30 May Νόμος 4155/13 άρθρο 64: μια διάταξη που πρέπει κανείς να προσέξει ιδιαίτερα
Δημοσιεύθηκε πρόσφατα ο Ν. 4155/2013. Στο άρθ. 64 του νόμου αυτού προβλέπεται μια νέα διαδικασία διαιτησίας η οποία προστίθεται ως άρθ. 25Α στο Ν. 3614/2007 περί «αναπτυξιακών παρεμβάσεων κλπ.».
Το άρθρο αυτό αναφέρει τα εξής:
Άρθρο 64
Διαδικασία Διαιτησίας
Στο ν. 3614/2007 (Α’ 267) προστίθεται άρθρο 25Α ως εξής:
«Άρθρο 25Α
Διαδικασία Διαιτησίας
1. Στις συγχρηματοδοτούμενες Συμβάσεις Δημοσίων Έργων στις οποίες Κύριος του Έργου
ή/και Φορέας Κατασκευής είναι δημόσια επιχείρηση του ν. 3429/2005, στις οποίες ως
διαδικασία επίλυσης διαφορών προβλέπονται οι διατάξεις των άρθρων 76 και 77 του ν.
3669/2008 ή των άρθρων 12 και 13 του ν. 1418/1984, όλες οι διαφορές που ανακύπτουν
μεταξύ του Κυρίου του Έργου ή/και του Φορέα Κατασκευής και του Αναδόχου από την
εφαρμογή ή ερμηνεία της σχετικής Σύμβασης Δημοσίου Έργου ή με αφορμή αυτή, κάθ’ όλη
τη διάρκεια ισχύος της, από τη θέση σε ισχύ της παρούσας και εφεξής, δύνανται, με επιλογή
του Κυρίου του Έργου ή του Αναδόχου, σύμφωνα με τη διαδικασία της παραγράφου 3, να
επιλύονται με τη διαδικασία Διαιτησίας που προβλέπεται στην παράγραφο 5 του παρόντος.
2. Στις Διακηρύξεις που θα προκηρυχθούν μετά τη θέση σε ισχύ της παρούσας, σχετικώς με
συγχρηματοδοτούμενες Συμβάσεις Δημοσίων Έργων μπορεί να προβλέπεται για την επίλυση
των διαφορών η εφαρμογή, κατ’ επιλογή είτε των διατάξεων των άρθρων 76 και 77 του ν.
3669/2008 είτε της διαδικασίας Διαιτησίας του παρόντος άρθρου.
3. Η επιλογή της διαδικασίας Διαιτησίας του παρόντος άρθρου γίνεται με έγγραφη δήλωση –
πρόταση, κοινοποιούμενη πάντοτε με Δικαστικό Επιμελητή, στον αντισυμβαλλόμενο και στον
εποπτεύοντα τον Κύριο του Έργου. Υπουργό, επί της όποιας, αποφαίνεται εντός
αποκλειστικής προθεσμίας 30 ημερών ο ως άνω Υπουργός. Όλες οι ως άνω διαφορές, για
την επίλυση των οποίων τα συμβαλλόμενα Μέρη επέλεξαν κατά τα ανωτέρω την προσφυγή
στη διαδικασία της Διαιτησίας του παρόντος άρθρου θα επιλύονται σύμφωνα με τις κατωτέρω
διατάξεις.
Εφόσον τα συμβαλλόμενα Μέρη επιλέξουν εγγράφως, κατά τα ανωτέρω, την προσφυγή
στη διαδικασία Διαιτησίας, η διαδικασία αυτή, όπως περιγράφεται στις παραγράφους 4 και 5,
θα εφαρμόζεται πλέον και για όλες τις υπόλοιπες διαφορές που τυχόν ανακύψουν εφεξής
μεταξύ των συμβαλλόμενων Μερών.
4. Ο Ανάδοχος πριν προσφύγει στη διαδικασία Διαιτησίας, οφείλει να υποβάλλει Ένσταση. Η
Ένσταση ασκείται μέσα σε αποκλειστική προθεσμία δεκαπέντε (15) ημερών, αφότου ο
Ανάδοχος έλαβε πλήρη γνώση της πράξης ή παράλειψης του αντισυμβαλλόμενου Μέρους,
που προσβάλλει έννομο συμφέρον του και ασκεί ται με επίδοση από τον Ανάδοχο σχετικού
εγγράφου με δικαστικό επιμελητή προς το αντισυμβαλλόμενο Μέρος, όπως εκπροσωπείται
νομίμως. Το αντισυμβαλλόμενο Μέρος υποχρεούται, εντός δύο (2) μηνών από την προς αυτό
επίδοση της Ένστασης, να εκδώσει και κοινοποιήσει με δικαστικό επιμελητή προς τον Ανάδοχο
τη σχετική απόφαση του. Σε περίπτωση που η Ένσταση απορριφθεί στο σύνολο της ή μερικώς
ή παρέλθει άπρακτη η ως άνω προθεσμία, ο Ανάδοχος μπορεί να προσφύγει στη διαδικασία
της Διαιτησίας, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 5. Η προθεσμία για την άσκηση
Ένστασης και η προθεσμία για την έκδοση Απόφασης επί της Ένστασης, αναστέλλουν την
προθεσμία προσφυγής στη διαδικασία της Διαιτησίας. Η άσκηση Ένστασης ή η διεξαγωγή
διαδικασίας Διαιτησίας δεν αναστέλλει την εκτέλεση των συμβατικών εργασιών της σχετικής
Σύμβασης ΔημοσίουΈργου. Κατ’ εξαίρεση, ο Ανάδοχος δεν υποχρεούται να υποβάλλει
Ένσταση, για όσες διαφορές έχουν ήδη ανακύψει μέχρι την κατά τα ως άνω επιλογή της
διαδικασίας Διαιτησίας, για τις οποίες έχει ήδη απορριφθεί, ρητώς ή σιωπηρώς, ένσταση του
Αναδόχου, υποβληθείσα σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 76 ή του άρθρου 12 του ν.
