27 Mar η ΟΛΑΦ και η υπόθεση Καλλιόπης Νικολάου στο ΔΕΕ
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ
YVES BOT
της 20ής Μαρτίου 2014 (1)
Υπόθεση C‑220/13 P
Καλλιόπη Νικολάου
κατά
Ελεγκτικού Συνεδρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης
«Αίτηση αναιρέσεως — Απόφαση 99/50 του Ελεγκτικού Συνεδρίου — Προκαταρκτική έρευνα — Εσωτερική έρευνα εκ μέρους της OLAF — Τεκμήριο αθωότητας — Καλόπιστη συνεργασία — Αρμοδιότητα του Γενικού Δικαστηρίου»
1. Με την αίτησή της αναιρέσεως η Κ. Νικολάου [στο εξής, για όλους τους βαθμούς δικαιοδοσίας: αναιρεσείουσα] ζητεί την αναίρεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 20ής Φεβρουαρίου 2013, T-241/09, Νικολάου κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου (2), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή αποζημιώσεως με την οποία η ίδια ζητούσε την αποκατάσταση της ζημίας που ισχυριζόταν ότι είχε υποστεί λόγω παράνομων ενεργειών και παραβιάσεων του δικαίου της Ένωσης εκ μέρους του Ελεγκτικού Συνεδρίου στο πλαίσιο εσωτερικής έρευνάς του.
I – Το νομικό πλαίσιο
2. Το άρθρο 2 της αποφάσεως 99/50 του Ελεγκτικού Συνεδρίου, της 16ης Δεκεμβρίου 1999, σχετικά με τους όρους και τις λεπτομέρειες των εσωτερικών ερευνών στον τομέα της καταπολέμησης της απάτης, της δωροδοκίας και κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας επιζήμιας για τα οικονομικά συμφέροντα των Κοινοτήτων, ορίζει:
«Ο υπάλληλος ή το μέλος του λοιπού προσωπικού του [Ελεγκτικού] Συνεδρίου που λαμβάνει γνώση στοιχείων εκ των οποίων εικάζεται η ύπαρξη, εντός του εν λόγω θεσμικού οργάνου, περιπτώσεων απάτης, δωροδοκίας ή οιασδήποτε άλλης παράνομης δραστηριότητας επιζήμιας για τα οικονομικά συμφέροντα των Κοινοτήτων ενημερώνει αμελλητί τον Γενικό γραμματέα του [Ελεγκτικού] Συνεδρίου (3).
Ο Γενικός γραμματέας διαβιβάζει αμελλητί στην [Ευρωπαϊκή Υπηρεσία] [Καταπολέμησης της Απάτης] (OLAF), καθώς και στον Πρόεδρο του [Ελεγκτικού] Συνεδρίου, ο οποίος διαβιβάζει την πληροφορία στο μέλος που είναι υπεύθυνο για τον τομέα στον οποίο ανήκει ο υπάλληλος ή το μέλος του λοιπού προσωπικού του [Ελεγκτικού] Συνεδρίου, οιοδήποτε στοιχείο εκ του οποίου εικάζεται η ύπαρξη ατασθαλιών εκ των αναφερόμενων στο πρώτο εδάφιο του παρόντος και προβαίνει στη διενέργεια προκαταρκτικής έρευνας, υπό την επιφύλαξη των εσωτερικών ερευνών που διενεργούνται από την [OLAF].
[…]
Τα μέλη, οι υπάλληλοι και το λοιπό προσωπικό του [Ελεγκτικού Συνεδρίου] δεν υφίστανται επ’ ουδενί άνιση ή διακριτική μεταχείριση εξαιτίας κοινοποιήσεως κατά τα προηγούμενα εδάφια.»
3. Το άρθρο 4, πρώτο εδάφιο, της αποφάσεως 99/50 ορίζει:
«Στην περίπτωση κατά την οποία πιθανολογείται προσωπική ανάμειξη μέλους, υπαλλήλου ή μέλους του λοιπού προσωπικού του [Ελεγκτικού] Συνεδρίου, ο ενδιαφερόμενος πρέπει να ενημερώνεται ταχέως, εφόσον η ενημέρωση αυτή δεν ενέχει τον κίνδυνο παρακωλύσεως της έρευνας. Εν πάση περιπτώσει, συμπεράσματα που αφορούν ονομαστικώς μέλος, υπάλληλο ή μέλος του λοιπού προσωπικού του [Ελεγκτικού Συνεδρίου] δεν δύνανται να συναχθούν κατά την ολοκλήρωση της έρευνας αν δεν έχει προηγουμένως δοθεί στον ενδιαφερόμενο η δυνατότητα να τοποθετηθεί επί όλων των πραγματικών περιστατικών που τον αφορούν.»
II – Ιστορικό της διαφοράς
4. Η αναιρεσείουσα διετέλεσε μέλος του Ελεγκτικού Συνεδρίου από το 1996 έως το 2001. Σύμφωνα με δημοσίευμα της εφημερίδας Europa Journal της 19ης Φεβρουαρίου 2002, το μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου B. Staes είχε στην κατοχή του στοιχεία σχετικά με παράνομες ενέργειες της αναιρεσείουσας κατά τη διάρκεια της θητείας της ως μέλους του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
5. Με έγγραφο της 18ης Μαρτίου 2002 ο γενικός γραμματέας διαβίβασε στον γενικό διευθυντή της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) φάκελο με συναφή στοιχεία, των οποίων είχαν λάβει γνώση ο ίδιος και ο πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Ο γενικός γραμματέας ζήτησε επίσης από την OLAF να του διευκρινίσει αν, κατά το άρθρο 4 της αποφάσεως 99/50, συνέτρεχε λόγος ενημερώσεως της αναιρεσείουσας για τη διενέργεια έρευνας που την αφορούσε.
