19 Apr γυναίκα απο χρυσό: μια σπουδαία δίκη
Γιατί να τη δεις: Δικαστικό δράμα, βασισμένο σε αληθινή ιστορία, με πρωταγωνίστρια την Έλεν Μίρεν. Μόλις σου έδωσα τρεις λόγους.
Υπόθεση: «Πενήντα χρόνια μετά την φυγή της από τη Βιέννη, η Μαρία Άλτμαν επιστρέφει στην παλιά της πατρίδα για να ανακτήσει οικογενειακά κειμήλια που εκλάπησαν από τους Ναζί, συμπεριλαμβανομένου και του πίνακα «Woman in Gold» του Κλιμτ.
Μαζί με τον άπειρο αλλά θαρραλέο δικηγόρο της, ξεκινά μια μάχη που διαρκεί οχτώ χρόνια και την φέρνει στο ανώτατο δικαστήριο των ΗΠΑ. Στην πορεία, αναγκάζεται να αντιμετωπίζει δύσκολες αλήθειες για το παρελθόν της και θα συνειδητοποιήσει ότι κάποιοι πόλεμοι δεν τελειώνουν ποτέ».
Παίζουν οι ηθοποιοί: Κέιτι Χολμς, Ράιαν Ρέινολντς, Έλεν Μίρεν, Ντάνιελ Μπριλ, Μαξ Άιρονς, Τατιάνα Μάσλανι
Διάρκεια: 109 λεπτά
Η ιστορία που είναι μια διαδρομή αυτογνωσίας στην ευρώπη του 20ου αιώνα γυρισμένη με μοναδική μαεστρία έχει ένα δικηγόρο (μάλλον αποτυχημένο τον εισήγαγε η μητέρα του στη φίλη της) που αφού πέρασε από διάφορα γραφεία, έκανε γραφείο μόνος, απέτυχε και εκεί, ξαναγύρισε σε μεγάλη εταιρία και ξαναέμεινε μόνος.
Το κουράγιο του και η πίστη του στη δικαιοσύνη είναι ανυπέρβλητα και χωρίς μελοδραματισμούς.
Φυσικά η δικαιοσύνη για την οποία όλοι μα όλοι πιστεύουμε ότι δεν υπάρχει παρά στην μετά θάνατον ζωή είναι ένα ζητούμενο που κινδυνεύει να σε κάνει γραφικό.
Ομως όχι. Ο νεαρός εγγονός του Σένμεργκ βρίσκοντας τις ρίζες του και τον εαυτό του πεισμώνει και αγωνίζεται δικαιώνοντας την πελάτιδά του αλλά και τον εαυτό του.
Η ταινία προβλήθηκε στο forum του 65ου Φεστιβάλ Βερολίνου 2015, παρουσία της Έλεν Μίρεν, των συμπρωταγωνιστών της Ράιαν Ρέϊνολντς και Ντάνιελ Μπριλ, και του παραγωγού Χάρβεϊ Γουάινσταϊν.
Το φιλμ έχει να κάνει με τον αληθινό αγώνα μιας εβραίας μετανάστριας ενάντια στην αυστριακή κυβέρνηση, με στόχο την επανάκτηση της οικογενειακής της περιουσίας, που λεηλάτησαν οι Ναζί.
Η Έλεν Μίρεν ερμηνεύει την Μαρία Άλτμαν, η οποία μπαίνει σε έναν τεράστιο δικαστικό αγώνα που φτάνει μέχρι το Ανώτατο Δικαστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών, για την επιστροφή πέντε πινάκων του Γκούσταβ Κλιμτ.
Ανάμεσά τους, βρισκόταν το περίφημο πορτραίτο της θείας της Άλτμαν, της Αντέλε Μπλοχ-Μπάουερ, που πλέον όλοι το ήξεραν σαν «Η γυναίκα από χρυσάφι». Το συγκεκριμένο έργο είχε μάλιστα πουληθεί στον βασιλιά των καλλυντικών, Ρόναλντ Λώντερ, 135 εκατομμύρια δολάρια το 2006, που ήταν τότε η υψηλότερη τιμή που είχε πιάσει ποτέ πίνακας.
Η Άλτμαν ξεκίνησε όλη την ιστορία μετά το θάνατο της αδελφής της και αφού είδε ότι οι αυστριακές αρχές ήταν απρόθυμες να εξετάσουν το αίτημά της. Οι πέντε πίνακες βρίσκονταν στην Βιέννη στις αίθουσες του Μπελβεντέρε. Ξεκίνησε τον αγώνα σε αμερικανικό έδαφος, έχοντας στο πλάι της τον δημοσιογράφο Χούμπερτους Τσέρνιν.