1418/1984.
5. Κάθε Μέρος που θεωρεί ότι υπάρχει διαφορά προς επίλυση μπορεί να προσφύγει στη
διαδικασία Διαιτησίας εντός προθεσμίας τριάντα (30) ημερών από την ημερομηνία της
επίδοσης προς αυτό της απόφασης του αντισυμβαλλόμενου Μέρους επί της Ένστασης ή της
απράκτου παρόδου της δίμηνης προθεσμίας, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 4 του
παρόντος άρθρου, με την κατάθεση αίτησης περί υποβολής της διαφοράς σε Διαιτησία του
που κοινοποιείται στο άλλο Μέρος. Η αίτηση αυτή περιέχει σαφή περιγραφή της διαφοράς και
ορισμό Διαιτητή για λογαριασμό του προσφεύγοντος. Αντίγραφο της αίτησης κοινοποιείται
υποχρεωτικά προς τον Πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας, ο οποίος θα διεξάγει και τη
σχετική κλήρωση της παραγράφου 7.
6. Το Διαιτητικό Δικαστήριο αποτελείται από τρεις (3) Διαιτητές. Το κάθε Μέρος θα ορίζει ένα
Διαιτητή. Σε περίπτωση μη διορισμού Διαιτητή από τον καθ’ ου η αίτηση εντός οκτώ (8)
ημερών από την προς αυτόν επίδοση της αίτησης περί υποβολής της διαφοράς σε Διαιτησία, ο
δεύτερος Διαιτητής θα ορίζεται για λογαριασμό του καθ’ ου από τον Πρόεδρο του Συμβουλίου
της Επικρατείας, εντός δέκα (10) ημερών από τη λήψη της σχετικής αίτησης του αιτούντος.
7. Ο Πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας εντός τριών (3) ημερών από την κατά τα
ανωτέρω κοινοποίηση σε αυτόν της αίτησης, ορίζει με κλήρωση ως Επιδιαιτητή, Σύμβουλο
Επικρατείας, περιλαμβανομένων του Προέδρου και των Αντιπροέδρων.
8. Η Διαιτησία διεξάγεται στην Αθήνα, στην ελληνική γλώσσα και διέπεται από τις διατάξεις
867 έως 903 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Το Δικαστήριο εφαρμόζει τους όρους της
παρούσας και τις διατάξεις της κείμενης Ελληνικής Νομοθεσίας. Η απόφαση λαμβάνεται υπό
των Διαιτητών κατά πλειοψηφία. Το διαιτητικό Δικαστήριο δικαιούται, στο πλαίσιο
εκκρεμούσας σε αυτό διαφοράς, να διατάσσει τη διενέργεια σχετικής πραγματογνωμοσύνης
και να εκδίδει και αποφάσεις προσωρινής αναστολής.
9. Η διαιτητική απόφαση καθορίζει τις δαπάνες της Διαιτησίας και της πραγματογνωμοσύνης,
κατά περίπτωση και την κατανομή τους στα Μέρη. Η απόφαση εκδίδεται το συντομότερο
δυνατό και πάντως όχι πέραν των τεσσάρων (4) μηνών από την ημερομηνία διορισμού του
Επιδιαιτητή. Το διαιτητικό Δικαστήριο δύναται, κατόπιν αιτήσεως εκατέρου των Μερών ή με
πρωτοβουλία του, να παρατείνει την εν λόγω προθεσμία για σπουδαίο λόγο.
10. Η διαιτητική απόφαση είναι άμεσα εκτελεστή, δεν υπόκειται σε ένδικα μέσα και είναι
δεσμευτική και για τα δύο Μέρη, τα οποία ρητά αναλαμβάνουν την υποχρέωση άμεσης
συμμόρφωσης τους προς αυτή. Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται αγωγή ακύρωσης της διαιτητικής
αποφάσεως για τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 897 του Κ.Πολ.Δ. Αν από την
εκτέλεση της διαιτητικής απόφασης πιθανολογείται κίνδυνος βλάβης της οποίας η
αποκατάσταση είναι ανεπανόρθωτη ή δυσχερώς επανορθώσιμη μπορεί να διαταχθεί μετά από
αίτηση κάποιου από τους διαδίκους ολική ή μερική αναστολή της εκτέλεσης της
προσβαλλόμενης απόφασης με τον όρο παροχής ανάλογης εγγύησης ή χωρίς εγγύηση αν η
αγωγή ακυρώσεως είναι προδήλως βάσιμη ή να εξαρτηθεί η εκτέλεση της απόφασης από την
παροχή εγγύησης του νικήσαντος διαδίκου.
11. Σε περίπτωση μη συμμετοχής κατά τη διαιτητική διαδικασία ή μη υπογραφής για
οποιοδήποτε λόγο της διαιτητικής απόφασης από Διαιτητή, αρκεί η μνεία του γεγονότος
αυτού στην απόφαση, η οποία υπογράφεται πάντοτε από τον Επιδιαιτητή.
12. Η προσφυγή στη διαδικασία Διαιτησίας δεν αίρει τη δυνατότητα των Μερών να
επιδιώξουν παραλλήλως τη συμβιβαστική επίλυση της μεταξύ τους διαφοράς, χωρίς αυτές οι
προσπάθειες επίλυσης να έχουν ως αποτέλεσμα την αναστολή της εν λόγω διαδικασίας ή των
προθεσμιών της, εκτός ρητής αντίθετης έγγραφης συμφωνίας των Μερών.
13. α) Οι διατάξεις της παραγράφου 1 δύνανται να εφαρμόζονται και για τις διαφορές, που
έχουν ήδη ανακύψει μεταξύ των Συμβαλλομένων των ως άνω Συμβάσεων Δημοσίων’Εργων,
από την εφαρμογή ή ερμηνεία της σχετικής Σύμβασης Δημόσιου’Εργου ή με αφορμή αυτή,
μέχρι τη θέση σε ισχύ του παρόντος άρθρου, εφόσον για τις διαφορές αυτές δεν έχει ήδη
λάβει χώρα η επ’ ακροατηρίω συζήτηση της τυχόν ασκηθείσης προσφυγής του Αναδόχου
ενώπιον Δικαστηρίου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 77 του ν. 3669/2008 ή του
άρθρου 13 του ν. 1418/1984.
