10 Nov μεγάλα κρατικά έργα και έκφραση δυσπιστίας στην εθνική δικαιοσύνη
- Τείνει διεθνώς διαμορφούμενη μία ειδική κατηγορία διαιτητικής επίλυσης διαφορών, η λεγόμενη κατασκευαστική διαιτησία, η οποία συνεχώς και ποικιλοτρόπως διευρύνεται αλλά και προκαλεί σημαντικές συζητήσεις και διαφωνίες, αφορά δε στα μεγάλα έργα κατασκευαστικού αντικειμένου, διεθνούς ενδιαφέροντος με συμβαλλόμενους κράτη. Η συμμετοχή των κρατών στις συμβάσεις που συνάπτονται για την κατασκευή των έργων αυτών καθιστά την κατασκευαστική διαιτησία μια διαιτησία που ενδιαφέρει έντονα τα κράτη αλλά και τη διεθνή επιχειρηματική κοινότητα, η οποία συμμετέχει σε ανάλογες συναλλαγές. Πρόκειται, συνεπώς, για την ιδιαίτερη περίπτωση της κατασκευαστικής διαιτησίας μεγάλων συμβάσεων διεθνούς ενδιαφέροντος, η οποία αφορά σε έργα άλλως ονομαζόμενα και “Mega Projects”. Πολύ συχνά, όπως αναφέρθηκε, σε τέτοιου είδους συμβάσεις συμβάλλονται και κράτη ή κρατικοί φορείς.
- Η οριοθέτηση της έννοιας της κατασκευαστικής διαιτησίας κρίνεται αναγκαία και συνεπής με τις διεθνείς τάσεις και εξελίξεις λόγω της διεθνοποίησης των συναλλαγών, αλλά και των προτύπων κατασκευαστικών συμβάσεων με αντισυμβαλλόμενους κράτη ή κρατικούς φορείς και ιδιωτικές εταιρίες. Οι αντισυμβαλλόμενοι επιδιώκουν την κατασκευή μεγάλων έργων με την συνδρομή διεθνών εταίρων, στο πλαίσιο δε των συμβάσεων αυτών επιλέγεται η διαιτησία ως πλέον κατάλληλος τρόπος επίλυσης διαφορών. Η διαιτησία, με δεδομένο ότι το ένα συμβαλλόμενο μέρος είναι κράτος ή κρατικός φορέας, εκφράζει τη δυσπιστία στην εθνική δικαιοσύνη και το δικαιοδοτικό σύστημα από τον αντισυμβαλλόμενο ιδιώτη, την οποία και θεωρεί ευκολότερα ελεγχόμενη από το κράτος. Μέσα από τη διαιτησία επιδιώκει ο ιδιώτης συμβαλλόμενος μία εξίσωση με τον αντισυμβαλλόμενο του στο πλαίσιο της επίλυσης των διαφωνιών από ένα δικαστήριο, χωρίς αυτό να αποτελεί μέρος της κρατικής αποστολής, εντασσόμενο στο εκάστοτε εθνικό δικαιοδοτικό σύστημα.
- Το ίδιο ισχύει και όταν συμβάλλονται περισσότερα κράτη και ιδιώτες για την ολοκλήρωση μίας συμβατικής σχέσης (π.χ. ένας μεγάλος αγωγός), οπότε η επιλογή κάποιου εθνικού δικαστηρίου και δικαιοδοτικού συστήματος θα έθιγε τα λοιπά. Ως λύση ισοτιμίας προτείνεται κάποιας μορφής διαιτησία.
- Το κράτος, ως αντισυμβαλλόμενος σε εθνικά έργα υποδομής ή σε συμβάσεις διεθνούς ενδιαφέροντος, έγινε η αφορμή να γίνει αποδεκτή η διαιτησία ως μέθοδος επίλυσης διαφωνιών στη σύμβαση του καναλιού της Μάγχης από το γαλλικό νομικό σύστημα που δυσπιστούσε σοβαρά στη διαιτησία[1].
