οι πρότυπες συμβάσεις (FIDIC κ.λπ.) και η διαιτησία ως κατεξοχήν τρόπος επίλυσης των διαφορών των μερών

οι πρότυπες συμβάσεις (FIDIC κ.λπ.) και η διαιτησία ως κατεξοχήν τρόπος επίλυσης των διαφορών των μερών

Βασιλικής Κάρμου

oikonomou

Οι πρότυπες συμβάσεις FIDIC είναι οι πλέον γνωστές και έγκυρες πρότυπες συμβάσεις κατασκευής που επηρέασαν και επηρεάζουν τη σύνταξη κατασκευαστικών συμβάσεων διεθνώς και ανεξαρτήτως εφαρμοστέου δικαίου.
Η FIDIC έχει έδρα την Γενεύη της Ελβετίας και είναι ο φορέας εκπροσώπησης των της διεθνούς κοινότητας των συμβούλων μηχανικών. Αποτελείται από εθνικούς συνδέσμους – μέλη και ιδρύθηκε το 1913 από το Βέλγιο, την Γαλλία και την Ελβετία. Σήμερα μετέχουν σε αυτήν οι εθνικές ενώσεις των συμβούλων μηχανικών από 94 χώρες από τις 5 ηπείρους, ενώ άλλες επαγγελματικές κατηγορίες που δραστηριοποιούνται στον κατασκευαστικό κλάδο, όπως ενώσεις δικηγόρων και ασφαλιστών, έχουν καθεστώς συνδεδεμένου μέλους. Ως εθνικός σύνδεσμος από την Ελλάδα, μετέχει στην FIDIC ο Σύνδεσμος των Ελληνικών Εταιριών – Γραφείων Μελετών (ΣΕΓΜ).
Κύριος σκοπός της FIDIC είναι η παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών για τεχνικά έργα. Στο πλαίσιο αυτό, η Ομοσπονδία εκπονεί πρότυπες συμβάσεις για την κατασκευή έργων και την παροχή υπηρεσιών.

Η πρώτη πρότυπη σύμβαση FIDIC δημοσιεύθηκε το 1957, υπό τον τίτλο «Όροι σύμβασης κατασκευής για Έργα Πολιτικού Μηχανικού» (Conditions of Contract for Works of Civil Engineering Construction, παλαιό «Κόκκινο βιβλίο»). Αυτή η πρώτη σύμβαση-πρότυπο της FIDIC συντάχθηκε επί τη βάσει των τυποποιημένων συμβατικών όρων για την κατασκευή εγχώριων έργων, οι οποίοι ήταν σε ισχύ στο Ηνωμένο Βασίλειο, με αποτέλεσμα να υιοθετηθεί μια προσέγγιση αγγλοσαξονικού δικαίου. Το γεγονός αυτό δεν επηρέασε, ωστόσο, την διάδοσή της και στις χώρες του ηπειρωτικού δικαίου. Υπάρχουν τέσσερις εκδόσεις του «Κόκκινου βιβλίου», με την πλέον πρόσφατη να χρονολογείται το 1987 (με ανατυπώσεις για διόρθωση παροραμάτων το 1988 και το 1992).

To 1963 ακολούθησε η πρότυπη σύμβαση για τα ηλεκτρομηχανολογικά έργα (Conditions of Contract for Electrical and Mechanical Works, παλαιό «Κίτρινο βιβλίο»), ενώ το 1995 δημοσιεύθηκε η πρότυπη σύμβαση για την παροχή ολοκληρωμένου / ετοιμοπαράδοτου έργου (Conditions of Contract for Design-Build and Turnkey, «Πορτοκαλί βιβλίο»).

Στα τέλη της δεκαετίας του 1990, η Ομοσπονδία αποφάσισε την αναθεώρηση του Κόκκινου και του Κίτρινου βιβλίου. Το έργο αυτό ανατέθηκε σε μια ομάδα εργασίας, η οποία επιφορτίστηκε να εναρμονίσει τις προϋπάρχουσες εκδόσεις των πρότυπων συμβάσεων (ίδιοι ορισμοί, αντιστοιχία της αρίθμησης των όρων, ίδια διατύπωση εκτός από τις περιπτώσεις, όπου η διαφοροποίηση κρίνεται αναγκαία κ.λπ.). Το 1999 η ομάδα εργασίας παρέδωσε την τελική μορφή τεσσάρων νέων πρότυπων συμβάσεων, και συγκεκριμένα τρία νέα βιβλία για μεγάλα έργα και ένα για έργα που δεν παρουσιάζουν ιδιαίτερη πολυπλοκότητα:

1. Το Κόκκινο Βιβλίο – Σύμβαση κατασκευής (Conditions of Contract for Construction for Building and Engineering Works Designed by the Employer: The Construction Contract).

