ΚΩΔΙΚΑΣ ΣΥΜΒΟΛΑΙΟΓΡΑΦΩΝ

ΚΩΔΙΚΑΣ ΣΥΜΒΟΛΑΙΟΓΡΑΦΩΝ

 
Ο ΚΩΔΙΚΑΣ ΣΥΜΒΟΛΑΙΟΓΡΑΦΩΝ

ΝΟΜΟΣ ΥΠ’ΑΡΙΘ.2830/2000
Κώδικας Συμβολαιογράφων.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ
ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:

Αρθρο πρώτο
Κυρώνεται ως Κώδικας, σύμφωνα με το άρθρο 76 παρ. 6 του Συντάγματος και άρθρο 16 παρ. 15 του Ν. 2298/95, το ακόλουθο σχέδιο νόμου, το οποίο έχει συνταχθεί από νομοπαρασκευαστική επιτροπή που συγκροτήθηκε με τις 75119/1995, 35442/1996, 176637/1998 και 165079/1999 αποφάσεις του Υπουργού Δικαιοσύνης.

ΚΩΔΙΚΑΣ ΣΥΜΒΟΛΑIΟΓΡΑΦΩΝ

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΣΥΜΒΟΛΑIΟΓΡΑΦΩΝ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
ΟΡΓΑΝΩΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Αρθρο 1
Καθήκοντα συμβολαιογράφων.

1. Ο Συμβολαιογράφος είναι άμισθος δημόσιος λειτουργός με καθήκοντα:
α. Να συντάσσει και να φυλάσσει έγγραφα συστατικά ή αποδεικτικά δικαιοπραξιών και δηλώσεων των ενδιαφερομένων όταν η σύνταξη των εγγράφων αυτών είναι υποχρεωτική σύμφωνα με το νόμο ή όταν οι ενδιαφερόμενοι επιθυμούν να προσδώσουν σε αυτά κύρος δημοσίου εγγράφου.
β. Να εκδίδει απόγραφα ή αντίγραφα των εγγράφων του εδαφίου α’, καθώς και αντίγραφα των προσαρτημένων και αναφερομένων σε αυτά εγγράφων.
γ. Να θεωρεί ιδιωτικά έγγραφα για την απόκτηση βέβαιης χρονολογίας.
Για τη θεώρηση αυτή συντάσσεται σχετική συμβολαιογραφική πράξη.
δ. Να βεβαιώνει το γνήσιο της υπογραφής που τίθεται ενώπιόν του σε
κάθε έγγραφο που σχετίζεται με τη συναπτόμενη πράξη.
ε. Να ενεργεί κάθε άλλη πράξη που του αναθέτει ο νόμος. Επίσης δύναται να ενεργεί και κάθε άλλη πράξη σχετική με την άσκηση του έργου του.
2. Ο συμβολαιογράφος μπορεί να μεταφράζει με ευθύνη του στην ελληνική γλώσσα έγγραφα συνταγμένα σε ξένη γλώσσα τα οποία του προσκομίζονται και είναι χρήσιμα για την κατάρτιση μιας από τις αναφερόμενες πράξεις, θεωρώντας τα για την πραγματοποίηση της μετάφρασης και για την ακρίβειά τους.

Αρθρο 2
Έδρα συμβολαιογράφων.

1. Στην έδρα κάθε ειρηνοδικείου συνιστάται με προεδρικό διάταγμα μία τουλάχιστον θέση συμβολαιογράφου.
2. Αν μεταβληθεί η έδρα του ειρηνοδικείου, δεν μεταβάλλεται αυτοδικαίως και η έδρα του Συμβολαιογράφου, αλλά η τυχόν υπάρχουσα θέση Συμβολαιογράφου παραμένει εφεξής στην έδρα του καταργούμενου ειρηνοδικείου. Από την εφαρμογή των διατάξεων του π.δ. 110/2012 (Α`193) δεν θίγονται οι υφιστάμενες θέσεις των Συμβολαιογράφων στις έδρες ή στις περιφέρειες των συγχωνευομένων ειρηνοδικείων, η έδρα και η κατά τόπο αρμοδιότητα.
3. Αν στην έδρα ειρηνοδικείου υπάρχουν δύο ή περισσότερες θέσεις συμβολαιογράφων, μπορεί να οριστεί άλλος δήμος ή κοινότητα της ίδιας
ειρηνοδικειακής περιφέρειας ως έδρα μιας ή περισσότερων από τις θέσεις
αυτές, μόνο αν αυτό εξυπηρετεί τα συμφέροντα των συναλλασσομένων.
Η έδρα που ορίζεται με τον τρόπο αυτό μπορεί περαιτέρω να μεταφερθεί σε άλλο δήμο ή κοινότητα της ίδιας ειρηνοδικειακής περιφέρειας ή στην έδρα του ειρηνοδικείου.
4. Η μεταβολή έδρας συμβολαιογράφου σύμφωνα με την προηγούμενη
παράγραφο γίνεται με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης, μετά γνωμοδότηση της ολομέλειας του οικείου πρωτοδικείου, που αποφαίνεται ύστερα από γνωμοδότηση του οικείου Συμβολαιογραφικού Συλλόγου. Η μετακίνηση συμβολαιογράφου στη νέα έδρα, λόγω της μεταβολής της έδρας, γίνεται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, που εκδίδεται έπειτα από γνώμη του αρμόδιου υπηρεσιακού συμβουλίου του Υπουργείου Δικαιοσύνης και έπειτα από αίτηση των ενδιαφερόμενων συμβολαιογράφων.