6. Με επιστολή της 8ης Απριλίου 2002 ο πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου ενημέρωσε την αναιρεσείουσα για την εκ μέρους της OLAF διενέργεια εσωτερικής έρευνας κατόπιν του δημοσιεύματος της Europa Journal. Με επιστολή της 26ης Απριλίου 2002 ο γενικός διευθυντής της OLAF ενημέρωσε την αναιρεσείουσα ότι, κατόπιν των πληροφοριών που η εν λόγω υπηρεσία είχε λάβει από τον B. Staes και βάσει φακέλου που ο γενικός γραμματέας είχε σχηματίσει κατόπιν προκαταρκτικής έρευνας, είχε κινηθεί διαδικασία εσωτερικής έρευνας, στην οποία η αναιρεσείουσα καλείτο να συνεργασθεί.
7. Σύμφωνα με την τελική έκθεση της OLAF της 28ης Οκτωβρίου 2002, οι σχετικές με την αναιρεσείουσα πληροφορίες είχαν παρασχεθεί στον B. Staes από δύο υπαλλήλους του Ελεγκτικού Συνεδρίου, εκ των οποίων ο ένας είχε διατελέσει μέλος του γραφείου της αναιρεσείουσας. Οι υπό διερεύνηση κατηγορίες αφορούσαν, πρώτον, χρηματικά ποσά που η αναιρεσείουσα φερόταν να έχει δανεισθεί από μέλη του προσωπικού της· δεύτερον, δηλώσεις, φερόμενες ως αναληθείς, σχετικές με αιτήσεις μεταφοράς ημερών αδείας του προϊσταμένου του γραφείου της αναιρεσείουσας, οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα την εκ μέρους του είσπραξη ποσού περί τα 28 790 ευρώ έναντι ημερών αδείας που δεν είχε λάβει κατά τα έτη 1999, 2000 και 2001· τρίτον, τη χρήση του υπηρεσιακού οχήματος για σκοπούς μη προβλεπόμενους από τη σχετική κανονιστική ρύθμιση· τέταρτον, την απασχόληση του οδηγού της αναιρεσείουσας σε αποστολές μη καλυπτόμενες από τη σχετική κανονιστική ρύθμιση· πέμπτον, τις κατά σύστημα απουσίες του προσωπικού του γραφείου της αναιρεσείουσας· έκτον, εμπορικής φύσεως δραστηριότητες και οχλήσεις προς υψηλά ιστάμενα πρόσωπα με σκοπό τη διευκόλυνση τέτοιου είδους δραστηριοτήτων ασκούμενων από μέλη της οικογενείας της· έβδομον, απάτη διαπραχθείσα στο πλαίσιο διαγωνισμού και, όγδοον, απάτες σχετικές με έξοδα παραστάσεως που είχαν αποδοθεί στην αναιρεσείουσα.
8. Η OLAF κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ενδεχομένως είχαν διαπραχθεί παραβάσεις οι οποίες στοιχειοθετούσαν τα αδικήματα της πλαστογραφίας και της χρήσεως πλαστών εγγράφων, καθώς και της απάτης όσον αφορά τις αιτήσεις μεταφοράς ημερών αδείας του προϊσταμένου του γραφείου της αναιρεσείουσας. Σύμφωνα με την τελική έκθεση, η αναιρεσείουσα και το προσωπικό του γραφείου της ενδέχετο να έχουν διαπράξει ποινικά αδικήματα σε σχέση με τα χρηματικά ποσά που η αναιρεσείουσα είχε λάβει, κατά την άποψη των εμπλεκόμενων προσώπων, ως δάνειο. Υπό τις συνθήκες αυτές, η OLAF ενημέρωσε, συμφώνως προς το άρθρο 10, παράγραφος [2], του κανονισμού (ΕΚ) 1073/99 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Μαΐου 1999, σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) (4), τις δικαστικές αρχές του Λουξεμβούργου, προκειμένου αυτές να διερευνήσουν τα περιστατικά τα οποία θα μπορούσαν να στοιχειοθετούν ποινικά αδικήματα.
9. Ως προς τις λοιπές κατηγορίες, πλην αυτής της απάτης στο πλαίσιο διαγωνισμού, η OLAF επισήμανε πιθανές ατασθαλίες και αμφιβολίες που γεννούσε η συμπεριφορά της αναιρεσείουσας και πρότεινε στο Ελεγκτικό Συνέδριο τη λήψη διορθωτικών μέτρων σε σχέση με την αναιρεσείουσα, καθώς και τη λήψη ορισμένων μέτρων για τη βελτίωση του συστήματος ελέγχου εντός του εν λόγω θεσμικού οργάνου.
10. Την 26η Απριλίου 2004 έλαβε χώρα, κατά την κεκλεισμένων των θυρών συνεδρίαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ακρόαση της αναιρεσείουσας ενόψει ενδεχόμενης εφαρμογής του άρθρου 247, παράγραφος 7, ΕΚ. Με έγγραφο της 13ης Μαΐου 2004 ο Πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου επισήμανε ότι, προκειμένου για την παραπομπή της υποθέσεως στο Δικαστήριο με σκοπό την εφαρμογή του άρθρου 247, παράγραφος 7, ΕΚ, για τον λόγο ότι η αναιρεσείουσα φερόταν να έχει ζητήσει και λάβει, για λογαριασμό της, δάνεια από τα μέλη του γραφείου της, δεν είχε επιτευχθεί, κατά τη συνεδρίαση της 4ης Μαΐου 2004, η ομοφωνία που απαιτείται από το άρθρο 6 του εκδοθέντος την 31η Ιανουαρίου 2002 εσωτερικού κανονισμού του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Ο Πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου προσέθεσε συναφώς ότι, κατά μεγάλη πλειοψηφία, τα μέλη του θεσμικού οργάνου θεωρούσαν ότι η συμπεριφορά της αναιρεσείουσας ήταν απολύτως ανάρμοστη. Ως προς τις ημέρες αδείας του προϊσταμένου του γραφείου της αναιρεσείουσας, ο Πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου επισήμανε ότι, δεδομένου ότι η υπόθεση εκκρεμούσε ενώπιον των δικαστηρίων του Λουξεμβούργου, το θεσμικό όργανο είχε αναβάλει τη λήψη αποφάσεως εν αναμονή των δικαστικών αποφάσεων.
