19 Feb ΕΝΙΑΙΑ ΑΡΧΗ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ
Ενιαια Αρχή Δημοσίων Συμβάσεων
Την τήρηση του νόμου που υποχρεώνει την κυβέρνηση να ενημερώνει την Ενιαία Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Συμβάσεων πριν από την κατάθεση σχεδίων νόμων, που αφορούν στις δημόσιες συμβάσεις, ζητάει ο πρόεδρος της Αρχής, Δημήτριος Ράικος, με επιστολή του προς την Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής. Στην επιστολή που διαβιβάστηκε στις 14 Φεβρουαρίου στην Επιτροπή Θεσμών, ο κ. Ράικος επιφυλάσσει ειδική αναφορά στο σχέδιο νόμου «Πρωτοβάθμιο Εθνικό Δίκτυο Υγείας, Αλλαγή Σκοπού ΕΟΠΥΥ και λοιπές διατάξεις», για το οποίο αναφέρεται ότι κατά παράβαση του νόμου κατατέθηκε στη Βουλή πριν ενημερωθεί η Ενιαία Αρχή Δημοσίων Συμβάσεων, αν και περιέχει διατάξεις που ρυθμίζουν θέματα δημοσίων συμβάσεων.
Ο κ. Ράικος επισημάνει, επίσης, ότι «έχει παρατηρηθεί συχνά να κατατίθενται στη Βουλή σχέδια νόμων χωρίς την προηγούμενη λήψη γνώμης από την Αρχή, κατά παράβαση του νόμου».
Βάσει του ιδρυτικού της νόμου, η Ενιαία Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Συμβάσεων γνωμοδοτεί επί των διατάξεων σχεδίων νόμων που αφορούν στις δημόσιες συμβάσεις πριν από την κατάθεσή τους στη Βουλή.
Ο νόμος ορίζει, μάλιστα, ότι αν ο αρμόδιος υπουργός διαφωνεί με τη γνώμη της Αρχής, η Αρχή δύναται να συγκαλεί συσκέψεις, με τη συμμετοχή εκπροσώπων της και εκπροσώπων όλων των συναρμόδιων υπουργείων με σκοπό την ανταλλαγή και σύγκλιση απόψεων.
Αν δεν αρθεί η διαφωνία μεταξύ του αρμοδίου υπουργού και της Αρχής, στη γνώμη της Αρχής προσαρτάται έκθεση του υπουργού και ειδική αιτιολόγηση κάθε απόκλισης από το περιεχόμενό της και τα εν λόγω έγγραφα πρέπει να συνοδεύουν τα σχέδια νόμων κατά την κατάθεσή τους στην Επιτροπή.
Ειδικά για την περίπτωση του νομοσχεδίου για την αλλαγή του σκοπού του ΕΟΠΥΥ, ο κ. Ράικος εφιστά την προσοχή των μελών της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής, λέγοντας ότι περιέχει διατάξεις για την εκ των υστέρων «νομιμοποίηση» δαπανών από συμβάσεις προμηθειών και υπηρεσιών νοσοκομείων.
«Οι εν λόγω διατάξεις, πέραν της παραπάνω παραβίασης της διάταξης του ουσιώδους τύπου της προηγούμενης γνώμης της Αρχής, θέτουν εν αμφιβόλων και τις λοιπές ελεγκτικές αρμοδιότητες της Αρχής, που ασκούνται τόσο στο στάδιο πριν την υπογραφή των συμβάσεων, όσο και στα επόμενα στάδια της εκτέλεσής τους».
Για τη διαβίβαση της επιστολής ο πρόεδρος της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας Αναστάσιος Νεράντζης ενημέρωσε τους βουλευτές και η πρώτη αντίδραση σημειώθηκε από τον γραμματέα της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ Νίκο Βούτση, ο οποίος σημείωσε ότι υπάρχει ζήτημα και με το νομοσχέδιο για τους αυτοκινητοδρόμους που πρόσφατα ψηφίστηκε από τη Βουλή.
O αρμόδιος υπουργός απάντησε στο ζήτημα:
«Η Ενιαία Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Συμβάσεων, που συστάθηκε με το νόμο 4013/2011, έχει ως σκοπό τη διασφάλιση της διαφάνειας, αποτελεσματικότητας, συνοχής και εναρμόνισης των διαδικασιών ανάθεσης και εκτέλεσης των δημοσίων συμβάσεων προς το εθνικό και ευρωπαϊκό δίκαιο.
Στο πλαίσιο της αρμοδιότητας αυτής η Αρχή γνωμοδοτεί για τη νομιμότητα κάθε διάταξης σχεδίου νόμου ή κανονιστικής πράξης που αφορά στις δημόσιες συμβάσεις.
Είναι προφανές ότι οι διατάξεις του νόμου 4219/2013 με τον οποίο κυρώθηκαν και μόνο οι συμφωνίες τροποποίησης των 4 συμβάσεων παραχώρησης των αυτοκινητοδρόμων του Διευρωπαϊκού Δικτύου Μεταφορών, ούτε αφορούν σε κανόνες με τους οποίους ρυθμίζονται θέματα δημοσίων συμβάσεων, ούτε αφορούν σε ανάθεση δημόσιας σύμβασης μετά από διαδικασία διαπραγμάτευσης ούτε πολύ περισσότερο τροποποιούν καθοιονδήποτε τρόπο το νομοθετικό ή κανονιστικό πλαίσιο των δημοσίων συμβάσεων, περιπτώσεις δηλαδή οι οποίες εμπίπτουν στην πράγματι σημαντική εποπτική, συντονιστική και γνωμοδοτική αρμοδιότητα της Ενιαίας Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Συμβάσεων.
