ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΚΑΙ ΕΛΕΓΧΟΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ

ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΚΑΙ ΕΛΕΓΧΟΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ

 
Η νομοθεσία για τις δημόσιες συμβάσεις θεσπίζει ένα σύστημα κανόνων για τη διασφάλισή της χωρίς όμως να καθίσταται, ως φαίνεται, επαρκές αυτοτελώς λόγω της αυξημένης διαφθοράς που διαπιστώνεται ότι διαβρώνει τις διοικήσεις. Σε κοινοτικό επίπεδο ελέγχεται συστηματικά ο βαθμός διαφθοράς των κρατών μελών και δημοσιεύονται κατάλογοι που «εκθέτουν» την κατάσταση με στόχο την πάταξη του φαινομένου. Στην Ελλάδα μετά από μακρύ διάλογο σε σχέση με τον κατάλληλο θεσμό για τη διασφάλιση της διαφάνειας και της εξάλειψης του φαινομένου της διαφθοράς, ανατέθηκε από το νομοθέτη στο Ελεγκτικό Συνέδριο ο ρόλος του οργάνου που θα διασφαλίσει σε προληπτικό επίπεδο τον έλεγχο της νομιμότητας κατά το στάδιο ανάθεσης των δημοσίων συμβάσεων. Ο ρόλος αυτός του Ελεγκτικού Συνεδρίου ασκείται παράλληλα με τις λοιπές μορφές εποπτείας και ελέγχου που θεσπίζει κατά περίπτωση ο νόμος και δεν ανατρέπει κατ’ουδένα τρόπο την πλήρη εφαρμογή της αρχής της νομιμότητας στη διοικητική δράση.

Η τελευταία δεκαετία του 20ου αιώνα και ο ρόλος του Ελεγκτικού Συνεδρίου στην κατοχύρωση της διαφάνειας

