για την κατασκευαστική διαιτησία (προδημοσίευση και πρώτη δημοσίευση)

για την κατασκευαστική διαιτησία (προδημοσίευση και πρώτη δημοσίευση)

(Το παρόν αποτελεί πρώτη δημοσίευση του υπό δημοσίευση έργου με τίτλο Η ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΗ ΔΙΑΙΤΗΣΙΑ, των Ελένης Τροβά, Παναγιώτη Οικονόμου και Βασιλικής Κάρμου)
Η ιδιαιτερότητα των κατασκευαστικών διαφωνιών

Η διαιτητική επίλυση διαφορών[1] τυγχάνει αποδεκτή σε μεγάλο μέρος της πρακτικής και αποκτά θεσμικό χαρακτήρα και κανονιστικό πλαίσιο με την εξέλιξη των ετών. Η διαιτητική επίλυση διαφορών αφορά στην επίλυση διαφωνιών όχι από τα πολιτειακά όργανα αλλά από δικαστές τους οποίους επιλέγουν και ορίζουν τα ενδιαφερόμενα μέρη, χωρίς να συνδέεται κατ’ αρχήν με το είδος ή το περιεχόμενο της διαφωνίας των μερών. Το συνεχώς αναπτυσσόμενο και θεσμοθετούμενο κανονιστικό πλαίσιο που διέπει όμως τη διαιτητική επίλυση διαφορών έχει εισαγάγει έννοιες, όπως η διεθνής και η εσωτερική διαιτησία[2], η ad hoc, η μόνιμη και η θεσμική διαιτησία[3] αλλά και η εμπορική διαιτησία[4] ή η ναυτική διαιτησία[5] [6]κλπ.

Κατηγορία διαιτητικής επίλυσης διαφορών, η οποία διακρίνεται λόγω του αντικειμένου της διαιτησίας του οποίου οι διαιτητές οφείλουν να επιληφθούν, είναι και η κατασκευαστική διαιτησία που αποτελεί αντικείμενο της παρούσας έρευνας. Η έννοια της κατασκευαστικής διαιτησίας, αν και χρησιμοποιείται στη θεωρία και την πρακτική, δεν έχει προσδιορισθεί ειδικά, ούτε είναι σαφές αν υφίσταται ως έννοια που απαιτεί κάποιου είδους διαφορετική αντιμετώπιση από την εμπορική διαιτησία εν γένει.

Σε αντίθεση με την εμπορική διαιτησία, η διαιτησία που αφορά στον κατασκευαστικό τομέα απαιτεί ειδικές γνώσεις και εμπειρία στο συγκεκριμένο τεχνικό αντικείμενο. Για το σκοπό αυτό, άλλωστε, η διαιτησία συγχέεται συχνά με την διαιτητική πραγματογνωμοσύνη ή διεξάγεται με τη συμμετοχή τεχνικών και ειδικών του κλάδου και όχι αναγκαία από νομικούς.

Χαρακτηριστικό τέτοιο παράδειγμα στη χώρα μας είναι η διαιτησία του Τεχνικού Επιμελητηρίου της Ελλάδας (ΤΕΕ) που αφορά σε τεχνικά ζητήματα και παρακολούθησε τη διεθνή τάση ένταξης της επίλυσης των διαφωνιών μεταξύ κατασκευαστών και πελατών τους στα επιμελητήρια. Η ανάγκη εξειδικευμένων διαιτητών που να κατανοούν σύνθετες έννοιες καθιστά την διαιτησία προτιμητέα από τα συμβαλλόμενα μέρη. Η διάκριση όμως της έννοιας της τεχνικής διαφοράς με τις λοιπές διαφωνίες καθιστά δυσλειτουργική την διαιτητική επίλυση των διαφορών στις συμβάσεις κατασκευής, καθώς το τεχνικό και το οικονομικό αντικείμενο συχνά εμπλέκονται.

Εξάλλου, η διαιτησία εφόσον ολοκληρωθεί έγκαιρα αποτελεί μία ορθολογική λύση για κατασκευαστικές συμβάσεις, η επίλυση των διαφωνιών από τις οποίες πρέπει να ολοκληρωθεί έγκαιρα και κατά την εκτέλεση κάθε έργου. Η ανάγκη, δηλαδή, έγκαιρης επίλυσης των διαφωνιών καθιστά τη διαιτησία μια προτιμώμενη λύση για το σκοπό αυτό. Στην πράξη διαπιστώνεται, βέβαια, ότι η ανάγκη τεχνικών γνώσεων και εμπειρίας κάμπτεται από τη νομική φύση της διαιτησίας και των δικονομικών κανόνων, περιορίζοντας τη συμμετοχή των τεχνικών ως διαιτητών και καθιστώντας δυσλειτουργική την κατασκευαστική διαιτησία για τον τεχνικό κόσμο, εφόσον καταλήγει να διαλέγεται περισσότερο με νομικούς παρά με τεχνοκράτες.

Η συγκεκριμένη κατηγορία, λοιπόν, της κατασκευαστικής διαφοράς οδηγεί στην διαδικασία επίλυσής τους μέσω διαιτησίας την οποία διεθνώς ονομάζουν ως «κατασκευαστική».

Η κατασκευαστική διαιτησία

Ο όρος «κατασκευαστική διαιτησία» (construction arbitration[7], arbitrage de la construction[8], Bauschiedsverfahren[9]) είναι καθιερωμένος στην ξένη βιβλιογραφία και πρακτική, ως υποκατηγορία της εμπορικής διαιτησίας, η οποία διακρίνεται λόγω των ιδιαιτεροτήτων της.

Ο όρος δεν φαίνεται να έχει επικρατήσει στην ελληνική βιβλιογραφία. Ωστόσο, στη διεθνή θεωρία και πρακτική έχουν αφιερωθεί μονογραφίες στην κατασκευαστική διαιτησία, ενώ σε πολλές χώρες δημιουργούνται και ιδιωτικοί μόνιμοι μηχανισμοί, οι οποίοι διοργανώνουν διαιτησίες αποκλειστικά κατασκευαστικού αντικειμένου, προτείνοντας στα ενδιαφερόμενα μέρη πρότυπο κανονισμό διαιτησίας και λίστα διαιτητών πολλών ειδικοτήτων, τόσο νομικών όσο και τεχνικών.

Πώς ορίζεται όμως η κατασκευαστική διαιτησία και ποιοι παράγοντες την διαφοροποιούν από την συνήθη εμπορική διαιτησία;

Το Διεθνές Εμπορικό Επιμελητήριο (ICC) ανέθεσε το 2000 σε μια ομάδα ειδικών υπό τον Μηχανικό Καθηγητή Dr. Nael G. Bunni και τον Δικαστή Humphrey Lloyd, QC, να συντάξει έκθεση με προτάσεις και οδηγίες για την καλύτερη δυνατή εφαρμογή των διαιτητικών κανόνων του ICC ειδικά επί κατασκευαστικών διαιτησιών[10]. Η έκθεση δημοσιεύθηκε το 2001 υπό τον τίτλο “ICC Report on Construction Industry Arbitrations” και είναι ενδεικτική των ιδιαιτεροτήτων της κατασκευαστικής διαιτησίας.

