όταν ένας πρώην πρωθυπουργός καλείται να αποζημιώσει για προσβολή προσωπικότητας

όταν ένας πρώην πρωθυπουργός καλείται να αποζημιώσει για προσβολή προσωπικότητας

27/2016 ΠΠΡ ΑΘ

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΕΝΟΧΙΚΟ
ΑΠΟΦΑΣΗ 27/2016 (αριθμός κατάθεσης κλήσης: ΓΑΚ 147568/2013, ΑΚΔ 4268/2013)

ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές, Βασιλική Τσατά, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Αντωνία Κοντογεωργάκη, Πρωτόδικη, Σοφία Καραγεωργίου, Πρωτόδικη-Εισηγήτρια, οι οποίες ορίσθηκαν από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Αθηνών και από τη Γραμματέα Βασιλική Κατσουρού.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο του Πρωτοδικείου Αθηνών, την 23η Οκτωβρίου 2014, για να δικάσει την από 26-10-2013 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΓΑΚ 147568/2013, ΑΚΔ 4268/2013 αγωγή, μεταξύ:

ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: …………. , κατοίκου Αθηνών στην οδό ……….. αρ. .. , ο οποίος παραστάθηκε αυτοπροσώπως υπό την ιδιότητά του ως δικηγόρου και μετά του πληρεξουσίου του δικηγόρου, Ανδρέα Ματθαίου, οι οποίοι κατέθεσαν προτάσεις.

ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ: ………. , κατοίκου Αθηνών στην οδό ………… αρ. .. , ο οποίος παραστάθηκε δια των πληρεξουσίων του δικηγόρων Χριστόφορου Αργυρόπουλου και Γρηγόριου Δαρμάρου, οι οποίοι κατέθεσαν προτάσεις.

Ο ενάγων ζητεί να γίνει δεκτή η από 26-10-2013 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΓΑΚ 147568/2013, ΑΚΔ 4268/2013 αγωγή του, συζήτηση της οποίας ορίστηκε η δικάσιμος της 18-09- 2014 και μετά από αναβολή η αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμος και γράφτηκε στο πινάκιο.

ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΔΗΜΟΣΙΑ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης, οι διάδικοι παραστάθηκαν ως ανωτέρω και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους αφού ανέπτυξαν προφορικά τους ισχυρισμούς τους, ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις που κατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά το άρθρο 57 του Α.Κ. όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον, κατά δε το άρθρο 59 του Α.Κ., στις περιπτώσεις των δυο προηγουμένων άρθρων (στα οποία περιλαμβάνεται και το άρθρο 57 του Α.Κ.), το Δικαστήριο, με την απόφασή του, ύστερα από αίτηση αυτού που έχει προσβληθεί, και, αφού λάβει υπόψη το είδος της προσβολής, μπορεί επιπλέον να καταδικάσει τον υπαίτιο να ικανοποιήσει την ηθική βλάβη αυτού που έχει προσβληθεί. Η ικανοποίηση συνίσταται σε πληρωμή χρηματικού ποσού, σε δημοσίευμα ή σε οτιδήποτε επιβάλλεται από τις περιστάσεις. Με τις ανωτέρω διατάξεις προστατεύεται το δικαίωμα της προσωπικότητας, το οποίο αποτελεί πλέγμα αγαθών που συνθέτουν την υπόσταση του προσώπου με το οποίο είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένο. Τέτοια προστατευόμενα αγαθά είναι και η τιμή εκάστου ανθρώπου, η οποία αντικατοπτρίζεται στην αντίληψη και την εκτίμηση που έχουν οι άλλοι γι’ αυτόν, η ψυχική υγεία και ο συναισθηματικός κόσμος του ατόμου. Προϋποθέσεις για την εφαρμογή των προαναφερθεισών διατάξεων είναι: α) η προσβολή του δικαιώματος της προσωπικότητας, η οποία προκαλείται με οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη τρίτου, με την οποία διαταράσσεται η κατάσταση που υπάρχει σε μία ή περισσότερες εκδηλώσεις της σωματικής, ψυχικής, πνευματικής και κοινωνικής ατομικότητας του βλαπτόμενου κατά τη στιγμή της προσβολής, β) η προσβολή να είναι παράνομη, πράγμα που συμβαίνει όταν η προσβολή γίνεται χωρίς δικαίωμα ή κατ’ ενάσκηση δικαιώματος, το οποίο όμως, είναι από άποψη έννομης τάξης μικρότερης σπουδαιότητας, είτε ασκείται υπό περιστάσεις που καθιστούν την άσκηση αυτού καταχρηστική σύμφωνα με το άρθρο 281 του Α.Κ. ή το άρθρο 25 παρ. 3 του Συντάγματος, και γ) για την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης και πταίσμα του προσβολέα. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 299, 300, 330, 914 και 932 του Α.Κ. προκύπτει ότι η ευθύνη προς αποζημίωση από αδικοπραξία προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση ζημίας και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Μορφή υπαιτιότητας είναι ο δόλος και η αμέλεια (άρθρο 330 του Α.Κ.). Από τις διατάξεις των άρθρων 299, 300, 330, 914 και 932 του Α.Κ. προκύπτει ότι σε περίπτωση τέλεσης αδικοπραξίας αποκαθίσταται, εκτός από την περιουσιακή ζημία, και η μη περιουσιακή ή ηθική βλάβη, με την επιδίκαση εύλογης χρηματικής ικανοποίησης. Κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 932 του Α.Κ, το δικαστήριο, προκειμένου να καθορίσει το ύψος της χρηματικής ικανοποίησης σε εύλογο ποσό, λαμβάνει υπόψη του το είδος και τις συνθήκες της προσβολής των αγαθών του παθόντος, το βαθμό του πταίσματος του υπαιτίου και του ενδεχομένου συντρέξαντος πταίσματος του παθόντος, την οικονομική και κοινωνική κατάσταση του παθόντος και του υπαιτίου και άλλες ενδεχομένως συντρέχουσες ειδικές περιστάσεις, εκτιμώντας τα στοιχεία αυτά κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας (ΑΠ 1339/2008, ΑΠ 1987/2007 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Περαιτέρω, ως αδικοπραξία, την πλήρωση του πραγματικού της οποίας προϋποθέτει η διάταξη` του άρθρου 932 ΑΚ, δε νοείται μόνον αυτή που συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις του άρθρου 914 ΑΚ, αλλά και η απλώς παράνομη πράξη, εφόσον δημιουργεί υποχρέωση αποζημίωσης. Η προξενηθείσα από το δράστη ζημία είναι παράνομη, όταν με την πράξη ή παράλειψή του προσβάλλεται δικαίωμα του παθόντος προστατευόμενο από ορισμένη διάταξη νόμου του αστικού ή ποινικού δικαίου ή άλλων κανόνων δημοσίου δικαίου ή ειδικών νόμων (βλ. ΑΠ 1891/1984, ΕΕΝ 1985,754). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 14§ 1 του Συντάγματος, καθένας μπορεί να εκφράζει και να διαδίδει προφορικά, γραπτά και δια του τύπου τους στοχασμούς του, τηρώντας τους νόμους του κράτους και κατά την παρ. 2 εδ. της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών, που κυρώθηκε από την Ελλάδα με το Ν.Δ. 53/1974, η προβλεπόμενη από την παρ. 1 του ίδιου άρθρου άσκηση της ελευθερίας έκφρασης, η οποία περιλαμβάνει την ελευθερία γνώμης καθώς και την ελευθερία λήψης ή μετάδοσης πληροφοριών ή ιδεών, συνεπάγεται καθήκοντα και ευθύνες και μπορεί να υπαχθεί σε ορισμένες διατυπώσεις, όρους, περιορισμούς ή κυρώσεις προβλεπόμενες από το νόμο και αποτελούντες αναγκαία μέτρα σε δημοκρατικές κοινωνίες, πλην των άλλων και για την προστασία της υπόληψης ή των δικαιωμάτων τρίτων. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 362 παρ. 1 ΠΚ «όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλο γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του τιμωρείται….», ενώ κατ’ άρθρο 363 παρ. 1 ΠΚ «αν, στην περίπτωση του άρθρου 362, το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές, τιμωρείται…». Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται: α) ισχυρισμός ή διάδοση από τον υπαίτιο, με οποιονδήποτε τρόπο, ενώπιον τρίτου, για κάποιον άλλον γεγονότος, που θα μπορούσε να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, β) το γεγονός αυτό να είναι ψευδές και ο δράστης να τελεί εν γνώσει της αναλήθειας του και γ) δόλια προαίρεση, η οποία περιλαμβάνει τη γνώση του δράστη ότι το ισχυριζόμενο ή διαδιδόμενο γεγονός είναι πρόσφορο να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου και τη θέλησή του να ισχυριστεί ή διαδώσει αυτό το βλαπτικό γεγονός. Ως ισχυρισμός θεωρείται η ανακοίνωση η προερχόμενη ή από ίδια πεποίθηση ή γνώμη ή από μετάδοση από τρίτο πρόσωπο. Αντίθετα, διάδοση υφίσταται, όταν λαμβάνει χώρα μετάδοση της ανακοίνωσης που γίνεται από άλλον. Ο ισχυρισμός ή η διάδοση επιβάλλεται να γίνεται ενώπιον τρίτου. Για τη θεμελίωση του αδικήματος του άρθρου 363 ΠΚ απαιτείται, εκτός των ως άνω στοιχείων που συγκροτούν την αντικειμενική του υπόσταση, και άμεσος δόλος, που περιλαμβάνει αναγκαία την ηθελημένη ενέργεια της διάδοσης και τη γνώση ότι η τέτοια διάδοση δύναται να βλάψει την τιμή και υπόληψη εκείνου στον οποίο αποδίδεται, ακόμη δε τη γνώση ότι το διαδοθέν γεγονός είναι ψευδές. Όταν ο δράστης δεν γνώριζε το ψεύδος του γεγονότος που ισχυρίσθηκε ή διέδωσε ή είχε αμφιβολίες για αυτό, δεν στοιχειοθετείται μεν το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης σε βάρος άλλου, παραμένει όμως ως έγκλημα η απλή δυσφήμηση, που προσβάλλει επίσης την προσωπικότητα του άλλου σε βαθμό μη ανεκτό από την έννομη τάξη (ΑΠ 271/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στα εν λόγω αδικήματα αυτό που αξιολογείται είναι το γεγονός, δηλαδή οποιοδήποτε συμβάν του εξωτερικού κόσμου, αναγόμενο στο παρόν ή παρελθόν, που υποπίπτει στις αισθήσεις και μπορεί ν’ αποδειχθεί, καθώς και κάθε συγκεκριμένη σχέση ή συμπεριφορά, αναφερόμενη στο παρελθόν ή παρόν, που υποπίπτει στις αισθήσεις και αντίκειται στην ηθική και την ευπρέπεια, η οποία ανακοινούμενη σε τρίτον μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου. Ως γεγονός νοείται και η έκφραση γνώμης ή αξιολογικής κρίσης καθώς και ο χαρακτηρισμός, όταν η έκφραση συνδέεται και σχετίζεται