Το 1993 αρχικά και μετά την γνωστή περίοδο «σκανδάλων» το άρθρο 15 του νόμου 2145/98 θέσπισε τον έλεγχο νομιμότητας δημοσίων συμβάσεων, δαπάνης άνω του 1 δισεκατομμυρίου δραχμών, μετά από πρόταση του αρμόδιου υπουργού, από το Ελεγκτικό Συνέδριο πριν από την υπογραφή τους. Η ρύθμιση αυτή υπήρξε η απαρχή της ευαισθητοποίησης του ελληνικού δικαίου στην ανάγκη πάταξης της διαφθοράς. Πρωταγωνιστής από το 1993 στη διαδικασία αυτή υπήρξε το Ελεγκτικό Συνέδριο, το οποίο και επιλέχθηκε από το νομοθέτη ως το κατάλληλο όργανο για την εκπλήρωση του συγκεκριμένου σκοπού.
Το άρθρο 16 του ίδιου νόμου προέβλεψε ότι ειδικά για την περίπτωση της χρηματοδότησης έργων, προμηθειών κλπ από την ΕΕ, το Ελεγκτικό Συνέδριο δύναται να διεξάγει ελέγχους με τη διαδικασία του άρθρου 85 του νόμου 1892/1990, στο πλαίσιο του οποίου προβλέπεται και η διενέργεια ανακρίσεων. Εξάλλου στο πλαίσιο της ίδιας μέριμνας, η Ελλάδα έλαβε μια σειρά από άλλα μέτρα (δηλώσεις δημοσίων υπαλλήλων πόθεν έσχες) που σκοπό έχουν να αποτρέψουν το χρηματισμό των δημοσίων οργάνων. Επισημαίνεται συνεπώς ότι στις αρχές της δεκαετίας του 1990 η “διαφάνεια” επέδρασε ως καταλύτης για το δίκαιο των δημοσίων συμβάσεων, θέτοντας όμως παράλληλα υπό αμφισβήτηση, τόσο τη δημόσια διοίκηση, όσο και το ίδιο το παραδοσιακό κράτος. Παράλληλα την ίδια περίοδο εμφανίσθηκαν οι πρώτες διατάξεις που αφορούσαν την επίδραση του τύπου και των μέσων μαζικής ενημέρωσης στο καθεστώς της ανάθεσης των δημόσιων συμβάσεων και ξεκίνησε η ζωηρή συζήτηση για τη «διαπλοκή» η οποία εκτός από το λεκτικό νεωτερισμό που εισήγαγε στη γλώσσα εξέφρασε και το κλίμα των ημερών σε σχέση με το κρίσιμο ζήτημα της ανάθεσης των δημοσίων συμβάσεων στην περίοδο διανομής των κοινοτικών «πακέτων» και σημαντικών κοινοτικών πόρων εν γένει.
Στη συνέχεια ο ν. 2741/99 με τη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 1, αντικατέστησε την ανωτέρω ρύθμιση αυξάνοντας την προϋπολογιζόμενη δαπάνη των υπό έλεγχο συμβάσεων, καθιστώντας τον έλεγχο αυτό υποχρεωτικό και επεκτείνοντας την προθεσμία διεξαγωγής του ελέγχου. Η διάταξη αυτή, θα μπορούσε να ισχυρισθεί εύλογα κάποιος, επιβεβαίωσε το θεσμικό ρόλο του Ελεγκτικού Συνεδρίου σε σχέση με τη διασφάλιση της διαφάνειας στις δημόσιες συμβάσεις, εδραιώνοντας παράλληλα το ρόλο του για το ίδιο ζήτημα. Σύμφωνα με τη ρύθμιση αυτή στον προληπτικό έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου υπάγονται οι συμβάσεις που υπερβαίνουν ένα σχετικά υψηλό αντικείμενο, ενώ οι μικρότερης αξίας διαφεύγουν του προληπτικού του ελέγχου. Η σκοπιμότητα της ρύθμισης προφανώς σχετίζεται με το φόρτο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, αλλά δεν θα πρέπει να αποσυνδεθεί και με την υπαγωγή στο καθεστώς των κοινοτικών οδηγιών των δημοσίων συμβάσεων η οποία συνδέεται με την ύπαρξη κατωφλίου. Υπό την έννοια αυτή η διαφάνεια αποκτά ένα επιπλέον σύνδεσμο με το καθεστώς των δημοσίων συμβάσεων με το κοινοτικό δίκαιο. Εξάλλου θα ήταν ενδεχομένως σκόπιμο το σχετικό κατώφλι να συνταυτίζεται ώστε ο έλεγχος να αιτιολογείται ορθολογικά και ουσιαστικά σε σχέση με το κοινοτικό δίκαιο και τη διαφάνεια που διασφαλίζει.
Με τη διάταξη της παρ. 2 του άρθ. 14 του ν. 2702/1999 ο αρμόδιος υπουργός έχει την αρμοδιότητα να προτείνει κάθε είδους σύμβαση για να ελεγχθεί από το Ελεγκτικό Συνέδριο. Με τη διάταξη αυτή διευρύνθηκαν οι κατηγορίες των συμβάσεων που είναι δυνατό να υποβληθούν για έλεγχο στο Ελεγκτικό Συνέδριο. Η ελληνική διοίκηση επέδειξε σημαντική κινητοποίηση ενόψει των σχετικών διατάξεωναν και δεν περιορίσθηκε ουσιαστικά ο λόγος περί διαφθοράς για την οποία οι καταγγελίες βαίνουν αυξανόμενες.
Ο ρόλος του Ελεγκτικού Συνεδρίου δεν αμφισβητήθηκε ούτε με αφορμή τα Ολυμπιακά Έργα για τα οποία η ελληνική έννομη τάξη επιφύλαξε εξαιρετικό καθεστώς περιοριζόμενη σε απλή σύντμηση της προθεσμίας ελέγχου λόγω των ιδιαίτερων συνθηκών που διέπουν το καθεστώς τους.
Μια δεκαετία μετά την πρώτη ρύθμιση ο θεσμικός ρόλος του Ελεγκτικού Συνεδρίου σε σχέση με το καθεστώς του ελέγχου νομιμότητας διαβεβαιώθηκε και κωδικοποιήθηκε σε θεσμικό επίπεδο με τον Οργανισμό του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Σύμφωνα με το άρθρο 19 του πδ 774/1980 Οργανισμός Ελεγκτικού Συνεδρίου το καθεστώς του προληπτικού ελέγχου των δημοσίων συμβάσεων ρυθμίσθηκε αναλυτικάκαι αποτέλεσε τον κορμό των θεσμικών ρυθμίσεων που απέβλεψαν στην διασφάλιση της πάταξης της διαφθοράς.