Σε κάθε περίπτωση υπενθυμίζεται οι συμφωνίες αυτές, πριν υπογραφούν και κατατεθούν για κύρωση στη Βουλή, ελέγχθηκαν και εγκρίθηκαν από το Ελεγκτικό Συνέδριο αλλά και από όλες τις αρμόδιες Γενικές Διευθύνσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και βρέθηκαν απόλυτα σύμφωνες με το εθνικό και ευρωπαϊκό δίκαιο».
Είναι προφανές ότι η Ενιαία Αρχή Δημοσίων Συμβάσεων αναζητεί ταυτότητα και επιχειρεί να ξεκαθαρίσει το τοπίο.
και για την επιβοήθηση των αναγνωστών μας το πλαίσιο λειτουργίας της Αρχής
3. Ν 4013/2011
ΝΟΜΟΣ ΥΠ΄ ΑΡΙΘ. 4013 (ΦΕΚ Α΄ 204/15.09.2011 Σύσταση ενιαίας Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Συμβάσεων και Κεντρικού Ηλεκτρονικού Μητρώου Δημοσίων Συμβάσεων – Αντικατάσταση του έκτου κεφαλαίουτου ν. 3588/2007 (πτωχευτικός κώδικας) – Προπτωχευτική διαδικασία εξυγίανσης και άλλες διατάξεις.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ
ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
ΣΥΣΤΑΣΗ ΕΝΙΑΙΑΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ
Αρθρο 1
Σύσταση της Ενιαίας Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Συμβάσεων – Σκοπός
Συνιστάται Ενιαία Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Συμβάσεων (στο εξής Αρχή), η
οποία έχει σκοπό την ανάπτυξη και προαγωγή της εθνικής στρατηγικής, πολιτικής
και δράσης στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων, τη διασφάλιση της διαφάνειας,
αποτελεσματικότητας, συνοχής και εναρμόνισης των διαδικασιών ανάθεσης και
εκτέλεσης των δημοσίων συμβάσεων προς το εθνικό και ευρωπαϊκό δίκαιο, τη
διαρκή βελτίωση του νομικού πλαισίου των δημοσίων συμβάσεων, καθώς και τον
έλεγχο της τήρησης του από τα δημόσια όργανα και τις αναθέτουσες αρχές. Η
Αρχή απολαύει λειτουργικής ανεξαρτησίας, διοικητικής και οικονομικής
αυτοτέλειας και δεν υπόκειται σε έλεγχο ή εποπτεία από κυβερνητικά όργανα ή
άλλη ανεξάρτητη ή διοικητική αρχή. Η Αρχή υπόκειται στον έλεγχο της Βουλής
των Ελλήνων σύμφωνα με το άρθρο 138Ατου Κανονισμού της Βουλής.
Αρθρο 2
Πεδίο εφαρμογής – Αρμοδιότητες της Αρχής
1. Για την εφαρμογή του παρόντος νόμου ως δημόσιες συμβάσεις νοούνται οι
δημόσιες συμβάσεις που έχουν ως αντικείμενο την εκτέλεση έργων, την προμήθεια
προϊόντων και την παροχή υπηρεσιών, κατά την έννοια των προεδρικών
διαταγμάτων 59/2007 (Α` 63) και 60/2007 (Α` 64) (Οδηγίες 2004/17/ΕΚ και
2004/18/ΕΚ αντίστοιχα) ανεξαρτήτως όμως της εκτιμώμενης αξίας των συμβάσεων
αυτών. Στον παρόντα νόμο υπάγονται και οι συμφωνίες – πλαίσιο, οι συμβάσεις
παραχώρησης δημοσίων έργων, καθώς και τα δυναμικά συστήματα αγορών. Οι
διατάξεις του παρόντος νόμου δεν εφαρμόζονται στις συμβάσεις που εμπίπτουν
στο πεδίο εφαρμογής του ν. 3978/2011 (Α` 137), στις συμβάσεις που εξαιρούνται
από το νόμο αυτόν σύμφωνα με τα άρθρα 17 και 24 αυτού, καθώς και στις
συμβάσεις που συνάπτονται δυνάμει του άρθρου 346 της Συνθήκης για τη
Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΣΛΕΕ).
2. Η Αρχή έχει τις ακόλουθες αρμοδιότητες:
α) Εποπτεύει και συντονίζει τη δράση των φορέων της κεντρικής διοίκησης στον
τομέα των δημοσίων συμβάσεων και μπορεί να συμμετέχει σε συλλογικά
κυβερνητικά όργανα με αρμοδιότητα επί των δημοσίων συμβάσεων, τα οποία
συνιστώνται σύμφωνα με το άρθρο 15 παρ. 2 περίπτωση β` του π.δ. 63/2005 (Α`
98). Επίσης, με σκοπό την ενοποίηση και ομοιόμορφη ανάπτυξη και εφαρμογή του
δικαίου των δημοσίων συμβάσεων, η Αρχή μπορεί να συγκαλεί συσκέψεις
συντονισμού με εκπροσώπους των φορέων της κεντρικής διοίκησης και να
συγκροτεί ομάδες εργασίας με τη συμμετοχή εκπροσώπων όλων των συναρμόδιων
Υπουργείων. Με την απόφαση συγκρότησης των ομάδων εργασίας καθορίζονται το
έργο κάθε ομάδας, ο χρόνος και ο τρόπος λειτουργίας της. Τα αρμόδια όργανα
της κεντρικής, περιφερειακής και τοπικής αυτοδιοίκησης προγραμματίζουν τις
ανάγκες τους σχετικά με την εκτέλεση έργων, μίσθωση υπηρεσιών και προμήθεια
αγαθών για το επόμενο έτος και διαβιβάζουν σχετικό πίνακα στην Αρχή για
ενημέρωση της.