Αρθρο 3
Αναπλήρωση
1. Το συμβολαιογράφο που απουσιάζει ή κωλύεται να ασκεί τα καθήκοντά του αναπληρώνει άλλος συμβολαιογράφος της ίδιας έδρας, που ορίζεται από τον πρόεδρο του Συμβουλίου ή τον δικαστή που διευθύνει το πρωτοδικείο, με υπόδειξη εκείνου ο οποίος αιτείται την αναπλήρωση ή χωρίς αυτήν.
Ελλείψει άλλου συμβολαιογράφου στην έδρα του ειρηνοδικείου αναπληρωτής είναι άλλος συμβολαιογράφος της ίδιας ή άλλης ειρηνοδικειακής περιφέρειας του ίδιου πρωτοδικείου, που ορίζεται κατά τα ανωτέρω και ελλείψει αυτών ο ειρηνοδίκης της έδρας.
2. Ελλείψει συμβολαιογράφου, τα καθήκοντά του ασκούνται από πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και ορίζονται με την ίδια διαδικασία. Στην περίπτωση αυτή ο πρόεδρος του Συμβουλίου ή ο δικαστής που διευθύνει το πρωτοδικείο επιλαμβάνεται αυτεπαγγέλτως.
3. Ο ειρηνοδίκης που ασκεί καθήκοντα συμβολαιογράφου έχει τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα του συμβολαιογράφου.
4. Ο αναπληρωτής του συμβολαιογράφου δικαιούται μέχρι το ήμισυ των δικαιωμάτων και αποδίδει το υπόλοιπο στον αναπληρούμενο. Κατ’ εξαίρεση, αν η αναπλήρωση γίνεται λόγω κωλύματος του άρθρου 7 του Κώδικα αυτού, εκείνος που αναπληρώνει το συμβολαιογράφο μπορεί να λάβει μειωμένη αμοιβή.
5. Σε περίπτωση προσωρινής παύσης του συμβολαιογράφου λόγω πειθαρχικής ποινής ορίζεται αυτεπαγγέλτως από τον πρόεδρο του Συμβουλίου ή τον δικαστή που διευθύνει το πρωτοδικείο, αναπληρωτής του συμβολαιογράφου που έχει παυθεί προσωρινά μόνο για τις ακόλουθες πράξεις: α) την έκδοση αντιγράφων συμβολαίων και εγγράφων που βρίσκονται στο αρχείο του συμβολαιογράφου που έχει παυθεί ή σε αρχείο άλλου συμβολαιογράφου που αυτός κατέχει, β) την ανάληψη από τον διαθέτη, με αίτησή του, μυστικής ή ιδιόγραφης διαθήκης, καθώς και τη δημοσίευση κάθε είδους διαθήκης που βρίσκεται στο αρχείο του συμβολαιογράφου που έχει παυΘεί ή σε αρχείο που αυτός κατέχει, γ) την ανάληψη από τον δικαιούχο γραμματίου σύστασης παρακαταθήκης του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων που βρίσκεται στο αρχείο του συμβολαιογράφου που έχει παυθεί ή σε αρχείο που αυτός κατέχει και δ) την ενέργεια των σχετικών πράξεων, στην περίπτωση που βάσει των ευρισκομένων στο αρχείο του συμβολαιογράφου που έχει παυθεί συμβολαίων απαιτείται η συνέχιση πλειστηριασμών, η σύνταξη πίνακα κατάταξης και πρόσκληση δανειστών, η έκδοση περίληψης κατακυρωτικής έκθεσης, η διανομή πλειστηριάσματος, η έκδοση απογράφων και κάθε άλλη πράξη, η οποία εκ του νόμου ή από τα συμβόλαια που υπάρχουν στο αρχείο του συμβολαιογράφου που έχει παυθεί προκύπτει ότι μόνον ενώπιον του συμβολαιογράφου αυτού μπορεί να γίνει.
Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις τα δικαιώματα του συμβολαιογράφου ανήκουν εξ ολοκλήρου στον αναπληρωτή.

ΠΡΟΣΟΧΗ:Με την παρ.3 άρθρου 16 της από 4.12.2012 Π.Ν.Π.,ΦΕΚ Α 237/5.12.2012, ορίζεται ότι:
” 3. Στο ν. 2830/2000 προστίθεται μεταβατική διάταξη, η οποία διαλαμβάνει ως εξής:
«Οι πλειστηριασμοί, που ήδη έχουν προσδιορισθεί προς διενέργεια σε υπό συγχώνευση Ειρηνοδικείου μεταφέρονται και διενεργούνται στο κατάστημα του Ειρηνοδικείου στο οποίο συγχωνεύεται, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο π.δ. 110/2012 (Α`193) και κατά την ήδη προσδιορισθείσα ημερομηνία».

Αρθρο 4
Αρμοδιότητα κατά τόπο.

1. Ο συμβολαιογράφος ασκεί τα καθήκοντά του σε όλη την περιφέρεια του ειρηνοδικείου στην οποία είναι διορισμένος, όπως κάθε φορά η περιφέρεια του ειρηνοδικείου ορίζεται.
Εξαιρείται η διενέργεια αναγκαστικού ή εκούσιο πλειστηριασμού, ο οποίος διενεργείται στο κατάστημα του κατά τόπον αρμόδιου Ειρηνοδικείου.
2. Κατ’ εξαίρεση των όσων ορίζονται στις προηγούμενες παραγράφους οι συμβολαιογράφοι που είναι διορισμένοι στους δήμους που υπάγονται δικαστηριακά στις περιφέρειες των παρακάτω Ειρηνοδικείων: α) Αθηνών, β) Πειραιά, γ) Νίκαιας, δ) Καλλιθέας, ε) Νέας Ιωνίας, στ) Περιστερίου, ζ) Χαλανδρίου, η) Αμαρουσίου, θ) Σαλαμίνας, ι) Αχαρνών, ια) Κρωπίας, ιβ) Ελευσίνος, ιγ) Μεγάρων, ιδ) Μαραθώνος, ιε) Λαυρίου, πλην της νήσου Κέας, ιστ) Νέων Λιοσίων και ιζ) Αγίας Παρασκευής έχουν το δικαίωμα να ασκούν τα καθήκοντά τους και στις άλλες περιφέρειες των πιο πάνω ειρηνοδικείων, αλλά μόνο εφόσον καλούνται να υπογράψουν τις συμβολαιογραφικές πράξεις στην οικία, στο κατάστημα ή στο γραφείο ενός των δικαιοπρακτούντων ή των αντιπροσώπων τους ή στο χώρο νοσηλείας, αν νοσηλεύονται, ή κράτησης, αν κρατούνται, ή στο κατάστημα τράπεζας ή άλλου χρηματοπιστωτικού ιδρύματος ή οργανισμού, όπως και όταν συμπράττουν με άλλο συμβολαιογράφο ή τους ανατίθεται η διενέργεια πλειστηριασμού.
3. Ο συμβολαιογράφος έχει δικαίωμα αλλά και υποχρέωση να διατηρεί ένα μόνο γραφείο στην έδρα όπου είναι διορισμένος. Η παράβαση της υποχρεώσής του αυτής αποτελεί πειθαρχικό παράπτωμα.