Οι νομοθετικές ρυθμίσεις ολοκληρώθηκαν με την θέσπιση πρόσθετων διατάξεων με το ν. 3060/02 για τις οποίες όμως, ας σημειωθεί, προηγήθηκε η συνταγματική καθιέρωση της σχετικής αρμοδιότητας του Ελεγκτικού Συνεδρίου για τον έλεγχο των δημοσίων συμβάσεων, ζήτημα για το οποίο γίνεται λόγος αμέσως μετά.
Πρόσφατα με το ν. 3060/2002 «Ρύθμιση θεμάτων αρμοδιότητος του Υπουργείου Δικαιοσύνης» και αφού έλαβε χώρα η συνταγματική αναθεώρηση του 2001, τροποποιήθηκε εκ νέου η παρ. 1 του άρθ. 8 του ν. 2741/1999 με το άρθρο 2 αυτού, ενώ προστέθηκε με το άρθρο 3 του ίδιου νόμου ειδική πρόβλεψη για τον έλεγχο των συμπληρωματικών συμβάσεων ή την εκτέλεση συμπληρωματικών εργασιών. Η ρύθμιση αυτή συνιστά την αποκορύφωση στην εξέλιξη της θέσπισης του προληπτικού ελέγχου της τήρησης της διαφάνειας στις δημόσιες συμβάσεις από το Ελεγκτικό Συνέδριο. Εξάλλου με τη ρύθμιση αυτή κατέστη σαφές ότι οι θέσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου, όπως διαμορφώθηκαν με τα Πρακτικά του επί του συγκεκριμένου ζητήματος αποτελούν αντικείμενο μέριμνας του νομοθέτη.
Ειδικότερα με το άρθρο 2 του ν.3060/02 τροποποιήθηκε η παρ. 1 του όρθρου 8 του Ν. 2741/1900, με το οποίο αντικαταστάθηκε εν μέρει η παρ. 7 του άρθρου 19 του Π .Δ. 774/1980 “περί κωδικοποιήσεως εις ενιαίον κείμενον των περί Ελεγκτικού Συνεδρίου ισχυουσών διατάξεων κλπ.” (ΦΕΚ 189 Α΄), η οποία προστέθηκε με το άρθρο 15 του Ν. 2145/1993, σύμφωνα με την οποία προβλέπεται πλέον ότι για τις προμήθειες αγαθών του άρθρου 1 του Ν. 2286/1995 (ΦΕΚ 19 Α΄), η προϋπολογιζόμενη δαπάνη των οποίων υπερβαίνει το ποσό των πεντακοσίων εκατομμυρίων (500.000.000) δραχμών ή ενός εκατομμυρίου πεντακοσίων χιλιάδων (1.500.000) ευρώ, καθώς και για την εκτέλεση έργων από το Δημόσιο, τα Ν.Π.Δ.Δ. και τις δημόσιες επιχειρήσεις ή Οργανισμούς, η προϋπολογιζόμενη δαπάνη των οποίων υπερβαίνει το ποσό του ενός δισεκατομμυρίου (1.000.000.000) δραχμών ή δύο εκατομμυρίων εννιακοσίων χιλιάδων (2.900.000) ευρώ, διενεργείται υποχρεωτικά έλεγχος νομιμότητας της οικείας συμβάσεως, πριν από τη σύναψή της, από Κλιμάκια του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Το προηγούμενο εδάφιo ισχύει και στις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών, όταν το προϋπολογιζόμενο οικονομικό αντικείμενό τους υπερβαίνει το ποσό των πεντακοσίων εκατομμυρίων (500.000.000) δραχμών ή ενός εκατομμυρίου πεντακοσίων χιλιάδων (1.500.000) ευρώ.
Εάν δεν διενεργηθεί ο έλεγχος, η σύμβαση που συνάπτεται είναι άκυρη.
Με ιδιαίτερη έμφαση πρέπει να επισημανθεί η οδυνηρή κύρωση την οποία προέβλεψε ο νόμος. Τούτο ιδίως σε σχέση με το γεγονός ότι ο έλεγχος που διεξάγεται κατά το Σύνταγμα αφορά αφενός «συμβάσεις» όπως θα επισημάνουμε και πιο κάτω, αφετέρου «συμβάσεις μεγάλης οικονομικής αξίας». Στην περίπτωση αυτή δεν μπορεί παρά να διαπιστώσει κανείς το παράδοξο συμβάσεις μικρότερης οικονομικής αξίας να κινδυνεύουν να κριθούν ως άκυρες σε αβέβαιο χρόνο μετά τη σύναψή τους επειδή δεν έτυχαν του ελέγχου του Ελεγκτικού Συνεδρίου μόνο και μόνο διότι υπήρξε στάθμιση σχετική με την αξία τους την οποία το Σύνταγμα επιτρέπει. Εξίσου κρίσιμο φαίνεται το θέμα για συμβάσεις, η αξία των οποίων δεν καταμετράται ποσοτικά με τον ως άνω τρόπο αλλά η αξία τους εν τοις πράγμασι είναι δυνατό να είναι πολύ σημαντική. Η σημαντική αυτή κύρωση θα μπορούσε να μας προβληματίσει και ως προς τη συμβατότητά της με τους κανόνες του κοινοτικού δικαίου των δημοσίων συμβάσεων στο μέτρο που εισάγουν τυπική προϋπόθεση ισχύος των συμβάσεων μη προβλεπόμενη από το κοινοτικό δίκαιο.
Για το σκοπό του ελέγχου υποβάλλεται στο Κλιμάκιο από τον αρμόδιο Υπουργό ή φορέα ο φάκελος με όλα τα σχετικά έγγραφα και στοιχεία, ιδίως δε αυτά των οποίων η έλλειψη επιφέρει κατά την κείμενη νομοθεσία τον αποκλεισμό της συμμετέχουσας στο διαγωνισμό επιχείρησης. Τα έγγραφα και τα στοιχεία, η έλλειψη των οποίων επιφέρει τον αποκλεισμό της επιχείρησης από το διαγωνισμό, μπορούν να συμπληρωθούν (υποβληθούν) και μετά την υποβολή των λοιπών δικαιολογητικών συμμετοχής στο διαγωνισμό, αλλά πριν την αποσφράγιση των οικονομικών προσφορών. Ο αρμόδιος Υπουργός ή φορέας μπορεί να ζητεί τη διενέργεια ελέγχου νομιμότητας και για επί μέρους φάσεις της σχετικής διαδικασίας που προηγούνται της σύναψης της οικείας συμβάσεως. Ο έλεγχος του Ελεγκτικού Συνεδρίου ολοκληρώνεται μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από τη διαβίβαση σε αυτό του σχετικού φακέλου.

