η θέση της ΕΑΔΗΣΥ για την επικείμενη προσπάθεια ενσωμάτωσης των οδηγιών 2014/24 και 23

η θέση της ΕΑΔΗΣΥ για την επικείμενη προσπάθεια ενσωμάτωσης των οδηγιών 2014/24 και 23

Η ΕΑΔΗΣΥ διατύπωσε αναλυτική γνώμη για το ζήτημα της ενσωμάτωσης των οδηγιών και του σχεδίου νόμου που μπορείτε να δείτε εδώ επισημαίνοντας ότι δεν της δόθηκε ο απαιτούμενος χρόνος να ασκήσει την αρμοδιότητά της.

 

ΓΝΩΜΗ 5/2016 (άρθρου 2, παρ. 2, περ. γ, υποπερ. (αα) του Ν.4013/2011)

Η ΕΝΙΑΙΑ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗ ΑΡΧΗ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ

Στην Αθήνα σήμερα, την 19η Απριλίου του έτους δύο χιλιάδες δέκα έξι (2016) ημέρα Τρίτη και ώρα 10.00 π.μ. και επί της οδού Κηφισίας 7 (5ος όροφος), όπου και τα γραφεία της, συνήλθε η ΕΝΙΑΙΑ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗ ΑΡΧΗ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ σε συνεδρίαση μετά από σχετική πρόσκληση του Προέδρου της, η οποία γνωστοποιήθηκε νομίμως σε όλα τα μέλη της Αρχής. Από τα προσκληθέντα μέλη της Αρχής παρέστησαν κατά την συνεδρίαση τα ακόλουθα:

Πρόεδρος: Ράικος Δημήτριος Αντιπρόεδρος: Μπουσουλέγκα Χριστίνα Μέλη: 1. Καραμανλής Ευάγγελος 2. Σταθακόπουλος Δημήτριος 3. Λουρίκας Δημήτριος

Εισηγητές: – Γενική εποπτεία/επιμέλεια επί όλου του σχεδίου νόμου: Ευανθία Σαββίδη, Δικηγόρος, Προϊσταμένη Διεύθυνσης Νομικών Υπηρεσιών Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ., – Βιβλίο Ι: Ευανθία Σαββίδη, Δικηγόρος, Προϊσταμένη Διεύθυνσης Νομικών Υπηρεσιών Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ., – Βιβλίο II: Ευαγγελία Βλάχου, Δικηγόρος, Προϊσταμένη Διεύθυνσης Συντονισμού και Ελέγχου Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ., Μανδράκη Μαρίτα, Αλεξίου Παναγιώτα, δικηγόροι, ειδικοί επιστήμονες της Διεύθυνσης Συντονισμού και Ελέγχου Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ (Βιβλίο ΙΙ), – Βιβλίο III: Ευαγγελία Βλάχου, Δικηγόρος, Προϊσταμένη Διεύθυνσης Συντονισμού και Ελέγχου Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ., – Βιβλίο IV: Ρίτα Κουρή, Δικηγόρος, Προϊσταμένη Τμήματος Ελέγχου Διεύθυνσης Συντονισμού & Ελέγου Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ., Χρυσάνθη Ζαράρη, Γεώργιος Κυρίτσης και Μαρία Παναγοηλιοπούλου, νομικοί, ειδικοί επιστήμονες του Τμήματος Μελετών της Διεύθυνσης Νομικών Υπηρεσιών Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ., – Βιβλίο V: Καλογρίδου Μίνα, Δικηγόρος, Προϊσταμένη Τμήματος Μελετών της Διεύθυνσης Νομικών Υπηρεσιών Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ. και Μουτσοπούλου Ειρήνη, ΕΕΠ Νομικός, της Διεύθυνσης Νομικών 1 Υπηρεσιών Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ.

Σχετ: 1. Τα με αρ. πρωτ. ΣΓ/χρε/38070/2355/8-4-2016, ΣΓ/χρε/31712/1886/22-3-2016 και ΣΓ/χρε/28784/1720/15-3-2016, έγγραφα του Γραφείου Υπουργού Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού, (αρ. πρωτ. Γρ. Πρ. εισερχ. Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ. 69/12-4-2016, 1413/23-3-2016 και 1277/15-3- 2016 αντίστοιχα), με τα οποία διαβιβάσθηκε συνημμένα σχέδιο νόμου με τίτλο “Δημόσιες Συμβάσεις Έργων, Προμηθειών και Υπηρεσιών” (Βιβλία I, II, III και V). 2. Το με αρ. πρωτ. 1269-01/04/2016 έγγραφο του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (αρ. πρωτ. Γρ. Πρ. εισερχ. Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ. 60/4-4-2016), με το οποίο διαβιβάσθηκε συνημμένα το Βιβλίο IV με τίτλο “Έννομη προστασία κατά την σύναψη δημοσίων συμβάσεων” του ως άνω σχεδίου νόμου, μετά της αιτιολογικής έκθεσης για το εν λόγω Βιβλίο.

Θέμα: Αίτημα για διατύπωση γνώμης της Αρχής, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 2 περ. γ’ υποπερ. αα’ του ν. 4013/2011 (Α’ 204), επί σχεδίου νόμου Αίτημα για διατύπωση γνώμης της Αρχής, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 2 περ. γ’ υποπερ. αα’ του ν. 4013/2011, επί σχεδίου νόμου με τίτλο “Δημόσιες Συμβάσεις Έργων, Προμηθειών και Υπηρεσιών”. …/…

Ι. Με τα ως άνω σχετικά έγγραφα διαβιβάζεται το ως άνω σχέδιο νόμου και διατυπώνεται αίτημα περί παροχής γνώμης επί της νομιμότητας των επιμέρους διατάξεών του, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 2 περ. γ’ υποπερ. αα’ του ν. 4013/2011. Σημειώνεται ότι δεν υπεβλήθη στην Αρχή η συνοδός αιτιολογική έκθεση για το σύνολο του σχεδίου νόμου ούτε και η σχετική έκθεση δημόσιας διαβούλευσης προκειμένου να εκτιμηθεί η τυχόν ενσωμάτωση παρατηρήσεων και η σχετική αιτιολογία, αλλά μόνο η αιτιολογική έκθεση για το Βιβλίο IV αυτού.

ΙΙ. Αρμοδιότητα Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ. Σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 2 περ. γ’ υποπερ. αα’ του ν. 4013/2011, «αα) Η Αρχή γνωμοδοτεί επί των διατάξεων σχεδίων νόμων που αφορούν στις δημόσιες συμβάσεις πριν από την κατάθεση τους στη Βουλή. Αν ο αρμόδιος Υπουργός διαφωνεί με τη γνώμη της Αρχής, η Αρχή δύναται να συγκαλεί συσκέψεις, με τη συμμετοχή εκπροσώπων της και εκπροσώπων όλων των συναρμόδιων Υπουργείων με σκοπό την ανταλλαγή και σύγκλιση των απόψεων. Στις εν λόγω συσκέψεις η Αρχή και κάθε συναρμόδιος Υπουργός μπορούν να ζητούν τη συμμετοχή ανεξάρτητων τρίτων, ειδικών σε θέματα δημοσίων συμβάσεων. Οι συσκέψεις αυτές πραγματοποιούνται σε διάστημα δέκα (10) εργάσιμων ημερών από την περιέλευση της πρόσκλησης της Αρχής στους συμμετέχοντες. Η άπρακτη παρέλευση της προθεσμίας αυτής δεν κωλύει τη συνέχιση της διαδικασίας ψήφισης του σχεδίου νόμου. Αν δεν αρθεί η διαφωνία μεταξύ του αρμόδιου Υπουργού και της Αρχής, στη γνώμη της Αρχής προσαρτάται έκθεση του Υπουργού στην οποία περιλαμβάνεται και ειδική αιτιολόγηση κάθε απόκλισης από το περιεχόμενο της γνώμης. Τα εν λόγω έγγραφα συνοδεύουν τα σχέδια νόμων κατά την κατάθεση τους στη Βουλή και αναρτώνται με επιμέλεια της Αρχής στην ιστοσελίδα της. Σε περίπτωση απόκλισης του σχεδίου νόμου από τη γνώμη της Αρχής, η αρμόδια επιτροπή της Βουλής δύναται να καλεί, σύμφωνα με τον Κανονισμό της Βουλής, σε ακρόαση τον Πρόεδρο της Αρχής……. Η γνωμοδοτική αρμοδιότητα της παρούσας περίπτωσης ασκείται μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την περιέλευση των ανωτέρω σχεδίων διατάξεων στην Αρχή, με μέριμνα του οικείου οργάνου. Με την άπρακτη παρέλευση της άνω προθεσμίας τεκμαίρεται η σύμφωνη γνώμη της Αρχής». Το ανωτέρω αναφερόμενο σχέδιο νόμου, ως παρατίθεται κατωτέρω (υπό Παράρτημα Ι), περιλαμβάνει ρυθμίσεις που αφορούν στο σύνολό τους σε ζητήματα προγραμματισμού ανάθεσης και εκτέλεσης 2 δημοσίων συμβάσεων, εμπίπτει στην αρμοδιότητα της Αρχής για παροχή γνώμης, κατ’ άρθρο 2 παρ. 2 περ. γ’ υποπερ. αα’ του ν. 4013/2011. Η Αρχή στο σημείο αυτό επισημαίνει ότι, για την εν λόγω αδιαμφισβήτητα σημαντική νομοθετική μεταρρύθμιση του τομέα των δημοσίων συμβάσεων, δεδομένου ότι το παρόν σχέδιο νόμου της υποβλήθηκε στις 12.4.2016, δεν της δόθηκε ο αναγκαίος και ικανός χρόνος για την μελέτη αυτού, ώστε να ασκήσει επιμελώς την γνωμοδοτική της αρμοδιότητα, εξαντλώντας ενδεχομένως και το προβλεπόμενο από τον νόμο χρονικό διάστημα της προθεσμίας των τριάντα ημερών. Ως εκ τούτου δεν κατέστη εκ μέρους της δυνατή η άρτια και με την δέουσα πληρότητα διατύπωση γνώμης επί ενός τόσο σημαντικού νομοσχεδίου.

ΙΙΙ. Οι κυριότερες συναφείς διατάξεις – Οδηγία 2014/24/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Φεβρουαρίου 2014 σχετικά με τις δημόσιες προμήθειες και την κατάργηση της οδηγίας 2004/18/ΕΚ (L94), – Οδηγία 2014/25/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Φεβρουαρίου 2014 σχετικά με τις προμήθειες φορέων, που δραστηριοποιούνται στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των ταχυδρομικών υπηρεσιών και την κατάργηση οδηγίας 2004/17/ΕΚ, – Οδηγία 89/665/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 21ης Ιουνίου 1989 και της 92/13/ΕΚ του Συμβουλίου της 25ης Φεβρουαρίου 1992, όπως τροποποιήθηκαν με την οδηγία 2007/66/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Δεκεμβρίου 2007 και τα άρθρα 46 και 47 της οδηγίας 2014/23/Ε, – Κανονισμός (ΕΕ) 2015/2170 της 24ης Νοεμβρίου 2015 για την τροποποίηση της οδηγίας 2014/24/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά την εφαρμογή κατώτατων ορίων για τις διαδικασίες σύναψης συμβάσεων, – Κανονισμός (ΕΕ) 2015/2171 της 24ης Νοεμβρίου 2015 για την τροποποίηση της οδηγίας 2014/25/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά την εφαρμογή κατώτατων ορίων για τις διαδικασίες σύναψης συμβάσεων, – Εκτελεστικός Κανονισμός (ΕΕ) 2016/7 της Επιτροπής της 5ης Ιανουαρίου 2016 για την καθιέρωση του τυποποιημένου εντύπου για το Ευρωπαϊκό Ενιαίο Έγγραφο Προμήθειας, – ν. 4370/2016 (Α/37), – ν. 4281/2014 (Α/265), – ν. 4155/2013 (Α/24), – ν. 3886/2010 (Α/173), – ν. 3669/2008 (Α/116), – ν. 3548/2007 (Α/68), – ν. 3310/2005 (Α/30), – ν. 3316/2005 (Α/42), – ν. 2286/1995 (Α/19), – π.δ. 59/2007 (Α/63), – π.δ. 60/2007 (Α/64), – π.δ. 118/2007 (Α/150), – π.δ. 28/1980 (Α/11) και – Απόφαση Υπουργού Εσωτερικών με αρ. 11389/1993 – ΕΚΠΟΤΑ(Β/550)

ΙV. Εισαγωγικές παρατηρήσεις

Με το υπό εξέταση σχέδιο νόμου:

1. μεταφέρονται στην ελληνική έννομη τάξη: 3 ◦ η Οδηγία 2014/24/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Φεβρουαρίου 2014 σχετικά με τις δημόσιες προμήθειες και την κατάργηση της οδηγίας 2004/18/ΕΚ (L94), ◦ η Οδηγία 2014/25/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Φεβρουαρίου 2014 σχετικά με τις προμήθειες φορέων, που δραστηριοποιούνται στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των ταχυδρομικών υπηρεσιών και την κατάργηση οδηγίας 2004/17/ΕΚ και ◦ η οδηγία 89/665/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 21ης Ιουνίου 1989 και της 92/13/ΕΚ του Συμβουλίου της 25ης Φεβρουαρίου 1992, όπως τροποποιήθηκαν με την οδηγία 2007/66/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Δεκεμβρίου 2007 και

2. υιοθετούνται περαιτέρω εθνικές ρυθμίσεις, εφαρμοστικές των διατάξεων των οδηγιών, καθώς και λοιπές ρυθμίσεις του ουσιαστικού και δικονομικού πλαισίου. Ειδικότερα στο Βιβλίο ΙΙ οι ειδικότερες προβλέψεις, ως προς τα είδη των συμβάσεων, ήτοι οι λεπτομερειακοί εθνικοί κανόνες που αφορούν στις συμβάσεις έργων, μελετών, προμηθειών/ υπηρεσιών, περιέχονται, είτε σε μεμονωμένα άρθρα, είτε μέσω παραπομπής στις αντίστοιχες διατάξεις του Βιβλίου Ι. Το εν θέματι σχέδιο νόμου αποτελεί μέρος της προγραμματισμένης μεταρρύθμισης του εθνικού πλαισίου δημοσίων συμβάσεων και της μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο της νέας δέσμης της νομοθετικής μεταρρύθμισης της ενωσιακής νομοθεσίας για τις δημόσιες συμβάσεις (οδηγίες 2014/23/ΕΕ, 2014/24/ΕΕ και 2014/25/ΕΕ). V. Επί της νομιμότητας, της σκοπιμότητας και του περιεχομένου των προτεινόμενων ρυθμίσεων του σχεδίου νόμου Επί της νομιμότητας, της σκοπιμότητας και του περιεχομένου των προτεινόμενων ρυθμίσεων του σχεδίου νόμου διατυπώνονται οι ακόλουθες παρατηρήσεις (σημειώνεται ότι η παρούσα δεν έχει συμπεριλάβει λεπτομερείς νομοτεχνικές, συντακτικές, ή άλλες σε σφάλματα εκ παραδρομής παρατηρήσεις, αλλά εξ αυτών μόνο όσες είναι κεντρικής ή δομικής σημασίας). Α. Γενικές παρατηρήσεις 1. Η απλοποίηση του νομοθετικού πλαισίου ως στρατηγικός στόχος της Εθνικής Στρατηγικής για τις δημόσιες συμβάσεις και της προγραμματισμένης μεταρρύθμισης του εθνικού πλαισίου δημοσίων συμβάσεων με την μεταφορά στο εθνικό δίκαιο και της νέας δέσμης της σχετικής νομοθετικής μεταρρύθμισης της ενωσιακής νομοθεσίας (οδηγίες 2014/23/ΕΕ, 2014/24/ΕΕ και 2014/25/ΕΕ), σύμφωνα με το υποβληθέν σχέδιο νόμου, δεν έχει γίνει στο αναμενόμενο βαθμό, ώστε να μπορέσει να εφαρμοστεί ο νόμος ενιαία από όλους όσους αναθέτουν δημόσιες συμβάσεις. Ειδικότερα, επεκράτησε η λογική, ακόμα και σε θέματα που σχετίζονται με την ανάθεση των συμβάσεων, της διατήρησης εν πολλοίς ειδικών διατάξεων του ν. 3669/2008, του ν. 3316/2005 και του πδ 118/2007, αντί ενός περισσότερο περιορισμένου φάσματος ρυθμίσεων, με ενιαία προσέγγιση και με συμπλήρωση ακολούθως της ρυθμιστικής παρέμβασης μέσω προτυποποιημένων συμβατικών τευχών και τεχνικών προδιαγραφών. Ως εκ τούτου, μετά την ψήφιση του νέου νόμου αναμένεται να ακολουθήσουν εξαιρέσεις και παρεκκλίσεις με αποτέλεσμα να επέλθει, σε μικρότερο ίσως βαθμό, η διαμόρφωση εκ νέου ειδικών καθεστώτων και πολυνομίας. Στη λογική της απλοποίησης και ενοποίησης της νομοθεσίας κομβικό ρόλο παίζουν τα πρότυπα τεύχη υποχρεωτικής ή μη εφαρμογής. Σε άλλες έννομες τάξεις, όπου η ενοποίηση των κανόνων έχει επιτευχθεί σε ικανοποιητικότερο βαθμό (πχ μέσω Κωδίκων που δεν μπαίνουν σε λογικές εξαντλητικής ρύθμισης), οι αναθέτουσες αρχές είναι εξοικειωμένες με τη χρήση προτύπων τευχών, όχι μόνο για τα έργα, αλλά και για τις προμήθειες και υπηρεσίες. Επομένως, η επίτευξη του στόχου για έναν ενιαίο απλοποιημένο νόμο επιτυγχάνεται σε ορισμένο βαθμό με το παρόν νομοσχέδιο, αλλά θα πρέπει να επιβεβαιωθεί ακολούθως στην πράξη, σε ποιο βαθμό θα εισαχθούν παρεκκλίσεις από την ενιαία εφαρμογή του. 4 2. Ως προς τη δομή του Βιβλίου I (μεταφορά οδηγίας 2014/24 και εθνικές διατάξεις) του υπό εξέταση σχεδίου νόμου, εξεταζομένου σε αντιπαραβολή με το Βιβλίο ΙI (μεταφορά οδηγίας 2014/25 και εθνικές διατάξεις) αυτού, παρατηρούνται διαφορές (ακόμα και μεταξύ άρθρων των οδηγιών, βλ. ενδεικτικά αρ. 19, 22, 36, 37, 25, 270, 271, 274, 275). Διαφορές όμως παρατηρούνται συχνά και στο περιεχόμενο αυτών, χωρίς προφανή λόγο. Ιδίως δε επισημαίνεται ότι το Βιβλίο I διαρθρώνει σε ιδιαίτερη ενότητα τις συμβάσεις κάτω των ορίων εφαρμογής της οδηγίας 2014/24/ΕΕ, σε αντίθεση με το Βιβλίο II. Για λόγους ομοιόμορφης εφαρμογής δικαίου και ασφάλειας αυτού, κρίνεται σκόπιμο η υιοθέτηση κοινής δομής, σειράς άρθρων και περιεχομένου, εκτός αν η διαφοροποίηση επιβάλλεται από το διαφορετικό αντικείμενο και τη φύση των δύο κατηγοριών συμβάσεων.

3. Σκόπιμο είναι να ακολουθείται σε όλο το σχέδιο νόμου, ιδίως δε στο Μέρος Β του Βιβλίου I, ενιαία ορολογία, ιδίως με βάση τους ορισμούς που τίθενται στο άρθρο 2 αυτού (βλ. ενδεικτικά: έγγραφα της σύμβασης και όχι συμβατικά τεύχη, διαγραφή αναφοράς στον όρο “σύστημα”, δεδομένου ότι για τις σχετικές ρυθμίσεις δεν γίνεται χρήση του όρου αυτού στις διατάξεις του Μέρους Α του Βιβλίου I).

4. Σε ορισμένες περιπτώσεις παρατηρείται η τάση για εξαντλητική και άκρως λεπτομερειακή ρύθμιση (π.χ. αρ. 109 109Α, 110), η οποία θα μπορούσε να αποτελεί αντικείμενο κανονιστικής ρύθμισης (δια της οδού της νομοθετικής εξουσιοδότησης) ή ακόμα και εγκύκλιων – κατευθυντήριων οδηγιών από τα καθ’ ύλην αρμόδια Υπουργεία ή την Αρχή. 5. Κατά την τελική επεξεργασία του σχεδίου νόμου θα πρέπει να ληφθεί υπόψη το κείμενο των διορθώσεων (corrigendum) στις μεταφραστικές αστοχίες του ελληνικού κειμένου των οδηγιών 2014/24/ΕΕ και 2014/25/ΕΕ, το οποίο σε συνέχεια κοινού αιτήματος Ελλάδας Κύπρου, υποβλήθηκε στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο προκειμένου να δημοσιευθεί ως Διορθωτικό στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (παραρτήματα ΙΙ και III της παρούσας).

Β. Επί συγκεκριμένων διατάξεων

Άρθρο 1 Αντικείμενο – Πεδίο Εφαρμογής Άρθρο 1 παρ. 7: Η εφαρμογή των διατάξεων του Βιβλίου Ι “κατ’ αναλογία και στο μέτρο που δεν έρχεται σε αντίθεση στις διατάξεις του παρόντος Βιβλίου”, επιρρίπτει το βάρος της ερμηνείας και κρίσης, κατά πε- ρίπτωση, του πότε και κατά πόσον μια διάταξη του Βιβλίου Ι έρχεται σε αντίθεση με τις διατάξεις του Βιβλίου ΙΙ, στους αναθέτοντες φορείς κατά την εφαρμογή του νόμου.

Σκοπός της τεθείσας, στο εδάφιο β της παραγράφου 7, παρέκκλισης θα έπρεπε να είναι η δυνατότητα των αναθετόντων φορέων να ζητούν και να λαμβάνουν, λόγω αντικειμενικής και αιτιολογημένης αδυναμίας εφαρμογής διατάξεων του Μέρους Β του Βιβλίου Ι (ιδίως με γνώμονα το γεγονός ότι οι αναθέτοντες φορείς, κατά το πλείστον ανώνυμες εταιρίες, ορισμένες εκ των οποίων είναι εισηγμένες εταιρίες στο Χρηματιστήριο και οι οποίες διοικούνται από Διοι- κητικά Συμβούλια και διέπονται από κανόνες εταιρικής διακυβέρνησης και ιδιωτικής οικονομίας), εξαίρεση από αυτές. Ωστόσο το προτεινόμενο σχέδιο νόμου περιλαμβάνει τις διαδικασίες ανάθεσης, ανά είδος σύμ- βασης, στο Μέρος Α του Βιβλίου Ι.

Το γεγονός αυτό έχει ως συνέπεια να μην είναι δυνατή η υποβολή αιτιο- λογημένου αιτήματος για παρέκκλιση από διατάξεις ανάθεσης, καθιστώντας το εδάφιο γ της παραγράφου 7 εφαρμοστό μόνο στην εκτέλεση της σύμβασης. Σε κάθε περίπτωση, η ύπαρξη διατάξεων του Μέρους Α του Βιβλίου I, που εμπεριέχουν έννοιες και όργανα, τα οποία δεν υφίστανται ή δεν προσιδιάζουν στους αναθέτοντες φορείς, χωρίς δυνατότητα παρέκκλισης, εμπεριέχει κίνδυνο επιπλέον σύγχυσης ως προς τις εφαρμοστέες διατάξεις. 5 Εκ των ανωτέρω προκύπτει η ανάγκη αφενός ένταξης της ως άνω διάταξης της παρα. 7 του άρθρου 1, στο άρθρο ως παράγραφος 7 και αφετέρου επαναδιατύπωσής της ως ακολούθως: “7. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού και του κατά περίπτωση εποπτεύοντος Υπουργού, κα τόπιν αιτιολογημένου αιτήματος αναθέτοντος φορέα, είναι δυνατή η παρέκκλιση από διατάξεις των άρ- θρων […]1 . Στο αίτημα του αναθέτοντος φορέα περιλαμβάνονται οι λόγοι που καθιστούν αναγκαία την αι- τούμενη παρέκκλιση, λόγω της νομικής φύσης του φορέα, ή/και του αντικειμένου των συμβάσεων.” Προτείνεται δε η ρητή αναφορά στις επιμέρους διατάξεις από τις οποίες μπορεί να χωρέσει η παρέκκλιση, για λόγους ασφάλειας δικαίου και οριοθέτησης της εξουσιοδοτικής διάταξης της παραγράφου 7. Τέλος, υπενθυμίζεται ότι η προς έκδοση απόφαση που θα θεσπίζει την παρέκκλιση ελέγχεται σε κάθε πε- ρίπτωση πριν την έκδοση της από την Ενιαία Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Συμβάσεων, προκειμένου να δια- σφαλίζεται η συμφωνία αυτής με το ενωσιακό δίκαιο, λαμβανομένης υπόψη και της ομοιόμορφης τήρη- σης των διατάξεων του προτεινόμενου σχεδίου νόμου.

Άρθρο 2 Ορισμοί Άρθρο 2 παρ. 1 περ. (7) εδάφιο (β): Το εδάφιο (β) της διάταξης αποτελεί εθνική ρύθμιση, συμπληρωματική στην έννοια του “έργου” που δίδεται στην οδηγία και ενσωματώνεται στο εδάφιο (α). Η προσθήκη του εδαφίου (β) δεν διευκρινίζει περαιτέρω την έννοια του έργου, αντιθέτως ενδεχομένως και να έρχεται σε αντίθεση με την έννοια αυτού, καθώς προβλέπεται ότι αφορά και “συντηρήσεις και λειτουργία υποδομών”. Περαιτέρω επισημαίνεται ότι στην προηγούμενη περ. (6) του άρθρου 2 που δίδεται ο ορισμός της έννοιας της “εκτέλεσης έργων”, ρητά σχετίζονται τα έργα με συγκεκριμένους κωδικούς CPV που αναφέρονται στο παράρτημα Ι του σχεδίου νόμου. Συνεπώς το εδάφιο (β) μάλλον σύγχυση και ζητήματα ερμηνείας και ορθής εφαρμογής της έννοιας του “έργου” κατά το ενωσιακό δίκαιο θα προκαλέσει, παρά διευκρινίζει την έννοια του “έργου” και της “εκτέλεσης εργασιών”. Προτείνεται η απάλειψή του. Άρθρο 2 παρ. 1 περ. (8): Στο άρθρο των ορισμών, έχει προστεθεί η περίπτωση (8) “δημόσιες συμβάσεις εκπόνησης μελετών και λοιπών συναφών επιστημονικών υπηρεσιών”, καθώς και παράρτημα I του Προσαρτήματος Γ όπου περιγράφονται ανά CPV. Δεδομένου ότι η διάκριση των συμβάσεων υπηρεσιών: (α) σε υπηρεσίες εκπόνησης μελετών και τεχνικές και λοιπές συναφείς επιστημονικές υπηρεσίες και (β) σε όλες τις λοιπές υπηρεσίες είναι προτεινόμενη διάκριση του εθνικού δικαίου, την οποία δεν γνωρίζει η οδηγία, θα πρέπει, για λόγους ασφάλειας δικαίου, καθώς τυγχάνουν εφαρμογής διαφορετικές -εθνικές- διατάξεις ανάλογα με τον χαρακτηρισμό μίας υπηρεσίας ως (α) ή ως (β) οι μεν να είναι σαφώς διακριτές από τις δε, με καθορισμό ει δυνατόν διαφορετικών CPV. Ταυτόχρονα προβλέπονται, επίσης αναφορικά με τις ως άνω συμβάσεις, στην περίπτωση (15) της παραγράφου 3 του ίδιου άρθρου, οι κατηγορίες μελέτης και λοιπών συναφών επιστημονικών υπηρεσιών. Για λόγους ασφάλειας δικαίου και ομοιογένειας στο σχέδιο νόμου, προτείνεται η συσχέτιση των μελετών και υπηρεσιών του παραρτήματος I του Προσαρτήματος Γ με τις κατηγορίες της περίπτωσης (15) της παραγράφου 3 του άρθρου 2. 1 Να συμπληρωθούν οι συγκεκριμένες διατάξεις από τις οποίες δύναται να θεσπισθεί παρέκκλιση και στις οποίες δεν θα πρέπει να περιλαμβάνονται όσες αποτελούν ενσωμάτωση διατάξεων της οδηγίας 2014/25/ΕΕ. 6 Άρθρο 2 παρ. 1 περ. (31): Βλ. παρακάτω τελικές παρατηρήσεις (1). Άρθρο 2 παρ. 1 περ. (34) και (36): Καθώς οι ορισμοί του ΕΣΗΔΗΣ και του ΚΗΜΔΗΣ προβλέπονται αντίστοιχα και στο σν για την “Ανάθεση και εκτέλεση συμβάσεων παραχώρησης έργων και υπηρεσιών – Μεταφορά στην ελληνική έννομη τάξη της οδηγίας 2014/23/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Φεβρουαρίου 2014 σχετικά με την ανάθεση συμβάσεων παραχώρησης (ΕΕ L 94/1/28.3.2014)”, επιβάλλεται χάριν ενοποίησης να είναι κοινοί. Δεδομένου ότι η χρήση του ΕΣΗΔΗΣ είναι προαιρετική για τις παραχωρήσεις και υποχρεωτική για τις δημόσιες συμβάσεις και συμβάσεις εξαιρούμενων τομέων, κρίνεται σκόπιμο για λόγους ενότητας και ομοιόμορφης εφαρμογής του δικαίου και ασφάλειας αυτού, να επαναδιατυπωθούν οι ορισμοί (βλ. σχετ. Γνώμη 2/2016 της Αρχής). Στην περ. 36 που ορίζεται η έννοια του ΚΗΜΔΗΣ, προτείνεται η διαγραφή της αναφερόμενης στο ΚΗΜΔΗΣ φράσης “μέρος του ΕΣΗΔΗΣ”, καθώς πρόκειται για διακριτά συστήματα που επιτελούν διαφορετικές λειτουργίες (αποθετήριο εγγράφων έναντι πλατφόρμας διεξαγωγής διαδικασιών ανάθεσης)και καθώς από άποψη περιεχομένου δεν ταυτίζονται. Για παράδειγμα, συμβάσεις κάτω των 60.000 ευρώ, συμβάσεις παραχώρησης όπου το ΕΣΗΔΗΣ χρησιμοποιείται προαιρετικά,συμβάσεις έργων και μελετών, δεν αποτελούν περιεχόμενο του ΕΣΗΔΗΣ, ενώ υποχρεωτικά αναρτώνται στο ΚΗΜΔΗΣ (υπερσύνολο).