Η κατασκευαστική διαιτησία στην Ευρώπη
- Η διαιτησία έγινε αποδεκτή στο ηπειρωτικό δίκαιο στην Ευρώπη μετά το 1990, με αφορμή κυρίως τις συμβάσεις παραχώρησης δημοσίων έργων[2] που ενέπλεκαν τραπεζικό δανεισμό, ως αξίωση των τραπεζών ενόψει της έγκαιρης διευθέτησης των διαφορών[3].
- Η σύμβαση παραχώρησης δημοσίων έργων, που αφορά κατασκευαστικό αντικείμενο και προκαλεί κατασκευαστικές διαφορές, αυτονομήθηκε ως συμβατικός τύπος από τη στιγμή που δόθηκε ο ορισμός της οδηγίας 93/37/ΕΟK[4] και έχει τύχει επεξεργασίας τόσο από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όσο και από τα όργανα της ΕΕ[5]. Ως αυτόνομος συμβατικός τύπος και ανεξάρτητα από τη σύμβαση παραχώρησης δημόσιας υπηρεσίας, εκλήθη να παίξει έναν κρίσιμο ρόλο κατά την τελευταία δεκαετία του 20ου αιώνα στην Ευρώπη, μέσα σε καθεστώς οικονομικής ύφεσης[6]. Στο πλαίσιο του συγκεκριμένου συμβατικού τύπου, είναι δυνατό σήμερα να μιλήσει κανείς για την ύπαρξη ενός επαρκούς συστήματος δημιουργίας υποδομών με διάφορους τύπους ιδιωτικής χρηματοδότησης, οι οποίοι μπορούν να ενταχθούν στο συμβατικό τύπο της σύμβασης παραχώρησης δημοσίων έργων.
- Η σύμβαση παραχώρησης δημοσίων έργων, μέσα από πλείονα συστήματα χρηματοδότησης (ΒΟΟ, ΒΟΤ, PFI[7] κ.ο.κ.), κατέστη τρόπος τον οποίο επιλέγουν τα κράτη και η Ένωση για την προαγωγή «σχεδίων», καθώς και η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων ενόψει της κοινοτικής τους χρηματοδότησης. Ο συμβατικός αυτός τύπος προσέφερε ένα επαρκές σύστημα και ένα minimum κανόνων για την προώθηση της ιδιωτικής χρηματοδότησης των έργων υποδομής, στα οποία συντελέσθηκε η επιδιωκόμενη συνεργασία ιδιωτών και κρατών μελών. Ο συγκεκριμένος συμβατικός τύπος επέλεξε τη διαιτησία ως τρόπο επίλυσης των διαφορών που προκύπτουν από το συμβατικό πλέγμα το οποίο ρυθμίζει τις συμβάσεις που συνάπτονται συνολικά για την εκπλήρωση του σκοπού αυτών.
- Η σύμβαση παραχώρησης του καναλιού της Μάγχης ανέδειξε για πρώτη φορά το πρόβλημα της αποδοχής της ρήτρας διαιτησίας σε συμβάσεις έργων για το ηπειρωτικό σύστημα δικαίου. Η σύμβαση περιέχει ρήτρα διαιτησίας και εμπλέκει, ως εφαρμοστέα, τόσο το γαλλικό όσο και το αγγλικό δίκαιο (άρθρο 19.6). Το ζήτημα του διττού εφαρμοστέου δικαίου (γαλλικού και αγγλικού) και, σε περίπτωση αδυναμίας κοινών αρχών, των αρχών του διεθνούς δικαίου των συναλλαγών, προκάλεσε στον Λόρδο Mustill έντονη απορία, την οποία εξέφρασε στη Βουλή των Λόρδων στης 21 Ιανουαρίου του 1993 ως νομικό παράδοξο[8].
- Η σύμβαση παραχώρησης δημοσίων έργων προέβλεψε ρήτρα διαιτησίας, ρύθμιση η οποία, όσον αφορά το γαλλικό δίκαιο και τη θεωρία του γαλλικού διοικητικού δικαίου, ήταν ιδιαίτερα προωθημένη. Η επίλυση των διαφορών με διαιτησία ήταν επίτευγμα της αγγλοσαξονικής επίδρασης. Τη διαιτητική επίλυση των διαφορών σε αυτό το είδος των συμβάσεων άφησε ως κληρονομιά η συγκεκριμένη σύμβαση και σε άλλες συμβάσεις που ακολούθησαν στην Ευρώπη, παρότι τα νομικά συστήματα δεν ήταν πάντα ιδιαίτερα φιλόξενα σε διαιτησίες για κατασκευαστικές συμβάσεις[9].
- Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, μάλιστα, λίγα χρόνια αργότερα εισηγήθηκε την πρόβλεψη διαιτητικής συμφωνίας για το σύνολο των έργων που υπάγονται στα διευρωπαϊκά δίκτυα[10].
- Ιδιαίτερο ενδιαφέρον στον επιστημονικό διάλογο υπήρξε με αφορμή το μεγάλο έργο της κατασκευής της Disneyland στο Παρίσι, το οποίο επικεντρώθηκε μάλιστα στη διαιτησία. Η θεωρία του “Project Finance”[11] δοκιμάσθηκε στην Ευρώπη με αφορμή την κατασκευή και λειτουργία του θεματικού πάρκου της Eurodisneyland. Το έργο αυτό έτυχε της συστηματικής υποστήριξης των αρμόδιων υπουργών της Γαλλίας της εποχής, με πρώτους τους Laurent Fabius και τον Jacques Chirac. Έτυχε, επίσης, της συστηματικής υποστήριξης μεγάλων τραπεζικών οργανισμών, όπως του Group Suez, της BNP, της Société Générale, της Warburg & Co LtD και της Caisse Nationale de Crédit Agricole[12].
- Πολυετείς διαπραγματεύσεις, που ξεκίνησαν το 1985 από την τότε Υπουργό Εμπορίου Edith Cresson, ολοκληρώθηκαν το 1987 από τον Jacques Chirac με την υπογραφή στις 24/3/1987 σύμβασης–πλαισίου, όπως ονομάσθηκε. H σύμβαση που υπογράφηκε ήταν διαρκείας 30 ετών και εκτάσεως 173 σελίδων και οδήγησε σε μια εκτεταμένη συμφωνία το γαλλικό Δημόσιο, οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης (Seine et Marne, Région Ile-de-France), ένα νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, το Etablissement public d’aménagement de la ville nouvelle de Marne–la-Valée, την Régie autonome des Transports Parisiens και την εταιρία Walt Disney[13]. Η σύμβαση αυτή εγκρίθηκε με το “Décret 87-193 du 24 mars 1987 Décret approuvant la convention pour la création et l’exploitation d’ Eurodisneyland en France et le projet d’intérêt général relatif au quatrième secteur de Marne-la-Vallée”.
- Η σύμβαση αυτή θεωρήθηκε διοικητική σύμβαση από το γαλλικό ΣτΕ (Conseil d’Etat)[14], με αφορμή τον προβληματισμό που τέθηκε για το πρόβλημα της σύναψης διαιτητικής συμφωνίας με την αλλοδαπή εταιρία. Ο κύριος λόγος του χαρακτηρισμού αυτού ήταν η έντονη παρουσία προνομίων δημόσιας εξουσίας στο όλο συμβατικό σχήμα.
- Με αφορμή τη συγκεκριμένη σύμβαση τέθηκε, μεταξύ άλλων, εναργές στο γαλλικό δίκαιο το πρόβλημα της σύναψης διαιτητικής ρήτρας σε διοικητικές συμβάσεις[15]. Το Conseil d’Etat είχε γνωμοδοτήσει με αφορμή την ίδια σύμβαση κατόπιν ερωτήματος από τον αρμόδιο υπουργό, υπέρ της ακυρότητας μιας ενδεχόμενης διαιτητικής ρήτρας στη σύμβαση αυτή[16]. Η θέση αυτή οδήγησε στην αναγκαιότητα ψήφισης νέου νόμου. Με το άρθρο 9 του νόμου της 19/8/1986[17] ορίσθηκε ότι, κατά παρέκκλιση του άρθρου 2060 του γαλλικού Αστικού Κώδικα, το κράτος, οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης και τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, έχουν δικαίωμα σε συμβάσεις που συνάπτονται με αλλοδαπές εταιρίες για την εκτέλεση έργων εθνικού ενδιαφέροντος, να συνάπτουν διαιτητική συμφωνία για την επίλυση των διαφορών που συνδέονται με την εφαρμογή και την ερμηνεία ων συμβάσεων αυτών, εφόσον δεν είναι δυνατό να επιλυθούν άλλως[18].