Ως τέτοια ορίζεται στην έκθεση η διαιτησία η οποία αφορά κάθε είδους διαφορές από κατασκευαστικά έργα, αλλά κυρίως διαφορές που συνδέονται με την παροχή υπηρεσιών (π.χ. υπηρεσίες Πολιτικού Μηχανικού) και την εκτέλεση εργασιών αναγκαίων για την κατασκευή του έργου.

Είναι όμως η διάκριση αυτή απόλυτη και ξεκάθαρη; Θα πρέπει να προσεγγίσει κανείς διεξοδικά αυτή την έννοια, όπως διαμορφώνεται διεθνώς, μέσα από τους παράγοντες που διαφοροποιούν τις κατασκευαστικές διαφορές που αποτελούν το αντικείμενο της κατασκευαστικής διαιτησίας[11].

Παράγοντες που διαφοροποιούν τις κατασκευαστικές διαφορές

Η πρακτική καταδεικνύει ότι οι διαφορές από κατασκευαστικές συμβάσεις απαιτούν ειδική μεταχείριση και αντιμετώπιση, καθώς διακρίνονται από άλλες εμπορικές και συμβατικές διαφορές για λόγους που συνοψίζονται στα εξής:

  1. Ο συχνά σύνθετος τεχνικός χαρακτήρας των κατασκευαστικών διαφορών απαιτεί τη συνδρομή τεχνικών γνώσεων για την επίλυσή τους. Για τον λόγο αυτό είναι συχνή η συμβατική πρόβλεψη τεχνικών «πάνελ», όπως και η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης. Εξάλλου, η διάκριση μεταξύ αμιγώς νομικών και τεχνικών διαφορών είναι δυσχερής στα μεγάλα κατασκευαστικά έργα.
  2. Ο παράγοντας «χρόνος» και η σύνδεση μεταξύ επίλυσης των διαφωνιών και προόδου των εργασιών εκτέλεσης. Η ταχεία επίλυση των διαφορών από την κατασκευαστική σύμβαση είναι προς το συμφέρον όλων των εμπλεκομένων μερών, και πρωτίστως προς το συμφέρον του ίδιου του έργου.
  3. Η κατασκευαστική σύμβαση χαρακτηρίζεται από την σώρευση μεγάλου αριθμού διαφωνιών μεταξύ εργολάβου και Κυρίου του Έργου σε βάθος χρόνου, καθ’ όλη την διάρκεια ισχύος της σύμβασης και πέραν αυτής. Λόγω δε της αλληλεξάρτησης των διαφωνιών μεταξύ τους, είναι απαραίτητος ο συντονισμός της επίλυσής τους, π.χ. μέσω της ομαδοποίησης συναφών διαφωνιών, ώστε να επιτυγχάνεται ισορροπία κόστους / οφέλους για όλους τους εμπλεκόμενους.
  4. Τα κατασκευαστικά έργα χαρακτηρίζονται συνήθως από μεγάλο αριθμό εμπλεκομένων φορέων με διαφορετικό ρόλο, βαθμό ευθύνης και δυνατότητα επιρροής επί της διαδικασίας επίλυσης των διαφορών από τη σύμβαση (π.χ. υπεργολάβοι, προμηθευτές, δανειστές, ασφαλιστές κλπ). Το γεγονός αυτό έχει ως συνέπεια α) τη διάσπαση της ευθύνης μεταξύ των προσώπων αυτών αλλά και β) τη συμμετοχή στη διαδικασία επίλυσης των διαφορών και άλλων φορέων πλην των αρχικώς συμβαλλόμενων Εργοδότη και Κατασκευαστή, π.χ. ρητή πρόβλεψη σε Σύμβαση Παραχώρησης ή υπογραφή σχετικού συνυποσχετικού, βάσει του οποίου συμμετέχουν στη διαιτητική διαδικασία επίλυσης των διαφορών και οι Δανειστές του Παραχωρησιούχου.
  5. Διεθνής χαρακτήρας των μεγάλων κατασκευαστικών συμβάσεων λόγω συμμετοχής εμπλεκόμενων φορέων με έδρα σε διαφορετικά κράτη και ενίοτε με εμπειρία σε διαφορετικά νομικά συστήματα.
  6. O κλάδος των μεγάλων κατασκευαστικών έργων χαρακτηρίζεται από την ευρύτατα διαδεδομένη χρήση των πρότυπων συμβάσεων, όπως οι διεθνείς συμβάσεις FIDIC. Αυτό οδηγεί σε μια σχετική εναρμόνιση και σύγκλιση σε διεθνές επίπεδο, στο βαθμό που παγιώνεται η νομολογία επί των εννοιών και διατυπώσεων που απαντούν στις περισσότερες πρότυπες συμβάσεις. Ταυτόχρονα, η υπογραφή συμβάσεων στην αγγλική γλώσσα μεταξύ των μερών εισάγει, μέσω της ορολογίας, στοιχεία αγγλοσαξονικού δικαίου (common law), έστω κι αν το εφαρμοστέο δίκαιο που επέλεξαν τα μέρη είναι ηπειρωτικό[12].

Πάντως, η εναρμόνιση αυτή είναι σχετική, καθώς η ίδια πρότυπη σύμβαση μπορεί να οδηγήσει σε διαφορετικά αποτελέσματα, ανάλογα με το εφαρμοστέο ουσιαστικό δίκαιο που θα επιλέξουν τα μέρη. Σε κάθε περίπτωση και ανεξαρτήτως εφαρμοστέου δικαίου, πάντοτε τυγχάνει εφαρμογής και το δίκαιο του τόπου εκτέλεσης του κατασκευαστικού έργου, π.χ. επί χωροταξικών και πολεοδομικών θεμάτων ή επί ζητημάτων κανόνων υγιεινής και ασφάλειας, γεγονός που περιπλέκει τα νομικά ζητήματα που τίθενται[13].

  1. Οι κατασκευαστικές συμβάσεις διαφοροποιούνται από άλλες εμπορικές συμφωνίες ως προς την επίλυση των διαφορών που ανακύπτουν από αυτές και λόγω του γεγονότος ότι τυγχάνει εφαρμογής σε αυτές η ειδική νομοθεσία, η οποία εφαρμόζεται στην κατασκευαστική βιομηχανία (“sectorspecific legislation”), π.χ. η βρετανική Construction Act του 1996 (UK Housing Grants Construction and Regeneration Act 1996), η οποία προβλέπει διαδικασία ταχείας επίλυσης των διαφορών μεταξύ των μερών στην κατασκευαστική σύμβαση (“fast-track adjudication”).

Όλοι οι παραπάνω παράγοντες καθιστούν αναγκαία τη στοχευμένη αντιμετώπιση και διαχείριση των κατασκευαστικών διαφορών, κατά τρόπο ώστε ο μηχανισμός επίλυσής τους να ανταποκρίνεται στις ιδιαιτερότητες και τους σκοπούς της κατασκευαστικής σύμβασης, ιδίως να συμβάλει στην εκτέλεση του έργου εντός χρονοδιαγράμματος και προϋπολογισμού.