Αρθρο 5
Υποχρεώσεις του συμβολαιογράφου.
1. Ο συμβολαιογράφος οφείλει να απέχει από σύνταξη πράξης που αντίκειται στο νόμο ή στα χρηστά ήθη.
2. Ο συμβολαιογράφος ασκεί τα καθήκοντά του ευσυνείδητα και αμερόληπτα. Κατά τη σύνταξη συμβολαιογραφικών πράξεων οφείλει να εξηγεί στους δικαιοπρακτούντες τις υποχρεώσεις που αναλαμβάνουν και τα δικαιώματα που έχουν από τις πράξεις που καταρτίζονται και να διαπιστώνει ότι γνωρίζουν τα αποτελέσματα των πράξεων αυτών.

Αρθρο 6
Εγγυοδοσία – Δείγμα υπογραφής.
1. Ο διοριζόμενος συμβολαιογράφος, πριν να αναλάβει τα καθήκοντά του, οφείλει να καταθέσει χρηματική εγγύηση στο Ταμείο Νομικών και στο Ταμείο Ασφαλίσεως Συμβολαιογράφων σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις.
2. Ο συμβολαιογράφος, μετά την ορκωμοσία του, οφείλει να δώσει στο γραμματέα του πρωτοδικείου και της εισαγγελίας, καθώς και στο Συμβολαιογραφικό Σύλλογο της περιφέρειάς του δείγμα της υπογραφής του.

Αρθρο 7
Κωλύματα.
1. Ο συμβολαιογράφος κωλύεται να συντάξει πράξεις στις ακόλουθες περιπτώσεις:
α) Όταν δικαιοπρακτεί ο ίδιος ή αντιπροσωπεύει αυτόν που δικαιοπρακτεί ή αυτός που δικαιοπρακτεί είναι σύζυγος ή συγγενής του εξ αίματος ή εξ αγχιστείας έως και του τρίτου βαθμού ή θετό τέκνο του, με την επιφύλαξη κάθε άλλης ειδικής διατάξης. Προκειμένου για νομικά πρόσωπα, τα αναφερόμενα κωλύματα ισχύουν ως προς τους εκπροσώπους τους ανεξαρτήτως αν δικαιοπρακτούν αυτοπροσώπως ή δια πληρεξουσίου.
β) Όταν με την πράξη πραγματοποιείται άμεση παροχή προς τον ίδιο ή σε κάποια από τα αναφερόμενα στην ανωτέρω υπό στοιχείο α’ περίπτωση
πρόσωπα.
2. Στις περιπτώσεις της προηγούμενης παραγράφου ο κωλυόμενος συμβολαιογράφος αναπληρώνεται όπως ορίζεται στο άρθρο 3.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
ΤΟ ΣΥΜΒΟΛΑIΟΓΡΑΦΙΚΟ ΕΓΓΡΑΦΟ

Αρθρο 8
Στοιχεία συμβολαιογραφικού εγγράφου.
1. Το συμβολαιογραφικό έγγραφο πρέπει να περιλαμβάνει:
α) Την ημέρα, το μήνα, το έτος και τον τόπο της υπογραφής του.
β) Το ονοματεπώνυμο και την έδρα του συμβολαιογράφου.
γ) Το ονοματεπώνυμο, το όνομα του πατέρα και της μητέρας, το επάγγελμα, τον τόπο, το έτος γέννησης και την κατοικία καθενός από τους δικαιοπρακτούντες, τους αντιπροσώπους, τους μάρτυρες και τους διερμηνείς που συμπράπουν. Επί εγγάμων γυναικών των οποίων ο γάμος τελέστηκε προ του Ν.1329/1983 τίθεται και το όνομα και το επώνυμο του
συζύγου.
δ) Τα στοιχεία του εγγράφου από το οποίο αποδεικνύεται η ταυτότητα των δικαιοπρακτούντων.
2. Η ταυτότητα των δικαιοπρακτούντων ή των αντιπροσώπων τους ή των εκπροσώπων των νομικών προσώπων και των υπόλοιπων προσώπων, που συμπράττουν, αποδεικνύεται από έγγραφα που ορίζονται από το νόμο και σε περίπτωση έλλειψής τους βεβαιώνεται από δύο μάρτυρες, των οποίων η ταυτότητα αποδεικνύεται με κάποιο από τα έγγραφα αυτά για τους οποίους δεν ισχύει κώλυμα συγγένειας. Σε περίπτωση μεταβολής ή έλλειψης στοιχείων ταυτότητας, εκτός από το ονοματεπώνυμο, τα στοιχεία αναγράφονται όπως δηλώνονται από τον δικαιοπρακτούντα.
3. Στην περίπτωση δικαιοπρακτούντων με αντιπρόσωπο, τα στοιχεία της ταυτότητας της παραγράφου 2 αναγράφονται όπως έχουν στο πληρεξούσιο έγγραφο και μπορούν να συμπληρωθούν, πλην του ονοματεπωνύμου, με δήλωση του αντιπροσώπου. Η νομιμοποίηση των εμφανιζομένων ως αντιπροσώπων των δικαιοπρακτούντων, όπου αυτή απαιτείται, αποδεικνύεται από τα έγγραφα που ορίζει ο νόμος.
4. Τα έγγραφα νομιμοποίησης που αναφέρονται στην παραπάνω παράγραφο αναγράφονται στο συμβολαιογραφικό έγγραφο και προσαρτώνται σε αυτό, αν δεν βρίσκονται στο αρχείο του συμβολαιογράφου.
5. Στις δικαιοπραξίες των νομικών προσώπων αναγράφεται στο συμβολαιογραφικό έγγραφο η έδρα, η επωνυμία και το είδος τους, όπως προκύπτουν από τη συστατική ή τροποποιητική τους πράξη.
6. Τα ονόματα των φυσικών προσώπων ή οι επωνυμίες νομικών προσώπων, τοπωνυμίες ή άλλα αναγκαία στοιχεία, που αναφέρονται σε ξένη γλώσσα, πρέπει να αναγράφονται με στοιχεία του ελληνικού αλφαβήτου στην ελληνική γλώσσα και στη συνέχεια στην ξένη γλώσσα με λατινικά στοιχεία.