- Η γνωμοδότηση του Conseil d’Etat[19] είχε ως άμεση συνέπεια την ψήφιση της ειδικής αυτής διάταξης, η οποία χαρακτήρισε τη σχετική σύμβαση, για την οποία και ψηφίσθηκε η διάταξη, ως σύμβαση «εθνικού ενδιαφέροντος». Ας σημειωθεί ότι σήμερα στη Γαλλία η διαιτησία γίνεται αποδεκτή και στον κώδικα δημοσίων έργων.
- Η δυσπιστία αυτή στο θεσμό της διαιτησίας στο ηπειρωτικό σύστημα παραμένει πάντα στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος. Τα τακτικά δικαστήρια δεν χάνουν ευκαιρία να αμφισβητούν τις διαιτητικές ρήτρες ή τις διαιτητικές αποφάσεις, οδηγώντας τους συμβαλλόμενους σε προβληματισμό σχετικά με το αν θα υιοθετήσουν αυτή την διαδικασία επίλυσης διαφορών ή όχι, αλλά και την επιστήμη σε έντονο διάλογο για τα υπέρ και τα κατά του θεσμού.
[1] Για την υποχώρηση των απαγορεύσεων διαιτησίας στις διοικητικές συμβάσεις στη Γαλλία, βλ. Φορτσάκης, Θ., Διαιτησία και Διοικητικές Διαφορές, εκδόσεις Π.Ν. Σάκκουλας, 1998, σ. 214-215. Επίσης, Brabant, A., Les marchés publics et privés dans l’ U.E. et Outre-Mer, tome II, Bruylant, Bruxelles, 1996, σ. 796-797.
[2] Για την έννοια αυτή βλ. Ράικος, Δ.Γ., Δίκαιο Δημοσίων Συμβάσεων, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2014, σ. 70 επ., όπου και πλούσια βιβλιογραφία: «Η σύμβαση παραχώρησης είναι η σύμβαση εκείνη με την οποία το κράτος ή άλλος δημόσιος φορέας αναθέτει σε ιδιώτη ανάδοχο, φυσικό ή νομικό πρόσωπο (παραχωρησιούχο ή ανάδοχο δημόσιας υπηρεσίας ή παραχώρησης), τη διαχείριση και εκμετάλλευση, με δική του ευθύνη, δημόσιας οικονομικής υπόθεσης, και ιδίως την άσκηση μιας δημόσιας υπηρεσίας υπό την λειτουργική έννοια του όρου, ή την κατασκευή και εκμετάλλευση δημόσιου έργου. Ο δε ανάδοχος αναλαμβάνει την υποχρέωση να διατηρεί σε λειτουργία το έργο ή την δημόσιας χρήσης υπηρεσία σε όλη τη διάρκεια του χρονικού διαστήματος που έχει συμβατικά καθορισθεί έναντι ανταλλάγματος (εργολαβικό αντάλλαγμα), το οποίο συνίσταται είτε αποκλειστικά στο δικαίωμα εκμετάλλευσης του έργου ή της υπηρεσίας είτε στο δικαίωμα αυτό σε συνδυασμό με την καταβολή αμοιβής, με αποτέλεσμα ο ανάδοχος να αναλαμβάνει τον επιχειρηματικό κίνδυνο που σχετίζεται με την εκμετάλλευση του έργου ή της υπηρεσίας». Γέροντας, Α., Δίκαιο Δημοσίων Έργων, εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2009, σ. 82. Γενικά για τις συμβάσεις παραχώρησης, Τροβά, Ε., Η σύμβαση παραχώρησης δημοσίων έργων στα ελληνικά δικαστήρια: ένας ξαφνικός και απρόσμενος επισκέπτης, ΔΔΙΚΗ/2003, σ. 603 επ., Τροβά, Ε. / Κούτρας, Δ., Η κατασκευή του ενιαίου ευρωπαϊκού χώρου και η σύμβαση παραχώρησης δημοσίων έργων – Σπουδή στην διαλεκτική των πόλων εξουσίας, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, 2002, Τροβά, Ε. / Σκουρής, Π., Το κοινοτικό δίκαιο των συμβάσεων παραχώρησης και των συμπράξεων δημοσίου και ιδιωτικού τομέα, Κείμενα εργασίας, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, 2005, Γκιτσάκης, Ι., Η παραχώρηση δημόσιας υπηρεσίας και δημοσίου έργου, εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2006.
