07 Feb Οι συνεταιρισμοί
Posted at 00:00h
in Τα παλιά
Οι συνεταιρισμοί αποτελούν ένα νευραλγικούς σημασίας νομικό πρόσωπο για την εθνική μας οικονομία και ειδικότερα στις δύσκολες εποχές που διανύουμε, όπου η Ελλάδα θα πρέπει να στηριχθεί και να επικεντρωθεί στις εσωτερικές της δυνάμεις και ειδικότερα στην εσωτερική αγροτική της οικονομία, η οποία έχει την δυναμική να στηρίξει εκατοντάδες οικογένειες που ασχολούνται με τον αγροτικό κλάδο. Είναι άλλωστε προτιμητέο να καταναλώνουμε ελληνική πατάτα και ελληνική ντομάτα, παρά πατάτα Αιγύπτου ή ντομάτα Βελγίου. Ωστόσο, η σημερινή κατάσταση επιβεβαιώνει ότι οι συνεταιρισμοί, και κυρίως οι αγροτικοί, αντιμετωπίζουν μια τεράστια πρόκληση για την λειτουργία τους. Τα προσκόμματα τα οποία έχουν να αντιμετωπίσουν είναι ποικίλα.
Οι συνεταιρισμοί ξεκίνησαν ως μορφώματα προκειμένου να καλύψουν τις ανάγκες του συνεργατισμού: οι φτωχοί αγρότες, δρώντας ως μονάδες, δε μπορούν να επιτύχουν καλύτερες τιμές στην αγορά σε σύγκριση με μία ομάδα αγροτών, η οποία έχει de facto διαφορετική διαπραγματευτική ισχύ. Αυτή η γενική ιδέα, η «ισχύς εν τη ενώσει» ενσαρκώνεται στο νομικό αυτό πρόσωπο και αποτελεί (ή τουλάχιστον πρέπει να αποτελεί)σημείο αναφοράς στη λειτουργία του αγροτικού συνεταιριστικού κινήματος. Μέχρι το 1981 οι συνεταιρισμοί λειτουργούσαν εκπληκτικά: διέθεταν τεράστιες περιουσίες, εξυπηρετούσαν τα μέλη τους γρήγορα και επιτυχημένα και εν τέλει προσέφεραν έναν βαθμό αυτάρκειας σε αυτά, ενώ συνεπικουρούνταν από το κράτος, το οποίο τους εξασφάλιζε λελογισμένη χρηματοδότηση (στα όρια βέβαια των de minimis κρατικών ενισχύσεων), με αντίβαρο βέβαια οιονεί έλεγχο, δεδομένης και της σημασίας που έχει για την εθνική οικονομία ο έλεγχος τους. Αν το κράτος κατάφερνε να χειραγωγήσει συνεταιρισμούς και δευτεροβάθμιες Ενώσεις αυτών, θα ήταν πιο εύκολο να εφαρμόσει διατάξεις σε θέματα αγροτικής πολιτικής, λόγω πολιτικής εξάρτησης με παράγοντες της αγοράς.
Δυστυχώς, τα πράγματα έχουν αλλάξει τα τελευταία 30 χρόνια. Σε αυτό πιστεύω ότι ευθύνεται και η ιδιοσυγκρασία του σύγχρονου Έλληνα(και όχι ειδικά του Έλληνα αγρότη), ο οποίος, όπου «μυρίζεται» εύκολο χρήμα, θα καταφύγει σε εύκολους τρόπους να το αποκτήσει. Έτσι φαίνεται να έγινε και στην περίπτωση των συνεταιρισμών. Οι τελευταίοι, όντας πλούσιοι, λόγω των πολλών προϊόντων που παρήγαγαν, προσελάμβαναν συνεταιριστικούς υπαλλήλους σωρηδόν, με αποτέλεσμα να δαπανώνται τα χρήματα που κέρδιζαν σε συγγενείες αγροτών –συνεταιριστικούς υπαλλήλους για τη μισθοδοσία τους ενώ τα χρήματα αυτά θα μπορούσαν να επενδύονται στην παραγωγή.