β) Προάγει την εθνική στρατηγική στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων και
μεριμνά για την τήρηση των κανόνων και αρχών της ευρωπαϊκής και εθνικής
νομοθεσίας περί δημοσίων συμβάσεων. Ειδικότερα εισηγείται ρυθμίσεις προς τα
αρμόδια εθνικά όργανα για την προσήκουσα εναρμόνιση της εθνικής έννομης τάξης
προς το ευρωπαϊκό δίκαιο, την απλούστευση, συμπλήρωση, αναμόρφωση,
κωδικοποίηση και ενοποίηση των σχετικών νομοθετικών και κανονιστικών
διατάξεων του εθνικού δικαίου, καθώς και τον εξορθολογισμό των διοικητικών
πρακτικών με σκοπό την ομοιόμορφη, ταχεία και προς όφελος του δημοσίου
συμφέροντος εφαρμογή αυτών και τη διασφάλιση της τήρησης προσηκουσών
διαδικασιών ανάθεσης και εκτέλεσης των δημοσίων συμβάσεων.
γ) Γνωμοδοτεί για τη νομιμότητα κάθε διάταξης σχεδίου νόμου ή κανονιστικής
πράξης που αφορά στις δημόσιες συμβάσεις και συμμετέχει στις οικείες
νομοπαρασκευαστικές επιτροπές. Τα αρμόδια όργανα οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη
τη γνώμη της Αρχής. Ειδικότερα:
αα) Η Αρχή γνωμοδοτεί επί των διατάξεων σχεδίων νόμων που αφορούν στις
δημόσιες συμβάσεις πριν από την κατάθεση τους στη Βουλή. Αν ο αρμόδιος
Υπουργός διαφωνεί με τη γνώμη της Αρχής, η Αρχή δύναται να συγκαλεί
συσκέψεις, με τη συμμετοχή εκπροσώπων της και εκπροσώπων όλων των συναρμόδιων
Υπουργείων με σκοπό την ανταλλαγή και σύγκλιση των απόψεων. Στις εν λόγω
συσκέψεις η Αρχή και κάθε συναρμόδιος Υπουργός μπορούν να ζητούν τη συμμετοχή
ανεξάρτητων τρίτων, ειδικών σε θέματα δημοσίων συμβάσεων. Οι συσκέψεις αυτές
πραγματοποιούνται σε διάστημα δέκα (10) εργάσιμων ημερών από την περιέλευση
της πρόσκλησης της Αρχής στους συμμετέχοντες. Η άπρακτη παρέλευση της
προθεσμίας αυτής δεν κωλύει τη συνέχιση της διαδικασίας ψήφισης του σχεδίου
νόμου. Αν δεν αρθεί η διαφωνία μεταξύ του αρμόδιου Υπουργού και της Αρχής,
στη γνώμη της Αρχής προσαρτάται έκθεση του Υπουργού στην οποία περιλαμβάνεται
και ειδική αιτιολόγηση κάθε απόκλισης από το περιεχόμενο της γνώμης. Τα εν
λόγω έγγραφα συνοδεύουν τα σχέδια νόμων κατά την κατάθεση τους στη Βουλή και
αναρτώνται με επιμέλεια της Αρχής στην ιστοσελιδα της. Σε περίπτωση απόκλισης
του σχεδίου νόμου από τη γνώμη της Αρχής, η αρμόδια επιτροπή της Βουλής
δύναται να καλεί, σύμφωνα με τον Κανονισμό της Βουλής, σε ακρόαση τον Πρόεδρο
της Αρχής.
ββ) Τα προεδρικά διατάγματα, κατά το μέρος που ρυθμίζουν θέματα δημοσίων
συμβάσεων, εκδίδονται μετά από γνώμη της Αρχής. Η γνώμη αυτή συνοδεύει τα
σχέδια προεδρικών διαταγμάτων κατά την αποστολή τους προς επεξεργασία στο
Συμβούλιο της Επικρατείας και αναρτάται με επιμέλεια της Αρχής στην
ιστοσελιδα της.
γγ) Οι λοιπές κανονιστικές πράξεις που εκδίδονται κατ` εξουσιοδότηση νόμου,
εξαιρουμένων των προκηρύξεων, καθώς και οι κανονισμοί άλλων δημοσίων οργάνων
και αναθετουσών αρχών, όπως ιδίως οι κανονισμοί που εκδίδονται δυνάμει του
άρθρου 5 παρ. 3 του ν. 2286/1995, συμπεριλαμβανομένων των κανονισμών
εσωτερικής λειτουργίας των κατά περίπτωση αρμόδιων ελεγκτικών διοικητικών
οργάνων στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων, κατά το μέρος που οι εν λόγω
πράξεις και κανονισμοί ρυθμίζουν θέματα δημοσίων συμβάσεων, εκδίδονται μετά
από σύμφωνη γνώμη της Αρχής.
Η γνωμοδοτική αρμοδιότητα της παρούσας περίπτωσης ασκείται μέσα σε προθεσμία
τριάντα (30) ημερών από την περιέλευση των ανωτέρω σχεδίων διατάξεων στην
Αρχή, με μέριμνα του οικείου οργάνου. Με την άπρακτη παρέλευση της άνω
προθεσμίας τεκμαίρεται η σύμφωνη γνώμη της Αρχής.
«δδ) Οι αποφάσεις των αναθετουσών Αρχών που αφορούν προσφυγή στη διαδικασία της
διαπραγμάτευσης για την ανάθεση των δημόσιων συμβάσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις του
άρθρου 25 παρ. 3 του π.δ. 59/2007 και των άρθρων 24 και 25 του π.δ. 60/2007, εξαιρουμένων
των περιπτώσεων ανωτέρας βίας, εκδίδονται μετά από σύμφωνη γνώμη της Αρχής, εφόσον οι
συμβάσεις αυτές εμπίπτουν, λόγω της εκτιμώμενης αξίας τους, στο πεδίο εφαρμογής των ανωτέρω
προεδρικών διαταγμάτων.