Η επιλογή της διαιτησίας ως μηχανισμού που επιτρέπει την ταχεία, ευέλικτη και λιγότερο δαπανηρή επίλυση των διαφορών μεταξύ των εμπλεκομένων επικράτησε ευρέως στον κατασκευαστικό κλάδο, αρχικά στον αγγλοσαξονικό κόσμο από τον 19ο αιώνα και εν συνεχεία σε παγκόσμιο επίπεδο, μέσω της εξάπλωσης των πρότυπων συμβάσεων κατασκευαστικών έργων. Οι ιδιαιτερότητες των κατασκευαστικών διαφορών, οι οποίες ήδη παρουσιάστηκαν συνοπτικά, διαφοροποιούν την κατασκευαστική διαιτησία από την ευρύτερη κατηγορία της διεθνούς εμπορικής διαιτησίας, καθιστώντας την ένα ξεχωριστό αντικείμενο μελέτης[14].

Η συντεχνιακή φύση των κατασκευαστικών διαφωνιών

Οι διαφωνίες σε σχέση με τις συμβάσεις κατασκευής έργων συνηθίζεται να άγονται σε διαιτητική επίλυση τόσο στη χώρα μας όσο και διεθνώς. Ως βασική αιτία θα μπορούσε να δει κανείς αρχικά τη συντεχνιακή φύση του κατασκευαστικού τομέα, ο οποίος ιστορικά οδήγησε την επίλυση διαφορών από κατασκευές στο πλαίσιο της «συντεχνίας», ταχύτατα δε στο πλαίσιο του θεσμού που υποκατέστησε τη συντεχνία και ήταν τα επιμελητήρια, ιδίως στη συγκεκριμένη περίπτωση τα τεχνικά επιμελητήρια. Ο επιμελητηριακός θεσμός, ως θεσμός επαγγελματικής ταυτότητας, οδήγησε ιστορικά τον κατασκευαστικό κόσμο στην επιλογή της επίλυσης των διαφορών που τον αφορούν από όργανα και δικαστές που αντιλαμβάνονται ως πλέον κατάλληλα.

Έτσι εισήχθη η διαιτησία για τις κατασκευές ως επιλογή για τα τεχνικά επιμελητήρια στην Ευρώπη. Στο ίδιο πλαίσιο αναπτύχθηκαν και μορφές διαιτητικής πραγματογνωμοσύνης ή απλής τεχνικής πραγματογνωμοσύνης από τα τεχνικά επιμελητήρια. Η αιτία της επιλογής αυτού του μέσου στο συγκεκριμένο συμβατικό τύπο συνδέεται με την ανάγκη έγκαιρης αντιμετώπισης των διαφωνιών σε εν εξελίξει συμβάσεις ορισμένου χρόνου αλλά και τεχνικών απαιτήσεων. Πράγματι, η διαιτησία επιτρέπει στις κατασκευαστικές διαφορές να προωθούνται έγκαιρα και να παρακολουθούν την πορεία του συμβατικού αντικειμένου, δηλαδή του κατασκευαζόμενου έργου. Επιτρέπει, επίσης, την τεχνική υποστήριξη των διαιτητών, ώστε η έκδοση της κάθε απόφασης να κάνει χρήση των απαιτούμενων τεχνικών γνώσεων για την ορθή επίλυση των ζητημάτων που προκύπτουν. Για το λόγο αυτό, η διαιτησία στις κατασκευαστικές συμβάσεις εμπίπτει συχνά σε συγκεκριμένο κανονιστικό και δικονομικό πλαίσιο, όπως συμβαίνει με τις συμβάσεις FIDIC, όπου ενίοτε γίνεται προσφυγή στους κανόνες του ICC για την επίλυση των διαφωνιών[15], ή με τη διαιτησία του Τεχνικού Επιμελητηρίου της Ελλάδος.

Ο επιμελητηριακός θεσμός δίνει το παρόν σε διεθνές και σε εθνικό επίπεδο. Ως επιμελητήριο, κατά μία διευρυμένη έννοια, θα πρέπει να αντιμετωπισθεί και το Διεθνές Εμπορικό Επιμελητήριο (ICC), το οποίο έχει επιτύχει την επικράτηση της διαιτητικής επίλυσης των διαφωνιών με τρόπο πολύ ιδιαίτερο.

Η κατασκευαστική διαιτησία του ICC

Το Διεθνές Εμπορικό Επιμελητήριο (ICC) παρέχει ένα άρτια δομημένο θεσμικό πλαίσιο για την επίλυση διαφορών στις διεθνείς εμπορικές συναλλαγές εν γένει. Στους συμβαλλόμενους προτείνονται δυο διακριτές αλλά συμπληρωματικές διαδικασίες: αφ’ ενός μεν η διενέργεια διαιτησίας βάσει του Κανονισμού Διαιτησίας ICC (ICC Rules of Arbitration) υπό την αιγίδα του Διεθνούς Δικαστηρίου Διαιτησίας (International Court of Arbitration), αφ’ ετέρου δε η διαδικασία φιλικής επίλυσης των διαφορών (“amicable dispute resolution”, ADR) με την εποπτεία του Διεθνούς Κέντρου για την φιλική επίλυση διαφορών του ICC (International Center for ADR), και κατ’ εφαρμογή των σχετικών κανόνων του ICC για διαμεσολάβηση, συνδιαλλαγή, ουδέτερη αξιολόγηση ή συνδυαστική τους εφαρμογή (ICC ADR Rules). Για την προσφυγή στην διαιτησία του ICC απαιτείται να έχει περιληφθεί στη συμφωνία διαιτησίας ρητή παραπομπή στον Κανονισμό Διαιτησίας του ICC.

O Κανονισμός Διαιτησίας του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου (ICC rules) έχει τύχει ευρύτατης αποδοχής σε περισσότερες από 180 χώρες ανά τον κόσμο λόγω της ευελιξίας του και της ασφάλειας που παρέχει στις διακρατικές εμπορικές συναλλαγές. Η διάδοσή του συμπίπτει με τη διεθνοποίηση των εμπορικών συναλλαγών, μεταξύ των οποίων και οι συμβάσεις κατασκευής μεγάλων και σύνθετων έργων, που εμπλέκουν συναλλασσόμενους από διαφορετικές έννομες τάξεις. Στη διαδεδομένη εφαρμογή του στην κατασκευαστική διαιτησία συμβάλλει και το γεγονός ότι πρότυπες συμβάσεις κατασκευής έργου, όπως οι FIDIC, προβλέπουν ως έσχατο στάδιο για την επίλυση των διαφορών μεταξύ των μερών τη διεξαγωγή διαιτησίας βάσει του Κανονισμού ICC.

Η προτεινόμενη διαιτητική διαδικασία, η οποία διεξάγεται υπό την εποπτεία του ICC, χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερη ευελιξία και στοχεύει στο να εξασφαλίσει την εκτελεστότητα της διαιτητικής απόφασης παγκοσμίως. Το γεγονός αυτό την καθιστά ιδιαίτερα ελκυστική για την επίλυση διαφορών από συμβάσεις κατασκευής έργων, όπου εμπλέκονται φορείς από διαφορετικές έννομες τάξεις και ο χρόνος είναι ζωτικής σημασίας για την πρόοδο των εργασιών. Η διαιτησία ICC παρέχει εγγυήσεις ουδετερότητας[16], ιδίως όταν ο αντισυμβαλλόμενος είναι Κράτος, και έχει ήδη οδηγήσει στην διαμόρφωση μιας πλούσιας νομολογίας.