Στη συνέντευξη τύπου, η Έλεν Μίρεν υποστήριξε ότι ενώ υπάρχει αρκετή δημοσιότητα σε σχέση με τις λεηλατημένες περιουσίες Εβραίων, κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, το θέμα χρειάζεται ακόμη πολλή προσπάθεια για να μην ξεχαστεί:
«Η δυσκολία είναι ότι η ίδια ιστορία επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά. Για παράδειγμα οι δραστηριότητες της Μπόκο Χαράμ, οι ενέργειες του τζιχαντιστών του ισλαμικού κράτους αλλά και αντίστοιχα γεγονότα σε κάθε γωνιά του πλανήτη, αποδεικνύουν ότι όλα γίνονται και ξαναγίνονται και οι άνθρωποι υποφέρουν. Γι’ αυτό και δεν πρέπει να αισθανόμαστε ότι έχουμε φτάσει στο τέλος της συγκεκριμένης ανθρώπινης ιστορίας».
Ο Ράιαν Ρέινολντς ερμηνεύει τον δικηγόρο Ράντολ Σένμπεργκ, που βοηθά την Άλτμαν στον σχεδόν δεκαετή δικαστικό της αγώνα:
«Διάβασα το σενάριο, όπως θα έκαναν όλοι. Δέχτηκα ένα τηλέφωνο μια μέρα, που έκανα γύρισμα στην Λουιζιάνα. Ήταν από τον κύριο Χάρβεϊ Γουάινσταϊν, ο οποίος μου είπε: Γεια σου Ρέινολντς είναι ή τυχερή σου μέρα. Ήξερα ότι όντως έτσι ήταν».
Η απίστευτη αληθινή ιστορία μιας γυναίκας που ξεκίνησε την διασημότερη δικαστική υπόθεση στον χώρο της τέχνης για να ανακτήσει την, κλεμμένη από τους Ναζί, κληρονομιά της, με πρωταγωνίστρια
την βραβευμένη με Όσκαρ Έλεν Μίρεν.
https://youtu.be/ao2A1jb0f5w
Μια πολυσυζητημένη αληθινή ιστορία…
Η Μαρία Άλτμαν γεννήθηκε στη Βιέννη το 1916, εννιά χρόνια αφότου ο Γκουστάβ Κλιμτ ολοκλήρωσε το μεγάλο του αριστούργημα, που απεικονίζει την αδερφή της μητέρας της, Αντέλ. Η Αντέλ Μπλοχ-Μπάουερ ήταν, μαζί με τον άνδρα της, ένθερμη υποστηρικτής των τεχνών και οικοδέσποινα μιας διάσημης γκαλερί της Βιέννης, στην οποία σύχναζαν επιφανείς φιγούρες όπως ο Γκουστάβ Μάλερ, ο Άρθουρ Σνίτσλερ και ο Γκουστάβ Κλιμτ.
Οι πίνακες του Κλιμτ, που θεωρούνταν από τους ηγέτες της art nouveau σχολής στη Βιέννη, ήταν διάσημοι για τον ερωτισμό τους και η Αντέλ Μπλοχ-Μπάουερ ήταν ένα από τα αγαπημένα μοντέλα του καλλιτέχνη. Στο χρυσό του πορτρέτο απεικονίζει τη θεία της Μαρία σαν μία βασίλισσα της Αιγύπτου, στολισμένη με χρυσό και κοσμήματα.
Στα 21 της, η Μαρία παντρεύτηκε τον τραγουδιστή όπερας Φριτς Άλτμαν και έξι εβδομάδες αργότερα η χιτλερική Γερμανία προσάρτησε την Αυστρία στο Τρίτο Ράιχ, κάτι που σήμαινε ότι η χρυσή εποχή για τους Εβραίους της χώρας είχε τελειώσει. Επιχειρήσεις και σπίτια Εβραίων πολιτών λεηλατήθηκαν, και οι Μπλοχ-Μπάουερ έχασαν τα πάντα. Μετά την σύλληψη και βραχυπρόθεσμο εγκλεισμό του Φριτς στο Νταχάου, εκείνος και η Μαρία απέδρασαν από την Αυστρία, φτάνοντας τελικά στις ΗΠΑ.
Μετά τον θάνατο του πατέρα της Μαρία λίγο καιρό αργότερα, το οικογενειακό διαμέρισμα δέχθηκε επιδρομή, κατά τη διάρκεια της οποίας εκλάπησαν όλα τα πολύτιμα αντικείμενά του, με τον κλεμμένο πίνακα του Κλιμτ να καταλήγει σε μία έκθεση με τον νέο τίτλο «Γυναίκα από Χρυσό».