Τέλος στους ορισμούς του άρθρου 2 να προστεθεί ορισμός για την Εθνική Βάση Δεδομένων Δημοσίων Συμβάσεων κατά αντιστοιχία με τον ορισμό του άρθρου 2 περ. 16 του σν για τις παραχωρήσεις και με την προτεινόμενη η προσθήκη φράσης, στην οποία να αποτυπώνεται ότι το ΕΣΗΔΗΣ και το ΚΗΜΔΗΣ συνδέονται με αυτήν. Αναδιατύπωση: “[…] νοείται η βάση δεδομένων που αναφέρεται στο εδάφιο […] και μέρος της οποίας είναι το ΚΗΜΔΗΣ και το ΕΣΗΔΗΣ”. Άρθρο 2 παρ. 3 περ. (7): ο ορισμός “προεκτιμώμενη αμοιβή” να αντικατασταθεί από την “εκτιμώμενη αξία” συμφώνως προς τα άρθρα 4 και 5 της Οδηγίας 2014/24/ΕΕ. Άρθρο 2 παρ. 3 περ. (15): Στις κατηγορίες των μελετών και συναφών υπηρεσιών κρίνεται σκόπιμη η αναδιατύπωση “… νοούνται ιδίως οι ακόλουθες …..” , προκειμένου ο κατάλογος να μπορεί να εμπλουτίζεται και με άλλες κατηγορίες αναλόγως των τεχνολογικών προσεγγίσεων ή όπως αναφέρεται στο άρθρο 70 παρ.2 να μπορούν να διαιρούνται ή να ενοποιούνται εν γένει οι εν λόγω κατηγορίες. Άρθρο 19 Επιλογή των διαδικασιών (άρθρο 19 Οδηγίας 2014/24/ΕΕ)Άρθρο 19 παρ. 2 : Η απαίτηση ειδικά στις διαδικασίες σύναψης συμβάσεων μελετών ή παροχής τεχνικών υπηρεσιών για την πλήρωση απαιτήσεων της παρ. 3 του άρθρου 70 από όλα τα μέλη της ένωσης, αποτελεί αδικαιολόγητο περιορισμό και έρχεται σε αντίθεση με το άρθρο 63 της Οδηγίας 2014/24/ΕΕ και το άρθρο 72 του παρόντος νόμου. Αρκεί να ικανοποιούνται από ένα εκ των μελών “….μια ένωση οικονομικών φορέων … μπορεί να στηρίζεται στις ικανότητες των συμμετεχόντων στην ένωση ή άλλων φορέων” . Άρθρο 26 Επιλογή των διαδικασιών (άρθρο 26 Οδηγίας 2014/24/ΕΕ) Βλ. παρακάτω τελικές παρατηρήσεις (2).

7 Γενική παρατήρηση για τα άρθρα 36-38: Θα ήταν ορθότερο, από άποψη δομής του σ/ν, τα άρθρα 36 έως και 38 να έπονται του άρθρου 22, ώστε να μην χάνεται η συνοχή και να μη βρίσκονται διάσπαρτες οι διατάξεις σχετικά με τα ηλεκτρονικά μέσα επικοινωνίας. Άλλωστε, τόσο το ΕΣΗΔΗΣ, όσο και το ΚΗΜΔΗΣ αποτελούν εθνικά συστήματα (α) για τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες και ιδίως για την ηλεκτρονική υποβολή και (β) για τη δημοσίευση των προκηρύξεων σε εθνικό επίπεδο, στο πλαίσιο όλων των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων, είτε χρησιμοποιούνται, είτε όχι οι τεχνικές και τα εργαλεία για ηλεκτρονικές και συγκεντρωτικές δημόσιες συμβάσεις που παρέχει η οδηγία (άρθρα 33-42 σχεδίου νόμου). Τα δύο αυτά συστήματα άλλωστε, δεν εντάσσονται στην έννοια αυτή όπως αποτυπώνεται στην οδηγία (τεχνικές και τα εργαλεία για ηλεκτρονικές και συγκεντρωτικές δημόσιες συμβάσεις). Στρατηγική επιλογή της πολιτείας θα πρέπει να είναι η λειτουργία ενός ενιαίου Ολοκληρωμένου Πληροφοριακού Συστήματος, ήτοι αυτό της Εθνικής Βάσης Δεδομένων Δημοσίων Συμβάσεων, ο σχεδιασμός και η λειτουργία του οποίου τώρα και στο διηνεκές να γίνεται από την ΕΑΑΔΗΣΥ (μετεξέλιξη των σημερινών ΚΗΜΔΗΣ-ΔΙΑΥΓΕΙΑ στην ΕΒΔΔΣ) ως βασικό εργαλείο εκπλήρωσης του σκοπού της και ανάπτυξης των αρμοδιοτήτων της, για την εξασφάλιση αξιόπιστων και επίκαιρων δεδομένων με το μικρότερο διοικητικό κόστος και την ελαχιστοποίηση των αστοχιών, για την αποτελεσματική παρακολούθηση του τομέα και για την παρέμβαση για την διαρκή βελτίωσή του. Μέχρι σήμερα τα περισσότερα Υπουργεία διεκδικούν την υλοποίηση ή τη λειτουργία πληροφοριακών συστημάτων καταγραφής ή και καταχώρησης δεδομένων για τις δημόσιες συμβάσεις, δίχως ενιαίες προδιαγραφές και ενιαία στόχευση και κυρίως χωρίς διασύνδεση μεταξύ τους. Αποτέλεσμα, εκτός από το τεράστιο διοικητικό φορτίο και τις περιττές δαπάνες υλοποίησης, είναι βασικά η αδυναμία να υπάρχει ένα Ολοκληρωμένο Πληροφοριακό Σύστημα από το οποίο να εξάγονται χρήσιμα συμπεράσματα για τον συνολικό κύκλο ζωής μιας δημόσιας σύμβασης. Έτσι, παρά τις επιμέρους προσπάθειες (Εθνική Βάση Δεδομένων, ΚΗΜΔΗΣ, ΔΙΑΥΓΕΙΑ κά), σήμερα η πολιτεία δεν γνωρίζει με ακρίβεια ακόμα και τα πιο απλά, όπως πόσες είναι οι αναθέτουσες αρχές, πόσες συμβάσεις ανατέθηκαν, σε τι προϋπολογισμό και πότε ολοκληρώθηκαν και αποπληρώθηκαν (βλ. παρακάτω προτεινόμενη προσθήκη στο άρθρο 38).

Άρθρο 36 Υποχρέωση χρήσης – Λειτουργία ΕΣΗΔΗΣ Άρθρο 36 παρ. 7: Εισάγεται κράτηση υπέρ της Γενικής Διεύθυνσης Δημοσίων Συμβάσεων και Προμηθειών (του Υπουργείου Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού , το οποίο δεν αναφέρεται ρητά, οπότε ορθότερη θα ήταν η συμπλήρωσή του) ποσοστού 0,03%. Η ρύθμιση για την εν λόγω παρακράτηση δεν φαίνεται να έχει μία επαρκή αιτιολογική βάση, ενώ επιφέρει οικονομικό και διοικητικό κόστος στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων. Επιπλέον σημειώνεται ότι και γι’ αυτό το θέμα η εισαγωγή της εν λόγω κράτησης δεν αναφέρεται στο αντίστοιχο άρθρο 274 του Βιβλίου ΙΙ. Επομένως, προτείνεται να απαλειφθεί εισαγωγή της εν λόγω κράτησης. Άρθρο 37 Πολιτική ασφαλείας ΕΣΗΔΗΣ

Άρθρο 37 παρ. 4: Η παρ. 4 ρυθμίζει θέματα τεχνικής αδυναμίας λειτουργίας του ΕΣΗΔΗΣ για λόγους ανωτέρας βίας και αναφέρει ενδεικτικά τρόπους, τους οποίους μπορεί να χρησιμοποιήσει η αναθέτουσα αρχή για την επίλυση των θεμάτων αυτών. Η θεσμοθέτηση της πιστοποίησης της εν λόγω αδυναμίας από τον ίδιο το διαχειριστή του συστήματος, σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει να θεωρηθεί ότι εξαντλεί τα μέσα απόδειξης της συνδρομής των λόγων ανωτέρας βίας. 8

Άρθρο 38 Κεντρικό Ηλεκτρονικό Μητρώο Δημοσίων Συμβάσεων (ΚΗΜΔΗΣ) Προτείνεται η εισαγωγή σχετικής διάταξης στο άρθρο 38 “Το ΚΗΜΔΗΣ περιέρχεται στην Ενιαία Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Συμβάσεων (ΕΑΑΔΗΣΥ) και αποτελεί μέρος της Εθνικής Βάσης Δεδομένων Δημοσίων Συμβάσεων (ΕΒΔΔΗΣΥ)”.

Άρθρο 38 παρ. 5: Σημειώνεται ότι θα πρέπει να εξεταστεί, για τη συνάφεια των λόγων, η πρόβλεψη εσωτερικού διαβαθμισμένου σύστηματος και για τις απόρρητες συμβάσεις του Υπουργείου Εξωτερικών, στο πρότυπο του αντίστοιχου συστήματος του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας της παρ. 5 του άρθρου 38. Άρθρο 41 Ειδικές ρυθμίσεις σχετικά με τις συγκεντρωτικές αγορές και τον προγραμματισμό δημοσίων συμβάσεων Άρθρο 41 παρ. 2: Στην παράγραφο 5 του άρθρου 292, για τα ίδια, με το άρθρο 41.2, θέματα προβλέπεται εξουσιοδότηση στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και όχι στους καθ’ ύλην αρμόδιους Υπουργούς. Για λόγους ομοιομορφίας, θα πρέπει η εξουσιοδότηση να παρέχεται προς το ίδιο όργανο. Άρθρο 41 παρ. 6: Ομοίως και το άρθρο 295, που ρυθμίζει αντίστοιχα, με το άρθρο 41, θέματα για τις συμβάσεις του Βιβλίου II, έχει διαφορετικό περιεχόμενο, και ως εκ τούτου, για λόγους ενιαίας αντιμετώπισης και ομοιομορφίας, θα πρέπει να υιοθετηθεί κοινή διατύπωση και περιεχόμενο.

Άρθρο 43 Συγκρότηση και τήρηση φακέλου δημόσιας σύμβασης Άρθρο 43 παράγραφος 4: Η εν λόγω διάταξη αποτελεί ενσωμάτωση του άρθρου 84 παρ. 2 της Οδηγίας 2014/24/ΕΕ σχετικά με την διακυβέρνηση. Προτείνεται για την τήρηση των εγγράφων και στοιχείων ο ορι- σμός περιόδου 3 ετών από την ημερομηνία οριστικής παραλαβής. Με τον ίδιο τρόπο προβλέπεται και η σχετική διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 296 του Βιβλίου ΙΙ. Άρθρο 61 Δημοσίευση σε εθνικό επίπεδο (άρθρο 52 Οδηγίας 2014/24/ΕΕ)

Άρθρο 61 παράγραφος 6: Δεδομένης και της διόρθωσης της παράγραφου 12 του άρθρου 274, όπου “12. Κατ’ εξαίρεση, εφόσον οι αναθέτοντες φορείς λειτουργούν δικά τους ηλεκτρονικά μέσα επικοινωνίας …..εί- ναι δυνατή η παρέκκλιση από την υποχρέωση εκτέλεσης των επικοινωνιών καθώς και των ανταλλαγών πληροφοριών δυνάμει του παρόντος Βιβλίου, μέσω του ΕΣΗΔΗΣ.”, το ΕΣΗΔΗΣ δεν θα μπορέσει να λειτουρ- γήσει ως εθνικό πληροφοριακό σύστημα e -sender. Αντ’αυτού προτείνεται να εξεταστεί τη λειτουργία αυτή να επιτελέσει το ΚΗΜΔΗΣ.

Άρθρο 121 Τεχνική επάρκεια αναθετουσών αρχών στις δημόσιες συμβάσεις έργων και μελετών Άρθρο 121 παρ. 2: Διαπιστώνονται ορισμένες ασάφειες, ως προς τη διάταξη αυτή, οι οποίες δέον όπως συμπληρωθούν: (α) Θα πρέπει να οριστεί το όργανο που διαπιστώνει την επάρκεια ή μη των τεχνικών υπηρεσιών, (β) Θα πρέπει να οριστεί με ποια κριτήρια και σε ποιες περιπτώσεις την αρμοδιότητα της σύναψης σύμβασης αναλαμβάνει ο εποπτεύον φορέας, ή η περιφέρεια ή άλλος φορέας του κεντρικού 9 δημόσιου τομέα., (γ) Θα πρέπει να διευκρινιστεί αν η ρύθμιση αυτή τυγχάνει εφαρμογής και για τους αναθέτοντες φορείς, καθώς δεν έχει περιληφθεί στο Βιβλίο II αντίστοιχη διάταξη. Επιπλέον, επισημαίνεται ότι η επιβολή ποινικών ρητρών από έναν δημόσιο φορέα σε έναν άλλο, σε περίπτωση “υπαίτιας πλημμελούς εκπλήρωσης” καθηκόντων του τελευταίου αποτελεί πρόβλεψη που δε συνάδει με τη φύση της μεταξύ τους σχέσης, ως δημοσίου δικαίου, ομοίως δε όροι όπως “ποινικές ρήτρες” και “εντολή” εμπίπτουν στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου και ρυθμίζονται ιδίως στον Αστικό Κώδικα και δεν κρίνεται σκόπιμο να ρυθμίζουν σχέσεις δημοσίου δικαίου. Άλλωστε, λόγω του αμιγώς δημόσιου χαρακτήρα των τεχνικά επαρκών αναθετουσών αρχών/φορέων/υπηρεσιών, η έννοια της επιβολής ποινικών ρητρών, δεν μπορεί να καταστεί σαφές σε τι θα αφορά και ποιους τελικώς θα “τιμωρεί”, καθώς οι δημόσιοι φορείς δεν διαχειρίζονται ιδιωτικά χρήματα, αλλά κονδύλια του κρατικού προϋπολογισμού με γνώμονα το δημόσιο συμφέρον, ήτοι το συμφέρον των πολιτών/ιδιωτών/επιχειρήσεων και όχι ίδια συμφέροντα, (έτσι για παράδειγμα η ενδεχόμενη επιβολή μείωσης του προϋπολογισμού μίας “υπαίτιας” υπηρεσίας, δια της επιβολής ποινικής ρήτρας, αποτελεί μείωση του ενός και ενιαίου κρατικού προϋπολογισμού). Συνεπώς απαιτείται είτε η απάλειψή τους, είτε η διευκρίνιση της έννοιάς τους στο άρθρο των ορισμών και ο τρόπος εφαρμογής τους στις υπό εξέταση διατάξεις (τι σημαίνει, πως αποδεικνύεται και στο πρόσωπο ποιού φυσικού προσώπου εν τέλει κρίνεται η υπαιτιότητα ενός δημόσιου νομικού προσώπου). Τέλος, επισημαίνεται ότι η διάταξη αυτή αφορά μόνο τις δημόσιες συμβάσεις έργων και μελετών του Βιβλίου I, μη υπαρχούσης αντίστοιχης ρύθμιση ούτε για τις συμβάσεις παροχής προμηθειών ή υπηρεσιών του ίδιου Βιβλίου, ούτε για τις συμβάσεις του Βιβλίου II.

Άρθρο 47Α Μικτές δημόσιες συμβάσεις μελέτης και κατασκευής έργου Άρθρο 47Α παρ. 1 : Η διάταξη του προτελευταίου εδαφίου της παραγράφου 1 και η εξουσιοδοτική διάταξη κρίνεται ότι περιορίζουν, χωρίς αποχρώντα λόγο, την διακριτική ευχέρεια κάθε αναθέτουσας αρχής να αποφασίσει τη δημοπράτηση μίας μικτής σύμβασης που θα περιλαμβάνει τόσο στοιχεία σύμβασης μελέτης όσο και σύμβασης κατασκευής του έργου βάσει αυτής, για την συγκεκριμένη κατηγορία έργων (κτιριακά και αναπλάσεως). Περαιτέρω, από τη διατύπωση του εδαφίου αυτού, δύναται να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η μη εφαρμογή της παραγράφου 1 για τις εν λόγω κατηγορίες έργων αφορά τη μη εφαρμογή των προϋποθέσεων (α) έως (γ), ήτοι ότι η προσφυγή για τις εν λόγω κατηγορίες καθίσταται άνευ όρων. Άρθρο 63 Διαβούλευση επί των δημοσιευμένων εγγράφων σύμβασης έργου

Άρθρο 63: Συναφώς με την εν λόγω διάταξη, απλώς επισημαίνεται η ανάγκη για τυχόν επανεξέταση των προθεσμιών που προβλέπει το άρθρο αυτό, καθώς, ιδίως σε διαδικασίες σύναψης δημοσίων συμβάσεων κάτω των ορίων της οδηγίας ή άνω των ορίων με χρήση της επιτρεπόμενης σύντμησης προθεσμιών, οι εδώ προβλεπόμενες υποχρεωτικές και αποκλειστικές προθεσμίες δύναται να επιμηκύνουν υπέρμετρα τις σχετικές διαδικασίες, οι οποίες οριζόντια στο δίκαιο (εθνικό και ενωσιακό) αντιμετωπίζονται ως ταχύτερες. Άρθρο 67 Εγγυήσεις

Άρθρο 67 παράγραφος 4: Στα περιλαμβανόμενα στοιχεία της εγγύησης σκόπιμη θα ήταν πλέον αντί της αναφοράς του αριθμού της σύμβασης να τεθεί ο μοναδικός αριθμός του ΚΗΜΔΗΣ (διακήρυξης-σύμβα- σης). Άρθρο 67 παρ. 6: Στην περίπτωση (α) διαπιστώνεται ασάφεια ως προς το ειδικότερο περιεχόμενο και τον σκοπό της ρύθμισης, ενδεικτικά αναφέρεται ότι δεν είναι σαφές αν οι εγγυήσεις μειώνονται σε ή κατά ποσοστό 5% (εφόσον είναι ισόποσες), γιατί χρησιμοποιείται ο όρος “περιορίζονται” και στη συνέχεια ο όρος “μείωση”, αν οι όροι αναφέρονται σε δύο χωριστές διαδικασίες ή στην ίδια. Τέλος, το ποσοστό του 10 20% που προβλέπεται στη περίπτωση (β) δεν είναι σαφές επί ποιας τιμής υπολογίζεται. Θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να αποσαφηνιστεί η συγκεκριμένη διάταξη

Άρθρο 69 Αποκλεισμός οικονομικού φορέα από δημόσιες συμβάσεις Άρθρο 69 παρ. 5 (β): Επισημαίνεται ότι σε περίπτωση που προηγηθεί η έκδοση του νόμου για τις συμβάσεις παραχώρησης (οδηγία 2014/23/ΕΕ), θα πρέπει να αντικατασταθεί στην περίπτωση (β) η παραπομπή στην οδηγία με παραπομπή στον εθνικό νόμο που την ενσωματώνει. Άρθρο 71 Κριτήρια επιλογής σε διαδικασίες σύναψης δημόσιας σύμβασης έργου Άρθρο 71 παρ. 3 (β): Σχετικά με την αναφορά της παραγράφου 3 στα ανώτατα όρια των τάξεων του Μ.Ε.ΕΠ., επισημαίνεται ότι η οργάνωση και λειτουργία των Μητρώων δεν αποτελούν αντικείμενο ρύθμισης του σχεδίου νόμου, αλλά διέπονται από τις μέχρι σήμερα ισχύουσες διατάξεις του ν. 3669/2008 (βλ. ιδίως αρ. 16, 80 παρ.1, 92 102, 104 και 106). Σημειωτέον δε ότι οι εν λόγω διατάξεις δεν καταργούνται με το σχέδιο νόμου αλλά προβλέπεται ότι παραμένουν σε ισχύ και εφαρμόζονται παράλληλα για τα ως άνω θέματα μέχρι την έκδοση του προεδρικού διατάγματος του άρθρου 84 του σχεδίου νόμου. Κατόπιν τούτου, η γνώμη της Αρχής παρέχεται με την επιφύλαξη των αναφερόμενων στη γνώμη με αρ. 4/2014 αυτής (κεφάλαιο IV.B.2) αναφορικά με τα ανώτατα όρια των τάξεων, δεδομένου ότι οι διατάξεις και της νέας οδηγίας δεν διαφοροποιούνται ουσιωδώς σε σχέση με τις προηγούμενες οδηγίες ως προς το θέμα αυτό (επίσημοι κατάλογοι εγκεκριμένων οικονομικών φορέων, κριτήρια καταλληλότητας, γενικές αρχές, σύνδεση κριτηρίων με αντικείμενο υπό ανάθεση σύμβασης κλπ).

Άρθρο 87 Κριτήρια ανάθεσης των συμβάσεων Άρθρο 87 παρ. 7: Η εξουσιοδοτική διάταξη κρίνεται γενική και αόριστη, προτείνεται να οριστεί με μεγαλύτερη σαφήνεια το ειδικότερο περιεχόμενό της. Γενικές παρατηρήσεις επί των άρθρων 109 – 109Α – 110: 1. Στα άρθρα αυτά επιχειρείται η αναλυτική περιγραφή των διαδοχικών σταδίων της διαδικασίας σύναψης δημοσίων συμβάσεων διακριτά για τις τρεις κατηγορίες συμβάσεων : (α) έργα (109), μελέτες & τεχνικές και συναφείς λοιπές επιστημονικές υπηρεσίες (109Α) και προμήθειες και υπηρεσίες (110). Ωστόσο, από το ειδικότερο περιεχόμενο των διατάξεων αυτών, διαφαίνεται ότι θα μπορούσαν να ρυθμιστούν κοινά στάδια και για τα τρία είδη συμβάσεων, καθώς δεν παρατηρούνται μεγάλες διαφορές (ιδίως μεταξύ μελετών, προμηθειών και υπηρεσιών), με την ενδεχόμενη εισαγωγή κάποιων ειδικότερων ρυθμίσεων, όπου κρίνεται αναγκαίο, ανάλογα με το είδος της σύμβασης. 2. Επίσης στα άρθρα αυτά: ◦ προβλέπεται η άσκηση ενστάσεων κατά πράξεων της αναθέτουσας αρχής για τις συμβάσεις έργων και μελετών ενώπιον της τελευταίας (αρ. 109-109Α), επιπλέον της δυνατότητας άσκησης, ενώπιον της Αρχής Εξέτασης Προδικαστικών Προσφυγών, προδικαστικής προσφυγής κατά των ίδιων πράξεων, σύμφωνα με το Βιβλίο IV, ενώ ◦ δεν προβλέπεται η δυνατότητα για άσκηση ενστάσεων κατά πράξεων της αναθέτουσας αρχής για τις συμβάσεις προμηθειών και υπηρεσιών ενώπιον της τελευταίας (αρ. 110), με μόνη τη δυνατότητα άσκησης προδικαστικής προσφυγής κατά των πράξεων αυτών ενώπιον της Αρχής Εξέτασης Προδικαστικών Προσφυγών, σύμφωνα με το Βιβλίο IV. Ως εκ τούτου, κρίνεται σκόπιμη, για λόγους ίσης μεταχείρισης των οικονομικών φορέων κατά τις διαδικασίες σύναψης όλων των δημοσίων συμβάσεων, ανεξαρτήτως του αντικειμένου αυτών (έργο, προμήθεια, μελέτη, ή υπηρεσία), η ομοιόμορφη και ενιαία αντιμετώπιση, λαμβανομένης υπόψη και της σύστασης νέας Αρχής για την εκδίκαση όλων των προσφυγών. Βλ. και κατωτέρω παρατηρήσεις επί άρθρων 138 (Βιβλίου Ι)και 16 (Βιβλίου IV). 11

Άρθρο 108 Αντιστροφή σταδίων αξιολόγησης στην ανοικτή διαδικασία (άρθρο 56 παρ. 2 Οδηγίας 2014/24/ΕΕ) Άρθρο 108 παρ. 2: Με την παράγραφο 2 του άρθρου 108 προτείνεται η μη εφαρμογή της δυνατότητας που παρέχει η οδηγία για αντιστροφή των σταδίων αξιολόγησης, αποκλειστικά για τις δημόσιες συμβάσεις προμηθειών και υπηρεσιών, χωρίς προφανή λόγο για τη διαφοροποίηση αυτή, η οποία να προκύπτει από το αντικείμενο ή τη φύση των συμβάσεων αυτών. Άρθρο 120 Όργανα διενέργειας διαδικασιών ανάθεσης και εκτέλεσης δημοσίων συμβάσεων Γενική παρατήρηση επί άρθρου 120: Δεδομένου ότι το άρθρο 120 ρυθμίζει θέματα των οργάνων τόσο κατά την ανάθεση, όσο και κατά την εκτέλεση των δημοσίων συμβάσεων, είναι νομοτεχνικά ορθότερη η μη ένταξή του στο Μέρος Α του Βιβλίου I (που αφορά την ανάθεση). Προτείνεται, είτε η ένταξή του στο Βιβλίο III (με εισαγωγή αντίστοιχων διατάξεων και για τις συμβάσεις του Βιβλίου II, όπως στο σχέδιο νόμου για τις συμβάσεις παραχώρησης), είτε να προταχθεί όλου του Βιβλίου I (μετά το άρθρο 2 και εντός του Βιβλίου I).

Άρθρο 120 παρ. 2-3: Η πρόβλεψη της παρ. 2 (β) και της παρ. 3 για την συμμετοχή στην επιτροπή διαγωνισμού κατά τις διαδικασίες σύναψης δημοσίων συμβάσεων έργων, υπαλλήλων, κατόχων τίτλου σπουδών ανωτάτου εκπαιδευτικού ιδρύματος πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, με τεχνική εξειδίκευση (ή τεχνικών υπαλλήλων) και με ειδικότητες που προσιδιάζουν στις κατηγορίες εργασιών κρίνεται γενική και αόριστη, με κίνδυνο να επιφέρει σύγχυση σε αναθετουσες αρχές λόγω ανάκυψης ερμηνευτικών ζητημάτων. Εφόσον ο νομοθέτης επιθυμεί τα γνωμοδοτικά όργανα να συγκροτούνται από υπαλλήλους συγκεκριμένων ειδικοτήτων, ο προσδιορισμός της κατηγορίας πρέπει να είναι ορισμένος και να ανταποκρίνεται σε κατηγορίες πτυχίων πανεπιστημιακής ή / και τεχνολογικής εκπαίδευσης και στις κατηγορίες/ειδικότητες προσωπικού όπως προβλέπονται στην οργάνωση των υπηρεσιών (π.χ. ΠΕ ειδικότητας τάδε, ΤΕ ειδικότητας τάδε), άλλως θα προκύψουν ζητήματα ορθής συγκρότησης συλλογικών οργάνων. Τέλος, ελλείψει αιτιολογικής έκθεσης, δεν προκύπτει ο λόγος για τον οποίο προτείνεται ο περιορισμός της συμμετοχής στα συλλογικά όργανα μόνο σε κατόχους ανωτάτου εκπαιδευτικού ιδρύματος πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, και όχι ενδεχομένως και τεχνολογικής εκπαίδευσης. Άρθρο 138 Παράβολο ενστάσεων που ασκούνται στις διαδικασίες σύναψης σύμβασης έργων και μελετών εκτιμώμενης αξίας κάτω των 60.000 ευρώ Άρθρο 138: Επισημαίνεται ότι το άρθρο αυτό αφορά μόνο τις ενστάσεις που ασκούνται στις διαδικασίες σύναψης σύμβασης έργων και μελετών, δεδομένου ότι, όσον αφορά τις διαδικασίες σύναψης δημοσίων συμβάσεων προμηθειών και υπηρεσιών, δεν έχει προβλεφθεί αντίστοιχη, με τις διατάξεις των άρθρων 109 και 109Α, άσκηση ενστάσεων κατά πράξεων της αναθέτουσας αρχής ενώπιον της τελευταίας (βλ. παραπάνω γενική παρατήρηση επί άρθρων 109, 109Α και 110). Σε περίπτωση που προβλεφθεί, θα πρέπει να εξεταστεί η ανάγκη εισαγωγής παραβόλου και σε αυτές. Τέλος, νομοτεχνικά, το άρθρο 138, φαίνεται να ανήκει ορθότερα στο Βιβλίο IV. Βλ. και κατωτέρω παρατηρήσεις επί άρθρου 16 (Βιβλίου IV). Άρθρο 143 Τροποποίηση συμβάσεων κατά τη διάρκειά τους (άρθρο 72 Οδηγίας 2014/24/ΕΕ) Άρθρο 143 παρ. 1 τελευταίο εδάφιο: Βλ. παρακάτω τελικές παρατηρήσεις (3).