Εφόσον τα μέρη δεν συμφωνήσουν διαφορετικά, το ICC έχει συμμετοχή και στον ορισμό των Διαιτητών και συγκεκριμένα του Επιδιαιτητή επί τριμελούς διαιτητικού δικαστηρίου ή σε περίπτωση που κάποιο από τα μέρη παραλείψει να προτείνει διαιτητή εντός της ταχθείσας προθεσμίας, το Διεθνές Δικαστήριο το υποκαθιστά στην επιλογή του υποκαθιστώντας το μέρος που παραλείπει τον ορισμό (άρθρα 12-13). Στόχευση των προβλέψεων είναι α) η απρόσκοπτη εξέλιξη της διαιτητικής διαδικασίας και η μη παρέλκυση αυτής από ένα μέρος που αρνείται να ορίσει διαιτητή και β) η εξασφάλιση ανεξαρτησίας και αμεροληψίας των Διαιτητών.

Ο Κανονισμός διαιτησίας του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου, η τελευταία έκδοση του οποίου τέθηκε σε ισχύ τον Ιανουάριο του 2012, είναι μια σειρά κανόνων που προτείνονται για τη διεξαγωγή της διαιτητικής διαδικασίας στο πλαίσιο των διεθνών εμπορικών συναλλαγών. Εφόσον τα μέρη επιλέξουν ως εφαρμοστέο τον Κανονισμό, η διαιτητική επίλυση λαμβάνει χώρα υπό την εποπτεία και τον έλεγχο του ανεξάρτητου από το ΔΕΕ Διεθνούς Δικαστηρίου Διαιτησίας, το οποίο ιδρύθηκε το 1923. O Κανονισμός δεν δεσμεύει τα μέρη ως προς την επιλογή του εφαρμοστέου ουσιαστικού δικαίου, ενώ υπάρχει πάντα η δυνατότητα να συμφωνήσουν τα μέρη στη συμφωνία διαιτησίας αποκλίσεις από τις προβλέψεις του, οι οποίες μπορούν να οδηγήσουν στη διενέργεια διαιτησίας χωρίς την εμπλοκή και εποπτεία του ΔΕΕ ή με συμπληρωματική εφαρμογή και ημεδαπών διαδικαστικών κανόνων, όπως π.χ. του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (λεγόμενες «ad hoc διαιτησίες ICC»).

Η διαιτητική διαδικασία του Κανονισμού του 2012 χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερη ευελιξία, γεγονός που την καθιστά ελκυστική για την επίλυση σύνθετων διαφορών από συμβάσεις κατασκευής έργου, όπου σκοπός είναι η ταχεία επίλυση προκειμένου να προχωρήσουν οι εργασίες. Τα άρθρα του Κανονισμού παρέχουν μεγάλο περιθώριο πρωτοβουλίας στο διαιτητικό δικαστήριο για την εξακρίβωση των πραγματικών περιστατικών, καθιερώνοντας ένα οιονεί ανακριτικό σύστημα (άρθρο 25) και προβλέπουν, για παράδειγμα, τη δυνατότητα ταυτόχρονης εκδίκασης α) διασταυρούμενων αξιώσεων σε περίπτωση πολυμερούς διαιτησίας (cross-claims) όπου κάθε μέρος μπορεί να εγείρει αξίωσή του καθ’ οιουδήποτε άλλου μέρους (άρθρο 8), β) διεξαγωγή μιας διαιτητικής διαδικασίας για την επίλυση διαφοράς σχετιζόμενης με περισσότερες από μια συμβάσεις (άρθρο 9), ενώ είναι δυνατή τόσο η υποβολή αίτησης συνεκδίκασης συναφών εκκρεμών διαφωνιών (άρθρο 10), όσο και η προσεπίκληση τρίτου μέρους από έναν διάδικο (άρθρο 7).

Το αντικείμενο της επίδικης διαφοράς αποκρυσταλλώνεται έγκαιρα με τη σύνταξη της Πράξης πλαισίου της διαιτητικής διαδικασίας (Terms of Reference, άρθρο 23), γεγονός που δεν επηρεάζει τον ευέλικτο χαρακτήρα της διαδικασίας, αφού τα μέρη μπορούν με την άδεια του διαιτητικού δικαστηρίου να υποβάλουν νέα αιτήματα (new claims) μέχρι και το πέρας της συζήτησης. Το διαιτητικό δικαστήριο έχει εξουσία να διατάξει συντηρητικά ή ασφαλιστικά μέτρα (άρθρο 28), σε αντίθεση με τα προβλεπόμενα στον ελληνικό ΚΠολΔ για την ημεδαπή διαιτησία, ενώ ήδη με την τροποποίηση του Κανονισμού το 2012 προστέθηκε και η δυνατότητα για κατεπείγοντα ορισμό Διαιτητή, ο οποίος μπορεί να διατάξει μέτρα επείγοντος χαρακτήρα πριν από τη συγκρότηση του διαιτητικού δικαστηρίου (άρθρο 29 και Παράρτημα V Κανονισμού).

Το Διεθνές Εμπορικό Επιμελητήριο δεν προτείνει ειδικούς κανόνες για τη διεξαγωγή κατασκευαστικής διαιτησίας. Ωστόσο, οι ιδιαιτερότητες αυτής οδήγησαν στη δημοσίευση το 2001 μιας έκθεσης ομάδας ειδικών, που ορίσθηκαν από το Διεθνές Εμπορικό Επιμελητήριο, με οδηγίες βέλτιστης πρακτικής (guidelines) για την καλύτερη δυνατή εφαρμογή του Κανονισμού διαιτησίας στην κατασκευαστική διαιτησία. Η έκθεση φέρει τον τίτλο “ICC Report on Construction Industry Arbitrations”[17]. Ως κατασκευαστική διαιτησία ορίζει αυτήν που αφορά κάθε είδους διαφορές από κατασκευαστικά έργα, αλλά κυρίως διαφορές που συνδέονται με την παροχή υπηρεσιών (π.χ. υπηρεσίες Πολιτικού Μηχανικού) και την εκτέλεση εργασιών αναγκαίων για την κατασκευή του έργου. Οι οδηγίες επικεντρώνονται στα κυριότερα διαδικαστικά ζητήματα και αποσκοπούν στην εξασφάλιση της ισορροπίας κόστους-οφέλους, λαμβάνοντας υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των διαφορών από συμβάσεις κατασκευής έργων.

Αναφορικά με τη συμβολή του ΔΕΕ στην επίλυση κατασκευαστικών διαφορών, ιδιαίτερη μνεία θα πρέπει να γίνει και στην λειτουργία του Διεθνούς Κέντρου Τεχνικής Πραγματογνωμοσύνης του ICC (International Center for Expertise), το οποίο προτείνει και ορίζει πραγματογνώμονες σε οποιοδήποτε τομέα, κατόπιν αιτήματος των μερών ή του διαιτητικού δικαστηρίου αλλά και αιτήματος των εθνικών δικαστηρίων ή ιδιωτών που επιθυμούν μια ανεξάρτητη τεχνική πραγματογνωμοσύνη σε ζήτημα ενδιαφέροντός τους.