2. To Κίτρινο Βιβλίο – Σύμβαση μελέτης – κατασκευής (Conditions of Contract for Plant and Design – Build for Electrical and Mechanical Plant, and for Building and Engineering Works, Designed by the Contractor: The Plant and Design – Build Contract).

3. To Ασημένιο Βιβλίο – Σύμβαση παροχής ολοκληρωμένου/ετοιμοπαράδοτου έργου (Conditions of Contract for EPC/Turnkey Projects).
4. To Πράσινο Βιβλίο – Ευσύνοπτη σύμβαση για έργα που δεν παρουσιάζουν πολυπλοκότητα (Short Form of Contract).
Το νέο Κόκκινο βιβλίο προορίζεται για χρήση σε έργα στα οποία ο Εργοδότης φέρει την κύρια ευθύνη για το σύνολο της μελέτη (ή για το μεγαλύτερο μέρος αυτής). Επομένως, σε αντίθεση με τις πρώτες εκδόσεις του Κόκκινου και του Κίτρινου βιβλίου, το κριτήριο δεν είναι πλέον το είδος των εργασιών που θα απαιτηθούν για την κατασκευή (έργα πολιτικού μηχανικού ή ηλεκτρομηχανολογικά) αλλά ο καταμερισμός της ευθύνης για την μελέτη.

Οι κυριότερες προβλέψεις αυτής της πρότυπης σύμβασης είναι οι εξής: το νέο Κόκκινο βιβλίο προορίζεται για όλα τα έργα, όπου την κύρια ευθύνη για την μελέτη φέρει ο Εργοδότης ή ο Μηχανικός του, έστω και αν ένα μέρος της μελέτης εκπονείται από τον Ανάδοχο. Η συμβατική διαχείριση και η επίβλεψη ανατίθεται στον Μηχανικό, ο οποίος εγκρίνει τις εργασίες, τους λογαριασμούς κ.λπ. Προβλέπεται επιμέτρηση των εκτελεσθεισών εργασιών και πληρωμή τους βάσει ανακεφαλαιωτικού πίνακα ποσοτήτων, ενώ δίδεται η δυνατότητα στα μέρη να επιλέξουν την πληρωμή με Κατ’ αποκοπήν τίμημα.

Η πρότυπη αυτή σύμβαση χρησιμοποιείται ευρέως σε έργα που χρηματοδοτούνται από διεθνείς αναπτυξιακούς φορείς, όπως η Παγκόσμια Τράπεζα (World Bank)[4], η Asian Development Bank (ADB), η African Development Bank (AfDB), η Caribbean Development Bank (CDB), η Commission of the European Communities (CEC), η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης (European Bank for Reconstruction and Development – EBRD), η Διεθνής Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης (International Bank for Reconstruction and Development – IBRD) και το αναπτυξιακό πρόγραμμα των Ηνωμένων Εθνών (United Nations Development Programme – UNDP).