Άρθρο 147 Υπογραφή σύμβασης Άρθρο 147 παρ. 1: Δεν είναι κατανοητός ο λόγος για τον οποίο τα οριζόμενα στην παράγραφο 1 του άρθρου 147 εφαρμόζονται μόνο στις δημόσιες συμβάσεις έργων και μελετών (βλ. αντίστοιχη πρόβλεψη στην παρ. 2 του άρθρου 197) καθώς περιέχουν ρυθμίσεις με οριζόντιο χαρακτήρα (απαγόρευση τροποποίησης όρων συμφωνητικού κατά την υπογραφή του, αποδεικτικός χαρακτήρας συμφωνητικού). 12 Για το λόγο αυτό θα πρέπει να περιληφθούν σε κοινή, για όλες τις συμβάσεις, διάταξη, η οποία να ενταχθεί στο Κεφάλαιο I του Μέρους Β του Βιβλίου I (με απαλοιφή και της παρ. 2 του άρθρου 197). Άρθρο 147 παρ. 2: Η διάταξη του πρώτου εδαφίου που αναφέρεται στον προσυμβατικό έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου καλύπτεται από το, κοινό για όλες τις συμβάσεις, άρθρο 116 και δέον όπως απαλειφθεί προς αποφυγή επαναλήψεων. Σχετικά με την αναφορά στις διατάξεις του ν. 3310/2005 (εδάφια πρώτο έως και τρίτο) επισημαίνεται ότι το σχέδιο νόμου δεν αναφέρεται σε καμία άλλη διάταξή του στο περιεχόμενο του ν. 3310/2005, επιλέγοντας την παράλληλη εφαρμογή του νόμου αυτού, χωρίς να εντάσσει τις σχετικές με τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων διατάξεις του, στα άρθρα αυτού. Επομένως η επιλεκτική (μόνο για τις συμβάσεις δημοσίων έργων και μόνο στις διατάξεις εκτέλεσης) αναφορά του, δύναται να προκαλέσει αμφιβολία και ασάφεια ως προς την εφαρμογή του ν. 3310/2005 σε όλες τις άλλες συμβάσεις και σε όλα τα άλλα στάδια (π.χ. δικαιολογητικά προσωρινού αναδόχου). Για λόγους ασφάλειας δικαίου θα πρέπει είτε να απαλειφθεί τελείως η αναφορά στις υποχρεώσεις του ν. 3310/2005 από το παρόν άρθρο, είτε να περιληφθούν αναφορές στις σχετικές διατάξεις του ν. 3310/2005, ως κοινές διατάξεις για όλες τις συμβάσεις αντίστοιχα σε κάθε στάδιο σύναψης συμβάσεων (π.χ. λόγος αποκλεισμού, δικαιολογητικά, έλεγχος, εκτέλεση). Τα εδάφια τέταρτο έως και έβδομο της παραγράφου 2, νομοτεχνικά ορθότερο όπως ενταχθούν στις διατάξεις για την έκπτωση και την επιβολή κυρώσεων στον ανάδοχο. Τέλος, το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 2 επαναλαμβάνει τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 5 του ν. 3310/2005 και δέον, για τους παραπάνω λόγους, να απαλειφθεί. Άρθρο 147 παρ. 4: Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 4 επαναλαμβάνει διατάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου 116 και της περίπτωσης (α) της παραγράφου 1 του άρθρου 67 και δέον όπως απαλειφθεί. Κατά τα λοιπά, νομοτεχνικά, η παράγραφος 4 του άρθρου 147 ανήκει στα θέματα που ρυθμίζονται από το άρθρο 174 και δέον όπως ενταχθεί εκεί (έκπτωση αναδόχου). Άρθρο 148 Διοίκηση του έργου – Επίβλεψη Βλ. παραπάνω παρατηρήσεις επί άρθρου 120. Άρθρο 149 Υπερημερία κυρίου του έργου Άρθρο 149 παρ. 1: Αναφορικά με τον τρόπο υπολογισμού της αποζημίωσης των γενικών εξόδων (τελευταίο εδάφιο δεύτερης υποπαραγράφου της παραγράφου 1), σημειώνεται ότι δεν είναι σαφής ο τρόπος υπολογισμού του μέσου όρου των γενικών εξόδων στη φράση “στο ποσοστό που αντιστοιχεί στο έργο”. Σκόπιμο όπως αποσαφηνισθεί. Άρθρο 154 Σύμβουλοι Άρθρο 154 παρ. 1: Στην παράγραφο 1 του άρθρου 154 ορίζεται η δυνατότητα του κατά περίπτωση αρμοδίου Υπουργού όπως καθορίζει τον τρόπο ανάθεσης, τις παρεχόμενες από τον σύμβουλο υπηρεσίες, τους όρους της σύμβασης και την αμοιβή, “χωρίς δέσμευση από οποιαδήποτε γενική ή ειδική διάταξη”. Επομένως καταρχήν καθίσταται σαφές ότι η εν λόγω διάταξη ανήκει νομοτεχνικά στο Μέρος Α του Βιβλίου Ι, καθώς εισάγει κανόνες ανάθεσης για συγκεκριμένη κατηγορία συμβάσεων. Επιπλέον υπογραμμίζεται ότι δεν είναι κατανοητό το περιεχόμενο της εν λόγω εξουσιοδότησης, καθώς, ειδικά οι διατάξεις του ενωσιακού δικαίου (πρωτογενούς και δευτερογενούς), όπως εν προκειμένω οι διατάξεις των οδηγιών, δεσμεύουν σε κάθε περίπτωση τον εθνικό νομοθέτη ο οποίος δεν μπορεί να ρυθμίσει αντίθετα το ίδιο θέμα, ούτε βέβαια να παράσχει εξουσιοδότηση για κάτι τέτοιο στην εκτελεστική εξουσία. Ως εκ τούτου μόνη δυνατότητα για “μη δέσμευση από γενικές ή ειδικές διατάξεις” αποτελεί η ενδεχόμενη απόκλιση από αμιγώς εθνικές διατάξεις, οι οποίες, για λόγους ασφάλειας δικαίου και οριοθέτησης της εξουσιοδότησης, θα πρέπει να προσδιοριστούν εξαντλητικά εδώ, με αντίστοιχη απαλοιφή της ως άνω φράσης. Άρθρο 163 Επιτάχυνση εργασιών – Ρήτρα πρόσθετης καταβολής (πριμ) Άρθρο 163 παρ. 2: Δεδομένου ότι η δυνατότητα για την καταβολή πρόσθετου εργολαβικού ανταλλάγματος, προβλέπεται στα έγγραφα της σύμβασης και αποτελεί συμβατική ρήτρα, σημειώνεται ότι 13 η εκτιμώμενη αξία αυτής, όπως προβλέφθηκε στα έγγραφα της σύμβασης, ακόμα και αν εν τέλει δεν καταβληθεί κατά την εκτέλεση, προσμετράται για τον υπολογισμό της εκτιμώμενης αξίας της σύμβασης κατά το άρθρο 6 του σχεδίου νόμου, προσαυξάνοντας την τελευταία κατά 5% και δέον, για λόγους ασφάλειας δικαίου και ορθού καθορισμού της εκτιμώμενης αξίας των συμβάσεων έργου από τις αναθέτουσες αρχές ήδη κατά τον σχεδιασμό της δημοπράτησης ενός έργου, και άρα και του εφαρμοστέου καθεστώτος (π.χ. άνω/κάτω των ορίων της οδηγίας), να τεθεί στο άρθρο 6 παρ. 1, εντός παρενθέσεως η φράση “(συμπεριλαμβανομένης της ρήτρας του άρθρου 163)”. Άρθρο 166 Λογαριασμοί – Πιστοποιήσεις Άρθρο 166 παρ. 8: Δεδομένου ότι η απόφαση με αρ. 134453/23-12-2015, στην οποία παραπέμπει η παράγραφος 8, αφορά τις πληρωμές του ΠΔΕ (βλ. άρθρο 1 αυτής), ενώ η διάταξη του άρθρου 166 αφορά το σύνολο των πληρωμών, ανεξαρτήτως πηγής χρηματοδότησης, δέον, προκειμένου να καλυφθούν όλες οι πληρωμές, ακόμα και όσες, έστω και ελάχιστες, δεν προέρχονται από το ΠΔΕ, όπως προστεθεί ο όρος “αναλογικά”. Άρθρο 167 Αναθεώρηση τιμών Δεδομένου ότι η αναθεώρηση των συμβατικών τιμών μπορεί να στοιχειοθετεί τροποποίηση της σύμβασης κατά το άρθρο 143, διάταξη που ενσωματώνει το άρθρο 72 της οδηγίας 2014/24/ΕΕ, θα πρέπει, ομοίως με τα άρθρα 168, 169 και 170, να προστεθεί στην αρχή της παρ. 1 η ακόλουθη φράση “Υπό την επιφύλαξη των οριζόμενων στο άρθρο 143 […].” Επίσης, καθώς η δυνατότητα για αναθεώρηση των συμβατικών τιμών, προβλέπεται στα έγγραφα της σύμβασης και αποτελεί συμβατική ρήτρα (βλ. άρθρο 48 παρ. 2 ιθ), σημειώνεται ότι η εκτιμώμενη αξία αυτής, όπως προβλέφθηκε στα έγγραφα της σύμβασης, ακόμα και αν εν τέλει δεν καταβληθεί κατά την εκτέλεση, προσμετράται για τον υπολογισμό της εκτιμώμενης αξίας της σύμβασης κατά το άρθρο 6 του σχεδίου νόμου, προσαυξάνοντας την τελευταία και δέον, για λόγους ασφάλειας δικαίου και ορθού καθορισμού της εκτιμώμενης αξίας των συμβάσεων έργου από τις αναθέτουσες αρχές ήδη κατά τον σχεδιασμό της δημοπράτησης ενός έργου, και άρα και του εφαρμοστέου καθεστώτος (π.χ. άνω/κάτω των ορίων της οδηγίας), να τεθεί στο άρθρο 6 παρ. 1, εντός παρενθέσεως η φράση “(συμπεριλαμβανομένης της αναθεώρησης του άρθρου 167)”. Άρθρο 169 Επείγουσες πρόσθετες εργασίες Δεδομένου ότι η εκτέλεση επειγουσών πρόσθετων εργασιών, με εντολή της προϊσταμένης αρχής προς τον ανάδοχο, μπορεί να στοιχειοθετεί τροποποίηση της σύμβασης κατά το άρθρο 143, διάταξη που ενσωματώνει το άρθρο 72 της οδηγίας 2014/24/ΕΕ, θα πρέπει, ομοίως με τα άρθρα 167, 168 και 170, να προστεθεί στην αρχή της παρ. 1 η φράση “ Υπό την επιφύλαξη των οριζόμενων στο άρθρο 143.” Άρθρο 170 Ειδικά θέματα τροποποιήσεων συμβάσεων κατά τη διάρκειά τους. Αυξομειώσεις εργασιών – Νέες εργασίες Άρθρο 170 παρ. 1 : Το πρώτο εδάφιο της περίπτωσης (α) της παραγράφου 1 πρέπει, από νομοτεχνικής άποψης να μεταφερθεί σε άλλο σημείο, καθώς δεν αφορά σε θέμα τροποποίησης των συμβάσεων. Το περιεχόμενο της διάταξης της περίπτωσης (α) της παραγράφου 1, πλην του πρώτου εδαφίου, καθώς και των πρώτων δύο εδαφίων της περίπτωσης (β) της παραγράφου αυτής, ρυθμίζεται στο άρθρο 143, το οποίο ενσωματώνει τη διάταξη του άρθρου 72 της οδηγίας 2014/24/ΕΕ και ως εκ τούτου πρέπει να απαλειφθούν από το άρθρο 170, προς αποφυγή επαναλήψεων και ενδεχομένως αντιφάσεων. Από τη διατύπωση του τρίτου εδαφίου της περίπτωσης (β) της παραγράφου αυτής (“[…] δεν απαιτείται εκ των προτέρων η σύνταξη Α.Π.Ε. της παρ. 2 ή σύμβασης για την εκτέλεση ή την πληρωμή τους”), γεννάται ασάφεια ως προς το εάν απαιτείται η εκ των υστέρων σύναψη σύμβασης και συνεπώς χρήζει αναδιατύπωσης. Άρθρο 170 παρ. 3: Δεδομένου ότι το κονδύλι των απροβλέπτων της περίπτωσης (α) μπορεί να στοιχειοθετεί τροποποίηση της σύμβασης κατά το άρθρο 143, διάταξη που ενσωματώνει το άρθρο 72 της οδηγίας 2014/24/ΕΕ, θα πρέπει, ομοίως με τα άρθρα 167, 168 και 169, να προστεθεί στην αρχή της παρ. 3 η ακόλουθη φράση “Υπό την επιφύλαξη των οριζόμενων στο άρθρο 143 […].” Επίσης, καθώς το κονδύλι 14 αυτό, προβλέπεται στα έγγραφα της σύμβασης και αποτελεί συμβατική ρήτρα, σημειώνεται ότι η συγκεκριμένη αξία αυτού, όπως προβλέφθηκε στα έγγραφα της σύμβασης, ακόμα και αν εν τέλει δεν καταβληθεί κατά την εκτέλεση, προσμετράται για τον υπολογισμό της εκτιμώμενης αξίας της σύμβασης κατά το άρθρο 6 του σχεδίου νόμου, προσαυξάνοντας την τελευταία κατά 9% και δέον, για λόγους ασφάλειας δικαίου και ορθού καθορισμού της εκτιμώμενης αξίας των συμβάσεων έργου από τις αναθέτουσες αρχές ήδη κατά τον σχεδιασμό της δημοπράτησης ενός έργου, και άρα και του εφαρμοστέου καθεστώτος (π.χ. άνω/κάτω των ορίων της οδηγίας), να τεθεί στο άρθρο 6 παρ. 1, εντός παρενθέσεως η φράση “(συμπεριλαμβανομένου του κονδυλίου της παραγράφου 3 του άρθρου 167)”. Στις υποπεριπτώσεις (βα) και (ββ) της περίπτωσης (β) της παραγράφου 3, διαπιστώνεται η εν μέρει επικάλυψη με τη ρύθμιση που εισάγει η διάταξη του άρθρου 143, το οποίο ενσωματώνει τη διάταξη του άρθρου 72 της οδηγίας 2014/24/ΕΕ και ως εκ τούτου πρέπει να απαλειφθούν από την παράγραφο 3 του άρθρου 170 και να αναμορφωθεί η περίπτωση (β) προς αποφυγή επαναλήψεων και ενδεχομένως αντιφάσεων ή συγχύσεων με τα οριζόμενα στο άρθρο 143. Άρθρο 170 παρ. 4: Στην παράγραφο 4 ορίζεται ότι για τον υπολογισμό όλων των ορίων ή ποσοστών του άρθρου 170 βάση αποτελεί η συμβατική αξία (συμπ. των απρόβλεπτων), χωρίς όμως την ενδεχόμενη αναθεώρηση τιμών. Ωστόσο δεδομένου ότι: • η αναθεώρηση των συμβατικών τιμών δύναται να στοιχειοθετεί τροποποίηση της σύμβασης κατά το άρθρο 143, διάταξη που ενσωματώνει το άρθρο 72 της οδηγίας 2014/24/ΕΕ και στην παράγραφο 3 της οποίας αναφέρεται ότι “Για τον υπολογισμό της τιμής που προβλέπεται στην παράγραφο 2 και περιπτώσεις (β) και (γ) της παραγράφου 1, όταν η σύμβαση περιλαμβάνει ρήτρα τιμαριθμικής αναπροσαρμογής, τιμή αναφοράς αποτελεί η αναπροσαρμοσμένη τιμή.”και • το άρθρο 170 τελεί υπό την επιφύλαξη και παραπέμπει στις διατάξεις του άρθρου 143, πρέπει να καταστεί σαφές ότι ο μη συνυπολογισμός της αναθεώρησης κατά το άρθρο 170 χωρεί μόνο για τα όρια και ποσοστά του άρθρου 170, χωρίς να επηρεάζει τον τρόπο υπολογισμού των ορίων και ποσοστών του άρθρου 143, οι διατάξεις του οποίου σε κάθε περίπτωση πρέπει να υπερισχύουν ως διατάξεις ενωσιακού δικαίου, έναντι τυχόν αντίθετων ρυθμίσεων του εθνικού νομοθέτη. Ως εκ τούτου προτείνεται η αναδιατύπωση της συγκεκριμένης παραγράφου ως εξής: ”Όλα τα όρια ή ποσοστά του άρθρου αυτού υπολογίζονται στα αρχικά ποσά και τιμές της σύμβασης μαζί με τα απρόβλεπτα και δεν περιλαμβάνονται σε αυτά αναθεώρηση τιμών, μεταγενέστερη τροποποίησή τους ή οποιαδήποτε αποζημίωση. Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, ο ως άνω τρόπος υπολογισμού δεν θίγει τον τρόπο και τον υπολογισμό των ποσοστών, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 143”. Άρθρο 171 Βλάβες στα έργα – Αποζημιώσεις Στο άρθρο 171 προβλέπονται τα σχετικά με τις αποζημιώσεις λόγω βλαβών στα έργα. Προτείνεται η προσθήκη της ακόλουθης διάταξης: “Σε κάθε περίπτωση η πληρωμή των εν λόγω εργασιών συνιστά αποζημίωση και συνεπώς οι εργασίες αυτές δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο συμπληρωματικής σύμβασης”. Άρθρο 179 Υπεργολαβία κατά την εκτέλεση Άρθρο 179 παρ. 1: Τα εδάφια που έπονται της περίπτωσης (β) της παραγράφου 1 του άρθρου 179 (από “Ο ανάδοχος του έργου[…]” έως “[…]την υπεργολαβική σύμβαση”), εν μέρει έρχονται σε αντίθεση με και εν μέρει επικαλύπτονται από τις διατάξεις του άρθρου 142, το οποίο ενσωματώνει το άρθρο 71 της οδηγίας 2014/24/ΕΕ και ως εκ τούτου πρέπει να απαλειφθούν. Άρθρο 181 Πτώχευση, θάνατος Το άρθρο 181 ρυθμίζει ειδικότερα θέματα υποκατάστασης αναδόχου. Στην παρ. 1 ρυθμίζεται η περίπτωση της πτώχευσης ενώ στις λοιπές παραγράφους προβλέπονται και άλλοι όροι ή περιπτώσεις υποκατάστασης αναδόχου πέραν του άρθρου 143, ιδίως στην περίπτωση κοινοπραξίας. Ωστόσο, στο πλαίσιο του ενωσιακού δικαίου η πρακτική της υποκατάστασης αναδόχου αντιμετωπίζεται με επιφύλαξη, καθώς η αλλαγή του αναδόχου, ως ουσιώδης τροποποίηση της σύμβασης, μπορεί να θεωρηθεί μορφή 15 ανεπίτρεπτης απευθείας ανάθεσης της σύμβασης στον υποκατάστατο ανάδοχο. Για τον λόγο αυτόν και δεδομένου ότι τα θέματα υποκατάστασης αναδόχου ρυθμίζονται στο άρθρο 143, το οποίο ενσωματώνει το άρθρο 72 της οδηγίας 2014/24/ΕΕ, θα πρέπει να απαλειφθεί τελείως το εν λόγω άρθρο. Άλλως, σε περίπτωση που διατηρηθεί η προτεινόμενη ρύθμιση ως έχει, να προστεθεί σε νέα παράγραφο ως γενική επιφύλαξη υπέρ του άρθρου 143 (κατ’ αντιστοιχίαν και με το άρθρο 210 για τις συμβάσεις μελετών) η φράση “Η υποκατάσταση του αρχικού αναδόχου στο σύνολο ή μέρος της σύμβασης έργου, σύμφωνα με το άρθρο αυτό, επιτρέπεται μόνο εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 143.” Άρθρο 189 Δικαστική επίλυση διαφορών Επί της αρχής τα άρθρα 189 & 190, που αφορούν αφενός τη δικαστική επίλυση των διαφορών που προκύπτουν από τη σύμβαση κατασκευής δημόσιου έργου και αφετέρου τη διαιτητική επίλυση κάθε διαφοράς που προκύπτει σχετικά με την εφαρμογή, την ερμηνεία ή το κύρος της σύμβασης, θα έπρεπε αμφότερα να περιληφθούν για λόγους καλής νομοθέτησης και ιδίως για την τήρηση των αρχών της ασφάλειας δικαίου, της απλότητας και της σαφήνειας του περιεχομένου των ρυθμίσεων και της αποφυγής αποκλινουσών από την κατά περίπτωση γενική πολιτική ή αντιφατικών ρυθμίσεων, σύμφωνα με το άρθρο 2 του ν.4048/2012, στο Βιβλίο IV “Έννομη Προστασία”, το οποίο θα έπρεπε να περιλαμβάνει και διατάξεις για τη ρύθμιση των διαφορών που προκύπτουν όχι μόνον από την ανάθεση μιας δημόσιας σύμβασης (ή παραχώρησης) ή την κήρυξη της ακυρότητάς της, αλλά και από την εκτέλεση και δη για όλα τα είδη συμβάσεων, ήτοι και για προμήθειες, υπηρεσίες και μελέτες και όχι μόνον για έργα. Ωστόσο ειδικότερα επί του άρθρου 189 περί δικαστικής επίλυσης των διαφορών επισημαίνονται τα ακόλουθα: • Η πρόβλεψη του εδαφίου β της παρ. 1 του εν λόγω άρθρου “Η κατά τον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας διάκριση μεταξύ των ενδίκων βοηθημάτων της προσφυγής και της αγωγής (άρθρα 63 και 71) ισχύει και στις διαφορές του παρόντος τίτλου Ι” παρέλκει, αφού δεν περιέχει νέα ρύθμιση. • Η πρόβλεψη στο εδάφιο β της παρ.2 που ορίζει ότι παρέκταση αρμοδιότητας δεν επιτρέπεται, ως έχει διατυπωθεί, είναι οριζόντια και καταλαμβάνει τόσο τις διαφορές που υπάγονται στην αρμοδιότητα των διοικητικών δικαστηρίων και όσο και αυτές που υπάγονται στην αρμοδιότητα των πολιτικών δικαστηρίων. Εντούτοις, για μεν τις διαφορές που υπάγονται στα διοικητικά εφετεία η ανωτέρω διάταξη επαναλαμβάνει, εκ περισσού, τη ρύθμιση του σχετικού άρθρου 9 του Κ.Διοικ.Δικ., ωστόσο για τις διαφορές που υπάγονται στην αρμοδιότητα των πολιτικών δικαστηρίων έρχεται σε αντίθεση με τα άρθρα 42 επόμ. του Κ.Πολ.Δικ., κατά τα οποία είναι δυνατή η παρέκταση της αρμοδιότητας. Για το λόγο αυτό θα πρέπει να απαλειφθεί • Η πρόβλεψη στο εδάφιο γ της παρ.2 που ορίζει ότι: “Αν το έργο εκτελείται στην περιφέρεια δύο ή περισσότερων εφετείων, αρμόδιο καθίσταται εκείνο που ορίζει ο Πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας ή του Αρείου Πάγου, ύστερα από αίτηση εκείνου που ενδιαφέρεται να ασκήσει την προσφυγή” δεν συμβάλει στην επιτάχυνση της επίλυσης των διαφορών, καθώς καθιερώνει μια νέα διαδικασία ιδιαιτέρως δυσανάλογη και αυξάνει το κόστος προσφυγής στη δικαιοσύνη. Για το λόγο αυτό προτείνεται να προβλεφθεί ανάμεσα σε περισσότερα αρμόδια δικαστήρια, ο ενάγων έχει το δικαίωμα επιλογής, η προτεραιότητα μεταξύ τους κανονίζεται από το χρόνο που ασκείται η αγωγή, (ρύθμιση που περιλαμβάνεται και στο άρθρο 41 του Κ.Πολ.