Ενώ η διαθήκη του θείου της άφηνε όλα τα υπάρχοντά του στη Μαρία και τα δύο της αδέλφια μετά τον πόλεμο, η τότε αυστριακή κυβέρνηση έπεισε τους κληρονόμους να αποχωριστούν τους πίνακες του Κλιμτ σε αντάλλαγμα για την απελευθέρωση ορισμένων άλλων πινάκων της κληρονομιάς.
Το 1998, η Μαρία συμβουλεύθηκε έναν οικογενειακό της φίλογια να κινηθεί νομικά εναντίον της αυστριακής κυβέρνησης σχετικά με την υπόθεση του πίνακα του Κλιμτ. Όταν η Αυστρία απέρριψε τους ισχυρισμούς της Μαρία, εκείνη αναγκάστηκε να εκμεταλλευτεί έναν νόμο που επιτρέπει σε Αμερικανούς πολίτες να μηνύσουν ξένες κυβερνήσεις μέσα από το δικαστικό σύστημα των Η.Π.Α.
Οι νίκες τους ήταν πολλές – ακόμη και το Ανώτατο Δικαστήριο απεφάνθη υπέρ του αιτήματος της Μαρία. Η Αυστρία τελικά δέχθηκε να αναθέσει την απόφαση σε μία επιτροπή που αποτελούνταν από τρεις Αυστριακούς δικαστές. Αντίθετα με τις προσδοκίες όλων, εκείνοι κατέληξαν ότι και οι πέντε πίνακες ανήκαν στην οικογένεια της Μαρία. Έξι δεκαετίες μετά την κλοπή της κληρονομιάς της από τους Ναζί, η Μαρία Άλτμαν και η οικογένειά της δικαιώθηκαν.
…και η ιστορία που την κάνει (ακόμη πιο) διάσημη
Όταν ο σκηνοθέτης Σάιμον Κέρτις έμαθε για την ιστορία της Μαρία Άλτμαν από ένα ντοκιμαντέρ του BBC, ήξερε ότι είχε βρει την ιστορία για την επόμενή του ταινία. «Έθιγε τόσα θέματα που τα αισθάνομαι φοβερά κοντά μου, ενώ επίσης ένωνε τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και το Ολοκαύτωμα με τη σύγχρονη Αμερική. Ο πίνακας και η ίδια η Μαρία Άλτμαν ήταν σύμβολα ολόκληρου του 20ου αιώνα. Είναι η ιστορία κάποιων ανθρώπων που βρίσκουν συναισθηματική επούλωση μετά από μία φοβερή απώλεια. Μιλά για την ιδέα της οικογένειας και την σημασία των προσωπικών αντικειμένων που διατρέχουν τις γενιές. Μιλά για την δικαιοσύνη. Μιλά για την επαφή που δημιουργούν οι άνθρωποι με το παρελθόν.»
Για τον ρόλο της επίμονης, δυναμικής και παθιασμένης Μαρία Άλτμαν, η Έλεν Μίρεν ήταν η πρώτη και μοναδική επιλογή του Κέρτις. «Ήταν εκπληκτική η στιγμή που κατάλαβα ότι έχει τον ίδιο ενθουσιασμό για το σενάριο. Είναι τέλεια για τον ρόλο γιατί είναι έξυπνη και μοναδική προσωπικότητα. Δεν έχει υπομονή για ανοησίες, και έχει το ίδιο πνεύμα και θυμό με τη Μαρία.»
Η ιστορία της Μαρία ήταν, για την Έλεν Μίρεν, μία ανακάλυψη. «Ιστορίες σαν κι αυτήν, που βγαίνουν από την πραγματική ζωή, έχουν επιπλέον βαρύτητα και συναισθηματική φόρτιση γιατί πάντα θυμάσαι ότι όλα αυτά συνέβησαν πραγματικά. Είναι η κλασική ιστορία του αδύναμου ενάντια στον ισχυρό, και όταν τελικά ο αδύναμος επικρατήσει, έχεις μια πραγματικά δυνατή ανθρώπινη ιστορία. Οι περισσότεροι ταυτιζόμαστε με αυτό. Όσο περισσότερο ερευνούσα τη ζωή της, τόσο περισσότερο την αγαπούσα. Έχει μια υπέροχη αίσθηση του χιούμορ, μία υπέροχη κομψότητα και δύναμη.»