Το νέο Κίτρινο βιβλίο του 1999 αντικατέστησε το παλαιό Κίτρινο βιβλίο, το οποίο αφορούσε αποκλειστικά της ηλεκτρομηχανολογικές κατασκευαστικές εργασίες, όπου την μελέτη εκπονούσε κατά κύριο λόγο ο Ανάδοχος. Αντικατέστησε, επίσης, και το Πορτοκαλί βιβλίο του 1995 για την παροχή ολοκληρωμένου / ετοιμοπαράδοτου έργου, το οποίο αφορούσε κυρίως έργα πολιτικού μηχανικού, την μελέτη για τα οποία αναλάμβανε κυρίως ο Ανάδοχος. Το νέο Κίτρινο βιβλίο προορίζεται για έργα, στα οποία την κύρια ευθύνη για την μελέτη φέρει ο Ανάδοχος, έστω κι αν μέρος αυτής εκπονείται από τον Εργοδότη. Ενδείκνυται τόσο για έργα που περιλαμβάνουν ηλεκτρομηχανολογικές εργασίες, όσο και έργα που αφορούν μελέτη και εκτέλεση έργων πολιτικού μηχανικού ή κατασκευαστικών εργασιών. Προβλέπει την εκπόνηση της μελέτης από τον Ανάδοχο επί τη βάσει των απαιτήσεων του Εργοδότη (Employer’s Requirements), ενώ την συμβατική διαχείριση και επίβλεψη αναλαμβάνει ο Μηχανικός. Ο ίδιος εγκρίνει τις εργασίες, τους λογαριασμούς κ.λπ. Το νέο Κίτρινο βιβλίο προβλέπει την πληρωμή με Κατ’ Αποκοπήν Τίμημα, συνήθως βάσει χρονοδιαγράμματος πληρωμών.

To 2006 η FIDIC παρουσίασε την Εναρμονισμένη έκδοση (Conditions of Contract for Construction – MDB Harmonised Edition for Building and Engineering Works Designed by the Employer). Σκοπός αυτής της έκδοσης ήταν να εισαγάγει στο Κόκκινο Βιβλίο διάφορες τροποποιήσεις, τις οποίες πρότειναν 9 αναπτυξιακές τράπεζες (Multilateral Development Banks), όπως, π.χ., η Παγκόσμια Τράπεζα και η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανοικοδόμησης και Ανάπτυξης.

Μια από τις κυριότερες αιτίες για την διάδοση των πρότυπων συμβάσεων FIDIC είναι και η αποτελεσματικότητα της προβλεπόμενης διαδικασίας επίλυσης διαφορών, η οποία είναι εξορθολογισμένη και προσαρμοσμένη στις ανάγκες της κατασκευαστικής σύμβασης, κατατείνει δε στην διενέργεια κατασκευαστικής διαιτησίας, κατά τους κανόνες του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου (ICC). Και αντιστρόφως, η εξάπλωση της κατασκευαστικής διαιτησίας συνδέεται με την εκτεταμένη χρήση των πρότυπων συμβάσεων FIDIC και την διαμόρφωση μιας πλούσιας πλέον νομολογίας επί των προτεινόμενων συμβατικών όρων, η οποία δημιουργεί ασφάλεια δικαίου στους αντισυμβαλλόμενους.
Η επίλυση διαφορών κατά τις συμβάσεις FIDIC είναι μια διαδικασία κατά στάδια, η οποία κατατείνει στην διεθνή διαιτησία του ICC, ως έσχατο μέσο επίλυσης. Στόχος είναι η ταχεία επίλυση, μέσω σύντομων προθεσμιών, και η υπαγωγή στη διαιτησία μόνο των σημαντικότερων από τις διαφωνίες των μερών.

Οι πρότυπες συμβάσεις FIDIC, εμπνευσμένες εξαρχής από το αγγλοσαξονικό δίκαιο αλλά και προσανατολισμένες στην ικανοποίηση της πρακτικής ανάγκης για ταχεία επίλυση των διαφορών σε κατασκευαστικά έργα, ευνοούν σαφώς την διαιτητική έναντι της δικαστικής επίλυσης των διαφορών στις κατασκευαστικές συμβάσεις, γεγονός που επηρέασε και άλλες πρότυπες συμβάσεις, για τις οποίες θα γίνει λόγος στη συνέχεια.

Είτε πρόκειται για σύμβαση κατασκευής (Κόκκινο βιβλίο) είτε για σύμβαση μελέτης-κατασκευής (Κίτρινο βιβλίο), η προτεινόμενη διαδικασία επίλυσης διαφορών (“Claims, disputes and arbitration”, section 20) είναι συνοπτικά η εξής:
Για την έγερση διαφωνίας από οποιοδήποτε μέρος απαιτείται προηγούμενη γραπτή όχληση προς τον αντισυμβαλλόμενό του (“Notice”) μέσα σε σύντομη προθεσμία, η οποία είναι 28 ημέρες από την γνώση για τον Κατασκευαστή (όρος 20.1) και το «συντομότερο δυνατόν» (“as soon as practicable”) για τον Εργοδότη (όρος 2.5).