Η εν λόγω αρμοδιότητα ασκείται μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε (15) ημερών από την περιέλευση
του σχεδίου απόφασης στην Αρχή, συνοδευόμενου από όλα τα στοιχεία στα οποία θεμελιώνεται,
κατά περίπτωση, η προσφυγή στη διαδικασία της διαπραγμάτευσης, με μέριμνα της αναθέτουσας
αρχής. Με την άπρακτη παρέλευση της ως άνω προθεσμίας τεκμαίρεται η σύμφωνη γνώμη της
Αρχής. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις και ιδίως λόγω της πολυπλοκότητας της υπό ανάθεση σύμβασης,
η Αρχή δύναται με απόφαση της, η οποία κοινοποιείται στην αιτούσα αναθέτουσα αρχή, να
παρατείνει άπαξ την ως άνω προθεσμία για δεκαπέντε (15) επιπλέον ημέρες. Οι αποφάσεις των
αναθετουσών Αρχών που αφορούν προσφυγή στη διαδικασία της διαπραγμάτευσης για την
ανάθεση των δημοσίων συμβάσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 25 παρ. 3 του π.δ.
59/2007 (Α`63) και των άρθρων 24 και 25 του π.δ. 60/2007 (Α`64) οι οποίες, από την έναρξη
ισχύος του ν. 4013/2011 και μέχρι την 31η.12.2012 εκδόθηκαν χωρίς να έχουν υποβληθεί ή πριν
να υποβληθούν στην Ενιαία Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Συμβάσεων για παροχή σύμφωνης
γνώμης, σύμφωνα με την παρ. 2γ (δδ) του άρθρου 2 του ν. 4013/2011 δεν πάσχουν εξ αυτού του
λόγου και παράγουν όλα τα έννομα αποτελέσματα τους.»
*** Η υποπερίπτωση δδ` της περ. γ` αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο 61 παρ.1
Ν.4146/2013,ΦΕΚ Α 90/18.4.2013.
δ) Η Αρχή εκδίδει και αναρτά στην ιστοσελιδα της κανονισμούς για ειδικότερα
τεχνικά ή λεπτομερειακά θέματα σχετικά με ζητήματα δημοσίων συμβάσεων που
αφορούν ιδίως στην ερμηνεία της σχετικής εθνικής και κοινοτικής νομοθεσίας,
λαμβανομένης υπόψη της εθνικής νομολογίας και της νομολογίας των δικαστηρίων
της Ευρωπαϊκής Ενωσης, παρέχει κατευθυντήριες οδηγίες προς τους αρμόδιους
δημόσιους φορείς και τις αναθέτουσες αρχές με το ανωτέρω περιεχόμενο και
εισηγείται στους αρμόδιους Υπουργούς την έκδοση σχετικών εγκυκλίων. Οι
κατευθυντήριες οδηγίες αφορούν ιδίως θέματα ενοποίησης των διαδικασιών
ελέγχου στο στάδιο που προηγείται της σύναψης δημοσίων συμβάσεων. Οι αρμόδιοι
δημόσιοι φορείς υποχρεούνται να διαβουλεύονται εγγράφως ή προφορικά με την
Αρχή πριν την έκδοση οποιασδήποτε εγκυκλίου ή κατευθυντήριας οδηγίας. Σε
περίπτωση διαφωνίας, οι εν λόγω φορείς οφείλουν να λάβουν υπόψη τη γνώμη της
Αρχής και να αιτιολογούν εγγράφως τις θέσεις τους.
ε) Η Αρχή εκδίδει πρότυπα τεύχη δημοπράτησης και σχέδια συμβάσεων μετά από
διαβούλευση με τους κατά περίπτωση αρμόδιους δημόσιους φορείς. Διατάξεις
νόμων που εξουσιοδοτούν άλλα όργανα για την έκδοση πρότυπων τευχών, όπως
ιδίως οι διατάξεις των άρθρων 15 παρ. 2 του ν. 3669/2008 (Α` 116) και 11 παρ.
4 του ν. 3316/2005 (Α` 42), παύουν να ισχύουν από το χρόνο που θα ορισθεί με
τον Κανονισμό του άρθρου 7. Πρότυπα τεύχη δεσμευτικού χαρακτήρα που τυχόν
έχουν εκδοθεί κατ` εξουσιοδότηση των διατάξεων του προηγούμενου εδαφίου,
εξακολουθούν να ισχύουν μέχρι την έκδοση νέων προτύπων από την Αρχή. Η Αρχή
διαμορφώνει επίσης κανόνες για την τυποποίηση των τεχνικών προδιαγραφών σε
συνεργασία με τους αρμόδιους φορείς και ελέγχει την εναρμόνιση αυτών με τις
γενικές αρχές του εθνικού και κοινοτικού δικαίου.
στ) Η Αρχή παρακολουθεί και αξιολογεί την αποδοτικότητα και
αποτελεσματικότητα των δράσεων των δημοσίων φορέων στον τομέα των δημοσίων
συμβάσεων, συμπεριλαμβανομένων των συναρμόδιων Υπουργείων, των αρμόδιων
διοικητικών οργάνων άσκησης ελέγχου και εποπτείας, καθώς και των αναθετουσών
αρχών, στο πλαίσιο του ισχύοντος εθνικού και ευρωπαϊκού νομοθετικού και
κανονιστικού πλαισίου περί ανάθεσης δημοσίων συμβάσεων. Με προεδρικό
διάταγμα, που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του Υπουργού Ανάπτυξης,
Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας και γνώμη της Αρχής, μπορούν να
προσδιορίζονται τα όργανα και η διαδικασία παρακολούθησης και αξιολόγησης των
ανωτέρω δράσεων.