με το γεγονός, ώστε με τη σύνδεση και τη σχέση τους με αυτό, ουσιαστικά να προσδιορίζουν την έκταση της ποσοτικής και ποιοτικής βαρύτητάς του. Το τελευταίο αυτό δεν συμβαίνει όταν οι χαρακτηρισμοί εκφράζονται αυτοτελώς και ασχέτως με τέτοιο «γεγονός». Απλές μόνο κρίσεις η γνώμες που εκφράζει κάποιος, χωρίς να αναφέρει συγκεκριμένα γεγονότα, δεν αρκούν προς ύπαρξη δυσφήμησης. Το γεγονός σύμφωνα με την έννοια των παραπάνω διατάξεων πρέπει να είναι πρόσφορο, για να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του άλλου (ΑΠ 34/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1904/2008 ΕλλΔνη 2010.781, ΑΠ 1505/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 821/2004 ΠοινΧρ 2005.316, ΑΠ 455/2004 ΠοινΧρ 2005.143). Ακολούθως, κατά το άρθρο 367 παρ. 1 ΠΚ οι δυσμενείς κρίσεις και εκφράσεις που διατυπώνονται για τη διαφύλαξη ή την προστασία κάποιου δικαιώματος ή από δικαιολογημένο ενδιαφέρον αλλά και ο ισχυρισμός ή η διάδοση δυσφημιστικού πλην όμως αληθούς γεγονότος που γίνεται για τις ίδιες αιτίες δεν συνιστούν τα εκ των άρθροτν 361 και 362 προβλεπόμενα αδικήματα, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές το άδικο αίρεται. Η διάταξη αυτή (του άρθρου 367 ΠΚ) για την ενότητα της έννομης τάξης εφαρμόζεται αναλογικά και στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου, όπως αυτός οριοθετείται από τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 57-59 και 914 επ. ΑΚ. Επομένως, αιρόμενου του άδικου χαρακτήρα των προαναφερομενών αξιόποινων πράξεων (με την επιφύλαξη βέβαια όσων ορίζει η δεύτερη παράγραφος του ίδιου άρθρου), αποκλείεται και το στοιχείο του παρανόμου της επιζήμιας συμπεριφοράς ως όρου της αντίστοιχης αδικοπραξίας του αστικού δικαίου. Έτσι, η προβολή περίπτωσης του άρθρου 367 παρ. 1 ΠΚ αποτελεί αυτοτελή ισχυρισμό, καταλυτικό της αγωγής του προσβληθέντος (ένσταση), λόγω άρσης του παρανόμου της προσβολής. Δικαιολογημένο ενδιαφέρον προς ενημέρωση, και μέσω αυτής σε διαμόρφωση και αποκρυστάλλωση της πολιτικής άποψης του εκλογικού σώματος αναγνωρίζεται και στα πρόσωπα που συμμετέχουν ενεργώς στην πολιτική ζωή της χώρας (πολιτικοί), τα οποία, αποβλέποντας στα ανωτέρω, δικαιούνται να ασκούν κριτική σε πρόσωπα που παρουσιάζουν ενδιαφέρον για το κοινωνικό σύνολο, αναφορικά με τις πράξεις και την εν γένει συμπεριφορά τους (ΠΠρΑΘ 2644/2013 ΔίΜΕΕ 2013.366). Όμως, ο άδικος χαρακτήρας της πράξης, ως προς τις εξυβριστικές ή δυσφημιστικές εκφράσεις που περιέχει, δεν αίρεται λόγω δικαιολογημένου ενδιαφέροντος κ.λ.π. και συνεπώς παραμένει η ποινική ευθύνη του δράστη, άρα και η υποχρέωσή του προς αποζημίωση κατά το αστικό δίκαιο, όταν συντρέχει μία από τις περιπτώσεις της παρ. 2 του άρθρου 367 του Π.Κ., δηλαδή όταν οι επίμαχες κρίσεις περιέχουν τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης των άρθρων 363-362 του Π.K. ή όταν από τον τρόπο εκδήλωσης ή από τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέστηκε η πράξη, προκύπτει σκοπός εξύβρισης, δηλαδή πρόθεση που κατευθύνεται ειδικά στην προσβολή της τιμής του άλλου (ΑΠ 1339/2008 ό.π., ΑΠ 408/2007 Δ.Ε.Ε. 2007.1218). Η προβολή δε από τον προσβληθέντα τέτοιου ισχυρισμού, που ερείδεται δηλαδή νομικά στη διάταξη του άρθρου 367 παρ. 2 ΠΚ, αποτελεί αντένσταση κατά της εκ της εκ του άρθρου 367 παρ. 1 ΠΚ ένστασης. Τέτοιος τρόπος που αποδεικνύει τον σκοπό εξύβρισης συντρέχει ιδίως όταν αυτός δεν είναι αντικειμενικά αναγκαίος για την απόδοση της σκέψης- εκείνου που φέρεται ότι ενεργεί από δικαιολογημένο ενδιαφέρον, ο οποίος παρά ταύτα χρησιμοποίησε τον τρόπο αυτόν για να προσβάλει την τιμή του άλλου (ΑΠ 179/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση αγωγή του, ο ενάγων εκθέτει ότι ο εναγόμενος, πολιτικός και ακαδημαϊκός καθώς και πρώην Πρωθυπουργός της χώρας, σε δημόσια ομιλία του κατά την αναφερόμενη στην αγωγή του ημερομηνία, στην ετήσια εκδήλωση του Ομίλου Προβληματισμού για τον Εκσυγχρονισμό της Ελληνικής Κοινωνίας (Ο.Π.Ε.Κ.) με θέμα το αναλυτικά αναφερόμενο στην αγωγή του, διέδωσε τα αναλυτικά εκτιθέμενα στην αγωγή, ψευδή και συκοφαντικά γεγονότα σε βάρος του ενώπιον τρίτων, εν γνώσει της αναλήθειάς τους και με τη θέληση να ισχυριστεί αυτά ενώπιον τρίτων, τα οποία έβλαψαν την τιμή, την υπόληψη του, την επαγγελματική του φήμη και ακεραιότητα (ενάγοντος) και εν γένει την προσωπικότητά του τόσο ως ανθρώπου όσο και ως δικηγόρου με σοβαρές δυσμενείς συνέπειες για την οικογενειακή, κοινωνική και επαγγελματική του εξέλιξη, για τους αναφερόμενους στην αγωγή λόγους και των οποίων λόγω της δημόσιας ομιλίας του και της θέσης του ως πρώην Πρωθυπουργού της χώρας έλαβε γνώση όλη η Ελληνική κοινωνία μεταξύ των οποίων και οι πελάτες του και οι συνεργάτες δικηγόροι. Οτι με την ανωτέρω προπεριγραφείσα συμπεριφορά του, ο ενάγων διέπραξε τα αδικήματα της συκοφαντικής δυσφήμησης και της εξύβρισης σε βάρος του (ενάγοντος), πράξεις οι οποίες συνιστούν αδικοπραξία από την οποία αυτός (ενάγων) υπέστη ηθική βλάβη που συνίσταται στην προσβολή της προσωπικότητάς του και ειδικότερα της τιμής και της υπόληψής του, της ηθικής και κοινωνικής του αξίας και της επαγγελματικής του ακεραιότητας και φήμης. Με βάση το ιστορικό αυτό, ο ενάγουν, παραιτούμενος παραδεκτά με προφορική δήλωση του ιδίου καθώς παρίσταται αυτοπροσώπως υπό την ιδιότητα του δικηγόρου που καταχωρίστηκε στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου αυτού καθώς και με τις νομότυπα κατατεθείσες προτάσεις του, από το δικόγραφο της αγωγής ως προς το κονδύλιο των 100.000,00€ που αφορούσε στην περιουσιακή βλάβη που υπέστη από την αδικοπρακτική σε βάρος του συμπεριφορά του εναγόμενου και περιορίζοντας το ύψος της αιτούμενης χρηματικής ικανοποίησης λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από αυτήν από το ποσό των 300.000,00€ στο ποσά των 150.000,00€ (άρθρα 294 εδ. α’, 295 παρ. 1 εδ. β` και 297 ΚΠολΔ), η οποία (δήλωση) συνιστά κατά τα άρθρα 215§1, 223 §1 και 295 §1 ΚΠολΔ μερική παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής, η οποία έτσι θεωρείται ότι δεν ασκήθηκε ως προς το επιπλέον ποσό (βλ. ΟλΑΠ 5/1997 δημοσιευμένη στην ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), ζητεί με την υπό κρίση αγωγή, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να του καταβάλει το ποσό των 150.000,00€, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από την αδικοπρακτική σε βάρος του συμπεριφορά του εναγόμενου, νομιμότοκα από την επομένη της ημερομηνίας που εκδηλώθηκε η αδικοπραξία ήτοι από 14-02- 2008 άλλως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση, να απειληθεί κατά του εναγόμενου χρηματική ποινή 1.000,00€ για κάθε μέρα παράβασης του διατακτικού της απόφασης που θα εκδοθεί και τέλος να καταδικασθεί ο εναγόμενος στη δικαστική του δαπάνη. Με τέτοιο περιεχόμενο και αιτήματα η υπό κρίση αγωγή αρμοδίως καθ` ύλη και κατά τόπο (άρθρ. 7, 9, 10, 14 σε συνδυασμό με 18, 22 και 35 ΚΠολΔ) φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του δικαστηρίου τούτου κατά την προκειμένη τακτική`] διαδικασία και είναι νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 297, 298, 299, 330, 340, 346, 914, 932 ΑΚ, 361, 362 και 363 ΠΚ, 176, 191 παρ. 1, 907, 908 παρ. 1 ΚΠολΔ, πλην α) του αιτήματος επιδίκασης τόκων από την ημερομηνία τέλεσης της αδικοπραξίας, ήτοι από την 14-02-2008, το οποίο (αίτημα) είναι μη νόμιμο και πρέπει να απορριφθεί, καθόσον ο ενάγων δεν επικαλείται όχληση του εναγόμενου περί καταβολής του ανωτέρω ποσού πριν από την επίδοση της υπό κρίση αγωγής (άρθρο 340 του ΑΚ) ενώ είναι νόμιμο κατά την επικουρική του βάση ήτοι από την επομένη της επίδοσης της αγωγής (340, 346 ΑΚ) και β) του αιτήματος να απειληθεί κατά του εναγόμενου χρηματική ποινή 1.000,00€ για κάθε μέρα παράβασης του διατακτικού της απόφασης που θα εκδοθεί, το οποίο (αίτημα) είναι μη νόμιμο και πρέπει να απορριφθεί, καθόσον η απειλή χρηματικής ποινής υπέρ του δανειστή και προσωπικής κράτησης του οφειλέτη προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 947 ΚΠολΔ ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης απόφασης που υποχρεώνει τον οφειλέτη σε παράλειψη ή ανοχή πράξης στην προκειμένη όμως, περίπτωση ο ενάγων δεν αιτείται με την αγωγή του παράλειψη ή ανοχή πράξης από τον ενάγοντα, το αίτημα του δε, περί επιδίκασης σ’αυτόν χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης που υπέστη από τη σε βάρος του αδικοπρακτική συμπεριφορά του εναγόμενου είναι καταψηφιστικό και η απόφαση που θα εκδοθεί εφόσον κάνει δεκτή την αγωγή του θα εκτελεστεί βάσει της διάταξης του άρθρου 951 ΚΠολΔ που προβλέπει την αναγκαστική εκτέλεση σε περίπτωση χρηματικής απαίτησης. Πρέπει επομένως, η αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι για το καταψηφιστικό της αίτημα καταβλήθηκε το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες προσαυξήσεις υπέρ τρίτων (βλ. το προσκομιζόμενο με αριθμό …./05- 11- 2014 διπλότυπο της Α` Δ.Ο.Υ. .. και τα με αριθμούς …/05-11- 2014 και …./06- 11-2014 γραμμάτια είσπραξης του τομέα ασφάλισης Νομικών (ταμείου νομικών) και ταμείου προνοίας δικηγόρων Αθηνών, αντίστοιχα, του ενιαίου ταμείου ανεξάρτητα απασχολούμενων).