Αρθρο 9
Σύμπραξη δεύτερου συμβολαιογράφου
ή δύο μαρτύρων.
1. Η σύμπραξη δεύτερου συμβολαιογράφου ή δύο μαρτύρων κατά την ανάγνωση
και υπογραφή συμβολαιογραφικών εγγράφων είναι υποχρεωτική μόνο σε περίπτωση αδυναμίας υπογραφής για οποιονδήποτε λόγο από κάποιον εμφανιζόμενο. Ο συμβολαιογράφος μπορεί σε κάθε περίπτωση να αξιώσει τη σύμπραξη μαρτύρων.
2. Σε περίπτωση σύμπραξης συμβολαιογράφων, αυτοί δεν πρέπει να είναι μεταξύ τους σύζυγοι ή συγγενείς σύμφωνα με αυτά που ορίζει το άρθρο 7, εδάφιο α’. Ο συμβολαιογράφος που συμπράττει πρέπει να είναι και αυτός αρμόδιος κατά τόπο, πλην αν υπηρετεί στην έδρα του ειρηνοδικείου ένας συμβολαιογράφος οπότε συμπράττων είναι ένας συμβολαιογράφος που εδρεύει στην περιφέρεια του αυτού πρωτοδικείου.
Στις περιπτώσεις σύμπραξης συμβολαιογράφου, αυτός δικαιούται μέχρι το ήμισυ των δικαιωμάτων.
3. Οι μάρτυρες πρέπει να γνωρίζουν την ελληνική γλώσσα, να έχουν συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας τους και να μπορούν να υπογράφουν. Επίσης δεν πρέπει να συντρέχει γι’ αυτούς κανένα κώλυμα από όσα αναφέρονται στο άρθρο 7 εδάφιο α’ αναφορικά με τον ή τους συμβολαιογράφους ή κάποιον από τους δικαιοπρακτούντες.
Αποκλείονται ως μάρτυρες όσοι έχουν εξαρτημένη εργασία από τον ή τους συμβολαιογράφους.
4. Η μη τήρηση των παραπάνω διατάξεων επιφέρει ακυρότητα του εγγράφου.
5. Διατάξεις του Αστικού Κώδικα που ρυθμίζουν διαφορετικά τα σχετικά με τη σύμπραξη δεύτερου συμβολαιογράφου ή μαρτύρων, καθώς και τα κωλύματά τους, διατηρούνται σε ισχύ.

Αρθρο 10
Διερμηνείς.
1. Αν κάποιος από τους δικαιοπρακτούντες ή τους αντιπροσώπους τους αγνοεί, κατά την κρίση του συμβολαιογράφου, την ελληνική γλώσσα, προσλαμβάνεται διερμηνέας για μετάφραση γενικά των δηλώσεών του από την ξένη γλώσσα στην ελληνική και το αντίθετο, καθώς και του περιεχομένου του συμβολαίου από την ελληνική στην ξένη γλώσσα. Ο διερμηνέας ορκίζεται ενώπιον του συμβολαιογράφου, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, ότι θα ασκήσει πιστά τα καθήκοντά του.
Προκειμένου για γλώσσα που είναι πολύ λίγο γνωστή, μπορεί να προσληφθεί σύμφωνα με τα παραπάνω διερμηνέας του διερμηνέα.
2. Εάν κάποιος από τους δικαιοπρακτούντες ή τους αντιπροσώπους τους είναι κωφός ή άλαλος ή κωφάλαλος, γνωρίζει όμως ανάγνωση και γραφή, οι δηλώσεις, ερωτήσεις και τυχόν παρατηρήσεις γίνονται:
α) γραπτά προς τον κωφό, ο οποίος απαντά προφορικά,
β) προφορικά προς τον άλαλο, ο οποίος απαντά γραπτά,
γ) γραπτά προς τον κωφάλαλο, ο οποίος απαντά γραπτά.
Στις περιπτώσεις αυτές οι γραπτές ερωτήσεις και απαντήσεις επισυνάmονται στο συμβόλαιο, πριν δε από την υπογραφή του το συμβόλαιο διαβάζεται από τον κωφό ή τον κωφάλαλο και γίνεται σχετική αναφορά σε αυτό.
3. Εάν ο κωφός ή ο άλαλος ή ο κωφάλαλος δεν γνωρίζει ανάγνωση ή γραφή ή αδυνατεί για οποιονδήποτε λόγο να υπογράφει, προσλαμβάνεται ως διερμηνέας του πρόσωπο που να μπορεί να συνεννοηθεί μαζί του.
4. Οι κατά τα ανωτέρω διερμηνείς προσυπογράφουν το σχετικό συμβόλαιο.
5. Η μη τήρηση των ανωτέρω διατάξεων επιφέρει ακυρότητα του εγγράφου.