Δικ.). • Η πρόβλεψη της παρ.3 δυνάμει της οποίας της προσφυγής στο εφετείο προηγείται υποχρεωτικά αίτηση θεραπείας, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 188, διαφορετικά η προσφυγή κηρύσσεται απαράδεκτη σε συνδυασμό με την εν λόγω διάταξη του άρθρου 188 δημιουργεί υπέρμετρες χρονικές καθυστερήσεις και οικονομικές επιβαρύνσεις για τη διευθέτηση της διαφοράς. Τούτο διότι – σύμφωνα με το συνδυασμό των εν λόγω άρθρων – η ακολουθητέα διαδικασία στην περίπτωση που η διαφορά υπάγεται στην αρμοδιότητα των διοικητικών δικαστηρίων είναι η εξής: Ο έχων έννομο συμφέρον ασκεί ένσταση εντός 15 ημερών από την κοινοποίηση της προσβαλλόμενης πράξης. Η προϊσταμένη αρχή αποφαίνεται εντός προθεσμίας 2 μηνών. Κατά της απόφασης αυτής χωρεί αίτηση θεραπείας εντός προθεσμίας 3 μηνών. Ακολούθως η διευθύνουσα υπηρεσία και η αρμόδια για την 16 ένσταση προϊσταμένη αρχή, αν η ίδια δεν είναι αρμόδια για την εισήγηση, υποχρεούνται εντός είκοσι (20) ημερών από την κατάθεση της αίτησης θεραπείας να διαβιβάσουν στην αρμόδια για την αίτηση θεραπείας υπηρεσία τις απόψεις τους επ΄αυτής και το φάκελο της υπόθεσης. Η απόφαση επί της αίτησης θεραπείας από το αποφαινόμενο όργανο μετά από γνωμοδότηση του Τεχνικού Συμβουλίου εκδίδεται εντός 3 μηνών. Κατά της απόφασης αυτής χωρεί προσφυγή στο εφετείο εντός προθεσμίας 2 μηνών. Αν η αίτηση θεραπείας είναι εμπρόθεσμη, το κατά περίπτωση αποφαινόμενο όργανο μπορεί να εκδώσει την απόφασή του και μετά την πάροδο της ανωτέρω 3μηνης προθεσμίας, αλλά οπωσδήποτε όχι πέραν του έτους από τη λήξη αυτής, εφόσον δεν έχει λήξει η προθεσμία για την άσκηση προσφυγής ή έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα σχετική προσφυγή και δεν έχει ακόμα εκδοθεί επί της προσφυγής αυτής απόφαση του Δικαστηρίου. Μετά δε την προσφυγή στο Δικαστήριο και στην περίπτωση που το έργο εκτελείται στην περιφέρεια δύο ή περισσότερων εφετείων, απαιτείται αίτηση για τον καθορισμό του αρμόδιου εφετείου από τον Πρόεδρο του Συμβουλίου Επικρατείας εντός 2 μηνών. Καθίσταται αντιληπτό από την προπαρατεθείσα διαδικασία ότι για να προσφύγει ο έχων έννομο συμφέρον στο αρμόδιο διοικητικό δικαστήριο απαιτείται η υποχρεωτική τήρηση προδικασίας, η οποία θα διαρκεί με τις καλύτερες δυνατές συνθήκες τουλάχιστον έντεκα (11) μήνες μέχρι τη στιγμή που θα καταθέσει το ένδικο βοήθημα της προσφυγής του στο αρμόδιο διοικητικό δικαστήριο, πλέον του αναγκαίου απαιτούμενου χρόνου για τον ορισμό δικασίμου, τη συζήτηση της υπόθεσής του και την έκδοση της σχετικής δικαστικής απόφασης. Για τους λόγους αυτούς κρίνεται επιβεβλημένος ο σημαντικός χρονικός περιορισμός των σταδίων που προηγούνται της προσφυγής στη δικαιοσύνη. • Η πρόβλεψη στο εδάφιο β της παρ.4 που ορίζει ότι το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου, δεν αιτιολογεί ποιοι τυχόν λόγοι υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος δικαιολογούν τη σχετική απόκλιση. Ως εκ τούτου, η τυχόν θέσπιση της εν λόγω διάταξης δεν υπηρετεί τις αρχές της καλής νομοθέτησης και ιδίως της αναγκαιότητας, της αναλογικότητας, της αποφυγής αποκλινουσών από την κατά περίπτωση γενική πολιτική ή αντιφατικών ρυθμίσεων. • Επίσης με το εδάφιο δ της παρ.5 ορίζεται ότι για την έκδοση απόφασης αρκεί και πιθανολόγηση. Ωστόσο, οριστική κρίση του Δικαστηρίου δεν νοείται στην ελληνική έννομη τάξη με πιθανολόγηση, πολύ δε περισσότερο που η σχετική δικαστική κρίση εκδίδεται σε πρώτο και τελευταίο βαθμό. Η οριστική κρίση του Δικαστηρίου πρέπει να είναι αποτέλεσμα πλήρους απόδειξης, προκειμένου να εγγυάται ασφάλεια δικαίου. Διαφορετική βεβαίως είναι η περίπτωση έκδοσης προσωρινής δικαστικής απόφασης, όπου εν προκειμένω αρκεί η πιθανολόγηση για την ευδοκίμηση του σχετικού ένδικου βοηθήματος. • Με την παράγραφο 6 περιορίζονται οι αναιρετικοί λόγοι που προβλέπονται στο άρθρο 559 του Κ.Πολ.Δικ. Ειδικότερα δεν περιλαμβάνονται οι ακόλουθες περιπτώσεις που προβλέπονται στο ανωτέρω άρθρο και δη : “……..8) αν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης,……10) αν το δικαστήριο, παρά το νόμο, δέχτηκε πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά, χωρίς απόδειξη (ή δεν διέταξε απόδειξη γι` αυτά) 11) αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που ο νόμος δεν επιτρέπει ή παρά το νόμο έλαβε υπόψη αποδείξεις που δεν προσκομίστηκαν ή δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν, 12) αν το δικαστήριο παραβίασε τους ορισμούς του νόμου σχετικά με τη δύναμη των αποδεικτικών μέσων, 13) αν το δικαστήριο εσφαλμένα εφάρμοσε τους ορισμούς του νόμου ως προς το βάρος της απόδειξης, 14) αν το δικαστήριο, παρά το νόμο, κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο,15) αν παρά το νόμο ανακλήθηκε οριστική απόφαση,……..18) αν το δικαστήριο της παραπομπής δεν συμμορφώθηκε προς την αναιρετική απόφαση….”. Η απαλοιφή των προδιατυπωθέντων λόγων δεν αιτιολογείται και δεν συνάδει με τον εν γένει επιδιωκόμενο ενιαίο χαρακτήρα του δικαίου, ενώ ταυτόχρονα δεν υπηρετούνται οι αρχές της καλής 17 νομοθέτησης και ιδίως της αναγκαιότητας, της αναλογικότητας, της αποφυγής αποκλινουσών από την κατά περίπτωση γενική πολιτική ρυθμίσεων. Άρθρο 190 Διαιτητική επίλυση διαφορών Η πρόβλεψη στην παρ. 2 περί παρέκκλισης από τις διατάξεις που εκάστοτε ισχύουν για τις διαιτησίες του Δημοσίου προφανώς τέθηκε σε σχέση με το άρθρο 49 του Εισ.Ν. του Κ.Πολ.Δικ. Στην περίπτωση όμως αυτή, το εν λόγω άρθρο (49 Εισ.Ν. του Κ.Πολ.Δικ.) έχει καταργηθεί με το άρθρο 8 παρ.1 του ν.δ. 736/1970, δυνάμει του οποίου τα νομικά πρόσωπα του ελληνικού δημοσίου δικαίου έχουν την εξουσία να συνάπτουν συμφωνίες περί διαιτησίας με αλλοδαπά πρόσωπα. Ως εκ τούτου εκ περισσού και άνευ λόγου τίθεται η συγκεκριμένη περί απόκλισης διάταξη και θα πρέπει να απαλειφθεί. Αναφορικά δε με τη συνολική ρύθμιση της προσφυγής στη διαιτησία για μεν τις εσωτερικές ημεδαπές διαιτησίες εφαρμογής τυγχάνουν οι διατάξεις των άρθρων 867 επόμ. Κ.Πολ.Δικ., για δε τις ημεδαπές διαδικασίες εφαρμογής τυγχάνουν οι διατάξεις του νόμου 2735/1999. Δεδομένου λοιπόν ότι στο υπόψη άρθρο δεν αιτιολογείται οποιαδήποτε απόκλιση από τις υφιστάμενες διατάξεις, κρίνεται αναγκαίο για λόγους καλής νομοθέτησης, αποφυγής αλληλεπικαλύψεων και αντιφατικών ρυθμίσεων η τροποποίησή του με παραπομπή στις αμέσως παραπάνω αναφερθείσες υφιστάμενες διατάξεις. Άρθρο 194 Ειδικές ρυθμίσεις, έργα άλλων φορέων Άρθρο 194: Καταρχήν δεν είναι κατανοητός ο λόγος για τον οποίο τα οριζόμενα στην παρ. 1 του άρθρου 194 εφαρμόζονται μόνο στις δημόσιες συμβάσεις έργων (βλ. αντίστοιχη πρόβλεψη στο άρθρο 147) καθώς περιέχουν ρυθμίσεις με οριζόντιο χαρακτήρα (αρμόδια όργανα). Άλλωστε τα θέματα αυτά ρυθμίζονται συνολικά με οριζόντιο τρόπο για όλες τις συμβάσεις στο άρθρο 120 και θα πρέπει, προς αποφυγή επαναλήψεων ή και αντιφάσεων, να απαλειφθούν από το άρθρο 194 (παρ, 1-3). Οι δε μεταβατικές διατάξεις του άρθρου 194 (παρ. 5) πρέπει να ενταχθούν αντιστοίχως στο άρθρο 394 των τελικών διατάξεων του Βιβλίου V. Τέλος η παρ. 6 παρέχει εξουσιοδότηση για τη ρύθμιση θεμάτων εκτέλεσης έργων που ωστόσο δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του σχεδίου νόμου, καθώς δεν εκτελούνται δυνάμει δημόσιας σύμβασης, αφού η τελευταία ορίζεται, στο άρθρο 2 παρ. 1 περ. (5) του σχεδίου νόμου, ως η σύμβαση “εξ επαχθούς αιτίας” η οποία συνάπτεται γραπτώς μεταξύ ενός ή περισσότερων οικονομικών φορέων και μιας/ενός ή περισσότερων αναθετουσών αρχών/ αναθετόντων φορέων, αντίστοιχα, με αντικείμενο την εκτέλεση έργων, την προμήθεια αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών. Για το λόγο αυτό η παράγραφος 6 πρέπει να διαγραφεί. Άρθρο 195 Παρεκκλίσεις Το πρώτο εδάφιο του άρθρου 195 απαγορεύει ρητά τις παρεκκλίσεις από τις διατάξεις δεκατεσσάρων άρθρων του Τίτλου 1 του Κεφαλαίου II του Μέρους Β του Βιβλίου I, αφήνοντας με τη διατύπωση αυτή να συνάγεται ερμηνευτικά ότι για τις υπόλοιπες διατάξεις επιτρέπονται οι παρεκκλίσεις. Πέραν του ότι είναι παντελώς εσφαλμένο, να επιτρέπονται παρεκκλίσεις από μεγάλο αριθμό διατάξεων νόμου, δυνάμει διάταξης του ίδιου νόμου, άνευ προφανούς λόγου, το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 195 φαίνεται να αναιρεί, εν μέρει τουλάχιστον, το πρώτο εδάφιο, ορίζοντας ότι επιτρέπονται παρεκκλίσεις από όλες τις διατάξεις του Τίτλου 1 του Κεφαλαίου II του Μέρους Β του Βιβλίου I. Εξάλλου, πουθενά δεν προκύπτει ο σκοπός της ρύθμισης του άρθρου 195 και δεδομένων των παραπάνω παρατηρήσεων, φαίνεται παντελώς ασαφής και δυσνόητη η ρύθμιση του άρθρου αυτού. Για τους λόγους αυτούς και προς αποφυγήν παρερμηνειών και ανασφάλειας δικαίου, προτείνεται η απαλοιφή του άρθρου 195. Άρθρο 197 Υπογραφή της σύμβασης Άρθρο 197: Καταρχήν δεν είναι κατανοητός ο λόγος για τον οποίο τα οριζόμενα στο άρθρο 197 εφαρμόζονται μόνο στις δημόσιες συμβάσεις μελετών και τεχνικών υπηρεσιών (βλ. αντίστοιχη πρόβλεψη στην παρ. 1 του άρθρου 147), καθώς περιέχουν ρυθμίσεις με οριζόντιο χαρακτήρα (απαγόρευση τροποποίησης όρων συμφωνητικού κατά την υπογραφή του, αποδεικτικός χαρακτήρας συμφωνητικού, συμβατικές προθεσμίες, κυρώσεις σε περίπτωση μη προσέλευσης για υπογραφή του συμφωνητικού, 18 ορισμός αντικλήτων). Επιπρόσθετα ορισμένα από τα θέματα αυτά (παρ. 1, παρ. 2 εδ α’, παρ. 3 εδ. α-β, παρ. 4 εδ α και γ) αποτελούν επανάληψη άλλων διατάξεων του Μέρους Α του Βιβλίου I του σχεδίου νόμου (αρ. 2, 67, 116) και θα πρέπει, προς αποφυγή επαναλήψεων ή και αντιφάσεων, να απαλειφθούν από το άρθρο 197. Άρθρο 201 Τροποποίηση σύμβασης κατά τη διάρκειά της Άρθρο 201 παρ. 4: Στην παράγραφο 4 του άρθρου 201, για την περίπτωση αυξομείωσης των συμβατικών αμοιβών από κατηγορία σε κατηγορία μελετών, και δεδομένου καταρχήν ότι μπορεί να στοιχειοθετεί τροποποίηση της σύμβασης κατά το άρθρο 143, διάταξη που ενσωματώνει το άρθρο 72 της οδηγίας 2014/24/ΕΕ, θα πρέπει, ομοίως με τα άρθρα 167, 168 και 170, να προστεθεί, στην αρχή της παραγράφου, η φράση “Υπό την επιφύλαξη των οριζόμενων στο άρθρο 143.” Επιπλέον,επισημαίνεται ότι η δυνατότητα αυτή θα πρέπει να αναφέρεται στα έγγραφα της σύμβασης, δυνάμει της περίπτωσης (ιθ) της παραγράφου 2 του άρθρου 48, ως ρήτρα για τη δυνατότητα εσωτερικής ανακατανομής της συμβατικής αμοιβής των επιμέρους κατηγοριών μελετών, δεδομένου ότι η τροποποίηση αυτή, ακόμη και αν δεν θεωρηθεί ουσιώδης, μπορεί να επηρεάσει την προσφορά ενός εκάστου των μελετητών που συμπράττουν. Σημειώνεται τέλος, ότι στις περιπτώσεις αυτές, δεδομένου ότι δεν απαιτείται η υπογραφή τροποποιητικής σύμβασης, μπορεί να προκύψει θέμα ως προς την τρόπο απόδειξης και δήλωσης της τελικής αμοιβής κάθε μελετητή (π.χ. ζητήματα ΚΒΣ). Άρθρο 202 Αναθεώρηση Αμοιβών – Καταβολή της αμοιβής του αναδόχου Δεδομένου ότι η αναθεώρηση της συμβατικής αμοιβής του αναδόχου μπορεί να στοιχειοθετεί τροποποίηση της σύμβασης κατά το άρθρο 143, διάταξη που ενσωματώνει το άρθρο 72 της οδηγίας 2014/24/ΕΕ, θα πρέπει, ομοίως με τα άρθρα 201, 203 και 210, να προστεθεί στην αρχή της παρ. 1 η ακόλουθη φράση “Υπό την επιφύλαξη των οριζόμενων στο άρθρο 143 […].” Επίσης, καθώς η δυνατότητα για αναθεώρηση της συμβατικής αμοιβής, προβλέπεται στα έγγραφα της σύμβασης και αποτελεί συμβατική ρήτρα (βλ. άρθρο 48 παρ. 2 ιθ), σημειώνεται ότι η εκτιμώμενη αξία αυτής, όπως προβλέφθηκε στα έγγραφα της σύμβασης, ακόμα και αν εν τέλει δεν καταβληθεί κατά την εκτέλεση, προσμετράται για τον υπολογισμό της εκτιμώμενης αξίας της σύμβασης κατά το άρθρο 6 του σχεδίου νόμου, προσαυξάνοντας την τελευταία και δέον, για λόγους ασφάλειας δικαίου και ορθού καθορισμού της εκτιμώμενης αξίας των συμβάσεων έργου από τις αναθέτουσες αρχές ήδη κατά τον σχεδιασμό της ανάθεσης μίας μελέτης/τεχνικής υπηρεσίας, και άρα και του εφαρμοστέου καθεστώτος (π.χ. άνω/κάτω των ορίων της οδηγίας), να τεθεί στο άρθρο 6 παρ. 1, εντός παρενθέσεως η φράση “(συμπεριλαμβανομένης της αναθεώρησης του άρθρου 202)”. Άρθρο 203 Υποχρεώσεις του αναδόχου – Πρόγραμμα Ποιότητας Άρθρο 203 παρ. 3: Δεδομένου ότι τα θέματα αλλαγών στην ομάδα μελέτης του αναδόχου μελετητή, όπως είχε δηλωθεί και ενδεχομένως βαθμολογηθεί με την προσφορά του, κατά την διαδικασία ανάθεσης, μπορεί να στοιχειοθετεί τροποποίηση της σύμβασης κατά το άρθρο 143, διάταξη που ενσωματώνει το άρθρο 72 της οδηγίας 2014/24/ΕΕ, θα πρέπει, ομοίως με τα άρθρα 201, 202 και 210, να προστεθεί στην αρχή της παρ. 3 η ακόλουθη φράση “Υπό την επιφύλαξη των οριζόμενων στο άρθρο 143 […].” Επίσης προτείνεται να αντικατασταθεί η φράση “στέλεχος ίσης τουλάχιστον εμπειρίας” με τη φράση “στέλεχος που διαθέτει τουλάχιστον τα ίδια προσόντα” με αυτόν που αναπληρώνει. Επίσης, θα πρέπει ο αποκλεισμός από τη συμμετοχή σε διαδικασίες ανάθεσης για έξι (6) μήνες που προβλέπεται στην παράγραφο αυτή να συνδεθεί με τη συνδρομή των λόγων αποκλεισμού των άρθρων 68 και 69, γιατί σε διαφορετική περίπτωση μπορεί να θεωρηθεί ως νέος λόγος αποκλεισμού που δεν προβλέπεται στο ενωσιακό δίκαιο και επομένως μη επιτρεπτός από την Οδηγία 2014/24/ΕΕ. Άρθρο 203 παρ. 5: Στο άρθρο 203 παράγραφος 5 ρυθμίζεται η δυνατότητα αποκατάστασης ελαττωμάτων ή ελλείψεως του αντικειμένου της σύμβασης μελέτης από τον ανάδοχο έως το χρόνο παραγραφής των αξιώσεων του εργοδότη. Ανάλογη ρύθμιση για την τροποποίηση εγκεκριμένης μελέτης κατά τη διάρκεια εκτέλεσης του δημόσιου έργου, για τη διόρθωση σφαλμάτων της μελέτης ή τη συμπλήρωση ελλείψεών 19 της ή για λόγους που υπαγορεύονται από απρόβλεπτες περιστάσεις, περιλαμβάνεται στο άρθρο 158 του σχεδίου νόμου, όπου αναφέρονται αναλυτικότερα η διαδικασία και οι σχετικές συνέπειες για τον ανάδοχο. Κρίνεται σκόπιμο λόγω σχετικής ταυτότητας του περιεχομένου των δύο άρθρων, στο άρθρο 203 να γίνει παραπομπή και στο άρθρο 158. Άρθρο 203 παρ. 6: Στην παράγραφο 6 του άρθρου 203 προβλέπεται η υποχρεωτική συμμετοχή των βασικών μελετητών ως Τεχνικοί Σύμβουλοι-Μελετητές στην κατασκευή του έργου. Επί της ουσίας πρόκειται για την υποχρεωτική παροχή πρόσθετης υπηρεσίας εκ μέρους του μελετητή, και για το λόγο αυτό, προκειμένου να κριθεί επιτρεπτή κατά το ενωσιακό δίκαιο, πρέπει να πληρούνται είτε οι όροι του άρθρου 143 (π.χ. με πρόβλεψη στα έγγραφα της σύμβασης και στην αρχική σύμβαση του μελετητή), είτε των άρθρων για την επιτρεπόμενη προσφυγή σε διαδικασία διαπραγμάτευσης ή απευθείας ανάθεσης (βλ. ιδίως αρ. 26, 32, 133 σχεδίου νόμου). Επίσης, στην πρώτη περίπτωση, καθώς η υποχρέωση αυτή θα προβλέπεται στα έγγραφα της σύμβασης και θα αποτελεί συμβατική ρήτρα (βλ. άρθρο 48 παρ. 2 ιθ), σημειώνεται ότι η εκτιμώμενη αξία αυτής, όπως προβλέφθηκε στα έγγραφα της σύμβασης, προσμετράται για τον υπολογισμό της εκτιμώμενης αξίας της αρχικής σύμβασης του μελετητή, κατά το άρθρο 6 του σχεδίου νόμου, προσαυξάνοντας την τελευταία και δέον, για λόγους ασφάλειας δικαίου και ορθού καθορισμού της εκτιμώμενης αξίας των συμβάσεων έργου από τις αναθέτουσες αρχές ήδη κατά τον σχεδιασμό της ανάθεσης μίας μελέτης/τεχνικής υπηρεσίας, και άρα και του εφαρμοστέου καθεστώτος (π.χ. άνω/κάτω των ορίων της οδηγίας), να τεθεί στο άρθρο 6 παρ. 1, εντός παρενθέσεως η φράση “(συμπεριλαμβανομένης της πληρωμής υπηρεσιών του άρθρου 203 παρ. 6)”. Σε κάθε περίπτωση υπογραμμίζεται ότι υπό τις ανωτέρω επιφυλάξεις τελεί και η προς έκδοση απόφαση του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 6. Άρθρο 210 Υποκατάσταση του αναδόχου Το άρθρο 210 ρυθμίζει ειδικότερα θέματα υποκατάστασης αναδόχου. Τα θέματα αυτά ρυθμίζονται στο άρθρο 143, το οποίο ενσωματώνει το άρθρο 72 της οδηγίας 2014/24/ΕΕ, ενώ στο άρθρο 210 προβλέπονται επιπλέον άλλοι όροι ή περιπτώσεις υποκατάστασης αναδόχου πέραν του άρθρου 143, ιδίως στην περίπτωση κοινοπραξίας. Ωστόσο, στο πλαίσιο του ενωσιακού δικαίου, η πρακτική της υποκατάστασης αναδόχου αντιμετωπίζεται με επιφύλαξη, καθώς η αλλαγή του αναδόχου, ως ουσιώδης τροποποίηση της σύμβασης, μπορεί να θεωρηθεί μορφή ανεπίτρεπτης απευθείας ανάθεσης της σύμβασης στον υποκατάστατο ανάδοχο. Για τους λόγους αυτούς θα πρέπει να απαλειφθεί τελείως το εν λόγω άρθρο. Άρθρο 212 Μελέτες εργολαβικών συμβάσεων Δεδομένου ότι, στις περιπτώσεις που μία σύμβαση έργου περιλαμβάνει και την υποχρέωση εκπόνησης/τροποποίησης μελέτης, το θέμα της αλλαγής του μελετητή του εργολάβου, όπως αυτός είχε δηλωθεί και ενδεχομένως βαθμολογηθεί με την προσφορά του υποψήφιου εργολήπτη/εργοληπτικής επιχείρησης, κατά την διαδικασία ανάθεσης, μπορεί να στοιχειοθετεί τροποποίηση της σύμβασης κατά το άρθρο 143, διάταξη που ενσωματώνει το άρθρο 72 της οδηγίας 2014/24/ΕΕ, θα πρέπει, ομοίως με τα άρθρα 201, 202, 203 και 210, το τελευταίο εδάφιο του άρθρου 212 να αναδιατυπωθεί ως ακολούθως “Η αντικατάσταση γνωστοποιηθέντος μελετητή επιτρέπεται μόνο υπό τους όρους του άρθρου 143 και κατόπιν ρητής έγκρισης της αναθέτουσας αρχής.” Επίσης, από άποψη περιεχομένου, το άρθρο 212 θα πρέπει να ενταχθεί στον Τίτλο 1 του Κεφαλαίου II του Μέρους Β του Βιβλίου I, δεδομένου ότι ρυθμίζει θέματα που ανακύπτουν κατά την εκτέλεση μίας δημόσιας σύμβασης έργου. Άρθρο 213 Εμπειρογνώμονες Καταρχήν το άρθρο 213, από άποψη περιεχομένου, δεν ρυθμίζει κατά βάση θέματα εκτέλεσης συμβάσεων μελετών/τεχνικών υπηρεσιών, επομένως είναι εσφαλμένη η ένταξή του στο σχετικό Μέρος και Τίτλο, αλλά θέματα ανάθεσης συμβάσεων παροχής τεχνικών υπηρεσιών. Για το λόγο αυτό πρέπει να ενταχθεί στο Μέρος Α του Βιβλίου I (προτείνεται μετά το άρθρο 47Γ ή εντός αυτού, λόγω της συνάφειας της ρύθμισης – Σκοπιμότητα σύναψης δημόσιας σύμβασης παροχής τεχνικών και λοιπών συναφών επιστημονικών υπηρεσιών). 