Στην Ελλάδα η επιλογή του Κανονισμού ICC για τη διαιτητική επίλυση διαφορών από συμβάσεις με κατασκευαστικό αντικείμενο είναι συχνό φαινόμενο. Ορισμένες από αυτές τις διαιτησίες έχουν χαρακτήρα αμιγούς διαιτησίας ICC (π.χ. οι διαιτησίες για επίλυση διαφορών από συμβάσεις με κατασκευαστικό αντικείμενο «σχεδιασμός-προμήθεια-κατασκευή και θέση σε λειτουργία» της ΔΕΣΦΑ Α.Ε.), καθώς το Διεθνές Δικαστήριο Διαιτησίας έχει την εποπτεία της διεξαγωγής τους, όπου η συμφωνία διαιτησίας των μερών δεν αποκλίνει από τους προτεινόμενους κανόνες του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου.

Υπάρχει όμως και μια δεύτερη μεγάλη κατηγορία, στην οποία εμπίπτουν οι διαιτητικές ρήτρες της συντριπτικής πλειοψηφίας των συμβάσεων παραχώρησης και των συμβάσεων για αυτοχρηματοδοτούμενα έργα νέας γενιάς με κατασκευαστικό αντικείμενο στην Ελλάδα, οι οποίες κυρώθηκαν με νόμο (βλ. π.χ. τις διαιτητικές ρήτρες στη Σύμβαση Παραχώρησης του Έργου της Αττικής Οδού, όπως κυρώθηκε με τον Ν. 2445/1996, άρθρο 57, στη Σύμβαση Παραχώρησης για την Υποθαλάσσια Αρτηρία Θεσσαλονίκης που κυρώθηκε με το Ν. 3535/2007, άρθρο 33, στη Σύμβαση Παραχώρησης για τον Αυτοκινητόδρομο Κόρινθος-Τρίπολη-Καλαμάτα-Λεύκτρο-Σπάρτη που κυρώθηκε με το Ν. 3559/2007, άρθρο 33, κ.ά.). Σε αυτές γίνεται μεν παραπομπή στον Κανονισμό διαιτησίας του ICC για τη διαιτητική επίλυση των διαφορών μεταξύ των μερών, εισάγονται όμως αποκλίσεις από τον Κανονισμό σε τέτοιο βαθμό, ώστε το ICC μην ασκεί πλέον το θεσμικό ρόλο εποπτείας επί της διαδικασίας. Στην περίπτωση αυτή γίνεται λόγος για «ad hoc διαιτησία ICC».

Η επιλογή περί μη εμπλοκής του ICC στη διαιτητική διαδικασία, παρά την επιλεκτική εφαρμογή ορισμένων από τους κανόνες του, δικαιολογείται ενδεχομένως για λόγους οικονομικούς, δηλαδή αποφυγής πρόσθετων εξόδων (μη καταβολής διοικητικών τελών, “administrative fees”) ή και επιτάχυνσης της διαδικασίας λόγω περιορισμού της γραφειοκρατίας, καθώς τόσο οι κοινοποιήσεις όλου του έγγραφου υλικού στη Γραμματεία του ICC όσο και η αναμονή για έγκριση των προτεινόμενων διαιτητών ή για απευθείας ορισμό τους από το ΔΕΕ προκαλούν καθυστερήσεις. Εξάλλου, ο συναινετικός ορισμός Επιδιαιτητή από τους Διαιτητές που όρισαν τα μέρη, οι οποίοι εκ των πραγμάτων γνωρίζουν το αντικείμενο της επίδικης διαφοράς, παρέχει το πλεονέκτημα, έναντι του ορισμού του από το ICC, ότι οδηγεί συχνά στην επιλογή προσώπου με εμπειρία και εξειδίκευση στην επίλυση διαφορών από τη συγκεκριμένη κατηγορία έργων ή διαφωνιών.

Ο αποκλεισμός, ωστόσο, του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου από τις διαιτησίες οι οποίες διεξάγονται βάσει του Κανονισμού του παρουσιάζει το μειονέκτημα ότι απουσιάζουν οι δικλείδες ασφαλείας που εγγυάται η άσκηση του εποπτικού του ρόλου, ακόμα και για τα ελάχιστα τυπικά σφάλματα.

Έλλειψη εμπιστοσύνης στους νομικούς από τον τεχνικό κόσμο

Η κατασκευαστική διαιτησία είναι ενδεχομένως ο τομέας της νομικής δραστηριότητας με τη μεγαλύτερη συμμετοχή μη νομικών. Η προτίμηση της επίλυσης των διαφορών με συμμετοχή τεχνικών εκφράζει ιδιαίτερα την δυσπιστία του τεχνικού κόσμου στην αντίληψη των νομικών για την επίλυση των διαφωνιών που τον αφορούν.

Ήδη από τον Μεσαίωνα τα μέλη του εμπορικού κόσμου εν γένει εμπιστεύονταν για την επίλυση των μεταξύ τους διαφορών τους ομότεχνούς τους σε επίπεδο συντεχνίας. Οι τελευταίοι εφάρμοζαν κανόνες καθιερωμένους από την πρακτική και όχι από κρατικές αρχές. Οι κανόνες αυτοί δεν γνώριζαν σύνορα και αποκρυσταλλώθηκαν μέσα από το έθιμο και την βέλτιστη πρακτική (lex mercatoria).

Στον κατασκευαστικό κλάδο το συντεχνιακό φαινόμενο επικράτησε μέχρι και τον δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Έως τότε, οι τεχνικοί μονοπωλούσαν τα «πάνελ» που έκριναν διαφορές από κατασκευαστικές συμβάσεις[18], συχνά χωρίς τη συμμετοχή νομικών. Ωστόσο, με την παγκοσμιοποίηση των συναλλαγών και τη διεθνοποίηση των μεγάλων και σύνθετων κατασκευαστικών έργων, η εικόνα έγινε πιο σύνθετη: οι συμβαλλόμενοι στην κατασκευαστική σύμβαση έρχονταν συχνά αντιμέτωποι με μια έννομη τάξη και κανόνες που δεν τους ήταν οικείοι, γεγονός που κατέστησε αναγκαία τη συμμετοχή νομικών σε όλα τα στάδια της διαδικασίας, από τη σύνταξη σχεδίου σύμβασης μέχρι και το στάδιο της επίλυσης των διαφορών μεταξύ των μερών.

Δημιουργήθηκε έτσι μια κατηγορία νομικών που ασχολούνται με την κατασκευαστική διαιτησία και χαρακτηρίζονται διεθνώς από υψηλή εξειδίκευση μέσω κυρίως της πρακτικής, είτε ως νομικοί παραστάτες των μερών είτε ως Διαιτητές. Πρόκειται στην πράξη για μια κλειστή ομάδα, προϋπόθεση για τη συμμετοχή στην οποία είναι η εμπειρία στο αντικείμενο. Και τούτο διότι είναι ολιγάριθμα τα εξειδικευμένα προγράμματα εκπαίδευσης σε ακαδημαϊκό επίπεδο πάνω στο αντικείμενο αυτό, η πρόσβαση στη διαιτητική νομολογία είναι δυσχερής λόγω εμπιστευτικότητας και τα όποια συγγράμματα δημοσιεύονται κυρίως από δικηγόρους που δραστηριοποιούνται στον τομέα αυτό και όχι από ακαδημαϊκούς.