Τα Κλιμάκια συγκροτούνται από έναν Σύμβουλο και δύο Παρέδρους. Τον Πάρεδρο μπορεί να αναπληρώνει εισηγητής με τριετή τουλάχιστον υπηρεσία, στην οποία συνυπολογίζεται και η υπηρεσία του, ως δόκιμου εισηγητή.

Η ίδια νομοθετική ρύθμιση προέβλεψε αναλυτικά για τις αιτήσεις ανακλήσεως των Πράξεων των Κλιμακίων σε περίπτωση πλάνης περί τα πράγματα ή το νόμο, οι οποίες υποβάλλονται στη γραμματεία του αρμόδιου τμήματος από αυτόν που έχει σπουδαίο έννομο συμφέρον προς τούτο ή από τον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας χάριν του δημοσίου συμφέροντος, μέσα σε δεκαπέντε (15) ημέρες από την κοινοποίηση της Πράξεως του Κλιμακίου στον οικείο φορέα και στον Γενικό Επίτροπο. Η ρύθμιση αυτή, θα μπορούσε να ισχυρισθεί κάποιος, βαίνει προς την επαύξηση της σημασίας του διενεργούμενου ελέγχου από το Ελεγκτικό Συνέδριο. Είναι σαφές ότι σκοπός της ρύθμισης είναι η αποφυγή των οδυνηρών συνεπειών του νόμου εφόσον υπάρχει σοβαρός λόγος από όποιον έχει σπουδαίο έννομο συμφέρον. Δεν μπορεί πατά να επισημανθεί πάντως ότι οι εκ του νόμου ανάλογοι χαρακτηρισμοί όπως «σπουδαίο» προσδίδει μια αβεβαιότητα στη ρύθμιση εφόσον υπάρχει σε αυτή σημαντικός βαθμός υποκειμενισμού. Η ρύθμιση αυτή εξάλλου δημιουργεί την αίσθηση ότι ο νομοθέτης επιθυμεί το ρόλο του Ελεγκτικού Συνεδρίου να προσομοιάζει περισσότερο με δικαστικό. Η αναποφασιστικότητα αυτή του νομοθέτη σε συνδυασμό με τις συνέπειες του ασκουμένου ελέγχου οδηγούν σε εύλογο προβληματισμό σχετικά με την ικανοποίηση του δικαιώματος ακροάσεως, ή την συμφωνία με το άρθρο 6.1 της ΕΣΔΑ της όλης ρύθμισης καθώς και με τη συνταγματική ρύθμιση του δικαιώματος παροχής δικαστικής προστασίας[21].

Η αίτηση ανακλήσεως κοινοποιείται χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, με επιμέλεια του αιτούντος, σε καθέναν που έχει έννομο συμφέρον. Ο Πρόεδρος του Τμήματος μπορεί να διατάξει τη γνωστοποίηση με οποιονδήποτε τρόπο της αιτήσεως ανακλήσεως και σε άλλους που έχουν κατά την κρίση του έννομο συμφέρον. Στις περιπτώσεις ασκήσεως αιτήσεως ανακλήσεως έχουν δικαίωμα να υποβάλουν σημειώματα και αυτοί που έχουν έννομο συμφέρον μέσα σε τρεις (3) εργάσιμες ημέρες από την κατάθεση των αιτήσεων στη Γραμματεία του αρμόδιου Τμήματος. Η προθεσμία για την υποβολή σημειωμάτων μπορεί να παραταθεί για τρεις (3) ακόμη εργάσιμες ημέρες. Τις αιτήσεις ανακλήσεως εξετάζει Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου, το οποίο και αποφαίνεται επ’ αυτών μέσα σε τριάντα (30) εργάσιμες ημέρες από την κατάθεσή τους. Άλλη αίτηση ανακλήσεως δεν επιτρέπεται