Ο εναγόμενος με τις νόμιμα κατατεθείσες προτάσεις του, αρνείται την αγωγή και προβάλει παραδεκτώς τον ισχυρισμό περί άρσης του αδίκου λόγω δικαιολογημένου ενδιαφέροντος που πηγάζει από την προστατευόμενη από το Σύνταγμα και τους νόμους ελευθερία της έκφρασης γνώμης ή «στοχασμού», ο οποίος συνιστά την ένσταση περί άρσης του αδίκου που είναι νόμω βάσιμη και ερείδεται στη διάταξη του άρθρου 367 παρ. 1γ` ΠΚ, οπότε πρέπει να εξεταστεί ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα. Περαιτέρω, δε, ως προς το αν υπήρξε ή όχι υπέρβαση του αναγκαίου μέτρου στα πλαίσια έκφρασης γνώμης υπό συγκεκριμένες περιστάσεις και στα πλαίσια ενός ανοικτού δημοκρατικού διαλόγου για ένα ζήτημα δημοσίου ενδιαφέροντος, ο εναγόμενος ισχυρίζεται ότι πρόσωπα της πολιτικής ζωής αλλά και άτομα που διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην οικονομική, κοινωνική, καλλιτεχνική ζωή κλπ, εφόσον συμμετέχουν σε δημόσια αντιπαράθεση απόψεων και επικεντρώνουν στο πρόσωπό τους την κοινή γνώμη, πρέπει κατ’ αρχήν να ανέχονται μία οξεία αντίδραση ακόμη και- όταν αητή είναι υποτιμητική ή μειώνει την υπόληψή τους, οπότε ο ενάγων ως τέτοιο πρόσωπο οφείλει να αποδέχεται την εξωτερίκευση γνωμών ακόμη και «με οξύ και φιλόνικο τρόπο» και επιπλέον ότι στον ενάγοντα αναφέρθηκε γενικόλογα θέτοντας στο στόχαστρο της κριτικής του πρωτίστως τη ΓΣΕΕ και όχι αυτόν, χωρίς να έχει απολύτως καμία πρόθεση να βλάψει ειδικά την τιμή και την υπόληψή του, δεδομένου ότι τήρησε την ανωνυμία του, συνειδητή ενέργεια η οποία όπως παγίως νομολογείται αποτελεί το πλέον πρόσφορο μέτρο επιμέλειας και προστασίας της προσωπικότητας του ενάγοντος.

Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, οι οποίες καταχωρίστηκαν στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση απομαγνητοφωνημένα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου, από όλα τα έγγραφα που νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι λαμβανομένων υπόψη είτε ως αυτοτελών αποδεικτικών μέσων είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, και μερικά εκ των οποίων μνημονεύονται ειδικότερα στη συνέχεια, χωρίς κανένα, ωστόσο, να παραλείπεται κατά την ουσιαστική εκτίμηση της υπόθεσης; από την εκτίμηση των με αριθμό ….. και …./26-09-2014 ενόρκων βεβαιώσεων του ………………… και του …………….. , ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών Πέτρου Νικάκη, που ελήφθησαν με επιμέλεια του ενάγοντος μετά από προηγούμενη νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση του εναγόμενου (βλ. την προσκομιζόμενη με αριθμό …./23-09- 2014 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ………..) πλην της με αριθμό …./26-09-2014 ένορκη βεβαίωση του …………….. , η οποία παρότι λήφθηκε νομότυπα και μετά από προηγούμενη νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση του εναγόμενου δεν λαμβάνεται υπόψη καθόσον ο ανωτέρω βεβαιώσας κατέθεσε ενόρκως στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού ως μάρτυρας απόδειξης, καθώς και από τα δημοσιεύματα εφημερίδων που προσκομίζει με επίκληση ο ενάγων, όπου στις φωτογραφίες που ενσωματώνονται σ’ αυτά απεικονίζεται ο ενάγων και των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητείται από τον εναγόμενο (άρθρα 444 παρ. 3, 448 παρ. 2 και 457 παρ. 4 ΚΠολΔ), το γραπτό κείμενο της δημόσιας ομιλίας του εναγόμενου το οποίο προσκομίζουν με επίκληση και οι δύο διάδικοι και από τις ομολογίες αυτών, που συνάγονται από τις προτάσεις τους, όπου ειδικά και περιοριστικά αναφέρονται κατωτέρω, και παράγουν ως προς τα πραγματικά αυτά περιστατικά πλήρη απόδειξη, κατά τη διάταξη του άρθρου 352 παρ. 1 ΚΠολΔ, καθώς και από τα διδάγματα κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο εναγόμενος, πολιτικός, νομικός και ακαδημαϊκός καθώς και πρώην Πρωθυπουργός της χώρας κατά τα έτη 1996 έως 2004, σε δημόσια ομιλία του την 14η Φεβρουάριου 2008, στην ετήσια, εκδήλωση του Ομίλου Προβληματισμού για τον Εκσυγχρονισμό της Ελληνικής Κοινωνίας (Ο.Π.Ε.Κ.) με θέμα «Σκέψεις για μία προοδευτική διακυβέρνηση» και ειδικότερα στο μέρος της ομιλίας του στο κεφάλαιο 14 με τίτλο «Η ηθική συμπεριφορά» ανέφερε τα ακόλουθα: «Τα θέματα της ισότητας, της κοινωνικής δικαιοσύνης αλλά και της καταπολέμησης των διακρίσεων είναι εκφράσεις της κοινωνικής ευθύνης που θεωρεί απαραίτητη ο προοδευτικός χώρος. Αλλά και η ατομική ηθική αποτελεί απαίτησή του. Πρόσφατα η ειδησεογραφία ανέφερε, ότι δικηγόρος συνδικαλιστικών οργανώσεων είχε αναλάβει με εργολαβική αμοιβή τη δικαστική επιδίωξη της μονιμοποίησης εργαζομένων. Το θέμα ρυθμίστηκε νομοθετικά χωρίς να υπάρξουν δικαστικές ενέργειες. Παρ’ όλα αυτά ζήτησε με εξώδικα και αγωγές την καταβολή της αμοιβής του. Αναφέρω το γεγονός ως ένα δείγμα της προσαρμοστικής ηθικής που επικρατεί σε ορισμένους χώρους. Το συνδικάτο συστήνει το νομικό του σύμβουλο ως δικηγόρο και δεν ενοχλείται που αυτός συμφωνεί εργολαβικές αμοιβές. Εν συνεχεία ο νομικός σύμβουλος απαιτεί αμοιβές που δεν δικαιούται γιατί υπολογίζει στην αδιαφορία ή δυστυχώς στη συνέργεια της συνδικαλιστικής οργάνωσης. Η ηθική συμπεριφορά έχει ιδιαίτερη σημασία για την προοδευτική διακυβέρνηση. Η παραδοσιακή Αριστερά έχει καλλιεργήσει την αντίληψη μίας πολιτικής, την οποία ενδιαφέρουν οι στόχοι και όχι τα μέσα. Ο καθένας ό,τι και αν κάνει μπορεί να δηλώνει αριστερός. Αλλά ο προοδευτικός πολίτης και η προοδευτική διακυβέρνηση επειδή επιζητούν την αλλαγή πρέπει να δίνουν το παράδειγμα τι είναι αυτή η αλλαγή. Η προοδευτική πολιτική μπορεί να μην είναι προϊόν μίας ηθικής αντίληψης, αλλά εμπεριέχει ηθικά προστάγματα και απαιτεί την κοινωνική ευθύνη. Γι` αυτό και στηρίζει τη διαφάνεια, τη λογοδοσία, τον έλεγχο, καταδικάζει εγωκεντρισμούς, την εκμετάλλευση θέσεων, την αδιαφορία και την περιφρόνηση προς τους πολίτες, τους κλειστούς κύκλους εξουσίας ή τη μεθοδευμένη πληροφόρηση. Η ποιοτική διαφορά ως προς τη συντηρητική παράταξη προκύπτει και από τη στάση της σε τέτοια ζητήματα». Αναφορικά με το αν οι ανωτέρω ισχυρισμοί του εναγόμενου που περιέχονται στην προρρηθείσα δημόσια ομιλία του αφορούσαν στο πρόσωπο του ενάγοντα, και αν είναι ή όχι ψευδείς, αποδείχτηκαν τα κάτωθι: Ο ενάγων είναι δικηγόρος που απασχολείται με υποθέσεις εργατικού δικαίου εργαζομένων και είχε αναλάβει τη νομική εκπροσώπηση συμβασιούχων εργαζομένων του Δημοσίου με δικαστική και εξώδικη υπεράσπιση των δικαιωμάτων τους ήδη από το έτος 1994 για παράδειγμα τους συμβασιούχους της Δ.Ε.Η., οι συμβασιούχοι των Ε.Λ.Τ.Α., οι συμβασιούχοι των συνοδών – φροντιστών στην Ολυμπιακή Αεροπορία το 1996, στην Εθνική Στατιστική Υπηρεσία, στον Ο.Τ.Ε. ήτοι πολύ πριν αποκτήσει την ιδιότητα του νομικού συμβούλου της Γ.Σ.Ε.