Αρθρο 11
Τρόπος κατάρτισης συμβολαιογραφικών εγγράφων.
1. Το συμβολαιογραφικό έγγραφο γράφεται ευανάγνωστα στα ελληνικά με οποιοδήποτε γραφικό μέσο και ανεξίτηλη γραφική ύλη σε συνέχεια, χωρίς κενά διαστήματα, παρεισγραφές, ξέσματα και συγκοπές ή χρησιμοποίηση μεσοστίχων. Τυχόν κενά διαστήματα συμπληρώνονται με γραμμή. Οι αριθμοί που δηλώνουν κρίσιμη χρονολογία, καθώς και ουσιώδη στοιχεία του εγγράφου, γράφονται και ολογράφως.
2. Κάθε διαγραφή ή καθαρογραφή μιας ή περισσότερων λέξεων ή αριθμών γίνεται με σχετική αναφορά, είτε στη συνέχεια των διαγραφομένων ή καθαρογραμμένων λέξεων ή αριθμών είτε με παραπομπή στο περιθώριο, χωρίς να εξαλείφονται οι λέξεις ή οι αριθμοί και στις δύo δε περιπτώσεις σημειώνεται ο αριΘμός τους και υπογραμμίζονται.
3. Κάθε άλλη μεταβολή ή προσθήκη γίνεται με παραπομπή στο περιθώριο ή στο τέλος του εγγράφου, μετά το χώρο που προορίζεται για υπογραφές.
4. Πριν από την υπογραφή του το έγγραφο διαβάζεται στα πρόσωπα που
εμφανίζονται και συμπράπουν και υπογράφεται από αυτά και το συμβολαιογράφο. Αναφορά γι’ αυτό γίνεται στο τέλος. Οι υπογραφές των
αναφερόμενων προσώπων και του συμβολαιογράφου τίθενται σε κάθε φύλλο, κάτω από τις παραπομπές, καθώς και στο τέλος του εγγράφου. Σε περίπτωση κατά την οποία ένας από τους εμφανισΘέντες δηλώσει ότι αδυνατεί να υπογράψει, γίνεται σχετική αναφορά στο τέλος του συμβολαίου.
5. Κάθε φορά που ο χώρος σε κάθε φύλλο ή κάτω από τις παραπομπές δεν επαρκεί για τις υπογραφές όλων των προσώπων που εμφανίζονται και συμπράττουν, τα πρόσωπα αυτά ορίζουν δύo από αυτούς, οι οποίοι θα υπογράψουν και γίνεται σχετική αναφορά στο τέλος του συμβολαίου.
6. Το πρωτότυπο, τα αντίγραφα και τα απόγραφα των συμβολαίων σφραγίζονται με τη σφραγίδα του συμβολαιογράφου σε κάθε υπογραφή
αυτού.
7. Η διάταξη του άρθρου 42 του Ν.Δ.3026/1954, όπως ισχύει, δεν έχει εφαρμογή σε δικαιοπραξίες για τον συμβαλλόμενο που έχει την ιδιότητα δικαστικού ή εισαγγελικού λειτουργού παντός βαθμού, του κύριου προσωπικού του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, συμβολαιογράφου ή υποθηκοφύλακα.

Αρθρο 12
Υποχρεώσεις για τη φύλαξη
των συμβολαιογραφικών εγγράφων.
1. Ο συμβολαιογράφος οφείλει να φυλάσσει τα πρωτότυπα των συμβολαίων που συντάσσει μαζί με τα συνημμένα σε αυτά έγγραφά τους.
2. Σε πεpίπτωση κατάσχεσης πρωτοτύπου ή συνημμένου σε αυτό εγγράφου, που ενεργείται σύμφωνα με τις ισχύουσες κάθε φορά διατάξεις του Κώδικα Ποινικής ή Πολιτικής Δικονομίας, ο συμβολαιογράφος στα χέρια του οποίου έγινε η κατάσχεση εκδίδει αντίγραφο, το οποίο επικυρώνεται από τον ίδιο και από εκείνον που ενηργησε την κατάσχεση. Το αντίγραφο επέχει θέση πρωτοτύπου και φυλάσσεται από το συμβολαιογράφο μέχρι να επιστραφεί σε αυτόν το πρωτότυπο.

Αρθρο 13
Έκδοση αντιγράφων.
1. Ο συμβολαιογράφος χορηγεί αντίγραφα των συμβολαίων ή άλλων εγγράφων που κατέχει στους δικαιοπρακτήσαντες, στους καθολικούς ή ειδικούς διαδόχουςτους, σε κάθε τρίτο εφόσον το συμβολαιογραφικό έγγραφο καταχωρήθηκε σε δημόσια βιβλία ή δημοσιεύθηκε από αρμόδιες
αρχές ή στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Σε κάθε άλλη περίπτωση τρίτος, που έχει έννομο συμφέρον, μπορεί να λάβει τα παραπάνω έγγραφα κατόπιν παραγγελίας του εισαγγελέα πρωτοδικών.
2. Δε χορηγείται αντίγραφο δημόσιας διαθήκης πριν από τη δημοσίευσή της.
3. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης και Οικονομικών, μετά γνώμη της Συντονιστικής Επιτροπής Συμβολαιογραφικών Συλλόγων Ελλάδας, καθορίζονται τα δικαιώματα που εισπράττει ο συμβολαιογράφος για τα αντίγραφα που εκδίδει για χρήση των δημοσίων αρχών, καθώς και ο τρόπος καταβολής τους.

Αρθρο 14
Ευρετήριο συμβολαιογραφικών εγγράφων.
Ο συμβολαιογράφος τηρεί βιβλίο (ευρετήριο) στο οποίο καταχωρίζονται αμέσως μετά την υπογραφή τους με αύξοντα αριθμό όλα τα συντασσόμενα έγγραφα. Ο αύξων αριθμός σημειώνεται και στο πρωτότυπο του αντίστοιχου εγγράφου. Αναγράφονται επίσης σε αυτό η χρονολογία υπογραφής της πράξης, το ονοματεπώνυμο και το επάγγελμα των δικαιοπρακτούντων, το αντικείμενο της πράξης και τα ποσά των τελών και δικαιωμάτων.
Στην τελευταία στήλη κάθε καταχώρησης υπογράφουν οι εμφανισθέντες αν η πράξη υπογράφηκε στο γραφείο του συμβολαιογράφου.
Το βιβλίο αυτό αριθμείται κατά σελίδες και θεωρείται από τον ειρηνοδίκη.

Αρθρο 15
Υποχρέωση υποβολής στατιστικών πινάκων.
Ο συμβολαιογράφος υπέχει υποχρέωση να υποβάλλει μέσα στο πρώτο τρίμηνο κάθε έτους στο Υπουργείο Δικαιοσύνης στατιστικό πίνακα, που περιέχει κατά είδος και αριθμό τις πράξεις που συνέταξε το προηγούμενο
έτος.

Αρθρο 16
Βιβλία που τηρεί ο συμβολαιογράφος.
Τα βιβλία που τηρούνται από τους συμβολαιογράφους, εκτός από το ευρετήριο του άρθρου 14, καθορίζονται με προεδρικό διάταγμα, που προσδιορίζει τον τύπο και τον τρόπο τήρησής τους. Έως την έκδοση του προεδρικού αυτού διατάγματος ισχύουν οι κείμενες διατάξεις.

