18 Jan ΚΆΘΕ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ ΚΑΙ ΤΗ ΣΤΟΛΗ ΤΟΥ
Περί γραβάτας ο λόγος…
ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΜΠΕΗ
Στολή και για τους πολίτες!. . .
Ένας μαθητής μου, αριστούχος δικηγόρος, με σπουδές στο Βερολίνο, δεν αρκέστηκε στη δική μας γκρίνια, ποσό απάνθρωπη έχει γίνει η ζωή στην Αθήνα, μα προχώρησε σε δραστικά πρακτικά μέτρα: ζήτησε μετάθεση και εγκαταστάθηκε επαγγελματικά και οικογενειακά στο όμορφο και ήσυχο χωριό του, ανάμεσα Αργός και Τρίπολη.
Οι δουλειές στην επαρχία είναι αποδοτικές για το δικηγόρο. Μπορεί να κερδίζει αρκετά, δίχως το δικό μας άγχος, εξασφαλίζοντας στα παιδιά του απεριόριστο χώρο να τρέξουν και να παίξουν Του μένει ακόμη καιρός ν’ ακούει δίσκους με καλή μουσική, να διαβάζει ενδιαφέροντα βιβλία, τόσο του κλάδου του όσο και γενικά, καθώς και να κάνει μακρινούς περιπάτους με τη γυναίκα του στα περιβόλια.
Η ζωή του στο χωριό κυλούσε ειδυλλιακά, ώσπου σκόνταψε στους καθιερωμένους τύπους της μικροαστικής κοινωνίας: κάποτε συνεδρίασε στον τόπο του το μεταβατικό μονομελές πρωτοδικείο κι ο δικαστής ενοχλήθηκε από την απλή εμφάνιση του. Δικηγόρος, δίχως γραβάτα και σακάκι! Αν ήταν ποτέ δυνατό να απονεμηθεί δικαιοσύνη μόνο με καθαρό πουκάμισο!
Του έκανε αναφορά στο δικηγορικό του σύλλογο στο Ναύπλιο.
Η ιστορία δεν είναι καινούργια. Πριν δυο χρόνια τα ίδια είχαν συμβεί στον Πειραιά. Η σχετική απόφαση του δικαστηρίου έγραφε: «επειδή ο πληρεξούσιος δικηγόρος της αιτούσης ενεφανίσθη επ’ ακροατηρίου άνευ της ειθισμένης στολής, φέρων αντί χιτωνίου και λαιμοδέτου, βραχύ περί τους βραχίονας και ακάλυπτον περί τον λαιμόν υποκάμισον».
Δεν πρόκειται για κείμενο του περασμένου αιώνα. Δημοσιεύθηκε στο Νομικό Βήμα του ’76, και μάλιστα με σύμφωνα σχόλια της διεύθυνσης.
Η απόφαση του μονομελούς πρωτοδικείου στον Πειραιά έγραφε ακόμη ότι ο δικηγόρος διευκρίνισε πως η εμφάνιση του αυτή δε σήμαινε καταφρόνηση προς το δικαστήριο, «αλλ’ ότι εκ πεποιθήσεως και εις απάσας τας ειδικάς περιπτώσεις, ως γάμους, επισήμους εκδηλώσεις, εσπερίδας κλπ., εμφανίζεται κατά το θέρος άνευ χιτωνίου και λαιμοδέτου, εν όψει της πεποιθήσεως αυτού περί εξελίξεως του τρόπου ενδύσεως».
Κάθε τόσο μερικοί ιδιότροποι προϊστάμενοι χλευάζουν ή αποπαίρνουν τους ανθρώπους, πάνω στους οποίους ασκούν κάποια εξουσία, για το ντύσιμο, για τα μαλλιά τους, ακόμη και για τις πολιτικές τους πεποιθήσεις. Οι υφιστάμενοι τους τούς δίνουν στα νεύρα. Κι αυτοί αντιδρούν άλλοτε με άπρεπα λόγια κι άλλοτε με αναφορές, πως τάχα στερούνται ήθους, με άμεσες επιπτώσεις στην επαγγελματική κατάσταση τους.
