11 Feb η ιστορία στο εδώλιο
Η σχέση της εξιστόρησης της Ιστορίας ήταν πάντα έργο των νικητών και των πνευματικών καθοδηγητών τους. Ως πραγματικότητα γνωρίζουμε πάντα μια εξιστόρηση και κάποια στοιχεία την αποδεικνύουν σύμφωνα με τους κανόνες της επιστήμης αυτής. Η ιστορία όμως έχει μεγάλο εύρος υποκειμενισμού και πάθους ιδίως όταν σχετίζεται με σφαγές και μεταβολές τεράστιας έκτασης.
Ο νομοθέτης έχει άποψη για την ιστορία με πολλούς τρόπους: ρυθμίζοντας εθνικές επετείους, οργανώντας εγκλήματα ή χαρακτηρίζοντας πράξεις ως γενεοκτονία ή ως έγκλημα πολέμου μεταξύ άλλων. Ο νομοθέτης εκτιμά τη μνήμη και την επιτρέπει ή την απαγορεύει. Οσο για το παρόν το περιγράφει με τα χρώματα της κρατούσας άποψης.
Η ιστορία όμως σε μεγάλο βαθμό ρυθμίζεται και από τον ιδεολογικό εξορθολογισμό που προκαλεί κάθε συγγραφέας ανάλογα με την προσωπική του άποψη ιδίως όταν ο συγγραφέας είναι επιστήμονας ιστορικός.
Η ιστορία είναι λοιπόν μία υποκειμενική διήγηση και σε τι βαθμό είναι επιτρεπτή η ερμηνεία της από τους επιστήμονες? Μπορεί να υπαχθεί κάθε διήγηση στις επιλογές του νομοθέτη και να κριθεί?
Η ελληνική τοποθέτηση ξεκίνησε στην Κρήτη και έλαβε την αρμόζουσα σε κρητικά παλληκάρια ένταση.Πιστεύουμε ότι θα συνεχισθεί στο ίδιο πλαίσιο παρά το γεγονός ότι η Κρήτη έχει επικοισθεί από σύγχρονους γερμανούς πολίτες που φιλοξενούνται με κριτική εγκαρδιότητα.
Ο Ρίχτερ στο βιβλίο του χαρακτηρίζει τη σημασία της μάχης της Κρήτης «στρατιωτικό μύθο» και επικρίνει τον αντιστασιακό αγώνα ενάντια στον κατακτητή χαρακτηρίζοντάς τον «μη έντιμο, βρόμικο και κτηνώδη» την ίδια στιγμή που αναγνωρίζει τους ναζί αλεξιπτωτιστές ως «ιδεολόγους ιππότες».
Σύμφωνα με το επίσημο κατηγορητήριο στο βιβλίο του υπάρχουν αναφορές που συνιστούν «άρνηση εγκλημάτων του ναζισμού σε βάρος του κρητικού λαού με εξυβριστικό περιεχόμενο».
Η ακροαματική διαδικασία ξεκίνησε τον περασμένο Νοέμβριο και προκάλεσε πανελλαδικό ενδιαφέρον, καθώς ήταν η πρώτη δίκη που έγινε με βάση τον αντιρατσιστικό νόμο που ψηφίστηκε τον Αύγουστο του 2014. Προκλήθηκαν ποικίλες αντιδράσεις για το αν η δίωξη του Γερμανού καθηγητή πλήττει ή όχι την ελευθερία του λόγου. Για το ζήτημα υπήρξαν σοβαρές αντεγκλίσεις τοποθετήθηκε δε και ικανός αριθμός ακαδημαϊκών.
Αθωώθηκε από το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Ρεθύμνου ο Γερμανός ιστορικός Χάιντς Ρίχτερ, μετά από ακροαματική διαδικασία που κράτησε δύο και πλέον μήνες προκαλώντας μια πολύκροτη δίκη για την ελευθερία του λόγου και της επιστήμης σε σχέση με την ερμηνεία και την προσέγγιση της Ιστορίας και της ιστορικής αλήθειας.
Στον Ρίχτερ είχε ασκηθεί δίωξη από τον εισαγγελέα Ρεθύμνου για το βιβλίο του για τη Μάχη της Κρήτης με βάση τον αντιρατσιστικό νόμο που ψηφίστηκε τον Αύγουστο του 2014 και ήταν η πρώτη φορά που αυτός εφαρμόσθηκε.
Με βάση την απόφαση του δικαστηρίου ο συγκεκριμένος νόμος κρίνεται αντισυνταγματικός σύμφωνα με κάποια δημοσιεύματα και αναμένουμε να διαβάσουμε την απόφαση του δικαστηρίου με μεγάλο ενδιαφέρον.