[3] Τροβά, Ε., Το κοινοτικό δίκαιο των δημοσίων συμβάσεων και το δίκαιο της απελευθέρωσης του διεθνούς εμπορίου, Αντ. Σάκκουλας 2001.
[4] Στο άρθρο 1 της οδηγίας 93/37/ΕΟΚ ορίζεται, μεταξύ άλλων, η έννοια της σύμβασης παραχώρησης δημοσίων έργων. Σύμφωνα με το άρθρο αυτό, «η παραχώρηση δημοσίων έργων είναι μια σύμβαση η οποία παρουσιάζει τα ίδια χαρακτηριστικά με τις αναφερόμενες στο στοιχείο α) συμβάσεις, εκτός του ότι το εργολαβικό αντάλλαγμα συνίσταται είτε αποκλειστικά στο δικαίωμα εκμετάλλευσης του έργου είτε στο δικαίωμα αυτό σε συνδυασμό με καταβολή αμοιβής». Είναι προφανής, από τον ορισμό αυτό, ο εννοιολογικός δεσμός του συγκεκριμένου συμβατικού τύπου με τον ορισμό της σύμβασης δημοσίου έργου. Κατά ρητή δήλωση της οδηγίας, η μοναδική εννοιολογική διαφοροποίηση συνίσταται στο είδος του συμβατικού ανταλλάγματος. Είναι συνεπώς απαραίτητο για την εννοιολογική της αποσαφήνιση η αναγωγή στον ορισμό της έννοιας του δημοσίου έργου. Η οδηγία 93/37/ΕΟΚ ορίζει τις συμβάσεις δημοσίων έργων ως εξής: «α) οι συμβάσεις δημοσίων έργων είναι συμβάσεις εξ επαχθούς αιτίας συναπτόμενες εγγράφως μεταξύ, αφενός, ενός εργολήπτη και, αφετέρου, μιας αναθέτουσας αρχής, όπως αυτή ορίζεται στο στοιχείο β), και οι οποίες έχουν ως αντικείμενο είτε την εκτέλεση, είτε τόσο την εκτέλεση όσο και μελέτη έργων που αφορούν μία από τις δραστηριότητες που αναφέρονται στο παράρτημα ΙΙ ή ενός έργου, όπως αυτό ορίζεται στο στοιχείο γ), είτε ακόμη την πραγματοποίηση, με οποιαδήποτε μέσα, ενός έργου το οποίο ανταποκρίνεται στις επακριβώς αναφερόμενες από την αναθέτουσα αρχή ανάγκες». Εξίσου απαραίτητος για την συνολική εννοιολογική διευκρίνιση της έννοιας της σύμβασης παραχώρησης δημοσίων έργων είναι ο ορισμός της έννοιας των έργων που δίδει η αυτή οδηγία. Σύμφωνα με το άρθρο 1. γ της οδηγίας «ως έργο νοείται το αποτέλεσμα ενός συνόλου οικοδομικών εργασιών ή εργασιών πολιτικού μηχανικού που προορίζεται να πληροί αυτό καθαυτό μια οικονομική ή τεχνική λειτουργία».
[5] H αυτονόμηση αυτή δεν έγινε χωρίς κόστος για τη γαλλική θεωρία, η οποία πάντα και σταθερά προβληματίζεται για το πώς ένας συγγενής όρος του γαλλικού δικαίου απέκτησε διαφοροποιημένη υπόσταση, χωρίς να ληφθεί υπόψη η γαλλική εκδοχή. Σχετικά και αντί πολλών για το ζήτημα βλ. Auby, J.F., La délégation de service public, Dalloz, 1997,σ. 18.
[6] Βλ. αντί πολλών για το θέμα Kissinger, H., Διπλωματία, Νέα Σύνορα Λιβάνης, 1995, σ. 816 επ.