Εάν ο Κατασκευαστής δεν ακολουθήσει την διαδικασία του όρου 20.1, δηλαδή δεν κοινοποιήσει γραπτή όχληση μέσα στην προβλεπόμενη προθεσμία, τότε χάνει οποιαδήποτε οικονομική του αξίωση ή αξίωση για επιμήκυνση των προθεσμιών του Έργου. Ο Κατασκευαστής φέρει το βάρος της απόδειξης των ισχυρισμών του.

Ομοίως, και ο Εργοδότης οφείλει να επιδώσει γραπτή όχληση στην περίπτωση που έχει οποιαδήποτε οικονομική αξίωση έναντι του Κατασκευαστή ή αξιώνει την επιμήκυνση της περιόδου εγγύησης (“Defects Notification Period”) (όρος 2.5).
Στόχος είναι η αποκρυστάλλωση του αντικειμένου της διαφωνίας ήδη σε πρώιμο στάδιο και η καλύτερη δυνατή συγκέντρωση του αποδεικτικού υλικού.

Εάν τα μέρη δεν διευθετήσουν την μεταξύ τους διαφορά, τότε ο Κατασκευαστής έχει 42 ημέρες για να υποβάλει επισήμως το αίτημά του (“claim”) στον «πρώτο βαθμό» επίλυσης, δηλαδή στον Μηχανικό της Σύμβασης (“Contract Engineer”, όρος 20.1). Ο Μηχανικός έχει διορία 42 ημερών για να κάνει δεκτό ή να απορρίψει το αίτημα, με απόφαση αιτιολογημένη, σύμφωνα με τις συμβατικές προβλέψεις και «κατά δίκαιη κρίση», αφού έρθει σε επαφή με τα μέρη χωρίς να καταφέρει την επίτευξη συμφωνίας (όρος 3.5). Ένας έμπειρος Μηχανικός μπορεί, επομένως, να επιλύσει μια διαφωνία άμεσα, ήδη κατά την γέννησή της και in situ.

Ήδη από την δεκαετία του 1990, η Διεθνής Τράπεζα, η οποία προτείνει παγίως τις πρότυπες συμβάσεις FIDIC για τα κατασκευαστικά έργα που χρηματοδοτεί, αντικατέστησε τον Μηχανικό της Σύμβασης με ένα απολύτως ανεξάρτητο πάνελ επίλυσης διαφορών (“Dispute Review Board”, DRB). H καινοτομία αυτή, η οποία αποσκοπούσε να εξασφαλίσει μεγαλύτερη ανεξαρτησία και αμεροληψία κατά την επίλυση των διαφορών, υιοθετήθηκε το 1996 από την FIDIC, με την προσθήκη ενός αντίστοιχου Πάνελ Επίλυσης Διαφορών (“Dispute Adjudication Panel”) (όρος 67) στις πρότυπες συμβάσεις της.
Το Πάνελ αυτό έχει διττή λειτουργία. Αφ’ ενός, λειτουργεί ως δεύτερος βαθμός κρίσης επί των αποφάσεων του Μηχανικού. Αφ’ ετέρου, τα μέρη μπορεί να απευθυνθούν απευθείας σε αυτό, παρακάμπτοντας την διαδικασία ενώπιον του Μηχανικού, οπότε λειτουργεί ως πρώτος βαθμός κρίσης.

Το Πάνελ μπορεί να αποτελείται από ένα έως τρία μέλη, τα οποία ορίζονται από κοινού από τον Εργοδότη και τον Κατασκευαστή. Το Πάνελ μπορεί να έχει μόνιμο χαρακτήρα (για όλη την διάρκεια του Έργου, “standing” ή “full term”) ή να ορίζεται κατά περίπτωση (ad hoc). Το Πάνελ οφείλει να εκδώσει απόφαση εντός 84 ημερών (όρος 20.4), εκτός εάν τα μέρη συμφωνήσουν διαφορετικά. H απόφαση καθίσταται οριστική και δεσμευτική για τα μέρη, εάν κάποιο από αυτά δεν την αμφισβητήσει εντός 28 ημερών, κοινοποιώντας σχετική ειδοποίηση (“notice of dissatisfaction”).
Σε περίπτωση που κάποιο από τα μέρη δεν ικανοποιήθηκε με την απόφαση του πάνελ και την αμφισβητεί, δεν μπορεί να προσφύγει αμέσως στην προβλεπόμενη διεθνή διαιτησία του ICC, διότι αναγκαίο προστάδιο αυτής είναι η απόπειρα φιλικού διακανονισμού (“amicable settlement”, όρος 20.5), για την οποία προβλέπεται προθεσμία 56 ημερών πριν την υπαγωγή στη διαιτησία.