ζ) Ασκεί δειγματοληπτικούς ελέγχους, αναζητώντας αυτεπαγγέλτως πληροφορίες
και στοιχεία σχετικά με τις εν εξελίξει διαδικασίες προκήρυξης, ανάθεσης και
εκτέλεσης δημοσίων συμβάσεων από τις αναθέτουσες αρχές και τους εμπλεκόμενους
δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς και καλεί σε ακρόαση τους εκπροσώπους τους
για την παροχή πληροφοριών και στοιχείων.
«Στο πλαίσιο της εν λόγω αρμοδιότητας η Αρχή δύναται να παραγγέλλει στα αρμόδια ελεγκτικά
διοικητικά όργανα τη συλλογή στοιχείων και υποβολή πορισμάτων στον τομέα των δημοσίων
συμβάσεων.»
*** Το δεύτερο εδάφιο της περ.ζ΄προστέθηκε με το άρθρο 61 παρ.2 Ν.4146/
ΦΕΚ Α 90/18.4.2013.
Τα αρμόδια δημόσια όργανα και οι
αναθέτουσες αρχές οφείλουν να συνεργάζονται με την Αρχή, να παρέχουν σε αυτήν
κάθε αναγκαία ή απαραίτητη σχετική πληροφορία και να συμμορφώνονται προς τις
υποδείξεις της. Η Αρχή, εφαρμόζοντας μεθόδους αποτίμησης κινδύνων, εξετάζει
ιδίως διαδικασίες προκήρυξης, ανάθεσης και εκτέλεσης δημοσίων συμβάσεων, οι
οποίες εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της ευρωπαϊκής νομοθεσίας ή
συγχρηματοδοτούνται από ευρωπαϊκά προγράμματα. Εξετάζει επίσης όλες τις
διαδικασίες προκήρυξης, ανάθεσης και εκτέλεσης δημοσίων συμβάσεων που
αποτελούν αντικείμενο διερεύνησης εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Ενωσης για
φερόμενες παραβάσεις της ευρωπαϊκής νομοθεσίας. Τα πορίσματα της έρευνας της
Αρχής επί των κατά τα ανωτέρω ελεγχόμενων διαδικασιών προκήρυξης, ανάθεσης
και εκτέλεσης δημοσίων συμβάσεων κοινοποιούνται στην οικεία αναθέτουσα αρχή.
Αν διαπιστωθεί από την Αρχή παραβίαση του εθνικού ή του ευρωπαϊκού δικαίου
επί των δημοσίων συμβάσεων, η πρόοδος των διαδικασιών προκήρυξης, ανάθεσης
και εκτέλεσης δημοσίων συμβάσεων που αποτέλεσαν αντικείμενο έρευνας από την
Αρχή διακόπτεται με σχετική απόφαση της και δεν μπορεί να συνεχιστεί χωρίς
απόφαση της που να παρέχει την έγγραφη συναίνεση της για την πρόοδο της
σχετικής διαδικασίας. Τα εν λόγω πορίσματα μπορεί περαιτέρω να διαβιβάζονται
στα αρμόδια δικαστήρια, ύστερα από αίτημα τους, και να παρέχονται, με μέριμνα
της αναθέτουσας αρχής, σε κάθε ενδιαφερόμενο που αποδεικνύει έννομο συμφέρον
για την άσκηση των νόμιμων δικαιωμάτων του. Επίσης, η Αρχή ενημερώνει άμεσα
τα αρμόδια όργανα εποπτείας και ελέγχου, προκειμένου αυτά να επιληφθούν για
την άσκηση των κατά το νόμο αρμοδιοτήτων τους και, σε περίπτωση παραβίασης
του εθνικού και ευρωπαϊκού δικαίου, συντάσσει και αναρτά στην ιστοσελίδα της
ειδική έκθεση, η οποία διαβιβάζεται στον Πρόεδρο της Βουλής και κοινοποιείται
στα ως άνω αρμόδια όργανα.
η) Εποπτεύει και αξιολογεί τα, κατά περίπτωση, αρμόδια ελεγκτικά διοικητικά
όργανα στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων ως προς την άσκηση των καθηκόντων
τους σύμφωνα με το ισχύον εθνικό και ευρωπαϊκό νομοθετικό και κανονιστικό
πλαίσιο και τις κατευθυντήριες οδηγίες της Αρχής. Τα εν λόγω όργανα οφείλουν
να συμμορφώνονται προς τις οδηγίες της Αρχής. Με προεδρικό διάταγμα, που
εκδίδεται ύστερα από πρόταση του Υπουργού Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και
Ναυτιλίας και γνώμη της Αρχής, μπορούν να προσδιορίζονται τα όργανα και η
διαδικασία εποπτείας και αξιολόγησης των ως άνω ελεγκτικών οργάνων.
θ) Μπορεί να υποβάλει παρατηρήσεις για θέματα δημοσίων συμβάσεων, ιδίως δε
για την ερμηνεία του δικαίου των δημοσίων συμβάσεων, είτε γραπτά είτε
προφορικά με δική της πρωτοβουλία ή ύστερα από αίτημα των αρμόδιων
δικαστηρίων σε δίκες που διεξάγονται ενώπιον τους. Στην περίπτωση προφορικής
διατύπωσης γνώμης την Αρχή εκπροσωπεί ο Πρόεδρος ή ο Αντιπρόεδρος, ή κατόπιν
εξουσιοδότησης του Προέδρου, μέλος της Αρχής.
Η Αρχή μπορεί να ζητεί, από το κατά περίπτωση αρμόδιο δικαστήριο, κάθε
έγγραφο που κρίνεται αναγκαίο για τη διατύπωση της γνώμης της κατά τα
προηγούμενα εδάφια.