Φυσικά συν τω χρόνο μεταβλήθηκε και η λειτουργία του συνεταιρισμού. Δηλαδή, εκεί που έπρεπε ο συνεταιρισμός να προσφέρει στα μέλη του και σε τρίτους τα προϊόντα του, στρέφεται στην Ένωση, τη δευτεροβάθμια συνεταιριστική οργάνωση, αποτελούμενη από πολλούς συνεταιρισμούς. Έτσι διαθέτει τα πράγματα στην Ένωση η οποία στη συνέχεια επιχειρεί να τα διοχετεύσει στην αγορά. Δεν πρέπει να είναι όμως έτσι τα πράγματα! Η καταστατικοί σκοποί της Ένωσης οφείλουν να διαφέρουν από τους αντίστοιχους του πρωτοβάθμιου συνεταιρισμού. Ο ρόλος της πρέπει να είναι συντονιστικός εν αντιθέσει με τον παραγωγικό σκοπό του συνεταιρισμού.
Επίσης, η συνεταιριστική εκπαίδευση που διενεργούταν τα προηγούμενα χρόνια δεν πραγματοποιείται, με αποτέλεσμα οι αγρότες-μέλη του συνεταιρισμού να παραπαίουν ανερμάτιστοι και η ΠΑΣΕΓΕΣ να πασχίζει να επιτελέσει το έργο της, την ιδεολογική υποστήριξη των συνεταιρισμών και Ενέσεων άνευ πόρων…Γι αυτό και περί αλλα τυρβάζει!
Ένα άλλο σημαντικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει το συνεταιριστικό κίνημα είναι το νομικό πλαίσιο που τον διέπει. Ο νόμος 4015/2011 αποτελειώνει κυριολεκτικά τους συνεταιρισμούς με πληθώρα αντισυνταγματικών διατάξεων. Αυτό το κακό νομοθέτημα αντίκειται ολοφάνερα στα συνταγματικώς κατοχυρωμένα δικαιώματα της ελευθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας, της επιχειρηματικής ελευθερίας της περιουσίας και της περιουσίας. Ειδικότερα, θέτει προϋπόθεση για σύσταση συνεταιρισμού την ύπαρξη 7 ατόμων, όταν όλες οι λοιπές ευρωπαϊκές νομοθεσίες, θέτουν ως προϋπόθεση τα 3 άτομα. Ο κανονισμός 1435/2003, που θεσμοθετεί το μοντέλο του ευρωπαικής συνεταιριστικής εταιρίας, θέτει ως όρο την συνεργασία τουλάχιστον 3 ατόμων. Η ισπανική νομοθεσία με τους κολοσσούς-συνεταιρισμούς στο λάδι και το κρασί δεν αξιώνουν πάνω από 3 άτομα για την ίδρυση συνεταιρισμού.
Επίσης, η υποχρεωτική συγχώνευση συνεταιρισμών και η υποχρεωτική μετατροπή των Ενώσεων σε… πρωτοβάθμιους συνεταιρισμούς είναι προφανώς αντικείμενες στην επιχειρηματική ελευθερία του άρθρου 5 και του 106 του Συντάγματος. Γιατί δεν πρέπει να παραβλέψουμε ότι συνεταιρισμός είναι επιχείρηση, ασχέτως του αν δεν επιδιώκει το κέρδος, αλλά την εξυπηρέτηση των αναγκών των μελών του. Αποτέλεσμα: απίστευτή κωλυσιεργία στις διαδικασίες, που βρίσκει αντίθετους συνεταιρισμούς με υγιή οικονομική θέση οι οποίοι αναγκάζονται να συγχωνευθούν με τον συνεταιρισμό του διπλανού χωριού ο οποίος τόσα χρόνια, ένεκα κακοδιαχείρισης έχει δεινή οικονομική θέση. Δηλαδή αν αυτό δεν είναι παράβαση του δικαιώματος στην επιχειρηματική ελευθερία, στην ελευθερία ανάπτυξης της προσωπικότητας τους Συντάγματος, και της περιουσίας του 1ου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ τότε τι είναι… Ας μην αναφέρω κιόλας ότι βασική συνεταιριστική αξία αναφέρεται στη συνεργασία μεταξύ συνεταιρισμών και παραβιάζεται κατάφωρα με τη θέσπιση τέτοιων νομοθετημάτων. Είναι δεδομένα που ακόμα και ο απλός νομικός, άνευ γνώσεων συνεταιρισμών και συνεταιριστικών αξιών αντιλαμβάνεται. Κι αναρωτιέμαι το Υπουργείο δεν τα βλέπει αυτά; Γιατί στρουθοκαμηλίζει, εντείνοντας το κλίμα αβεβαιότητας που επικρατεί στο συνεταιριστικό χώρο;