Η ταινία είναι μια ωδή για μια ολόκληρη γενιά ανθρώπων που έπρεπε να ανεβούν έναν τεράστιο Γολγοθά για την επιβίωσή τους, αλλά και την ψυχική τους ανάρρωση. «Η γενιά αυτή έπρεπε να ξεπεράσει τον βαθύ θυμό της, δεν μπορούσαν να τον τρέφουν γιατί κάτι τέτοιο θα ήταν αρνητικό για τους ίδιους. Ήταν τόσο θαρραλέοι, έχτισαν μια ζωή από το τίποτα. Κι αυτό το ξέρω από τον πατέρα μου, που ήταν κι εκείνος γιος ενός μετανάστη. Η Μαρία το είχε βιώσει ως νεαρή γυναίκα και υπήρχε ένας βαθύς θυμός μέσα της, τον οποίο και δεν μπορούσε να εκφράσει. Αλλά μπορούσες να το δεις στα μάτια της.»
Απέναντί της, ο Ράιαν Ρέινολντς ανέλαβε τον ρόλο του Ράντι Σένμπεργκ, του νεαρού και άπειρου δικηγόρου που βοήθησε τη Μαρία στην δύσκολη αποστολή της. Ανάμεσά τους δημιουργείται μια τρυφερή ιστορία αγάπης, σαν μητέρας προς γιο. «Είναι μια αθόρυβη, βαθιά αγάπη που αναπτύσσεται μεταξύ τους», λέει ο Ρέινολντς. «Είναι ένα αντισυμβατικό δίδυμο και συγκρούονται αρκετά γιατί έχουν και οι δύο ένα μεγάλο πάθος για αυτό που προσπαθούν να πετύχουν.»
«Το αντίκτυπο της τέχνης του Κλιμτ είναι τεράστιο – για τους Αυστριακούς ο πίνακας αυτός είναι η δική τους Μόνα Λίζα», εξηγεί ο Ντάνιελ Μπριλ, που υποδύεται έναν δημοσιογράφο που βοήθησε σημαντικά την Μαρία Άλτμαν στην υπόθεσή της. «Η ιδέα ότι ένας πίνακας μπορεί να κλαπεί δύο φορές -πρώτα από τους Ναζί και έπειτα από κυβερνήσεις για να μείνει στα μουσεία- είναι φοβερή. Ο πίνακας είναι τόσο εμβληματικός και μοναδικός. Ακόμη για εμάς τους Γερμανούς είναι ένα έργο τεράστιας καλλιτεχνικής σημασίας.»
Και συνεχίζει: «Έχοντας ζήσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου στην Γερμανία, πάντα θεωρούσαμε αυτά τα ερωτήματα φοβερά σημαντικά: πώς έγινε αυτό στην χώρα μας; Πόσοι το ήξεραν; Τι συνέβη ακριβώς; Η γενιά μου αντιμετωπίζει ακόμη τις ενοχές αυτές και γι’ αυτό μοιράστηκα τόσα με τον ρόλο μου. Είναι ένας άνδρας που θέλει να κάνει κάτι, να ερευνήσει το παρελθόν.»
Τα γυρίσματα της ταινίας κράτησαν οκτώ εβδομάδες και η παραγωγή ταξίδεψε σε τρεις πόλεις, με σημαντικότερη όλων την στάση στη Βιέννη, η οποία επεφύλασσε συναισθηματική φόρτιση για τους συντελεστές και το συνεργείο. Ο Κέρτις εξηγεί: «Ήταν περίπλοκο γιατί αναβιώσαμε μια ιδιαίτερη στιγμή στην πολιτιστική ιστορία της Βιέννης, αν αυτοί οι πίνακες έπρεπε να επιστραφούν ή όχι, και επιπλέον αναβιώσαμε το μεγαλύτερο ιστορικό τραύμα της, δηλαδή την προσάρτηση στη Γερμανία. Οι κάτοικοι, όμως, της Βιέννης ήταν φοβερά φιλόξενοι και μας στήριξαν πολύ.»
Ο δήμαρχος της Βιέννης απένειμε στην Έλεν Μίρεν την ύψιστη τιμή της πόλης κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, αν και η ίδια ισχυρίζεται ότι ο πραγματικός παραλήπτης ήταν η Μαρία Άλτμαν. «Ο δήμαρχος μού είπε ότι η μάχη της Μαρία ανάγκασε την Βιέννη να αντιμετωπίσει το παρελθόν της. Με αυτή την έννοια ήταν φοβερά σημαντική για την ιστορία της πόλης. Όπως η Μαρία λέει στην ταινία, οι άνθρωποι ξεχνούν. Γι’ αυτό η ιστορία της είναι σημαντική. Και αυτό είναι το σπουδαίο με το σινεμά: μπορεί να διατηρήσει ζωντανή μια ιστορία.»