11. Με απόφαση της 2ας Οκτωβρίου 2008 το chambre correctionnelle du tribunal d’arrondissement de Luxembourg [Πλημμελειοδικείο Λουξεμβούργου] απήλλαξε την αναιρεσείουσα και τον προϊστάμενο του γραφείου της από τις κατηγορίες της πλαστογραφίας, της χρήσεως πλαστών εγγράφων και της ψευδούς δηλώσεως και, επικουρικώς, της μη επιστροφής αποζημιώσεως, επιχορηγήσεως ή επιδόματος που καταβλήθηκε αχρεωστήτως και, όλως επικουρικώς, της απάτης (στο εξής: δικαστική απόφαση της 2ας Οκτωβρίου 2008). Το tribunal d’arrondissement de Luxembourg απεφάνθη κατ’ ουσίαν ότι ορισμένες εξηγήσεις που είχαν παρασχεθεί από τον προϊστάμενο του γραφείου της αναιρεσείουσας και από την ίδια την αναιρεσείουσα κλόνιζαν τη δέσμη αποδεικτικών στοιχείων που είχαν συλλεγεί από την OLAF και τη δικαστική αστυνομία του Λουξεμβούργου σε σχέση με τις αδήλωτες ημέρες άδειας που ο εν λόγω προϊστάμενος φερόταν να έχει λάβει κατ’ επανάληψη κατά τα έτη 1999-2001. Το tribunal d’arrondissement de Luxembourg απεφάνθη, ως εκ τούτου, ότι η τέλεση των πράξεων που αποδίδονταν στην αναιρεσείουσα δεν είχε αποδειχθεί πέραν πάσης αμφιβολίας και ότι, εφόσον η παραμικρή αμφιβολία πρέπει να βαίνει υπέρ του κατηγορουμένου, η αναιρεσείουσα έπρεπε να απαλλαγεί των κατηγοριών που της είχαν απαγγελθεί. Δεδομένου ότι δεν ασκήθηκε έφεση, η απόφαση της 2ας Οκτωβρίου 2008 κατέστη τελεσίδικη.
12. Με επιστολή της 14ης Απριλίου 2009 η αναιρεσείουσα ζήτησε από το Ελεγκτικό Συνέδριο, αφενός, να δημοσιεύσει σε όλες τις λουξεμβουργιανές, γερμανικές, ελληνικές, γαλλικές, ισπανικές και βελγικές εφημερίδες ανακοίνωση σχετική με την αθώωσή της και, αφετέρου, να ενημερώσει συναφώς τα λοιπά θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επικουρικώς, για την περίπτωση κατά την οποία το Ελεγκτικό Συνέδριο δεν προέβαινε στις εν λόγω δημοσιεύσεις, η αναιρεσείουσα ζήτησε να της καταβληθεί ως αποζημίωση για την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που είχε υποστεί το ποσό των 100 000 ευρώ, το οποίο αυτή δεσμευόταν να διαθέσει για τις εν λόγω δημοσιεύσεις. Η αναιρεσείουσα ζήτησε επίσης από το Ελεγκτικό Συνέδριο, πρώτον, να της καταβάλει το ποσό των 40 000 ευρώ για την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που είχε υποστεί από τη δίκη ενώπιον των λουξεμβουργιανών δικαστικών αρχών και το ποσό των 57 771,40 ευρώ ως αποζημίωση για την αποκατάσταση της υλικής ζημίας που είχε υποστεί λόγω της ιδίας δίκης, δεύτερον, να της αποδώσει το σύνολο των δαπανών στις οποίες είχε υποβληθεί, ιδίως στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του ανακριτή και της δίκης ενώπιον του tribunal d’arrondissement de Luxembourg, και, τρίτον, να της αποδώσει το σύνολο των δαπανών στις οποίες είχε υποβληθεί στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
13. Με έγγραφο της 7ης Ιουλίου 2009 ο Πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου διαβίβασε στην αναιρεσείουσα την απόφαση του θεσμικού οργάνου επί των αιτημάτων της. Με την εν λόγω απόφαση, αφενός, τα επιχειρήματα που η αναιρεσείουσα είχε προβάλει με την επιστολή της 14ης Απριλίου 2009 απορρίπτονταν και, αφετέρου, γνωστοποιείτο σε αυτήν ότι το Ελεγκτικό Συνέδριο είχε προσπαθήσει να εξακριβώσει, βάσει των στοιχείων που είχε στην κατοχή του, κατά πόσον οι πράξεις παρουσίαζαν βαθμό σοβαρότητας αποχρώντα για την παραπομπή της υποθέσεως στο Δικαστήριο, προκειμένου αυτό να αποφανθεί επί ενδεχόμενων παραβάσεων, εκ μέρους του πρώην μέλους, των υποχρεώσεων που αυτό υπείχε από τη Συνθήκη ΕΚ, καθώς και επί της αναγκαιότητας επιβολής κυρώσεων. Συναφώς, το Ελεγκτικό Συνέδριο επισήμανε στην αναιρεσείουσα τους λόγους για τους οποίους είχε αποφασίσει να μην παραπέμψει την υπόθεση στο Δικαστήριο, μεταξύ των οποίων καταλέγονταν η αθώωση της αναιρεσείουσας με τη δικαστική απόφαση της 2ας Οκτωβρίου 2008 και η μη πρόκληση ζημίας στον κοινοτικό προϋπολογισμό, λαμβανόμενης υπόψη της επιστροφής του ποσού που είχε καταβληθεί αχρεωστήτως στον Π. Κουτσουβέλη, προϊστάμενο του γραφείου της (5).
III – Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση
14. Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του τότε Πρωτοδικείου [νυν Γενικού Δικαστηρίου] τη 16η Ιουνίου 2009 η αναιρεσείουσα άσκησε αγωγή αποζημιώσεως με την οποία ζήτησε να υποχρεωθεί το Ελεγκτικό Συνέδριο να της καταβάλει το ποσό των 85 000 ευρώ, εντόκως από της 1ης Απριλίου 2009, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που είχε υποστεί από τις πράξεις και παραλείψεις του εν λόγω θεσμικού οργάνου, ποσό το οποίο η ίδια δεσμευόταν να διαθέσει για τη δημοσιοποίηση της αθωώσεώς της.
15. Προς στήριξη της αγωγής της η νυν αναιρεσείουσα προέβαλε κατ’ αρχάς έξι ισχυρισμούς που αφορούσαν κατάφωρη παράβαση, εκ μέρους του Ελεγκτικού Συνεδρίου, κανόνων του δικαίου της Ένωσης που απονέμουν δικαιώματα στους ιδιώτες. Η αναιρεσείουσα υποστήριξε περαιτέρω ότι υφίσταται άμεση αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της εν λόγω παραβάσεως και της ηθικής βλάβης και της υλικής ζημίας που η ίδια είχε υποστεί λόγω αυτής.
16. Το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την εν λόγω αγωγή, κρίνοντας ότι το Ελεγκτικό Συνέδριο δεν είχε διαπράξει καμία εκ των καταλογιζόμενων σε αυτό παραβάσεων κανόνων του δικαίου της Ένωσης.
17. Ειδικότερα, καθόσον ενδιαφέρει στο πλαίσιο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, με τις σκέψεις 27 έως 32 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο απεφάνθη ότι οι σχετικές με την προκαταρκτική έρευνα ενέργειες του Ελεγκτικού Συνεδρίου δεν ήταν παράνομες. Συγκεκριμένα, κατά το Γενικό Δικαστήριο, διαβιβάζοντας στην OLAF τον φάκελο με τα πρώτα στοιχεία που είχε συλλέξει προ της ακροάσεως της αναιρεσείουσας, το εν λόγω θεσμικό όργανο δεν είχε παραβεί τις επιταγές που απορρέουν από τη συνδυασμένη ερμηνεία των άρθρων 2 και 4 της αποφάσεως 99/50 ούτε είχε προσβάλει τα δικαιώματα άμυνας της αναιρεσείουσας ή παραβιάσει την αρχή της αμεροληψίας.
18. Ομοίως, με τις σκέψεις 44 έως 47 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο απεφάνθη επί των αιτιάσεων που αντλούνταν, αφενός, από παράλειψη, εκ μέρους του Ελεγκτικού Συνεδρίου, εκδόσεως επίσημης αποφάσεως περί απαλλαγής της αναιρεσείουσας από κάθε εις βάρος της κατηγορία μετά την έκδοση της δικαστικής αποφάσεως της 2ας Οκτωβρίου 2008 και, αφετέρου, από το γεγονός ότι ο Πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου είχε διαλάβει στην επιστολή της 13ης Μαΐου 2004 ένα περιττό προσβλητικό σχόλιο για την άποψη που είχε εκφράσει μεγάλη μερίδα των μελών του εν λόγω θεσμικού οργάνου. Οι επικρινόμενες σκέψεις της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου έχουν ως εξής:
«44 Πρέπει να τονιστεί ότι η παράλειψη που καταλογίζει η ενάγουσα στο Ελεγκτικό Συνέδριο δεν είναι παράνομη.
45 Συναφώς επισημαίνεται, πρώτον, ότι η απαλλαγή της ενάγουσας στηρίχθηκε, σύμφωνα με τη δικαστική απόφαση της 2ας Οκτωβρίου 2008, στις αμφιβολίες που δημιουργήθηκαν κατόπιν ορισμένων εξηγήσεων που έδωσε ο προϊστάμενος του γραφείου της κατά την ακροαματική διαδικασία. Ανεξάρτητα από το αν οι αμφιβολίες που επισήμανε το Πλημμελειοδικείο Λουξεμβούργου ήταν εύλογες ή όχι, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι αυτός ο λόγος απαλλαγής δεν σημαίνει ότι οι κατηγορίες που είχαν απαγγελθεί κατά της ενάγουσας ήταν τελείως αστήρικτες, αλλά σημαίνει, όπως εξέθεσε το εν λόγω λουξεμβουργιανό δικαστήριο, ότι οι κατηγορίες αυτές δεν είχαν αποδειχθεί “πέραν και της παραμικρής αμφιβολίας”.
46 Δεύτερον, όπως άλλωστε ισχυρίζεται το Ελεγκτικό Συνέδριο, αποκλειστική αρμοδιότητα για την εξέταση των κατηγοριών έχουν αφενός οι εθνικές δικαστικές αρχές στο πεδίο του ποινικού δικαίου και αφετέρου το Δικαστήριο στο πειθαρχικό πεδίο δυνάμει του άρθρου 247, παράγραφος 7, ΕΚ. Το Ελεγκτικό Συνέδριο δεν είχε συνεπώς καμία αρμοδιότητα να αποφανθεί επ’ αυτών.