20 Άρθρο 213 παρ. 2: Στην παράγραφο 2 του άρθρου 213 ορίζεται η δυνατότητα ανάθεσης συμβάσεων παροχής τεχνικών υπηρεσιών σε εμπειρογνώμονες “[…] με τη διαδικασία της περίπτωσης 2.γ του άρθρου 32 όταν η συμβατική αμοιβή ισούται ή υπερβαίνει το εκάστοτε όριο της Κοινοτικής Οδηγίας.” Σχετικά με την πρόβλεψη αυτή επισημαίνονται τα ακόλουθα: Η διαδικασία με διαπραγμάτευση χωρίς δημοσίευση προκήρυξης (άρθρο 32 σχεδίου νόμου), έχει εξαιρετικό χαρακτήρα και επιτρέπεται να εφαρμόζεται μόνο στις περιοριστικώς απαριθμούμενες στα αντίστοιχα άρθρα της Οδηγίας 2014/24/ΕΕ περιπτώσεις (βλ. σχετικώς ΔΕE, απόφαση της 8ης Απριλίου 2008, C-337/05, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλ. 2008, Ι-2173, σκέψη 56). Οι διατάξεις αυτές στο μέτρο που εισάγουν εξαιρέσεις που συνιστούν παρέκκλιση από την βασική ρύθμιση, ήτοι από τους κανόνες που αποσκοπούν στη διασφάλιση της αποτελεσματικότητας των αναγνωριζομένων από τη Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Σ.Λ.Ε.Ε.) δικαιωμάτων στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων, πρέπει να αποτελούν αντικείμενο συσταλτικής ερμηνείας. Συγκεκριμένα, προκειμένου η οδηγία να μην απολέσει την πρακτική αποτελεσματικότητά της, τα κράτη μέλη και οι αναθέτουσες αρχές τους δεν επιτρέπεται να προβλέπουν περιπτώσεις προσφυγής στη διαδικασία με διαπραγμάτευση που δεν προβλέπονται από την εν λόγω οδηγία ή να συνοδεύουν τις ρητώς προβλεπόμενες από την οδηγία αυτή περιπτώσεις με νέους όρους που έχουν ως αποτέλεσμα να καθιστούν ευκολότερη την προσφυγή στην εν λόγω διαδικασία (βλ. ενδεικτικά Δ.Ε.Ε., αποφάσεις της 18ης Μαΐου 1995, C-57/94, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλ. 1995, σ. Ι-1249, σκέψη 23, της 28ης Μαρτίου 1996, C- 318/94, Επιτροπή κατά Γερμανίας, Συλλ. 1996, σ. Ι-1949, σκέψη 13 και της 13 ης Ιανουαρίου 2005, C-84/03, Επιτροπή κατά Ισπανίας, Συλλ. 2005, Ι-13947, σκέψη 48). Το δε βάρος αποδείξεως περί του ότι συντρέχουν όντως οι έκτακτες περιστάσεις που δικαιολογούν την απόκλιση το φέρει ο προτιθέμενος να κάνει χρήση των διατάξεων αυτών (βλ. υπό το πνεύμα αυτό Δ.Ε.Ε., αποφάσεις της 10ης Μαρτίου 1987, C-199/85, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλ. 1987, σ. 1039, σκέψη 14, προαναφερεθείσα C-57/94, σκέψη 23, προαναφερθείσα C-318/94, σκέψη 14, της 10ης Απριλίου 2003, C-20/01 και C-28/01, Επιτροπή κατά Γερμανίας, Συλλ. 2003, Ι-360, σκέψη 58, της 14ης Σεπτεμβρίου 2004, C-385/02, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλ. 2004, σ. I-8121, σκέψη 19, της 14ης Οκτωβρίου 2004, C-340/02, Επιτροπή κατά Γαλλίας, Συλλ. 2004, Ι- 9845, σκέψη 38, και της 2ας Ιουνίου 2005, C-394/02, Επιτροπή κατά Ελλάδας, Συλλ. 2005, Ι-4713, σκέψη 33). Ειδικότερα, ως προς την εφαρμογή του άρθρου 32 περ. 1 υποπερ. γ΄ του σχεδίου νόμου πρέπει να πληρούνται οι ακόλουθες σωρευτικές προϋποθέσεις (βλ. αποφάσεις Δ.Ε.Ε. της 2ας Αυγούστου 1993, C- 107/92, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλ. 1993, σ. I-4655, σκέψη 12, προαναφερθείσα f, σκέψη 14 και της προαναφερθείσας C-394/02, σκέψη 40): (i) ύπαρξη απροβλέπτου γεγονότος, (ii) ύπαρξη κατεπείγουσας ανάγκης που δεν συμβιβάζεται με τις προθεσμίες που επιτάσσουν άλλες διαδικασίες και (iii) ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ του απροβλέπτου γεγονότος και της κατεπείγουσας ανάγκης που ανακύπτει. Ως απρόβλεπτες περιστάσεις πρέπει να νοούνται γεγονότα που υπερβαίνουν κατά πολύ τον συνήθη ρου του οικονομικού και κοινωνικού βίου, όπως λ.χ. οι θεομηνίες (πλημμύρες, σεισμοί κλπ.), οι οποίες καθιστούν κατεπειγόντως απαραίτητη την παράδοση διαφόρων προμηθειών στους πληγέντες (βλ. Ευ. Κουτούπα-Ρεγκάκου, Δημόσιες Συμβάσεις και Κοινοτικό Δίκαιο, Εκδόσεις Σάκκουλα 1995, σ. 82-83). Πρέπει επίσης να τονισθεί ότι η προσφυγή στη διαδικασία αυτή νομιμοποιείται μόνο για τις ποσότητες εκείνες και για το χρονικό εκείνο διάστημα που είναι πράγματι αναγκαία για την άμεση αντιμετώπιση της έκτακτης περίστασης. Γίνεται περαιτέρω δεκτό, σύμφωνα με τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, ότι, η σχετική απόφαση της αναθέτουσας αρχής πρέπει να φέρει πλήρη και ειδική αιτιολογία, αναφερόμενη στους λόγους για τους οποίους αποφασίζεται η προσφυγή στην εν λόγω εξαιρετική διαδικασία. Αντίστοιχη άποψη έχει υιοθετήσει και το Ελεγκτικό Συνέδριο, το οποίο δέχεται ότι απρόβλεπτες περιστάσεις είναι τα γεγονότα που δεν μπορούν αντικειμενικά με βάση τα διδάγματα της ανθρώπινης πείρας και λογικής να προβλεφθούν, είναι δε ανεξάρτητα της βούλησης της αναθέτουσας αρχής και δεν πρέπει να απορρέουν από έλλειψη προγραμματισμού και επιμέλειας αυτής (βλ. ενδεικτικά ΕΣ Τμ VI 91, 105, 171, 191, 200, 205 και 214/2007, 15 και 74/2008), αλλά και την Αρχή (βλ. Κατευθυντήρια Οδηγία 1/2013). Τονίζεται δε ότι οι παρεκκλίσεις από την κανονική διαδικασία δεν μπορούν να ισχύσουν όταν οι αναθέτουσες αρχές διαθέτουν επαρκή χρόνο για την τήρηση της ταχείας κλειστής διαδικασίας (Δ.Ε.Ε. προαναφερθείσα C- 107/92,σκέψεις 9 και 13, όπου κρίθηκε ότι δεν συνέτρεχε κατεπείγον γιατί μεσολάβησαν τρεις μήνες από 21 τη γνώση της συνδρομής του απρόβλεπτου γεγονότος μέχρι τη διενέργεια της διαπραγμάτευσης από την αναθέτουσα αρχή). Κατόπιν όλων των ανωτέρω καθίσταται σαφές ότι η συνδρομή ή μη των όρων προσφυγής σε διαδικασία διαπραγμάτευσης χωρίς προηγούμενη προκήρυξη δεν μπορεί να κριθεί από τον εθνικό νομοθέτη εκ των προτέρων, αλλά in concreto και μόνο υπό τα ανωτέρω, ως εκ τούτου η παράγραφος 2 του άρθρου 213 πρέπει να αντικατασταθεί ως ακολούθως: “Με τις προϋποθέσεις της παραγράφου 1, η αναθέτουσα αρχή μπορεί να αναθέτει σε έναν ή περισσότερους εμπειρογνώμονες, όπως αυτοί ορίζονται στην προηγούμενη παράγραφο, την υποστήριξη των υπηρεσιών του εργοδότη με σύμβαση παροχής τεχνικών υπηρεσιών, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στις διατάξεις του παρόντος Βιβλίου.” Άρθρο 214 Διοικητική και δικαστική επίλυση διαφορών Ομοίως για το εν λόγω άρθρο ισχύουν όσα εκτενώς αναλύθηκαν στο προηγούμενο άρθρο 189. Άρθρο 215 Ειδικές ρυθμίσεις Άρθρο 215: Καταρχήν δεν είναι κατανοητός ο λόγος για τον οποίο τα οριζόμενα στο άρθρο 215 εφαρμόζονται μόνο στις δημόσιες συμβάσεις μελετών και τεχνικών υπηρεσιών (βλ. αντίστοιχη πρόβλεψη στο άρθρο 194) καθώς περιέχουν ρυθμίσεις με οριζόντιο χαρακτήρα (αρμόδια όργανα). Άλλωστε τα θέματα αυτά ρυθμίζονται συνολικά με οριζόντιο τρόπο για όλες τις συμβάσεις στο άρθρο 120 και θα πρέπει, προς αποφυγή επαναλήψεων ή και αντιφάσεων, να απαλειφθούν από το άρθρο 215. Οι δε μεταβατικές διατάξεις του άρθρου 215 πρέπει να ενταχθούν αντιστοίχως στο άρθρο 394 των τελικών διατάξεων του Βιβλίου V. Άρθρο 231 Παρακολούθηση της σύμβασης παροχής υπηρεσίας Ως προς την παρ. 1 χρήζει διευκρίνησης εάν παρέχεται η διακριτική ευχέρεια στην αναθέτουσα αρχή να συγκροτήσει Επιτροπή Παρακολούθησης της σύμβασης παροχής υπηρεσιών αντί της αρμόδιας υπηρεσίας. Περαιτέρω, προτείνεται η εξειδίκευση του εν λόγω άρθρου, καθώς, όπως έχει διατυπωθεί, προσιδιάζει κυρίως σε παρακολούθηση συμβάσεων οι οποίες απαιτούν συνεχή παρακολούθηση σε ημερήσια βάση, (π.χ. καθαριότητα -φύλαξη) και όχι σε συμβάσεις παροχής υπηρεσιών, των οποίων τα παραδοτέα συνίστανται σε προϊόντα διανοητικής εργασίας και αποτελούνται από ενδιάμεσα αλληλοεξαρτώμενα παραδοτέα. Άρθρο 233 Ποινικές ρήτρες Άρθρο 233 παρ. 4: Στην παρ. 4, θα πρέπει να προσδιορισθεί εάν η ένσταση που αναφέρεται, αφορά σε μία εκ των προβλεπόμενων στο παρόν νομοσχέδιο (ε.α άρθρο 138) με τις αναγκαίες τροποποιήσεις ή εάν αφορά στην “Ειδική διοικητική προσφυγή” του άρθρου 25 του ν. 2690/1999 “Κώδικας Διοικητικής Διαδικασίας”. Άρθρο 234 Παραλαβή του αντικειμένου της σύμβασης παροχής υπηρεσιών Άρθρο 234 παρ. 3-4: Στις παραγράφους αυτές προβλέπεται η περίπτωση που τα σχετικά παραδοτέα δεν ανταποκρίνονται πλήρως στους όρους της σύμβασης, οπότε συντάσσεται, εκ μέρους της Επιτροπής Παραλαβής, πρωτόκολλο προσωρινής παραλαβής στο οποίο αναφέρονται οι παρεκκλίσεις που διαπιστώθηκαν. Προβλέπεται επίσης ότι στην περίπτωση που η Επιτροπή κρίνει ότι τα παραδοτέα, παρά την ύπαρξη παρεκκλίσεων από τους συμβατικούς όρους, μπορούν να καλύψουν τις ανάγκες της αναθέτουσας αρχής, είναι δυνατή η παραλαβή τους με έκπτωση επί της συμβατικής αξίας. Η εν λόγω ρύθμιση περί έκπτωσης, δηλαδή ουσιαστικά περί μείωσης της συμβατικής τιμής, χρήζει διευκρίνησης καθώς σε περίπτωση που παραμείνει ως έχει είτε θα καταστεί ανεφάρμοστη είτε είναι δυνατή η κατάχρηση αυτής, εφόσον δεν οριοθετείται τουλάχιστον το ανώτατο ποσοστό μείωσης που μπορεί να επιβληθεί. 22 Άρθρο 234 παρ. 5: Στην παρ. 5 ορίζεται ο χρόνος έγκρισης του πρωτοκόλλου οριστικής παραλαβής και ορθώς μεν προβλέπεται η αυτοδίκαιη παραλαβή σε περίπτωση μη εμπρόθεσμης (εντός 30 ημερών από την υποβολή του) έγκρισης του πρωτοκόλλου οριστικής παραλαβής, αλλά δεν υφίσταται αντίστοιχη δικλείδα διασφάλισης των συμφερόντων του δημοσίου όπως η προβλεπόμενη στην παρ. 4 του αντίστοιχου για τις συμβάσεις προμηθειών άρθρου 224 του σχεδίου νόμου. Ειδικότερα, προτείνεται η προσθήκη αντίστοιχης, νέας παραγράφου 6 ως εξής: “6. Ανεξάρτητα από την, κατά τα ανωτέρω, αυτοδίκαιη παραλαβή και την πληρωμή του αναδόχου, πραγματοποιούνται οι προβλεπόμενοι από την σύμβαση έλεγχοι από επιτροπή που συγκροτείται με απόφαση του αρμοδίου αποφαινομένου οργάνου, στην οποία δεν μπορεί να συμμετέχουν ο πρόεδρος και τα μέλη της επιτροπής που δεν πραγματοποίησε την παραλαβή στον προβλεπόμενο από την σύμβαση χρόνο. Η παραπάνω επιτροπή παραλαβής προβαίνει σε όλες τις διαδικασίες παραλαβής που προβλέπονται από την σύμβαση και συντάσσει τα σχετικά πρωτόκολλα. Οι εγγυητικές επιστολές προκαταβολής και καλής εκτέλεσης δεν επιστρέφονται πριν την ολοκλήρωση όλων των προβλεπομένων από τη σύμβαση ελέγχων και τη σύνταξη των σχετικών πρωτοκόλλων. Οποιαδήποτε ενέργεια που τυχόν έγινε από την αρχική επιτροπή παραλαβής, δεν λαμβάνεται υπόψη.” Άρθρο 236 Απόρριψη παραδοτέου – Αντικατάσταση Στο εν λόγω άρθρο ρυθμίζεται η περίπτωση οριστικής απόρριψης και αντικατάστασης ολόκληρου ή μέρους του συμβατικού αντικειμένου, κατά τρόπο που δεν προσιδιάζει στη φύση των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών. Ειδικότερα, το εν λόγω άρθρο χρήζει διευκρινίσεων και συμπληρώσεων προκειμένου να διευκρινισθεί σε τι συνίσταται η “οριστική” απόρριψη εφόσον παρέχεται δυνατότητα αντικατάστασης, και συνεπώς δεν είναι οριστική αλλά ενδεχομένως προσωρινή. Περαιτέρω, στις περιπτώσεις συμβάσεων παροχής υπηρεσιών οι οποίες αφορούν σε διανοητική εργασία και δεν περιλαμβάνουν ενδιάμεσα παραδοτέα, ο ανάδοχος, σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο, καθίσταται εκπρόθεσμος λόγω του ότι η τυχόν αντικατάσταση θα πραγματοποιηθεί στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, μετά τη λήξη του συμβατικού χρόνου. Για τον λόγο αυτό προτείνεται η απαλοιφή του εν λόγω εδαφίου από την παρ.1 και η προσθήκη του στο τέλος της παρ. 2. Επίσης, θα πρέπει να διευκρινισθεί εάν ο επόπτης του άρθρου 231, δύναται να αποτελεί μέλος της Επιτροπής παραλαβής. Τέλος, θα μπορούσε να προβλεφθεί η δυνατότητα συγκρότησης δευτεροβάθμιας επιτροπής παραλαβής όπως ορίζεται στο άρθρο 223 “Παραλαβή υλικών” αναφορικά με τις συμβάσεις προμηθειών. Άρθρο 237 Κήρυξη οικονομικού φορέα έκπτωτου Στο εν λόγω άρθρο ρυθμίζεται η έκπτωση του αναδόχου τόσο σε επίπεδο συμβάσεων παροχής υπηρεσιών όσο και σε επίπεδο συμβάσεων προμηθειών, παρόλο που το εν λόγω άρθρο εντάσσεται στην Ενότητα 3 που αφορά σε συμβάσεις υπηρεσιών. Περαιτέρω, ρυθμίζει το θέμα της έκπτωσης αναδόχου σε χρόνο που δεν ανάγεται αποκλειστικά στην εκτέλεση αλλά και σε χρόνο που αφορά στην ανάθεση καθόσον, αφενός προβλέπεται η δυνατότητα κατάπτωσης της εγγυητικής επιστολής συμμετοχής (περ. α της παρ. 4) και αφετέρου ρητώς ορίζεται ότι ο ανάδοχος δεν κηρύσσεται έκπτωτος εφόσον η σύμβαση δεν υπογράφηκε (περ. α της παρ. 3). Ενόψει των ανωτέρω, προτείνεται η δημιουργία νέας ενότητας η οποία δύναται να αφορά σε συμβάσεις προμηθειών και υπηρεσιών υπό τον τίτλο “Κυρώσεις” και να περιλαμβάνει τις διατάξεις που αφορούν στις “ποινικές ρήτρες” και στην “έκπτωση αναδόχων”. Αναφορικά με το ζήτημα της έκπτωσης, στο στάδιο που προηγείται της σύναψης της σύμβασης, απαιτείται προσθήκη στην παρ. 5 του άρθρου 116 η οποία θα παραπέμπει ως προς τη διαδικασία έκπτωσης στο παρόν άρθρο. Στην παρ. 4, προτείνεται η προσθήκη πλην της αθροιστικής επιβολής κυρώσεων και της δυνατότητας διαζευκτικής επιβολής τους, στο πλαίσιο τήρησης της αρχής της αναλογικότητας. Τέλος, δεν υφίσταται αναφορά περί δυνατότητας του κηρυχθέντος ως “εκπτώτου” για υποβολή ένστασης ή ενδικοφανούς προσφυγής κατά της απόφασης έκπτωσης. Ειδικότερα, πέραν της αναγκαίας προσθήκης του δικαιώματος προσβολής της απόφασης έκπτωσης, πρέπει να διευκρινίζεται αν ισχύουν οι γενικές διοικητικές προσφυγές που προβλέπονται στην ελληνική έννομη τάξη από το 23 Σύνταγμα και τους νόμους, αν ισχύουν ήδη ρυθμιζόμενες σε άλλα νομοθετήματα ειδικές διοικητικές προσφυγές ή, τέλος, αν επιχειρείται η θέσπιση, ειδικώς για τους εκπτώτους, άλλου συστήματος διοικητικών προσφυγών. Περαιτέρω, για τις δικαστικές προσφυγές πρέπει να ορίζεται με βάση τις ισχύουσες διατάξεις περί αρμοδιοτήτων των διοικητικών δικαστηρίων και του Συμβουλίου της Επικρατείας, ποιες αποφάσεις προσβάλλονται στο Συμβούλιο της Επικρατείας και ποιες στα λοιπά διοικητικά δικαστήρια με παραπομπή στις διατάξεις αυτές. Δηλαδή πρέπει να διευκρινίζονται το είδος, η προθεσμία και οι συνέπειες της προσφυγής και εφόσον συντρέχει η περίπτωση, να διευκρινίζεται αν η προηγούμενη άσκηση της προσφυγής αποτελεί προϋπόθεση του παραδεκτού του ένδικου βοηθήματος που ορίζεται ότι μπορεί να ασκηθεί στη συνέχεια (ΣτΕ ΠΕ 114/2004). Νομοτεχνικές παρατηρήσεις επί διατάξεων άρθρων 268 έως 351: Δεδομένου ότι παρατηρείται αναγραφή εσφαλμένων παραπομπών στο κείμενο του σχεδίου νόμου, χρή- ζουν διόρθωσης τα κάτωθι σημεία – παραπομπές, προκειμένου να μην υπάρξουν ασάφειες και παρερμη- νείες: α. Άρθρο 268 παράγραφος 1 : αναγράφεται “των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 266, 267” , αντί του ορ- θού 267, β. Άρθρο 279 παράγραφος 4: αναγράφεται “κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 27”, αντί του ορθού 274, γ. Άρθρο 282 παράγραφος 3 υποπαράγραφος 3 : αναγράφεται “Σύμφωνα με το άρθρο 27”, αντί του ορθού 273, δ. Άρθρο 283 παράγραφος 4 υποπαράγραφος 3: αναγράφεται “Σύμφωνα με το άρθρο 27”, αντί του ορθού 273, ε. Άρθρο 283 παράγραφος 6 υποπαράγραφος 4: αναγράφεται ““Σύμφωνα με το άρθρο 27”, αντί του ορθού 273, στ. Άρθρο 288 παράγραφος 3: αναγράφεται “του άρθρου 27”, αντί του ορθού 274, ζ. Άρθρο 290 παράγραφος 3 υποπαράγραφος 2: αναγράφεται “σύμφωνα με το άρθρο 27”, αντί του ορθού 274, η. Άρθρο 292 παράγραφος 5 υποπαράγραφος 2: αναγράφεται “κατά την έννοια του άρθρου 23903”, αντί του ορθού 239, θ. Άρθρο 349 παράγραφοι 1 και 2: αναγράφεται “υπηρεσίες που αναφέρονται στο άρθρο 114”, αντί του ορθού 348. ι. Άρθρο 351 παράγραφος 1: αναγράφεται “στο άρθρο 114”, αντί του ορθού 348. Άρθρο 238: Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής Άρθρο 238 παρ. 4: Προτείνεται η απαλοιφή των λέξεων “των αναθετόντων φορέων” καθώς η ανάθεση ΥΓΟΣ πραγματοποιείται με νομοθετική, κανονιστική ή διοικητική διάταξη του Κράτους (πράξη ανάθεσης), η οποία καθορίζει τους ειδικότερους όρους της ανάθεσης και δεν ορίζεται από τους αναθέτοντες φορείς. Προτείνεται η τροποποίηση της πρότασης, ως εξής: “Το παρόν Βιβλίο δε θίγει το δικαίωμα ορισμού, σύμ- φωνα με το δίκαιο της Ένωσης, υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος {…}”.