Το ίδιο Τμήμα εκδικάζει και την άρση της αμφισβήτησης για την έννοια των διατάξεων τυπικού νόμου, αν εκδόθηκαν γι’ αυτές αντίθετες Πράξεις ή Πρακτικά Κλιμακίων ή συνθέσεων αυτών ή υπάρχει αμφιβολία για την αληθινή έννοια αυτών. Σύμφωνα μάλιστα με την Εισηγητική του Νόμου έκθεση, «είχε παρατηρηθεί ότι τα αρμόδια Κλιμάκια και οι διάφορες συνθέσεις που απασχολήθηκαν σε ορισμένες περιπτώσεις με τα ίδια ζητήματα, τα αντιμετώπισαν διαφορετικά.». Η αμφισβήτηση φέρεται στις περιπτώσεις αυτές, ενώπιον του Τμήματος με πρωτοβουλία αυτού που έχει έννομο συμφέρον ή αυτεπαγγέλτως από τον προεδρεύοντα του οικείου Κλιμακίου ή από τον Πρόεδρο ή τον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο. Σε περίπτωση αμφιβολίας η οικεία σύνθεση του Κλιμακίου παραπέμπει αμέσως το ζήτημα στο Τμήμα με πρακτικό της. Το Τμήμα οφείλει να εκδώσει πράξη άρσεως της αμφισβήτησης ή της αμφιβολίας μέσα σε τριάντα (30) εργάσιμες ημέρες από την κατάθεση αυτής στη Γραμματεία του.

Το άρθρο 3 του ίδιου νόμου ρύθμισε ειδικά, και σύμφωνα με τα Πρακτικά του Ελεγκτικού Συνεδρίου που προηγήθηκαν το ζήτημα του ελέγχου των συμβάσεων για την εκτέλεση συμπληρωματικών εργασιών[22].

Οι συμβάσεις για την εκτέλεση συμπληρωματικών εργασιών σε έργα εκτελούμενα από το Δημόσιο, τα Ν.Π.Δ.Δ. και τις δημόσιες επιχειρήσεις, που έχουν συναφθεί μέχρι την έναρξη ισχύος της διάταξης αυτής, υποβάλλονται, κατ’ εξαίρεση των προβλεπομένων στην παρ. 7 του άρθρου 19 του Π.Δ. 774/1980, όπως ισχύει, για έλεγχο νομιμότητας στο Ελεγκτικό Συνέδριο. Στις περιπτώσεις αυτές η συναφθείσα σύμβαση υποβάλλεται στο Ελεγκτικό Συνέδριο μέσα σε είκοσι ημέρες από την έναρξη ισχύος της διάταξης αυτής.

Εάν η σύμβαση και ο σχετικός φάκελος δεν υποβληθούν για έλεγχο μέσα στην ανωτέρω προθεσμία ή εάν ο έλεγχος του Ελεγκτικού Συνεδρίου αποβεί αρνητικός, η σύμβαση θεωρείται ως μηδέποτε συναφθείσα. Και η συγκεκριμένη συνέπεια, ιδιαίτερης σοβαρότητας, αναδεικνύει έντονα τις προθέσεις του νομοθέτη.

Είναι χαρακτηριστικό ότι με την τελευταία αυτή νομοθετική ρύθμιση οι κυρώσεις που επιβάλλονται είναι ιδιαίτερα σοβαρές και αναδεικνύουν την πρόθεση του νομοθέτη να καταστήσει υποχρεωτικό τον προληπτικό έλεγχο της νομιμότητας των δημοσίων συμβάσεων από το Ελεγκτικό Συνέδριο. Θα μπορούσε πάντως να προβληματισθεί κάποιος ως προς τη συνταγματικότητα της διάταξης αυτής δεδομένης και της σχετικοποίησης εν τοις πράγμασι του ελέγχου είτε λόγω αξίας σύμβασης, είτε λόγω άλλων παραγόντων τους οποίους έχει ήδη επισημάνει με τα Πρακτικά του το Ελεγκτικό Συνέδριο. Η κύρωση που προβλέπει ο νόμος ήδη να θεωρείται ως μηδέποτε συναφθείσα σύμβαση, η οποία πιθανώς να έχει εκτελεσθεί, θεωρούμε ότι είναι πιθανό να κριθεί ότι αντίκειται τόσο στο άρθρο 5 του Συντάγματος όσο και στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Η ρύθμιση θα πρέπει να ελεγχθεί και ως προς τη συμβατότητά της με το κοινοτικό δίκαιο το οποίο σαφώς ορίζει τις προϋποθέσεις για την έγκυρη σύναψη συμπληρωματικών συμβάσεων στις οδηγίες για τις δημόσιες συμβάσεις. Το αναδρομικό ανυπόστατο συμπληρωματικών συμβάσεων σύμφωνων με το κοινοτικό δίκαιο μόνο και μόνο διότι προβλέφθηκε μεταγενέστερα ειδική διαδικασία ελέγχου από το εθνικό δίκαιο εντός στενής προθεσμίας θα μπορούσε δύσκολα να γίνει αποδεκτή από τις διατάξεις του κοινοτικού δικαίου και την αντίληψη περί διαφάνειας που αυτό εισάγει. Ζήτημα τέλος αποτελεί ο τρόπος παροχής δικαστικής προστασίας στις συγκεκριμένες περιπτώσεις λόγω της ιδιομορφίας της ρύθμισης.
Ο προβλεφθείς νομοθετικά έλεγχος των δημοσίων συμβάσεων από το Ελεγκτικό Συνέδριο λειτουργεί προληπτικά ως εγγύηση της νομιμότητας της σύναψής τους, αλλά και κατασταλτικά καθώς η διαπίστωση των πλημμελειών οδηγεί στη ματαίωση της υπογραφής της σύμβασης. Συνιστά πρόβλημα πάντως το γεγονός ότι εφόσον μία σύμβαση έχει συναφθεί το Ελεγκτικό Συνέδριο δεν επιλαμβάνεται του ελέγχου της σύμφωνα με τα Πρακτικά του.

Η συνταγματική ρύθμιση του άρθρου 98 για τον έλεγχο των συμβάσεων μεγάλης οικονομικής αξίας.

