η αποχή των δικηγόρων ως λόγος ανωτέρας βίας: ΑΠ 820/2015

η αποχή των δικηγόρων ως λόγος ανωτέρας βίας: ΑΠ 820/2015

ΑΠ 820/2015

Πρόεδρος : Βασιλική Θάνου Χριστοφίλου

Εισηγητής  : Γεώργιος Σακκάς

Μέλη :  Χαράλαμπος Καλαματιανός –  Ειρήνη Καλού –  Σοφία Ντάντου

Δικηγόροι : Δημήτριος Γίτσας – Δημήτριος Γιώτσας

 

 

Κείμενο απόφασης ΑΠ 820/2015

 

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

  Κατά το άρθρο 152 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ., αν κάποιος διάδικος δεν μπόρεσε να τηρήσει κάποια προθεσμία εξαιτίας ανώτερης βίας ή δόλου του αντιδίκου του, έχει δικαίωμα να ζητήσει την επαναφορά των πραγμάτων σε προηγούμενη κατάσταση. Εξάλλου, κατά το άρθρο 652 παρ. 1 και 2 Κ.Πολ.Δ., η προθεσμία της αναίρεσης, επί των μισθωτικών διαφορών, είναι δεκαπέντε (15) ημέρες, αν εκείνος που δικαιούται να ασκήσει τα ένδικα μέσα διαμένει στην Ελλάδα. Η προθεσμία της αίτησης για επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση είναι οκτώ (8) ημέρες από την ημέρα που αίρεται το κώλυμα, το οποίο συνιστά ανώτερη βία ή από τη γνώση του δόλου. Ως ανώτερη βία, κατά την έννοια του άρθρου 152 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ., θεωρείται κάθε γεγονός, το οποίο αντικειμενικώς καθιστά αδύνατη την τήρηση κάποιας δικονομικής προθεσμίας και, σε συγκεκριμένη περίπτωση, είναι απρόβλεπτο και μη δυνάμενο να αποτραπεί ακόμη και με λήψη μέτρων άκρας επιμέλειας και σύνεσης. Η ύπαρξη παντός πταίσματος κατά την απώλεια μιας δικονομικής προθεσμίας (Κ.Πολ.Δ. 152 παρ. 2), ακόμη και ελαφράς αμέλειας του διαδίκου, του πληρεξούσιου δικηγόρου ή του νόμιμου αντιπροσώπου αυτού, αποκλείει το χαρακτηρισμό κάποιου διακωλυτικού γεγονότος ως ανώτερης βίας (ΑΠ 518/2010). Περίπτωση ανώτερης βίας δεν συνιστά άνευ ετέρου η αποχή των δικηγόρων από την εκτέλεση των καθηκόντων, που απορρέουν από το δημόσιο λειτούργημα που ασκούν (άρθρ. 1 και 34 ν. 4194/2013 “Κώδικα Δικηγόρων”) παρά μόνον, εφόσον συντρέχουν, πρόσθετες ιδιαίτερες υποχρεώσεις. Διότι, κατ’ εξαίρεση, επιτρέπεται στο διάδικο η παράσταση και η διενέργεια πράξεως χωρίς δικηγόρο ενώπιον παντός δικαστηρίου ή δικαστικής υπηρεσίας για την αποτροπή επικειμένου κινδύνου (άρθρα 94 παρ. 2γ Κ.Πολ.Δ., 36 παρ. 1 εδ. δ’ ν. 4194/2013 “Κώδικα Δικηγόρων”), όπως η άσκηση των ενδίκων μέσων, οπότε η τυχόν αποχή των δικηγόρων από την άσκηση καθηκόντων ενώπιον δικαστικών αρχών δεν επηρεάζει τον επιμελή διάδικο από την τήρηση της νόμιμης προθεσμίας για την άσκηση αιτήσεως αναιρέσεως, δυνάμενο να καταθέσει αυτοπροσώπως το σχετικό δικόγραφο (στου οποίου τη σύνταξη, που δεν αποτελεί διαδικαστική πράξη, ο δικηγόρος δεν κωλύεται εκ της αποχής) και επιφυλασσόμενο να το συμπληρώσει με πρόσθετους λόγους. Και περαιτέρω η άσκηση του δικαιώματος αποχής των δικηγόρων από τα καθήκοντά τους δεν εξικνείται μέχρι τη ματαίωση του δικαιώματος των πολιτών για την παροχή δικαστικής προστασίας. Γι’ αυτό και σε επείγουσες περιπτώσεις, όπως είναι εμπειρικώς γνωστό στο χώρο λειτουργίας της δικαιοσύνης, κατά την διάρκεια αποχής, χορηγείται από το αρμόδιο όργανο του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου ειδική άδεια σε δικηγόρους για την επιχείρηση πράξεων προς αποτροπή της