β) Για όσες από τις ως άνω Συμβάσεις ΔημοσίουΈργου δεν έχουν ανακύψει διαφορές μεταξύ
των συμβαλλομένων Μερών μέχρι τη θέση σε ισχύ της παρούσας, για τις διαφορές που
τυχόν ανακύψουν εφεξής, η επιλογή των Μερών της παραγράφου 3 για την προσφυγή στη
διαδικασία διαιτησίας θα εκδηλούται μέσα σε αποκλειστική προθεσμία δύο (2) μηνών από την
έγγραφη δήλωση της πρώτης διαφοράς. Εφόσον για την πρώτη διαφορά, που ανακύψει μετά
τη θέση σε ισχύ του παρόντος, τα συμβαλλόμενα Μέρη επιλέξουν κατά τα ανωτέρω την
προσφυγή στη διαδικασία επίλυσης διαφορών που προβλέπεται με τις διατάξεις της παρούσας,
η διαδικασία αυτή θα εφαρμόζεται πλέον και για όλες τις υπόλοιπες ως άνω διαφορές μεταξύ
των συμβαλλόμενων Μερών.
γ) Για όσες από τις ως άνω Συμβάσεις ΔημοσίουΈργου έχουν ήδη ανακύψει διαφορές μεταξύ
των συμβαλλομένων Μερών μέχρι τη θέση σε ισχύ της παρούσας, για τις εν λόγω
ανακύψασες διαφορές, η επιλογή των Μερών για την προσφυγή στη διαδικασία διαιτησίας θα
εκδηλούται μέσα σε αποκλειστική προθεσμία δύο (2) μηνών από τη θέση σε ισχύ της
παρούσας. Στην περίπτωση αυτή, στην ως άνω συμφωνία των συμβαλλόμενων Μερών για
την επιλογή της προβλεπόμενης με τις διατάξεις της παρούσας διαδικασίας επίλυσης
διαφορών, υπό την επιφύλαξη της διατάξεως της περίπτωσης α’ της παραγράφου αυτής, θα
περιλαμβάνεται και σχετική δήλωση του Αναδόχου του Δημόσιου Έργου, με την οποία θα
παραιτείται από κάθε τυχόν ήδη ασκηθείσα εκ μέρους του ένσταση, αίτηση θεραπείας ή
προσφυγή, καθώς και ότι θα προβεί εντός ευλόγου χρόνου σε κάθε απαιτούμενη προς τούτο
ενέργεια ενώπιον του αρμόδιου Δικαστηρίου ή της αρμόδιας Αρχής».
Για την κατανόηση του άρθρου αυτού είναι αναγκαία η αναφορά σε άρθρα άλλων νόμων στα οποία παραπέμπει. Η μία είναι αυτή των συγχρηματοδοτούμενων έργων και η άλλη αυτή της δημόσιας επιχείρησης. Η διάταξη αυτή λοιπόν για την διαιτησία προϋποθέτει κατανόηση αυτών των δύο εννοιών.
Συγχρηματοδοτούμενα έργα
Ειδικότερα:
Το άρθ. 25 του Ν. 3614/2007 προ της προσθήκης του νέου άρθρου 25Α είχε ως εξής:
Άρθρο 25
Επιτάχυνση της υλοποίησης των συγχρηματοδοτούμενων πράξεων
1. Για τη συμμετοχή στις διαδικασίες σύναψης συμβάσεων προμηθειών και υπηρεσιών που υπόκεινται στις διατάξεις του π.δ. 59/2007 και του π.δ. 60/2007, οι υποψήφιοι υποβάλλουν υπεύθυνη δήλωση περί μη συνδρομής λόγων αποκλεισμού στο πρόσωπο τους από τους αναφερόμενους στο άρθρο 45 της Οδηγίας 18/2004. Πριν από την κοινοποίηση της απόφασης κατακύρωσης στον ανάδοχο, ο υποψήφιος που ανακηρύσσεται ανάδοχος της σύμβασης προσκομίζει για τη σύναψη της, εντός προθεσμίας είκοσι (20) ημερών από τη σχετική πρόσκληση της αναθέτουσας αρχής, τα επί μέρους δικαιολογητικά και έγγραφα σε σχέση με τα οποία υποβλήθηκε υπεύθυνη δήλωση. Σε αντίθετη περίπτωση αποκλείεται και η σύμβαση συνάπτεται με τον επόμενο κατά σειρά υποψήφιο με τις ίδιες προϋποθέσεις.
«Η ως άνω Υπεύθυνη Δήλωση φέρει ημερομηνία εντός των τελευταίων τριάντα ημερολογιακών ημερών προ της καταληκτικής ημέρας υποβολής των προσφορών και δεν απαιτείται βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής από αρμόδια διοικητική αρχή ή τα ΚΕΠ, ακόμα και εάν άλλως ορίζεται στην εκάστοτε προκήρυξη.»
*** Το τελευταίο εδάφιο της παρ.1 προστέθηκε με τη παρ.4 του άρθρου 21 του Ν. 4111/2013 (ΦΕΚ Α 18/25-01-2013), με έναρξη ισχύος από 05/12/2012 όπως ορίζεται στη παρ.4 του άρθρου 49 του ιδίου νόμου.
2. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Εργων και Ανάπτυξης καθορίζονται τα είδη και το περιεχόμενο των συμβουλευτικών υπηρεσιών του Παραρτήματος II Α και II Β του
π.δ. 60/2007 και XVIIA και XVIIB του π.δ. 59/2007, οι οποίες δεν υπάγονται στο ν. 3316/2005. Με την ίδια απόφαση ρυθμίζονται ειδικότερα θέματα διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων των ανωτέρω συμβουλευτικών υπηρεσιών
που αφορούν τα κριτήρια ποιοτικής επιλογής, την οργάνωση και λειτουργία επαγγελματικού μητρώου εταιρειών παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών, τα κριτήρια ανάθεσης των συμβάσεων και οι ειδικοί κανόνες που αφορούν τη συγγραφή υποχρεώσεων των αντίστοιχων προκηρύξεων και τα έγγραφα των αντίστοιχων συμβάσεων.
3. Ο προβλεπόμενος, από τη διάταξη της παρ. 27 του άρθρου 12 του ν. 3310/2005 (ΦΕΚ 30 Α`), έλεγχος νομιμότητας επί των συγχρηματοδοτούμενων συμβάσεων προμηθειών αγαθών, παροχής υπηρεσιών και εκτέλεσης έργων διενεργείται
υποχρεωτικά πριν από τη σύναψη τους από κλιμάκια του Ελεγκτικού Συνεδρίου εφόσον η προϋπολογιζόμενη δαπάνη υπερβαίνει το ποσό των πέντε (5) εκατομμυρίων ευρώ, (χωρίς Φ.Π.Α.). Ο έλεγχος αυτός περατώνεται εντός τριάντα (30) ημερολογιακών ημερών από της κατάθεσης του σχετικού φακέλου στο Ελεγκτικό Συνέδριο. Σε περίπτωση που από τον έλεγχο διαπιστωθεί έλλειψη στοιχείων, αυτά ζητούνται από τον αρμόδιο φορέα κατά τρόπο πλήρη και εξαντλητικό πριν την παρέλευση της ανωτέρω προθεσμίας. Ο έλεγχος ολοκληρώνεται μετά την κατάθεση και των συμπληρωματικών στοιχείων σε κάθε περίπτωση εντός αποκλειστικής προθεσμίας δεκαπέντε (15) ημερών από της καταθέσεως αυτών. Εάν παρέλθουν οι ανωτέρω προθεσμίες χωρίς το σχέδιο σύμβασης να έχει απορριφθεί με αιτιολογημένη πράξη του Ελεγκτικού Συνεδρίου, τούτο θεωρείται εγκεκριμένο.
4. Οι προγραμματικές συμβάσεις, οι οποίες συνάπτονται μεταξύ δύο αναθετουσών αρχών, όπως αυτές ορίζονται στην παρ. 9 του άρθρου 1 του ν. 3316/2005, και αφορούν συγχρηματοδοτούμενα έργα, δεν εμπίπτουν στον προβλεπόμενο από την
παρ. 27 του άρθρου 12 του ν. 3310/2005, όπως ισχύει, έλεγχο νομιμότητας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, εφόσον το ύψος του προϋπολογισμού των έργων τα οποία αφορά η προγραμματική σύμβαση είναι κατώτερο των δέκα (10) εκατομμυρίων ευρώ.
Για τις συμβάσεις ανάθεσης έργων προμηθειών και υπηρεσιών Συμπεριλαμβανομένων και των μελετών που συνάπτονται στο πλαίσιο των προγραμματικών συμβάσεων εφαρμόζονται τα προβλεπόμενα από την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου.
5. Σε περίπτωση κήρυξης απαλλοτριώσεως ακινήτου που αφορά ή συνδέεται με συγχρηματοδοτούμενο έργο, οι προθεσμίες που προβλέπονται στην οικεία νομοθεσία για την εκδίκαση διαφορών που προκύπτουν στο πλαίσιο της προκήρυξης και εκτέλεσης αυτού (και των μετ` αυτών συνεχόμενων υπηρεσιών και προμηθειών) τηρούνται απαρεγκλίτως, οι δε σχετικές υποθέσεις προσδιορίζονται και εκδικάζονται καθ` υπέρβαση του ορισμένου αριθμού υποθέσεων κατά δικάσιμο. Οι σχετικές δικαστικές αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων για τον προσδιορισμό των αποζημιώσεων δημοσιεύονται, υπογράφονται και καθαρογράφονται κατά απόλυτη προτεραιότητα εντός τριάντα (30) ημερών από τη συζήτηση.
6. Για κάθε συγχρηματοδοτούμενη πράξη, εξαιρουμένων των πράξεων κρατικών ενισχύσεων, προϋπολογισμού μεγαλύτερου των είκοσι πέντε (25) εκατομμυρίων ευρώ, δύναται να ορίζεται ή ανατίθεται από τον φορέα χρηματοδότησης επισπεύδον τρίτο φυσικό ή νομικό πρόσωπο ανεξάρτητο ως προς το μηχανισμό παραγωγής της πράξης προκειμένου να καταρτίσει εξ αρχής λεπτομερές χρονοδιάγραμμα ενεργειών και να παρακολουθεί την ορθή τήρηση του υποβάλλοντας σχετικές αναφορές στον φορέα χρηματοδότησης.
7. Με προεδρικό διάταγμα, το οποίο εκδίδεται μετά από πρόταση του αρμόδιου Υπουργού και για τον αποτελεσματικότερο σχεδιασμό και εκτέλεση τεχνικών Έργων υποδομής που διέπονται από το ν.1418/1984, όπως ισχύει, είναι δυνατή η συνένωση διοικητικών μονάδων μελετών και κατασκευής έργων υπό μία ενιαία διοικητική μονάδα.
8. Οι διατάξεις των παραγράφων 1, 2, 3, 4 και 5 του παρόντος άρθρου, εφαρμόζονται και για συγχρηματοδοτούμενα έργα της περιόδου 2000-2006, καθώς και για έργα που συγχρηματοδοτούνται από το πρόγραμμα Αγροτικής Ανάπτυξης και το επιχειρησιακό πρόγραμμα “Αλιείας”.