47 Τρίτον, από το γεγονός ότι η υπόθεση δεν παραπέμφθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου δυνάμει της παραπάνω διάταξης δεν συνάγεται ότι το Ελεγκτικό Συνέδριο εκτιμά ότι τα γεγονότα που καταλογίζονται στην ενάγουσα είναι τελείως αστήρικτα. Συγκεκριμένα, κατά το άρθρο 6 του εσωτερικού κανονισμού του Ελεγκτικού Συνεδρίου, όπως ο κανονισμός αυτός θεσπίστηκε στις 31 Ιανουαρίου 2002, η απόφαση για την εν λόγω παραπομπή λαμβάνεται με ομοφωνία. Συνεπώς, η μη παραπομπή σημαίνει μεν ότι δεν επιτεύχθηκε ομοφωνία, αλλά δεν ισοδυναμεί με τη διατύπωση άποψης του Ελεγκτικού Συνεδρίου επί του υποστατού των πραγματικών περιστατικών. Στο πλαίσιο αυτό, ο Πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου καλώς γνωστοποίησε στην ενάγουσα ότι η μεγάλη πλειοψηφία των μελών του θεσμικού αυτού οργάνου έκρινε ότι η συμπεριφορά της ήταν απαράδεκτη και κατέστησε έτσι σαφές ότι η μη παραπομπή στο Δικαστήριο δεν έπρεπε να ερμηνευθεί ως αμφισβήτηση του υποστατού των περιστατικών που αφορούσαν οι κατηγορίες, πράγμα που άλλωστε δεν θα ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα.»
19. Τέλος, το Γενικό Δικαστήριο απεφάνθη επί της αιτιάσεως ότι το Ελεγκτικό Συνέδριο όφειλε, βάσει του καθήκοντός του αρωγής, να προβεί σε ανακοινώσεις στον Τύπο και σε γνωστοποιήσεις προς τα θεσμικά όργανα σχετικά με την απαλλαγή της αναιρεσείουσας. Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο, παραπέμποντας στην εκτεθείσα με τις σκέψεις 45 και 46 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως συλλογιστική, απεφάνθη ότι εκ του καθήκοντος αρωγής δεν δύναται να συναχθεί τέτοια υποχρέωση.
IV – Οι λόγοι αναιρέσεως και τα κύρια επιχειρήματα που προβάλλονται προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως
20. Προς στήριξη της αιτήσεώς της αναιρέσεως η αναιρεσείουσα προβάλλει τέσσερις λόγους αναιρέσεως.
21. Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο παραβίαση της αρχής του τεκμηρίου αθωότητας, αρχής κατοχυρούμενης από το άρθρο 48, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης) και το άρθρο 6, παράγραφος 2, της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθερίων, η οποία υπεγράφη στη Ρώμη την 4η Νοεμβρίου 1950 (στο εξής: ΕΣΔΑ). Όπως επισημαίνει, κατ’ επιταγήν της εν λόγω αρχής, δικαιοδοτικό όργανο της Ένωσης δεν δύναται να θέσει εν αμφιβόλω την αθωότητα κατηγορουμένου εάν το πρόσωπο αυτό έχει στο παρελθόν αθωωθεί με τελεσίδικη απόφαση εθνικού ποινικού δικαστηρίου. Εξ αυτού συνάγεται, κατά την αναιρεσείουσα, ότι το Γενικό Δικαστήριο πεπλανημένως έκρινε, με τις σκέψεις 43 έως 46 και 49 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ότι η παράλειψη του Ελεγκτικού Συνεδρίου, αφενός, να εκδώσει απόφαση περί οριστικής αποχής από την παραπομπή της αναιρεσείουσας ενώπιον του Δικαστηρίου και, αφετέρου, να αποκαταστήσει την υπόληψή της δεν ήταν «παράνομη».
22. Η αναιρεσείουσα επικρίνει, ειδικότερα, τη διατύπωση της σκέψεως 45 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, υποστηρίζοντας ότι η διαλαμβανόμενη στην εν λόγω σκέψη εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου συνιστά πρόδηλη παραβίαση της αρχής του τεκμηρίου αθωότητας. Συγκεκριμένα, κατά την αναιρεσείουσα, από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου συνάγεται ότι το γεγονός ότι η απαλλαγή της αναιρεσείουσας βασίσθηκε στην ύπαρξη αμφιβολίας δεν δύναται να ασκήσει επιρροή στην υποχρέωση του Γενικού Δικαστηρίου να μη θεμελιώσει την απόφασή του επί του συγκεκριμένου λόγου αθωώσεως.
23. Το Ελεγκτικό Συνέδριο αντιτείνει ότι ο πρώτος λόγος αναιρέσεως βασίζεται σε αγνόηση της εμβέλειας του άρθρου 6, παράγραφος 2, της ΕΣΔΑ, καθώς και του άρθρου 48, παράγραφος 1, του Χάρτη. Συγκεκριμένα, κατά την άποψη του Ελεγκτικού Συνεδρίου, το τεκμήριο αθωότητας ισχύει για τον κατηγορούμενο ενώπιον του δικαιοδοτικού οργάνου το οποίο καλείται να αποφανθεί υπέρ της ενοχής ή της αθωότητάς του σε σχέση με τις κατηγορίες που άγονται στην κρίση του συγκεκριμένου οργάνου. Το ζήτημα, όμως, επί του οποίου εκλήθη να αποφανθεί ο δικαστής στο πλαίσιο της ασκηθείσας από την αναιρεσείουσα αγωγής για εξωσυμβατική ευθύνη δεν ήταν η ενοχή της από πλευράς του λουξεμβουργιανού ποινικού δικαίου. Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο δεν ηδύνατο να παραβιάσει την αρχή του τεκμηρίου αθωότητας.