[7] Για τα συστήματα αυτά γίνεται λόγος στο δεύτερο μέρος του παρόντος. Aξίζει να επισημανθεί ότι σύμφωνα με κάποιους θεωρητικούς, ο όρος ΒΟΤ εφευρέθηκε στη δεκαετία του 1970 από τον Τούρκο Πρωθυπουργό Turgut Ozal, με αφορμή την κατασκευή κάποιων έργων. Η Τουρκία υπήρξε μεταξύ των πρώτων χωρών που εγκαθίδρυσαν νομοθετικά το σύστημα ΒΟΤ. Σχετικά με τον προβληματισμό αυτό αλλά και για περισσότερη πληροφόρηση ανάλογης φύσεως βλ. Bettinger, Ch., La gestion déléguée des services publics dans le monde, Concession ou BOT, Berger-Levrault, L’administration Nouvelle, Paris 1997, σ. 97. Βλ. επίσης σ. 101 επ. ως προς τις διάφορες ποικιλίες αυτών των συμβατικών τύπων.
[8] Brabant, A., Les Marchés publics et privés dans la CEE et Outre – Mer, Bruylant – Bruxelles 1992, T. 2, σ. 681 επ.
[9] Στη Γαλλία απαιτήθηκε να ψηφισθεί ειδικός νόμος στις 19/8/1986, βλ. ειδικά άρθρο 9 αυτού. Η συγκεκριμένη διαιτητική ρήτρα για τη σύμβαση παραχώρησης του καναλιού της Μάγχης καλύφθηκε από τη Διεθνή Σύμβαση για την οποία έγινε λόγος ανωτέρω, βλ. σχετικά για το ζήτημα Patrikios, A., L’arbitrage en matière administrative, LGDJ, 1977, Paris, σ. 121 επ., Φορτσάκης, Θ., Διαιτησία και Διοικητικές Διαφορές, Π.Ν. Σάκκουλας, Δίκαιο και Οικονομία,1998, σ. 214 επ., Φουστούκος, Α., Διαιτησία, Αντ. Σάκκουλας 2000. Για το ίδιο θέμα βλ. αναλυτικότερα στο Κεφάλαιο ΙΙΙ του παρόντος σε σχέση με τη ρήτρα διαιτησίας στην Ευρωντίσνεϋλαντ.
[10] Βλ σχετικά και Φορτσάκης, Θ., Διαιτησία και Διοικητικές Διαφορές, ΠΝ Σάκκουλας, Δίκαιο και Οικονομία,1998, σ. 220 επ.
[11] Αντί πολλών για τις θεωρίες αυτές βλ. Finnetry, J., Project Financing, Asset Based financial engineering, Wiley & sons INC, NY, 1996, όπου και βιβλιογραφία.
[12] Gardiola, C. / de Vaissiere, Ph., Project Finance: Indosuez & Euro Disneyland, Εuromoney 1989.
[13] Brabant, A., Les Marchés publics et privés dans la CEE et Outre – Mer, Tome II, Le Droit et les faits, Bruyllant , Bruxelles 1996, σ. 266 επ.
[14] CE 23/3/1992, Martin et autres, AJDA/1992 (376) και RDI/1992 (313) με παρατηρήσεις Gaudemet, Y., Savoie et Touvet, H.
[15] Φορτσάκης, Θ., Διαιτησία και διοικητικές διαφορές, Δίκαιο και Οικονομία, Π. Ν. Σάκκουλας, 1998, σ. 215.
[16] Σχετικά βλ. ανωτέρω.
[17] Loi du 19 aout 1986 “portant dispositions diverses relatives aux collectivités locales”, art. 9.
[18] Patrikios, A., L’arbitrage en matière administrative, LGDJ, 1997, σ. 125.
[19] Για ένα γενικότερο προβληματισμό σε σχέση με τα θέματα που τέθηκαν στο Conseil d’Etat ιδίως σε σχέση με τις διεθνείς διοικητικές συμβάσεις ή τις διοικητικές συμβάσεις που αφορά οικονομικές διεθνείς συναλλαγές. βλ. Patrikios, A., L’arbitrage en matière administrative, ανωτέρω, σ. 126 επ.