Ε. το έτος 2002. Πριν το έτος 2002 είχε παγιωθεί στη νομολογία η άποψη ότι στο δημόσιο τομέα δεν ήταν δυνατή γενικά η θεώρηση των συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου ως συμβάσεων εργασίας αορίστου χρόνου πλην εξαιρέσεων με την εφαρμογή κάποιων νόμων «τακτοποίησης» που εκδόθηκαν πριν τη συνταγματική αναθεώρηση του έτους 2001 για ορισμένες κατηγορίες συμβασιούχων εργαζομένων στο Δημόσιο που πληρούσαν ορισμένες προϋποθέσεις. Την 10-07-1999 τέθηκε σε ισχύ η Οδηγία 1999/70/ΕΚ για την εργασία ορισμένου χρόνου, στη ρήτρα 5 της οποίας επιβαλλόταν στα κράτη μέλη (κατά τρόπο γενικό και με μέσα που τα ίδια θα επέλεγαν) η άρση της κατάχρησης που μπορεί να προέκυπτε από τη χρήση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου και τα κράτη μέλη όφειλαν να προσαρμοστούν στις απαιτήσεις της Οδηγίας αυτής ως την 10-07-2001 ενώ μπορούσαν υπό προϋποθέσεις να ζητήσουν την παράταση της σχετικής προθεσμίας για ένα έτος δηλαδή ως την 10-07-2002. Την 07-04-2001 διαρκούσης της προθεσμίας προσαρμογής της χώρας προς την προαναφερόμενη Οδηγία αναθεωρήθηκε το Σύνταγμα και τέθηκε σε ισχύ, στο άρθρο 103 παρ. 8 του οποίου οριζόταν ότι στο δημόσιο τομέα απαγορεύεται η μετατροπή των συμβάσεων ορισμένου χρόνου ή έργου σε αορίστου χρόνου. Σύμφωνα με τη συνταγματική αυτή απαγόρευση, εκείνη την περίοδο, θεωρήθηκε από τους νομικούς και πολιτικούς κύκλους ότι οι εργαζόμενοι ορισμένου χρόνου – συμβασιούχοι του Δημοσίου τομέα απώλεσαν κάθε δυνατότητα εργασιακής τους αποκατάστασης είτε δικαστικά είτε με νομοθετική ρύθμιση. Ακολούθως η Ελληνική Δημοκρατία ζήτησε παράταση της προθεσμίας προσαρμογής της ελληνικής νομοθεσίας στις απαιτήσεις της ανωτέρω Οδηγίας ως την 10-07-2002. Κατά τα έτη που ο εναγόμενος διατέλεσε Πρωθυπουργός της χώρας ήτοι από το έτος 1994 έως 2004, το πρόβλημα των συμβασιούχων — εργαζομένων στο Δημόσιο που κάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες απασχόλησε ιδιαίτερα την Κυβέρνηση του και τον ίδιο όπως ο μάρτυρας ανταπόδειξης κατέθεσε καθώς και ότι ο ίδιος ο μάρτυρας ως Γενικός Γραμματέας του Υπουργικού Συμβουλίου είχε προσωπικά ασχοληθεί με το συγκεκριμένο ζήτημα. Το ενδεχόμενο δε, μονιμοποίησης αυτών κατά την ανωτέρω χρονική περίοδο θα δημιουργούσε σημαντικό πρόβλημα στη δημοσιονομική πολιτική της Κυβέρνησης και στην οικονομία της χώρας, σύμφωνα με τις απόψεις τόσο του ίδιου του εναγόμενου όσο και των μελών της Κυβέρνησης. Και για το λόγο αυτό προτάθηκε κατά την αναθεώρηση του Συντάγματος το έτος 2001 η θέσπιση της προρρηθείσας συνταγματικής απαγόρευσης που υποστηρίχτηκε από όλα τα μεγάλα πολιτικά κόμματα της χρονικής εκείνης περιόδου και η ψήφιση και θέση σε ισχύ του προαναφερόμενου άρθρου 103 παρ. 8 του Συντάγματος. Ενόψει των ανωτέρω εξελίξεων, από το έτος 2001, συμβασιούχοι καθαρίστριες του Δημοσίου απευθύνθηκαν στο δικηγορικό γραφείο του ενάγοντα προκειμένου ο τελευταίος να αναλάβει τις υποθέσεις τους αναφορικά με την εργασιακή τους τακτοποίηση με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου. Ο ενάγων όπως νομοθετικά προβλέπεται και συνηθίζεται σε υποθέσεις του εργατικού δικαίου, συνήψε με τις προαναφερόμενες συμβασιούχους εργολαβικά δίκης – πληρεξούσια με τα οποία του έδιναν την εντολή να προβεί ως δικηγόρος τους σε κάθε κατά την κρίση του απαιτούμενη δικαστική ή εξώδικη ενέργεια ενώπιον παντός δικαστηρίου ή αρχής, φυσικού ή νομικού προσώπου, προκειμένου να επιτύχει την εργασιακή τους τακτοποίηση με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου. Ως δικηγορική του αμοιβή συμφωνήθηκε το ποσό που αντιστοιχούσε στις πλήρεις ακαθάριστες αποδοχές ενός μήνα του τακτικού προσωπικού της ειδικότητάς τους, που έπρεπε να καταβληθεί μετά την ένταξή τους σε θέση τακτικού προσωπικού. Ακόμη συμφωνήθηκε ότι η αμοιβή του ενάγοντα θα οφειλόταν με οποιονδήποτε τρόπο κι αν ολοκληρωνόταν η διαδικασία της ένταξης τους δηλαδή είτε με την έκδοση δικαστικής απόφασης, είτε με εξώδικο συμβιβασμό, είτε μετά από επιτυχή έκβαση όμοιας υπόθεσης, είτε με νομοθετική ρύθμιση σε περίπτωση, είτε με Σ.Σ.Ε., Κανονισμό Εργασίας κ.λ.π. Σε περίπτωση δε, αποτυχίας συμφωνήθηκε ότι δεν θα οφειλόταν αμοιβή. Το δικηγορικό γραφείο του ενάγοντος από τη λήψη των ανωτέρω εντολών άρχισε να ασχολείται συστηματικά με την υπόθεση των συμβασιούχων καθαριστριών, αρχικά με καθημερινή επαφή με τις υπηρεσίες των Υπουργείων Παιδείας και Εσωτερικών. Ακολούθως το έτος 2003 άσκησε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών για λογαριασμό των συμβασιούχων καθαριστριών – εντολέων του, αγωγές κατά του Ελληνικού Δημοσίου (βλ. ΓΑΚ 182334/2003, 182392/2003, 185617/2003, 186695/2003, 186737/2003, 186741/2003, 186744/2003, 186760/2003 κ.ά) με τις οποίες ζητούσε να αναγνωριστεί ότι οι ενάγουσες – συμβασιούχες καθαρίστριες – εντολείς του συνδέονταν με το εναγόμενο Δημόσιο με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και να υποχρεωθεί το εναγόμενο να τις απασχολεί δυνάμει αυτών στη θέση, την ειδικότητα και τις αποδοχές, που αντιστοιχούν εκ του νόμου με αυτή την υπηρεσιακή τους ένταξη και εξέλιξη, λαμβανομένων υπόψη και των λοιπών των τυπικών προσόντων τους. Πριν δε, και παράλληλα με τις ανωτέρω αγωγές είχε ασκήσει ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών από το έτος 2001 αγωγές για καταβολή διαφόρων αποδοχών των συμβασιούχων καθαριστριών επί των οποίων εκδόθηκαν σειρά αποφάσεων, οι οποίες δέχθηκαν ότι οι συμβάσεις τους είχαν τα χαρακτηριστικά συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου (βλ. τις με αριθμό αποφάσεις του Ειρηνοδικείου Αθηνών: 775/2002, 1034/2002, 1232/2003, 1233/2003, 17/2004, 190/2004, 198/2004, 264/2004, 265/2004, 266/2004, 267/2004, 268/2004 κ.ά.), ενώ μέχρι τότε η νομολογία ήταν αρνητική και οι εκδοθείσες αποφάσεις ως τότε δέχονταν ότι οι συμβασιούχοι καθαρίστριες ήταν εργολάβοι με εργοδότη το Ελληνικό Δημόσιο και όχι τις σχολικές επιτροπές. Παράλληλα δε, με τις παραπάνω ενέργειες έγιναν και άλλες δικαστικές και εξωδικαστικές παρεμβάσεις του ενάγοντα και των συνεργατών του δικηγορικού του γραφείου και ειδικότερα: ανατροπή της νομολογίας των Δικαστηρίων υπέρ των συμβασιούχων, αρχικά με την έκδοση της με αριθμό 446/2002 απόφασης του Εφετείου Κρήτης με αναφορά στην προαναφερόμενη Κοινοτική οδηγία, που δικαίωσε εργαζόμενη αναγνωρίζοντας ότι η σύμβασή της ορισμένου χρόνου ήταν στην πραγματικότητα σύμβαση αορίστου χρόνου και στη συνέχεια η έκδοση δεκάδων δικαστικών αποφάσεων επί υποθέσεων, που είχε χειριστεί ο ενάγων και αντιμετώπιζαν για πρώτη φορά το επιχείρημα του ελληνικού δημοσίου για συνταγματικό κώλυμα στη μετατροπή των συμβάσεων ορισμένου χρόνου ή έργου σε αορίστου χρόνου. Παραστάσεις σε όργανα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και ειδικότερα κατάθεση αναφορών και καταγγελιών στην Επιτροπή Αναφορών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για την παράλειψη συμμόρφωσης της χώρας μας στην Κοινοτική Οδηγία καθώς και παράσταση στο Δικαστήριο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Με βάση δε, τις αναφορές αυτές κινήθηκε από την ανωτέρω Επιτροπή διαδικασία ελέγχου της χώρας μας για τη συμμόρφωσή της προς το ευρωπαϊκό δίκαιο. Δημιουργία το έτος 2002 με πρωτοβουλία του ενάγοντος του συντονιστικού οργάνου των συμβασιούχοον με μέλη τους εκπροσώπους των σωματείων των συμβασιούχων για την άσκηση πίεσης σε συνδικαλιστικό επίπεδο. To Μάρτιο του έτους 2005 και αφού είχε τεθεί σε ισχύ το π.δ. 164/2004 (ρυθμίσεις για τους εργαζόμενους με συμβάσεις ορισμένου χρόνου στο δημόσιο τομέα), ο ενάγων πληροφορούμενος ότι υπήρχε αρνητική γνωμοδότηση της Νομικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Παιδείας ως προς την υπαγωγή των συμβασιούχων καθαριστριών στο ως άνω προεδρικό διάταγμα, γιατί δεν ήταν ευθύνη του Υπουργείου και ήταν δήθεν «εργολάβοι», συγκέντρωσε τα προεδρεία των σωματείων των καθαριστριών στην Αθήνα, τα οποία ομόφωνα υιοθέτησαν την πρότασή του και προχώρησαν σε κατάληψη του Υπουργείου Παιδείας επί τριήμερο. Η ενέργεια αυτή οδήγησε σε σύγκληση εκτάκτως της Ολομέλειας του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, η οποία έλαβε απόφαση αντίθετη με την αρχική αρνητική εισήγηση του ΥΠΕΠΘ υιοθετώντας τα σχετικά υπομνήματα του δικηγορικού γραφείου του ενάγοντος. Ακολούθως συνεδρίασε το Κεντρικό Υπηρεσιακό Συμβούλιο Διοικητικού Προσωπικού του Υπουργείου Παιδείας και με τις με αριθμούς ../19-04-2005 και ../22-04-2005 πράξεις του γνωμοδότησε προς το ΑΣΕΠ ότι οι καθαρίστριες δημοσίων σχολείων, που είχαν συμπληρώσει ως τις 19-07-2004 24μηνη απασχόληση με διαδοχικές συμβάσεις χαρακτηριζόμενες ως έργου πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 11 του π.