24. Επιπροσθέτως, κατά το εν λόγω θεσμικό όργανο, ο συγκεκριμένος λόγος αναιρέσεως ερείδεται στην πεπλανημένη προκείμενη ότι το Ελεγκτικό Συνέδριο και το Γενικό Δικαστήριο προέβησαν σε επανεξέταση του βασίμου της δικαστικής αποφάσεως της 2ας Οκτωβρίου 2008. Το Ελεγκτικό Συνέδριο εκτιμά ότι, αντιθέτως, έκαστο των δύο θεσμικών οργάνων, κατά την άσκηση της αρμοδιότητάς του στο πλαίσιο της υποθέσεως, απεδέχθη την εν λόγω δικαστική απόφαση και άντλησε εξ αυτής τα συμπεράσματα που επιβάλλονταν στο πλαίσιο των αντίστοιχων διαδικασιών εκδόσεως αποφάσεως. Ειδικότερα, το Γενικό Δικαστήριο απεδέχθη τη δικαστική απόφαση της 2ας Οκτωβρίου 2008 ως πραγματικό στοιχείο το οποίο όφειλε να λάβει υπόψη του κατά τον έλεγχο της νομιμότητας των πράξεων ή παραλείψεων του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
25. Το Ελεγκτικό Συνέδριο συνάγει από τις σκέψεις 120 έως 122 της αποφάσεως της 11ης Ιουλίου 2006, C-432/04, Επιτροπή κατά Cresson (6), ότι το Γενικό Δικαστήριο, μολονότι αναγνώρισε ότι το tribunal d’arrondissement de Luxembourg απεφάνθη ότι το υποστατό ορισμένων εκ των πράξεων που καταλογίζονταν στην αναιρεσείουσα δεν είχε αποδειχθεί πέραν πάσης αμφιβολίας και ότι, ως εκ τούτου, οι κατηγορούμενοι έπρεπε να απαλλαγούν των κατηγοριών που τους αποδίδονταν για αδικήματα του λουξεμβουργιανού ποινικού δικαίου, είχε την ευχέρεια να προβεί σε διαφορετική εκτίμηση των αυτών πραγματικών περιστατικών στο πλαίσιο του ελέγχου του για ενδεχόμενη θεμελίωση εξωσυμβατικής ευθύνης του Ελεγκτικού Συνεδρίου από πλευράς του δικαίου της Ένωσης. Ενεργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, το Γενικό Δικαστήριο ουδόλως έθεσε εν αμφιβόλω τη δικαστική απόφαση της 2ας Οκτωβρίου 2008 ή το τεκμήριο αθωότητας του οποίου απήλαυε η αναιρεσείουσα ενώπιον του εν λόγω δικαστηρίου.
26. Στο πλαίσιο του δευτέρου λόγου αναιρέσεως η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο παραβίασε την κατοχυρούμενη από το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ αρχή της καλόπιστης συνεργασίας έναντι του tribunal d’arrondissement de Luxembourg, παραμορφώνοντας τις κρίσεις και τις εκτιμήσεις του εν λόγω δικαστηρίου.
27. Κατά την αναιρεσείουσα, κατ’ εφαρμογήν της ανωτέρω αρχής, οσάκις εθνικό δικαστήριο έχει αποφανθεί με απόφαση περιβληθείσα ισχύ δεδικασμένου με την οποία ένα πρόσωπο αθωώθηκε για αδικήματα που του αποδίδονταν, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένου του Γενικού Δικαστηρίου, οφείλουν να σέβονται την εν λόγω απόφαση και να μην την καθιστούν άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας.
28. Κατά την αναιρεσείουσα, μολονότι τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά ταυτίζονται με εκείνα επί των οποίων απεφάνθη το tribunal d’arrondissement de Luxembourg, το Γενικό Δικαστήριο προέβη σε καθ’ όλα διαφορετική εκτίμηση αυτών, παραβιάζοντας με τον τρόπο αυτόν την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας.
29. Επιπροσθέτως, κατά την αναιρεσείουσα, με τη σκέψη 35 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο προέβη σε διαπιστώσεις οι οποίες αντιφάσκουν προς τα συμπεράσματα του tribunal d’arrondissement de Luxembourg, καθώς έκρινε ότι «η διαχείριση κάθε συστήματος αδειών βασίζεται στην υποχρέωση των προϊσταμένων να εξακριβώνουν την παρουσία των υφισταμένων τους και να ελέγχουν κατά πόσον οι απουσίες του προσωπικού τους είναι σύμφωνες με τη ρύθμιση που διέπει τις άδειες» και ότι «[η] υποχρέωση αυτή δεν επηρεάζεται από τη μη ύπαρξη ενός ολοκληρωμένου συστήματος που να παρέχει τη δυνατότητα να εξακριβώνεται, ανεξάρτητα από τον εκάστοτε προϊστάμενο, κατά πόσον ο αριθμός των ημερών άδειας που δηλώνεται στο τέλος κάθε έτους ότι δεν έχει λάβει ο ενδιαφερόμενος ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα».