ι) Τηρεί Εθνική Βάση Δεδομένων Δημοσίων Συμβάσεων κατά τα ειδικότερα
οριζόμενα στον Κανονισμό Λειτουργίας της. Ιδίως:
αα) συλλέγει και δημοσιεύει πληροφορίες σχετικά με το νομοθετικό και
κανονιστικό πλαίσιο των δημοσίων συμβάσεων και τη συναφή νομολογία των
ευρωπαϊκών και εθνικών δικαστηρίων,
ββ) «ββ. Παρακολουθεί και αξιολογεί τη συλλογή, επεξεργασία και δημοσίευση στο Κεντρικό
Ηλεκτρονικό Μητρώο Δημοσίων Συμβάσεων δεδομένων στοιχείων από τις αναθέτουσες αρχές και
τους αρμόδιους δημόσιους φορείς, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 11.»
Επίσης, μεριμνά για την τήρηση
στην Εθνική Βάση Δεδομένων Δημοσίων Συμβάσεων όσων άλλων ειδικότερων
στοιχείων προβλέπονται από τον Κανονισμό του άρθρου 7 και τις διατάξεις του
παρόντος νόμου.
*** Το πρώτο εδάφιο της περίπτωσης ββ΄ αντικαταστάθηκε ως άνω με την
παράγραφο 1 άρθρου 238 Ν.4072/2012,ΦΕΚ Α 86/11.4.2012.
ια) Παρέχει συμβουλές στις αναθέτουσες αρχές με δική της πρωτοβουλία ή
ύστερα από αιτήματα των τελευταίων, ιδίως κατά το στάδιο εκδίκασης ή εξέτασης
προδικαστικών προσφυγών, σχετικά με τη νόμιμη διεξαγωγή των διαδικασιών
ανάθεσης και εκτέλεσης δημοσίων συμβάσεων και την ομοιόμορφη εφαρμογή της
ευρωπαϊκής και εθνικής νομοθεσίας περί δημοσίων συμβάσεων.
ιβ) Συμμετέχει στα αρμόδια ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα, ως πρωτεύουσα εθνική
αρχή επικοινωνίας σχετικά με την ανταλλαγή απόψεων, πληροφοριών και στοιχείων
που αφορούν την εθνική στρατηγική, το νομικό πλαίσιο και τις διαδικασίες
προκήρυξης, ανάθεσης και εκτέλεσης δημοσίων συμβάσεων. Επίσης, συμμετέχει
στην εκπροσώπηση της χώρας σε διεθνείς οργανισμούς και συναντήσεις στον τομέα
των δημοσίων συμβάσεων. Στο πλαίσιο των παραπάνω αρμοδιοτήτων της αποτελεί το
κεντρικό σημείο επικοινωνίας και συντονισμού των ελληνικών αρχών με τα όργανα
της Ευρωπαϊκής Ενωσης, σχετικά με φερόμενες παραβάσεις της ευρωπαϊκής
νομοθεσίας επί των δημοσίων συμβάσεων, με την επιφύλαξη της αρμοδιότητας της
Ειδικής Νομικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Εξωτερικών περί παραβιάσεων της
ευρωπαϊκής νομοθεσίας και δικαστικής εκπροσώπησης της χώρας στα δικαστικά
όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στην απάντηση των ελληνικών αρχών προς την
Ευρωπαϊκή Επιτροπή, σχετικά με φερόμενες παραβάσεις της ευρωπαϊκής νομοθεσίας
επί των δημοσίων συμβάσεων, προσαρτώνται υποχρεωτικά τα αποτελέσματα έρευνας
της Αρχής, σχετικά με την προσήκουσα ερμηνεία, τήρηση και εφαρμογή των εν
λόγω κανόνων στο πλαίσιο της προβλεπόμενης στην υπό περίπτωση ζ` αρμοδιότητάς
της.
ιγ) Συντάσσει και υποβάλλει στον Πρόεδρο της Βουλής, μέσα στο πρώτο τρίμηνο
κάθε ημερολογιακού έτους, ετήσια έκθεση η οποία δημοσιεύεται στο διαδίκτυο
και περιλαμβάνει αποτίμηση των πεπραγμένων της Αρχής, σύμφωνα με το σκοπό και
τις αρμοδιότητες της, τις προτάσεις βελτίωσης του νομοθετικού και
κανονιστικού πλαισίου και των διαδικασιών προκήρυξης, ανάθεσης και εκτέλεσης
δημοσίων συμβάσεων που έχουν διατυπωθεί προς τους αρμόδιους φορείς και
όργανα, καθώς και την πρόοδο της συμμόρφωσης των αρμόδιων φορέων και οργάνων
με τις εν λόγω προτάσεις.
3. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται μετά από σύμφωνη γνώμη της Αρχής με
πρόταση των Υπουργών Οικονομικών, Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και
Ναυτιλίας, Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων και του κατά περίπτωση αρμόδιου
Υπουργού, μπορεί να ανατίθενται στην Αρχή και άλλες αρμοδιότητες για την
εκπλήρωση του σκοπού της, όπως η εξέταση των προδικαστικών προσφυγών του
άρθρου 4 του ν. 3886/2010 (Α΄ 173).
Αρθρο 3
Συγκρότηση της Αρχής
1. Η Αρχή αποτελείται από επτά (7) τακτικά μέλη και ισάριθμα αναπληρωματικά.