δ. 164/2004 καθόσον η σχέση τους υποκρύπτει εξαρτημένη εργασία και καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες. Ο ενάγων κατά το στάδιο των κρίσεων από το ΑΣΕΠ και κατά το στάδιο σύστασης οργανικών θέσεων αορίστου χρόνου για την κατάταξη των καθαριστριών διαπίστωσε ότι η ΚΥΑ 7803/Δ4/31-07-2006 ως εσφαλμένη επαναδημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ Β 1673/16-11-2006 προβλέποντας για τις καθαρίστριες δημοσίων σχολείων μισθοδοσία όχι από το Ελληνικό Δημόσιο αλλά από τους ΟΤΑ. Για την ακύρωση της πράξης αυτής ο ενάγων άσκησε αίτηση ακύρωσης και αίτηση αναστολής στο Διοικητικό Εφετείο Αθηνών οι οποίες και έγιναν δεκτές οπότε οι εντολείς του καθαρίστριες με τη με αριθμό ../../10-01-2007 πράξη κατάταξης, κατετάγησαν σε θέσεις εργασίας αορίστου χρόνου με εργοδότη και υπόχρεο μισθοδοσίας τους το Ελληνικό Δημόσιο, μερικές όμως από αυτές σε αντίθεση με την πλειοψηφία των καθαριστριών, αρνήθηκαν του καταβάλλουν τη νόμιμη αμοιβή του. Από τις παραπάνω ενέργειες του ενάγοντος όπως δέχτηκε αρχικά και η με αριθμό 638/2009 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών που κατέστη αμετάκλητη και η οποία εκδόθηκε επί της από 27-11-2008 και με αύξοντα αριθμό κατάθεσης αγωγής του ενάγοντα εναντίον εντολέα του – συμβασιούχου καθαρίστριας που αρνήθηκε την καταβολή της αμοιβής του και στη συνέχεια και άλλες δικαστικές αποφάσεις επί αγωγών του ενάγοντος με το ίδιο αντικείμενο που έχουν καταστεί αμετάκλητες (βλ. τις με αριθμό 1012/2009, 1229/2009, 1435/2009, 1439/2009, 87/2012 αποφάσεις του Ειρηνοδικείου Αθηνών), αποδείχτηκε ότι αυτός επί πολλά έτη (2001 – 2007) συστηματικά επιδίωξε και συνέβαλε προς την κατεύθυνση τη κατάταξης των συμβασιούχων καθαριστριών – εντολέων του σε θέσεις εργασίας αορίστου χρόνου στο πλαίσιο της εντολής, που του δόθηκε με την επιστημονική εργασία του ιδίου και των συνεργατών του, την κατανάλωση μακρού χρόνου και την ενέργεια δικαστικών και εξώδικων πράξεων, δικαιούμενος εκ του λόγου αυτού αμοιβή, κρίνοντας νόμω και ουσία βάσιμες τις σχετικές αγωγές. Ειδικότερα από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 201 και 207 του ΑΚ και 92 παρ. 3 και 4 και 95 παρ. 1 και 2 του Κώδικα Δικηγόρων είναι νόμιμη η συμφωνία μεταξύ του δικηγόρου και του πελάτη του, που θα εξαρτά την αμοιβή από την έκβαση της δίκης ή από το αποτέλεσμα της εργασίας, καθώς και η συμφωνία για αμοιβή με εκχώρηση ή μεταβίβαση μέρους του αντικειμένου της δίκης ή της εργασίας, εφόσον τηρηθούν οι επιβαλλόμενες από το νόμο διατυπώσεις (ανώτατο όριο ποσοστού, μη καταβολή αμοιβής σε περίπτωση αποτυχίας, γραπτή συμφωνία, γνωστοποίηση στον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο) δεσμεύουσα βέβαια ως γνήσια αμφοτεροβαρής σύμβαση τα συμβαλλόμενα μέρη, ενώ τα ίδια αυτά ισχύουν σε περίπτωση που η υπόθεση λυθεί συμβιβαστικά ή ακόμη και με νομοθετική ρύθμιση, οπότε η αμοιβή αφορά το ποσό του συμβιβασμού ή της νομοθετικής ρύθμισης, ενώ η αμοιβή δεν επιτρέπεται να υπολείπεται των ελάχιστων ορίων που προβλέπονται στο άρθρο 98 του ως άνω Κώδικα. Η εντολή για την άσκηση της αγωγής έχει ολοκληρωθεί με την κατάθεση του δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου στο οποίο απευθύνεται και με την επίδοση αντιγράφου αυτής προς τον εναγόμενο (άρθρο 215 παρ. 1 ΚΠολΔ). Συνεπώς το δικαίωμα αμοιβής για την άσκηση αγωγής είναι αποσυνδεδεμένο με την εκδίκασή της και το αποτέλεσμά της. Το γεγονός επομένως, ότι οι ασκηθείσες από τον ενάγοντα αγωγές των εντολέων του συμβασιούχων καθαριστριών αναφορικά με την αναγνώριση της σύμβασης εργασίας του ως αορίστου χρόνου δεν συζητήθηκαν δεν ασκεί επιρροή στο δικαίωμα του ενάγοντα για τη λήψη της αμοιβής του, αφού είχε συμφωνηθεί, όπως ανωτέρω εκτέθηκε ότι η αμοιβή οφείλεται σε κάθε περίπτωση τακτοποίησης της εργασιακής σχέσης των συμβασιούχων καθαριστριών ήτοι και στην περίπτωση νομοθετικής ρύθμισης. Η καθοριστική δε, συμβολή του στην εργασιακή τακτοποίηση των συμβασιούχων καθαριστριών αναγνωρίστηκε δημόσια σε συγκέντρωση από το σύνολο των παρισταμένων Προέδρων των Σωματείων καθαριστριών στο ξενοδοχείο «……………………» το έτος 2006. Περαιτέρω η Ολομέλεια διοίκησης της …………………….. (…..) (στην οποία συμμετέχουν 212 σωματεία και εκπροσωπεί ένα εκατομμύριο εργαζόμενους, μεταξύ αυτών και τις 13.000 καθαρίστριες και τα σωματεία τους),, με την από 09-10-2007 απόφασή της ήτοι τέσσερις μήνες πριν την επίδικη ομιλία του εναγόμενου, καταδίκασε τις αντιδεοντολογικές, αντισυνδικαλιστικές και διασπαστικές προσπάθειες που παρατηρήθηκαν από τα Σωματεία που πρόσκεινται στο …. και προέρχονται από τον κλάδο των καθαριστριών των δημόσιων σχολείων και αναγνώρισε ότι η συμβολή της νομικής υπηρεσίας τους (δικηγορικό γραφείο ενάγοντα και συνεργατών του) στο νικηφόρο αγώνα που έδωσε η Ομοσπονδία τους για τη- μονιμοποίηση των καθαριστριών, ήταν σημαντική και καθοριστική. Το Σωματείο καθαριστριών Α` βάθμιας και Β` βάθμιας Εκπαίδευσης Αθήνας με το από 25-05-2007 ψήφισμά του ήτοι μήνες πριν την επίδικη ομιλία του εναγόμενου, επαναβεβαίωσε την εμπιστοσύνη του στο πρόσωπο του ενάγοντος και των υπόλοιπων νομικών του συμβούλων …………….. και …………….. , αναφέροντας ότι η συνεργασία μαζί τους ήταν απολύτως αρμονική, χωρίς να υπάρξει παρέμβαση ή υποκατάσταση στα θέματα του ενός ή του άλλου, ότι θεωρούν τη συμβολή των ανωτέρω δικηγόρων τους ουσιαστική και αποτελεσματική για τη θετική εξέλιξη των διεκδικήσεων του κλάδου τους και ότι οι παρεμβάσεις τους (νομικών τους συμβούλων) τόσο σε δικαστικό όσο και εξωδικαστικό κυρίως επίπεδο, συνέβαλαν στην ανατροπή της αρνητικής για αυτούς αρχικής γνωμοδότησης της Ολομέλειας του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με αποτέλεσμα να υπαχθούν στο Προεδρικό Διάταγμα Παυλόπουλου (Π.Δ. 164/2004) και ότι τόσο η γνώση τους όσο και η εμπειρία τους είναι σύμμαχοι για την αντιμετώπιση των πολλών προβλημάτων που έχει δημιουργήσει η Κυβέρνηση, Δέκα δε, Σωματεία συμβασιούχων και ειδικότερα τα Σωματεία πρώην Συμβασιούχων και νυν εργαζομένων αορίστου χρόνου της Κ.Ο.Α., του Δήμου Κρωπίας, του Ενιαίου Συνδέσμου Δήμων και Κοινοτήτων Νομού Αττικής, των φυλάκων σχολικών κτιρίων Ελλάδος .. α` βαθμού (1.150 μέλη), των συμβασιούχων της .. Α.Ε., του Δήμου Αιγάλεω, η Ομοσπονδία συμβασιούχων ..(32 Σωματεία, 4.300 μέλη), τα Σωματεία .. Σχολείων Αθήνας (1.300 μέλη), ο Σύλλογος …. και το Σωματείο εργαζομένων κεντρικού καταστήματος ………………………………… Α.Ε. προέβησαν την 01-02-2008, ήτοι δύο εβδομάδες πριν την επίδικη ομιλία του εναγόμενου, σε δελτίο τύπου – ψήφισμα στο οποίο αναφέρουν ότι θεώρησαν υποχρέωσή τους να συμβάλλουν στην αποκατάσταση της αλήθειας όσον αφορά στη συμβολή του ενάγοντα ως δικηγόρου, στη διαφύλαξη των δικαιωμάτων των εργαζομένων της χώρας και ιδιαίτερα των συμβασιούχων υπενθυμίζοντας τα εξής, ήδη ευρύτατα γνωστά, όπως αναφέρουν: «1. το Δικηγορικό του γραφείο (ενάγοντα) το οποίο είναι ανεξάρτητο από τη Γ.Σ.Ε.Ε. με την οποία η σχέση του ξεκίνησε μόλις το 2002, αποτελεί το μόνο οργανωμένο γραφείο που ασχολείται αποκλειστικά (επί δύο δεκαετίες και πλέον) με θέματα εργατικού δικαίου, εκπροσωπώντας πάντοτε την πλευρά των εργαζομένων. 