Εξαιρετικές περιπτώσεις κατά τις οποίες προβλέπεται η άμεση υπαγωγή στη διαιτησία, χωρίς προηγούμενη προσφυγή στο Πάνελ ή στη διαδικασία φιλικού διακανονισμού είναι α) η περίπτωση που το άλλο μέρος δεν συμμορφώνεται με μια απόφαση του Πάνελ που έχει καταστεί πλέον οριστική και β) η περίπτωση κατά την οποία το Πάνελ δεν υφίσταται πλέον, για οποιονδήποτε λόγο (π.χ. έχει λήξει το χρονικό διάστημα για το οποίο ορίσθηκαν τα μέλη του).
Η διεθνής διαιτησία του ICC αποτελεί το έσχατο μέσο για την επίλυση των διαφορών μεταξύ των μερών, σύμφωνα με το μοντέλο FIDIC (όρος 20.6). Οι πρότυπες συμβάσεις παραπέμπουν στους κανόνες του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου, και σε επίλυση από τριμελές Διαιτητικό Δικαστήριο και στην γλώσσα που θα επιλέξουν τα μέρη. Εξάλλου, στα μέρη εναπόκειται και η επιλογή του εφαρμοστέου δικαίου. Η Διαιτησία μπορεί να ξεκινήσει πριν ή και μετά την ολοκλήρωση του Έργου.

Και ναι μεν οι πρότυπες συμβάσεις FIDIC επιτρέπουν την ευελιξία στα μέρη να συμφωνήσουν την δικαστική επίλυση των μεταξύ τους διαφορών, διαμορφώνοντας αντίστοιχα τους Ειδικούς Όρους της σύμβασης, ωστόσο η σχεδόν συστηματική επιλογή της προτεινόμενης διαιτητικής επίλυσης αποδεικνύει ότι αυτή ανταποκρίνεται στις πρακτικές ανάγκες της κατασκευαστικής σύμβασης.

Προσανατολισμένες στην διαιτητική επίλυση των διαφορών έναντι της δικαστικής, λόγω και της ευρύτατης αποδοχής των προτύπων συμβάσεων FIDIC, είναι οι περισσότερες από τις προτεινόμενες πρότυπες συμβάσεις για κατασκευαστικά έργα.

Αναφερόμαστε για παράδειγμα στις πρότυπες συμβάσεις του βρετανικού Ινστιτούτου Πολιτικών Μηχανικών (Institution of Civil Engineers, ICE), το οποίο ιδρύθηκε το 1818 με έδρα το Ηνωμένο Βασίλειο και αριθμεί ως μέλη πάνω από 70.000 Πολιτικούς Μηχανικούς από 140 χώρες. Πρόκειται, επομένως, για μια ένωση επαγγελματιών του κατασκευαστικού κλάδου, η οποία προτείνει πρότυπα κατασκευαστικών συμβάσεων (“the ICE Conditions of Contract” έως το 2011 και έκτοτε με την ονομασία “New Engineering Contract”, “NEC”).