Τα μέλη της Αρχής επιλέγονται από τη Βουλή κατ` ανάλογη εφαρμογή των
διατάξεων του άρθρου 101Α παρ. 2 του Συντάγματος, διορίζονται δε με απόφαση
του Υπουργού Ανάπτυξης Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας ύστερα από γνώμη της
επιτροπής θεσμών και διαφάνειας της Βουλής. Μέχρι να επέλθει η αναγκαία
τροποποίηση του Κανονισμού της Βουλής τα μέλη της Αρχής επιλέγονται με
απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, ύστερα από γνώμη της επιτροπής θεσμών και
διαφάνειας της Βουλής. Τα μέλη της Αρχής προτείνονται ως εξής:
α) ένα (1) μέλος, ως Πρόεδρος, με τον αναπληρωτή του, από τον Υπουργό
Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας,
β) ένα (1) μέλος, ως Αντιπρόεδρος, με τον αναπληρωτή του, από τον Υπουργό
Οικονομικών,
γ) πέντε (5) μέλη με τους αναπληρωτές τους από τους Υπουργούς Οικονομικών,
Εσωτερικών, Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας, Υποδομών, Μεταφορών
και Δικτύων και Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, αντίστοιχα.
2. Ως μέλη της Αρχής επιλέγονται πρόσωπα εγνωσμένου κύρους και υψηλής
επιστημονικής κατάρτισης, με ακαδημαϊκή ή επαγγελματική εξειδίκευση στο πεδίο
των δημοσίων συμβάσεων. Τα αναπληρωματικά μέλη πρέπει να έχουν τα ίδια
προσόντα με τα τακτικά μέλη.
3. Μετά την επιλογή τους από τη Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής, τα μέλη
της Αρχής διορίζονται για πενταετή θητεία, με την επιφύλαξη των παραγράφων 4
και 5, με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας
που εκδίδεται μέσα σε διάστημα τριών (3) μηνών από την έναρξη ισχύος του
παρόντος νόμου. Τα μέλη δεν επιτρέπεται να επιλέγονται για περισσότερες από
δύο (2) θητείες, διαδοχικές ή μη.
4. Οι παράγραφοι 4 και 6 του άρθρου 3 του ν. 3051/ 2002 (Α` 220)
εφαρμόζονται και στα μέλη της Αρχής.
5. Για να διασφαλισθεί η συνέχεια της λειτουργίας της Αρχής κατά την πρώτη
εφαρμογή της παραγράφου 3 του άρθρου αυτού, δύο (2) από τα πέντε (5) μέλη
κληρώνονται αμέσως μετά τη λήψη της απόφασης επιλογής τους και διορίζονται
για θητεία τριών (3) και τεσσάρων (4) ετών αντίστοιχα. Στην κλήρωση αυτή δεν
περιλαμβάνεται ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος της Αρχής, που διορίζονται για
πλήρη θητεία. Αν ανανεωθεί η θητεία μέλους που σύμφωνα με το προηγούμενο
εδάφιο διορίστηκε για περιορισμένη θητεία, η ανανέωση χωρεί για πλήρη θητεία
πέντε (5) ετών.
«6. Η θητεία των μελών παρατείνεται αυτοδίκαια μέχρι το διορισμό νέων. Ο χρόνος
παράτασης της θητείας δεν μπορεί να υπερβεί σε κάθε περίπτωση τους έξι (6) μήνες. Η Αρχή
μπορεί να συνεχίσει να λειτουργεί, όχι όμως πέρα από ένα εξάμηνο, εάν κάποια από τα μέλη
της εκλείψουν ή αποχωρήσουν για οποιονδήποτε λόγο ή απολέσουν την ιδιότητα βάσει της
οποίας ορίστηκαν, εφόσον τα αναπληρωματικά μέλη αυτών και τα λοιπά τακτικά μέλη
επαρκούν για το σχηματισμό απαρτίας.»
*** Η παράγραφος 6 αντικαταστάθηκε ως άνω με την παράγραφο 1 άρθρου 58 N.4155/2013,
ΦΕΚ Α 120/29.5.2013,η οποία ισχύει από τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως
του ν. 4146/2013 (Α` 90).
7. Τον Πρόεδρο της Αρχής, όταν κωλύεται, απουσιάζει ή ελλείπει, αναπληρώνει ο Αναπληρωτής
Πρόεδρος και σε περίπτωση κωλύματος αυτού, ο Αντιπρόεδρος της Αρχής.»
*** Οι παράγραφοι 6 και 7 προστέθηκαν με το άρθρο 61 παρ.3 Ν.4146/2013
ΦΕΚ Α 90/18.4.2013.
«8. Σε περίπτωση που τακτικό η αναπληρωματικό μέλος, πλην του Προέδρου, εκλείψει ή
αποχωρήσει για οποιονδήποτε λόγο ή απωλέσει την ιδιότητα βάσει της οποίας ορίστηκε, στην
κενωθείσα θέση δύναται να οριστεί άλλο τακτικό ή αναπληρωματικό μέλος, χωρίς να απαιτείται εκ
νέου η διατύπωση γνώμης της αρμόδιας Επιτροπής της Βουλής. Για το σκοπό εφαρμογής του
τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 2, οι θητείες που έχουν διανυθεί θα πρέπει να είναι πλήρεις.»
*** Η παράγραφος 8 προστέθηκε με το άρθρο 53 παρ.2 Ν.4186/2013,ΦΕΚ Α 193/17.9.2013.
Αρθρο 4
Λειτουργική ανεξαρτησία
«1. Τα μέλη της Αρχής κατά την άσκηση των καθηκόντων τους δεσμεύονται μόνο από το
νόμο και τη συνείδηση τους.
«Ο Πρόεδρος και τα τακτικά μέλη της Αρχής είναι πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης,
τελούν δε για το λόγο αυτόν σε αναστολή άσκησης οποιουδήποτε άμισθου ή έμμισθου δημόσιου ή
δικηγορικού λειτουργήματος ή οποιασδήποτε επαγγελματικής δραστηριότητας, με εξαίρεση την
άσκηση διδακτικών καθηκόντων μελών Διδακτικού Ερευνητικού Προσωπικού ανωτάτων
εκπαιδευτικών ιδρυμάτων στην περίπτωση του Προέδρου.»