Οι συνεταιρισμοί ξεκίνησαν ως μορφώματα προκειμένου να καλύψουν τις ανάγκες του συνεργατισμού: οι φτωχοί αγρότες, δρώντας ως μονάδες, δε μπορούν να επιτύχουν καλύτερες τιμές στην αγορά σε σύγκριση με μία ομάδα αγροτών, η οποία έχει de facto διαφορετική διαπραγματευτική ισχύ. Αυτή η γενική ιδέα, η «ισχύς εν τη ενώσει» ενσαρκώνεται στο νομικό αυτό πρόσωπο και αποτελεί (ή τουλάχιστον πρέπει να αποτελεί)σημείο αναφοράς στη λειτουργία του αγροτικού συνεταιριστικού κινήματος. Μέχρι το 1981 οι συνεταιρισμοί λειτουργούσαν εκπληκτικά: διέθεταν τεράστιες περιουσίες, εξυπηρετούσαν τα μέλη τους γρήγορα και επιτυχημένα και εν τέλει προσέφεραν έναν βαθμό αυτάρκειας σε αυτά, ενώ συνεπικουρούνταν από το κράτος, το οποίο τους εξασφάλιζε λελογισμένη χρηματοδότηση (στα όρια βέβαια των de minimis κρατικών ενισχύσεων), με αντίβαρο βέβαια οιονεί έλεγχο, δεδομένης και της σημασίας που έχει για την εθνική οικονομία ο έλεγχος τους. Αν το κράτος κατάφερνε να χειραγωγήσει συνεταιρισμούς και δευτεροβάθμιες Ενώσεις αυτών, θα ήταν πιο εύκολο να εφαρμόσει διατάξεις σε θέματα αγροτικής πολιτικής, λόγω πολιτικής εξάρτησης με παράγοντες της αγοράς.
Δυστυχώς, τα πράγματα έχουν αλλάξει τα τελευταία 30 χρόνια. Σε αυτό πιστεύω ότι ευθύνεται και η ιδιοσυγκρασία του σύγχρονου Έλληνα(και όχι ειδικά του Έλληνα αγρότη), ο οποίος, όπου «μυρίζεται» εύκολο χρήμα, θα καταφύγει σε εύκολους τρόπους να το αποκτήσει. Έτσι φαίνεται να έγινε και στην περίπτωση των συνεταιρισμών. Οι τελευταίοι, όντας πλούσιοι, λόγω των πολλών προϊόντων που παρήγαγαν, προσελάμβαναν συνεταιριστικούς υπαλλήλους σωρηδόν, με αποτέλεσμα να δαπανώνται τα χρήματα που κέρδιζαν σε συγγενείες αγροτών –συνεταιριστικούς υπαλλήλους για τη μισθοδοσία τους ενώ τα χρήματα αυτά θα μπορούσαν να επενδύονται στην παραγωγή.
Φυσικά συν τω χρόνο μεταβλήθηκε και η λειτουργία του συνεταιρισμού. Δηλαδή, εκεί που έπρεπε ο συνεταιρισμός να προσφέρει στα μέλη του και σε τρίτους τα προϊόντα του, στρέφεται στην Ένωση, τη δευτεροβάθμια συνεταιριστική οργάνωση, αποτελούμενη από πολλούς συνεταιρισμούς. Έτσι διαθέτει τα πράγματα στην Ένωση η οποία στη συνέχεια επιχειρεί να τα διοχετεύσει στην αγορά. Δεν πρέπει να είναι όμως έτσι τα πράγματα! Η καταστατικοί σκοποί της Ένωσης οφείλουν να διαφέρουν από τους αντίστοιχους του πρωτοβάθμιου συνεταιρισμού. Ο ρόλος της πρέπει να είναι συντονιστικός εν αντιθέσει με τον παραγωγικό σκοπό του συνεταιρισμού.