Το ICE προτείνει και αναλαμβάνει υπό την αιγίδα του διαδικασίες επίλυσης διαφορών από κατασκευαστικές συμβάσεις (“ICE Adjudication / Arbitration / Mediation / Conciliation Procedure”). Ενδιαφέρον, στο πλαίσιο του παρόντος, παρουσιάζει η προτεινόμενη διαδικασία για διαιτητική επίλυση των διαφορών από κατασκευαστικές συμβάσεις (“the ICE Arbitration Procedure”). Αυτή προορίζεται καταρχήν για εφαρμογή στις διαφωνίες που ανακύπτουν στο πλαίσιο των παραπάνω πρότυπων συμβάσεων του ICE στην Αγγλία και την Ουαλία και για διαιτησίες στις οποίες εφαρμόζεται το αγγλικό δίκαιο (Arbitration Act 1996). Όπως όμως διευκρινίζεται από το ίδιο το Ινστιτούτο, το προτεινόμενο μοντέλο διαιτητικής επίλυσης μπορεί να εφαρμοσθεί και επί άλλων συμβάσεων ή στο πλαίσιο άλλων εννόμων τάξεων, υπό τον όρο ότι α) είτε προβλέπεται ρητά από την επίδικη κατασκευαστική σύμβαση έργου, β) είτε τα μέρη το συναποφασίσουν εκ των υστέρων, γ) είτε επιλέξουν την προτεινόμενη διαδικασία οι ορισθέντες Διαιτητές.

Το ICE προτείνει κατάλογο υποψήφιων Διαιτητών, επιλεγμένων μεταξύ των μελών του, οι οποίοι έχουν εκπαιδευθεί και αξιολογηθεί ως κατάλληλοι από το Πάνελ επίλυσης διαφορών του Ινστιτούτου (“ICE Dispute Resolution Panel”). Αναλόγως του ύψους των οικονομικών αιτημάτων, η προτεινόμενη διαδικασία διακρίνεται σε σύντομη (“short procedure” για οικονομικό αντικείμενο έως 50.000 λίρες), συνοπτική (“expedited procedure”) για αντικείμενο αξίας 50.001 έως 250.000 λίρες, ενώ η πλήρης διαδικασία διαιτητικής επίλυσης προτείνεται μόνο για τις διαφωνίες με οικονομικό αντικείμενο μεγαλύτερο των 250.000 λιρών. Ειδική πρόβλεψη υπάρχει επίσης για την τεχνική πραγματογνωμοσύνη (“special procedure for experts”), εάν και εφόσον τα μέρη συμφωνήσουν ότι είναι αναγκαία (είτε εκούσια είτε κατόπιν υπόδειξης των Διαιτητών).

Η διαδικασία είναι ιδιαίτερα ευέλικτη, η δε επιλογή μεταξύ των παραπάνω εναλλακτικών εναπόκειται στα μέρη και στους Διαιτητές. Εάν δεν ορίζεται διαφορετικά στη σύμβαση, διαφωνία θεωρείται ότι υπάρχει όταν απορριφθεί από το ένα μέρος μια αξίωση ή ένας ισχυρισμός του αντισυμβαλλομένου του, είτε ρητώς είτε σιωπηρώς με την πάροδο σύντομης προθεσμίας 28 ημερών. Κατόπιν αυτού, και εφόσον η σύμβαση δεν θέτει άλλους όρους για την υπαγωγή στη διαιτησία, ο αντισυμβαλλόμενος του οποίου απερρίφθη η αξίωση μπορεί να επιδώσει στο άλλο μέρος γραπτή Αίτηση για την διενέργεια διαιτησίας (“Notice to Refer”), στην οποία θα εκτίθενται τα ζητήματα που τίθενται. Οι προθεσμίες που προβλέπονται κατόπιν αυτού είναι εξαιρετικά σύντομες και στοχεύουν στην ταχύτερη δυνατή επίλυση της διαφωνίας. Εάν τα μέρη δεν συμφωνήσουν στα πρόσωπα των Διαιτητών, ο αριθμός των οποίων πρέπει να είναι πάνω από δύο, τότε μπορούν να ζητήσουν τον ορισμό τους από τον Πρόεδρο του ICE. Αφού ολοκληρωθεί η διαδικασία επιλογής των Διαιτητών, αυτοί έχουν αρμοδιότητα να κρίνουν επί οποιουδήποτε ζητήματος συνδέεται με την διαφωνία που υπήχθη αρχικά στην διαιτησία, και είναι προαπαιτούμενο για την επίλυση αυτής. Και μάλιστα, ανεξαρτήτως του αν τηρήθηκε προηγουμένως η συμβατικά προβλεπόμενη διαδικασία για την υπαγωγή στη διαιτησία και αυτού του συναφούς ζητήματος (βλ. κανόνα 5.2).
Και οι πρότυπες συμβάσεις κατασκευαστικών έργων, οι οποίες προτείνονται από την Ιαπωνική Ένωση για την προώθηση της Μηχανικής (“Engineering Advancement Association of Japan”, ENAA).