30. Τέλος, κατά την αναιρεσείουσα, το Γενικό Δικαστήριο απέστη από τη δικαστική απόφαση της 2ας Οκτωβρίου 2008, καθώς, με τη σκέψη 38 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, δέχθηκε ότι «το γεγονός ότι το σύστημα καταχώρισης και παρακολούθησης των αδειών στο Ελεγκτικό Συνέδριο ήταν ελλιπές κατά τον χρόνο των κρίσιμων περιστατικών δεν θα μπορούσε να δικαιολογήσει την παύση κάθε έρευνας ή δίωξης που […] αφορούσε [την αναιρεσείουσα]», τούτο δε όταν η αθώωση της αναιρεσείουσας στηρίχθηκε ακριβώς στον ελλιπή χαρακτήρα του συστήματος διαχειρίσεως των αδειών του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
31. Προς αντίκρουση των εν λόγω επιχειρημάτων, το Ελεγκτικό Συνέδριο υποστηρίζει ότι ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως βασίζεται σε αγνόηση των αντίστοιχων ρόλων των οικείων θεσμικών οργάνων, καθώς και της εμβέλειας του άρθρου 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ. Συγκεκριμένα, κατά το Ελεγκτικό Συνέδριο, το Γενικό Δικαστήριο δεν προέβη σε επανεξέταση της δικαστικής αποφάσεως της 2ας Οκτωβρίου 2008 ούτε έθεσε εν αμφιβόλω το διατακτικό της. Η διαφορετική εκτίμηση ορισμένων πραγματικών περιστατικών οφείλεται στο διαφορετικό πλαίσιο των δύο διαφορών, ήτοι, αφενός, μιας ποινικής διαδικασίας που άπτεται του εθνικού δικαίου και, αφετέρου, μιας αγωγής για εξωσυμβατική ευθύνη βάσει του δικαίου της Ένωσης.
32. Στο πλαίσιο του τρίτου λόγου αναιρέσεως η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατά παράβαση των κανόνων περί αρμοδιότητας, καθώς το Γενικό Δικαστήριο έταμε ζητήματα τα οποία υπερέβαιναν τα όρια των αρμοδιοτήτων που του απομένουν οι Συνθήκες.
33. Κατά την αναιρεσείουσα, αφενός, το Γενικό Δικαστήριο, μολονότι αναγνώρισε, με τη σκέψη 46 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ότι αρμόδιες να εξετάζουν τις κατηγορίες από πλευράς ποινικού δικαίου είναι αποκλειστικώς οι εθνικές δικαστικές αρχές, εντούτοις, υπερέβη τα όρια των αρμοδιοτήτων που του απονέμουν οι Συνθήκες, με τη σκέψη 45 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, προέβη σε επί της ουσίας εκτίμηση του βασιζόμενου στην ύπαρξη αμφιβολίας λόγου απαλλαγής.
34. Αφετέρου, κατά την αναιρεσείουσα, το Γενικό Δικαστήριο υπερέβη τα όρια της αρμοδιότητάς του και με τις κρίσεις που διέλαβε στη σκέψη 47 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως. Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι αρμόδιο να αποφαίνεται επί των πειθαρχικών ευθυνών που απορρέουν από τις συμπεριφορές των μελών του Ελεγκτικού Συνεδρίου είναι αποκλειστικώς το Δικαστήριο, το Γενικό Δικαστήριο, όπως και το Ελεγκτικό Συνέδριο με την επιστολή του της 13ης Μαΐου 2004, δεν ήταν αρμόδιο να εκφράσει οιαδήποτε υπόνοια για απαράδεκτη συμπεριφορά εκ μέρους της αναιρεσείουσας.
35. Το Ελεγκτικό Συνέδριο αντιτείνει ότι ο τρίτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως εν μέρει απαράδεκτος, καθώς επαναλαμβάνει απλώς τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν σε πρώτο βαθμό σε σχέση με την επιστολή της 13ης Μαΐου 2004, και ως εν μέρει αβάσιμος.
36. Ως προς το εν μέρει αβάσιμο του λόγου αναιρέσεως, το Ελεγκτικό Συνέδριο επισημαίνει εκ νέου ότι το Γενικό Δικαστήριο ουδόλως έθεσε εν αμφιβόλω τη δικαστική απόφαση της 2ας Οκτωβρίου 2008. Όπως παρατηρεί, η εκτίμηση μίας και της αυτής συμπεριφοράς δύναται να οδηγήσει σε διαφορετικά συμπεράσματα αναλόγως του επιλαμβανόμενου οργάνου.
37. Στο πλαίσιο του τετάρτου λόγου αναιρέσεως η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο επλανήθη κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή των προϋποθέσεων θεμελιώσεως της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης. Συγκεκριμένα, ως προς το ζήτημα της χρήσεως πλαστού εγγράφου, το Γενικό Δικαστήριο προσέθεσε μία μη απαιτούμενη προϋπόθεση (την «κακή πίστη»), δεχόμενο, με τη σκέψη 32 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ότι «η ενδεχόμενη διαβίβαση του εν λόγω εγγράφου από το Ελεγκτικό Συνέδριο είτε στην OLAF είτε στις λουξεμβουργιανές αρχές δεν σημαίνει ότι το εν λόγω θεσμικό όργανο ενήργησε κακόπιστα όσον αφορά τη γνησιότητα της υπογραφής της ενάγουσας».
38. Επιπροσθέτως, κατά την αναιρεσείουσα, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο ομοίως ως προς την ερμηνεία του άρθρου 2, δεύτερο εδάφιο, της αποφάσεως 99/50, σε συνδυασμό με το άρθρο 4, πρώτο εδάφιο, αυτής, καθόσον δέχθηκε ότι η απλή γνωστοποίηση στην αναιρεσείουσα της διενέργειας εσωτερικής έρευνας εκ μέρους της OLAF αρκούσε και ότι δεν ήταν, επομένως, αναγκαία η ενημέρωση αυτής για τη διενεργηθείσα από το Ελεγκτικό Συνέδριο προκαταρκτική έρευνα.