Συχνά, όμως, ο τεχνικός κόσμος εκφράζει δυσπιστία έναντι των νομικών, κατηγορώντας τους για έλλειψη κατανόησης της κατασκευαστικής διαδικασίας, η οποία είναι αναγκαία προϋπόθεση για την ορθολογική επίλυση των διαφορών από συμβάσεις με κατασκευαστικό αντικείμενο. Οι νομικοί κατηγορούνται επίσης για   την «δικαστηριοποίηση» της διαιτητικής διαδικασίας, δηλαδή για υπερβολική προσήλωση σε διαδικαστικά ζητήματα σε βάρος της ευελιξίας, από φόβο ακύρωσης της διαιτητικής απόφασης από τα τακτικά δικαστήρια.

Ωστόσο, ακόμα και ένα διαιτητικό δικαστήριο που αποτελείται μόνο από νομικούς έχει πάντα τη δυνατότητα να ζητήσει τη διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης για τεχνικά ζητήματα. Επομένως, σημαντικότερο ρόλο από την ιδιότητα του Διαιτητή ως νομικού ή μη διαδραματίζει η προηγούμενη εμπειρία του στην επίλυση διαφορών από συμβάσεις κατασκευαστικού αντικειμένου. Επισημαίνεται εδώ ότι η διάκριση μεταξύ διαφορών με αμιγώς τεχνική ή με αμιγώς νομική φύση είναι πρακτικά αδύνατη, καθώς τα ζητήματα που ανακύπτουν από μια σύμβαση κατασκευής συμπλέκονται. Άλλωστε, τον τελευταίο λόγο επί της διαιτητικής απόφασης που θα εκδοθεί μπορούν να έχουν τα τακτικά δικαστήρια, ενώπιον των οποίων ασκείται η αγωγή για την ακύρωση της διαιτητικής απόφασης.

Στη χώρα μας η συντριπτική πλειοψηφία των διαιτητικών δικαστηρίων (εάν όχι όλα)  που κρίνουν επί διαφορών από συμβάσεις με κατασκευαστικό αντικείμενο αποτελούνται από νομικούς. Είναι μάλιστα ενδεικτική η δυσπιστία των τακτικών δικαστηρίων έναντι διαιτητικών αποφάσεων που εκδόθηκαν από τεχνικούς, όπως προκύπτει από τη νομολογία του Αρείου Πάγου επί αγωγών για την ακύρωση διαιτητικών αποφάσεων του ΤΕΕ.

[1] Αντί πολλών βλ. Κουσούλης, Στ., Διαιτησία: ερμηνεία κατ’ άρθρο, εκδόσεις Σάκκουλα Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2004. Κουσούλης, Στ., Δίκαιο της Διαιτησίας, εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2006. Κουσούλης, Στ., Θεμελιώδη προβλήματα της Διαιτησίας, τ. Α’ Νομολογία, τ. Β’ Θεωρία, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 1996. Μπέης, Κ., Πολιτική Δικονομία: Διαιτησία, Αφοι Π. Σάκκουλα, Αθήνα, 1994, Φουστούκος, Α., Διαιτησία (Μελέτες, Άρθρα, Παρεμβάσεις), εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 2000. Καλαβρός, Κ.Φ. Δίκαιο της Διαιτησίας, τ. Α’, εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2011. Καλαβρός, Κ.Φ. Θεμελιώδη ζητήματα του δικαίου της διαιτησίας, Β’ έκδοση, εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2011. Ρόβλιας, Ντ. / Σταφυλοπάτης, Κ., Η Διαιτησία: Θεωρία – Νομοθεσία – Νομολογία, Νομική Βιβλιοθήκη 2016.

 

[2] Για τη διάκριση αυτή βλ., Κουσούλης, Σ., Δίκαιο της Διαιτησίας, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2006, σ. 12-18. Ρόβλιας, Ντ. / Σταφυλοπάτης, Κ., Η Διαιτησία: Θεωρία – Νομοθεσία – Νομολογία, Νομική Βιβλιοθήκη 2016, σ.17-20. Στην ελληνική έννομη τάξη, η πρακτική σημασία της διάκρισης μεταξύ εσωτερικής και διεθνούς διαιτησίας έγκειται στο ότι η πρώτη διέπεται κατ’ αρχήν από τις διατάξεις του Κ.ΠολΔ περί διαιτησίας (άρθρ. 867-903), ενώ στη διεθνή διαιτησία έχει εφαρμογή ο Ν. 2735/1999 περί διεθνούς εμπορικής διαιτησίας. Βλ. επίσης, Φουστούκος, Α., «Διεθνής Διαιτησία και Αλλόδαπή Διαιτητική Απόφαση. ΝοΒ 40/1992, σ. 253-264. Βερβενιώτης, Γ., Διεθνής Εμπορική Διαιτησία, Ι: Η Σύμβαση της Νέας Υόρκης, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 1990. Μαντάκου, Α., Η Κατάρτιση της Συμφωνίας Διαιτησίας στη Διεθνή Συναλλαγή, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 1998. Καΐσης, Αθ., Διεθνής Εμπορική Διαιτησία και Σύμβαση των Βρυξελλών, εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 1995.

 

[3] Έναντι πολλών, βλ. σχετικά Κουσούλης, Σ., Δίκαιο της Διαιτησίας, εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2006, σ. 9 επ. Ad hoc είναι η διαιτησία που διέπεται από κανόνες που επέλεξαν τα μέρη (έστω κι αν πρόκειται για επιλογή ήδη υπάρχοντος πλαισίου, όπως οι κανόνες UNCITRAL) ή διαμόρφωσε το διαιτητικό δικαστήριο. Μόνιμες είναι οι διαιτησίες που οργανώνονται με προεδρικό διάταγμα, και κατ’ εφαρμογή του άρθ. 902 ΚΠολΔ, στα επιμελητήρια (βλ. Π.Δ. 723 της 5/17.09.1979 για τη μόνιμη διαιτησία του ΤΕΕ, Β.Δ. 447 της 26.6/10.7.69 «Περί συστάσεως παρά των Ναυτικώ Επιμελητηρίω της Ελλάδος (ΝΕΕ) μονίμου διαιτησίας προς επίλυσιν ναυτικών διαφορών», ΠΔ 31 της 12/22.1.79 «Περί συστάσεως παρά τω Εμπορικώ και Βιομηχανικώ Επιμελητηρίω Αθηνών μονίμου διαιτησίας προς επίλυσιν των εμπορικών διαφορών», ΠΔ 841 της 29.8/10.9.80 «Περί συστάσεως εις το Επαγγελματικόν Επιμελητήριο Αθηνών μονίμου διαιτησίας προς επίλυσιν διαφορών προερχομένων εξ εμπορικών πράξεων»), στα χρηματιστήρια (βλ. Π.Δ. 637 της 25.7/1.8.77 «Περί συστάσεως μονίμου διαιτησίας εις τα Χρηματιστήρια Εμπορευμάτων Πειραιώς και Θεσσαλονίκης) και στις επαγγελματικές ενώσεις προσώπων  που αποτελούν ΝΠΔΔ (βλ. άρθ. 8 Ν. 1330/82 για την Διαιτησία Δικηγορικών Συλλόγων, ΠΔ 168 της 17/31.5.83 «Σύσταση μόνιμης διαιτησίας στο Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών, ΠΔ 199 της 12/21.5.84 για την Μόνιμη διαιτησία του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιά, ΠΔ 215 της 30.4/6.5.85 για την Μόνιμη διαιτησία του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης και ΠΔ 415 της 23/30.8.85 για τον Δικηγορικό Σύλλογο Πατρών). Τέλος, θεσμικές είναι οι διαιτησίες που διενεργούνται υπό την εποπτεία κάποιου διαιτητικού θεσμικού μηχανισμού βάσει των κανόνων διαιτησίας που αυτός έχει καταστρώσει, π.χ. διαιτησίες βάσει του Κανονισμού Διαιτησίας του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου (ICC Rules).