Ωστόσο, η διαιτητική επίλυση των διαφορών δεν είναι η μοναδική που προτείνεται από τις υπάρχουσες πρότυπες συμβάσεις κατασκευής έργου. κα Για παράδειγμα, οι Πρότυπες συμβάσεις κατασκευής έργου της Αμερικανικής Ένωσης Αρχιτεκτόνων (“American Institute of Architects”, AIA), οι οποίες είναι από τις παλαιότερες και πολύ διαδεδομένες στις ΗΠΑ, προέβλεπαν παγίως και αποκλειστικώς την διαιτητική επίλυση των διαφορών από την σύμβαση για πάνω από έναν αιώνα, ήδη από το έτος 1888. Πράγματι, η πρώτη πρότυπη σύμβαση της ΑΙΑ μεταξύ ιδιοκτήτη και κατασκευαστή, που ανατρέχει στον Αύγουστο του 1888, προέβλεπε την υποχρεωτική διαιτητική επίλυση των διαφορών από πάνελ τριών διαιτητών, η απόφαση των οποίων θα ήταν οριστική και δεσμευτική για τους αντισυμβαλλόμενους.

Έχει, όμως, ενδιαφέρον, ότι από το 2004 και μετά, η ΑΙΑ αποφάσισε να αλλάξει την φιλοσοφία της, δίνοντας στα μέρη περισσότερες επιλογές. Πλέον στην πρότυπη σύμβαση για τα έργα μελέτης-κατασκευής, ο όρος για τον τρόπο επίλυσης διαφορών διατυπώνεται με την μορφή πολλαπλής επιλογής και εναπόκειται στα μέρη να επιλέξουν μεταξύ διαιτησίας, δικαστικής επίλυσης ή άλλου τρόπου επίλυσης των διαφορών τους από την σύμβαση. Ως αναγκαία προϋπόθεση για την διαιτητική ή δικαστική επίλυση προβλέπεται η μεσολάβηση.

Άλλοι φορείς, όπως ενώσεις ιδιωτικού δικαίου, ναι μεν δεν προτείνουν πρότυπες συμβάσεις κατασκευής έργου με διαιτητική ρήτρα αλλά είτε προτείνουν την δική τους διατύπωση για διαιτητικές ρήτρες ή συνυποσχετικό για την επίλυση των διαφορών από τέτοιες συμβάσεις, ανεξαρτήτως λοιπών συμβατικών όρων, είτε προτείνουν πλέγμα κανόνων για την διεξαγωγή της διαιτησίας, αναλαμβάνοντας την επίβλεψη της διαδικασίας, εκπαιδεύοντας και προτείνοντας διαιτητές κ.λπ.
Κανόνες για την διαιτησίας για την επίλυση των διαφορών από κατασκευαστικές συμβάσεις προτείνεται επίσης από την Αμερικανική Ένωση Διαιτησίας (“American Arbitration Association”, ΑΑΑ). Η ΑΑΑ προτείνει κανόνες για διενέργεια διαιτησίας και για μεσολάβηση, οι οποίοι προορίζονται αποκλειστικά για την επίλυση διαφορών στην κατασκευαστική βιομηχανία, με ειδική διαδικασία για διαφορές από μεγάλες και σύνθετες κατασκευαστικές διαφωνίες, των οποίων το οικονομικό αντικείμενο ξεπερνάει το ένα εκατομμύριο δολάρια (Procedures for Large, Complex Constructions Disputes) ή αντιθέτως, με διαδικασία fast track για διαφωνίες ήσσονος σημασίας. Η ΑΑΑ προτείνει ένα πρότυπο διαιτητικής ρήτρας και συνυποσχετικού για προϋπάρχουσες διαφωνίες, καθώς και πάνελ διαιτητών για κατασκευαστική διαιτησία (“National Panel of Construction Arbitrators”), αποτελούμενο από κατάλογο επαγγελματιών που δραστηριοποιούνται στην κατασκευαστική βιομηχανία (μεταξύ των οποίων και δικηγόροι εξειδικευμένοι στις κατασκευαστικές διαφορές).