2. Έχει διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στην προστασία των δικαιωμάτων των εργαζομένων και ιδιαίτερα, των συμβασιούχων σε νομικό, δικαστικό και πολιτικό επίπεδο. 3. Έχει επίσης διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο στην έκδοση ιστορικών δικαστικών αποφάσεων από όλα τα Ελληνικά Δικαστήρια και το Δικαστήριο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. 4. Δεν έχει διστάσει, όταν υπονομεύονται τα δικαιώματα των εργαζομένων, να συγκρουστεί με την εκάστοτε πολιτική εξουσία, με Διοικήσεις αλλά και με την ίδια την ηγεσία της Δικαιοσύνης. 5. Δηλώνουμε ότι σεβόμαστε το δικαίωμα των Δικηγόρων στη νόμιμα συμφωνημένη αμοιβή τους όσο σεβόμαστε και το δικαίωμα μας στο μισθό μας. Τέλος δηλώνουμε ότι δεν θα επιτρέψουμε η οποιαδήποτε σκανδαλολογία να οδηγήσει σε συγκάλυψη του μεγαλύτερου πραγματικού κοινωνικού και πολιτικού σκανδάλου της χώρας που είναι η διαρκής ομηρία και εκμετάλλευση εκατοντάδων χιλιάδων συμβασιούχων». Το Σωματείο καθαριστριών Α` βάθμιας και Β` βάθμιας Εκπαίδευσης Μεσσηνίας προέβη στο από 20-01-2009 ψήφισμά του, θεωρώντας υποχρέωση του να πάρει θέση υπέρ του ενάγοντος και του δικηγορικού του γραφείου, ύστερα από τις απόψεις που είχαν διατυπωθεί εναντίον του ενάγοντος δηλώνοντας ότι τον ενάγοντα τον επέλεξαν από το 2001, πριν γίνει δικηγόρος της Γ.Σ.Ε.Ε., όχι γιατί τους το επέβαλε κάποιος αλλά γιατί ήταν γνωστός για την εμπειρία που είχε στα θέματα των συμβασιούχων με σοβαρές επιτυχίες στον τομέα αυτόν, ότι τους ενημέρωνε πάντα και ήταν πολύ προσεκτικός στις δηλώσεις και στις κινήσεις του, ότι τους δήλωνε ότι θα πρέπει να συνδυαστούν οι δικαστικές, με τις πολιτικές και συνδικαλιστικές πιέσεις με στόχο την πολιτική επίλυση του προβλήματος και αναγνωρίζοντας τον καθοριστικό του ρόλο τόσο σε δικαστικό επίπεδο με τις θετικές αποφάσεις που πέτυχε όσο και σε επίπεδο εξωδικαστικών κατευθύνσεων που υπευθυνότητα πάντα επέλεγε, καθώς και ότι η υπαγωγή τους στο προεδρικό διάταγμα Παυλόπουλου σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στην κατάληψη του Υπουργείου Παιδείας από τα προεδρεία των καθαριστριών τον Μάρτιο του 2005, στην οποία τους κατεύθυνε ο ενάγων και η οποία οδήγησε στην ανατροπή της αρνητικής γνωμοδότησης του Ν.Σ.Κ. Στη συνέχεια, επαναβεβαίωσαν την εμπιστοσύνη τους στο πρόσωπό του (ενάγοντα) και στους συνεργάτες του, θεωρώντας απολύτως εύλογη και δίκαιη την αμοιβή του. Τα Σωματεία δε, καθαριστριών και καθαριστών Ν. Τρικάλων προέβησαν σε δελτίο τύπου στις 27-03- 2008 προκειμένου να εκφράσουν την αγανάκτησή τους για την προσπάθεια κατασυκοφάντησης του νομικού τους συμπαραστάτη, ενάγοντα και του γραφείου του και να δηλώσουν μεταξύ άλλων ότι δεν επιτρέπουν σε μικρή μειοψηφία καθαριστριών που κατευθύνεται από συγκεκριμένο πολιτικό χώρο, να διαστρεβλώνει την πραγματικότητα και να μην αντιδρούν, ότι τον ενάγοντα τον επέλεξαν ανάμεσα σε άλλους δικηγόρους από το 2001, προτού γίνει δικηγόρος της Γ.Σ.Ε.Ε., γιατί τα σωματεία τότε θεώρησαν ότι ήταν ο καταλληλότερος να διαχειριστεί την υπόθεση της μονιμοποίησης τους, ότι γνώριζαν καλά ότι το συγκεκριμένο δικηγορικό γραφείο ήταν εκείνο που πέτυχε για πρώτη φορά δικαστικές αποφάσεις που δέχονταν ότι οι καθαρίστριες δεν ήταν εργολάβοι αλλά εργαζόμενες με εργοδότη το Δημόσιο και όχι τις σχολικές επιτροπές και ότι καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες για όλο το χρόνο και όχι μόνο για δέκα μήνες. Ότι δεν ξεχνούν ότι χωρίς τις ιδιαίτερες ενέργειες του νομικού τους συμβούλου, ενάγοντα δεν θα είχαν υπαχθεί στο Π.Δ. Παυλόπουλου, ότι γνώριζαν καλά το περιεχόμενο του εργολαβικού που υπέγραψαν και ότι κανένας δεν τους υποχρέωσε να το υπογράψουν και ότι υποτιμούν τη νοημοσύνη τους όσοι κατόπιν εορτής «ανακαλύπτουν» ότι το δικηγορικό γραφείο του ενάγοντα τους εξαπάτησε και συνεχίζει να τους εξαπατά, και ότι καλούν τον ενάγοντα επειδή τίμησε την εντολή και την εμπιστοσύνη που του έδειξαν, στις συγκεντρώσεις τους προκειμένου να τους ενημερώσει για τα εργασιακά τους δικαιώματα και τους δικαστικούς αγώνες του κλάδου και ότι καταδικάζουν τα ΜΜΕ για τον τρόπο που παρουσίασε το συγκεκριμένο θέμα, προβάλλοντας δηλώσεις μίας ελάχιστης μειοψηφίας σαν την κυρίαρχη άποψη. Περαιτέρω ο ενάγων υπό την ιδιότητά του ως Προέδρου της …………, ως νομικού συμβούλου της Γ.Σ.Ε.Ε. και ως δικηγόρου μεγάλου αριθμού συμβασιούχων επιδίωξε να δώσει στο θέμα των συμβασιούχων δημοσιότητα, δημοσιεύοντας άρθρα και προβαίνοντας σε δηλώσεις στις περισσότερες έγκριτες εφημερίδες της χρονικής εκείνης περιόδου με στόχο την άσκηση κυρίως πολιτικής πίεσης και την κινητοποίηση των συμβασιούχων του Δημοσίου (βλ. άρθρο του ενάγοντα με τίτλο: Συμβασιούχοι: «..» στην εφημερίδα «…………» στο φύλλο της ..-..-…., όπου χαρακτηριστικά αναφέρει: «Για άλλη μία φορά το θέμα των λεγόμενων συμβασιούχων έγινε το θέμα των ημερών. Η κυβέρνηση κινήθηκε σε επίπεδο δηλώσεων τόσο ασαφών που οι ενδιαφερόμενοι, οι δημοσιογράφοι και οι νομικοί αδυνατούν να κατανοήσουν. Όλα μετατέθηκαν στο μέλλον στο επίπεδο προκηρύξεων «ειδικής μεταχείρισης» ανά κατηγορία και υπηρεσία, έτσι που κανείς να μην είναι σίγουρος αν θα συμπεριληφθεί στους «προνομιούχους» ή όχι …….. Η κυβέρνηση διαθέτει όλους τους μηχανισμούς ώστε σε μικρό χρόνο να γνωρίζει τις ανάγκες σε όλο το δημόσιο τομέα, τις ελλείψεις σε προσωπικό και τους συμβασιούχους που καλύπτουν τις ανάγκες αυτές. Είχε υποχρέωση να προχωρήσει σε ρυθμίσεις τακτοποίησης και μονιμοποίησης όλων των συμβασιούχων που καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες βεβαιωμένες από τις υπηρεσίες τους. Οι τρόποι περισσεύουν, αρκεί να υπάρξει πολιτική βούληση. Για το θέμα του τρόπου «μονιμοποίησης» την ίδια στιγμή που ο υπουργός Εσωτερικών αλλά και ο ίδιος ο Πρωθυπουργός μιλούν για αξιοκρατικά κριτήρια, αξίζει κάποιος να τους θυμίσει τον τρόπο που μονιμοποίησαν τους συνεργάτες των βουλευτών πρόσφατα …………… Δύο μέτρα και δύο σταθμά δηλαδή ανάλογα με τις συγκυρίες. Διαφοροποιημένη αξιοκρατία, κύριε Πρωθυπουργέ; Αν η κυβέρνηση θέλει, προσφέρονται πολλοί τρόποι. Ένας από αυτούς είναι η πολυσυζητημένη οδηγία 1999/77/Ε.Κ., για την οποία η συζήτηση βρίσκεται σε εξέλιξη στην επιτροπή του Υπουργείου Εργασίας. Το ερώτημα παραμένει το ίδιο: Υπάρχει πολιτική βούληση ή όχι;», δήλωση του ενάγοντα στην εφημερίδα «………….» του φύλλου της ..-.-.. με την οποία επισημαίνει ότι: η οδηγία αυτή είναι αποτέλεσμα της πίεσης ευρωπαϊκών συνδικάτων και «αφορά τους συμβασιούχους στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα και δίνει λύση στο μεγάλο θέμα της μονιμοποίησης των συμβασιούχων. Ίσως τη μοναδική λύση στο ακανθώδες πρόβλημα της μετατροπής της σχέσης εργασίας σε αορίστου χρόνου», δήλωση του ενάγοντα στην εφημερίδα …..» του φύλλου της …με την οποία επισημαίνει ότι: «Πρέπει να γίνει άμεσα αντιληπτή η υποχρέωση της Ελλάδας να καταστήσει εσωτερικό δίκαιο την οδηγία με αριθμό 77/99 της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη σύννομη εργασιακή αποκατάσταση των συμβασιούχων του ευρύτερου δημοσίου τομέα. Πρόκειται για μεγάλη αριθμητικά κατηγορία εργαζομένων, οι οποίοι απασχολούμενοι με αλληλοδιαδοχικές συμβάσεις επί σειρά ετών καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες των υπηρεσιών απασχόλησής τους. Η συνέχιση της άρνησης της διοίκησης Οργανισμών, ΝΠΔΔ αλλά και τους Ελληνικού Δημοσίου προς συμμόρφωσή τους, δηλαδή για ενσωμάτωση του παράγωγου δικαίου της ΕΕ σύμφωνα με το άρθρο 28 του Συντάγματος, θα μας υποχρεώσει δικηγόρους του Εργατικού Δικαίου αλλά και συμβασιούχους εργαζόμενους να προσφύγουμε στα αρμόδια όργανα της ΕΕ, προκειμένου να συμβάλλουμε στη διασφάλιση του δικαιώματος για εργασιακή αποκατάσταση των χιλιάδων εργαζομένων που αποτέλεσαν εδώ και χρόνια αντικείμενο εργασιακής εκμετάλλευσης και ψηφοθηρικής αντιμετώπισης», δήλωση του ενάγοντα στην εφημερίδα «………….» στο φύλλο της .., δήλωση του ενάγοντα στην εφημερίδα «……………» του φύλλου της …., κ.