Η αυταρχική αυτή συμπεριφορά έχει άραγε στήριγμα στο νόμο;
Ειδικά για τους δικαστές, τους εισαγγελείς, τους δικηγόρους και τους γραμματείς των δικαστηρίων, ένα διάταγμα, της εποχής του Μεταξά, όριζε ότι «υποχρεούνται όπως από της 1 Οκτωβρίου 1936 φέρωσι κατά τας δημοσίας των δικαστηρίων συνεδριάσεις μέλαν χιτώνιον (σακκάκι), λευκόν υποκάμισον μετά σκληρού λευκού διπλού περιλαιμίου, και λαιμοδέτην χρώματος μέλανος και πλάτους 0, 5-0, 8 του μέτρου».
Η στολή αυτή δεν φορέθηκε όπως δε φορέθηκε και η τήβεννος, την οποία είχε καθιερώσει το π.δ. 20/22.12.1933. Τη μη εφαρμογή της παραπάνω στολής των δικαστικών παραδέχεται και η απόφαση του Πειραιά. Επικαλείται όμως εθιμική υποχρέωση για το σακκάκι και τη γραβάτα, «σεμνοπρεπούς χρώματος και σχεδίου».
Εδώ γίνεται σύγχυση ανάμεσα στο έθιμο και στην απλή συνήθεια.
Είναι αλήθεια ότι παλιότερα σχεδόν όλοι συνήθιζαν να φορούν σακκάκι και γραβάτα στα δικαστήρια, στις δημόσιες υπηρεσίες, στις κοινωνικές συναναστροφές, στους γάμους και στις κηδείες, θα παραδεχτώ ακόμη ότι, και αν ήθελαν, δεν τολμούσαν να κάνουν διαφορετικά. Γιατί άραγε; Επειδή πίστευαν πως υπήρχε σχετικός κανόνας δικαίου (έστω και εθιμικός) ή γιατί δεν είχαν το σθένος να εναντιωθούν στους τύπους της μικροαστικής κοινωνίας;
Έτσι όμοια, ακόμη και πριν λίγα χρόνια, μυρμήγκιαζαν οι σκάλες στο μέγαρο Σλήμαν, κάθε πρωτοχρονιά και πάσχα, από τους δικαστές που συνωθούντο, με τη νοοτροπία υπαλληλάκου, να υποβάλουν τα σέβη τους και τις ευχές τους στην «κεφαλή της ιεραρχίας». Ήταν αυτό έθιμο ή απλή συνήθεια που όσο πάει σβήνει, κάτω απ’ την ανάγκη της φυγής στο ύπαιθρο τις μέρες της αργίας;
Άλλο λοιπόν το έθιμο και άλλο η απλή συνήθεια.
Σημαίνει άραγε αυτό πως μπορεί ο νομοθέτης να επιβάλει υποχρεωτικές στολές για τους πολίτες;
Ειδικά για τους δικηγόρους, το άρθρο 247 του δικηγορικού κώδικα ορίζει ότι «το διοικητικόν συμβούλιον εκάστου δικηγορικού συλλόγου δύναται δι’ αποφάσεως αυτού, εφ’ άπαξ εκδιδομένης (δηλ. μη υποκείμενης σε ανάκληση!) και δημοσιευομένης εις την εφημερίδα της κυβερνήσεως, να καθορίση ως υποχρεωτικήν περιβολήν του δικηγόρου, κατά την ενάσκησιν των καθηκόντων του ενώπιον οιουδήποτε πολυμελούς δικαστηρίου, την τήβεννον ή άλλην διακριτικήν ενδυμασίαν ή διακριτικόν έμβλημα».
Η διάταξη αυτή είναι αντισυνταγματική. Η απόφαση του Πειραιά που ανέφερα πιο πάνω το παραδέχεται έμμεσα, με την ακόλουθη φράση: «η αντίθεση της πεποιθήσεως του πληρεξουσίου προς την επιβαλλομένην αυτώ στολήν δημιουργεί σύγκρουσιν καθηκόντων δι’ αυτόν, αφού αι εν τούτω πεποιθήσεις τούτου αποτελούν εκδήλωσιν της προσωπικότητας και της ελευθερίας του ατόμου, προστατευόμενης υπό του άρθρου 5 Συντάγματος 1975, μη συγκρουόμενος οπωσδήποτε προς τα χρηστά ήθη».
Ακριβώς αυτή τη συνταγματική προστασία της προσωπικότητας παραβλέπει ο σχολιαστής της παραπάνω απόφασης, όταν υποστηρίζει ότι τάχα «κατά τας άγραφους παραδόσεις του δικηγορικού σώματος, η διάφορος ατομική πεποίθησις του δικηγόρου ή του δικαστού υποχρεωτικώς παραμερίζεται» (βλ. NoΒ, 24, 1127). Καμιά άγραφη παράδοση δεν μπορεί να σταθεί πιο ψηλά από τους συνταγματικούς κανόνες. Και το Σύνταγμα ορίζει (άρθρο 2 § 1) ότι «ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχικήν υποχρέωσιν της πολιτείας».