Σήμερα λοιπόν το μεσημέρι ο πρόεδρος του δικαστηρίου, Ιωάννης Καργόπουλος, ανακοίνωσε την αθωωτική απόφαση. Την απαλλαγή του κατηγορουμένου είχε ζητήσει και ο εισαγγελέας έδρας, Ιωακείμ Κασσωτάκης, ο οποίος στην αγόρευσή του είχε αναφέρει ότι το βιβλίο εμπεριέχει ανακρίβειες και αναλήθειες, ωστόσο, δεν προκύπτει ότι μπορεί να διεγείρει και να προκαλέσει μίσος κατά του κρητικού λαού. Επίσης, σημείωνε ότι δεν προκύπτει πως είχε σκοπό να θίξει την τιμή και την υπόληψη των Κρητικών.
Η συγκεκριμένη δίκη οδήγησε σε δημόσια τοποθέτηση πολλές σύγχρονες προσωπικότητες και το δίχως άλλο θα προκαλέσει σημαντικό επιστημονικό διάλογο στο μέλλον καθώς εντάσσεται στο πλαίσιο των υποθέσεων ελευθερίας του λόγου για την ιστορία και την ιστορική ερμηνεία. Ετσι είναι αν έτσι νομίζετε λοιπόν ή ο δικαστής θα μας πει τι συνέβη και τι επιτρέπεται να έχει συμβεί?
Απόψε μου λείπει η Χάνα Αρεντ και η σκέψη της. Φοβάμαι δε ότι οι διάλογοι για το θέμα θα χαρακτηρισθούν από ελαφρότητα και πάθη που δεν αρμόζουν ούτε στην αξία της ελευθερίας του λόγου και της επιστήμης ούτε όμως και στις σφαγές που δεν είναι επιτρεπτό να λησμονούνται θεσμικά.
για όποιον ενδιαφέρεται και το απαγγελθέν σκεπτικό!
«Θεμελιώδη αρχή του Συντάγματος συνιστά το κράτος δικαίου και ειδικότερες πτυχές του, η αρχή της νομιμότητας της δράσης των πολιτειακών οργάνων, η διάκριση των λειτουργιών και, ειδικότερα, μεταξύ της νομοθετικής και της δικαστικής λειτουργίας, και η προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου.
Η νομοθετική λειτουργία συνίσταται, στην έκφραση της γενικής βούλησης του λαού με τη θέσπιση νόμων, οι οποίοι, κατ’ αρχήν και πλην εξαιρέσεων, όπως λ.χ. ο προϋπολογισμός του Κράτους, απαρτίζονται από κανόνες δικαίου. Τέτοιοι ιδίως είναι οι ποινικοί νόμοι, οι οποίοι ως κανόνες δικαίου πρέπει να περιέχουν γενικές, αφηρημένες και απρόσωπες ρυθμίσεις, επί τη βάση σαφώς ορισμένων στοιχείων ανθρώπινης εξωτερικής συμπεριφοράς, ώστε κανονιστικά και υποθετικά να ορίζουν τις συμπεριφορές των ανθρώπων για το μέλλον.
Η δικαστική λειτουργιά έγκειται στην επίλυση των διαφορών που αφορούν στην εφαρμογή ή μη των κανόνων δικαίου, η οποία, μεταξύ άλλων, περιλαμβάνει, αφενός, την τιμωρία των εγκλημάτων, δηλαδή την εξακρίβωση των πραγματικών περιστατικών, το νομικό χαρακτηρισμό τους και την επιβολή των προβλεπόμενων κυρώσεων, και, αφετέρου, την υποχρέωση ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων, σε περίπτωση αντίθεσής τους με συνταγματικούς κανόνες και αρχές, όπως τα ατομικά δικαιώματα και η ίδια η διάκριση των λειτουργιών.
Η Βουλή με τους νόμους 2193/94, 2645/98 έχει αναγνωρίσει συγκεκριμένες γενοκτονίες, και με το άρθρο 18 παρ. 5 του Ν. 2503/1997 σε συνδ. με τα κατ’ εξουσιοδότηση βάσει αυτού εκδοθέντα προεδρικά διατάγματα ΠΔ 399/1998, 99/2000, 40/2004, εγκλήματα που τέλεσαν στην Κρήτη οι δυνάμεις κατοχής κατά τα έτη 1941-44.
Οι νόμοι αυτοί όμως, ανεξαρτήτως του πολιτικού συμβολισμού και χαρακτήρα τους κατά τον οποίον δεν υπάγονται σε δικαστική κρίση, αναγνωρίζουν παρελθοντικά γεγονότα και τα χαρακτηρίζουν νομικώς, χωρίς όμως να διαθέτουν κανονιστικό περιεχόμενο, ώστε να ανάγονται σε δεσμευτικούς κανόνες δικαίου με έννομες συνέπειες.