ά.). Επομένως, εφόσον ο ενάγων εκτέλεσε την ανατεθείσα σ’ αυτόν εντολή από τις συμβασιούχους καθαρίστριες – εντολείς του με την άσκηση αγωγών και τις λοιπές προαναφερόμενες ενέργειές του και οι οποίες είχαν ως συνέπεια την εργασιακή τακτοποίηση των εντολέων του, αυτές όφειλαν να του καταβάλουν την αμοιβή που νόμιμα συμφώνησε με τα ανωτέρω πληρεξούσια – εργολαβικά δίκης. Η πλειοψηφία δε, των εντολέων του συμβασιούχων καθαριστριών κατέβαλαν στον ενάγοντα την αμοιβή του και όσες εξ αυτών αρνήθηκαν την καταβολή της αμοιβής του μετά την έκδοση των προαναφερόμενων δικαστικών αποφάσεων, προέβησαν σε εξώδικο συμβιβασμό με αυτόν, καταβάλλοντάς του την αμοιβή του. Περαιτέρω με την από 05-01-2011 Διάταξη του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Έδεσσας απορρίφθηκαν ως μη νόμιμες οι από .. εγκλήσεις συμβασιούχων – καθαριστριών – εντολέων του ενάγοντα που αρνήθηκαν να του καταβάλλουν τη συμφωνημένη αμοιβή του και ζητούσαν την ποινική δίωξη και τιμωρία του για την πράξη της απάτης κατ’εξακολούθηση, για το λόγο ότι ο ενάγων ανέλαβε εργολαβικά την άσκηση αγωγής, παρά ταύτα μονιμοποιήθηκαν στο Δημόσιο με την έκδοση προεδρικού διατάγματος και παρόλα αυτά αναζητούσε αμοιβές μολονότι δεν είχε συμφωνηθεί προφορικά αυτό, δεχόμενος (ο ανωτέρω Εισαγγελέας Πρωτοδικών) όσα ανωτέρω εκτέθηκαν και ότι πέραν του γεγονότος ότι το αδίκημα της απάτης έχει υποπέσει σε παραγραφή, η μεταγενέστερη κατά το έτος 2008 αναζήτηση των δικηγορικών αμοιβών από τον εγκαλούμενο δικηγόρο δεν στοιχειοθετεί το ως άνω αδίκημα, καθόσον είχε νόμιμο προς τούτο δικαίωμα. Εξάλλου με τη με αριθμό 345/2012 απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών μετά από καταγγελία της «επιτροπής αγώνα καθαριστριών» που εκπροσωπούσε το ……… , απαλλάχτηκε ομόφωνα καθόσον κρίθηκε ότι δεν τέλευε κανένα πειθαρχικό παράπτωμα και δικαιούταν να λάβει νόμιμα τη σύμφωνημένη αμοιβή του. Εξάλλου αποδείχτηκε ότι οι νομικές υπηρεσίες των δικηγόρων της Γ.Σ.Ε.Ε. αφορούσαν τη Γ.Σ.Ε.Ε. ως νομικό πρόσωπο και όχι την υποχρέωση παροχής δωρεάν δικαστικών υπηρεσιών στα εκατομμύρια εργαζόμενους της χώρας για ατομικές τους υποθέσεις. Επομένως αποδείχτηκε ως αληθή τα κάτωθι: ότι ο ενάγων δικαιούταν νόμιμα να λάβει αμοιβή για τις υποθέσεις των συμβασιούχων καθαριστριών που ανέλαβε και με τις οποίες συμφώνησε ως προς την αμοιβή του με έγγραφα πληρεξούσια – εργολαβικά δίκης και με σύμφωνη μένη αμοιβή στις πολλές περιπτώσεις και κατώτερη από τα προβλεπόμενα ελάχιστα όρια δικηγορικής αμοιβής, ότι είναι νόμιμη η συμφωνία με τις συμβασιούχους ότι θα αμειφθεί μόνο σε περίπτωση επιτυχούς έκβασης των υποθέσεων τους και ότι η αμοιβή του θα οφειλόταν με οποιονδήποτε τρόπο κι αν ολοκληρωνόταν η διαδικασία της ένταξης των εντολέων του δηλαδή είτε με την έκδοση δικαστικής απόφασης, είτε με εξώδικο συμβιβασμό, είτε μετά από επιτυχή έκβαση όμοιας υπόθεσης, είτε με νομοθετική ρύθμιση σε περίπτωση, είτε με Σ.Σ.Ε., Κανονισμό Εργασίας κ.λ.π. Αποδείχτηκε δε, αληθές ότι είχε δικαίωμα ως ελεύθερος επαγγελματίας δικηγόρος να αναλάβει τις υποθέσεις των συμβασιούχων καθαριστριών ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι πριν ή μετά την ανάληψη των υποθέσεων τους ανέλαβε και ως νομικός σύμβουλος της Γ.Σ.Ε.Ε. Περαιτέρω, οι ανωτέρω ισχυρισμοί του εναγόμενου αφορούν στο πρόσωπο του ενάγοντα, και παρότι δεν τον κατονόμασε στο επίδικο μέρος της ομιλίας του, η ταυτότητά του προέκυπτε με ακρίβεια και βεβαιότητα, χωρίς να δημιουργείται η παραμικρή αμφιβολία σε όσους παρευρίσκονταν στην προαναφερόμενη εκδήλωση και παρακολούθησαν την ομιλία του, ότι πρόκειται για τον ενάγοντα καθόσον ο τελευταίος ήταν νομικός σύμβουλος της Γ.Σ.Ε.Ε. κατά την επίμαχη χρονική περίοδο στην οποία αναφερόταν ο εναγόμενος και είχε αναλάβει με εργολαβική αμοιβή τη δικαστική επιδίωξη της μονιμοποίησης συμβασιούχων εργαζομένων στο Δημόσιο και ειδικότερα των συμβασιούχων καθαριστριών, γεγονός άλλωστε που δεν αρνείται και ομολογεί ο εναγόμενος στις προτάσεις του. Ο ισχυρισμός του (εναγόμενου) δε, ότι απευθυνόταν σε ένα περιορισμένο ακροατήριο ενός Σωματείου, χωρίς να κατονομάσει τον ενάγοντα, εστιάζοντας κυρίως την κριτική του στο Συνδικάτο (Γ.Σ.Ε.Ε.) και όχι στο νομικό του σύμβουλό του, τηρώντας συνειδητά την ανωνυμία του ενάγοντος και του Συνδικάτου ως πλέον πρόσφορο μέτρο επιμέλειας και προστασίας της προσωπικότητας αυτού (ενάγοντος), πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμος, καθόσον από τους ίδιους τους ισχυρισμούς που περιέχονται στο επίδικο μέρος, της ομιλίας του και με όσα ανωτέρω αποδείχθηκαν, η ταυτότητα του ενάγοντα προέκυπτε με ακρίβεια, οι ισχυρισμοί αφορούσαν κυρίως και κατά κύριο λόγο τον ενάγοντα και η αναφορά του στη συνδικαλιστική οργάνωση (Γ.Σ.Ε.Ε.) έγινε αναφορικά με τη σχέση του ενάγοντα με αυτή και την ανάληψη μπό αυτόν υποθέσεων ενώ ήταν νομικός της σύμβουλος, περαιτέρω δε, την ίδια χρονική στιγμή που ο εναγόμενος εξέφρασε τους ανωτέρω ισχυρισμούς για τον ενάγοντα στην επίδικη ομιλία του, ο τελευταίος απασχολούσε ήδη την ειδησεογραφία τόσο αναφορικά με τους ανωτέρω ισχυρισμούς του εναγόμενου όσο και με την εμπλοκή του στην υπόθεση ………………… , οπότε εύκολα κάποιος συνέδεε το πρόσωπο του ενάγοντα με τους ισχυρισμούς που εξέφρασε γι αυτόν ο εναγόμενος, άλλωστε και σύμφωνα με όσα στις προτάσεις του ισχυρίζεται ο εναγόμενος ο λόγος για τον οποίο διατύπωσε την προσωπική του σκέψη και άποψη για την συμπεριφορά του ενάγοντα ως νομικού συμβούλου Συνδικάτου αποτέλεσε το γεγονός ότι ο Τύπος (δημοσιεύματα σε εφημερίδες) είχε ήδη πριν την ομιλία του (14-02-2008) ασχοληθεί με το συγκεκριμένο ζήτημα. Περαιτέρω, από τα ανωτέρω, αποδεικνύεται η αναλήθεια των πραγματικών περιστατικών τα οποία ο εναγόμενος εξέθεσε στη δημόσια ομιλία για τον ενάγοντα, εν γνώσει της αναλήθειάς τους, καθόσον όπως αποδείχτηκε ανωτέρω ο εναγόμενος γνώριζε την αναλήθεια των περιστατικών που εξέθετε λόγω της νομικής του κατάρτισης, της ιδιότητάς του ως Πρωθυπουργός της χώρας, την ιδιαίτερη ενασχόληση τόσο του ιδίου όσο και των μελών της Κυβέρνησής του με το θέμα των συμβασιούχων (βλ. αναθεώρηση του Συντάγματος του άρθρου 103, όπως αναλυτικά εκτέθηκε ανωτέρω). Περαιτέρω ο εναγόμενος διατύπωσε με κατηγορηματικό τρόπο τα προαναφερόμενα γεγονότα και χρησιμοποίησε προσβλητικές εκφράσεις σε βάρος του ενάγοντα παρότι γνώριζε την αναλήθειά τους. Ειδικότερα η αναφορά του εναγόμενου στον τρόπο που ο ενάγων ασκούσε την επαγγελματική του δραστηριότητα στο κεφάλαιο της ομιλίας του με τίτλο «Η ηθική συμπεριφορά» και η αναφορά του ότι το γεγονός της επιδίωξης από τον ενάγοντα, δικηγόρου συνδικαλιστικών οργανώσεων, καταβολής της αμοιβής του από τους εργαζόμενους παρότι το θέμα ρυθμίστηκε νομοθετικά χωρίς να υπάρξουν δικαστικές ενέργειες και χωρίς αυτός να δικαιούται αμοιβής αποτελεί δείγμα προσαρμοστικής ηθικής που επικρατεί σε ορισμένους χώρους, κατά την κοινή αντίληψη συνιστούν αμφισβήτηση της ηθικής και κοινωνικής αξίας του ενάγοντος. Ενόψει όλων των ανωτέρω στοιχειοθετείται η αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης που τελέστηκε από τον εναγόμενο σε βάρος του ενάγοντος καθόσον διέδωσε ψευδή γι