Ο δικαστής και η διοικητική αρχή που δε σέβεται την προσωπικότητα κάθε ανθρώπου, σύμφωνα με τις συνταγματικές επιταγές, ταπεινώνοντας τον με την άλογη επιβολή στολής, έχει ευθύνη, και ποινική για παράβαση καθήκοντος, και αστική (προς αποζημίωση) για προσβολή της προσωπικότητας (ΑΚ 57 και 914).
Εξαίρεση θα πρέπει να δεχτούμε μόνον όταν η στολή επιβάλλεται από τις λειτουργικές ανάγκες των υπηρεσιακών καθηκόντων, αλλά και πάλι δίχως περιττά τενεκεδάκια και μπιχλιμπίδια. Κανείς όμως δεν μπορεί να ισχυριστεί στα σοβαρά ότι τα δικαστήρια εκδίδουν πιο δίκαιες αποφάσεις, όταν οι δικαστές κι οι δικηγόροι φορούν στολή.
Θα χλευάσουν ίσως μερικοί κακότροποι: τότε νάρθουν στο δικαστήριο με το μαγιώ τους!
Όπως συμβαίνει για κάθε δικαίωμα, έτσι και για το δικαίωμα στην προσωπικότητα, το Σύνταγμα ορίζει ότι απαγορεύεται η καταχρηστική άσκηση (άρθρο 25 § 3). Καθώς η επιβολή στολής, δίχως λειτουργική αναγκαιότητα, προσβάλλει την προσωπικότητα του ανθρώπου, έτσι και η εμφάνιση με ρούχα που προκαλούν δημόσιο σκάνδαλο συνιστά κατάχρηση του δικαιώματος στην προσωπικότητα. Και αυτό δεν επιτρέπεται.
Θάταν όμως πειστικός ο ισχυρισμός ότι τάχα η εμφάνιση του δικηγόρου (ακόμη και του δικαστή) στο ακροατήριο, δίχως γραβάτα και σακκάκι προκαλεί δημόσιο σκάνδαλο;
Η αρνητική απάντηση έχει ένα ακλόνητο αποδεικτικό στήριγμα: ότι οι πιο πολλοί στο ακροατήριο είναι απλά ντυμένοι, δίχως γραβάτα και σακκάκι.
Το πρόβλημα δεν είναι απλό ζήτημα γούστου, όπως, ίσως, με την πρώτη ματιά, θα φαινόταν.
Επί πολλούς αιώνες η άρχουσα τάξη είχε καταφέρει να εμποδίζει τον πολύ κόσμο να σηκώσει κεφάλι, όχι μόνο με καταπιεστικούς νόμους, αλλά και με αυταρχικούς κοινωνικούς, θρησκευτικούς και. ηθικούς κανόνες και τύπους. Κεντρίζοντας την ανθρώπινη ματαιοδοξία για διακρίσεις, η άρχουσα τάξη είχε κατορθώσει να πείσει τους πιο πολλούς από τα αστικά επαγγέλματα ότι, με την προσαρμογή τους στους κοινωνικούς, τους θρησκευτικούς και τους «ηθικούς» κανόνες της, τάχα υπερέχουν από τον αμόρφωτο και απαθλιωμένο «όχλο» των εργατών και των αγροτών. Κι ας ήταν οι ίδιοι γέννημα-θρέμμα από αγρότες και εργάτες.
Οι τελευταίοι πόλεμοι, οι δικτατορίες και οι μεγάλες οικονομικές κρίσεις έδειξαν στους πιο πολλούς αστούς την υποκρισία και την εκμετάλλευση που κρύβουν οι πιο πολλοί κοινωνικοί, θρησκευτικοί και ψευτο-ηθικοί κανόνες. Έτσι η άρχουσα τάξη έφτασε στο σημείο να κινδυνεύει να χάσει την υποστήριξη της πλειοψηφίας των αστών. Και φυσικό είναι να αντιδρά.
Όπως η κατάργηση της καθαρεύουσας, έτσι και το πέταμα της γραβάτας είναι πολιτικό σύμβολο της απελευθέρωσης του διανοούμενου από τους μηχανισμούς της καταπίεσης.
Πηγή: www.kostasbeys.gr