Αρθρο 17
Καθορισμός θέσεων συμβολαιογράφων

Για τη σύσταση θέσεων συμβολαιογράφων, την αύξηση ή τη μείωση τηρείται η ακόλουθη διαδικασία:
1. Το πρώτο δεκαπενθήμερο του Μαρτίου κάθε τέταρτου έτους ο Υπουργός Δικαιοσύνης απευθύνει ερώτημα στους εισαγγελείς εφετών για να αποφανθεί επιτροπή, η οποία απαρτίζεται από τον πρόεδρο εφετών ή το νόμιμο αναπληρωτή του, από δύο εφέτες και δύο συμβολαιογράφους και με γραμματέα το γραμματέα του εφετείου, για τον αριθμό των θέσεων των συμβολαιογράφων στην κάθε ειρηνοδικειακή περιφέρεια της αρμοδιότητάς τους.
2. Αν στην έδρα του εφετείου εδρεύει Συμβολαιογραφικός Σύλλογος, στην επιτροπή της παραγράφου 1 μετέχει ο πρόεδρος του Συλλόγου και ένας συμβολαιογράφος που ορίζεται από το διοικητικό συμβούλιο του αρμόδιου Συμβολαιογραφικού Συλλόγου, διαφορετικά και οι δύο συμβολαιογράφοι ορίζονται από το διοικητικό συμβούλιο του αρμόδιου Συμβολαιογραφικού Συλλόγου.
3. Στην επιτροπή μετέχει χωρίς ψήφο και ο εισαγγελέας εφετών.
4. Για τη διαμόρφωση της πρότασης του εισαγγελέα εφετών και της απόφασης της επιτροπής της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου λαμβάνονται υπόψη προτάσεις των αρμόδιων εισαγγελέων πρωτοδικών της περιφέρειας του εφετείου, των αρμόδιων Συμβολαιογραφικών Συλλόγων, της Συντονιστικής Επιτροπής Συμβολαιογραφικών Συλλόγων Ελλάδος, στατιστικές και ετήσιοι πίνακες της Εθνικής Στατιστικής γπηρεσίας της Ελλάδας για την αύξηση ή τη μείωση του πληθυσμού κάθε ειρηνοδικειακής περιφέρειας, οι συγκριτικοί πίνακες των Κρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τον αριθμό των συμβολαιογράφων σε όποια ισχύει ο θεσμός, η αστική ή τουριστική ανάπτυξη κάθε ειρηνοδικειακής περιφέρειας, ο όγκος των συναλλαγών , η οικοδομική δραστηριότητα και ό,τι θεωρείται πρόσφορο για την απεικόνιση της πραγματικής κατάστασης που επηρεάζει θετικά ή αρνητικά τη σύσταση, την αύξηση ή τη μείωση του αριθμού των θέσεων των συμβολαιογράφων.
5. Μέσα σε ένα μήνα από τη λήφη του ερωτήματος ο εισαγγελέας εφετών διαβιβάζει το σχετικό φάκελο, με γραπτή εισήγησή του, στον πρόεδρο της επιτροπής, ο οποίος ορίζει έναν από τους εφέτες ως εισηγητή. Μέσα σε ένα μήνα από τον ορισμό του εισηγητή συνέρχεται η επιτροπή, η οποία αποφασίζει με πλήρως αιτιολογημένη απόφαση για τη σύσταση θέσης συμβολαιογράφου ή την αύξηση ή μείωση του αριθμού των θέσεων αυτών σε ειρηνοδικειακή περιφέρεια της αρμοδιότητάς της.
6. Η απόφαση της προηγούμενης παραγράφου υποβάλλεται στον Υπουργό Δικαιοσύνης, ο οποίος, μέσα σε ένα μήνα από τη λήψη αυτής, μπορεί να διαφωνήσει. Αν παρέλθει άπρακτη η ανωτέρω προθεσμία, η απόφαση καθίσταται υποχρεωτική.
7. Αν ο Υπουργός Δικαιοσύνης διαφωνήσει με την απόφαση της επιτροπής, ο σχετικός φάκελος υποβάλλεται από τον εισαγγελέα εφετών εντός δεκαπέντε ημερών στον εισαγγελέατου Αρείου Πάγου, ο οποίος αναθέτει σε αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου να εισαγάγει τη διαφωνία με τη διατύπωση δικής του πρότασης για να αποφανθεί επιτροπή, στην οποία προεδρεύει αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου και μετέχουν δύo αρεοπαγίτες οριζόμενοι από τον Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, ο πρόεδρος του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου Αθηνών – Πειραιώς – Αιγαίου και Δωδεκανήσου και ο πρόεδρος του αντίστοιχου Συμβολαιογραφικού Συλλόγου στην περιφέρεια του οποίου ανέκυψε η ανωτέρω διαφωνία ή οι νόμιμοι αναπληρωτές τους και ως γραμματέας, ο γραμματέας του Αρείου Πάγου. Στην περίπτωση κατά την οποία η διαφωνία αφορά το Συμβολαιογραφικό Σύλλογο Αθηνών – Πειραιώς – Αιγαίου και Δωδεκανήσου, στην επιτροπή μετέχει ο πρόεδρος του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης.
Η απόφαση της επιτροπής αυτής είναι δεσμευτική για τον Υπουργό Δικαιοσύνης.
8. Ο Υπουργός Δικαιοσύνης έχει δικαίωμα αυξομείωσης των θέσεων που περιέχονται στις αποφάσεις των επιτροπών των παραγράφων 1 και 7 του παρόντος άρθρου, μέχρι ποσοστού είκοσι πέντε τοις εκατό (25%).
9. Σε νησιά με πληθυσμό πάνω από χίλιους κατοίκους συνιστάται θέση συμβολαιογράφου. Σε περίπτωση μείωσης του αριθμού των συμβολαιογράφων σε μία ειρηνοδικειακή περιφέρεια οι ήδη υπηρετούντες συμβολαιογράφοι διατηρούνται ως υπεράριθμοι μέχρι να αποχωρήσουν με οποιονδήποτε τρόπο ή να συνταξιοδοτηθούν.
10. Για τη σύσταση, αύξηση ή μείωση θέσεων συμβολαιογράφων εκδίδεται κατά τα ανωτέρω προεδρικό διάταγμα μετά από πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης.
11. Η αμοιβή των μελών των επιτροπών των παραγράφων 1 και 7 του παρόντος άρθρου καθορίζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης και Οικονομικών και βαρύνει τον ειδικό λογαριασμό του άρθρου 30 του Ν.4507/1966.