απώλειας δικονομικών προθεσμιών ή της συμπλήρωσης του χρόνου παραγραφής. Ως εκ τούτου, για να θεωρηθεί η αποχή των δικηγόρων ως ανώτερη βία, που οδήγησε στην απώλεια προθεσμίας ασκήσεως ενδίκου μέσου, πρέπει ο διάδικος, που ζητεί την επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, να επικαλείται και να αποδεικνύει, αφενός ότι αυτός βρισκόταν σε απόλυτη αδυναμία να το ασκήσει αυτοπροσώπως μέσα στη νόμιμη προθεσμία και αφετέρου ότι ο δικηγόρος του ζήτησε την παροχή αδείας από τον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο, αλλά έτυχε αρνητικής απαντήσεως (ΑΠ 1155/2012). Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων σωρεύει στο δικόγραφο της ενδίκου αιτήσεως αναιρέσεως, που ασκήθηκε την 2-1-2015, αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, επικαλούμενος ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, που δίκασε την επίδικη μισθωτική διαφορά, του επιδόθηκε την 8-12-2014 και ότι οι πληρεξούσιοι δικηγόροι του Δημήτριος Γίτσας (Αθηνών) και Πέτρος Δημοβέλης (Λάρισας) απείχαν από τα καθήκοντά τους, ακολουθώντας τις σχετικές αποφάσεις των Δικηγορικών Συλλόγων Αθήνας και Λάρισας αντίστοιχα, η δε αποχή διήρκεσε από 8-12-2014 έως και 30-12-2014 και ότι ο ίδιος αδυνατούσε να συντάξει και να καταθέσει δικόγραφο αναιρέσεως λόγω του ότι απαιτούνται ειδικές νομικές γνώσεις. Με το περιεχόμενο αυτό, το αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, ώστε να θεωρηθεί ότι η αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε εμπρόθεσμα, είναι μη νόμιμο. Πράγματι, υπό τις περιστάσεις που επικαλείται ο αναιρεσείων, η αποχή των δικηγόρων δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ανώτερη βία, αφού δεν αναφέρεται ούτε ότι οι δικηγόροι του, για να αποφύγουν την απώλεια της προθεσμίας, ζήτησαν άδεια που δεν χορηγήθηκε από τον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο, ούτε ότι ο ίδιος είχε ανυπέρβλητο λόγο που τον εμπόδισε να καταθέσει αρμοδίως, μέσα στη νόμιμη προθεσμία, το δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως, ενεργούντος αυτοπροσώπως και χωρίς τη σύμπραξη δικηγόρου. Επομένως το αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων στην πριν από την απώλεια της προθεσμίας κατάσταση πρέπει να απορριφθεί. Ακολούθως και η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, επειδή δεν ασκήθηκε εμπρόθεσμα, ήτοι εντός της 15νθήμερης προθεσμίας του άρθρου 652 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ., και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, που κατέθεσε και προτάσεις (άρθρ. 176 και 183 Κ.Πολ.Δ.). Τέλος πρέπει να διαταχθεί να εισαχθεί το παράβολο στο δημόσιο ταμείο (άρθρ. 495 παρ. 4 εδ. ε’ Κ.Πολ.Δ.).

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 Απορρίπτει το αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων στην πριν την απώλεια της προθεσμίας αναιρέσεως κατάσταση.

Απορρίπτει την από 2-1-2015 αίτηση για αναίρεση της 237/2014 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Λάρισας.

Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, την οποία ορίζει σε χίλια οκτακόσια (1.800) ευρώ. Και

Διατάζει να εισαχθεί στο δημόσιο ταμείο το παράβολο με αριθμό Η 7806918/2-1-2015 Β’ Δ.Ο.Υ. Λάρισας.