αυτόν γεγονότα όπως ανωτέρω εκτέθηκε, των οποίων γνώριζε την αναλήθεια και τα οποία έβλαψαν την τιμή και υπόληψη του (ενάγοντος), απορριπτόμενων ως ουσία αβάσιμων των σχετικών περί του αντιθέτου ισχυρισμών του εναγόμενου, με συνέπεια περαιτέρω να μην ερευνάται η ένσταση του τελευταίου (εναγόμενου) ότι προέβη στους ισχυρισμούς αυτούς από δικαιολογημένο ενδιαφέρον του που πηγάζει από την προστατευόμενη από το Σύνταγμα (άρθρο 14) και την ΕΣΔΑ (άρθρο 10) ελευθερία έκφρασης, κατά τα αναφερόμενα σχετικά στην παραπάνω νομική σκέψη. Εξάλλου, η ελευθερία της έκφρασης, που επικαλείται ο εναγόμενος με τις προτάσεις του και καθιερώνεται συνταγματικά από τη διάταξη του άρθρου 14 του Συντάγματος, έχει ως όριο τον νόμο, υπό την έννοια ότι δεν είναι επιτρεπτή η έκφραση συκοφαντικής, δυσφημιστικής ή εξυβριστικής γνώμης, καθόσον τούτο προσκρούει στις διατάξεις των άρθρων του Ποινικού Κώδικα που προβλέπουν και τιμωρούν τα εγκλήματα κατά της τιμής (άρθρα 361 επ.), τα οποία έχουν τεθεί χάριν της προστασίας της αξίας του ανθρώπου, κατά τη συνταγματική επιταγή του άρθρου 2 παρ. 1 του Συντάγματος (ΠΠρΑθ 2644/2013 ό.π.), καθώς και του άρθρου 5 παρ. 2 του Συντάγματος, που επιτάσσει την «απόλυτη προστασία» της τιμής όλων όσοι βρίσκονται στην ελληνική επικράτεια, χωρίς βέβαια να παύει να είναι απαραίτητη και εδώ μια εναρμόνιση μεταξύ της προστασίας αυτής αφενός και του δικαιώματος για άσκηση κριτικής αφετέρου (Κώστας Χρυσόγονος, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, εκδ. 1998, σελ. 245). Με βάση τα ανωτέρω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, είναι πρόδηλο ότι το ψευδές περιεχόμενο του επίδικου μέρους της δημόσιας ομιλίας του εναγόμενου στην ετήσια εκδήλωση του ……… …………………..(….) ενώπιον σημαντικών προσώπων της κοινωνικής, πολιτικής και οικονομικής ζωής της χώρας και δημοσιογράφων, το οποίο στη συνέχεια αναπαράχθηκε από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και από τον τύπο και το οποίο περιεχόμενο ο εναγόμενος διατύπωσε και δήλωσε εν γνώσει της αναλήθειας του και του οποίου (περιεχομένου) έλαβαν γνώση οι ανωτέρω, είναι συκοφαντικό και προσβλητικό για τον ενάγοντα, έχοντας, παράλληλα, δημιουργήσει πολλά ερωτηματικά και υπόνοιες σε βάρος του, ως προς την ακεραιότητα του χαρακτήρα του, προσβάλλοντας βάναυσα την τιμή, την κοινωνική και επαγγελματική υπόληψη και την αξιοπρέπειά του και μειώνοντας την προσωπικότητά του στο οικογενειακό, κοινωνικό -και επαγγελματικό του περιβάλλον. Υπό τις εκτεθείσες περιστάσεις, κάτω από τις οποίες εκτυλίχθηκαν τα προπεριγραφέντα πραγματικά περιστατικά, η ανωτέρω συμπεριφορά του εναγόμενου προκάλεσε σοβαρή προσβολή στην προσωπικότητα του ενάγοντος, ως ηθικό και κοινωνικό αγαθό του τελευταίου, οδηγώντας σε ιδιαίτερα σημαντική μείωση της τιμής και της υπόληψης που απολάμβανε μέχρι τότε στο κοινωνικό περιβάλλον του, σε συνάρτηση με την ηλικία, τη μόρφωση, την ατομική, την οικογενειακή και οικονομική κατάστασή του, καθώς και την επαγγελματική απασχόλησή του. Επομένως, στην προκειμένη περίπτωση συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων 57, 59, 71, 299, 914 και 932 του Α.Κ. και ειδικότερα α) η προπεριγραφείσα συμπεριφορά του εναγόμενου είναι παράνομη και υπαίτια, λόγω αντίθεσής της, κατ’ αρχήν, προς τη διάταξη του άρθρου 363 του Π.Κ. ήτοι της τέλεσης από αυτού του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης σε βάρος του ενάγοντος και επιπλέον-ως αντικείμενη στο κατά το άρθρο 914 του Α.Κ. επιβαλλόμενο γενικό καθήκον του να μη ζημιώνει κάποιος άλλο πρόσωπο ή τα προστατευόμενα υλικά ή ηθικά αγαθά αυτού, β) η επίδικη παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του εναγόμενου επέφερε την ηθική βλάβη του ενάγοντος, που συνίσταται στην προσβολή της προσωπικότητάς του, της τιμής και της υπόληψής του, της επαγγελματικής του ακεραιότητας και της εντιμότητάς του και γ) υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος (με την έννοια της πρόσφορης αιτίας) μεταξύ της συμπεριφοράς αυτής και του ανωτέρω επιζήμιου αποτελέσματος (ήτοι της επέλευσης της συγκεκριμένης μη περιουσιακής ζημίας του ενάγοντος). Κατά συνέπεια ο ενάγων έχει νόμιμη αξίωση έναντι του εναγόμενου για την αποκατάσταση της μη περιουσιακής (ηθικής) ζημίας που του προκάλεσε η προπεριγραφείσα αδικοπραξία που τέλεσε ο εναγόμενος σε βάρος του. Ειδικότερα αποδείχθηκε, όπως εκτέθηκε ανωτέρω, ότι εξαιτίας της ανωτέρω συμπεριφοράς του εναγόμενου προσβλήθηκε η προσωπικότητα του ενάγοντος και ειδικότερα η τιμή και η υπόληψή του, η επαγγελματική του ακεραιότητα και εντιμότητα, λαμβανομένης υπόψη της δημόσιας εικόνας του (ενάγοντος) ως ενός έγκριτου δικηγόρου που είχε διατελέσει Πρόεδρος της ένωσης …και νομικός σύμβουλος της Γ.Σ.Ε.Ε., με συνεπή επαγγελματική και κοινωνική διαδρομή και εξαιτίας της ανωτέρω προσβολής ο ενάγων ταλαιπωρήθηκε ψυχικά, δοκίμασε μεγάλη ταραχή, στενοχώρια, απογοήτευση και άγχος και σε περίοδο που ήταν ευρέως γνωστό από τα μέσα μαζικής επικοινωνίας και τον έντυπο τύπο ότι νοσηλευόταν σε ψυχιατρική κλινική λόγω ψυχολογικών προβλημάτων και αντιμετώπιζε ποινική δίωξη σε βάρος του σε βαθμό κακουργήματος και δοκίμασε μεγάλη ψυχική ταλαιπωρία κατά την περίοδο εκείνη προκειμένου να απαλλαγεί από τις σε βάρος του ποινικές κατηγορίες και εξαιτίας της ανωτέρω προσβολής υπέστη ηθική βλάβη, για την εύλογη χρηματική ικανοποίηση της οποίας, ενόψει των παραπάνω συνθηκών (τέλεσης του εν λόγω αδικήματος), του είδους και του μεγέθους της προσβολής που ο ενάγων υπέστη, του βαθμού του πταίσματος του εναγόμενου, της συμπεριφοράς του τελευταίου μετά την αδικοπραξία που διέπραξε, της έλλειψης οποιουδήποτε πταίσματος στο πρόσωπο του ενάγοντος καθώς και των προσωπικών ιδιοτήτων και της οικονομικής κατάστασης των διαδίκων αυτών, το Δικαστήριο κρίνει ότι ο εναγόμενος είναι υποχρεωμένος να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των σαράντα χιλιάδων (40.000,00) ευρώ. Κατ’ακολουθία των ανωτέρω, η αγωγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των σαράντα χιλιάδων (40.000,00) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη ημέρα της επίδοσης της αγωγής, να κηρυχθεί η παρούσα προσωρινά εκτελεστή κατά το αναφερόμενο στο διατακτικό της ποσό, κατά το οποίο το Δικαστήριο κρίνει ότι η καθυστέρηση στην εκτέλεση μπορεί να προκαλέσει σημαντική ζημία στον ενάγοντα και συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι κήρυξής της κατά ένα μέρος προσωρινά εκτελεστής, ενώ η προσωρινή εκτέλεση δε θα βλάψει ανεπανόρθωτα τον ηττημένο διάδικο. Τέλος πρέπει να καταδικαστεί ο εναγόμενος σε μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας των διαδίκων (άρθρα 178, 189, 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ, 63, 68 του ΚώδΔικηγ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι κρίθηκε απορριπτέο.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον εναγόμενο να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των σαράντα χιλιάδων (40.000,00) ευρώ, νομιμοτόκως από την επομένη, της επίδοσης της αγωγής ως την εξόφληση.

ΚΗΡΥΣΣΕΙ την απόφαση προσωρινά εκτελεστή ως προς το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000,00) ευρώ.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον εναγόμενο σε μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντα, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των χιλίων εξακοσίων πενήντα (1.650,00) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα την 21-12-2015

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