Άρθρο 270 Οικονομικοί Φορείς Άρθρο 270 παράγραφος 2 υποπαράγραφος β εδάφιο β: Προτείνεται η απαλοιφή του τελευταίου εδαφί- 24 ου της υποπαραγράφου β που αφορά στους πάγιους όρους ικανοποίησης των απαιτήσεων των ενώσεων οικονομικών φορέων, καθώς αφενός η παραπομπή είναι, με τη νέα δομή του Βιβλίου Ι λανθασμένη πλέον (το Μέρος Β του Βιβλίου Ι αφορά πλέον μόνο στην εκτέλεση) και αφετέρου οι αναθέτοντες φορείς έχουν δυνατότητα και όχι υποχρέωση χρήσης προτύπων εγγράφων σύμβασης, όπως προβλέπεται στο άρθρο 300 παράγραφος 5 του Βιβλίου ΙΙ του σχεδίου νόμου. Άρθρο 274 Κανόνες που εφαρμόζονται στις επικοινωνίες Άρθρο 274 παράγραφος 7: Οι όροι της παραγράφου 7 του άρθρου 274 δεν είναι δυνατόν να πληρούνται από τα ηλεκτρονικά μέσα επικοινωνίας που διαθέτουν οι αναθέτοντες φορείς, καθώς, η παράγραφος αυτή αφορά ειδικά στο ΕΣΗΔΗΣ και στο ΠΔ 25/2014 που εφαρμόζεται μόνο από τον δημόσιο και ευρύτερο δη- μόσιο τομέα. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να μη γίνεται αναφορά στην εν λόγω παράγραφο αλλά στις παρα- γράφους 1 έως 6 και 8 του άρθρου. Άρθρο 274 παράγραφοι 9-11: Δεν προβλέπεται ο καθορισμός, πέραν των υποχρεώσεων που θέτει η Οδη- γία και ενσωματώνονται στις παραγράφους 1 έως 6 του προτεινόμενου άρθρου 274, όλων των ειδικών ζη- τημάτων που το εν λόγω άρθρο προβλέπει να καθοριστούν με δευτερογενή νομοθεσία για το ΕΣΗΔΗΣ στις παραγράφους 9 έως και 11. Ειδικότερα, στην παράγραφο 9 β προβλέπεται να καθοριστούν για το ΕΣΗΔΗΣ με ΚΥΑ οι όροι και προϋποθέσεις για την υποβολή, γνωστοποίηση, διακίνηση εγγράφων, ο τύπος και το πε- ριεχόμενο, ο προσδιορισμός του χρόνου αποστολής ή παραλαβής, ο υπολογισμός των προθεσμιών κλπ, στην παράγραφο 10 προβλέπεται η διαλειτουργικότητα του ΕΣΗΔΗΣ με βάσεις δεδομένων, στις οποίες δεν περιλαμβάνονται οι βάσεις δεδομένων/ τα πληροφοριακά συστήματα των αναθετόντων φορέων, στην πα- ράγραφο 11 προβλέπεται δευτερογενής νομοθεσία που θα καθορίσει ζητήματα διαβάθμισης χρηστών, αναγνωριστικά και διαπιστευτήρια κλπ. Η προτεινόμενη διάταξη χρήζει συμπλήρωσης τουλάχιστον ως προς την πρόβλεψη δευτερογενούς νομοθεσίας, η οποία θα καθορίζει επιπλέον θέματα τα οποία άπτονται σημαντικών τεχνικών θεμάτων χρήσης και διαχείρισης των ηλεκτρονικών συστημάτων των αναθετόντων φορέων καθώς και τα κριτήρια και τους όρους χορήγησης της εξαίρεσης που προβλέπει η προτεινόμενη παράγραφος 12 και ιδίως τα ζητήματα διαβάθμισης χρηστών και φορέα διαπίστευσης. Επιπλέον, προτεί- νεται ο καθορισμός του αρμόδιου φορέα που θα πιστοποιεί τα Συστήματα Ηλεκτρονικών Δημοσίων Συμ- βάσεων (ΣΗΔΗΣ), ενδεχομένως της Αρχής Διασφάλισης Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ), με την Κοινή Υπουργική Απόφαση που προβλέπεται να εκδοθεί σε αντικατάσταση της ΚΥΑ Π1/2390/2013 που αναφέρε- ται στις τεχνικές λεπτομέρειες του ΕΣΗΔΗΣ. Επισημαίνεται πως στο κείμενο του προτεινόμενου νομοθετή- ματος γίνεται αναφορά μόνο στο ΕΣΗΔΗΣ. Κατά συνέπεια, διατηρουμένης της προτεινόμενης παραγράφου 12, θα πρέπει να γίνει προσθήκη / εναλλακτική πρόβλεψη και σε άλλα σημεία του νομοσχεδίου, όπως ιδί- ως στο άρθρο 275 που αφορά στο σημαντικό θέμα της πολιτικής ασφαλείας του ΕΣΗΔΗΣ, οι προβλέψεις του οποίου θα πρέπει να πληρούνται και από κάθε ηλεκτρονικό σύστημα που θα λειτουργεί παράλληλα με το ΕΣΗΔΗΣ, να γίνει συσχέτιση με το άρθρο 292 παράγραφος 3 που αφορά στις Κεντρικές Αρχές Αγορών, για τις οποίες, ως έχει το προτεινόμενο νομοσχέδιο προβλέπεται υποχρεωτική χρήση του ΕΣΗΔΗΣ καθώς και με το άρθρο 316 παράγραφος 5, με το οποίο ορίζεται το ΕΣΗΔΗΣ ως το επίσημο πληροφοριακό σύστη- μα eSender. Τέλος επισημαίνεται η ανάγκη αλλαγής του εκ παραδρομής αναφερομένου ως Ν. 3862/2010 στο ορθό Ν. 3861/2010, στην παράγραφο 10. Άρθρο 292 Κεντρικές δραστηριότητες αγορών και Κεντρικές Αρχές Αγορών Άρθρο 292 παράγραφος 5 : Προτείνεται ο καθορισμός των προβλεπομένων στο προτεινόμενο άρθρο με 25 ΚΥΑ των κατά περίπτωση αρμοδίων Υπουργών και όχι με Προεδρικό Διάταγμα, σε εναρμόνιση και με τα προβλεπόμενα στο αντίστοιχο άρθρο του Βιβλίου Ι και προκειμένου να καταστεί η εν λόγω διαδικασία πε- ρισσότερο ευέλικτη. Άρθρο 295 Προγραμματισμός συμβάσεων Η προτεινόμενη διάταξη δεν καθιερώνει υποχρέωση συμμόρφωσης, αλλά αντίθετα παρέχει στους ανα- θέτοντες φορείς τη “δυνατότητα” να προγραμματίζουν τις συμβάσεις τους. Προτείνεται η διάταξη να ανα- διατυπωθεί, εισάγοντας υποχρέωση εφαρμογής της, με παράλληλη υποχρέωση καταχώρησης του πίνακα προγραμματισμού στην Εθνική Βάση Δεδομένων Δημοσίων Συμβάσεων της Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ., πλην των συμ- βάσεων που αφορούν, απαιτούν ή περιλαμβάνουν διαβαθμισμένες πληροφορίες. Άρθρο 323 Εγγυήσεις Άρθρο 323 παράγραφοι 1 και 4: Η προτεινόμενη διάταξη αποτελεί εθνικό κανόνα που ρυθμίζει τα θέματα εγγυοδοσίας στις συμβάσεις που συνάπτουν αναθέτοντες φορείς. Ως προς την παράγραφο 1 περίπτωση α υποπερίπτωση αα, χρήζει διόρθωσης το “άσκησης διοικητικής προσφυγής” και το “ασκηθείσας διοικητικής προσφυγής” στο ορθό “άσκησης προσφυγής” και “ασκηθείσας προσφυγής”, καθώς οι αναθέτοντες φορείς που δεν είναι αναθέτουσες αρχές δεν εκδίδουν διοικητικές πράξεις, ώστε να ασκείται κατ’ αυτών διοικητι- κή προσφυγή. Ως προς την παράγραφο 4, επισημαίνεται ότι η διαδικασία πειθαρχικής δίωξης, τουλάχιστον αναφορικά με τους αναθέτοντες φορείς που δεν είναι αναθέτουσες αρχές, ρυθμίζεται από τις εσωτερικές διατάξεις των ιδρυτικών τους πράξεων (καταστατικών) και κατά συνέπεια η σχετική πρόβλεψη θα πρέπει να τροποποιηθεί και να προβλέπει τυχόν υποχρέωση κίνησης της διαδικασίας πειθαρχικής δίωξης, σύμ- φωνα με τις κατά περίπτωση διατάξεις που διέπουν τους αναθέτοντες φορείς. Άρθρο 334 Ειδικοί κανόνες αξιολόγησης προσφορών και αιτήσεων συμμετοχής Το άρθρο 334 παραπέμπει επιλεκτικά σε ορισμένες διατάξεις (αρ. 332 κριτήρια ανάθεσης και αρ. 333 κο- στολόγηση κύκλου ζωής ) που προβλέπουν ειδικότερους κανόνες εφαρμογής σχετικά με την αξιολόγηση των προσφορών και αιτήσεων συμμετοχής. Ωστόσο, δεδομένου ότι παραλλήλως ισχύουν -ενδεικτικά ανα- φερόμενα- τα άρθρα 322 (Γενικές Αρχές), 324 (Συστήματα προεπιλογής),325 (Κριτήρια ποιοτικής επιλο- γής), 326 (Χρήση των λόγων αποκλεισμού και των κριτηρίων επιλογής που προβλέπονται στο Βιβλίο Ι), 348 επ. (Ανάθεση συμβάσεων για κοινωνικές και άλλες ειδικές υπηρεσίες) κ.ο.κ., για λόγους ασφάλειας δικαί- ου, θα πρέπει να απαλοιφθεί το εν λόγω άρθρο. Άρθρο 337 Ειδικοί κανόνες διεξαγωγής διαδικασίας Οι διατάξεις του συγκεκριμένου άρθρου επιτάσσουν την εφαρμογή διατάξεων / ρυθμίσεων του Βιβλίου Ι που θεσπίζει κανόνες για τις διαδικασίες προγραμματισμού, σύναψης και εκτέλεσης δημοσίων συμβάσε- ων και διαγωνισμών μελετών που πραγματοποιούνται από αναθέτουσες αρχές, ανεξαρτήτως εκτιμώμενης αξίας αυτών. Επισημαίνεται ωστόσο ότι οι διατάξεις των άρθρων 108 και 81, στις οποίες παραπέμπει με- ταξύ άλλων το άρθρο 337, περιλαμβάνονται και στο Βιβλίο ΙΙ. Πρόκειται για τα άρθρα 332 παρ. 6 και 331 αντιστοίχως, συναφώς προτείνεται να απαλειφθούν. Ενόψει των ανωτέρω προτείνεται η αναδιατύπωση του άρθρου ως εξής: “Η διεξαγωγή της διαδικασίας σύναψης σύμβασης (διαδικασία υποβολής, απο- 26 σφράγισης, αξιολόγησης προσφορών και αιτήσεων συμμετοχής, επιλογής συμμετεχόντων, υποβολής δι- καιολογητικών κατακύρωσης και σύμβασης, καθορισμού τυχόν προθεσμιών ολοκλήρωσης του συνόλου ή των επιμέρους διαδικασιών ) πραγματοποιείται κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 111Α, 111Β, 111Γ, 111Δ, 78, 79, 109, 109Α, 110, 112 και 113.” Άρθρο 338 Κατακύρωση-σύναψη σύμβασης Άρθρο 338 παρ. 1: Επισημαίνεται ότι οι πράξεις που εκδίδουν οι αναθέτοντες φορείς που δεν είναι ανα- θέτουσες αρχές, οι οποίοι είναι και η πλειονότητα των εν λόγω φορέων στην Ελλάδα, δεν είναι διοικητικές πράξεις, αλλά πράξεις του διοικούντος οργάνου αυτών και επομένως η λέξη “διοικητική” πρέπει να απα- λειφθεί. Άρθρο 338 παρ. 3: Επισημαίνεται ότι οι “κείμενες”, εν ισχύ, διατάξεις κατά το χρόνο υποβολής του νομο- σχεδίου προς γνώμη από την ΕΑΑΔΗΣΥ, προβλέπουν ως μέσο προδικαστικής προστασίας τα οριζόμενα στο Ν. 3886/2010. Η διάταξη προφανώς αναφέρεται στις υπό επεξεργασία διατάξεις του νομοσχεδίου για την έννομη προστασία, οι οποίες όμως δεν είναι ακόμη εν ισχύ. Δημιουργείται σύγχυση σχετικά με την επέλευση των αποτελεσμάτων της απόφασης κατακύρωσης, λόγω της αναφοράς σε βοηθήματα και μέσα στο στάδιο της προδικαστικής προστασίας, δεδομένου του ότι επί του παρόντος άνω των ορίων των Οδηγιών υπάρχει μόνο η δυνατότητα άσκησης προδικαστικής προσφυ- γής. Επιπλέον, σύγχυση προκαλείται και από την εξάρτηση των αποτελεσμάτων της κατακύρωσης από την “άπρακτη πάροδο των προθεσμιών … στο στάδιο … της δικαστικής προστασίας”, καθώς, φαίνεται να αφο- ρά στην οριστική δικαστική προστασία, παρατείνοντας κατά πολύ το χρόνο επέλευσης των αποτελεσμάτων της απόφασης κατακύρωσης. Συναφώς επειδή από τη γραμματική διατύπωση του εν λόγω άρθρου δεν προκύπτει σαφώς εάν η άσκηση των ενδίκων βοηθημάτων της οριστικής δικαστικής προστασίας έχει ή όχι ανασταλτατικό αποτέλεσμα, προτείνεται η πλήρης επαναδιατύπωση των διατάξεων του εν λόγω άρθρου βάσει των κείμενων διατάξεων του ν. 3886/2010 και δη σε ό,τι αφορά το ανασταλτικό απότελεσμα σύνα- ψης της σύμβασης καθώς και η συμπερίληψη μεταβατικής διάταξης, για το χρόνο που μεσολαβεί έως τη θέση σε ισχύ των νέων διατάξεων για την έννομη προστασία. Άρθρο 345 Τροποποίηση συμβάσεων κατά την διάρκεια τους Άρθρο 346 Δικαίωμα μονομερούς λύσης σύμβασης. Άρθρο 347 Λύση της σύμβασης Άρθρα 345 παράγραφος 6, 346 παράγραφος 2 και 347 παράγραφος 2: Προτείνεται η απαλοιφή των ως άνω ίδιων παραγράφων των άρθρων 345, 346 και 347, καθώς αφενός η παραπομπή είναι λανθασμένη (αναφέρεται σε άρθρο της διακυβέρνησης αντί για το ορθό άρθρο του πεδίου εφαρμογής του Βιβλίου ΙΙ, ήτοι στο άρθρο 238) και αφετέρου η παραπομπή στις διατάξεις του Βιβλίου Ι είναι γενική και αόριστη. Άρθρο 356 Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής Άρθρο 356 παρ.1: Να αφαιρεθεί από το πεδίο εφαρμογής του σχετικού κεφαλαίο η αναφορά σε κανόνες λειτουργίας του Κεντρικού Ηλεκτρονικού Μητρώου Δημοσίων Συμβάσεων, καθόσον η σχετική παράγρα- 27 φος έχει μεταφερθεί στο Βιβλίο Ι. Άρθρο 357 Παρακολούθηση και Καθοδήγηση Άρθρο 357 παρ.2: Σχετικά με την έκδοση της προβλεπόμενης κοινής υπουργικής απόφασης να προβλε- φθεί η εκκίνηση της διαδικασίας με πρωτοβουλία της Αρχής, όπως επίσης και η προθεσμία έκδοσης της εντός εξαμήνου. Άρθρο 361 Κατάρτιση και Πιστοποίηση προσωπικού Αναθετουσών Αρχών/Αναθετόντων Φορέων Άρθρο 361 παράγραφος 4: Να εξεταστεί η υποχρεωτικότητα ή μη της υποστήριξης των αναθετόντων φο- ρέων κατά την προπαρασκευή και διενέργεια διαδικασιών σύναψης και εκτέλεσης δημόσιας συμβάσεων από πιστοποιημένο προσωπικό για τους αναθέτοντες φορείς. Γενικές παρατηρήσεις επί άρθρων 1-33 Βιβλίου IV: α) καθόσον οι προτεινόμενες διατάξεις αφορούν σε ενσωμάτωση οδηγιών, νομοτεχνικά επιβεβλημένη είναι η αναγραφή των επιμέρους άρθρων των οδηγιών που ενσωματώνουν, β) Αναφορικά με τη σύσταση της “Αρχής Εξέτασης Προδικαστικών Προσφυγών” (εφεξής ΑΕΠΠ), ως αρμόδιο όργανο για την επίλυση των διαφορών που ανακύπτουν κατά τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων, εγκαταλείπεται η σχεδόν εικοσαετής2 εθνική πρακτική “αμιγούς” έννομης προστασίας στο εν λόγω πεδίο και ακολουθείται η πρακτική που υιοθετήθηκε σχεδόν στο σύνολο των κρατών μελών που εντάχθηκαν στη Ευρωπαϊκή Ένωση το 2004 και το 2007, δηλαδή η επίλυση των διαφορών, δια μέσου ανεξάρτητου διοικητικού οργάνου. Εν προκειμένω, παρότι στην αιτιολογική έκθεση (1η παράγραφος) αναφορικά με την σύσταση της ΑΕΠΠ, ορίζεται ρητά ο στόχος για ένα “βελτιωμένο σύστημα έννομης προστασίας”, σύμφωνα με το Κεφάλαιο 2.4.2 “Δημόσιες Συμβάσεις” της παρ. Γ του ν. 4336/2015”, δεν υφίσταται αναφορά σχετική με τη συνολική αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας του υπάρχοντος δικαστικού συστήματος ένδικων μέσων η οποία ομοίως περιλαμβάνεται στις διατάξεις του εν λόγω Κεφαλαίου του ως άνω νόμου, προκειμένου να τεκμηριώνονται οι ελλείψεις ή δυσλειτουργίες του ισχύοντος συστήματος που ενδεχομένως οδήγησαν στην αναγκαιότητα σύστασης της ΑΕΠΠ. Επιπλέον, η Αρχή θεωρεί ότι το προτεινόμενο σύστημα παροχής έννομης προστασίας αποτελεί συνολικά ένα βαρύ και δυσκίνητο σύστημα επίλυσης διαφορών, χωρίς να υπάρχουν συγκριτικά στοιχεία ως προς την αναμενόμενη μείωση του χρόνου απονομής δικαιοσύνης σε σχέση με το υφιστάμενο σύστημα. Στο πλαίσιο αυτό, η Αρχή θεωρεί ότι θα μπορούσε να δημιουργηθεί και να λειτουργήσει ένα πιο “ευέλικτο” σύστημα, το οποίο θα υπάγεται στο οργανόγραμμα αυτής και θα διαρθρώνεται, λ.χ., με τη μορφή μια αυτοτελούς οργανικής μονάδας, ώστε να διασφαλίζεται η ασφάλεια και η ομοιόμορφη εφαρμογή του δικαίου με ταυτόχρονη εξοικονόμηση δημοσίων πόρων. Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, θεωρούμε εύλογο η αναγκαιότητα ολικής αναμόρφωσης του συστήματος παροχής έννομης προστασίας, να κριθεί κατόπιν αξιολόγησης του ισχύοντος συστήματος δικαστικής προστασίας, όπως διαμορφώθηκε κατόπιν των τροποποιήσεων του ν. 3886/2010. Σε κάθε περίπτωση προτείνεται να λειτουργούν πιο ευέλικτες συνθέσεις, π.χ. μονομελείς συνθέσεις, με τη βοήθεια ειδικευμένων εισηγητών. γ) δεν εντοπίσθηκαν, στο Βιβλίου IV, διατάξεις έννομης προστασίας αναφορικά με διαφορές από την εκτέλεση της σύμβασης (βλ. άρθρο 193 του ν. 4281/2014), χάριν παροχής ενός ολοκληρωμένου και 2 Με το ν. 2522/1997 (178/Α) “Δικαστική προστασία κατά το στάδιο που προηγείται της σύναψης συμβάσεως δημόσιων έργων, κρατικών προμηθειών και υπηρεσιών..”, ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη η 1η δικονομική οδηγία 89/665/ΕΟΚ. Η Οδηγία 2007/66 ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Δεκεμβρίου 2007, για την τροποποίηση των οδηγιών 89/665/ΕΟΚ και 92/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου όσον αφορά τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας των διαδικασιών προσφυγής στον τομέα της σύναψης δημόσιων συμβάσεων, ενσωματώθηκε στη εθνική έννομη τάξη με το ν. 3886/2010 (173/Α) όπου σε αμφότερους τους ανωτέρω νόμους η εκ των οδηγιών προβλεπόμενη προστασία απονέμεται από τα αρμόδια δικαστήρια. Με το Μέρος 8ο του ν. 4281/2014, το οποίο τέθηκε σε αναστολή από τη δημοσίευση του, επιχειρήθηκε το πρώτον η νομοθέτηση της απονομής της προστασίας από ανεξάρτητο όργανο, μη δικαστικό. 28 πλήρους συστήματος έννομης προστασίας στο πεδίο των δημοσίων συμβάσεων. Έχουν ωστόσο ενταχθεί τέτοιες (δικονομικές) διατάξεις στο Μέρος Β του Βιβλίου I (ουσιαστικό δίκαιο) και συγκεκριμένα στα άρθρα 189, 190 και 214 του σχεδίου νόμου, (βλ. παραπάνω παρατηρήσεις επί των άρθρων αυτών), δ) δεδομένου ότι το Βιβλίο ΙV εισάγει διατάξεις για την εναρμόνιση της ελληνικής νομοθεσίας με την Οδηγία 89/665/ΕΟΚ και την Οδηγία 92/13/ΕΚ, θα πρέπει, προς αποφυγή σύγχυσης ως προς το πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του Βιβλίου IV, όπου γίνεται αναφορά σε “αναθέτουσα αρχή”, να αναφέρεται αντιστοίχως και “αναθέτων φορέας”, ομοίως και όπου αναφέρεται η “δημόσια σύμβαση” θα πρέπει να καλύπτονται και οι συμβάσεις που υπάγονται τόσο στο Βιβλίο II του σχεδίου νόμου όσο και οι συμβάσεις παραχώρησης (ενδεικτικά, αρ. 1, 2, 16 παρ. 1-3). ε) δεν περιλαμβάνονται διατάξεις αναφορικά με τη συνεργασία της ΑΕΠΠ και των άλλων διοικητικών αρχών, οι οποίες κατέχουν αρμοδιότητα στο πεδίο των δημοσίων συμβάσεων και ιδίως με την Ενιαία Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Συμβάσεων (βλ. ενδεικτικά παρατήρηση στο άρθρο 15). Άρθρο 1 Πεδίο εφαρμογής Γενικές παρατηρήσεις επί άρθρου 1: Δεν γίνεται οποιαδήποτε αναφορά στο άρθρο 1 στις συμφωνίες-πλαίσιο και στα δυναμικά συστήματα αγορών που ρητά περιλαμβάνονται στο πεδίο εφαρμογής και των δύο δικονομικών Οδηγιών (89/665/ΕΟΚ και 92/13/ΕΚ όπως ισχύουν). Επισημαίνεται, άλλωστε, ότι οι εν λόγω διαδικασίες περιλαμβάνονται ρητά και στο πεδίο εφαρμογής των ν. 3886/2010 και 4281/2014. Προκειμένου να μην υπάρχει οποιαδήποτε αμφισβήτηση ως προς τη συμβατότητα των προτεινόμενων ρυθμίσεων με το δίκαιο της Ένωσης, προτείνεται να υπάρξει ρητή πρόβλεψη ότι το πεδίο εφαρμογής καταλαμβάνει τις συμφωνίες-πλαίσιο και τα δυναμικά συστήματα αγορών τόσο του Βιβλίου Ι όσο και του Βιβλίου ΙΙ και να ενσωματωθεί νομοτεχνικά είτε στην παρ. 2 είτε σε νέα χωριστή παράγραφο. Επίσης θα πρέπει αφενός να διευκρινισθεί εάν διατηρούνται σε ισχύ επιμέρους διατάξεις του νομοσχεδίου (βλ. άρθρο 138), όπου υφίσταται δικαίωμα υποβολής ένστασης, σε δημοπρασίες δημοσίων έργων και μελετών, ενώπιον της αναθέτουσας αρχής και αφετέρου να ελεγχθεί η σκοπιμότητα διατήρησης του προτεινόμενου πεδίου εφαρμογής και σε ποσά έως 60.000€ (βλ. και παρατηρήσεις μας επί των άρθρων 109, 109Α και 138). Άρθρο 1 παρ. 1: Η αναφορά στην παρ. 1 μόνο σε δημόσιες συμβάσεις έργων, υπηρεσιών και προμηθειών δημιουργεί την εσφαλμένη εντύπωση ότι το πεδίο εφαρμογής των διατάξεων περί έννομης προστασίας περιορίζεται μόνο στις δημόσιες συμβάσεις του Βιβλίου Ι του σχεδίου νόμου. Ωστόσο, στην παρ. 4 του ίδιου άρθρου ορίζεται: ”Το παρόν Βιβλίο εισάγει διατάξεις για την εναρμόνιση της ελληνικής νομοθεσίας με την Οδηγία 89/665/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 21ης Ιουνίου 1989 και την Οδηγία 92/13/ΕΚ του Συμβουλίου της 25ης Φεβρουαρίου 1992, όπως τροποποιήθηκαν με την Οδηγία 2007/66/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Δεκεμβρίου 2007”. Η ρητή αναφορά στην εν λόγω παράγραφο και στο άρθρο 1 του σχεδίου νόμου και στις δύο δικονομικές Οδηγίες, τόσο σε αυτή που αφορά στον κλασικό τομέα (Οδηγία 89/665/ΕΟΚ) όσο και σε αυτή που αφορά στους ειδικούς τομείς (ΟΚΩ, Οδηγία 92/13/ΕΚ ) δεν καταλείπει αμφιβολία ότι προφανώς εκ παραδρομής στην παράγραφο 1 γίνεται αναφορά μόνο σε δημόσιες συμβάσεις, ενώ στην ουσία το πεδίο εφαρμογής καταλαμβάνει και τις συμβάσεις έργων, υπηρεσιών και προμηθειών του Βιβλίου ΙΙ. Προς επίρρωση του ανωτέρω επισημαίνεται ότι και στο κείμενο της αιτιολογικής έκθεσης που συνοδεύει το σχέδιο νόμου αναφέρεται ότι: ” Η παρεχόμενη προστασία από την ΑΕΠΠ είναι πλήρης, σύμφωνα με τις απαιτήσεις των ευρωπαϊκών Οδηγιών 89/665/ΕΟΚ και 92/13/ΕΚ, όπως τροποποιήθηκαν από την Οδηγία 2007/66/ΕΚ…”. Στο πλαίσιο αυτό και προς αποφυγή οποιασδήποτε παρερμηνείας, προτείνεται να γίνει αναδιατύπωση της παρ. 1, ώστε να περιλαμβάνει ρητή αναφορά στις δημόσιες συμβάσεις έργων, μελετών, παροχής τεχνικών και λοιπών συναφών επιστημονικών υπηρεσιών, προμηθειών και λοιπών υπηρεσιών του Βιβλίου Ι, όσο και στις συμβάσεις του Βιβλίου ΙΙ του σχεδίου νόμου. 29 Περαιτέρω, χρήζει διευκρίνισης εάν η λέξη ”τύπος” χρησιμοποιείται με τη νομική της έννοια (π.χ έγγραφος ή προφορικός) ή εάν ταυτίζεται εννοιολογικά με τη λέξη ”φύση” της σύμβασης, δηλ. το είδος αυτής (προμήθειες/υπηρεσίες/έργα), οπότε στην τελευταία περίπτωση προτείνεται να απαλειφθεί από την παρ. 1, προκειμένου να μην προκαλείται σύγχυση στον εφαρμοστή του δικαίου. Προτείνεται επίσης, για την επίτευξη κατά το δυνατόν χρήσης ενιαίας και ταυτόσημης ορολογίας στο κείμενο του σχεδίου νόμου, η χρήση της φράσης ”κατά τις διαδικασίες σύναψης” αντί της φράσης ”κατά την ανάθεση” και η φράση ”εκτιμώμενη αξία” αντί της φράσης ”οικονομική αξία”. Άρθρο 1 παρ. 2: Δεδομένου ότι στο σχετικό σχέδιο νόμου για τις παραχωρήσεις (βλ. γνώμη 2/2016 ΕΑΑΔΗΣΥ) προβλέπεται ότι και στις Συμπράξεις Δημοσίου και Ιδιωτικού Τομέα θα εφαρμόζεται ο σχετικός νόμος, άρα οι διαφορές από την ανάθεση ΣΔΙΤ θα επιλύονται, μεταξύ άλλων, και με δικαστικό τρόπο (ενώ σήμερα επιλύονται μόνον με διαιτησία), προτείνεται η προσθήκη και των ΣΔΙΤ στην εν λόγω παράγραφο ως ακολούθως: “[…] Οι διατάξεις του παρόντος Βιβλίου εφαρμόζονται και στις διαφορές που προκύπτουν κατά την ανάθεση δημοσίων συμβάσεων των περιπτώσεων (α) και (β)της παραγράφου 1 του άρθρου 1 καθώς και των συμβάσεων παραχώρησης, οι οποίες υλοποιούνται ως Συμπράξεις Δημόσιου-Ιδιωτικού Τομέα (Σ.Δ.Ι.Τ.), σύμφωνα με τον ν. 3389/2005 (ΦΕΚ Α 232). Κατα τα λοιπά εφαρμόζονται συμπληρωματικά οι διατάξεις του ν. 3389/2005, κατά το μέρος που δεν αντίκεινται στις διατάξεις του παρόντος νόμου.” Άρθρο 1 παρ. 3: Η αναφορά και στην εν λόγω παράγραφο μόνο σε ”δημόσια σύμβαση” δημιουργεί την ίδια προβληματική, η οποία αναπτύχθηκε ήδη ως προς την παράγραφο 1, σε σχέση με το πεδίο εφαρμογής της προτεινόμενης ρύθμισης. Για τον λόγο αυτόν προτείνεται ομοίως να γίνει αναδιατύπωση της παρ. 3, ώστε να περιλαμβάνει ρητή αναφορά τόσο σε τροποποιήσεις δημοσίων συμβάσεων έργων, υπηρεσιών και προμηθειών του Βιβλίου Ι, όσο και στις τροποποιήσεις συμβάσεων έργων, υπηρεσιών και προμηθειών του Βιβλίου ΙΙ του σχεδίου νόμου, καθώς τέλος και στις τροποποιήσεις συμβάσεων στο πλαίσιο ΣΔΙΤ. Περαιτέρω, και λαμβάνοντας υπόψη ότι και οι συμφωνίες-πλαίσιο δύνανται να υφίστανται τροποποιήσεις, οι οποίες να απαιτούν τη διεξαγωγή νέας διαδικασίας σύναψης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 143 παρ. 5 και 345 παρ. 5 των Βιβλίων Ι και ΙΙ αντίστοιχα (που ενσωματώνουν τις αντίστοιχες διατάξεις των Οδηγιών 2014/24/ΕΕ και 2014/25/ΕΕ), προτείνεται να υπάρξει ρητή πρόβλεψη και για τις τροποποιήσεις των συμφωνιών-πλαίσιο στην εν λόγω παράγραφο. Επίσης, επισημαίνεται ότι η αναφορά στο ”ευρωπαϊκό δίκαιο δημοσίων συμβάσεων” είναι γενικόλογη και μπορεί να δημιουργήσει προβληματισμό στους εφαρμοστές του δικαίου. Δεδομένου ότι οι διατάξεις του δικαίου της Ένωσης, σύμφωνα με τις οποίες απαιτείται διεξαγωγή νέας διαδικασίας σύναψης σύμβασης, προβλέπονται στις Οδηγίες 2014/24/ΕΕ και 2014/25/ΕΕ και έχουν ενσωματωθεί με τα προαναφερόμενα άρθρα (143 παρ. 5 και 345 παρ. 5) του υπό εξέταση σχεδίου νόμου, προτείνεται να αναφερθούν ρητά οι συγκεκριμένες διατάξεις. Τέλος, για λόγους ενιαίας ορολογίας, προτείνεται η χρήση της φράσης ”νέας διαδικασίας σύναψης σύμβασης” αντί της φράσης ”νέας διαγωνιστικής διαδικασίας” . Άρθρο 1 παρ. 4: Η παράγραφος 4 επαναλαμβάνεται αυτούσια στο άρθρο 1 του σχεδίου νόμου και δέον όπως απαλειφθεί από το άρθρο αυτό του Βιβλίου IV. Ταυτόχρονα εκεί πρέπει να προστεθεί στις αναφερόμενες τροποποιήσεις των Οδηγιών 89/665/ΕΟΚ και 92/13/ΕΚ και η τροποποίηση που επήλθε με τα άρθρα 46 και 47 της Οδηγίας 2014/23/ΕΕ, η οποία, εκ παραδρομής προφανώς, δεν έχει συμπεριληφθεί. Άρθρο 2 Προστασία κατά την ανάθεση δημοσίων συμβάσεων Γενικές παρατηρήσεις επί άρθρου 2: Ως προς τις αναφορές σε ”δημόσιες συμβάσεις” που υπάρχουν τόσο στον τίτλο του άρθρου όσο και στις παρ. 1 & 3, ισχύουν όσα αναπτύχθηκαν για το ζήτημα αυτό ανωτέρω επί του άρθρου 1. Επίσης, για λόγους νομοτεχνικούς, προτείνεται να απαλειφθούν οι παρενθέσεις στο κείμενο του σ/ν που παραπέμπουν σε άρθρα αυτού και να αντικατασταθούν από τη φράση “κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο άρθρο …./σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο …”. 