«9. Οι δαπάνες αρχαιολογικών ερευνών και εργασιών που προκαλούνται κατά την εκτέλεση συγχρηματοδοτούμενων από την Ευρωπαϊκή Ενωση δημόσιων τεχνικών έργων υπό την έννοια του ν. 1418/1984 (ΦΕΚ 55 Α`), όπως αυτός ισχύει,
χρηματοδοτούνται από τον κύριο του έργου και αφορούν: α) την αρχαιολογική παρακολούθηση των εργασιών από την αρμόδια Υπηρεσία Αρχαιοτήτων του Υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού, β) τη διενέργεια σωστικών ανασκαφών, κατά την έννοια του άρθρου 37 του ν. 3028/2002 (ΦΕΚ 153 Α`) και γ) τη λήψη προληπτικών μέτρων προστασίας των μνημείων έναντι κινδύνων κατά τη διάρκεια της υλοποίησης του έργου ή και κατά τη φάση της λειτουργίας του. Εφόσον ο προϋπολογισμός των δαπανών αυτών υπερβαίνει το 5% επί του συνολικού προϋπολογισμού του έργου, εγκρίνεται με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού και Τουρισμού μετά από αιτιολογημένη γνώμη των αρμόδιων Κεντρικών Συμβουλίων του ίδιου Υπουργείου.»
*** Η παρ.9 προστέθηκε με την παρ.15 άρθρου 10 Ν.3840/2010,ΦΕΚ Α 53/31.3.2010.
«10. α. Στις περιπτώσεις συγχρηματοδοτούμενων δημόσιων έργων στις διακηρύξεις υποχρεωτικά περιλαμβάνεται δυνατότητα χορήγησης προκαταβολής σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 51 του ν. 3669/2008 (ΑΊ16)».
«β. Στις συγχρηματοδοτούμενες συμβάσεις δημοσίων έργων που έχουν προκηρυχθεί χωρίς πρόβλεψη χορήγησης προκαταβολής στη διακήρυξη ή με πρόβλεψη προκαταβολής μικρότερης του δέκα τοις εκατό (10%), δύναται να χορηγείται στον ανάδοχο προκαταβολή, κατά παρέκκλιση των διατάξεων της παραγράφου 1 του άρθρου 51 του ν. 3669/2008, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%) του ολικού ποσού της σύμβασης (χωρίς αναθεωρήσεις και ΦΠΑ), έναντι ισόποσης εγγυητικής επιστολής.»
*** Το εδάφιο β΄της παρ.10 αντικαταστάθηκε ως άνω με την περ.2.α. της υποπαραγράφου Η.6. άρθρου πρώτου Ν.4093/2012,ΦΕΚ Α 222/12.11.2012.
«γ. Τα ανωτέρω εδάφια α` και β` αφορούν και τα συγχρηματοδοτούμενα έργα που ανατίθενται από τους ΟΤΑ α` βαθμού και τα νομικά τους πρόσωπα και κατισχύουν κάθε άλλης γενικής ή ειδικής διάταξης για τους φορείς αυτούς.»
*** Το εδάφιο γ΄της παρ.10 προστέθηκε με την περ.2.β. της υποπαραγράφου Η.6. άρθρου πρώτου Ν.4093/2012,ΦΕΚ Α 222/12.11.2012.
11. Για τα συγχρηματοδοτούμενα έργα, που εκτελούν ως δικαιούχοι το Δημόσιο, τα Ν.Π.Δ.Δ., οι Ο.Τ.Α., οι σύνδεσμοι ή επιχειρήσεις των Ο.Τ.Α., οι μη εισηγμένες στο χρηματιστήριο Ανώνυμες Εταιρείες του δημοσίου, δύναται να συμπεριλαμβάνεται στο ποσό που χορηγείται από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων (Π.Δ.Ε.) και το ποσό του μη επιλέξιμου για συγχρηματοδότηση Φ.Π.Α.
Η δυνατότητα αυτή αποτελεί όρο χρηματοδότησης της πράξης και περιλαμβάνεται στην απόφαση ένταξης και στο σύμφωνο αποδοχής όρων. Ο Φ.Π.Α. που καταβάλλεται στους ως άνω δικαιούχους από το Π.Δ.Ε. και στη συνέχεια συμψηφίζεται ή επιστρέφεται σύμφωνα με τις κείμενες περί Φ.Π.Α. διατάξεις, αποτελεί οφειλή προς το δημόσιο, η οποία εκκαθαρίζεται μετά την ολοκλήρωση και επιστρέφεται από το δικαιούχο στα έσοδα του Π.Δ.Ε. ή συμψηφίζεται με αντίστοιχες χρηματοδοτήσεις του φορέα εκτέλεσης από εθνικούς πόρους του Π.Δ.Ε. Στην ίδια υποχρέωση εκκαθάρισης υπάγονται και τυχόν προηγηθείσες χρηματοδοτήσεις του Π.Δ.Ε. για ποσά μη επιλέξιμου Φ.Π.Α. των ως άνω φορέων από το έτος 2011 και μετά. Με κοινή απόφαση των
Υπουργών Οικονομικών και Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας ρυθμίζονται οι περιπτώσεις εφαρμογής της παρούσας διάταξης, η διαδικασία χρηματοδότησης, ο τρόπος εκκαθάρισης και κάθε σχετικό θέμα.
12. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας και του καθ` ύλην αρμόδιου Υπουργού μπορεί να εκχωρείται μέρος των πιστώσεων Εθνικής ή/και Κοινοτικής Συμμετοχής του ΕΣΠΑ στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο πλαίσιο της κεντρικής διαχείρισης, κατά την έννοια του άρθρου 53α του Κανονισμού 1605/2002 (ΕΕ L 248 της 16.9.2002, σ. 1) όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, για τη δημιουργία Ταμείων Εγγυήσεων ή/και Δανείων για έργα που εκτελούνται στην Ελληνική Επικράτεια.»