 

[4] Για την έννοια του όρου «εμπορική» βλ. Βερβενιώτης, Γ., Διεθνής Εμπορική Διαιτησία, Ι: Η Σύμβαση της Νέας Υόρκης, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνη, 1990. Σ. 55-58. Ο ίδιος ο Ν. 2735/1999 περί διεθνούς εμπορικής διαιτησίας δεν δίνει ορισμό της εμπορικής διαιτησίας. Ωστόσο, στην Εισηγητική του Έκθεση γίνεται αναφορά στο κείμενο του πρότυπου νόμου της UNCITRAL, βάσει του οποίου συντάχθηκε ο Ν. 2735/1999. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την από 13 Ιουλίου 1999 Εισηγητική Έκθεση (παρ. 4): « Το ίδιο το κείμενο του προτύπου νόμου, όπως συντάχθηκε από την UNCITRAL έχει σε σχέση με τον όρο “εμπορική” την ακόλουθη υποσημείωση που διευρύνει τα εννοιολογικά όριά του, ώστε να λαμβάνεται υπόψη ως «οικονομική»: «Στον όρο “εμπορική” δίδεται ευρεία ερμηνεία, ώστε να καλύπτει ζητήματα που προκύπτουν από κάθε σχέση εμπορικής φύσης, συμβατική ή όχι. Οι σχέσεις εμπορικής φύσης περιλαμβάνουν – χωρίς να περιορίζονται σε αυτές – τις ακόλουθες συναλλαγές: κάθε εμπορική συναλλαγή για την παροχή ή ανταλλαγή εμπορευμάτων ή υπηρεσιών, συμφωνία διανομής, εμπορική αντιπροσωπεία ή πρακτορεία, πρακτορεία επιχειρηματικών απαιτήσεων (factoring), χρηματοδοτική μίσθωση (leasing), κατασκευή έργων, παροχή άδειας εκμετάλλευσης, επένδυση, χρηματοδότηση, τραπεζικές εργασίες, ασφαλίσεις, σύμβαση εκμετάλλευσης ή παραχώρησης, κοινοπραξία και άλλες μορφές βιομηχανικής ή επιχειρηματικής συνεργασίας, αεροπορική, θαλάσσια, σιδηροδρομική ή οδική μεταφορά αγαθών και επιβατών”. Για νομοτεχνικούς λόγους αυτή η υποσημείωση δεν έχει περιληφθεί στο κείμενο του προτεινόμενου νομοθετήματος, όπως προκρίθηκε σε διάφορες χώρες κατά υιοθέτηση του προτύπου νόμου ως εσωτερικού δικαίου. Όμως δεν παύει εξ αυτού να αποτελεί ερμηνευτικό βοήθημα για την έκταση του όρου “εμπορική”». Η από 13 Ιουλίου 1999 Εισηγητική Έκθεση του σχεδίου νόμου για την «Διεθνή Εμπορική Διαιτησία» είναι διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Ελληνικού Κοινοβουλίου:

http://www.hellenicparliament.gr/UserFiles/2f026f42-950c-4efc-b950-340c4fb76a24/NOM_ NOM_EE_2735_UG11.DOC.

 

[5] Για την έννοια της ναυτικής διαιτησίας, η οποία αποτελεί έννοια είδους σε σχέση με την εμπορική διαιτησία, με πεδίο αναφοράς τον τομέα της εμπορικής ναυτιλίας, βλ. Τσαβλαρίδης, Α., Διεθνής Ναυτική Διαιτησία: Η ιδιόρρυθμη αυτονομία του διαιτητικού φαινομένου στις διεθνείς ναυτιλιακές συναλλαγές, Διδακτορική Διατριβή, Τμήμα Νομικής ΝΟΕ Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, 1998, σ. 23-25, όπου πλούσια βιβλιογραφία: «Μια διαιτησία ορίζεται ως ναυτική, αν με οποιοδήποτε τρόπο εμπλέκεται σε αυτήν κάποιο πλοίο. Οι συνηθέστερες περιπτώσεις ναυτικών διαιτησιών είναι οι διαφορές από συμβάσεις ναυλώσεων, οι διευθετήσεις των απαιτήσεων από επιθαλάσσια αρωγή, και οι διενέξεις που αναφύονται από συμβάσεις ναυπηγήσεως και αγοραπωλησίας πλοίων. (…) Έτσι, μπορεί να γίνει λόγος για ναυτική διαιτησία, σε περιπτώσεις διαφορών σχετικών με την κτήση του πλοίου (είτε από συμβάσεις ναυπηγήσεως, είτε από συμβάσεις πωλήσεως), με το ιδιοκτησιακό καθεστώς του (κυριότητα, νομή ή κατοχή και συμπλοιοκτησία) και με τη διασφάλιση απαιτήσεων τρίτων (υποθήκες, ναυτικά προνόμια). Είναι επίσης νοητή η υπαγωγή σε ναυτική διαιτησία διαφορών από τεχνικές επεμβάσεις επί του πλοίου, όπως επισκευή, μετασκευή, εξοπλισμός, δεξαμενισμός κ.λπ., διαφορών από σύγκρουση, ζημία στο πλοίο ή από το πλοίο, βλάβη στο φορτίο ή πρόκληση ζημίας από αυτό, διαφορών σχετικών με πλοήγηση, ρυμούλκηση, κοινή αβαρία και επιθαλάσσια αρωγή. Η ίδια δυνατότητα υπάρχει και για τις διαφορές από θαλάσσια ασφάλιση, αλλά και για εκείνες που ανακύπτουν από την οικονομική λειτουργία του πλοίου (λ.χ. από ναυλοσύμφωνα, φορτωτικές κ.λπ.), την πρακτόρευσή του, την αγορά προμηθειών και τις δαπάνες που γίνονται για λογαριασμό του πλοιοκτήτη από τον πλοίαρχο, το ναυλωτή κ.ά.».

http://thesis.ekt.gr/thesisBookReader/id/10681#page/1/mode/2up

 