Με την αναθεώρηση του 2001 το ελληνικό Σύνταγμα προσέθεσε στις αρμοδιότητες του Ελεγκτικού Συνεδρίου τον έλεγχο των συμβάσεων μεγάλης οικονομικής αξίας στις οποίες αντισυμβαλλόμενος είναι το Δημόσιο ή άλλο νομικό πρόσωπο που εξομοιώνεται με το Δημόσιο από την άποψη αυτή, όπως νόμος ορίζει. Η ρύθμιση αυτή της παρ. 1 β του άρθρου 98 Σ. αποτελεί συνεπή συνέχεια της ρύθμισης του ν. 2741/99 η οποία είχε ως κύριο στόχο την κατοχύρωση της διαφάνειας και ιδίως στο στάδιο που προηγείται της σύναψης των δημοσίων συμβάσεων καθώς και την πληρότητα της διασφάλισης της νομιμότητάς τους. Εντάσσεται σε ένα ευρύτερο πλέγμα διατάξεων οι οποίες έχουν ως στόχο την κατοχύρωση της διαφάνειας μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται το άρθ. 14.9 Σ. η εισαγωγή νέων ασυμβιβάστων και εν γένει σε μία προσπάθεια η οποία τυγχάνει ιστορικά επίκαιρη για την «ηθικοποίηση» των κρατικών θεσμών. Στο πλαίσιο της διεθνούς τάσης πουριτανισμού για τα κράτη, η δράση του Ελεγκτικού Συνεδρίου, όπως επιλέχθηκε και ρυθμίσθηκε συνταγματικά συνιστά μια μέση λύση θεσμικού μηχανισμού ελέγχου που προσδίδει μεν το απαραίτητο άλλοθι, χωρίς όμως να εκθέτει το κράτος και τη διοίκηση με τρόπο ανεπανόρθωτο. Συνιστά δηλαδή μια επιεική επιλογή που επιτρέπει στα δικαστήρια και την εκτελεστική εξουσία να διάγουν το συνταγματικό τους ρόλο με συνέπεια και χωρίς συνταγματικές «εκπλήξεις», αφήνει όμως στο νομοθέτη την ευχέρεια να διασώζει την τιμή των κρατικών αρχών από μομφές και επικρίσεις.
Η ρύθμιση του Συντάγματος βαίνει πολύ μακρύτερα από αυτή του ν. 2741/99 και περιλαμβάνει μεγαλύτερο εύρος ελεγχόμενων προσώπων αφήνει πάντως κάποια ερμηνευτικά περιθώρια στο νομοθέτη να εξειδικεύσει την έκταση της ρύθμισης με κατάλληλο τρόπο. Δεν είναι εύλογο να θεωρηθεί πάντως ότι ο συντακτικός νομοθέτης δεν έλαβε υπόψη του τις υφιστάμενες διατάξεις της νομοθεσίας. Από το γράμμα της διάταξης του Συντάγματος όμως προκύπτει ότι η ευχέρεια του νομοθέτη παραμένει ευρύτατη στη θέσπιση περαιτέρω ρυθμίσεων με τον εκτελεστικό νόμο του Συντάγματος.
Αρχικά θα πρέπει να επισημανθεί ότι το Σύνταγμα δεν εξειδικεύει την έννοια και το είδος του απαιτούμενου ελέγχου των συμβάσεων που αυτό ρυθμίζει. Υπό την έννοια αυτή, αποτελεί εξουσία του νομοθέτη η ρύθμιση του ζητήματος σύμφωνα με το Σύνταγμα. Θεωρούμε αναγκαίο να επισημανθεί πάντως ότι η ρύθμιση του νομοθέτη θα πρέπει να είναι συμβατή και με το κοινοτικό δίκαιο των δημοσίων συμβάσεων κατά την εξειδίκευση της έννοιας του «ελέγχου». Τούτο ιδίως διότι το κοινοτικό δίκαιο έχει επιδείξει ιδιαίτερη μέριμνα στο καθεστώς ελέγχου της διαφάνειας με θέσπιση ειδικών οδηγιών για τη δικαστική προστασία στις δημόσιες συμβάσεις, αλλά και με θέσπιση ειδικών κοινοτικών μηχανισμών ελέγχου του προσυμβατικού σταδίου αυτοτελώς.
Έμφαση θα πρέπει να δοθεί και στον όρο «συμβάσεις» που εισάγει το Σύνταγμα στο μέτρο που κατά τη νομοθεσία όπως ισχύει μέχρι σήμερα προβλέπει ότι ελέγχεται το προσυμβατικό στάδιο και όχι οι συμβάσεις καθ’εαυτές.
Είναι σαφές ότι στον έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου κατά το Σύνταγμα υπάγεται ο έλεγχος των συμβάσεων μεγάλης οικονομικής αξίας. Κατά τη ρητή συνταγματική διατύπωση το εύρος της επιφύλαξης νόμου περιορίζεται ως προς την έννοια των συμβάσεων μεγάλης οικονομικής αξίας αποκλειστικά στον προσδιορισμό της έννοιας της «μεγάλης οικονομικής αξίας» και όχι στα είδη παραδείγματος χάριν των συμβάσεων. Κάθε σύμβαση μεγάλης οικονομική αξίας αποτελεί αντικείμενο του ελέγχου του Ελεγκτικού Συνεδρίου εφόσον συνάπτεται από το Δημόσιο ή οργανισμούς εξομοιούμενους με το Δημόσιο και εφόσον η αξία τους είναι τέτοια που μπορεί να θεωρηθεί μεγάλη.