*** Οι παράγραφοι 10,11 και 12 προστέθηκαν με την παράγραφο 3 άρθρου 242 Ν.4072/2012,ΦΕΚ Α 86/11.4.2012.
«13. Κατά παρέκκλιση κάθε άλλης γενικής ή ειδικής διάταξης, μπορεί να προβλέπεται στις προκηρύξεις συγχρηματοδοτούμενων από το ΕΣΠΑ δημοσίων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών, ότι για τα αποτελέσματα του σταδίου του ελέγχου των δικαιολογητικών συμμετοχής και του σταδίου της αξιολόγησης της τεχνικής προσφοράς μπορεί να εκδίδεται μια και μόνο εκτελεστή διοικητική πράξη από το κατά περίπτωση αρμόδιο όργανο. Κατά παρέκκλιση κάθε άλλης γενικής ή ειδικής διάταξης, μπορεί να προβλέπεται στις προκηρύξεις συγχρηματοδοτούμενων από το ΕΣΠΑ δημοσίων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών, ότι για τα αποτελέσματα του σταδίου της αξιολόγησης της οικονομικής προσφοράς και του σταδίου του ελέγχου των δικαιολογητικών κατακύρωσης του προσωρινού αναδόχου μπορεί να εκδίδεται μια και μόνο εκτελεστή διοικητική πράξη από το κατά περίπτωση αρμόδιο όργανο.»
*** Η παράγραφος 13 προστέθηκε με τη παρ.5 του άρθρου 21 του Ν. 4111/2013 (ΦΕΚ Α 18/25-01-2013), με έναρξη ισχύος από 05/12/2012 όπως ορίζεται στη παρ.4 του άρθρου 49 του ιδίου νόμου.
[«14. Κατά παρέκκλιση του άρθρου 26 ν. 1882/1990 (Α` 43) και κάθε άλλης γενικής ή ειδικής διάταξης, ή τυχόν αντίθετου συμβατικού όρου, επιτρέπεται μέχρι 31.12.2012 η πληρωμή αναδόχων συγχρηματοδοτούμενων δημοσίων συμβάσεων και δικαιούχων συγχρηματοδοτούμενων έργων, πλην έργων κρατικών ενισχύσεων, χωρίς την υποχρέωση προσκόμισης αποδεικτικού φορολογικής ή/και ασφαλιστικής ενημερότητας ή βεβαίωσης οφειλής.»
«15. Κατά παρέκκλιση των διατάξεων του άρθρου 22 του ν. 2362/1995, καθώς και κάθε άλλης ειδικής διάταξης, δεν απαιτείται σύμπραξη του Υπουργού Οικονομικών για την έκδοση κανονιστικών διοικητικών πράξεων που αφορούν συγχρηματοδοτούμενα προγράμματα, οι οποίες προκαλούν δαπάνη που, αναγνωρίζεται και βαρύνει το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων».]
*** Οι παράγραφοι 14 και 15 είχαν προστεθεί με την παράγραφο 8 άρθρου 1 της από 18.12.2012 Π.Ν.Π.,ΦΕΚ Α 246/18.12.2012η οποία (παράγραφος 8) όμως στη συνέχεια ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο δεύτερο Ν.4128/2013,ΦΕΚ Α 51/28.2.2012.
(με το άρθρο πρώτο του οποίου και κυρώθηκε η αυτή Π.Ν.Π.)
Το άρθρο, επομένως, αναφέρεται σε συγχρηματοδοτούμενα έργα, έννοια η οποία πάντως είναι σχετικά ασαφής. Μπορεί να συμπεριλάβει μεγάλη κατηγορία έργων και συμβάσεων που θα κριθεί εν τέλει ερμηνευτικά.
Η διάταξη δεν αφορά κάθε έργο αυτού του είδους αλλά μόνον αυτά που εκτελούνται από δημόσιες επιχειρήσεις. Και η έννοια αυτή είναι κομβική για το νόημα της διάταξης.
Σε κάθε περίπτωση, πρόκειται για συγχρηματοδοτούμενες συμβάσεις δημοσίων έργων όπου Κύριος του Έργου ή Φορέας Κατασκευής είναι δημόσια επιχείρηση του Ν. 3429/2005, στον οποίο περιέχονται οι ακόλουθοι ορισμοί:
Υπαγόμενοι φορείς
Άρθρο 1
Ορισμοί και πεδίο εφαρμογής
1. Για τους σκοπούς του νόμου αυτού, ως “δημόσια επιχείρηση” νοείται κάθε ανώνυμη εταιρεία, στην οποία το ελληνικό δημόσιο δύναται να ασκεί άμεσα ή έμμεσα αποφασιστική επιρροή, λόγω της συμμετοχής του στο μετοχικό της κεφάλαιο ή της χρηματοοικονομικής συμμετοχής του ή των κανόνων που τη διέπουν.
2. Η άσκηση αποφασιστικής επιρροής από το ελληνικό δημόσιο τεκμαίρεται όταν το ελληνικό δημόσιο ή νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου ή νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου χρηματοδοτούμενα από το ελληνικό δημόσιο ή από νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου σε ποσοστό άνω του πενήντα τοις εκατό ή άλλες δημόσιες επιχειρήσεις υπό την έννοια του παρόντος νόμου:
α) είναι κύριοι μετοχών που εκπροσωπούν την απόλυτη πλειοψηφία του καταβεβλημένου μετοχικού κεφαλαίου της ή
β) ελέγχουν την πλειοψηφία των δικαιωμάτων ψήφου στη γενική της συνέλευση ή
γ) δύνανται να διορίζουν το ήμισυ πλέον ενός των μελών του διοικητικού της συμβουλίου ή
δ) χρηματοδοτούν την ετήσια δραστηριότητά της σε ποσοστό άνω του πενήντα τοις εκατό.
3. Ως “δημόσια επιχείρηση” νοείται και κάθε ανώνυμη εταιρεία συνδεδεμένη με άλλη δημόσια επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 42 ε παρ. 5 του κ.ν. 2190/1920, όπως ισχύει.