30 Άρθρο 2 παρ. 1: Επιπλέον, η αναφορά στην παρ. 1 μόνο σε παράνομη πράξη ή παράλειψη ”αναθέτουσας αρχής”, μπορεί ομοίως να δημιουργήσει σύγχυση ως προς το πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του Βιβλίου IV. Για τον λόγο αυτόν, προτείνεται είτε η χρήση των όρων αναθέτουσα αρχή/ αναθέτων φορέας είτε η προσθήκη μίας γενικής διάταξης στο άρθρο 1 ως εξής: ”Ως αναθέτουσα αρχή, κατά τις διατάξεις του παρόντος Βιβλίου νοείται τόσο η ”αναθέτουσα αρχή” του Βιβλίου Ι όσο και ο ”αναθέτων φορέας” του Βιβλίου ΙΙ”. Περαιτέρω, στην παρ. 1, για λόγους ενιαίας και ταυτόσημης ορολογίας, προτείνεται να διατηρηθεί, ως προς τα μέσα έννομης προστασίας που μπορούν να ασκήσουν οι θιγόμενοι οικονομικοί φορείς, η ορολογία/η διατύπωση ως είχε στο ν. 3886/2010. Άρθρο 2 παρ. 1-2: Στις παρ. 1 και 2 προτείνεται να προστεθεί, μετά τη λέξη ”ενδιαφερόμενος”, η φράση ”οικονομικός φορέας”, για λόγους πληρέστερης απόδοσης του κειμένου. Άρθρο 2 παρ. 3: Στην παρ. 3 η διατύπωση ”εκδικάζονται από τα αρμόδια δικαστήρια, σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις” είναι γενικόλογη και μπορεί να δημιουργήσει σύγχυση στον εφαρμοστή του δικαίου. Για τον λόγο αυτόν προτείνεται να συσχετιστεί η εν λόγω παράγραφος με το άρθρο 30 που περιλαμβάνει ρυθμίσεις σχετικά με τις αξιώσεις αποζημίωσης των θιγόμενων οικονομικών φορέων. Άρθρο 3 Σύσταση της Αρχής Εξέτασης Προδικαστικών Προσφυγών Άρθρο 3 παρ. 1: Δεδομένου ότι η ΑΕΠΠ, σύμφωνα με τα άρθρα 25-28 είναι αρμόδια να επιλύει και τις διαφορές που ανακύπτουν μετά τη σύναψη της σύμβασης, η χρήση της φράσης ”κατά το στάδιο που προηγείται της σύναψης των συμβάσεων” δεν αποδίδει ορθά και πλήρως το πλέγμα των αρμοδιοτήτων της και προτείνεται να χρησιμοποιηθεί η φράση ”κατά τις διαδικασίες σύναψης συμβάσεων”. Επίσης, η παρ. 1 χρήζει διευκρινίσεων, αναφορικά με το είδος των συμβάσεων που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της ΑΕΠΠ (βλ. παρατηρήσεις επί του άρθρου 1 ανωτέρω). Άρθρο 4 Συγκρότηση της Αρχής Άρθρο 4 παρ. 3: Δεδομένου του προτεινόμενου αριθμού των μελών, προτείνεται η εξέταση τροποποίησης της παρ. 3, με ενδεχόμενη πρόβλεψη συμμετοχής μελών και άλλων ειδικοτήτων3 . Περαιτέρω, καθόσον η διαδικασία επιλογής των υποψηφίων μελών θα διενεργηθεί, σύμφωνα με την παρ. 5, κατόπιν επιλογής τους εκ μέρους του ΑΣΕΠ κατά τη διαδικασία του άρθρου 19 “Πλήρωση θέσεων Ειδικού Επιστημονικού Προσωπικού και υπαλλήλων επί θητεία” του ν. 2190/1994 (28/Α) προτείνεται η διάταξη της παρ. 3 να αναδιατυπωθεί ως εξής: “Ως μέλη επιλέγονται νομικοί που πληρούν κατ’ ελάχιστον τις προϋποθέσεις του άρθρου 2 του π.δ 50/2001 (ΦΕΚ 39/Α), όπως ισχύει και διαθέτουν πενταετή εμπειρία στο πεδίο των δημοσίων συμβάσεων”. Σε περίπτωση που ορισθούν πλείονες ειδικότητες, θα πρέπει βέβαια να προστεθούν οι συγκεκριμένες ειδικότητες και στην παραπάνω παράγραφο. Ωστόσο, πέραν των ανωτέρω, επισημαίνουμε ότι είναι καινοφανής και αποτελεί σαφή υποβάθμιση του ρόλου του οιονεί δικαιοδοτικού οργάνου που η πολιτεία σκοπεύει να αναθέσει σε αυτό, το να διενεργείται η επιλογή των υποψηφίων για τις θέσεις των μελών από το Α.Σ.Ε.Π. και ο διορισμός τους να γίνεται εν τέλει από τον Υπουργό Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Άρθρο 6 Οικονομική Αυτοτέλεια Άρθρο 6 παρ. 3: Λαμβάνοντας υπόψη την πρωτοφανή οικονομική κρίση που διέρχεται η χώρα και το γεγονός της ορθής πρόβλεψης κατάθεσης παραβόλου για την αποφυγή καταχρηστικής άσκησης προδικαστικών προσφυγών, κρίνεται ότι απαιτείται προσθήκη στην εξουσιοδοτική διάταξη για έκδοση κοινής υπουργικής απόφασης, ως ορίζεται στο τέταρτο εδάφιο της παρ. 3 του παρόντος άρθρου, αναφορικά με τη δυνατότητα αναπροσαρμογής της κράτησης υπέρ της ΑΕΠΠ. Βλ. Και παρακάτω παρατηρήσεις επί άρθρου 19. Άρθρο 9 Συνεδριάσεις της Αρχής Εξέτασης Προδικαστικών Προσφυγών 3 Ενδεικτικά αναφέρεται ότι στην 5μελή Αναθεωρητική Αρχή Προσφορών Κύπρου, μόνο η Πρόεδρος έχει νομική κατάρτιση και είναι δικαστικός. 31 Άρθρο 9 παρ. 1: Προκειμένου να διασφαλισθεί περαιτέρω και ουσιαστικά το αμερόληπτο της κρίσης της ΑΕΠΠ αλλά και να να αποφευχθούν “φαινόμενα μονιμότητας”, ως αναφέρεται στην πρώτη παράγραφο της σελίδας 4 της αιτιολογικής έκθεσης, προτείνεται να εξεταστεί η προσθήκη διάταξης αναφορικά με τη διαδικασία περιοδικού και εκ περιτροπής ορισμού των μελών των 10μελών κλιμακίων, πλην της πρόβλεψης της παρ. 2 του άρθρου 11 περί μηχανισμού εκ περιτροπής κατανομής των υποθέσεων. Επιπρόσθετα προτείνεται να αναφερθεί ρητά ότι το κάθε μέλος συμμετέχει σε ένα και μόνον κλιμάκιο. Άρθρο 15 Έκθεση Πεπραγμένων Αναφορικά με την έκθεση πεπραγμένων η οποία συντάσσεται από την ΑΕΠΠ, σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να υποβάλλεται και στον Υπουργό Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Υπουργός έχων τη νομοθετική πρωτοβουλία του Βιβλίου IV). Περαιτέρω, ως προς τη διάταξη που αφορά στην κατάθεση, εντός της έκθεσης πεπραγμένων, προτάσεων για “τη βελτίωση του νομοθετικού πλαισίου των δημοσίων συμβάσεων”, δημιουργείται κατ’ αρχήν υπέρβαση του συστατικού σκοπού της ΑΕΠΠ. Επίσης, προτείνεται η έκθεση αυτή να αποστέλλεται στην Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ., προκειμένου να ληφθεί υπόψη για τη βελτίωση του νομοθετικού πλαισίου των δημοσίων συμβάσεων και να αποφευχθεί η επικάλυψη αρμοδιοτήτων με την Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ., η οποία αφενός σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 4013/2011 “έχει σκοπό την ανάπτυξη και προαγωγή της εθνικής στρατηγικής, πολιτικής και δράσης στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων, τη διασφάλιση της διαφάνειας, αποτελεσματικότητας, συνοχής και εναρμόνισης των διαδικασιών ανάθεσης και εκτέλεσης των δημοσίων συμβάσεων προς το εθνικό και ευρωπαϊκό δίκαιο, τη διαρκή βελτίωση του νομικού πλαισίου των δημοσίων συμβάσεων, καθώς και τον έλεγχο της τήρησής του από τα δημόσια όργανα και τις αναθέτουσες αρχές.” και αφετέρου σύμφωνα με το Κεφάλαιο 2.4.2 “Δημόσιες Συμβάσεις” της παρ. Γ του ν. 4336/2015” (94/Α) είναι “ο κύριος φορέας στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων στην Ελλάδα.”. Επιπλέον, δεδομένου ότι το άρθρο 2 παρ. 8 της οδηγίας 2007/66/ΕΕ προβλέπει ότι “Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να καθίσταται δυνατή η αποτελεσματική εκτέλεση των αποφάσεων που λαμβάνουν τα αρμόδια για τις διαδικασίες προσφυγής όργανα”, παρά ταύτα δεν υφίσταται σχετική αναφορά στο νομοσχέδιο σχετικά με την εκτέλεση και παρακολούθηση της εκτέλεσης των αποφάσεων της ΑΕΠΠ, πλην αναφοράς στο παρόν άρθρο περί επισύναψης αναλυτικού πίνακα με τις αναθέτουσες αρχές που δεν συμμορφώνονται με τις αποφάσεις της, γεγονός που κρίνεται ότι υποθάλπει την αποτελεσματικότητα της ΑΕΠΠ καθόσον στο προταθέν νομοσχέδιο δεν προβλέπεται μηχανισμός παρακολούθησης της εφαρμογής των αποφάσεων της. Άρθρο 16 Δικαίωμα Άσκησης Προσφυγής Άρθρο 16 παρ. 3: Στην παράγραφο 3 προβλέπεται ότι κατά των πράξεων της αναθέτουσας αρχής που εκδίδονται κατά το στάδιο της ανάθεσης δεν επιτρέπεται να ασκείται οποιαδήποτε άλλη διοικητική προσφυγή, έτσι ώστε, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση επί του σ/ν, “να μην επιμηκύνεται υπέρμετρα η διαδικασία ανάθεσης”. Η εν λόγω διάταξη ωστόσο έρχεται σε αντίθεση με τα οριζόμενα στα άρθρα 109, 109Α και 138 του Βιβλίου I του σχεδίου νόμου, στα οποία προβλέπεται το δικαίωμα υποβολής εντάσεων κατά των των πράξεων της αναθέτουσας αρχής που εκδίδονται κατά το στάδιο της ανάθεσης. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να αρθεί η σχετική αντίφαση με τις ως άνω διατάξεις του Βιβλίου I του σχεδίου νόμου. Άρθρο 16 παρ. 1-3: Στις παραγράφους 1 και 3 να συμπεριληφθεί αναφορά στις συμβάσεις παραχώρησης και στις συμβάσεις που συνάπτονται στο πλαίσιο ΣΔΙΤ. Άρθρο 17 Προθεσμία άσκησης της προσφυγής Άρθρο 17 παρ. 1 (γ): Αναφορικά με την περίπτωση προσβολής της προκήρυξης και το προβλεπόμενο τεκμήριο περί πλήρους γνώσης αυτής μετά την πάροδο 10 ημερών από την ανάρτηση στο ΚΗΜΔΗΣ, επισημαίνεται ότι, χωρίς να τίθεται ζήτημα αντίθεσης/πρόσκρουσης στις διατάξεις των οδηγιών, η εν λόγω πρόβλεψη κρίνεται περιοριστική και εξαιρετικά σύντομη, ιδιαιτέρως σε περιπτώσεις που η διακήρυξη είναι εκτενής, σύνθετη, πολύπλοκη και ενδεχομένως έχει τεθεί μεγαλύτερο από το συνηθισμένο χρονικό διάστημα για την υποβολή προσφορών. Σε τέτοιες περιπτώσεις, κρίνεται σκόπιμο, το τεκμήριο πλήρους γνώσης για την έναρξη της προθεσμίας άσκησης της προσφυγής να συσχετίζεται, λ.χ., με το ήμισυ του 32 χρονικού διαστήματος από την έναρξη της διαδικασίας σύναψης σύμβασης μέχρι τη λήξη της προθεσμίας υποβολής των προσφορών (αντίστοιχη πρόβλεψη εμπεριέχεται στο άρθρο 182 παρ. 1 τελευταίο εδάφιο του ν. 4281/2014 και στο άρθρο 15 του π.δ. 118/2007). Σε διαφορετική περίπτωση, προτείνεται η 10ήμερη προθεσμία να επιμηκυνθεί τουλάχιστον κατά 5 ημέρες, ώστε να καταλείπεται επαρκής χρόνος στους ενδιαφερόμενους για την άσκηση της προδικαστικής προσφυγής. Άρθρο 17 παρ. 2: Αναφορικά με την περίπτωση παράλειψης της αναθέτουσας αρχής, τίθεται προβληματισμός και ανακύπτουν ζητήματα ως προς τον ορισμό 15νθήμερης προθεσμίας για την άσκηση προδικαστικής προσφυγής από την επόμενη της συντέλεσης της προσβαλλόμενης παράλειψης. Και τούτο, διότι δεν απαιτείται πλέον εκ μέρους του ενδιαφερόμενου οικονομικού φορέα, κατά τα οριζόμενα στους ν. 3886/2010 και ν. 4281/2014, “πλήρης γνώση της παράνομης παράλειψης”, ως τέτοια δε να νοείται “η γνώση της πράξης που βλάπτει τα συμφέροντά του και της αιτιολογίας της”. Αντιθέτως, το υπό κρίση άρθρο αρκείται στο γεγονός της συντέλεσης της παράλειψης για την εκκίνηση της 15νθήμερης προθεσμίας, χωρίς να προσπαθεί να διασφαλίσει τη γνώση του ενδιαφερομένου περί συντέλεσης της παράλειψης ή τουλάχιστον να ορίσει σε τι μπορεί να συνίσταται/πώς νοείται η γνώση αυτή. Κατά συνέπεια, προτείνεται η εν λόγω διάταξη να αναδιατυπωθεί διατηρώντας το λεκτικό και τις προϋποθέσεις της αντίστοιχης διάταξης του ν. 3886/2010, οι οποίες έχουν κριθεί νομολογιακά και συντελούν στη συντόμευση των σχετικών προθεσμιών. Άρθρο 18 Άσκηση προσφυγής – Άσκηση παρέμβασης Άρθρο 18 παρ. 2: Προκειμένου να μην προκαλείται αντίφαση με την παρ. 1, θα πρέπει να καθίσταται σαφές στην παρ. 2, ότι, ακόμα και στην περίπτωση που στον Κανονισμό Εξέτασης Προδικαστικών Προσφυγών προβλεφθεί η υποχρεωτική υποβολή της προσφυγής με τη χρήση τυποποιημένου εντύπου, αυτό θα πρέπει να υποβάλλεται, σε κάθε περίπτωση, ηλεκτρονικά, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στην παρ. 1. Άρθρο 19 Παράβολο Άρθρο 19 παρ. 1-2: Καταρχάς επισημαίνεται ότι το προβλεπόμενο στο εν λόγω άρθρο παράβολο αποτελεί ένα επιπρόσθετο σημαντικό διοικητικό βάρος και προτείνεται η συνολική θεώρησή του μαζί με τις υπόλοιπες προτεινόμενες επιβαρύνσεις προς τους οικονομικούς φορείς που προβλέπονται σε άλλες διατάξεις του σ/ν. Παράλληλα, η πρόβλεψη παραβόλου όχι μικρότερου των 600 €, την στιγμή που το εν λόγω σύστημα προδικαστικής προστασίας ισχύει πλέον για όλες τις συμβάσεις, ανεξαρτήτως οικονομικής αξίας, ενδεχομένως, κατά περίπτωση,να θέτει ζήτημα αναφορικά με την τήρηση της αρχής της αναλογικότητας για συμβάσεις μικρής προϋπολογισθείσας αξίας, λ.χ. 1.000 €. Σημειωτέον ότι στο ν. 4281/2014 το προβλεπόμενο σύστημα προδικαστικής προστασίας εφαρμοζόταν για συμβάσεις άνω των 60.000 ευρώ, το δε κατώτατο όριο παραβόλου δεν μπορούσε να είναι μικρότερο των 200 Ευρώ. Άρθρο 19 παρ. 3: Επίσης, προβληματισμός τίθεται σχετικά με δυνατότητα που παρέχεται, στην παρ. 3, για αναπροσαρμογή του ύψους του ποσοστού και των ανωτάτων και κατωτάτων ορίων του ποσού του παραβόλου με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Πρόκειται για μια ευρύτατη εξουσιοδότηση που δίδεται στους αρμοδίους υπουργούς, καθώς όλα τα σχετικά με το ύψος του παραβόλου ζητήματα παραπέμπονται στην εξουσιοδοτική ΚΥΑ και μάλιστα χωρίς να προβλέπεται, στο σ/ν, οιοσδήποτε περιορισμός στην προτεινόμενη εξουσιοδότηση προς τους εν λόγω Υπουργούς (λ.χ. ότι “σε κάθε περίπτωση, εφόσον λαμβάνει χώρα ποσοστιαίος υπολογισμός του παραβόλου, το ποσοστό δεν μπορεί να υπερβαίνει το x % επί της εκτιμώμενης αξίας της σύμβασης”). Προτείνεται τα ως άνω ζητήματα να ρυθμιστούν με προεδρικό διάταγμα κατόπιν πρότασης των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (όπως αντίστοιχη ρύθμιση εμπεριέχεται στην παρ. 2 του άρθρου 182 του ν. 4281/2014), το οποίο, σε κάθε περίπτωση ελέγχεται ως προς τη συνταγματικότητά του από το Συμβούλιο της Επικρατείας. 33 Άρθρο 19 παρ. 5: Για λόγους νομοτεχνικούς, προτείνεται να διορθωθεί η φράση “Το παράβολο της παραγράφου αυτής” στο ορθό “Το παράβολο του παρόντος άρθρου”. Άρθρο 20 Ανασταλτικό αποτέλεσμα Επισημαίνεται ότι για πρώτη φορά θεσπίζεται υποχρεωτικό αυτόματο ανασταλτικό αποτέλεσμα και για συμβάσεις κάτω των ορίων των οδηγιών (από 1 Ευρώ). Ως εκ τούτου θα πρέπει να ληφθεί υπόψη η ενδεχόμενη υπέρμετρη επιβάρυνση της διαδικασίας, η μείωση της ευελιξίας των αναθετουσών αρχών και φορέων και η καθυστέρηση σύναψης συμβάσεων χαμηλής αξίας, ενδεχομένως και άνευ διασυνοριακού ενδιαφέροντος. Εξάλλου, προς αποφυγή συγχύσεως και επαναλήψεων με τα άρθρα 25 και 26, προτείνεται να αναδιατυπωθεί το πρώτο εδάφιο του εν λόγω άρθρου, απαλείφοντας τη φράση “επί ποινή ακυρότητας, η οποία διαπιστώνεται με απόφαση της ΑΕΠΠ μετά από άσκηση προσφυγής σύμφωνα με το άρθρο 25”. Άρθρο 21 Διαδικασία εξέτασης της προσφυγής Γενικές παρατηρήσεις επί άρθρου 21: Στο εν λόγω άρθρο ορίζεται η διαδικασία εξέτασης της προδικαστικής προσφυγής. Διαπιστώνεται αντιστροφή του κανόνα που προβλέπεται στο ν. 3886/2010 και το ν. 4281/2014 περί κοινοποίησης της προδικαστικής προσφυγής, με φροντίδα του προσφεύγοντος, στην αναθέτουσα αρχή και σε κάθε θιγόμενο τρίτο από την ολική ή μερική αποδοχή της, με τη θέσπιση υποχρέωσης: α) κοινοποίησης της προσφυγής από την ΑΕΠΠ στην αναθέτουσα αρχή. β) κοινοποίησης της προσφυγής από την αναθέτουσα αρχή σε κάθε ενδιαφερόμενο τρίτο. Σε κάθε περίπτωση, σημειώνεται ότι θα πρέπει να συνυπολογιστεί το οικονομικό και διοικητικό κόστος (φόρτος εργασίας, επάρκεια προσωπικού, επιδόσεις, κ.α.) που συνεπάγεται η αντιστροφή του εν λόγω κανόνα για τις αναθέτουσες αρχές Για το λόγο αυτό, προτείνεται να διατηρηθεί ο κανόνας περί κοινοποίησης της προδικαστικής προσφυγής με φροντίδα του προσφεύγοντος, όπως αυτός έχει διατυπωθεί στην αντίστοιχη διάταξη του ν. 3886/2010, και με αυτονόητη αντίστοιχη προσαρμογή των επόμενων παραγράφων του παρόντος άρθρου. Άρθρο 21 παρ. 1: Στην παράγραφο 1 προτείνεται να συμπληρωθεί, για λόγους εύρυθμης λειτουργίας, ως εξής: “…Το αργότερο της επομένης εργάσιμης της καταχώρησης….”. Στο τελευταίο εδάφιο της παρ. 1, προτείνεται, επίσης, να προσδιορίζεται/διευκρινίζεται το “ιδιαίτερο πειθαρχικό αδίκημα” που δύναται να επιφέρει η παράβαση των υποχρεώσεων εκ μέρους των αρμοδίων υπαλλήλων της αναθέτουσας αρχής, με σχετική παραπομπή στο πειθαρχικό δίκαιο, καθότι η σχετική αναφορά στο σ/ν κρίνεται γενικόλογη και αόριστη. Στο τελευταίο εδάφιο της παρ. 1, προτείνεται, επίσης, να προσδιορίζεται/διευκρινίζεται το “ιδιαίτερο πειθαρχικό αδίκημα” που δύναται να επιφέρει η παράβαση των υποχρεώσεων εκ μέρους των αρμοδίων υπαλλήλων της αναθέτουσας αρχής, με σχετική παραπομπή στο πειθαρχικό δίκαιο, καθότι η σχετική αναφορά στο σ/ν κρίνεται γενικόλογη και αόριστη. Άρθρο 21 παρ. 3: Αναφορικά με τη δυνατότητα επιβολής χρηματικής κύρωσης στην αναθέτουσα αρχή από την ΑΕΠΠ, λόγω παράλειψης ή καθυστερημένης αποστολής στοιχείων, θα ήταν ενδεχομένως σκόπιμο να ορίζεται όχι συγκεκριμένο ποσό (500 Ευρώ ανά περίπτωση), αλλά ανώτατα και κατώτατα όρια ως προς το ποσό της επιβαλλόμενης κύρωσης, μετ’ εκτίμηση των περιστάσεων και αναλόγως της βαρύτητας της παράβασης, κατ’ αντιστοιχία με τις προβλέψεις περί επιβολής χρηματικών κυρώσεων στην αναθέτουσα αρχή υπό το καθεστώς του ν. 3886/2010 (αρ. 4 παρ. 5) και του ν. 4281/2014 (αρ. 182 παρ. 5). Επίσης, στο τελευταίο εδάφιο της παρ. 3, να διορθωθεί η αναφορά στον Κανονισμό Εξέτασης Προδικαστικών Προσφυγών στο ορθό “της παραγράφου 7 του παρόντος άρθρου”. Άρθρο 21 παρ. 6: Η πρόβλεψη στην παράγραφο 6 περί ανάρτησης στην ιστοσελίδα της ΑΕΠΠ των αποφάσεών της ενδέχεται να ενέχει κινδύνους παραβίασης απορρήτων, προσωπικών δεδομένων και δη ευαίσθητων, των υποχρεώσεων εμπιστευτικότητας και εχεμύθειας, που προβλέπονται άλλωστε στο άρθρο 8 ως πειθαρχικό παράπτωμα. Σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να τηρούνται η Οδηγία 95/46 του Ευρωπαϊκού 34 Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Οκτωβρίου 1995, ο ν.2472/1997 και ο Κανονισμός (ΕΚ) αρ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 18ης Δεκεμβρίου 2000 ως προς την προστασία προσωπικών δεδομένων. Άρθρο 21 παρ. 7: Όσον αφορά στη διαδικασία εξέτασης των προδικαστικών προσφυγών, προβλέπεται η έκδοση προεδρικού διατάγματος όπου θα ρυθμίζεται το σύνολο των σχετικών ζητημάτων καθώς και οι κανόνες διεξαγωγής της διαδικασίας ενώπιον της ΑΕΠΠ ( άρθρο 21 παρ. 7). Εξ ‘αυτού του λόγου δεν καθίσταται, επί της παρούσης, εφικτός ο έλεγχος νομιμότητας των σχετικών διαδικασιών, η διατύπωση των οποίων αποτελεί το βασικό και αντικειμενικό κριτήριο προς απόδειξη της ουσιαστικής ανεξαρτησίας, διαφάνειας και αμεροληψίας κατά τη λειτουργία του οργάνου προκειμένου να ελεγχθεί η συμβατότητα με τις πρόνοιες των δικονομικών οδηγιών. Η Αρχή επιφυλάσσεται για τη διατύπωση γνώμης κατόπιν έκδοσης του εν λόγω προεδρικού διατάγματος, στο πλαίσιο της αρμοδιότητάς της βάσει του άρθρου 2 παρ. 2 περ. γ(ββ) του ν. 4013/2011 (204/Α), όπως ισχύει, όπου και προτείνεται η προσθήκη ειδικής μνείας στην παρ. 7 του άρθρου 21 του Βιβλίου IV. Άρθρο 21 παρ. 8: Τέλος, στην παρ. 8, όλες οι προθεσμίες του συγκεκριμένου άρθρου χαρακτηρίζονται αποκλειστικές, ως εκ τούτου πρέπει να ληφθεί υπόψη η σοβαρότητα των συνεπειών σε περίπτωση άπρακτης παρόδου των προθεσμιών αυτών (πχ. μπορεί η αναθέτουσα αρχή να αποστείλει μεταγενέστερα τον φάκελο ή όχι; και αν τον αποστείλει εκπρόθεσμα, ποιες θα είναι οι έννομες συνέπειες; θα μπορεί να ληφθεί υπόψη; επίσης, ο θιγόμενος τρίτος, στον οποίο δεν κοινοποιήθηκε η προδικαστική προσφυγή και δεν άσκησε παρέμβαση, μπορεί να στραφεί απευθείας με αίτηση αναστολής/ακύρωσης κατά της απόφασης της ΑΕΠΠ που αποδέχεται την προσφυγή άλλου ή πρέπει να προηγηθεί η άσκηση προδικαστικής προσφυγής;). Άρθρο 22 Προσωρινά μέτρα Η φράση του πρώτου εδαφίου “προκειμένου να μην καταστεί αλυσιτελής η αποδοχή της προδικαστικής προσφυγής λόγω της προόδου της διαγωνιστικής διαδικασίας σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 20” προτείνεται να απαλειφθεί, διότι αναφέρει την αιτιολογία της ρύθμισης που εισάγεται και δεν αρμόζει να περιληφθεί σε διάταξη νόμου, αλλά προσιδιάζει περισσότερο στο κείμενο της αιτιολογικής έκθεσης αυτού και άλλωστε μπορεί να δημιουργήσει παρερμηνεία ότι θεσπίζει επιπλέον προϋποθέσεις αποδοχής του αιτήματος προσωρινών μέτρων. Στο δεύτερο εδάφιο, προτείνεται να διευκρινιστούν (λ.χ. στην αιτιολογική έκθεση του σ/ν) οι περιπτώσεις “προσωρινών μέτρων που επιτρέπουν την αναστολή της διαδικασίας ανάθεσης ή της εκτέλεσης οιασδήποτε απόφασης λαμβάνει η αναθέτουσα αρχή” σε σχέση με τα αντίστοιχα προσωρινά μέτρα “που αναστέλλουν” τις εν λόγω διαδικασίες, καθότι δεν είναι σαφές σε τι αναφέρονται και σε ποια σημεία διαφοροποιούνται μεταξύ τους. Στην περίπτωση, πάντως, που ως προσωρινό μέτρο που “επιτρέπει την αναστολή της διαδικασίας ανάθεσης δημόσιας σύμβασης” νοείται η συνέχιση της διαδικασίας ανάθεσης, προτείνεται αναδιατύπωση της συγκεκριμένης φράσης ώστε να μην προκαλείται ερμηνευτική σύγχυση. Άρθρο 23 Διαδικασία λήψης απόφασης – συνέπειες αποφάσεων ΑΕΕΠ Άρθρο 23 παρ. 1: Εκ παραδρομής η διάταξη αναφέρεται σε «προθεσμίες», δεδομένου ότι μόνον η προθεσμία της παρ. 1 ρυθμίζεται με το συγκεκριμένο άρθρο, ως εκ τούτου προτείνεται να γίνει η σχετική διόρθωση. Άρθρο 24 Αξίωση αποζημίωσης Με το εν λόγω άρθρο θεσπίζεται η δυνατότητα του οικονομικού φορέα να αξιώσει αποζημίωση σε περίπτωση αποδοχής της προσφυγής από την ΑΕΠΠ και μη εμπρόθεσμης άσκησης κατά αυτής των ενδίκων βοηθημάτων του Τίτλου 3. Προτείνεται η διαγραφή του εν λόγω άρθρου στο σύνολό του, διότι δεν είναι 35 κατανοητή η σκοπιμότητα εισαγωγής της συγκεκριμένης ρύθμισης, ούτε από τη γραμματική διατύπωση αυτής ούτε από τη συστηματική της ένταξη στο παρόν σημείο του σ/ν, δεδομένου άλλωστε ότι οι προϋποθέσεις του παραδεκτού και του βασίμου της αξίωσης αποζημίωσης ρυθμίζονται στο άρθρο 30. Άρθρο 25 Κήρυξη ακυρότητας της σύμβασης Ως προς τις αναφορές σε ”δημόσιες συμβάσεις” και ”αναθέτουσα αρχή” ισχύουν όσα αναπτύχθηκαν αναλυτικά για τα εν λόγω ζητήματα ανωτέρω επί των άρθρων 1 και 2 αντίστοιχα. Αντίστοιχα θα πρέπει να ληφθούν υπόψη και οι συμβάσεις παραχώρησης και οι συμβάσεις στο πλαίσιο ΣΔΙΤ. Στην περίπτωση (α) προτείνεται να προστεθεί η φράση ”στις περιπτώσεις που αυτή απαιτείται” μετά τη φράση ”της Ευρωπαϊκής Ένωσης”, ώστε να μην προκαλείται σύγχυση στον εφαρμοστή του δικαίου, αναφορικά με τις περιπτώσεις που επιτρέπεται από το δίκαιο της Ένωσης ή το εθνικό δίκαιο η ανάθεση σύμβασης χωρίς προηγούμενη δημοσίευση προκήρυξης. Στην περίπτωση (γ) η αναφορά στην παράγραφο 5 του άρθρου 291 του σχεδίου νόμου είναι εσφαλμένη, καθώς το άρθρο 291 περιλαμβάνει μόνον τρεις παραγράφους. Προφανώς η ορθή παράγραφος στην οποία και πρέπει να γίνεται εν προκειμένω η παραπομπή είναι η παράγραφος 2 του εν λόγω άρθρου, οπότε χρήζει σχετικής διόρθωσης η παραπομπή. Άρθρο 26 Κήρυξη ακυρότητας – Διαδικασία Άρθρο 26 παρ. 2: Ως προς την ενημέρωση των ενδιαφερόμενων οικονομικών φορέων επισημαίνεται ότι, σύμφωνα με την περ. α της παρ. 1 του άρθρου 2στ και των δύο δικονομικών Οδηγιών, η υποχρέωση ενημέρωσης βαρύνει την αναθέτουσα αρχή/αναθέτοντα φορέα. Η διατύπωση, ωστόσο, της παρ. 2 του εν λόγω άρθρου ” από την επόμενη της ενημέρωσης των ενδιαφερόμενων με άλλον τρόπο”, δημιουργεί την εντύπωση ότι οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να λάβουν τη σχετική ενημέρωση με οποιονδήποτε πρόσφορο τρόπο, ήτοι ακόμη και αν δεν προέρχεται από την αναθέτουσα αρχή/αναθέτοντα φορέα. Για την αποφυγή παρερμηνείας της συγκεκριμένης διάταξης προτείνεται σχετική διευκρίνιση. Άρθρο 26 παρ. 3: Στην παρ. 3 επισημαίνεται, ομοίως ως άνω, ότι χρήζει διόρθωσης η παραπομπή στην παρ. 5 του άρθρου 291 στην ορθή που είναι η παρ. 2 του ίδιου άρθρου. Άρθρο 27 Δυνατότητα μη κήρυξης ακυρότητας της σύμβασης Επιτακτικοί λόγοι δημοσίου συμφέροντος – Εναλλακτικές ρήτρες Άρθρο 27 παρ. 2: Στην παράγραφο 2 η χρήση του όρου ”ανενεργό” αντί του όρου ”ακυρότητα” που χρησιμοποιείται τόσο στον τίτλο του εν λόγω άρθρου όσο και στα άρθρα 25, 26 και 28 μπορεί να δημιουργήσει ερμηνευτική σύγχυση στον εφαρμοστή του δικαίου για το αν αποτελεί έννομη κατάσταση που επιφέρει διαφορετικές έννομες συνέπειες σε σχέση με την ακυρότητα. Παρά το γεγονός ότι και στις δικονομικές Οδηγίες χρησιμοποιείται ο όρος ”ανενεργό της σύμβασης”, προτείνεται εν προκειμένω, τόσο για την ταυτότητα του νομικού λόγου όσο και γιατί ο όρος ”ανενεργή σύμβαση” δεν είναι συνήθης και δόκιμος στο ελληνικό δίκαιο, να χρησιμοποιείται ο όρος ”ακυρότητα”. Άρθρο 27 παρ. 3: Η εν λόγω ρύθμιση, αντίστοιχη της οποίας, υπάρχει και στο άρθρο 8 παρ. 5 του ν. 3886/2010, δημιουργεί προβληματισμό ιδίως ως προς τη ρύθμιση με την οποία το πρόστιμο που επιβάλλεται στην αναθέτουσα αρχή/ αναθέτοντα φορέα περιέρχεται στον αιτούντα, σε σχέση με τα προβλεπόμενα στο τελευταίο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 2ε των δικονομικών Οδηγιών, σύμφωνα με το οποίο :”Η παροχή αποζημίωσης δεν αποτελεί κατάλληλη κύρωση για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου”. . Επισημαίνεται επίσης ότι η εν λόγω ρύθμιση είναι πολύ γενική, δεν προσδιορίζεται το περιεχόμενο της ειδικής απόφασης της ΑΕΠΠ, ενώ η γραμματική διατύπωση της διάταξης (χρήση 36 ρήματος ενεστωτικού χρόνου ” περιέρχεται”) δημιουργεί την εντύπωση ότι σε κάθε περίπτωση που επιβάλλεται πρόστιμο ως εναλλακτική κύρωση, αυτό περιέρχεται στον αιτούντα, οπότε δεν είναι κατανοητή ενδεχομένως και η απαίτηση της ύπαρξης ειδικής απόφασης. Επιπλέον δεν διευκρινίζονται θέματα του τρόπου είσπραξης του προστίμου από τον αιτούντα, (π.