Αρθρο 18
Κάλυψη κενών θέσεων
Οι κενές θέσεις συμβολαιογράφων καλύπτονται με διαγωνισμό και με μετάθεση. Με μετάθεση καλύπτεται ποσοστό είκοσι τοις εκατό (20%) των θέσεων κάθε ειρηνοδικειακής περιφέρειας, που υπάρχουν μέχρι 31 Δεκεμβρίου του προηγούμενου έτους και το υπόλοιπο ποσοστό με διαγωνισμό. Κατά την πρώτη εφαρμογή της διάταξης του προηγούμενου εδαφίου θα καλυφθεί με μετάθεση το 50% των θέσεων.
Κατά τον υπολογισμό του ποσοστού είκοσι τοις εκατό (20%), εφόσον το υπόλοιπο είναι από 0,6 και άνω, θεωρείται ως ακέραιη μονάδα και κάτω από αυτό παραλείπεται. Αν οι κενούμενες θέσεις είναι μόνο δύο, η μία καλύπτεται με μετάθεση και η άλλη με διαγωνισμό. Αν υπάρχει μόνο μία κενή θέση, αυτή καλύπτεται με διαγωνισμό. Κατά την πρώτη εφαρμογή της διάταξης του προηγούμενου εδαφίου η μοναδική θέση θα καλυφθεί με μετάθεση. Όσες θέσεις παραμείνουν κενές για οποιονδήποτε λόγο καλύπτονται το επόμενο έτος σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.
2. Οι θέσεις συμβολαιογράφων που συστάθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 17 του ν.2830/2000 θεωρούνται κενές την 31η Δεκεμβρίου 2001 και θα υπολογισθεί το κατά περίπτωση ποσοστό για τις μεταθέσεις του έτους 2002 σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΥΜΒΟΛΑIΟΓΡΑΦΟΥ

Αρθρο 19
Γενικά προσόντα διορισμού.
1. Συμβολαιογράφος διορίζεται, αφού τηρηθεί η νόμιμη διαδικασία επιλογής, όποιος έχει την ελληνική ιθαγένεια ή την ιθαγένεια άλλου κράτους – μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και πτυχίο νομικού τμήματος νομικής σχολής ημεδαπού Πανεπιστημίου ή πτυχίο νομικού τμήματος νομικής σχολής αλλοδαπού Πανεπιστημίου αναγνωρισμένο ως ισότιμο.
2. Έλληνες κατά το γένος που δεν έχουν την ιθαγένεια κράτους – μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης μπορούν να διοριστούν συμβολαιογράφοι, σύμφωνα με τις περιπτώσεις που προβλέπονται από ειδικούς νόμους, εφόσον διαθέτουν τα προσόντα της προηγούμενης παραγράφου.

Αρθρο 20
Ειδικά προσόντα διορισμού.

1. Συμβολαιογράφος διορίζεται, αφού τηρηθεί η νόμιμη διαδικασία επιλογής, εκείνος που διατελεί ή διετέλεσε επι δύo χρόνια δικηγόρος ή δικαστικός λειτουργός οποιουδήποτε κλάδου και βαθμού ή άμισθος υποθηκοφύλακας ή εκείνος που είναι ή ήταν συμβολαιογράφος και παραιτήθηκε.
2. Σε περίπτωση υπηρεσίας του υποφηφίου με πολλές ιδιότητες, η απαιτούμενη σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο διετία υπολογίζεται αθροιστικά.

Αρθρο 21
Ηλικία διοριζομένου.

1. Συμβολαιογράφος διορίζεται όποιος έχει συμπληρώσει το 28ο έτος και δεν έχει υπερβεί το 42ο έτος της ηλικίας του.
Κατ’ εξαίρεση συμβολαιογράφος μπορεί να διορίζεται, ύστερα από επιτυχία σε διαγωνισμό, σε άλλη θέση συμβολαιογράφου ανεξαρτήτως ηλικίας.
2. Για την εφαρμογή της προηγούμενης παραγράφου ως ημέρα γέννησης λαμβάνεται υπόψη η πραγματική, που αποδεικνύεται με ληξιαρχική πράξη, η οποία έχει συνταχθεί το αργότερο μέσα σε ενενήντα ημέρες από την ημέρα της γέννησης. Εάν δεν συντάχθηκε ληξιαρχική πράξη, σύμφωνα με τα παραπάνω, ως ημέρα της γέννησης θεωρείται η 31η Δεκεμβρίου του έτους γέννησης.
3. Τo έτος γέννησης, σε περίπτωση έλλειψης ληξιαρχικής πράξης σύμφωνα με τα παραπάνω, αποδεικνύεται για τους άρρενες από το μητρώο αρρένων και για τις θήλεις από το γενικό μητρώο των δημοτών.
4. Σε περίπτωση πολλών εγγραφών στα μητρώα επικρατεί η πρώτη.
5. Δικαστικές αποφάσεις ή διοικητικές πράξεις που διορθώνουν την ηλικία ή την εγγραφή στο μητρώο δεν λαμβάνονται υπόψη.