Με τη διάταξη του άρθρου 2 του Ν. 4285/14 με την οποίαν ενσωματώθηκε η απόφαση-πλαίσιο 2008/931/ΔΕΥ, ο νομοθέτης επέλεξε να τιμωρήσει την επιδοκιμασία, τον ευτελισμό ή την κακόβουλη άρνηση της ύπαρξης και της σοβαρότητας γενοκτονιών, εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας και πολέμου, τα οποία, εκτός από αποφάσεις διεθνώς δικαστηρίων, έχουν αναγνωριστεί και «με αποφάσεις της Βουλής», στις οποίες εμπίπτουν και οι παραπάνω νόμοι σε συνδυασμό με τα εκδοθέντα ΠΔ.
Ειρήσθω εν παρόδων, η απόφαση-πλαίσιο αποτέλεσε τον καρπό της Γερμανικής Προεδρίας της ΕΕ κατά το 2007.
Σε γενικές γραμμές, ο νόμος Ν. 4285/14, καθόσον απαιτεί την εκφορά ρατσιστικού λόγου που δύναται να προκαλέσει μίσος ή έχει υβριστικό ή απειλητικό περιεχόμενο και δεν αρκείται μόνον στην άρνηση, την επιδοκιμασία ή τον ευτελισμό των παραπάνω εγκλημάτων, κινείται εντός των πλαισίων που διαγράφονται από τα θεμελιώδη δικαιώματα και το Σύνταγμα.
Ο Έλληνας νομοθέτης όμως, με την προσθήκη του σκέλους που παραπέμπει «σε αποφάσεις της Βουλής» μπορεί να τιμωρεί την επιδοκιμασία, τον ευτελισμό ή την κακόβουλη άρνηση της ύπαρξης και της σοβαρότητας ιστορικών ή σύγχρονων περιστατικών, των οποίων την ύπαρξη και το νομικό χαρακτηρισμό ως εγκλήματα, μπορεί ο ίδιος να καθορίζει, υποκαθιστώντας έτσι τη δικαστική λειτουργία.
Επιπλέον, η προσθήκη του προαναφερθέντος στοιχείου, όχι μόνο δεν προβλεπόταν από την ίδια την απόφαση-πλαίσιο που ενσωματώθηκε με το Ν. 4285/14, αντιθέτως σαφέστατα αποκλειόταν, διότι αυτή αναφερόταν αποκλειστικά στην αναγνώριση εγκλημάτων πολέμου κλπ. «με αποφάσεις διεθνών ή/και εθνικών δικαστηρίων μόνον».
Συνεπώς, ο νομοθέτης με την εισαγωγή του σκέλους που παραπέμπει σε εγκλήματα που έχουν αναγνωριστεί «με αποφάσεις της Βουλής», υπερέβη αντισυνταγματικώς τα όρια της νομοθετικής του λειτουργίας, παραβίασε τη συνταγματική αρχή της νομιμότητας των ποινικών εγκλημάτων και επιχείρησε να εισχωρήσει ανεπίτρεπτα στη δικαστική λειτουργία, διότι δεν θεμελίωσε το αξιόποινο αποκλειστικά σε κανόνα δίκαιου ως όφειλε, αλλά στην αναγνώριση και το νομικό χαρακτηρισμό γεγονότων του παρελθόντος ως εγκλημάτων με νόμο, υποκαθιστώντας έτσι τη δικαστική κρίση.
Επιπροσθέτως, παραβίασε την ελευθερία του λόγου και την ακαδημαϊκή ελευθερία, δοθέντος ότι οι νόμοι που «αναγνωρίζουν» (ή θεσπίζουν) ιστορικά γεγονότα, ακόμη κι αν εκφράζουν την πλειοψηφία, δεν μπορούν σε μια δημοκρατική και πλουραλιστική κοινωνία και σύγχρονο κράτος δικαίου να αποτελούν τη βάση δεσμευτικών κανόνων που να συνεπάγονται νομικές απαγορεύσεις και κυρώσεις.
Τέλος, παραβίασε το καθήκον αμοιβαίας και πιστής συνεργασίας της Συνθήκης της ΕΕ, διότι, κατά την ενσωμάτωσή της παραπάνω απόφασης-πλαισίου, εξάρτησε το αξιόποινο από «αποφάσεις της Βουλής», το οποίο η ίδια σαφώς απέκλεισε και έτσι παρέκκλινε ουσιωδώς από την αξιόποινη συμπεριφορά που αυτή τυποποιούσε, με αποτέλεσμα να αναιρεί τους επιδιωκόμενους σκοπούς της και, συγκεκριμένα, τη νομοθετική εναρμόνιση σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Τούτων δοθέντων, το άρθρο 2 του Ν. 4285/14 με το οποίο αντικ. το άρθρο 2 του Ν. 927/1979 κατά το σκέλος που παραπέμπει σε γενοκτονίες και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και πολέμου που έχουν αναγνωριστεί «με αποφάσεις της Βουλής των Ελλήνων» είναι αντίθετο με το Σύνταγμα και το Ευρωπαϊκό δίκαιο, και, ως εκ τούτου, ανίσχυρο και ανεφάρμοστο.
Κατόπιν τούτων, ο κατηγορούμενος κηρύσσεται αθώος». (rethnea.gr)