χ. αν αποτελεί ή όχι εκτελεστό τίτλο, ο κωδικός από τον οποίο θα εισπραχθεί κλπ). Τέλος, στο πλαίσιο της χρήσης ενιαίας ορολογίας στο κείμενο του σχεδίου νόμου, προτείνεται η χρήση του όρου ”αξίας” αντί της φράσης ”χρηματικού αντικειμένου” . Άρθρο 28 Συνέπειες κήρυξης ακυρότητας της σύμβασης Άρθρο 28 παρ. 2: Ως προς την επιβολή του προστίμου και την περιέλευσή του στον αιτούντα την κήρυξη της ακυρότητας σύμβασης με ειδική απόφαση της ΑΕΕΠ, ισχύει η προβληματική που αναπτύχθηκε ανωτέρω. Άρθρο 29 Δικαστική προστασία στο πεδίο που προηγείται της σύναψης της σύμβασης Άρθρο 29 παρ. 1: Με την παρ. 1 ορίζεται ως μόνο αρμόδιο Δικαστήριο το Συμβούλιο της Επικρατείας, το οποίο θα εκδικάζει τόσο τις αιτήσεις αναστολής εκτέλεσης (προσωρινή δικαστική προστασία) όσο και τις αιτήσεις ακύρωσης (κύρια δικαστική προστασία) κατά των αποφάσεων της ΑΕΠΠ. Στην ουσία αναμορφώνεται το σύστημα παροχής δικαστικής προστασίας με την αφαίρεση της αρμοδιότητας εκδίκασης αιτήσεων ασφαλιστικών μέτρων (ποσού μέχρι 15.000.000,00 ευρώ) από το Τριμελές Διοικητικό Εφετείο της έδρας της αναθέτουσας αρχής και τη συγκέντρωση της παρεχόμενης δικαστικής προστασίας στο ΣτΕ. Σύμφωνα και με την αιτιολογική έκθεση που συνοδεύει το σχέδιο νόμου ” ..σε δικαστικό επίπεδο, η συγκέντρωση της αρμοδιότητας σε ένα δικαστήριο, στο Συμβούλιο της Επικρατείας, εγγυάται τον πλήρη έλεγχο (προσωρινή και κύρια προστασία) των αποφάσεων της ΑΕΕΠ και την ενιαία εφαρμογή της νομοθεσίας και την ενίσχυση της ασφάλειας του δικαίου”. Παρά το γεγονός ότι η συγκεκριμένη ρύθμιση είναι απόλυτα συμβατή με τις διατάξεις των δικονομικών Οδηγιών και ειδικότερα με την παρ. 2 του άρθρου 9 αυτών, δημιουργεί, ωστόσο, προβληματισμό η συγκέντρωση της συγκεκριμένης αρμοδιότητας στο ΣτΕ, η δε παροχή δικαστικής προστασίας σε αποκεντρωμένο επίπεδο από τα Τριμελή Διοικητικά Εφετεία, όπως ισχύει μέχρι σήμερα, για την πλειονότητα των διαφορών που αναφύονται στο προσυμβατικό στάδιο, αποτελεί μία διαδικασία όχι ιδιαίτερα βαριά για τις αναθέτουσες αρχές και τους οικονομικούς φορείς και έχει συμβάλλει στην αποσυμφόρηση του ΣτΕ. Άρθρο 29 παρ. 2: Στην παρ. 2 επισημαίνεται ότι μειώνεται η προθεσμία άσκησης του κύριου ένδικου βοηθήματος σε είκοσι (20) ημέρες από την επίδοση της σχετικής απόφασης επί της αίτησης αναστολής αντί των τριάντα (30) ημερών, που ισχύει σήμερα, διάταξη, ωστόσο, η οποία φαίνεται να περιορίζει αρκετά τη σχετική προθεσμία, χωρίς να μπορεί ταυτόχρονα να θεωρηθεί ότι συμβάλλει ιδιαίτερα στην ταχύτερη απονομή δικαιοσύνης. Άρθρο 29 παρ. 5: Στην παρ. 5 προβλέπεται ότι αν το ΣτΕ ακυρώσει πράξη ή παράλειψη της αναθέτουσας αρχής μετά τη σύναψη της σχετικής σύμβασης, διατηρούνται τα αποτελέσματα της τελευταίας, εκτός εάν είχε ανασταλεί η ”διαδικασία κατακύρωσης του διαγωνισμού”. Η εντός των εισαγωγικών φράση μπορεί να δημιουργήσει στον εφαρμοστή του δικαίου σύγχυση ότι αφορά μόνο σε συμβάσεις, που συνάπτονται κατόπιν διαγωνιστικής διαδικασίας και όχι σε συμβάσεις που συνάπτονται κατόπιν άλλης διαδικασίας. Για τον λόγο αυτό, αλλά και για λόγους χρήσης ενιαίας ορολογίας προτείνεται να αντικατασταθεί η εν λόγω φράση με τη φράση ” η διαδικασία σύναψης σύμβασης”. Άρθρο 30 Αξίωση αποζημίωσης Άρθρο 30 παρ. 1: Στην παρ.1 η διατύπωση ”Ο ενδιαφερόμενος, ο οποίος αποκλείσθηκε από τη συμμετοχή σε διαγωνισμό ή ανάθεση της σύμβασης”, δύναται να δημιουργήσει σύγχυση ως προς τις διαδικασίες, στις οποίες αναφέρεται. Στο πλαίσιο αυτό προτείνεται να αναδιατυπωθεί ως εξής: ”Ο 37 ενδιαφερόμενος, ο οποίος αποκλείσθηκε από τη συμμετοχή σε διαδικασίες σύναψης σύμβασης ή από τη σύναψη αυτής”. Άρθρο 31 Συνεργασία των ελληνικών αρχών με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Για την περιγραφόμενη στο εν λόγω άρθρο διαδικασία δεν έχουν ληφθεί υπόψη τα οριζόμενα στο νόμο 4013/2011 και ειδικότερα οι προβλέψεις της παρ. ιβ του άρθρου 2, στο πλαίσιο των οποίων η ΕΑΑΔΗΣΥ ήδη αποτελεί το κεντρικό σημείο επικοινωνίας και συντονισμού των ελληνικών αρχών με τα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σχετικά με φερόμενες παραβάσεις της ευρωπαϊκής νομοθεσίας επί των δημοσίων συμβάσεων, με την επιφύλαξη της αρμοδιότητας της Ειδικής Νομικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Εξωτερικών περί παραβιάσεων της ευρωπαϊκής νομοθεσίας και δικαστικής εκπροσώπησης της χώρας στα δικαστικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στην απάντηση των ελληνικών αρχών προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, σχετικά με φερόμενες παραβάσεις της ευρωπαϊκής νομοθεσίας επί των δημοσίων συμβάσεων, προσαρτώνται υποχρεωτικά τα αποτελέσματα έρευνας της Αρχής, σχετικά με την προσήκουσα ερμηνεία, τήρηση και εφαρμογή των εν λόγω κανόνων στο πλαίσιο της προβλεπόμενης στην υπoπερίπτωση ζ` ελεγκτικής αρμοδιότητάς της. Επίσης δεν έχει ληφθεί υπόψη η σχετική διάταξη του άρθρου 2.4.2. του ν. 4336/2015 (3ο Μνημόνιο), σύμφωνα με το οποίο οι αρχές θα διασφαλίσουν ότι η ΕΑΑΔΗΣΥ θα παραμείνει ο κύριος φορέας στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων στην Ελλάδα. Δοθέντων των ανωτέρω, οι προβλεπόμενες ρυθμίσεις του υπόψη άρθρου 31 κρίνεται αναγκαίο να περιλάβουν νέα παρ. 7 ως εξής: “7. Η ΕΑΑΔΗΣΥ αποτελεί το κεντρικό σημείο επικοινωνίας και συντονισμού των ελληνικών αρχών με τα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σχετικά με φερόμενες παραβάσεις της ευρωπαϊκής νομοθεσίας επί των συμβάσεων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος Βιβλίου, με την επιφύλαξη της αρμοδιότητας της Ειδικής Νομικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Εξωτερικών περί παραβιάσεων της ευρωπαϊκής νομοθεσίας και δικαστικής εκπροσώπησης της χώρας στα δικαστικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στην απάντηση των ελληνικών αρχών προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, σχετικά με φερόμενες παραβάσεις της ευρωπαϊκής νομοθεσίας επί των συμβάσεων προσαρτώνται υποχρεωτικά τα αποτελέσματα έρευνας της Αρχής, σχετικά με την προσήκουσα ερμηνεία, τήρηση και εφαρμογή των εν λόγω κανόνων στο πλαίσιο της προβλεπόμενης στην υπό περίπτωση ζ` της παρ. 2 του αρ. 2 του ν. 4013/2011 (Α΄ 204) ελεγκτικής αρμοδιότητάς της.” Άρθρο 32 Μεταβατικές διατάξεις Ως νομοτεχνικά αρτιότερη, προτείνεται η μεταφορά του άρθρου 32 στο άρθρο 394 του Βιβλίου V του σχεδίου νόμου και ειδικότερα η προσθήκη του ως επιμέρους διάταξή στο άρθρο που ρυθμίζει τον χρόνο έναρξης ισχύος των διατάξεων του σχεδίου νόμου. Για τον ίδιο λόγο προτείνεται η προσθήκη μεταβατικής διάταξης ως προς τις διαφορές που ανακύπτουν μέχρι την 31-12-2016 και η ένταξή της νομοτεχνικά επίσης στο αντίστοιχο άρθρο του Βιβλίου IV, που περιλαμβάνει το σύνολο των μεταβατικών διατάξεων του υπό εξέταση σχεδίου νόμου. Άρθρο 33 Καταργούμενες διατάξεις Προτείνεται ως ανωτέρω για λόγους νομοτεχνικής αρτιότητας η μεταφορά του άρθρου 33 στο άρθρο 395 του Βιβλίου V του σχεδίου νόμου και ειδικότερα η προσθήκη του ως επιμέρους διάταξή στο εν λόγω άρθρο, που περιλαμβάνει το σύνολο των καταργούμενων διατάξεων του υπό εξέταση σχεδίου νόμου. 38 Άρθρο 394 Μεταβατικές διατάξεις Άρθρο 394 παρ. 3: Θα πρέπει να διορθωθεί η παραπομπή, αντί για παρ. 11 άρθρου 36, να διορθωθεί σε παρ. 6 άρθρου 36. Θα πρέπει να προβλεφθεί επιπλέον μεταβατική διάταξη για την εφαρμογή της παραγράφου 5 του άρθρου 38, με δεδομένο ότι μέχρι την έκδοση της γνώμης δε λειτουργεί διαβαθμισμένο πληροφοριακό σύστημα στο ΚΗΜΔΗΣ για τις συμβάσεις του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας και της ΕΥΠ. Τέλος απαιτείται, σε συνέχεια της παραγράφου 12 του άρθρου 274 “Οι αναθέτοντες φορείς, οι οποίοι κατά την εφαρμογή του παρόντος διαθέτουν και λειτουργούν δικά τους ηλεκτρονικά μέσα σύμφωνα με την παράγραφο 1, οφείλουν εντός προθεσμίας δύο (2) ετών από την έναρξη ισχύος του παρόντος άρθρου να συμμορφωθούν με τις διατάξεις αυτού”, να προβλεφθεί επιπλέον μεταβατική διάταξη για την εφαρμογή της. Άρθρο 395 Καταργούμενες διατάξεις 1. Θα πρέπει να διορθωθεί και να καταργηθεί ρητώς ο ν. 4281/2014 από το άρθρο 14 έως το άρθρο 201. 2. Επίσης θα πρέπει να προστεθούν ως καταργούμενες και οι ακόλουθες διατάξεις: • του δεύτερου εδαφίου του άρθρου 97 του ν 4368/2016 (Α’ 21) […] “Επίσης, είναι δυνατόν να συνάπτονται συμβάσεις παροχής υπηρεσιών σίτισης ή φύλαξης των κεντρικών, των αποκεντρωμένων και όλων εν γένει των υπηρεσιών του Υπουργείου Υγείας, των Ν.Π.Δ.Δ και των Ν.Π.Ι.Δ. που εποπτεύονται από το Υπουργείο Υγείας με ιδιώτες που απασχολούνται ή απασχολούνταν με ατομική σύμβαση ή διαμέσου εταιρικού σχήματος, στον τομέα της σίτισης ή της φύλαξης αντιστοίχως, με οποιαδήποτε σχέση εργασίας, κατά παρέκκλιση κάθε άλλης διάταξης”. • της παραγράφου 3 του άρθρου 41 του ν. 4356/2015 (Α’ 181), “3. Οι φορείς του Δημόσιου Τομέα, δύνανται να προβαίνουν σε απευθείας ανάθεση, κατόπιν διαπραγμάτευσης, προμήθειας αγαθών ή προϊόντων σε καταστήματα κράτησης που διαθέτουν αγροτικές ή βιοτεχνικές μονάδες εργασίας, στις οποίες απασχολούνται κρατούμενοι με ευεργετικό υπολογισμό ημερών ποινής λόγω εργασίας, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις του Σωφρονιστικού Κώδικα”. • των παραγράφων 3, όσον αφορά τη σύναψη συμβάσεων υλικού, υπηρεσιών έργων, και 4 του άρθρου 50 του ν. 4339/2015 (Α’ 133), Άρθρο 50 […] 3. Η οικονομική διαχείριση και η σύναψη των συμβάσεων προμηθειών υλικού, υπηρεσιών και έργων γίνονται σύμφωνα με τις διατάξεις του παράγωγου δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τις οικείες διατάξεις για την προσαρμογή του εθνικού δικαίου, τον παρόντα νόμο και τον Κανονισμό Οικονομικής Διαχείρισης και Προμηθειών του Ε.Κ.Ο.Μ.Ε.. 4. Ειδικά για την προκήρυξη διαγωνισμών, την αξιολόγηση προσφορών, την κατακύρωση, τη σύναψη συμβάσεων και τα νόμιμα δικαιώματα των συμμετεχόντων στις διαδικασίες αυτές ισχύουν οι κείμενες διατάξεις του Κανονισμού Προμηθειών του Δημοσίου (π.δ. 118/2007, Α` 150 και ν. 4281/2014, Α` 160). • της παραγράφου 3 άρθρου 17 ν. 4262/2014 (Α’ 114) “3. Με κοινή απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας και του κατά περίπτωση συναρμόδιου Υπουργού μετά από γνωμοδότηση της ΕΣΥΠ μπορούν να καθορίζονται τυποποιημένα σχέδια συμβάσεων παροχής υπηρεσιών αξιολόγησης συμμόρφωσης για συγκεκριμένη οικονομική δραστηριότητα. Για την εξυπηρέτηση των αρχών του άρθρου 1 του παρόντος, οι όροι των τυποποιημένων σχεδίων συμβάσεων μπορεί κατά περίπτωση να είναι εν όλω ή εν μέρει δεσμευτικοί για τους διοικούμενους ή να μην έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα για τα συμβαλλόμενα μέρη”. 39 • Της παραγράφου 3 άρθρου 14 ν 4173/2013 (Α’ 169), όσον αφορά τους όρους και τις διαδικασίες ανάθεσης μελετών, υπηρεσιών, εκτέλεσης έργων και εργασιών και προμήθειας αγαθών και υπηρεσιών Άρθρο 14 “3. Οι όροι και οι διαδικασίες ανάθεσης μελετών, υπηρεσιών, εκτέλεσης έργων και εργασιών, προμηθειών αγαθών και υπηρεσιών, προμήθειας προγράμματος, αγορών ακινήτων, μισθώσεων, εκμισθώσεων και κάθε άλλου ενοχικού ή εμπραγμάτου δικαιώματος επί κινητών και ακινήτων της Ε.Ρ.Τ. Α.Ε. καθορίζονται με κανονισμούς, που καταρτίζονται από τον Διευθύνοντα Σύμβουλο και εγκρίνονται από το Διοικητικό Συμβούλιο”. • Του άρθρου 150 ν. 4001/2011 (Α’ 179) “Άρθρο 150 Σύναψη συμβάσεων 1. Η Εταιρία μπορεί να συνάπτει Συμβάσεις ανάθεσης μελετών, εκτέλεσης έργων, παροχής υπηρεσιών και προμηθειών, σύμφωνα με τον Κανονισμό Προμηθειών, ο οποίος καταρτίζεται από το Δ.Σ. της Εταιρίας, εντός τριμήνου από τη συγκρότηση του σε σώμα, εγκρίνεται από τον Υπουργό Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Ο Κανονισμός πρέπει να είναι σύμφωνος με την εθνική και τη νομοθεσία της Ε.Ε. για τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων. Εξαιρούνται οι Συμβάσεις της παρ. 10 του άρθρου 2 του ν. 2289/1995, για τις οποίες εφαρμόζεται η διαδικασία που προβλέπεται στην κείμενη νομοθεσία. 2. Η Εταιρεία μπορεί να συνάπτει Συμβάσεις με Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα (Α.Ε.Ι.) και ερευνητικούς φορείς, όπως το Ινστιτούτο Γεωλογικών και Μεταλλευτικών Ερευνών (ΙΓΜΕ) και το Ελληνικό Κέντρο Θαλασσίων Ερευνών (ΕΛ.ΚΕ.Θ.Ε.), καθώς και με εξειδικευμένους επιστήμονες και τεχνικούς, που έχουν ειδικές γνώσεις και εμπειρία στην εκτέλεση ερευνητικών εργασιών και την εκπόνηση μελετών για θέματα που εντάσσονται στο πλαίσιο του σκοπού της”. • της παραγράφου 10 του άρθρου 18 του ν. 2937/2001 (Α 169) Άρθρο 18 […[ “10. Η Ε.Υ.Α.Θ. Α.Ε. και οι συνδεδεμένες με αυτήν επιχειρήσεις καταρτίζουν κανονισμούς για την εκπόνηση μελετών, την ανάθεση έργων, τη σύναψη συμβάσεων προμηθειών και παροχής σε αυτές υπηρεσιών, που εγκρίνονται με αποφάσεις των διοικητικών τους συμβουλίων. Από την έγκριση των ως άνω κανονισμών η Ε.Υ.Α.Θ. Α.Ε. και οι συνδεδεμένες με αυτήν επιχειρήσεις εξαιρούνται από την εφαρμογή των διατάξεων για την εκπόνηση μελετών, την ανάθεση έργων, τις προμήθειες και την παροχή σε αυτές υπηρεσιών, με την επιφύλαξη των οικείων διατάξεων της κοινοτικής νομοθεσίας.” • των εδαφίων πρώτου και δεύτερου της παραγράφου 5 άρθρου 7 ν. 2364/1995 (Α’ 252) Άρθρο 7 5. Η Δ.ΕΠ.Α. Α.Ε., οι Ε.Δ.Α. και οι Ε.Π.Α. εξαιρούνται από την εφαρμογή των διατάξεων για την εκτέλεση δημόσιων έργων και προμηθειών. Διακηρύξεις, αναθέσεις και εκτέλεση των έργων και προμηθειών των ανωτέρω θα ρυθμίζονται και θα διενεργούνται σύμφωνα με κανονισμούς που αποφασίζονται από το Διοικητικό τους Συμβούλιο, εγκρίνονται από τον Υπουργό Βιομηχανίας, Ενέργειας και Τεχνολογίας και δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. • των άρθρων 17-23 της υα 18709/ΕΥΣΣΑ 413/2016 (Β’ 449) τεχνική βοήθεια ΕΣΠΑ • της κοινής απόφασης 864/ΑΣ3069/2015 (Β’ 1994), εξαίρεση συμβάσεων ΥΠΕΞ “Την εξαίρεση των δαπανών που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της Διεύθυνσης Εθιμοτυπίας του Υπουργείου Εξωτερικών από τις διατάξεις του Ν. 4013/2011, όπως ισχύουν για τις δημόσιες συμβάσεις με τρίτους, λόγω της ειδικής φύσεως της αποστολής του Υπουργείου Εξωτερικών (εθνική ασφάλεια και διεθνείς σχέσεις της χώρας) καθώς και του απρόβλεπτου έκτακτου και επείγοντα χαρακτήρα των δαπανών αυτών και εφόσον χαρακτηρισθούν ως απόρρητες”. 40 • Να προστεθεί στην κατάργηση της διάταξης της παραγράφου 7 του άρθρου 6 και η παραγράφος 5 του άρθρου 9 του ν. 4071/2012 (Α 85), • Να αντικατασταθεί το εδάφιο γ με το εδάφιο δ στην παρ 10 του άρθρου 9 ν 3469/2006 ΕτΚ • να καταργηθεί όλη η παρ. 9 του άρθρου 209 του ν 3463/2006 ΚΔΚ • να διαγραφεί από τις καταργούμενες το δεύετερο εδάφιο της παραγράφου του άρθρου 22 του ν 1514/1985 καθώς έχει ήδη καταργηθεί ο ν 1514 για την έρευνα • να διαγραφεί από τη λίστα των καταργούμενων το πδ 138/2009 για το μητρώο μελετητών • να καταργηθούν τα άρθρα 9, 10, 14, 16 και 17 του πδ 171/1987, αντί των προτεινομένων • να καταργηθεί το πδ 28/1980 • να προστεθεί στις καταργούμενες η υα ΔΜΕΟ/α/οικ/1161/2005 (Β’ 1064), όπως τροποποιήθηκε με την υα ΔΜΕΟ/οικ/2614/2011 (Β’ 1581) καθορισμός βαρύτητας κριτηρίων μελέτες • Στην κατάργηση των Κανονισμών “Καταργούνται οι διατάξεις των ακόλουθων κανονιστικών πράξεων” να προστεθεί “που αφορούν τη σύναψη και εκτέλεση συμβάσεων, πλην των διατάξεων που αφορούν σε ορισμό και αρμοδιότητες αποφαινομένων οργάνων”. Η προσθήκη αυτή προτείνεται διότι α) σε κανονισμούς υπάρχουν διατάξεις που αφορούν εκποίηση και μισθώσεις ακινήτων και β) στο άρθρο 120 για τα όργανα διενέργειας, δεν ρυθμίζονται τα αποφαινόμενα όργανα’ επομένως σε όσους κανονισμούς προβλέονται διατάξεις που ορίζουν αποφαινόμενα όργανα, πρέπει να διατηρηθούν. • Από τους Κανονισμούς να διαγραφούν από τη λίστα των καταργούμενων κανονισμοί που αφορούν φορείς που ήδη έχουν καταργηθεί: Κέντρο Οικογένειας και Νεότητας, Κέντρο Ελληνικού ενδύματος, Εθνικό Οπτικοακουστικό Αρχείο, Προαστιακός ΑΕ, ΑΓΡΟΓΗ ΑΕ, Ενοποίηση Αρχαιολογικών χώρων ΑΕ, Παράκτιο Αττικό Μέτωπο ΑΕ • Να απαλειφθεί ο Κανονισμός του ΕΟΠΠΕΠ καθώς ανακλήθηκε • Να εξεταστεί αν θα παραμείνει στις καταργούμενες διατάξεις ο Κανονισμός του ΟΠΑΠ ΑΕ και της ΟΛΠ ΑΕ • Να προστεθεί στην κατάργηση του Κανονισμού του ΟΛΘ “πλην των διατάξεων που αφορούν την παραχώρηση χρήσης γης και εκποιήσεων” Άρθρο 397 Έναρξη ισχύος Άρθρο 397 παρ. 6: Η αναφορά στο άρθρο 39 πρέπει να αντικατασταθεί με αναφορά στο άρθρο 393. Άρθρο 397 παρ. 7: Στο δεύτερο εδάφιο “Η ισχύς της παραγράφου 9 του άρθρου 38 αρχίζει από τη δημοσίευση της απόφασης της παραγράφου 6 του άρθρου 38 με την επιφύλαξη της παρ. 4 του άρθρου 394”, θα πρέπει να διαγραφεί η φράση “με την επιφύλαξη της παρ. 4 του άρθρου 394”, προκειμένου η κατάργηση της δημοσίευσης στο τεύχος Δημοσίων Συμβάσεων στο ΦΕΚ να ισχύσει από την έκδοση της απόφασης της παρ. του άρθρου 38, ανεξαρτήτως της εφαρμογής της ΥΑ για το ΚΗΜΔΗΣ που αναφέρεται στο προηγούμενο εδάφιο. (βλ. άρθρο 38 παρ. 9 “Η δημοσίευση της προκήρυξης στο ΚΗΜΔΗΣ αντικαθιστά την υποχρέωση δημοσίευσης στο Τεύχος Διακηρύξεων Δημοσίων Συμβάσεων της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως, υπό την επιφύλαξη της παραγράφου 7 του άρθρου 394”). Σε διαφορετική περίπτωση θα δημιουργηθεί σύγχυση ως προς τον χρόνο έναρξης ισχύος της παρ. 9 του άρθρου 38. Τέλος απαιτείται, σε συνέχεια της παραγράφου 12 του άρθρου 274 “Οι αναθέτοντες φορείς, οι οποίοι κατά την εφαρμογή του παρόντος διαθέτουν και λειτουργούν δικά τους ηλεκτρονικά μέσα σύμφωνα με την παράγραφο 1, οφείλουν εντός προθεσμίας δύο (2) ετών από την έναρξη ισχύος του παρόντος άρθρου να συμμορφωθούν με τις διατάξεις αυτού”, να προβλεφθεί επιπλέον διάταξη για την έναρξης ισχύος του άρθρου 274. Τελικές παρατηρήσεις 1. Επισημαίνεται ότι, καθώς προβλέπεται πλήθος εξουσιοδοτικών διατάξεων προς τον κανονιστικό νομοθέτη (Υπουργοί, Πρόεδρος της Δημοκρατίας), προτείνεται η διαγραφή, στις περιπτώσεις που 41 προβλέπεται (καθώς δεν προβλέπεται στο σύνολό τους) της αναφοράς στην προηγούμενη γνώμη (απλή ή σύμφωνη κατά περίπτωση) της Αρχής σύμφωνα με το άρθρο 2 του ν. 4013/2011 (βλ. ενδεικτικά στο αρ. 2 παρ. 1 περ. 31). Η απαίτηση της προηγούμενης γνώμης, θεσμοθετείται και οριοθετείται στο άρθρο 2 του ν. 4013/2011 και ως εκ τούτου δεν κρίνεται νομοτεχνικά ορθή η επανάληψή της πρόβλεψης αυτής, πολλώ δε μάλλον αποσπασματικά. Αντί αυτού προτείνεται, να αναφερθεί ρητά στην αιτιολογική έκθεση η σχετική αρμοδιότητα της Αρχής με παραπομπή στο άρθρο 2 του ν. 4013/2011. 2. Αντίθετα, ως προς την υποχρέωση παροχής προηγούμενης σύμφωνης γνώμης της Αρχή για την προσφυγή στις εξαιρετικές διαδικασίες διαπραγμάτευσης, σύμφωνα με την υποπερ. (δδ) της περ. (γ) της παραγράφου του άρθρου 2 του ν . 4013/2011, στο σχέδιο νόμου – Βιβλίο Ι, προβλέπεται στα άρθρα 26 παρ. 2 περ. (γ) και 26 παρ. 4, ρητή αναφορά στην προηγούμενη σύμφωνη γνώμη της Αρχής, “σύμφωνα με το άρθρο 2 του ν. 4013/13/2011“. Το άρθρο 2 παρ. 2 περ. (γ) υποπερ. (δδ) προϋποθέτει την προηγούμενη σύμφωνη γνώμη της Αρχής γισ την προσφυγή στη διαδικασία της διαπραγμάτευσης των άρθρων 24 και 25 του πδ 60/2007 και 25 παρ. 3 του πδ 59/2007. Επισημαίνεται ωστόσο ότι οι διαδικασίες της ανταγωνιστικής διαδικασίας με διαπραγμάτευση και του ανταγωνιστικού διαλόγου που προβλέπονται στο σχέδιο νόμου και οι οποίες ενσωματώνουν τις αντίστοιχες διαδικασίες των οδηγιών 2014/24/ΕΕ, δεν ταυτίζονται, ως προς το γράμμα της διατύπωσης, με αυτές του Π.Δ. 60/2007, ταυτίζονται όμως ως προς την ουσία της ρύθμισης, καθώς οι “νέες”, ως προς τη διατύπωση, διαδικασίες της ανταγωνιστικής διαδικασίας με διαπραγμάτευση και του ανταγωνιστικού διαλόγου, αποτελούν, εννοιολογικά και ουσιαστικά, εξειδίκευση της διαδικασίας διαπραγμάτευσης με δημοσίευση προκήρυξης διαγωνισμού, σύμφωνα με το άρθρο 24 του πδ 60/2007. Για λόγους ασφάλειας δικαίου, προτείνεται στην αιτιολογική έκθεση για την διάταξη του άρθρου 26, να αναφερθεί ότι η διάταξη αυτή παραπέμπει στις διαδικαστικές απαιτήσεις και στην προθεσμία του άρθρου 2 παρ. 2 περ. (γ) υποπερ (δδ) του ν. 4013/2011. 3. Ομοίως και όσον αφορά την πρόβλεψη της υποχρέωσης για προηγούμενη σύμφωνη γνώμη της Αρχής στο άρθρο 143 παρ. 1 τελευταίο εδάφιο, προτείνεται στην αιτιολογική έκθεση για την διάταξη του άρθρου 143, να αναφερθεί ότι η διάταξη αυτή παραπέμπει στις διαδικαστικές απαιτήσεις και στην προθεσμία του άρθρου 2 παρ. 2 περ. (γ) υποπερ (δδ) του ν. 4013/2011. Αθήνα, 19/4/2016 Θεωρήθηκε Ο Πρόεδρος Δημήτριος Ράικος