες θανατοποινήτισες είναι:

Η επόμενη περίπτωση, αφορά μία ακόμα θανάσιμη πεθερά, την Αλεξάνδρα Μέρδη,ετών 67, η οποία δολοφόνησε το γαμπρό της ρίχνοντας στο φαγητό του παραθείο, επειδή ο «σώγαμπρος» όπως τον αποκαλούσε, είχε απότομο χαρακτήρα και ερχόταν συχνά σε σύγκρουση με τη γυναίκα του και τη πεθερά του. Η Μέρδη εκτελέστηκε στου Γουδή στις 4-9-1962

Στο ίδιο μέρος ένα μήνα μετά εκτελέστηκε και η Αθανασία Αγγελινού, 52 ετών, η οποία στις 23 Ιουνίου του 1960, σκότωσε το σύζυγο και ξάδελφό της Νικόλαο, πολτοποιώντας με μία αξίνα το κεφάλι του. Ο λόγος ήταν οι συνεχείς απιστίες του συζύγου της, ο οποίος δε μπορούσε να δεχτεί τον υποσεξουαλισμό της γυναίκας του, ο οποίος είχε προκληθεί από ατύχημα.

Τέταρτη και τελευταία, κλείνει το χορό του θανάτου η 40χρονη Μανιάτισσα Αικατερίνη Δημητρέα, καταδικάστηκε 4 (!) φορές εις θάνατον, γιατί δολοφόνησε δηλητηριάζοντας με παραθείο την 70χρονη μητέρα της, τον αδερφό της τη θεία της και το τον 5χρονο ανιψιό της (η 4χρονη ανιψιά της γλύτωσε γιατί δεν έφαγε το δηλητηριασμένο λουκούμι). Ο λόγος του πολλαπλού φονικού, είναι ότι η Δημητρέα, είχε εγκαταλειφθεί απο τον άντρα της λόγω του δύστροπου χαρακτήρα της και η οικογένειά της της το θύμιζε καθημερινά κατηγορώντας την. Η Αικατερίνη Δημητρέα εκτελέστηκε στις 10 Ιουλίου του 1965 στου Γουδή.

Πηγή: Θανατική ποινή στην Ελλάδα: Οι 4 γυναίκες που τους επιβλήθηκε η εσχάτη των ποινών | iefimerida.gr http://www.iefimerida.gr/node/64875#ixzz2QQCd57nD

Ολα τα εγκλήματα οικογενειακά!

Πηγές Αρχείο εφημερίδων «Ακρόπολις», «Απογευματινή», «Έθνος», «Ελευθερία», «Εμπρός» και «Μακεδονία»