Αρθρο 22
Ειδικές διατάξεις για δικαστικούς λειτουργούς
και δικηγόρους.
1. Δικαστικοί λειτουργοί δεν μπορούν να διοριστούν συμβολαιογράφοι της περιφέρειας του πρωτοδικείου που υπηρετούν κατά το χρόνο της αποχώρησής τους από τη δικαστική υπηρεσία, πριν περάσουν πέντε χρόνια από αυτήν , πλην της περιφέρειας των πρωτοδικείων Αθηνών, Πειραιώς και Θεσσαλονίκης.
2. Η αποδοχή από το δικηγόρο ή τον άμισθο υποθηκοφύλακα του διορισμού του ως συμβολαιογράφου συνεπάγεται αυτοδίκαια την αποβολή της ιδιότητάς του αυτής από την ορκωμοσία του ως συμβολαιογράφου.
3. Συμβολαιογράφος, που παραιτήθηκε ή του οποίου ακυρώθηκε ο διορισμός, επαναδιορίζεται δικηγόρος στο Σύλλογο όπου ήταν μέλος πριν από το διορισμό του ως συμβολαιογράφου, κατά παρέκκλιση των σχετικών διατάξεων του Κώδικα “Περί δικηγόρων”, αν η παραίτηση ή η ακύρωση λάβει χώρα εντός του διαστήματος οκτώ (8) ετών από του διορισμού του ως συμβολαιογράφου.

Αρθρο 23
Κωλύματα διορισμού.
Δεν διορίζεται συμβολαιογράφος:
1. Όποιος δεν έχει εκπληρώσει τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις ή δεν έχει απαλλαγεί από αυτές νόμιμα ή όποιος καταδικάστηκε αμετάκλητα για λιποταξία ή ανυποταξία με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον έξι μηνών.
2. Όποιος δεν είναι γραμμένος στα μητρώα αρρένων και προκειμένου περί γυναικών στα γενικά μητρώα των δημοτών.
3. Όποιος λόγω αμετάκλητης καταδίκης έχει στερηθεί τα πολιτικά του δικαιώματα, όσο χρόνο διαρκεί η στέρηση αυτή.
4. Όποιος έχει καταδικαστεί αμετάκλητα για κακούργημα.
5. Όποιος έχει καταδικαστεί αμετάκλητα για πλημμέλημα σε ποινή φυλάκισης για τις πράξεις κλοπής (άρθρα 372 και 373 Π.Κ.), απάτης (άρθρο 386 Π.Κ.), υπεξαίρεσης κοινής ή στην υπηρεσία (άρθρα 375 και 258 Π.Κ.), εκβίασης (άρθρο 385 Π.Κ.), πλαστογραφίας (άρθρο 216 Π.Κ.), πλαστογραφίας πιστοποιητικών (άρθρο 217 Π.Κ.), πλαστογραφίας και κατάχρησης ενσήμων (άρθρο 218 Π.Κ.), ψευδούς βεβαίωσης και νόθευσης (άρθρο 242 Π.Κ.), ψευδορκίας και ψευδούς ανώμοτης κατάθεσης (άρθρα 224 και 225 Π.Κ.), παραπλάνησης σε ψευδορκία (άρθρο 228 Π.Κ.), απιστίας (άρθρο 390 Π.Κ.), απιστίας δικηγόρου (άρθρο 233 Π.Κ.), απιστίας σχετικής με την υπηρεσία (άρθρο 256 Π.Κ.), δωροδοκίας (άρθρα 235, 236 και 237 Π.Κ.), καταπίεσης (άρθρο 244 Π.Κ.), υφαρπαγής ψευδούς βεβαίωσης (άρθρο 220 Π.Κ.), υπεξαγωγής εγγράφου (άρθρο 222 Π.Κ.), παραβίασης υπηρεσιακού απορρήτου (άρθρο 252 Π.Κ.), παράβασης καθήκοντος (άρθρο 259 Π.Κ.), αδικήματος κατά των ηθών (άρθρα 336 έως 353 Π.Κ.), παράβασης της νομοθεσίας περί ναρκωτικών (Ν. 1729/1987, όπως εκάστοτε ισχύει), λαθρεμπορίας (Ν. 1165/1918, όπως ισχύει), τοκογλυφίας (άρθρο 404 Π.Κ.), περί μεσαζόντων (Ν. 5227/1931), καθώς επίσης και νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα (Ν.2331/1996 όπως εκάστοτε ισχύει).
6. Όποιος τελεί σε δικαστική συμπαράσταση.
7. Όποιος έχει παυθεί με τελεσίδικη δικαστική απόφαση από θέση δημοσίου υπαλλήλου ή υπαλλήλου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, δικαστικού λειτουργού, υποθηκοφύλακα και συμβολαιογράφου λόγω ποινικής καταδίκης.
8. Όποιος έχει απολυθεί τελεσίδικα με απόφαση αρμόδιου συμβουλίου για πειθαρχικούς λόγους από θέση δημοσίου υπαλλήλου ή υπαλλήλου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, δικαστικού λειτουργού, υποθηκοφύλακα και συμβολαιογράφου.
9. Όποιος πάσχει από νόσο που τον καθιστά ανίκανο για να ασκήσει τα καθήκοντα του συμβολαιογράφου, εφόσον η νόσος πιστοποιείται από την
αρμόδια υγειονομική επιτροπή για τους δημοσίους υπαλλήλους.

Αρθρο 24
Κρίσιμος χρόνος προσόντων και κωλυμάτων.
1. Ο υποψήφιος πρέπει κατά την ημέρα έναρξης του διαγωνισμού, όπως αυτή ορίζεται με την προκήρυξη και κατά την ημέρα του διορισμού του να συγκεντρώνει τα προσόντα των άρθρων 19, 20 και 22 του παρόντος, ενώ τα κωλύματα του άρθρου 23 δεν πρέπει να συντρέχουν στο πρόσωπό του κατά τα ίδια χρονικά σημεία.
2. Ειδικά τη νόμιμη ηλικία του άρθρου 21 πρέπει να έχει ο υποψήφιος κατά το χρόνο έναρξης του διαγωνισμού που ορίζεται στην προηγούμενη παράγραφο.

Αρθρο 25
Εισαγωγικός διαγωνισμός υποψηφίων
συμβολαιογράφων
1. Η πλήρωση των κενών θέσεων συμβολαιογράφων γίνεται με πανελλήνιο διαγωνισμό, ο οποίος προκηρύσσεται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης που εκδίδεται εντός του πρώτου τετραμήνου κάθε έτους και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Ο διαγωνισμός διενεργείται στις έδρες των Εφετείων Αθηνών και Θεσσαλονίκης.
2. Στην προκήρυ