[6] Για την ελληνική έννομη τάξη, ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει στη μόνιμη διαιτησία του Ναυτικού Επιμελητηρίου Ελλάδας (ΝΕΕ). Πρόκειται για μόνιμη διαιτησία του άρθρ. 902 ΚΠολΔ, η οποία συστήθηκε με το β.δ. 447 της 26 Ιουν./10 Ιουλ. 1969 (ΦΕΚ Α’ 133) «Περί συστάσεως παρά τω Ναυτικώ Επιμελητηρίω της Ελλάδος (Ν.Ε.Ε.) μονίμου διαιτησίας προς επίλυσιν ναυτιλιακών διαφορών». Με συμφωνία των μερών, σε αυτήν μπορεί να υπαχθεί κάθε ιδιωτική διαφορά ναυτιλιακού χαρακτήρα, περιλαμβανομένων και των διεθνών. «Ως ναυτιλιακές διαφορές νοούνται ιδίως οι διαφορές που έχουν σχέση με πλοίο ή πλωτό ναυπήγημα, με τη χρησιμοποίηση, λειτουργία, ναυσιπλοΐα ή εκμετάλλευση αυτού, με τη χρηματοδότηση των ναυτιλιακών επιχειρήσεων, καθώς και διαφορές που προκύπτουν από οιεσδήποτε συμβάσεις που έχουν σχέση με τη ναυτιλία εξαιρουμένων των ναυτεργατικών»  (άρθρ. 2 β.δ. 447/1969, όπως αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο 52 παρ.4 Ν.4150/2013, ΦΕΚ Α’ 102/29.4.2013). Το ΝΕΕ συντάσσει και δημοσιεύει κατάλογο διαιτητών και επιδιαιτητών, από τον οποίον επιλέγουν υποχρεωτικά τόσο τα μέρη, όσο και ο Πρόεδρος Δ.Σ. του ΝΕΕ, σε περίπτωση ορισμού διαιτητή από αυτόν. Σύμφωνα με το άρθρο 8 του άνω β.δ., η Διαιτητική Επιτροπή που συγκροτείται εφαρμόζει τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου και τη διεθνώς κρατούσα ναυτιλιακή πρακτική. Για την έννοια της ναυτικής διαφοράς στο ελληνικό δίκαιο, βλ. αρθρ. 51 παρ. 3 Α «Ναυτικές διαφορές είναι οι ιδιωτικές διαφορές που πηγάζουν από πράξεις   του   θαλάσσιου  εμπορίου,  τη  χρησιμοποίηση,  λειτουργία  ή ναυσιπλοΐα πλοίου ή την παροχή εργασίας σ` αυτό» και 3Β Ν. 2172/1993 (ΦΕΚ Α’ 207).

 

[7] Βλ. ενδεικτικά την μονογραφία Jenkins, J., International Construction Arbitration Law, 2nd revised ed., Wolters Kluwer, 2013.

[8] Βλ. την επίσημη ιστοσελίδα του γαλλικού  Διαιτητικού Κατασκευαστικού Δικαστηρίου (« Cour d’ arbitrage de la construction », C.A.C.)  http://www.cour-arbitrage-construction.com/. Πρόκειται για ένα μηχανισμό διοργάνωσης διαιτησιών επί διαφορών που αναφύονται στον κατασκευαστικό κλάδο (συμπεριλαμβανομένων των διαφορών από την κατασκευή δημοσίων έργων) επί τη βάσει σχετικής διαιτητικής ρήτρας ή συνυποσχετικού. Δημιουργήθηκε το 1996 ως εταιρία μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα από επαγγελματίες του κατασκευαστικού κλάδου (εργολάβους, κατασκευαστές, αρχιτέκτονες κ.λπ.). Το Διαιτητικό Κατασκευαστικό Δικαστήριο διαθέτει έναν κανονισμό διαιτησίας, προσβάσιμο στην ιστοσελίδα του, ο οποίος συμπληρώνεται από τα εφαρμοστέα άρθρα του γαλλικού Κ.Πολ.Δ. (1442 επ.), καθώς και μια λίστα διαιτητών, μη δεσμευτική για τα μέρη. Ο αριθμός των διαιτητών μπορεί να κυμαίνεται από έναν έως τρεις. Τα μέρη μπορούν να επιλέξουν ως διαιτητές είτε νομικούς είτε τεχνικούς, κατά βούληση. Η διαιτητική διαδικασία έχει χαρακτήρα εμπιστευτικό και η διαιτητική απόφαση που εκδίδεται είναι δεσμευτική για τα μέρη. Η δε ακύρωσή της μπορεί να ζητηθεί μόνο για δικονομικές ακυρότητες και όχι ως προς την κρίση των διαιτητών επί της ουσίας.

 

[9] Στην Γερμανία π.χ. έχουν θεσπιστεί Κανονισμός Συμφιλίωσης και Διαιτησίας ειδικά για τις κατασκευαστικές διαφορές (SOBau), Κανονισμός Διαιτησίας για τον κατασκευαστικό κλάδο (SGOBau) αλλά και κανονισμοί διαιτησίας που προτείνονται από τα τεχνικά επιμελητήρια των διαφόρων κρατιδίων (Länder).

 

[10] “ICC Report on Construction Industry Arbitrations”, ICC International Court of Arbitration Bulletin, Vol. 12/No. 2, Fall 2001.

 

[11] Jenkins, J., International Construction Arbitration Law, 2nd revised ed., Wolters Kluwer, 2013. Stephenson, D., Arbitration Practice in Construction Contracts, 3rd ed., E&FN SPON, 1993.

 

[12] Είναι χαρακτηριστική η υπ’ αρ. 11ZR274/90 απόφαση του Ανώτατου Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου της Γερμανίας της 2ας Δεκεμβρίου 1991 (NJW-RR, 1992, σελ. 423 επ.), ως προς την ερμηνεία της έννοιας “consequential loss”.

 

[13] Rephan, J., Arbitration of construction disputes, September 2011, http://www.pendercoward.com/index.php/component/content/article?id=53:jack-rephan-construction-law-public-contract-law-and-general-civil-litigation

 

[14] Lloyd, H., Judge, QC, ICC Report on Construction Industry Arbitrations, Building Dispute Practitioners’ Society Newsletter, http://fidic.org/sites/default/files/29%20humphrey_ lloyd_arbitrations02.pdf

 

[15] ICC Dispute Resolution Bulletin 2015 Issue 1, 2014 Statistics & Dispute Adjudication Boards under FIDIC Contracts: http://fidic.org/books/icc-dispute-resolution-bulletin-2015-issue-1-2014-statistics-dispute-adjudication-boardsunder#sthash.lCxvNW0K. dpuf.

[16] Βλ. Κανονισμό Διαιτησίας ICC, άρθρο 11, σχετικά με την υποχρέωση αμεροληψίας και ανεξαρτησίας των Διαιτητών καθ’ όλη την διάρκεια της διαιτητικής διαδικασίας. Οι υποψήφιοι Διαιτητές οφείλουν, πριν τον ορισμό τους, να αποκαλύψουν εγγράφως στην Γραμματεία του ICC οποιοδήποτε γεγονός ή συνθήκες θα μπορούσαν να γεννήσουν αμφιβολίες στα μέρη για την ανεξαρτησία τους. Υποχρεούνται να πράξουν το ίδιο εάν τέτοιο γεγονός αυτό ανακύψει μετά την έναρξη της διαιτητικής διαδικασίας. Η Γραμματεία διαβιβάζει τα στοιχεία στα μέρη και τους τάσσει προθεσμία για σχολιασμό. Το μέρος που αμφισβητεί την αμεροληψία του Διαιτητή δικαιούται να υποβάλει κατ’ αυτού αίτηση εξαίρεσης στην Γραμματεία του ICC, επί της οποίας αποφασίζει οριστικά το Διεθνές Διαιτητικό Δικαστήριο (άρθρο 14 Κανονισμού  Διαιτησίας ICC 2012).

[17] ICC Report on Construction Industry Arbitrations, ICC International Court of Arbitration Bulletin, Vol. 12/No. 2, Fall 2001.

[18] Flood, J. / Caiger, A., Lawyers and Arbitration: The Juridification of Construction Disputes, The Modern Law Review, vol. 56, σελ. 412-440.