Ερευνητέα παραμένει η έννοια της «μεγάλης οικονομικής αξίας» κατά το Σύνταγμα. Σημαντικός οδηγός για τον προσδιορισμό του ύψους της «μεγάλης αξίας» θα μπορούσε επιβοηθητικά, αν και όχι δεσμευτικά, να είναι η αξία των κατωφλίων των δημοσίων συμβάσεων κατά το κοινοτικό δίκαιο. Εναλλακτικά σοβαρές ενδείξεις μπορούν να αντληθούν από το περιεχόμενο της προϋφιστάμενης της συνταγματικής ρύθμισης νομοθεσίας. Υπό την έννοια αυτή θα ήταν δυνατό να θεωρηθεί ότι συνιστά κεκτημένο ο έλεγχος των συμβάσεων οικονομικής αξίας σύμφωνης με το καθεστώς της νομοθεσίας του 1999. Η άποψη αυτή πάντως δεν φαίνεται ικανοποιητική καθώς η «μεγάλη οικονομική αξία» παραμένει έννοια ευρύτατη και πραγματιστική. Θα μπορούσε να ισχυρισθεί κανείς ότι με την αναφορά στην «μεγάλη οικονομική αξία» ο συντακτικός νομοθέτης εκφράζει τη βούλησή του να ελέγχονται μέρος μόνον των συναπτόμενων συμβάσεων και πάντως αυτές που είναι σημαντικές ως προς τα οικονομικά κριτήρια. Το γράμμα του Συντάγματος δεν αποκλείει αυτή την προσέγγιση. Θα μπορούσε όμως να ισχυρισθεί κανείς ότι με τη συγκεκριμένη ρύθμιση ο συντακτικός νομοθέτης επιδιώκει απλά να μην επιβάλλει στο νομοθέτη τον έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου για κάθε σύμβαση αφήνοντας έτσι περιθώριο για κάποιες ασήμαντες συμβάσεις οι οποίες είναι δυνατό να μένουν εκτός της ρύθμισης. Ο σκοπός της ρύθμισης θα μπορούσε εξάλλου να είναι οδηγός στην εξεύρεση του νοήματος αυτής. Υπό την έννοια αυτή και ενόψει της κατοχύρωσης της διαφάνειας ως συνταγματικής αρχής στο πλαίσιο και των κανόνων του κοινοτικού δικαίου θα πρέπει να γίνει αποδεκτό ότι μόνον περιορισμένου εύρους συμβάσεις θα είναι δυνατό να εξαιρούνται του ελέγχου του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Επίσης θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι σε καμία περίπτωση δεν θα είναι δυνατή η καθ’οιονδήποτε τρόπο καταστρατήγηση των κανόνων του κοινοτικού δικαίου για τη διασφάλιση της διαφάνειας στις δημόσιες συμβάσεις έμμεσα εκ του λόγου αυτού. Το Ελεγκτικό Συνέδριο έχει ελεγκτική αρμοδιότητα εκ παραλλήλου με τα όργανα της Επιτροπής της ΕΕ, των ελληνικών δικαστηρίων και όλων των οργάνων που προβλέπει η νομοθεσία ως προς τη διασφάλιση της τήρησης των κανόνων δικαίου και εν γένει της αρχής της νομιμότητας. Ενδιαφέρον παραμένει να εξετασθεί πώς θα διαμορφωθεί ο έλεγχος του Ελεγκτικού Συνεδρίου στην περίπτωση που συμβάσεις κυρώνονται με τυπικό νόμο, συχνά αυτές με το σημαντικότερο οικονομικό αντικείμενο. Ο έλεγχος του Ελεγκτικού Συνεδρίου θα κρίνεται απαιτητός και στην περίπτωση αυτή ή θα θεωρείται ότι η κύρωση από τη Βουλή θεραπεύει και τις τυχόν υφιστάμενες πλημμέλειες. Τούτο καθίσταται κρίσιμο δεδομένου ότι οι σημαντικού οικονομικού αντικειμένου συμβάσεις συχνά κυρώνονται με νόμους ή υπάγονται σε εξαιρετικό καθεστώς όπως αυτό του άρθ. 107 Σ.
Εξάλλου πρέπει να σημειωθεί ότι η συνταγματική ρύθμιση δεν αφορά μόνον τις συμβάσεις που διέπονται από κανόνες δημοσίου δικαίου ή υπάγονται στην κατηγορία των δημοσίων συμβάσεων ή σε αυτή των διοικητικών συμβάσεων, κοκ.
Η αρμοδιότητα του Ελεγκτικού Συνεδρίου, όπως αναφέρεται στο Σύνταγμα, φαίνεται να είναι αρμοδιότητα διοικητική και όχι δικαστική. Δεδομένου ότι έλεγχο νομιμότητας μπορεί πάντα να κάνει παράλληλα και κάθε άλλο αρμόδιο όργανο η αρμοδιότητα αυτή θα πρέπει να θεωρείται ως συντρέχουσα. Το ενδεχόμενο των τυχόν αντιφατικών κρίσεων περισσότερων οργάνων γίνεται δεκτό από το συντακτικό νομοθέτη στο μέτρο που επιφυλάσσει την τελική και οριστική κρίση στα αρμόδια δικαστήρια. Δεν μπορεί πάντως στο σημείο αυτό να μην επισημάνει κανείς ένα ζήτημα ουσίας σχετιζόμενο με τις προθεσμίες ελέγχου που θέτουν τα διάφορα νομοθετήματα. Με δεδομένες τις στενές προθεσμίες που θέτει ο νόμος τόσο στο Ελεγκτικό Συνέδριο, όσο και στην διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων του ν. 2522/97 και των λοιπών ανάλογων νομοθετημάτων προσαρμογής στην κοινοτική νομοθεσία, η παράλληλες διαδικασίες ελέγχου δημιουργούν αναμφίβολα ένα πρόβλημα ως προς την ουσιαστική κατοχύρωση της διαφάνειας μέσω αυτών ή ενδεχομένως της εισαγωγής συγχύσεων ως προς τη νομιμότητα.
Η εισαχθείσα συνταγματική ρύθμιση, είναι σαφές, ότι είχε ιδιαίτερα φιλόδοξους στόχους παρά την αβεβαιότητα που εισάγεται με την διατύπωση «μεγάλου οικονομικού αντικειμένου» σε αυτήν. Η ρύθμιση του ν. 3060/02 προσεγγίζει το συνταγματικό σκοπό αλλά ο νομοθέτης έχει ακόμη σημαντική διαδρομή να διανύσει για την ολοκλήρωση ενός πλαισίου ελέγχου της νομιμότητας που να διασφαλίζει το συνταγματικό σκοπό. Η σχετικές νομοθετικές ατέλειες αναδεικνύονται ιδίως μέσω των πρακτικών του Ελεγκτικού Συνεδρίου καθιστώντας συχνά το ρόλο του ιδίως συμβολικό. Θα πρέπει πάντως να μην λησμονεί κανείς στον όλο διάλογο για τη νομιμότητα των δημοσίων συμβάσεων το ρόλο των εξειδικευμένων διατάξεων του κοινοτικού δικαίου, και τις ενδεχόμενες συνέπειες μας σύγκρουσης μεταξύ των κανόνων του εσωτερικού δικαίου με αυτές.