*** Το δεύτερο εδάφιο της παρ.1 αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο 9 παρ.4.α.
Ν.4205/2013,ΦΕΚ Α 242/6.11.2013.
Τα μέλη πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης που κατέχουν
οποιαδήποτε έμμισθη θέση στο Δημόσιο, απαλλάσσονται, κατά τη διάρκεια της θητείας τους,
από την υποχρέωση άσκησης των καθηκόντων της θέσης τους.
Τα αναπληρωματικά μέλη της Αρχής δεν επιτρέπεται να ασκούν οποιοδήποτε έμμισθο ή
άμισθο δημόσιο λειτούργημα ή οποιαδήποτε άλλη επαγγελματική δραστηριότητα που δεν
συμβιβάζεται με την ιδιότητα και τα καθήκοντα μέλους της Αρχής. Ιδίως δεν επιτρέπεται να
παρέχουν υπηρεσίες στο πλαίσιο της ελεύθερης άσκησης του επαγγέλματος ή
λειτουργήματος τους σε αναθέτουσες αρχές ή σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα τα οποία
συμμετέχουν σε διαγωνισμούς ή συνάπτουν δημόσιες συμβάσεις. Δεν συνιστά ασυμβίβαστο
για τα αναπληρωματικά μέλη της Αρχής η άσκηση διδακτικών καθηκόντων μέλους Δ.Ε.Π.
Α.Ε.Ι. με καθεστώς πλήρους ή μερικής απασχόλησης και η άσκηση καθηκόντων μέλους του
Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Τα μέλη της Αρχής, τακτικά και αναπληρωματικά, δεν επιτρέπεται, για πέντε (5) έτη μετά τη
λήξη της θητείας τους να παρέχουν υπηρεσία με έμμισθη εντολή ή με οποιαδήποτε έννομη
σχέση, σε εταιρία ή επιχείρηση επί των υποθέσεων εκείνων, τις οποίες οι ίδιοι χειρίστηκαν ή
επί των οποίων είχαν συμμετάσχει στη λήψη απόφασης κατά τη διάρκεια της θητείας τους.»
*** Η παράγραφος 1,όπως είχε τροποποιηθεί με το άρθρο 7 Ν.4051/2012,το άρθρο 238
Ν.4072/2012 και το άρθρο 61 Ν.4146/2013,αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο 58 παρ.2
N.4155/2013, ΦΕΚ Α 120/29.5.2013.
2. Οι παράγραφοι 7 και 8 του άρθρου 3 του ν. 3051/2002 εφαρμόζονται και στα
μέλη της Αρχής, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 2 του ν. 3833/2010
και του τρίτου άρθρου του ν. 3845/2010.
3 «Ο προϋπολογισμός της Αρχής προσαρτάται στο Γενικό Προϋπολογισμό του Κράτους. Τα θέματα
οικονομικής διαχείρισης ρυθμίζονται με τον ειδικό κανονισμό οικονομικής διαχείρισης που
καταρτίζεται από την Αρχή και εγκρίνεται με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση του
Υπουργού Οικονομικών.
Μέχρι την έκδοση του εν λόγω προεδρικού διατάγματος, η μισθοδοσία του προσωπικού και οι
λειτουργικές δαπάνες της Αρχής θα βαρύνουν τις πιστώσεις του προϋπολογισμού του Υπουργείου
Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας, Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων. Από την έκδοση του και
μέχρι το τέλος του 2013 η Αρχή θα υποστηρίζεται από τις οικονομικές και διοικητικές υπηρεσίες
της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου του Υπουργείου Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας, Υποδομών,
Μεταφορών και Δικτύων.
Για τα οικονομικά έτη 2013 και 2014 η Αρχή, για την κάλυψη των αναγκών της, δύναται να
επιχορηγηθεί από τον προϋπολογισμό του Υπουργείου Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας,
Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων.
Η Αρχή για την ένταξη της στο Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων (Π.Δ.Ε.), σε ευρωπαϊκά ή
συγχρηματοδοτούμενα προγράμματα, όπως στο Εθνικό Στρατηγικό Πλαίσιο Αναφοράς (ΕΣΠΑ)
2007-2013, δύναται να χρηματοδοτείται μέσω της συλλογικής απόφασης έργου (ΣΑΕ) του
Υπουργείου Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας, Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων.
Για την κάλυψη των λειτουργικών αναγκών της Αρχής στις συμβάσεις που υπάγονται στον
παρόντα νόμο, ύψους μεγαλύτερου ή ίσου των δύο χιλιάδων πεντακοσίων (2.500) ευρώ και
ανεξαρτήτως πηγής προέλευσης χρηματοδότησης, οι οποίες συνάπτονται μετά την έναρξη ισχύος
του, επιβάλλεται κράτηση ύψους 0,10%, η οποία υπολογίζεται επί της αξίας κάθε πληρωμής προ
φόρων και κρατήσεων της αρχικής, καθώς και κάθε συμπληρωματικής σύμβασης. Τα εν λόγω
ποσά καλύπτουν πλήρως το κόστος λειτουργίας της Αρχής.
Το ποσό της κράτησης παρακρατείται από την αναθέτουσα αρχή στο όνομα και για λογαριασμό
της Αρχής και κατατίθεται σε ειδικό τραπεζικό λογαριασμό, η διαχείριση του οποίου γίνεται από την
Αρχή σύμφωνα με όσα ορίζονται στον ειδικό κανονισμό οικονομικής διαχείρισης. Με απόφαση του
Υπουργού Οικονομικών, ύστερα από εισήγηση της Αρχής, μπορούν να ρυθμίζονται θέματα σχετικά
με το χρόνο, τον τρόπο και τη διαδικασία κράτησης των ως άνω χρηματικών ποσών, καθώς και
κάθε άλλ