4. Το Κεφάλαιο Α΄ του νόμου αυτού εφαρμόζεται σε όλες τις δημόσιες επιχειρήσεις, στις οποίες δεν συμπεριλαμβάνονται οι εταιρείες για τις οποίες εφαρμόζεται το Κεφάλαιο Β΄.
5. Το Κεφάλαιο Β΄ του νόμου αυτού εφαρμόζεται:
α) στις ανώνυμες εταιρείες των οποίων μετοχές έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά (χρηματιστήριο), εφόσον το Δημόσιο ή τα νομικά πρόσωπα της παρ. 2 του παρόντος άρθρου εξακολουθούν να συμμετέχουν στο μετοχικό τους κεφάλαιο με οποιοδήποτε ποσοστό συμμετοχής,
β) στις ανώνυμες εταιρείες που είναι συνδεδεμένες με τις εισηγμένες εταιρείες της προηγούμενης περίπτωσης, κατά την έννοια του άρθρου 42ε παρ. 5 του κ.ν. 2190/1920,
γ) στις ανώνυμες εταιρείες ως προς τις οποίες έχει αποφασιστεί η έναρξη διαδικασιών αποκρατικοποίησης δια της εισαγωγής μετοχών τους σε οργανωμένη αγορά, με απόφαση της Διυπουργικής Επιτροπής Αποκρατικοποιήσεων του ν. 3049/2002 (ΦΕΚ 212 Α΄).
*** ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ: Σχ. με αποσπάσεις προσωπικού των εταιρειών της παρ.5 του παρόντος άρθρου βλ. άρθρο 21 Ν.3581/2007,ΦΕΚ Α 140.
“δ) στις ανώνυμες εταιρίες των οποίων το δικαίωμα διορισμού της πλειοψηφίας των μελών του διοικητικού συμβουλίου ή των οργάνων της διοίκησης ή το δικαίωμα άσκησης της διαχείρισης της επιχείρησης έχει μεταβιβασθεί εν όλω ή εν μέρει από το Δημόσιο σε τρίτους που δεν αποτελούν πρόσωπα της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, με απόφαση της Διυπουργικής Επιτροπής Αποκρατικοποιήσεων του ν. 3049/2002 (ΦΕΚ 212 Α`) εφόσον το Δημόσιο ή νομικά πρόσωπα της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου εξακολουθούν να συμμετέχουν στο μετοχικό τους κεφάλαιο με οποιοδήποτε ποσοστό συμμετοχής.”
*** Η περ.δ΄προστέθηκε με το άρθρο 42 Ν.3891/2010,ΦΕΚ Α 188/4.11.2010.
6. Με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών και του εποπτεύοντος Υπουργού, υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του Κεφαλαίου Α΄ του νόμου αυτού, εφαρμοζομένων αναλόγως, νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου (εκτός των δημοσίων επιχειρήσεων) χρηματοδοτούμενα από το Δημόσιο ή από νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου σε ποσοστό άνω του πενήντα τοις εκατό (“Οργανισμοί”), καθώς και δημόσιες επιχειρήσεις που έχουν εξαιρεθεί από το πεδίο εφαρμογής του Κεφαλαίου αυτού.
*** ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ:Με το άρθρο 1 παρ.4 Ν.3581/2007 “Πώληση και ταυτόχρονη μίσθωση ακινήτων του Δημοσίου, μακροχρόνιες και χρηματοδοτικές μισθώσεις του Δημοσίου και άλλες διατάξεις”, ΦΕΚ Α 140,ορίζεται ότι:
“4. Τα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου (Ν.Π.Ι.Δ.), τα οποία υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής του Κεφαλαίου Α` του ν. 3429/2005 (ΦΕΚ 314 Α`), δύνανται να συνάπτουν για λογαριασμό τους τις συμβάσεις της παραγράφου 1, με την προϋπόθεση ότι σχέδιο τους έχει συμπεριληφθεί στα εγκρινόμενα κάθε φορά από τη Διυπουργική Επιτροπή Δημοσίων Επιχειρήσεων και Οργανισμών, κατά το άρθρο 6 του ν. 3429/2005, επιχειρησιακά τους σχέδια. Η κατάρτιση και σύναψη των ως άνω συμβάσεων γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις που διέπουν τα ανωτέρω Ν.Π.Ι.Δ.. Τα ως άνω Ν.Π.Ι.Δ. δύνανται να παρέχουν πληρεξουσιότητα στην Κ.Ε.Δ, για την κατάρτιση και σύναψη των συμβάσεων αυτών”.
*** ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ: Με το άρθρο 56 παρ.4 και 5 Ν.3691/2008, ΦΕΚ Α 166/5.8.2008,ορίζεται ότι:
“4. Για τις δημόσιες επιχειρήσεις επί των οποίων συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του Κεφαλαίου Α` του ν. 3429/2005, ανεξαρτήτως εάν έχουν εξαιρεθεί από την εφαρμογή του νόμου αυτού, και οι οποίες εμφανίζουν αρνητικά οικονομικά αποτελέσματα με βάση τον τελευταίο δημοσιευμένο ισολογισμό ή επιχορηγούνται από τον Κρατικό Προϋπολογισμό για τη λειτουργία τους, η προσφυγή στον Οργανισμό Μεσολάβησης και Διαιτησίας, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 16 του ν. 1876/1990 (ΦΕΚ 27 Α`), δύναται να γίνει μόνο με κοινή απόφαση εργαζομένων και επιχείρησης και μετά από σύμφωνη γνώμη της Διυπουργικής Επιτροπής Δημοσίων Επιχειρήσεων και Οργανισμών του άρθρου 10 του ν. 3429/2005.
5. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου ισχύουν από την κατάθεση του στη Βουλή των Ελλήνων”.
*** ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ:
«Ειδικά για το έτος 2012, ο λόγος ένα προς πέντε διατηρείται για τους φορείς της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 3812/2009, με εξαίρεση τις δημόσιες επιχειρήσεις, οργανισμούς και ανώνυμες εταιρείες του άρθρου 1 του ν. 3429/2005, για τις οποίες ο λόγος τροποποιείται για το 2012 σε ένα προς δέκα, δηλαδή μία πρόσληψη ανά δέκα αποχωρήσεις.»
*** Το δεύτερο εδάφιο της παρ.1 προστέθηκε με το άρθρο 7 παρ.3 Ν.4051/2012, ΦΕΚ Α 40/29.2.2012.
Από τους προαναφερθέντες ορισμούς φαίνεται στη συγκεκριμένη περίπτωση η ΕΓΝΑΤΙΑ ΟΔΟΣ ΑΕ να εμπίπτει στην έννοια της δημόσιας επιχείρησης ως ΚτΕ. Ανάλογα ισχύει για το ΑΤΤΙΚΟ ΜΕΤΡΟ και σειρά άλλων ΔΕΚΟ όπως μας είναι γνωστές. Και το εύρος της διάταξης αυτής θα ερμηνευθεί εν τέλει κατά περίπτωση αλλά το δίχως άλλο περιλαμβάνει πολλούς αν όχι τους περισσότερους γνωστούς φορείς.
Διαδικασία υπαγωγής σε διαιτησία
Η διαδικασία μπορεί να αφορά είτε νέες είτε και υφιστάμενες διαφορές που ήδη εκκρεμούν στα δικαστήρια.
Κρίσιμος αναδεικνύεται ο ρόλος του προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας και φαίνεται ότι η όλη διάταξη εμπνέεται από βούληση να ολοκληρωθούν οι διαδικασίες με ταχύτητα και αποτελεσματικότητα. Παρέχεται επίσης προσωρινή προστασία (ασφαλιστικά) κάτι που έχει σημαντικό ενδιαφέρον για περιπτώσεις που υπάρχουν και εγγυητικές επιστολές.
Σε ό,τι αφορά την υπαγωγή υφιστάμενων διαφορών σε διαιτησία που είναι και η πιο σύνθετη, η διαδικασία έχει ως εξής:
1) Απαιτείται επίδοση έγγραφης δήλωσης-πρότασης προς τον αντισυμβαλλόμενο και προς τον αρμόδιο εποπτεύοντα Υπουργό, εν προκειμένω τον Αναπληρωτή Υπουργό ΑΝΑΝΤΥΠΟΜΕΔΙ, εντός 2 μηνών από τη θέση σε ισχύ της διάταξης, δηλαδή έως 29/07/2013. Μαζί με αυτήν ο Ανάδοχος θα πρέπει να επιδίδει και δήλωση για την παραίτηση από τυχόν ασκηθέντα ένδικα βοηθήματα ή μέσα. Στην πράξη θα πρέπει, πάντως, να εξαντλούνται όλα τα χρονικά περιθώρια παραίτησης, προκειμένου ο Ανάδοχος να διασφαλίζεται σε περίπτωση που η διαιτητική διαδικασία δεν ευοδωθεί, έτσι ώστε να μη βρεθεί χωρίς δικαστική προστασία.
2) Ο Υπουργός αποφαίνεται επί της δήλωσης για υπαγωγή σε διαιτησία εντός 30 ημερών. Εφόσον αυτή γίνει δεκτή, όλες οι διαφορές από την ίδια σύμβαση θα επιλύονται με διαιτησία. Ζήτημα τίθεται με το αν η άπρακτη πάροδος του 30ημέρου θα πρέπει να θεωρείται ως σιωπηρή έγκριση ή απόρριψη. Με δεδομένο ότι στη διατύπωση αναφέρεται η έννοια «δήλωση-πρόταση», καθώς και με βάση τα ισχύοντα στην προδικασία δημοσίων έργων, η παρέλευση του 30ημέρου μάλλον θα πρέπει να θεωρείται ως σιωπηρή απόρριψη.
3) Για τις υφιστάμενες διαφορές για τις οποίες έχει ήδη ασκηθεί ένσταση του νόμου περί δημοσίων έργων και έχει απορριφθεί, δεν απαιτείται εκ νέου η άσκηση ένστασης. Σε αυτήν την περίπτωση θα πρέπει να επιδοθεί αίτηση διαιτησίας εντός 30 ημερών, προθεσμία η οποία κατά συνδυασμένη ερμηνεία θα πρέπει να θεωρηθεί ότι άρχεται από την αποδοχή της υπαγωγής σε διαιτησία εκ μέρους του Υπουργού. Μαζί με την αίτηση, το προσφεύγον μέρος θα ορίζει και τον διαιτητή του. Η αίτηση θα επιδίδεται και προς τον πρόεδρο του ΣτΕ, ο οποίος με κλήρωση θα ορίζει τον επιδιαιτητή μεταξύ των Συμβούλων, των Αντιπροέδρων και του ιδίου του Προέδρου του ΣτΕ. Ομοίως ο Πρόεδρος του ΣτΕ ορίζει τον (δεύτερο) διαιτητή, εφόσον δεν προβεί σε ορισμό το καθ’ ου.
4) Η διαιτησία θα διεξάγεται στην Αθήνα κατά τις σχετικές διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Το διαιτητικό δικαστήριο δικαιούται να διατάξει πραγματογνωμοσύνη, δυνατότητα η οποία έχει σημασία στην περίπτωση των έργων όπου προφανώς τίθενται πολλά τεχνικά ζητήματα.
5) Τέλος, ενδιαφέρουσα είναι και η πρόβλεψη της παρ. 8, κατά την οποία το διαιτητικό δικαστήριο μπορεί να εκδίδει και αποφάσεις προσωρινής αναστολής, εισάγοντας απόκλιση προς τα γενικώς ισχύοντα στην ελληνική διαιτησία, κατά τα οποία μέχρι σήμερα δεν ήταν δυνατή η λήψη ασφαλιστικών μέτρων από διαιτητικό δικαστήριο.
6)
Για τις νέες διαφορές τα πράγματα φαίνονται πιο απλά