Η φύση του προληπτικού ελέγχου και τα όρια της άσκησής του από το Ελεγκτικό Συνέδριο

Το Ελεγκτικό Συνέδριο κατά την άσκηση ελέγχου νομιμότητας των δημοσίων συμβάσεων δεν έχει δικαιοδοτικό χαρακτήρα, δεν λειτουργεί ως δικαστήριο, ούτε επιλύει διαφορές, υποκαθιστώντας το ρόλο των αρμοδίων δικαστηρίων. Είναι σαφές ότι δεν εκδίδει δικαστικές αποφάσεις. Η φύση της αρμοδιότητας του Ελεγκτικού Συνεδρίου κατά την άσκηση του προληπτικού ελέγχου είναι ιδιόρρυθμη καθώς δεν συνιστά ούτε πράξη διοικητικής αρχής. Το Ελεγκτικό Συνέδριο περιορίζεται όπως ήδη προαναφέρθηκε σύμφωνα με τη νομοθεσία στον έλεγχο νομιμότητας των πράξεων που αφορούν την προδικασία της σύναψης των δημοσίων συμβάσεων που υπάγονται στην αρμοδιότητά του κατά νόμο. Ο προβληματισμός για τη φύση του ασκουμένου ελέγχου από τη θεωρία είναι σοβαρός δεδομένου ότι το Ελεγκτικό Συνέδριο έχει και δικαιοδοτικές αρμοδιότητες. Το ζήτημα ήδη έτυχε νομολογιακής επεξεργασίας και θα πρέπει να θεωρείται λήξαν, πάντα όμως με την επιφύλαξη των νέων συνταγματικών διατάξεων και του κοινοτικού δικαίου.
Ήδη κρίθηκε με την απόφαση 32/2001 του ΑΕΔ ο ασκούμενος έλεγχος είναι έλεγχος προληπτικός διενεργούμενος ως εσωτερική διαδικασία, πριν καταρτισθεί η σύμβαση που δεσμεύει το Δημόσιο με σκοπό τη διασφάλιση των συμφερόντων των οικείων φορέων. Το ΑΕΔ έχει αποφανθεί συγκεκριμένα ότι : «Με την άσκηση της αρμοδιότητάς του αυτής το Ελεγκτικό Συνέδριο ερευνά το περιεχόμενο του σχεδίου σύμβασης και τη διαδικασία που προηγήθηκε της κατάρτισής της προκειμένου να εξετάσει αν είναι νόμιμα. Στην περίπτωση αυτή το Ελεγκτικό Συνέδριο δεν ενεργεί ως δικαστήριο, ούτε διεξάγει δίκη, ούτε επιλύει διαφορές υποκαθιστάμενο στη δικαιοδοσία άλλων δικαστηρίων, η δε εκδιδόμενη από αυτό «πράξη» δεν είναι απόφαση δικαιοδοτούντος οργάνου (δικαστική απόφαση). Είναι επίσης φανερό ότι η πράξη αυτή δεν είναι πράξη διοικητικής αρχής, ούτε συνιστά πράξη ενεργού διοίκησης».
Εξάλλου εφόσον συντελεσθεί σχετικός έλεγχος τα δικαστήρια που επιλαμβάνονται στη συνέχεια δεν δεσμεύονται ως προς τις κρίσεις τους από τον έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου εφόσον επιληφθούν διαφορών σε σχέση με τις συμβάσεις αυτές. Επίσης σε περίπτωση εκκρεμούς ακυρωτικής διαφοράς ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας δεν κωλύεται να ασκήσει την ακυρωτική του αρμοδιότητα το δικαστήριο αν το Ελεγκτικό Συνέδριο ασκώντας τις αρμοδιότητές του θεωρήσει ότι η ελεγχόμενη ακυρωτικά πράξη εκδόθηκε κατά πλάνη περί τα πράγματα ή κατά παράβαση νόμου. Σύμφωνα με το ΣτΕ: «η δίκη διατηρεί στην περίπτωση αυτή το αντικείμενό της η δε απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας που θα εκδοθεί επί της προαναφερθείσης αιτήσεως θα έχει δύναμη δεδικασμένου για τα διοικητικής φύσεως ζητήματα που επιλύει». Όπως επισημαίνει στην ίδια απόφαση το ΣτΕ «διαφορετική εκδοχή θα δημιουργούσε έλλειμμα δικαστικής προστασίας και θα αντέβαινε προς τις διατάξεις των άρθρων 20 παρ. 1 και 95 παρ. 1 Σ. σε αρμονία προς τις οποίες πρέπει να ερμηνεύεται η διάταξη του άρθρου 98 παρ. 1 του Συντάγματος». Η λύση αυτή που δόθηκε από το ΣτΕ φαίνεται και ορθή και σκόπιμη. Ο συμβαλλόμενος οφείλει να έχει νομική βεβαιότητα για τη νομιμότητα των συμβάσεων που συνάπτει και μόνο αρμόδιο για τη σχετική κρίση είναι το δικαστήριο της σύμβασης.
Τα πορίσματα ελέγχου που εκδίδονται από το Ελεγκτικό Συνέδριο κατά τη διαδικασία αυτή δεν καλύπτονται από ισχύ δεδικασμένου, εξ ού και υπόκεινται σε ανάκληση. Όπως είναι επόμενο το Ελεγκτικό Συνέδριο δεσμεύεται από την κρίση της Επιτροπής Αναστολών του ΣτΕ ή από αποφάσεις άλλων αρμόδιων δικαστηρίων. Συχνά το Ελεγκτικό Συνέδριο αναβάλει την έκδοση Πρακτικών ενόψει της εκκρεμότητας ενώπιον της Επιτροπής Αναστολών του ΣτΕ ή των μονομελών πρωτοδικείων αιτήσεων ασφαλιστικών μέτρων. Το Ελεγκτικό Συνέδριο έχει αποφανθεί μετά από κάποιες αντίθετες πάντως θέσεις, ότι οι πράξεις που εκδίδει κατά το διενεργούμενο έλεγχο είναι πράξεις δικαστικού σχηματισμού, δεν παράγουν δεδικασμένο, δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα αλλά μόνον σε ανάκληση όπως προβλέπεται από την ισχύουσα νομοθεσία.
Σύμφωνα με τα Πρακτικά και τα Πορίσματα που έχει εκδώσει μέχρι σήμερα το Ελεγκτικό Συνέδριο, μόνον ουσιώδεις νομικές πλημμέλειες είναι δυνατό να το οδηγήσουν σε αρνητική κρίση ως προς τη νομιμότητα του ελεγχόμενου σχεδίου σύμβασης και της προδικασίας που προηγήθηκε αυτού. Τέτοιες πλημμέλειες είναι αυτές με τις οποίες στοιχειοθετείται πλήγμα κατά των θεμελιωδών αρχών που διέπουν τη διαδικασία η οποία εφαρμόσθηκε, η νόθευση του ανταγωνισμού, ή η έλλειψη ειλικρίνειας στις πράξεις της διαδικασίας. Η άποψη αυτή, δεν μπορεί παρά να προβληματίσει ιδίως σε σχέση με την αποδοχή της έννοιας των ουσιωδών νομικών πλημμελειών. Στο μέτρο που η νομοθεσία προβλέπει σημαντικές κυρώσεις από τον διενεργούμενο έλεγχο, θα πρέπει να υπάρχει μια στοιχειώδης βεβαιότητα για τη δεσμευτικότητά του. Η εξυπαρχής αποδοχή του ελέγχου των ουσιωδών νομικών πλημμελειών και μόνον σε συνδυασμό με τον υποκειμενισμό που ενέχει η έννοια «ουσιώδης» οδηγεί σε σχετικοποίηση της σημασίας του ελέγχου και των συνεπειών του. Εξάλλου αξίζει να μελετήσει κανείς τις περιπτώσεις που αν και αρχικά κρίθηκε ότι υπάρχουν ουσιώδεις πλημμέλειες συμβάσεων με συνέπεια ο έλεγχος να αποβαίνει αρνητικός, στη συνέχεια τα σχετικά Πρακτικά ανακαλούνται λόγω περαιτέρω εξηγήσεων. Αξίζει επίσης να επισημανθεί ότι ακόμη και ζητήματα διαδικαστικά με τυπικές συνέπειες στη νομιμότητα των σχεδίων συμβάσεων όπως αυτά της συγκρότησης επιτροπών διαγωνισμού άλλοτε θεωρούνται ως ουσιώδεις πλημμέλειες και άλλοτε ως επουσιώδεις. Θα πρέπει πάντως να επισημάνει κανείς με έμφαση τη γενναία στάση του Ελεγκτικού Συνεδρίου να θεωρεί ως ουσιώδη νομική πλημμέλεια την έλλειψη εγκεκριμένων περιβαλλοντικών όρων κατά το χρόνο σύναψης συμβάσεων, ή την ευαισθησία του στην εφαρμογή της αρχής της αμεροληψίας ως ουσιώδους προϋπόθεσης για την εγκυρότητα της σύναψης σύμβασης καθώς και την έμφαση την οποία έδωσε στο ζήτημα της τήρησης των κανόνων της ονομαστικοποίησης των μετοχών των μετεχόντων σε διαδικασίες ως ουσιώδους προϋπόθεσης για την ανάθεση συμβάσεως που αφορά το ρόλο του ως εγγυητού της διαφάνειας μια και οι σχετικοί κανόνες για την ονομαστικοποίηση είχαν τον αυτό σκοπό.
Κατά τη διαδικασία άσκησης προληπτικού ελέγχου το Ελεγκτικό Συνέδριο δεν υποκαθιστά τη διοίκηση με οποιονδήποτε τρόπο στις κρίσεις της. Η διαπίστωση αυτή θα πρέπει να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι ο διενεργούμενος έλεγχος είναι συντρέχον με τον κατά νόμο έλεγχο που ασκείται από τα διοικητικά όργανα ιδίως κατά την άσκηση της εποπτείας τους. Εξάλλου το Ελεγκτικό Συνέδριο δέχεται ότι τα παρεπόμενα νομικά ζητήματα δεν εμπίπτουν στον έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Η άποψη αυτή δημιουργεί κάποιους προβληματισμούς ιδίως ως προς την έννοια του παρεπομένου.
Εξάλλου το Ελεγκτικό Συνέδριο κρίνει σύμφωνα με τα στοιχεία που τέθηκαν υπόψη του, εφόσον περιέχονται στο φάκελο, ενώ προφορικές εξηγήσεις αποβλέπουν μόνο σε διευκρίνιση υπαρχόντων στοιχείων. Το Κλιμάκιο, όπως δέχονται πολλά Πρακτικά, αρκείται για τα ζητήματα που ελέγχει στον έλεγχο ύπαρξης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ιδίως δε την υπέρβαση των άκρων ορίων της διακριτικής ευχέρειας της διοίκησης. Και η διαπίστωση αυτή οδηγεί σε προβληματισμούς ως προς την πιθανή σχετικοποίηση του διενεργούμενου ελέγχου. Πάντως θα πρέπει να διαπιστώσει κανείς ότι πολύ συχνά το Ελεγκτικό Συνέδριο απαιτεί συμπλήρωση στοιχείων για την έκδοση Πρακτικού γεγονός που αποδεικνύει τη μέριμνα για πληρότητα πληροφόρησης ώστε ο έλεγχος να είναι κατά το δυνατό ορθότερος, σε σχέση με τα έγγραφα και λοιπά στοιχεία των ελεγχόμενων διαδικασιών.
Τέλος, έχει επισημανθεί σαφώς από τα Πρακτικά του Ελεγκτικού Συνεδρίου ότι, ναι μεν ο έλεγχος που ασκεί κατά νόμο εκτείνεται στο σύνολο των πράξεων που συνθέτουν τη διαδικασία επιλογής αναδόχου, καθώς και στο σχέδιο της οικείας σύμβασης που υποβάλλεται για έλεγχο, πλην όμως επικεντρώνεται χάριν του σκοπού που αυτός καλείται να υπηρετήσει, αφενός στα ζητήματα που ανέκυψαν ,είτε λόγω διαφωνιών μεταξύ των μελών των επιτροπών του διαγωνισμού, είτε λόγω ενστάσεων ή προσφυγών των συμμετεχόντων, χωρίς να αποκλείεται να ληφθούν υπόψη και οι καταγγελίες στις οποίες δόθηκε δημοσιότητα.
Δεν ελέγχει εξάλλου τεχνικές κρίσεις της διοίκησης ή κρίσεις σκοπιμότητας κατά την άσ