Επίσης, η συνεταιριστική εκπαίδευση που διενεργούταν τα προηγούμενα χρόνια δεν πραγματοποιείται, με αποτέλεσμα οι αγρότες-μέλη του συνεταιρισμού να παραπαίουν ανερμάτιστοι και η ΠΑΣΕΓΕΣ να πασχίζει να επιτελέσει το έργο της, την ιδεολογική υποστήριξη των συνεταιρισμών και Ενέσεων άνευ πόρων…Γι αυτό και περί αλλα τυρβάζει!
Ένα άλλο σημαντικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει το συνεταιριστικό κίνημα είναι το νομικό πλαίσιο που τον διέπει. Ο νόμος 4015/2011 αποτελειώνει κυριολεκτικά τους συνεταιρισμούς με πληθώρα αντισυνταγματικών διατάξεων. Αυτό το κακό νομοθέτημα αντίκειται ολοφάνερα στα συνταγματικώς κατοχυρωμένα δικαιώματα της ελευθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας, της επιχειρηματικής ελευθερίας της περιουσίας και της περιουσίας. Ειδικότερα, θέτει προϋπόθεση για σύσταση συνεταιρισμού την ύπαρξη 7 ατόμων, όταν όλες οι λοιπές ευρωπαϊκές νομοθεσίες, θέτουν ως προϋπόθεση τα 3 άτομα. Ο κανονισμός 1435/2003, που θεσμοθετεί το μοντέλο του ευρωπαικής συνεταιριστικής εταιρίας, θέτει ως όρο την συνεργασία τουλάχιστον 3 ατόμων. Η ισπανική νομοθεσία με τους κολοσσούς-συνεταιρισμούς στο λάδι και το κρασί δεν αξιώνουν πάνω από 3 άτομα για την ίδρυση συνεταιρισμού.
Επίσης, η υποχρεωτική συγχώνευση συνεταιρισμών και η υποχρεωτική μετατροπή των Ενώσεων σε… πρωτοβάθμιους συνεταιρισμούς είναι προφανώς αντικείμενες στην επιχειρηματική ελευθερία του άρθρου 5 και του 106 του Συντάγματος. Γιατί δεν πρέπει να παραβλέψουμε ότι συνεταιρισμός είναι επιχείρηση, ασχέτως του αν δεν επιδιώκει το κέρδος, αλλά την εξυπηρέτηση των αναγκών των μελών του. Αποτέλεσμα: απίστευτή κωλυσιεργία στις διαδικασίες, που βρίσκει αντίθετους συνεταιρισμούς με υγιή οικονομική θέση οι οποίοι αναγκάζονται να συγχωνευθούν με τον συνεταιρισμό του διπλανού χωριού ο οποίος τόσα χρόνια, ένεκα κακοδιαχείρισης έχει δεινή οικονομική θέση. Δηλαδή αν αυτό δεν είναι παράβαση του δικαιώματος στην επιχειρηματική ελευθερία, στην ελευθερία ανάπτυξης της προσωπικότητας τους Συντάγματος, και της περιουσίας του 1ου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ τότε τι είναι… Ας μην αναφέρω κιόλας ότι βασική συνεταιριστική αξία αναφέρεται στη συνεργασία μεταξύ συνεταιρισμών και παραβιάζεται κατάφωρα με τη θέσπιση τέτοιων νομοθετημάτων. Είναι δεδομένα που ακόμα και ο απλός νομικός, άνευ γνώσεων συνεταιρισμών και συνεταιριστικών αξιών αντιλαμβάνεται. Κι αναρωτιέμαι το Υπουργείο δεν τα βλέπει αυτά; Γιατί στρουθοκαμηλίζει, εντείνοντας το κλίμα αβεβαιότητας που επικρατεί στο συνεταιριστικό χώρο;