39. Κατά το Ελεγκτικό Συνέδριο, οι αιτιάσεις που διατυπώνονται στο πλαίσιο του τετάρτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να κριθούν απαράδεκτες διότι συνίστανται, αφενός, σε αίτημα προς το Δικαστήριο για επανεξέταση των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως και, αφετέρου, σε απλή επανάληψη επιχειρημάτων που προβλήθηκαν σε πρώτο βαθμό, ιδίως όσον αφορά τη μη γνωστοποίηση της προκαταρκτικής έρευνας.
40. Επί της ουσίας, κατά το Ελεγκτικό Συνέδριο, με τη σκέψη 32 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο, επισημαίνοντας ότι η απλή διαβίβαση εγγράφου στην OLAF ή στις λουξεμβουργιανές αρχές δεν συνιστούσε ένδειξη κακής πίστεως εκ μέρους του Ελεγκτικού Συνεδρίου ως προς τη γνησιότητα της υπογραφής της αναιρεσείουσας, δεν προσέθεσε κάποια επιπλέον προϋπόθεση για τη θεμελίωση της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης. Ομοίως, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη κατά την ερμηνεία του άρθρου 2, δεύτερο εδάφιο, της αποφάσεως 99/50, δεδομένου ότι η διάταξη αυτή δεν επιβάλλει την υποχρέωση γνωστοποιήσεως της ενάρξεως προκαταρκτικής έρευνας στο ύποπτο για ατασθαλίες πρόσωπο, αλλά επιβάλλει απλώς στον Γενικό γραμματέα την υποχρέωση να διαβιβάζει αμελλητί στην OLAF τα στοιχεία που συλλέγονται στο πλαίσιο μιας τέτοιας έρευνας.
V – Εκτίμηση
41. Κατ’ αρχάς, θα εξετασθούν από κοινού ο πρώτος, ο δεύτερος και ο τρίτος λόγος αναιρέσεως, στον βαθμό κατά τον οποίο τα προβαλλόμενα προς στήριξή τους επιχειρήματα ταυτίζονται και αφορούν τις αυτές σκέψεις της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως. Εν συνεχεία, σε δεύτερο χρόνο, θα εξετασθεί ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως.
Α — Επί των λόγων αναιρέσεως που αντλούνται από παραβίαση της αρχής του τεκμηρίου αθωότητας και της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας, καθώς και από αναρμοδιότητα του Γενικού Δικαστηρίου
42. Οι τρεις πρώτοι λόγοι αναιρέσεως σκοπούν κατ’ ουσίαν σε αμφισβήτηση της συλλογιστικής που το Γενικό Δικαστήριο αναπτύσσει με τις σκέψεις 44 έως 49 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως.
43. Επιβάλλεται να υπομνησθούν οι αιτιάσεις τις οποίες το Γενικό Δικαστήριο εξετάζει στο συγκεκριμένο τμήμα της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως.
44. Πρώτον, η αναιρεσείουσα προσήπτε στο Ελεγκτικό Συνέδριο παράλειψη εκδόσεως επίσημης αποφάσεως απαλλάσσουσας αυτήν από το σύνολο των εις βάρος της κατηγοριών κατόπιν της εκδόσεως της δικαστικής αποφάσεως της 2ας Οκτωβρίου 2008, δεδομένου ότι δεν είχαν αποδειχθεί ενέργειες δικαιολογούσες την παραπομπή της υποθέσεως ενώπιον του Δικαστηρίου κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 247, παράγραφος 7, ΕΚ. Κατά την αναιρεσείουσα, μέσω μιας τέτοιας επίσημης αποφάσεως, το Ελεγκτικό Συνέδριο όφειλε να αρνηθεί να παραπέμψει την υπόθεση στο Δικαστήριο βάσει της ανωτέρω διατάξεως.
45. Δεύτερον, η αναιρεσείουσα προσήπτε στον Πρόεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου παραβίαση της αρχής της αμεροληψίας και παράβαση του καθήκοντος αρωγής, τούτο δε λόγω ενός περιττού προσβλητικού σχολίου που είχε περιληφθεί στην επιστολή της 13ης Μαΐου 2004 και αφορούσε τη θέση μεγάλης μερίδας των μελών του εν λόγω θεσμικού οργάνου.
46. Τρίτον, η αναιρεσείουσα υποστήριζε ότι το Ελεγκτικό Συνέδριο όφειλε, βάσει του καθήκοντός του αρωγής, να προβεί σε δημοσιεύσεις στον Τύπο και σε κοινοποιήσεις προς τα θεσμικά όργανα περί της αθωώσεώς της.
47. Επισημαίνεται εκ προοιμίου ότι, κατά την άποψή μου, ορθώς το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τους τρεις αυτούς ισχυρισμούς της αναιρεσείουσας.
48. Όπως, εντούτοις, επισημαίνει η αναιρεσείουσα, η επιχειρηματολογία που το Γενικό Δικαστήριο ανέπτυξε με τη σκέψη 45 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως εγείρει ζήτημα από πλευράς του τεκμηρίου αθωότητας.
49. Δυνάμει του άρθρου 48, παράγραφος 1, του Χάρτη, «[κ]άθε κατηγορούμενος τεκμαίρεται ότι είναι αθώος μέχρι αποδείξεως της ενοχής του σύμφωνα με τον νόμο». Η διάταξη αυτή αντιστοιχεί σε εκείνη του άρθρου 6 παράγραφος 2, της ΕΣΔΑ. Κατά το άρθρο 52, παράγραφος 3, του Χάρτη, το δικαίωμα στο τεκμήριο αθωότητας έχει την αυτή έννοια και εμβέλεια με εκείνη του αντίστοιχου δικαιώματος που κατοχυ